Όταν ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε τη Δάφνη, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, εκείνη για παραμείνει αγνή, βρήκε καταφύγιο στο λιμανάκι του Άθωνα, δίνοντας έτσι σ' αυτό το όνομά της. Από τον μύθο αυτό φαίνεται ότι η περιοχή συνδέθηκε από νωρίς με τον αγώνα κατά της σάρκας.
Μέχρι τον 3ο αι. π.X. υπήρχαν στην χερσόνησο του Άθω πολλές μικρές ελληνικές πόλεις που αργότερα για λόγους άγνωστους παρακμάσανε ή καταστράφηκαν, με αποτέλεσμα ο τόπος να μείνει έρημος για αρκετούς αιώνες. Τον 4ο αι. π.Χ. ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας.
Το πότε ακριβώς διαδόθηκε εκεί ο Χριστιανισμός δεν είναι γνωστό. Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, η Παναγία με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, πηγαίνοντας να επισκεφθούν τον Λάζαρο στην Κύπρο έπεσαν σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή που τους ανάγκασε να αποβιβαστούν προσωρινά στο λιμάνι όπου σήμερα βρίσκεται η μονή Ιβήρων. Θαυμάζοντας το άγριο τοπίο η Παναγία, ζήτησε από τον Υιό της να της προσφέρει όλο το Όρος σαν δώρο. Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου που έλεγε: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σός και περιβόλαιον σόν και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι». Από τότε θεωρείται το Άγιο Όρος ως κλήρος και περιβόλι της Παναγίας.
Τον 4ο αι. μ.Χ. η περιοχή αποτέλεσε πλέον τμήμα του Βυζαντίου. Πιθανολογείται ότι την περίοδο αυτή έζησαν εκεί οι πρώτοι ασκητές.
Από τον 5ο αι. μ.X. άρχισε να εμφανίζεται στην περιοχή ανθρώπινη δραστηριότητα, όταν εγκαταστάθηκαν μοναχοί προερχόμενοι κυρίως από την Αίγυπτο και Παλαιστίνη, όπου την εποχή εκείνη είχαν αναπτυχθεί τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα. Φυσικό επακόλουθο ήταν ότι η οργάνωση του Αθωνικού μοναχισμού διαμορφώθηκε πάνω σε εκείνα τα παραδοσιακά πρότυπα, δηλαδή σε Λαύρες και σε μεμονωμένα ασκητήρια και αργότερα σε μικρά μοναστήρια, σε Σκήτες και σε μεμονωμένα κελλιά.
Αρχική διοικητική έκφραση του Αθωνικού Μοναχισμού ήταν η «Καθέδρα των Γερόντων» της οποίας προΐστατο ο Πρώτος. Το 963 ο Άγιος Αθανάσιος στο άκρο της βορειοανατολικής πλευράς της χερσονήσου ίδρυσε την Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο μεγάλο μοναστήρι με κοινοβιακή οργάνωση.
Κατά το θεωρούμενο πρώτο Τυπικό που επικύρωσε ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ο Άθως καλείται απλώς «Όρος» που ίσως αυτή να ήταν η συνήθης τότε ονομασία του. Η επικράτηση του ονόματος «Άγιον Όρος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αι. και συγκεκριμένα σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, όταν αναγνωρίστηκε οριστικά και επίσημα και επιβλήθηκε το νέο όνομα όπως αναγράφεται σ’ αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Σε μετέπειτα Αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω».
Ρυθμίσεις για τον μοναχικό βίο και ειδικά προνόμια για το Άγιον Όρος, θεσπίστηκαν και κατοχυρώθηκαν σε όλη την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Την διατήρηση των ειδικών προνομίων και την κατοχύρωση ορισμένων "ευνοϊκών" συνθηκών πέτυχαν οι Αγιορείτες μοναχοί και μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1435 αλλά και μετά την άλωση της Πόλης.
Από την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας και μετά, έγιναν πολλές ανακατατάξεις. Τον 12ο αι. υπολογίζεται ότι υπήρχαν περισσότερα από εκατό μοναστήρια. Από όλα αυτά τα μοναστικά καθιδρύματα, συνολικά είκοσι μονές κατοχυρώθηκαν και διατηρούνται μέχρι σήμερα, ενώ αρχαιότερες μονές είτε μετατράπηκαν σε κελλιά είτε ερημώθηκαν και καταργήθηκαν.
Ο 14ος αι. σηματοδοτήθηκε με την κίνηση των Ησυχαστών που αποτέλεσε το επίκεντρο πνευματικής ζωής του Ορθόδοξου μοναχισμού, με κύριο εκφραστή τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά. Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν, συχνές επιδρομές και λεηλασίες και παράλληλα ασφυκτικές φορολογήσεις, επέφεραν την οριστική ή προσωρινή ερήμωση σε πολλές Μονές. Παρόλα αυτά μεγάλο μέρος των κειμηλίων, διασώθηκαν χάρη στην επινοητικότητα και τον ζήλο των μοναχών. Οι δύσκολες εκείνες συνθήκες συνέβαλαν στην επιλογή της ιδιόρρυθμης ζωής στις Μονές καθώς και στην επιλογή της κελλιώτικης ζωής μεγάλου μέρους των αγιορειτών μοναχών.
Παράλληλα οργανώθηκαν και ιδρύθηκαν αρκετές Σκήτες είτε σε μορφή οικισμού, είτε σε μορφή συγκροτήματος. Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος, η οικονομική συμβολή και η επιρροή βαλκανικών και άλλων χωρών του βορρά, σε μονές, σκήτες και κελλιά. Η επιρροή αυτή ήταν φυσικό να αποτυπωθεί και στο ίδιο το δομημένο περιβάλλον, ιδιαίτερα τον 19ο και αρχές του 20ου αι., συμπληρώνοντας το σύνθετο βυζαντινό και μεταβυζαντινό αρχιτεκτονικό ψηφιδωτό.
Το 1912 έγινε η απελευθέρωση του Άγιου Όρους και αποτελεί από τότε αυτοδιοίκητο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Σήμερα η «Ιερά Κοινότητα» εδρεύει στις Καρυές και οι είκοσι κυρίαρχες μονές με τα εξαρτήματά τους, συνεχίζουν την ίδια την Ορθόδοξη μοναστική παράδοση.
Το Άγιο Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού κράτους, που υπάγεται πολιτικά στο Υπουργείο Εξωτερικών και θρησκευτικά στην Δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Έχει εδαφικά διαιρεθεί σε είκοσι αυτοδιοίκητες περιοχές. Κάθε περιοχή αποτελείται από μία κυρίαρχη Μονή και διάφορους άλλους μοναστικούς οικισμούς γύρω από αυτήν (σκήτες, κελλιά, καλύβες, καθίσματα, ησυχαστήρια).
Όλες οι μονές είναι Κοινόβιες, δηλαδή κοινή λειτουργία, προσευχή, στέγη, σίτιση και εργασία μεταξύ των μοναχών. Υπεύθυνος της κάθε Μονής είναι ο Ηγούμενος που εκλέγεται από τους μοναχούς της μονής ισόβια. Οι Ηγούμενοι κάθε μονής αποτελούν την «Ιερά Σύναξη» και ασκούν την νομοθετική εξουσία.
Παράλληλα κάθε χρόνο εκλέγεται από την μονή και ο αντιπρόσωπος της στην «Ιερά Κοινότητα», η οποία ασκεί την διοικητική εξουσία, ενώ την εκτελεστική εξουσία ασκεί η «Ιερά Επιστασία» που αποτελείται από 4 μέλη επιλεγμένα από τις 5 πρώτες ιεραρχικά Μονές.
Τα σύνορα της μοναστικής πολιτείας ορίζονται στο χερσαίο χώρο με μια νοητή γραμμή που αρχίζει από την δυτική ακτή από την τοποθεσία «Φραγκόκαστρο» και φτάνει ως το ακρωτήρι «Αράπης» στην απέναντι άκρη.
Οι φυσικές τοποθεσίες είναι αξιοθαύμαστες. Το βουνό Άθωνας που δεσπόζει σ’ αυτή, είναι ένας τεράστιος κώνος με ύψος 2.033 μέτρα. Η γυμνή κορφή του λες και λογχίζει τον ουρανό και οι πλαγιές του, κατάφυτες από αιωνόβια δέντρα, δημιουργούν μία ασύγκριτη αισθητική ομορφιά σε όλη την περιοχή.
(Συνεχίζεται)