Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Δημοσίευση από karipis » Πέμ 15 Απρ 2010, 02:07

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ


Οι κατοικίες τής γεωμετρικής και τής πρώιμης αρχαϊκής περιόδου ήταν απλά καταλύματα, μονόχωρα ή με λίγα δωμάτια. Εκτός από τις οικίες με ελλειψοειδή κάτοψη συναντάται συχνά και ή μορφή με επιμήκη κάτοψη και αψιδωτή απόληξη, ενώ σπανιότερος είναι ό ορθογώνιος τύπος, ό επονομαζόμενος και μεγαροειδής, που μας είναι ήδη γνωστός από την πρωτοελλαδική, τη μεσοελλαδική και τη μυκηναϊκή εποχή και ο οποίος αποτελείται από έναν κύριο χώρο με εστία και να προστώο που σχηματίζεται από προεξέχοντες προβόλους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν συνήθως δύο στηρίγματα (δοκοί η κίονες). Μια εικόνα για τη μορφή της στέγης των πρώιμων αυτών σπιτιών, που κατασκευάζονταν συνήθως από φθαρτά υλικά (ξύλο, ωμές πλίνθους ή‚ φυτικό πλέγμα καλυμμένο με λάσπη) μας παρέχουν ορισμένα μικρά ομοιώματα οικιών που βρέθηκαν σε ιερά. Σύμφωνα με αυτά, οι κατοικίες με ελλειψοειδή κάτοψη είχαν τετρακλινή στέγη με κορυφαία δοκό, στην οποία επιπλέον μπορεί να υπήρχε άνοιγμα στη στενή πλευρά για να φεύγει ό καπνός. Ή στέγη των ορθογώνιων οικιών ήταν δίριχτη. Επίπεδες στέγες, όπως είναι γνωστές από ορισμένα ομοιώματα από τη Λήμνο ή την Κρήτη πρέπει να οφείλονται στο κλίμα των περιοχών αυτών και χρησίμευαν μάλλον για τη συλλογή του βρόχινου νερού. Σημαντικά συμπεράσματα γύρω από τις συνθήκες διαβίωσης στην υστερογεωμετρική περίοδο (τέλος του 8ου αι. π.Χ.) οφείλονται στην έρευνα του μικρού τειχισμένου οικισμού της Λαθουρέσας στη Βάρη της Αττικής. Πρόκειται για ένα σύνολο περίπου είκοσι οικιών που ανήκουν τόσο στον ορθογώνιο μεγαροειδή τύπο, όσο και στον τύπο με κύριους εξωτερικούς τοίχους καμπύλου σχήματος. Αξιοσημείωτο είναι πως ο ωφέλιμος χώρος στα σπίτια αυτά ήταν περιορισμένος και δεν ξεπερνούσε κατά μέσο όρο τα 12 τ.μ. Στο εσωτερικό υπήρχε συχνά κατά μήκος των τοίχων ένας πέτρινος πάγκος που χρησίμευε προφανώς για την εναπόθεση τής οικοσκευής. Από αυτά τα απλά καταλύματα διαφοροποιείται ένα κτιριακό συγκρότημα το οποίο ταυτίστηκε με το ανάκτορο, δηλαδή την έδρα του αρχηγού τής φυλής που κατοικούσε στον οικισμό. Μια δίχωρη ορθογώνια πτέρυγα, κατά πάσα πιθανότητα τα προσωπικά δωμάτια του αρχηγού, συνδέεται με αψιδωτή αίθουσα που στο εσωτερικό της περιτρέχεται από να έδρανο για 20 με 24 άτομα περίπου. Ακολουθούν ένα μικρότερο κυκλικό δωμάτιο και ένα μεγαλύτερο σε σχήμα C. Ίχνη εστίας που βρέθηκαν μπροστά από την αψιδωτή αίθουσα ενισχύουν την υπόθεση πώς πρόκειται για χώρο εστίασης, στον οποίο ό αρχηγός τής φυλής συγκέντρωνε τους άντρες του οικισμού, ενδεχομένως και φιλοξενούμενους, σε κοινές λατρευτικές συνεστιάσεις. Οι υπόλοιποι χώροι πρέπει να χρησίμευαν ως δωμάτια για το προσωπικό και ως αποθήκες.
Ή εξέλιξη προς ένα λειτουργικό οργανωμένο σπίτι με περισσότερα δωμάτια, όπου ό κάθε χώρος είχε συγκεκριμένη λειτουργία, ξεκίνησε ασφαλώς από τον ορθογώνιο κτιριακό τύπο. Στον μικρασιατικό-ιωνικό χώρο βλέπουμε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ότι στο ορθογώνιο δωμάτιο με το προστώο (προστάς), δηλαδή στο παλαιό μέγαρο, προστίθενται πλευρικά και άλλα ορθογώνια δωμάτια που στρέφονται όλα προς μια αυλή. Στην κυρίως Ελλάδα επικρατεί να άλλο σχήμα: πολλά ορθογώνια δωμάτια που βρίσκονται στην ίδια ευθεία συνδέονται με έναν εγκάρσιο διάδρομο (παστάς), ό οποίος με τη σειρά του καταλήγει σε αυλή που περιβάλλεται από άλλα παρακείμενα δωμάτια. Στην Αττική η εξέλιξη φαίνεται να παρουσιάζει κάποια παραλλαγή: το ορθογώνιο δωμάτιο καταλήγει κατευθείαν σε μια αυλή, η οποία στα πλάγια πλαισιώνεται από δύο ορθογώνιες πτέρυγες δωματίων.
Μεγάλη σημασία για τη γνώση τής ελληνικής οικίας τής κλασικής εποχής έχουν, όπως ήδη αναφέραμε, οι ανασκαφές της Ολύνθου. Τα ανασκαφικά δεδομένα είναι εδώ ιδιαίτερα ευνοϊκά, επειδή η πόλη αυτή τής βόρειας Ελλάδας καταστράφηκε ολοσχερώς το 348 π.Χ. και δεν κατοικήθηκε ξανά, με αποτέλεσμα τα θεμέλια των οικιών της να μην αλλοιωθούν από μεταγενέστερες μετασκευές, πως συμβαίνει συνήθως. Ο σχεδιασμός τής πόλης αυτής τοποθετείται λίγο μετά το 432 π.Χ. Βασίστηκε σε ένα κανονικό ορθογώνιο οδικό σύστημα, με τρόπο ώστε ν δημιουργούνται νησίδες (insulae) από δέκα οικίες ίδιου τύπου• συγκεκριμένα, πέντε οικίες ήταν τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη και στην πίσω πλευρά τους βρισκόταν μια όμοια σειρά οικιών. Κάθε οικία είχε την εξής διαρρύθμιση: μπροστά από μια σειρά δωματίων που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο στην ίδια ευθεία —συνήθως πρόκειται για τον ανδρώνα, που χρησίμευε ως χώρος συνεστίασης και συνάντησης των αντρών (πρβλ. Βιτρούβιος VI, 7, 5), καθώς και τον οίκο με την εστία που συνήθως συγκεντρωνόταν η οικογένεια ήταν τοποθετημένος εγκάρσια ένας διάδρομος που τα συνέδεε (παστάς) και οδηγούσε σε αυλή. Αυτή η αυλή, που ήταν προσβάσιμη από το δρόμο, περιβαλλόταν επίσης από δωμάτια (πρόκειται συνήθως για αποθηκευτικούς χώρους, περιστασιακά τοποθετείται εδώ και ό ανδρών). Λείψανα από σκάλες αποδεικνύουν την ύπαρξη δευτέρου ορόφου πάνω από την παστάδα, όπου υπήρχε ό θάλαμος (υπνοδωμάτιο) και ό γυναικωνίτης (πρβλ. και Λυσίας Ι, 9, π. 92). Η Όλυνθος με αυτού τού είδους τα τυποποιημένα σπίτια δεν αποτελεί ειδική περίπτωση• παρόμοιες συνθήκες συναντώνται και σε άλλες πόλεις της κλασικής εποχής (π.χ. στον Πειραιά, στα Άβδηρα, στην Κασσώπη στη βορειοδυτική Ελλάδα, στην Πριήνη, στη Δούρα-Ευρωπό), οι οποίες είναι επίσης σχεδιασμένες με βάση να κανονικό ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα και εκφράζουν μέσω αυτού την αντίληψη περί ισονομίας όλων των πολιτών. Όλα αυτά τα τυποποιημένα σπίτια προορίζονταν για να στεγάσουν, ως αυτοτελείς μονοκατοικίες, μία οικογένεια. Μετά το 379 π.Χ. η πόλη τής Ολύνθου επεκτάθηκε. Τα σπίτια που χτίστηκαν στη νέα συνοικία τής πόλης είναι τόσο ως προς το σχεδιασμό όσο και ως προς τον εξοπλισμό τους πιο πλούσια από τα παλαιότερα, τα οποία προφανώς δεν ικανοποιούσαν πλέον ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη οικία τής Αγαθής Τύχης (είκ. 2), η οποία πήρε το όνομά της από την επιγραφή σε ένα ψηφιδωτό. Εδώ η αυλή περικλείεται από κιονοστοιχία, η οποία με τις τέσσερις πλευρές της έχει ήδη τη μορφή περιστυλίου, κάτι που χαρακτηρίζει τα σπίτια τής ελληνιστικής εποχής. Μεμονωμένα δωμάτια τής οικίας αυτής διαθέτουν βοτσαλωτά δάπεδα. Σε ένα απ’ αυτά τα δωμάτια (είκ. 2, a) υπάρχει κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων να χαμηλό πεζούλι. Αρχικά εδώ ήταν τοποθετημένες οι κλίνες. Συνεπώς ο χώρος αυτός ταυτίζεται με τον ανδρώνα. Τα άλλα δωμάτια που διαθέτουν ψηφιδωτό δάπεδο μπορούν να αναγνωριστούν ως διαιτητήρια, δηλαδή ως χώροι διαμονής, ενώ οι άλλοι ισόγειοι χώροι ταυτίζονται, με βάση τα σκεύη που βρέθηκαν μέσα, ως κουζίνα ή ως αποθήκες. Τα υπνοδωμάτια και οι γυναικωνίτες βρίσκονταν μάλλον στον επάνω όροφο (πρβλ. π.χ. Λυσίας I, 9, π.92). Πρέπει βέβαια να έχει κανείς υπόψη του ότι σύμφωνα με μερικούς ερευνητές η οικία της Αγαθής Τύχης δεν ήταν απλή κατοικία, αλλά ό τόπος συνάντησης κάποιας συντεχνίας. Νεότερα ευρήματα και έρευνες, για παράδειγμα στην Αθήνα και την Αττική, αποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους πλούσιες κατοικίες δεν υπήρχαν μόνο στην πόλη της Ολύνθου. Ενώ οι ανασκαφές των Αμερικανών στην αθηναϊκή Αγορά έχουν φέρει στο φως οικίες τής κλασικής εποχής μετρίων διαστάσεων και, όπως φαίνεται, αρχικά σχετικά απλές (είκ. 3), γύρω από την Πνύκα υπήρχαν σπίτια καθ’ όλα εντυπωσιακά ως προς το μέγεθός τους• στη σημερινή οδό Μενάνδρου αποκαλύφθηκαν τα ερείπια μιάς μεγάλης οικίας με ψηφιδωτά, τα οποία δεν υστερούν σε τίποτα από εκείνα της Ολύνθου. Πόλεις σαν την Αθήνα, που αναπτύχθηκαν σταδιακά, διαφέρουν από πόλεις που χτίστηκαν με βάση ένα ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα, όπως η Όλυνθος: στην Αθήνα δεν απαντώνται σπίτια με τυποποιημένη κάτοψη. Αλλά και στην ίδια την Αττική βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια κοντά στη Βάρη και βόρεια του όρους Αιγάλεω δύο μεγάλες αγροτικές οικίες του τύπου τής εξελιγμένης παστάδας (είκ. 4 και 5), από τις οποίες εκείνη τής Βάρης περιλαμβάνει έναν πολυώροφο πύργο, που είναι γνωστός και από άλλες ελληνικές αγροτικές οικίες. Οι πλούσιες αθηναϊκές οικίες, ιδιαίτερα η οικία τής οδού Μενάνδρου, δείχνουν για μια ακόμη φορά πώς η επιστήμη μπορεί να παρασυρθεί από μια και μόνη μεροληπτική ή λανθασμένη γραπτή μαρτυρία και να οδηγηθεί σε εσφαλμένες γενικά απόψεις. Σύμφωνα με μια τέτοια πηγή τής ελληνιστικής εποχής (FGH 2.254: Ηρακλείδης) θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα βέβαιο πως τα οικιστικά τετράγωνα της Αθήνας την κλασική εποχή αποτελούνταν μόνο από άθλια καταλύματα, ενώ οι ναοί και τα δημόσια κτίρια ξεχώριζαν με τη μεγαλοπρέπειά τους.
Και η υπόθεση που αναφέρθηκε ήδη (σ. 21) με βάση το ανέκδοτο σχετικά με τον Αλκιβιάδη και τον ζωγράφο Αγάθαρχο, ότι δηλαδή τα αθηναϊκά σπίτια τής κλασικής εποχής ήταν μερικές φορές διακοσμημένα με τοιχογραφίες, δεν φαίνεται να είναι παράτολμη, αν λάβει κανείς υπόψη την ύπαρξη οικιών του τύπου τής οδού Μενάνδρου, όπου όμως δυστυχώς δεν σώζονται οι τοίχοι, οι οποίοι καταστράφηκαν από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Τα μωσαϊκά και το περιστύλιο στην οικία τής Αγαθής Τύχης στην Όλυνθο φανερώνουν μια προσπάθεια για καλύτερο εξοπλισμό του σπιτιού και, μέσω αυτού, για επίδειξη. Το ίδιο ισχύει και για μερικές οικίες του 4ου αιώνα π.Χ. στην Ερέτρια τής Εύβοιας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί λόγου χάρη η οικία II (είκ. 6), στην οποία εισερχόταν κανείς από να προαύλιο στην ανατολική πλευρά σε ένα μεγάλο περιστύλιο, στη βόρεια πλευρά του όποιου υπήρχε μια πλατιά στοά και πίσω της, στην ίδια ευθεία, δύο ακόμη δωμάτια. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο υπήρχαν αρχικά έντεκα κλίνες, το μικρότερο είχε χώρο για επτά. Επρόκειτο δηλαδή για το καθαυτό επίσημο και αντιπροσωπευτικό τμήμα του σπιτιού με δύο ανδρώνες. Μικρή σειρά από δωμάτια στη νότια πλευρά του περιστυλίου θα πρέπει να χρησίμευαν ως αποθήκες, δωμάτια εργασίας ή ακόμη και ξενώνες. Μια μικρή πόρτα στη δυτική πλευρά του περιστυλίου οδηγεί σε δεύτερη, μικρότερη αυλή, χωρίς όμως κιονοστοιχία. Από τη βόρεια πλευρά τής αυλής αυτής οδηγείται κανείς προς μια κουζίνα και ένα λουτρό πλάι της, όπως και προς ένα σύνολο τριών δωματίων, τα οποία, αν και μικρότερα, αντιστοιχούν στην ομάδα των δύο ανδρώνων με το κοινό προστώο. Υφαντικά βάρη που βρέθηκαν στην αυλή μαρτυρούν πως ο χώρος αυτός και ένα δωμάτιο που ακολουθεί, στη νότια πλευρά τής αυλής, προορίζονταν για τις δραστηριότητες των γυναικών. Δικαιούμαστε λοιπόν να αναγνωρίσουμε στο ξεχωριστό αυτό τμήμα γύρω από την αυλή τον ιδιωτικό χώρο τής οικίας. Εξάλλου ο διαχωρισμός τής οικίας σε δύο τμήματα, το ιδιωτικό και το επίσημο, είναι το κύριο χαρακτηριστικό τής περιγραφής του Aedificia Graecorum (Οικοδομήματα των Ελλήνων) του Βιτρούβιου: το επίσημο τμήμα του σπιτιού το ονομάζει ανδρωνίτη και το ιδιωτικό γυναικωνίτη, παρόλο που δεν χρησιμοποιούνταν μόνο από τις γυναίκες, αλλά ήταν ό χώρος όπου όλη η οικογένεια περνούσε την ημέρα της. Ο Βιτρούβιος αναφέρει ακόμη ένα ξεχωριστό τμήμα που χρησίμευε ως ξενώνας, μια βιβλιοθήκη και μια πινακοθήκη, ενώ ό γυναικωνίτης που περιγράφει είχε περιστύλιο αντί για απλή αυλή. Συνάγουμε λοιπόν πως η περιγραφή του αναφέρεται μάλλον σε πολυτελή αρχοντική κατοικία, η οποία θυμίζει περισσότερο τα ανάκτορα των ηγεμόνων τής ελληνιστικής εποχής παρά την οικία μέλους μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης, όπως αυτή τής Ερέτριας. Τα σπίτια τής Δήλου, όπου συναντάμε από πολυτελή κτίσματα με περιστύλιο, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και αγαλματικό διάκοσμο μέχρι απλά καταστήματα —τα οποία πρέπει να ήταν ταυτόχρονα και κατοικίες των εμπόρων— δείχνουν καθαρά την ποικιλία στο χώρο της κατοικίας κατά την ελληνιστική εποχή, που είχε άμεση σχέση με την κοινωνική θέση των κατοίκων τής πόλης.
Οι ελληνικές αστικές οικίες δεν είχαν κήπους, ούτε για εκμετάλλευση ούτε για ομορφιά. Αλλά ούτε και στις εσωτερικές αυλές υπήρχαν δέντρα ή άλλα φυτά. Οι κήποι που αναφέρονται συχνά στις γραπτές πηγές ήταν μεμονωμένα οικόπεδα είτε εκτός του καθαυτό οικισμού είτε στην ύπαιθρο, κοντά σε αγροτικές κατοικίες. Λίγο πράσινο υπήρχε στις αστικές οικίες, κι αυτό μόνο σε μικρές γλάστρες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτές που βρέθηκαν στην Όλυνθο.
Οι οικίες δεν κατοικούνταν βέβαια πάντοτε μόνο από τις οικογένειες των ιδιοκτητών. Στην ελληνική ορολογία διαχωρίζονται σε οικίας και συνοικίας, δηλαδή μονοκατοικίες και οικίες μέσα στις οποίες ζούσαν περισσότερες οικογένειες, συχνά με ενοίκιο. Αλλά και οι οικίες μπορούσαν να ενοικιαστούν ολόκληρες. Το γεγονός τι οι ξένοι που κατοικούσαν στην Αθήνα τής κλασικής εποχής δεν είχαν το δικαίωμα τής ιδιοκτησίας και επομένως δεν είχαν δικά τους σπίτια, οδηγεί στην άποψη ότι πρέπει να υπήρχαν πολλές οικίες και διαμερίσματα προς ενοικίαση. Εάν πάρουμε ως βάση ότι περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ζούσαν στην Αθήνα περίπου 10.000 στρατεύσιμοι μέτοικοι, συμπεραίνουμε ότι υπήρχε ανάγκη για τον ίδιο περίπου αριθμό οικιών προς ενοικίαση, χωρίς να υπολογίσουμε τους φτωχότερους πολίτες, που επίσης δεν είχαν δικά τους σπίτια. Κατατοπιστική για το ύψος των ενοικίων και τη σχέση τους με το γενικό εισόδημα είναι μιά επιγραφή τής Δήλου του 4ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με αυτήν, ένας αρχιτέκτονας λάβαινε εκτός από τον ετήσιο μισθό του των 1260 δραχμών και ένα βοήθημα κατοικίας ύψους 120 δραχμών. Το βοήθημα αυτό αποτελούσε δηλαδή το 10% του συνολικού του μισθού.
Από τις ελληνικές οικίες της προελληνιστικής περιόδου σπάνια σώζεται κάτι περισσότερο από τα θεμέλια. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι αναιρέθηκαν αργότερα δόμοι και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, αλλά και στο ότι κατά κανόνα μόνο το κατώτερο μέρος των τοίχων ήταν λιθόκτιστο, ενώ το ανώτερο ήταν κατασκευασμένο από ωμές πλίνθους, οι οποίες έχουν πλέον διαλυθεί, όπως και τα ξύλινα τμήματα της οροφής και της στέγης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κεραμίδες της στέγης, κατασκευασμένες από απτό πηλό και επομένως ανθεκτικές, βρίσκονται σχεδόν πάντοτε στα ερείπια τέτοιων οικιών. Έτσι, ελάχιστα γνωρίζουμε επίσης για τα παράθυρα στις οικίες της αρχαϊκής κλασικής εποχής, αν και η ύπαρξή τους μαρτυρείτε από τις πηγές και τις παραστάσεις σε ανάγλυφα και αγγεία. Σύμφωνα με αυτές, ως παράθυρα χρησίμευαν μικρά ανοίγματα ψηλά στους τοίχους. Τα λίγα αυθεντικά λείψανα κτισμάτων της κλασικής εποχής επιβεβαιώνουν την πιστότητα των παραστάσεων. Πολλοί χώροι πρέπει να φωτίζονταν μόνο από την πόρτα. Μόνο οι ανδρώνες είχαν κατά κανόνα κάπως μεγαλύτερα παράθυρα, για να έχουν φως οι άντρες που μαζεύονταν εκεί, ακόμα και με κλειστή την πόρτα. Παράθυρα υπάρχουν κατόπιν στις ελληνιστικές οικίες, συχνά και στις λιθόκτιστες οικίες τής Δήλου. Βλέπουν προς την αυλή του περιστυλίου και ως επί το πλείστον κλείνουν με σιδερένιο κιγκλίδωμα.
Όσον αφορά τον εξοπλισμό των οικιών, τα αντικείμενα που έρχονται στο φως στις ανασκαφές είναι σχετικά λίγα, αφού τα περισσότερα από αυτά ήταν κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά. Πάντως, σε ένα σπίτι τής αρχαίας Σμύρνης που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε για παράδειγμα μια πήλινη καθιστή μπανιέρα, κάτι που δεν είναι καθόλου σπάνιο σε μεταγενέστερες εποχές. Εκτός από τις καθιστές μπανιέρες, που μας δίνουν και μια εικόνα των ομηρικών ασαμίνθων, για την καθαριότητα το σώματος χρησιμοποιούνταν μεγάλες λεκάνες είτε από μάρμαρο είτε από απλή τερακότα, τοποθετημένες σε ψηλό υποστήριγμα (λουτήρες). Τέτοια σκεύη βρέθηκαν μέσα σε σπίτια, απεικονίζονται όμως και σε πολυάριθμες παραστάσεις αγγείων (είκ. 21). Εξάλλου, μπορούσε κανείς να πάρει το λουτρό του και σε κρηναία οικοδομήματα εκτός οικίας. Ή παροχή ύδατος βρίσκονταν σε άμεση εξάρτηση με τα δεδομένα του εκάστοτε χώρου. Όπου υπήρχαν πηγές μπορούσαν να κατασκευαστούν κρήνες, όπως π.χ. η περίφημη Εννεάκρουνος στην Αθήνα, απ’ όπου οι γυναίκες και οι οικιακές βοηθοί έπαιρναν νερό για οικιακή χρήση. Σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν αρκετές πηγές, όπως π.χ. στη Δήλο, ήταν απαραίτητες οι δεξαμενές για την περισυλλογή των όμβριων και υπόγειων υδάτων. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε τη δική του δεξαμενή. Ήδη κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν μερικά σπίτια με τρεχούμενο νερό, όπως για παράδειγμα η αγροτική οικία κοντά στο όρος Αιγάλεω τής Αττικής, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη. Φαίνεται πως πριν από την ελληνιστική περίοδο δεν υπήρχαν κατά κανόνα στις οικίες χώροι που χρησιμοποιούνταν ως ιδιωτικές τουαλέτες. Για το σκοπό αυτόν χρησίμευε ένα δοχείο περιττωμάτων (σκωραμίς), που το περιεχόμενό του το άδειαζαν συχνά στο δρόμο. Στα δωμάτια δεν υπήρχαν επίσης μόνιμες θερμάστρες ή υπόκαυστα για θέρμανση, όπως στις μετέπειτα ρωμαϊκές οικίες (βλ. σ. 79)• θερμαίνονταν πρόχειρα μέσω μιάς φορητής σχάρας με κάρβουνα (εσχάρα), που χρησίμευε συγχρόνως και για το μαγείρεμα και το ζέσταμα των φαγητών. Καλύτερη προστασία ενάντια στο κρύο θεωρούνταν η ζεστή ενδυμασία, όπως είχε συμβουλεύσει ό Ησίοδος (Έργα και Ημέραι, 536-563) και όπως συνηθίζεται ακόμη και σήμερα στις πεδινές περιοχές των νοτίων χωρών. Κατά τη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, στις λεγόμενες οικίες με εστία, η εστία προσέφερε ευχάριστη ζεστασιά στους άντρες. Τέτοιες οικίες, που ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο οικισμό και είχαν χτιστή εστία και συχνά πεζούλι γύρω γύρω, βρέθηκαν σε πολλές νεότερες ανασκαφές και ερμηνεύθηκαν ως κτίρια που χρησίμευαν για τα κοινά επιθυσιαστήρια γεύματα. Εκείνη την περίοδο οι λατρευτικές πράξεις αντιστοιχούσαν σε μεγάλο βαθμό στις πρακτικές ανάγκες τής ζωής, όπως συμβαίνει συχνά στις πρώιμες φάσεις ενός πολιτισμού.
Εκτός από τον εξοπλισμό των σπιτιών που ως επί το πλείστον έρχεται στο φως ή τουλάχιστον συμπεραίνεται κατά τις ανασκαφές, η γνώση μας για τα έπιπλα από ξύλο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις γραπτές πηγές και στις παραστάσεις στα αγγεία και τις επιτύμβιες στήλες, καθώς και σε μια ομάδα πήλινων ανάγλυφων πινάκων που βρέθηκαν στους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Λίγα ξύλινα δείγματα διατηρήθηκαν στην Αίγυπτο και τη Νότια Ρωσία λόγω τού ξηρού κλίματος, ενώ έχουν βρεθεί και ορισμένα λίθινα ή χάλκινα. Ωστόσο, οι παραστάσεις που σώζονται είναι τόσο πολλές, που μας δίνουν στοιχεία για πληθώρα επίπλων και τη χρήση τους. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί όμως σε πολλές περιπτώσεις η σύνδεση των ονομάτων που παραδίδονται από τις γραπτές πηγές ή τις επιγραφές με συγκεκριμένους τύπους επίπλων.
Η ελληνική επίπλωση δεν παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία στους βασικούς τύπους. Η εξέλιξή της από τη γεωμετρική περίοδο και μετά μπορεί να μελετηθεί μέσα από τις παραστάσεις των αγγείων και αφορά κυρίως την καλλιτεχνική μορφή και την ποικιλία των επίπλων και όχι τη βασική τους σύλληψη. Το σημαντικότερο έπιπλο ήταν η κλίνη, που χρησίμευε ως σημερινό κρεβάτι και καναπές. Κατά τη διάρκεια τού γεύματος ό άντρας ξάπλωνε στην κλίνη, ενώ η γυναίκα —αν ήταν παρούσα— ήταν καθιστή. Η κλίνη ήταν κατασκευασμένη από ένα επίμηκες ορθογώνιο πλαίσιο με τέσσερα πόδια και ένα πλεκτό στρώμα, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν το μαξιλάρι και τα καλύμματα. Στις παραστάσεις των αγγείων, στις οποίες απεικονίζονταν βέβαια πολύτιμα παραδείγματα, συναντώνται ήδη σε πρώιμες εποχές δυο διαφορετικοί τύποι ποδιών των κλινών: τα τορνευτά με κυκλική διατομή και τα επίπεδα με πλούσια διακόσμηση, ή οποία έχει φιλοτεχνηθεί με το πριόνι. Δεν είναι σίγουρο αν οι μιλησιακές κλίνες, που παραδίδονται από τις γραπτές πηγές και τις επιγραφές (όπως π.χ. από την επιγραφή με τη δήμευση τού εξοπλισμού των Ερμοκοπιδών), είχαν πόδια τού δεύτερου τύπου. Αντίθετα, η αμφικνέφαλλος κλίνη, που επίσης αναφέρεται σε αυτή την επιγραφή, σημαίνει σίγουρα μια κλίνη με ανυψωμένα και τα δύο άκρα αντί τού ενός μόνο στην πλευρά τής κεφαλής. Παρά τον διαδεδομένο όρο «τρικλίνιο», οι τρεις κλίνες σε παραστάσεις συμποσίων δεν είναι πάντοτε υποχρεωτικές. επίσης, ο ανδρών διέθετε συχνά χώρο για περισσότερες από τρεις κλίνες, πως δείχνουν παραδείγματα από ανασκαφές οικιών. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων υπήρχε μπροστά σε κάθε κλίνη ένα μικρό, επίπεδο τραπέζι (τράπεζα), με τρία (για μεγαλύτερη σταθερότητα) ως επί το πλείστον πόδια (τρίπους), άλλοτε με τέσσερα (τετράπους), επάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα εδέσματα. Συχνά υπήρχε κάτω από το τραπέζι ένα μικρό σκαμνάκι όπου έβαζαν τα υποδήματα και το οποίο μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει ως υποπόδιο (θρήνυς). Σε μεταγενέστερες εποχές η τράπεζα ήταν συχνά κυκλική και τα πόδια της κατέληγαν σε σχήμα ποδιού ζώου. Αυτή ήταν όλη κι όλη η επίπλωση του ανδρώνα. Τα ελληνικά καθίσματα συναντώνται με τους εξής βασικούς τύπους: ένα τετράποδο σκαμνί σχεδόν στο σχήμα τού κύβου χωρίς πλάτη (δίφρος), μια πτυσσόμενη καρέκλα επίσης χωρίς πλάτη (δίφρος οκλαδίας), ένα κάθισμα με πλάτη (ανάκλισις ή δίφρος θεσσαλικός) και ένα κάθισμα με πλάτη και ερεισίνωτα, το οποίο όμως σπάνια απεικονίζεται σε σκηνές από την οικιακή ζωή και προοριζόταν αρχικά για αγάλματα θεών και ηγεμόνων (θρόνος). Οι απεικονίσεις των καθιστικών επίπλων δείχνουν τις ποικίλες παραλλαγές και το βαθμό της καλλιτεχνικής επεξεργασίας τους: απλά ίσια πόδια, τορνευτά πόδια, πόδια σε σχήμα ποδιού ζώου, πλάτες στο σχήμα τού σώματος, ερεισίνωτα που καταλήγουν σε κεφαλές ζώων —συχνά κύκνων— και άλλα παρόμοια. Μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο οι Έλληνες δεν γνώριζαν τα όρθια ερμάρια με δίφυλλες πόρτες, που χρησίμευαν για παράδειγμα ως ντουλάπες για ενδύματα ή για σκεύη κουζίνας. Τα ενδύματα διπλώνονταν και τοποθετούνταν μέσα σε κασέλες (κιβωτός, λάρναξ) που έκλειναν με καπάκι (είκ. 7). Είναι γνωστές και κασέλες με περισσότερα από ένα πτυσσόμενα καπάκια και πιθανόν με περισσότερα εσωτερικά χωρίσματα. Κιβωτοί υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη, μέχρι και μικρές γυναικείες κοσμηματοθήκες. Τα σκεύη της κουζίνας και τα εργαλεία τοποθετούνταν σε ράφια ή επάνω σε να κλιμακωτό στήριγμα (σκευοθήκη ή, ειδικά όσον αφορά τα κουζινικά, κυλικείον), ενώ φαίνεται πως είχε ιδιαίτερη σημασία —αν κρίνει κανείς από τις παραστάσεις— τα σκεύη της κουζίνας να είναι τοποθετημένα κατά ζεύγη και συμμετρικά.
Κατά την Αρχαιότητα δεν ήταν γνωστά τα υπενδεδυμένα με ύφασμα έπιπλα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, η επιθυμία για άνεση όμως βεβαίως υπήρχε• μαξιλάρια, σκεπάσματα και τάπητες έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Την καλύτερη εικόνα-για την ελληνική περίοδο μας τη δίνουν και πάλι οι παραστάσεις των αγγείων, ενώ τα ονόματα παραδίδονται μέσω των γραπτών πηγών και των επιγραφών. Τέτοια υφάσματα αναφέρονται και στις επιγραφές των Ερμοκοπιδών. Το κνέφαλλον ήταν το μαξιλάρι ή το στρώμα των κλινών. Το προσκεφάλαιον ήταν να μικρό μάλλινο, λινό ή δερμάτινο μαξιλάρι. Ο τάπης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα κλίνης ή ως χαλί δαπέδου. Σε κάπως πιο απλά σπίτια χρησιμοποιούνταν φθηνότερα ψάθινα ή χόρτινα πλεκτά χαλιά (ψίαθοι) ως κάλυμμα δαπέδου αντί για μάλλινους τάπητες. Την κλασική περίοδο ήταν ήδη σε άνθηση στην Ανατολή μια ιδιαίτερα εξελιγμένη τέχνη κατασκευής ταπήτων, όπως μαρτυρεί να αυθεντικό εύρημα από σκυθικό τάφο του 5ου αιώνα π.Χ. στο Παζυρύκ (περιοχή Αλτάι). Σωστά ερμηνεύθηκαν τα βοτσαλωτά δάπεδα των ελληνικών οικιών ως απομιμήσεις ή καλύτερα ως μεταφορές αυθεντικών ταπήτων με διακοσμητικά θέματα δανεισμένα από την Ανατολή. Για την εσωτερική διαίρεση ενός μεγάλου χώρου, αντί για εσωτερικές πόρτες χρησιμοποιούνταν, προφανώς κατά περίσταση, κουρτίνες, ίσως πολύχρωμες ή με εξωτικά διακοσμητικά μοτίβα.
Στον εξοπλισμό μιας κατοικίας άνηκε βέβαια ακόμη πληθώρα αντικειμένων, η επιλογή των οποίων δεν εξαρτιόταν μόνο από την περιουσία, τις προτιμήσεις και τη μόρφωση του ιδιοκτήτη, αλλά και από το αν επρόκειτο για καθαρά αστική ή αγροτική οικία, παρόλο που τότε η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο αυστηρή, αφού και οι αγρότες μπορούσαν να έχουν το σπίτι τους στην πόλη. Τα αντικείμενα αυτά, που κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες —λυχνίες, αγγεία, εξαρτήματα του γυναικείου καλλωπισμού, όπλα, μουσικά όργανα κ.λπ.—, ήταν συχνά απλώς αναρτημένα στους τοίχους, αν κρίνει κανείς από τις παραστάσεις. Από αυτά, τα πήλινα διατηρήθηκαν σε μεγαλύτερο αριθμό από τα άλλα, λόγω της ανθεκτικότητας του υλικού τους, το όποιο επιπλέον δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί, ενώ τα αντικείμενα που έχουν ερευνηθεί περισσότερο είναι τα αγγεία. Από τα ελληνικά αγγεία, πρώτα φέρνει κανείς στο νου του αυτά που έχουν γραπτή διακόσμηση. Ήδη από την αρχή της κατεξοχήν ελληνικής τέχνης, δηλαδή την πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος αι. π.Χ.) μέχρι τον ύστερο 4ο και τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ., όταν, ως αποτέλεσμα μιάς αλλαγής στη μόδα εμφανιστήκαν αγγεία με ανάγλυφη διακόσμηση, η παραγωγή των γραπτών αγγείων σε διάφορα εργαστήρια ήταν τεράστια. Με βάση την εξέλιξη του σχήματός τους, κυρίως όμως της τεχνοτροπίας των παραστάσεων, μπορούν από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά να χρονολογηθούν με ακρίβεια είκοσι ετών περίπου. Συνεπώς, αποτελούν πολύ σημαντικό βοήθημα χρονολόγησης για τον αρχαιολόγο, ιδίως όταν κατά τις ανασκαφές συναντώνται σε μη διαταραγμένα στρώματα μαζί με άλλα ευρήματα. Αλλά και για τη χρονολόγηση των οικιών και των οικισμών έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι θραύσματα τέτοιων γραπτών αγγείων βρίσκονται σχεδόν σε κάθε ανασκαφή οικίας της προελληνιστικής περιόδου αποδεικνύει ότι ήταν αντικείμενα χρηστικά και όχι μόνο λατρευτικά ή ταφικά, όπως μεμονωμένα υποστηρίχθηκε. Επιπλέον απόδειξη για την πρακτική χρήση των γραπτών αγγείων αποτελεί το γεγονός ότι βρέθηκαν σε πηγάδια μαζί με άλλα σκεύη και ότι απεικονίστηκαν σε παραστάσεις αγγείων με θέματα από την καθημερινή ζωή. Ήταν λοιπόν τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν σε περιπτώσεις οπού οι απαιτήσεις για κάτι το ιδιαίτερο ήταν αυξημένες. Για τις απλές, καθημερινές ανάγκες οι Έλληνες είχαν και πιο απλά αγγεία. Στην κλασική και την ελληνιστική εποχή ένα είδος ενδιάμεσης κατηγορίας αποτελούσαν τα μελαμβαφή αγγεία, τα οποία συχνά μπορούν να συγκριθούν με τα γραπτά όσον αφορά την τελειότητα του σχήματός τους. Υπήρχαν πάντοτε και απλά άβαφα κεραμικά σκεύη: μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία (πίθοι), αμφορείς κρασιού και ελαιόλαδου, μαγειρικά σκεύη και άλλα παρόμοια. Τέλος, υπήρχαν και άλλα πήλινα σκεύη και αντικείμενα, όπως υφαντικά βάρη (αγνύθες), καλύμματα γονάτων (επίνητρα), τα οποία φορούσαν οι γυναίκες όταν έγνεθαν, κούκλες (πλαγγόνες) και άλλα παιχνίδια ή ακόμη και κυψέλες, όπως εκείνες που βρέθηκαν στην οικία της Βάρης. Πολύ κατατοπιστικοί για ευρήματα του είδους αυτού είναι δύο αυτοτελείς τόμοι που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της δημοσίευσης των ανασκαφών της Ολύνθου και τής ελληνιστικής Δήλου.

Σημείωση: Το άνωθεν κείμενο αποτελεί ένα ελάχιστο δείγμα της εργασίας του συγγραφέα όπου φυσικά δεν μεταφέρθηκαν οι πάμπολλες σημειώσεις του καθώς και τα κατατοπιστικότατα σκίτσα του, για ευνόητους λόγους.

Πηγή: Ελάχιστο απόσπασμα από το ε ξ α ί ρ ε τ ο έργο των εκδόσεων ΜΙΕΤ, Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, του HORST BLAKCK.

Πηγή 2: www.e-istoria.com
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λαογραφία”