ATTUNEMENT ONE MORE TIME...τηλεπαθεια?
--------------
Τα δυο τουφέκια
του Ιωάννη Πολέμη
Εκεί που η μάχη γίνηκε σε δυο βουνά από κάτου,
περνάει διαβάτης σέρνοντας βαριά τα βήματά του.
Και βλέπει εκεί παράμερα ριγμένο ένα τουφέκι
ματωβαμένο κι’ έρημο και βλέπει και παρέκει
άλλο τουφέκι σε πυκνά χαμόκλαδα κρυμένο.
Το πρώτο σ’ όνειρα γλυκά κοιμάται αποσταγμένο
κι’ η σιδερένια κάνη του θαρρείς ακόμα καίει.
Θαρρείς πως μεσ’ τον ύπνο του μαύρο καπνό αποπνέει.
Το δεύτερο ανάμεσα στου βάτου τα κλωνάρια
κρύβει με πόνο και ντροπή την όψη τη καθάρια.
Σκύβει ο διαβάτης θληβερά και αναρωτά το πρώτο.
‘’ Τουφέκι εσύ που ξέρασες φλόγα, καπνό και κρότο
και δόξες ονειρεύτηκες από καιρούς και χρόνια,
ποιος σ’ άφησε και κοίτεσαι με τόση καταφρόνια;’’
Και το τουφέκι του απαντά:
« Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα
που κοίτωμαι παντέρημο σαν άταφο κουφάρι.
Στη μάχη εμένα μ’ έφερε πανώριο παλικάρι.
Κι’ είδα το μαύρο Θάνατο με τη ζωή να παίζει
και μες’ τα νέφη του καπνού στου Χάρου το τραπέζι.
Εμέθησα και βρόντησα και θέριεψα σαν δράκος
κι’ όπου λιθάρι πίσω του, κι’ όπου χαντάκι ή λάκκος,
επρόβαλα την όψη μου και μ’ έβλεπαν να λάμπω
και σφύριζα στο Θάνατο και σκόρπαγα στον κάμπο,
τούρκικα φέσια και κορμιά στο αίμα βουτηγμένα,
κανόνια βροντερόφωνα δεν μ’ έσκιαζαν εμένα!
Μα τη στιγμή που άρχισε η γη να σκοτεινιάζει,
ένιωσα του λεβέντη μου το χέρι να σπαράζει
κι’ είδα το αίμα γύρω του π’ αχνίζοντας εχύθη…
Αχ! Ένα βόλι τούρκικο τον βρήκε εκεί στα στήθη
και τον εξάπλωσε βαριά δίχως μιλιά να βγάλει,
θαρρώ πως βλέπω τη στιγμή, θαρρώ πως βλέπω πάλι,
τα μάτια που καθρέπτιζαν την ύστατη στιγμή του
κι’ εκείνο το ξερόχωμα που εδέχθη το κορμί του.
Εκείνον τον εθάψανε σαν άξιο παλικάρι
κι’ εμένα με παράτησαν σαν άταφο κουφάρι,
να κοίτωμαι παντέρημο επάνω στο χορτάρι.
Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα,
γιατί σε τέτοια λήψανα η Δόξα παραστέκει… »
… γυρνά ο διαβάτης και ρωτά το δεύτερο τουφέκι:
‘’ Πες μου τουφέκι που φοράς του βάτου το στεφάνι,
πόσους εχθρούς εσκότωσες και πως έχει πεθάνει,
το παλικάρι που σφικτά στα χέρια σ’ εκράτει;‘’
Kaι το τουφέκι του απαντά:
« Μη με ρωτάς διαβάτη,
κάλιο μην είχα γεννηθεί παρά που μ’ είχε φέρει,
άδικη μοίρα κι’ άπονη σ’ ενός δειλού το χέρι.
Μόλις μάχη αρχίνησε και γύρω βροντολόγα
κι’ έπεσε η πρώτη κανονιά κι’ άστραψε η πρώτη φλόγα,
κιτρίνισε και χλόμιασε κι’ αρχίνησε να τρέμει,
σαν φύλλο φθινοπωρινό που το κτυπούν οι ανέμοι.
Του κάκου περιμάζεψα τ’ ασήκωτό μου βάρος,
του κάκου βροντολόγησα για να του δώσω θάρρος.
Εκείνος στρέφεται με μιας, με ρίχνει στα χορτάρια
κι’ όλη τη φλόγα της καρδιάς τη ρίχνει στα ποδάρια.
Και φεύγει-φεύγει αγύριστος και τρέχει-τρέχει ακόμα.
ΚΑΤΑΡΑ ΝΑ ‘ΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΤΟΥ ΧΩΜΑ!!!