Αυτή είναι η ιστορία ενός πεντάχρονου αγοριού του "Μικρού Δέντρου" που χάνει τους γονείς του και πάει στα Απαλάχια όρη για να ζήσει με τους Τσερόκι παππού και γιαγιά. Είναι μια υπέροχη διαδρομή ανακάλυψης του κόσμου μέσα από την αφοπλιστική ματιά ενός παιδιού. Είναι και
ο Τρόπος που η απλότητα τρατάρει την καρδιά με αλήθειες που σε βρίσκουν κατάστηθα με τόσο τρυφερό όμως τρόπο.
Το αγάπησα τόσο αυτό το βιβλίο..
Η εκπαίδευση του Μικρού Δέντρου
Forest Carter
εκδ. Κέδρος
http://www.protoporia.gr/product_info.p ... _id/305486
μικρό απόσπασμα:
"H νυχτερινή σκιά υποχώρησε διασχίζοντας ένα μικρό λιβάδι γεμάτο με γρασίδι και λουσμένο πια στο φως του ήλιου. Το λιβάδι βρισκόταν στην πλαγιά του βουνού. Ο παππούς έδειξε με το χέρι του. Ορτύκια φτερούγιζαν και πηδούσαν στη χλόη τσιμπώντας τους σπόρους. Έπειτα έδειξε προς τον παγωμένο, γαλανό ουρανό.
Δεν υπήρχαν σύννεφα, κι όμως δεν είδα αμέσως την κηλίδα που ερχόταν από τον ορίζοντα. Μεγάλωνε συνεχώς. Πετούσε προς τον ήλιο, ώστε η σκιά του να μη φτάσει πριν από το ίδιο. Το πουλί επιτάχυνε κατηφορίζοντας προς την πλαγιά του βουνού, ένας χιονοδρόμος στις κορφές των δέντρων με τα φτερά μισοδιπλωμένα… σαν μια καφέ σφαίρα… όλο και πιο γρήγορα προς τα ορτύκια.
Ο παππούς κάγχασε. «Είναι ο γέρο-Τάλκον, το γεράκι».
Τα ορτύκια υψώθηκαν απότομα και όρμησαν προς τα δέντρα – μα ένα ήταν αργό. Το γεράκι χτύπησε. Πούπουλα τινάχτηκαν στον αέρα. Τα πουλιά βρέθηκαν στο έδαφος. Το κεφάλι του γερακιού υψωνόταν και κατέβαινε ξανά τυπώντας θανάσιμα το ορτύκι. Μέσα σε μία στιγμή υψώθηκε στον αέρα με το νεκρό ορτύκι στα νύχια του και πέταξε προς την πλαγιά, ώσπου χάθηκε πίσω από το βουνό.
Δεν έκλαψα, μα ήξερα ότι έδειχνα θλιμμένος, γιατί ο παππούς είπε: «Μη στεναχωριέσαι, Μικρό Δέντρο. Αυτός είναι ο Τρόπος. Ο Ταλκον έπιασε τον αργό και έτσι ο αργός δε θα κάνει αργά παιδιά. Ο Τάλκον τρώει χιλιάδες αρουραίους που τρώνε τα αυγά των ορτυκιών – και τα αργά και τα γρήγορα αυγά- και έτσι ο Τάλκον ακολουθεί τον Τρόπο. Βοηθά τα ορτύκια».
Ο παππούς ξέσκαψε μια γλυκιά ρίζα από το χώμα με το μαχαίρι του και την ξεφλούδισε, ώσπου το χειμωνιάτικο απόθεμα ζωής της άρχισε να στάζει. Την έκοψε στη μέση και μου έδωσε τη βαριά άκρη.
«Είναι ο Τρόπος», είπε μαλακά. «Να παίρνεις μόνο ό,τι χρειάζεσαι. Όταν παίρνεις το ελάφι, να μην παίρνεις το καλύτερο.
Να παίρνεις το μικρότερο και το πιο αργό. Έτσι, τα ελάφια θα γίνουν πιο δυνατά και θα σου χαρίζουν πάντα κρέας.
Αυτό το ξέρει ο Πάκο, ο πάνθηρας και πρέπει να το μάθεις και εσύ».
Τότε γέλασε. «Μόνο η Τίμπι, η μέλισσα, αποθηκεύει πιο πολλά από όσα χρειάζεται…
Έτσι, την κλέβουν η αρκούδα και το ρακούν… και ο τσεροκί.
Αυτό παθαίνουν όσοι αποθηκεύουν πολλά και παχαίνουν με περισσότερα από όσα μοιράζονται. Τους τα παίρνουν. Και γίνονται πόλεμοι γι’ αυτά… και αυτοί βγάζουν μεγάλους λόγους προσπαθώντας να κρατήσουν περισσότερα από όσα τους αναλογούν. Λένε ότι μια σημαία συμβολίζει το δικαίωμά τους να το κάνουν αυτό… και πεθαίνουν άνθρωποι για χάρη των λόγων και της σημαίας… μα δεν μπορούν να αλλάξουν τους Νόμους του Τρόπου».
Ο παππούς προτιμούσε τον ήχο, το πώς ακούγεται μια λέξη, από το νόημά της.
Έλεγε ότι όσοι μιλούσαν με άλλες λέξεις μπορούσαν να νιώσουν το ίδιο πράγμα ακούγοντας τον ήχο της μουσικής.
Η γιαγιά συμφωνούσε μαζί του, γιατί έτσι μιλούσαν μεταξύ τους.
Το όνομα της γιαγιάς ήταν Όμορφη Μέλισσα. Ήξερα ότι, όταν τον άκουγα, αργά τη νύχτα, να λέει «σε έχω, Όμορφη Μέλισσα», εννοούσε «σε αγαπώ», γιατί το συναίσθημα ήταν μέσα στις λέξεις.
Και όταν μιλούσαν και η γιαγιά του έλεγε «με έχεις, Ουέιλς;» και εκείνος απαντούσε «σε έχω», εννοούσε «σε καταλαβαίνω». Για εκείνους η αγάπη και η κατανόηση ήταν το ίδιο πράγμα. Η γιαγιά έλεγε ότι δεν μπορούσες να αγαπάς κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Δεν μπορούσες να αγαπάς ούτε τους ανθρώπους ούτε τον Θεό, αν δεν καταλάβαινες τους ανθρώπους και τον Θεό.
Η γιαγιά είπε ότι όλοι έχουν δύο ψυχές. Η μία ασχολείται με ό,τι είναι αναγκαίο για τη ζωή του σώματος.
Τη χρησιμοποιείς για να βρεις καταφύγιο, να φας, και άλλα που έχουν να κάνουν με το σώμα.
Είπε ότι τη χρησιμοποιείς για να ζευγαρώσεις και να κάνεις παιδιά, και τα λοιπά.
Είπε ότι χρειαζόμαστε αυτή την ψυχή, για να συνεχίζουμε τη ζωή μας. Αλλά είπε ότι έχουμε και μια άλλη ψυχή που δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Είπε ότι είναι η πνευματική ψυχή.
Η γιαγιά είπε ότι, αν χρησιμοποιείς την ψυχή του σώματος για να σκέφτεσαι άπληστα ή κακά, αν πάντα πληγώνεις με αυτή τους ανθρώπους και σκέφτεσαι πώς θα τους εκμεταλλευτείς… τότε η πνευματική σου ψυχή ζαρώνει και γίνεται σαν καρύδι.
Η γιαγιά είπε ότι, όταν πεθαίνει το σώμα σου, η ψυχή του σώματος πεθαίνει μαζί του και, αν σκεφτόσουν έτσι όλη σου
τη ζωή, σου μένει μόνο μία ψυχή σε μέγεθος καρυδιού, γιατί μόνο η πνευματική ψυχή επιζεί, αφού πεθάνουν όλα τα άλλα. Τότε, είπε η γιαγιά, όταν γεννιέσαι ξανά –γιατί έτσι γίνεται-, γεννιέσαι με πνευματική ψυχή σαν καρύδι που δεν
καταλαβαίνει τίποτα. Τότε μπορεί να ζαρώσει σε μέγεθος μπιζελιού και να εξαφανιστεί, αν αναλάβει τον έλεγχο η ψυχή του σώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση χάνεις εντελώς το πνεύμα σου.
Έτσι γίνεσαι νεκρός. Η γιαγιά είπε ότι μπορείς εύκολα να ξεχωρίσεις τους νεκρούς.
Είπε ότι, όταν οι νεκροί κοιτούν μια γυναίκα, βλέπουν μόνο βρώμικα πράγματα. Όταν κοιτούν άλλους ανθρώπους, βλέπουν μόνο κακά πράγματα. Όταν κοιτούν ένα δέντρο, βλέπουν μόνο ξυλεία και κέρδος. Ποτέ ομορφιά. Η γιαγιά είπε ότι μας τριγυρίζουν νεκροί.
Η γιαγιά είπε ότι η πνευματική ψυχή είναι όπως όλοι οι μύες. Αν τη χρησιμοποιείς, μεγαλώνει και δυναμώνει.
Είπε ότι αυτό γίνεται μόνο αν τη χρησιμοποιείς για να καταλαβαίνεις, αλλά δεν μπορείς να ανοίξεις την πόρτα που οδηγεί σε αυτή, αν δε σταματήσεις να είσαι άπληστος και τα λοιπά με την ψυχή του σώματος. Τότε αρχίζει να κυριαρχεί η κατανόηση και, όσο πιο πολύ προσπαθείς να καταλάβεις, τόσο μεγαλώνει.
Φυσικά, είπε, η κατανόηση και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα. Μόνο ο κόσμος τα κάνει ανάποδα πολλές φορές, προσπαθεί να παριστάνει ότι αγαπά κάτι, όταν δεν το καταλαβαίνει. Και αυτό δεν γίνεται."