ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Παρακάτω θα παραθέσω μία μικρή μου μελέτη σε σχέση με το αν είχε ελληνικό χαρακτήρα το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος ή Βυζάντιο, όπως ωνομάσθη κατά τον 16ο αιώνα από τον Ιερώνυμο Βολφ. Να σημειώσω μόνον ότι την κατωτέρωι μελέτη την έχω δημοσιεύσει σε ορισμένα φόρα (μεταξύ αυτών και στα παλιά ΙΔΕΟ). Εδώ παρουσιάζεται ελαφρώς επεξεργαμένη και θα παρουσιαστεί σε συνέχειες. Επίσης, είναι αναρτημένη και το blog που διατηρώ: lalei-kairia.blogspot.com
Το ένδοξο, Χιλιόχρονο Βυζάντιο, ή, άλλως όπως αποκαλείται το Ελληνικό Μεσαιωνικό κράτος, ξεκίνησε τυπικά με τη μεταφορά της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην αρχαία ελληνική αποικία του Βύζαντος του Μεγαρέα, το Βυζάντιο. Για το όνειρο του Κωνσταντίνου όπου του υπεδείχθη η ακριβής τοποθεσία Κτίσεως της Νέας Ρώμης, ή Νέας Ιερουσαλήμ, ή Νέας Επταλόφου ή Βασιλευούσης, ή Κωνσταντικουπόλεως, πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ` απλώς να επισημάνω ότι εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της απαραίτητης ενδύσεως της αυτοκρατορικής απόφασης με τον κατάλληλο μύθο. Όμως, ουσιαστικά η Βυζαντινή αυτοκρατορία εκκινά την χιλιόχρονη πορεία της στην Ιστορία και την αιωνιότητα το 395. Τη χρονιά εκείνη, λίγο πριν πεθάνει ο Θεοδόσιος, μοίρασε την ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους δύο του γιους. Στον Ονώριο έδωσε το Δυτικό Ρωμαϊκό τμήμα και στον Αρκάδιο το Ανατολικό Ρωμαϊκό τμήμα. Το τελευταίο αποτέλεσε το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, ενώ οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς των Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους Ρωμαϊκή. Σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι, ειδικά για τους κατοίκους της Βασιλευούσης υπήρχε και η ονομασία Βυζαντινός, εκ του αρχαίου Βυζαντίου.
Όμως, η ονομασία Ρωμαίος και Ρωμαϊκό κράτος εδόθη για καθαρά διοικητικούς λόγους, εξυπηρετούσε δε τον σκοπό της κατοχύρωσης της αυτοκρατορίας, ένα είδος πνευματικών δικαιωμάτων δηλαδή. Το Βυζάντιο ήταν πράγματι πολυεθνικό, εξαπλώνονταν, όμως, σε περιοχές, οι οποίες ανήκαν παλαιότερα στα Ελληνιστικά κράτη του Βασιλείου των Σελευκιδών, του Βασιλείου των Πτολεμαίων, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα και στην Βαλκανική εν γένει. Στις περιοχές αυτές, εκτός των Ελλήνων, η συντριπτική πλειοψηφία των άλλων λαών είχαν ως γλώσσα συννενόησης την Ελληνιστική Κοινή, η οποία τότε ήταν παγκόσμια γλώσσα. Για να μην αναφερθούμε και σε πληθυσμούς, οι οποίοι αν και μη Ελληνικής καταγωγής ήταν Ελληνόφωνοι. Οι Έλληνες, λοιπόν, ως βασικό συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, ήταν ευνόητο να αναλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο στην διοίκηση του κράτους, ως οι πλέον κατάλληλοι.
Παρέλαβαν επομένως την Ρωμαϊκή Δομή του κράτους, χρησιμοποίησαν τον Χριστιανισμό ως συνεκτικό ιστό και την Ελληνική παιδεία και δημιούργησαν το μοναδικό στην Ιστορία, για την μακρόχρονη διάρκειά του, φαινόμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτά αναφέρονται και στο έργο του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου "ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΠΗΓΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΟΣ. ΑΠΟ Η' ΑΧΡΙ Ι' ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ Μ.Χ" εκδοθέν το 1857. Λέγει συγκεκριμένα ο Ζαμπέλιος: "Τον μεσαιώνα τον ελληνικόν οικονομούσι τρεις κεφαλαιώδεις αρχαί. Α' η αρχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πολιτικής ενότητος. Β' η αρχή της Οικουμενικής Συνόδου, ή της θρησκευτικής ενότητος. Γ' Η αρχή της Αττικής Παιδείας, ήγουν η της Εθνικής και ιστορικής ενότητος." Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός πολιτισμός στο Βυζάντιο, διετηρήθη ανόθευτος και είναι αυτός που εκφράζει την "ζώσα ψυχή", το "πνεύμα" του Ελληνικού Έθνους. Το Ελληνικό Έθνος ορίζεται ως Υπεριστορική οντότητα που βιώνει διάφορες ιστορικές πραγματικότητες, κατά την διάρκεια των αιώνων, οι οποίες συνιστούν μετεξελίξεις του Ελληνικού πνεύματος.
Ο μεγάλος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, τώρα, του οποίου το τρίσημο σχήμα της Ελληνικής Ιστορίας διδασκόμαστε μέχρι σήμερα, απαντά τεκμηριωμένα στις κακοήθειες του Φαλμεράϋερ και τονίζει την πολιτιστική αφομοίωση της καθόδου των Σλάβων από τους γηγενείς, με επακόλουθο τον Εξελληνισμό τους. Όσο για τους Αλβανούς, αυτοί μετακινήθηκαν επί Ισαύρων από τον Καύκασο στην σημερινή τους επικράτεια. Οι Αρβανίτες προϋπήρχαν και είναι Ελληνικό φύλο, χαρακτηρίζονται, μάλιστα, από τον βραβευθέντα Κ. Μπίρη ως ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στο ομότιτλο βιβλίο του. Αλλά και η ιστορία του άξιου Έλληνος χριστιανού ορθοδόξου Γεωργίου Καστριώτου από τον ΠΑΓΑΝΕΛ, είναι η ιστορία του νεωτέρου Πύρρου, ενάντια στους Τούρκους. Υπό την σκέπη του συνένωσε τους Ηπειρώτες, τους Αρβανίτες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ενάντια στους κατακτητές, σκόπευε, μάλιστα, να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αναφορικά δε με την σημαία του κατασκευασμένου Αλβανικού κρατιδίου, η ίδια αποτελεί παραποίηση του Πολεμικού Βυζαντινού Δικεφάλου Αετού.
Για να γυρίσουμε, όμως, στον Παπαρρηγόπουλο, ο ίδιος υιοθέτησε την Ηροδότεια άποψη για την γλώσσα και την θρησκεία, τα οποία είναι ενωτικά πολιτισμικά στοιχεία που αποδίδονται παράλληλα και ως πάγια Εθνικά χαρακτηριστικά.
Θα προχωρήσουμε, όμως και στην άποψη των ξένων για το Βυζάντιο. Ο MONTESQUIEU (ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ) θεωρούσε το Βυζάντιο συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την οποία μάλιστα ονομάζει Ελληνική από το τέλος του 6ου αιώνος. Ο M. Jones, πάλι, στο έργο του: "The Greek city from Alexander to Justinian" ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΦΟΡΔΗ γράφει: "Το 395 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διηρέθη και τυπικώς σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα. Οι Ρωμαίοι είχαν εποικίσει πολλές επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, και είχαν δημιουργήσει civitates ή coloniae ή municipia, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εκτοπίσουν τους Έλληνες. Έτσι και μετά τον τυπικό διαχωρισμό, οι Έλληνες επικρατούσαν στις περισσότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, ιδιαιτέρως στις περιοχές που ωμιλείτο η Ελληνική γλώσσα και ίσχυεν η Ελληνική Παιδεία. Αντιθέτως, το Ρωμαϊκό στοιχείο εξηφανίσθη από τις επαρχίες αυτές, συνεπεία της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων."
Η μεγάλη κοσμοπολίτικη Ελλάς των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής, συνέχισε την ζωή της στο Βυζάντιο, έτσι και ο OSTROGORSKY ομολογεί: "Είχε διαφυλάξει την αρχαία Ελληνική κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του δυτικού κόσμου για τον Ελληνικό πολιτισμό, στα χρόνια της Αναγεννήσεως." Αλλά και ο Steven Ranciman: "Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα μουσεία της νέας πρωτεύουσας με αρχαίους Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον Ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ την δόξα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ."
Σχετικά με την γλώσσα, τώρα, είναι αλήθεια πως αρχικά χρησιμοποιήθηκε η Λατινική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Όμως, από την εποχή του Ιουστινιανού, ήδη, οι Νεαρές, ως μέρος του ευρύτερου CORPUS IOURIS CIVILIS, γράφονται στα Ελληνικά. Για να φθάσουμε στον Ηράκλειο, όπου καθιερώνει τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Αυτό, δηλαδή που παρατηρούμε, είναι ένας γοργός Εξελληνισμός του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, διαμορφώνοντας μία καθαρά Ελληνορθόδοξη Εθνική Συνείδηση. Η ουσία είναι ότι τον χαρακτηρισμό "Ρωμαίος", όπως ανέφερα και πιο πάνω, το διατηρούσαν μόνο για να θεμελιώσουν το δικαίωμα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική κληρονομιά. Μην ξεχνάμε, άλλωστε και την προσπάθεια οικειοποίησης της Ρωμαϊκής συνέχειας με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους από τον Σφεταιριστή του δυτικού αυτοκρατορικού θρόνου, τον Καρλομάγνο.
Το ένδοξο, Χιλιόχρονο Βυζάντιο, ή, άλλως όπως αποκαλείται το Ελληνικό Μεσαιωνικό κράτος, ξεκίνησε τυπικά με τη μεταφορά της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην αρχαία ελληνική αποικία του Βύζαντος του Μεγαρέα, το Βυζάντιο. Για το όνειρο του Κωνσταντίνου όπου του υπεδείχθη η ακριβής τοποθεσία Κτίσεως της Νέας Ρώμης, ή Νέας Ιερουσαλήμ, ή Νέας Επταλόφου ή Βασιλευούσης, ή Κωνσταντικουπόλεως, πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ` απλώς να επισημάνω ότι εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της απαραίτητης ενδύσεως της αυτοκρατορικής απόφασης με τον κατάλληλο μύθο. Όμως, ουσιαστικά η Βυζαντινή αυτοκρατορία εκκινά την χιλιόχρονη πορεία της στην Ιστορία και την αιωνιότητα το 395. Τη χρονιά εκείνη, λίγο πριν πεθάνει ο Θεοδόσιος, μοίρασε την ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους δύο του γιους. Στον Ονώριο έδωσε το Δυτικό Ρωμαϊκό τμήμα και στον Αρκάδιο το Ανατολικό Ρωμαϊκό τμήμα. Το τελευταίο αποτέλεσε το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, ενώ οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς των Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους Ρωμαϊκή. Σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι, ειδικά για τους κατοίκους της Βασιλευούσης υπήρχε και η ονομασία Βυζαντινός, εκ του αρχαίου Βυζαντίου.
Όμως, η ονομασία Ρωμαίος και Ρωμαϊκό κράτος εδόθη για καθαρά διοικητικούς λόγους, εξυπηρετούσε δε τον σκοπό της κατοχύρωσης της αυτοκρατορίας, ένα είδος πνευματικών δικαιωμάτων δηλαδή. Το Βυζάντιο ήταν πράγματι πολυεθνικό, εξαπλώνονταν, όμως, σε περιοχές, οι οποίες ανήκαν παλαιότερα στα Ελληνιστικά κράτη του Βασιλείου των Σελευκιδών, του Βασιλείου των Πτολεμαίων, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα και στην Βαλκανική εν γένει. Στις περιοχές αυτές, εκτός των Ελλήνων, η συντριπτική πλειοψηφία των άλλων λαών είχαν ως γλώσσα συννενόησης την Ελληνιστική Κοινή, η οποία τότε ήταν παγκόσμια γλώσσα. Για να μην αναφερθούμε και σε πληθυσμούς, οι οποίοι αν και μη Ελληνικής καταγωγής ήταν Ελληνόφωνοι. Οι Έλληνες, λοιπόν, ως βασικό συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, ήταν ευνόητο να αναλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο στην διοίκηση του κράτους, ως οι πλέον κατάλληλοι.
Παρέλαβαν επομένως την Ρωμαϊκή Δομή του κράτους, χρησιμοποίησαν τον Χριστιανισμό ως συνεκτικό ιστό και την Ελληνική παιδεία και δημιούργησαν το μοναδικό στην Ιστορία, για την μακρόχρονη διάρκειά του, φαινόμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτά αναφέρονται και στο έργο του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου "ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΠΗΓΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΟΣ. ΑΠΟ Η' ΑΧΡΙ Ι' ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ Μ.Χ" εκδοθέν το 1857. Λέγει συγκεκριμένα ο Ζαμπέλιος: "Τον μεσαιώνα τον ελληνικόν οικονομούσι τρεις κεφαλαιώδεις αρχαί. Α' η αρχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πολιτικής ενότητος. Β' η αρχή της Οικουμενικής Συνόδου, ή της θρησκευτικής ενότητος. Γ' Η αρχή της Αττικής Παιδείας, ήγουν η της Εθνικής και ιστορικής ενότητος." Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός πολιτισμός στο Βυζάντιο, διετηρήθη ανόθευτος και είναι αυτός που εκφράζει την "ζώσα ψυχή", το "πνεύμα" του Ελληνικού Έθνους. Το Ελληνικό Έθνος ορίζεται ως Υπεριστορική οντότητα που βιώνει διάφορες ιστορικές πραγματικότητες, κατά την διάρκεια των αιώνων, οι οποίες συνιστούν μετεξελίξεις του Ελληνικού πνεύματος.
Ο μεγάλος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, τώρα, του οποίου το τρίσημο σχήμα της Ελληνικής Ιστορίας διδασκόμαστε μέχρι σήμερα, απαντά τεκμηριωμένα στις κακοήθειες του Φαλμεράϋερ και τονίζει την πολιτιστική αφομοίωση της καθόδου των Σλάβων από τους γηγενείς, με επακόλουθο τον Εξελληνισμό τους. Όσο για τους Αλβανούς, αυτοί μετακινήθηκαν επί Ισαύρων από τον Καύκασο στην σημερινή τους επικράτεια. Οι Αρβανίτες προϋπήρχαν και είναι Ελληνικό φύλο, χαρακτηρίζονται, μάλιστα, από τον βραβευθέντα Κ. Μπίρη ως ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στο ομότιτλο βιβλίο του. Αλλά και η ιστορία του άξιου Έλληνος χριστιανού ορθοδόξου Γεωργίου Καστριώτου από τον ΠΑΓΑΝΕΛ, είναι η ιστορία του νεωτέρου Πύρρου, ενάντια στους Τούρκους. Υπό την σκέπη του συνένωσε τους Ηπειρώτες, τους Αρβανίτες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ενάντια στους κατακτητές, σκόπευε, μάλιστα, να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αναφορικά δε με την σημαία του κατασκευασμένου Αλβανικού κρατιδίου, η ίδια αποτελεί παραποίηση του Πολεμικού Βυζαντινού Δικεφάλου Αετού.
Για να γυρίσουμε, όμως, στον Παπαρρηγόπουλο, ο ίδιος υιοθέτησε την Ηροδότεια άποψη για την γλώσσα και την θρησκεία, τα οποία είναι ενωτικά πολιτισμικά στοιχεία που αποδίδονται παράλληλα και ως πάγια Εθνικά χαρακτηριστικά.
Θα προχωρήσουμε, όμως και στην άποψη των ξένων για το Βυζάντιο. Ο MONTESQUIEU (ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ) θεωρούσε το Βυζάντιο συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την οποία μάλιστα ονομάζει Ελληνική από το τέλος του 6ου αιώνος. Ο M. Jones, πάλι, στο έργο του: "The Greek city from Alexander to Justinian" ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΦΟΡΔΗ γράφει: "Το 395 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διηρέθη και τυπικώς σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα. Οι Ρωμαίοι είχαν εποικίσει πολλές επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, και είχαν δημιουργήσει civitates ή coloniae ή municipia, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εκτοπίσουν τους Έλληνες. Έτσι και μετά τον τυπικό διαχωρισμό, οι Έλληνες επικρατούσαν στις περισσότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, ιδιαιτέρως στις περιοχές που ωμιλείτο η Ελληνική γλώσσα και ίσχυεν η Ελληνική Παιδεία. Αντιθέτως, το Ρωμαϊκό στοιχείο εξηφανίσθη από τις επαρχίες αυτές, συνεπεία της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων."
Η μεγάλη κοσμοπολίτικη Ελλάς των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής, συνέχισε την ζωή της στο Βυζάντιο, έτσι και ο OSTROGORSKY ομολογεί: "Είχε διαφυλάξει την αρχαία Ελληνική κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του δυτικού κόσμου για τον Ελληνικό πολιτισμό, στα χρόνια της Αναγεννήσεως." Αλλά και ο Steven Ranciman: "Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα μουσεία της νέας πρωτεύουσας με αρχαίους Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον Ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ την δόξα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ."
Σχετικά με την γλώσσα, τώρα, είναι αλήθεια πως αρχικά χρησιμοποιήθηκε η Λατινική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Όμως, από την εποχή του Ιουστινιανού, ήδη, οι Νεαρές, ως μέρος του ευρύτερου CORPUS IOURIS CIVILIS, γράφονται στα Ελληνικά. Για να φθάσουμε στον Ηράκλειο, όπου καθιερώνει τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Αυτό, δηλαδή που παρατηρούμε, είναι ένας γοργός Εξελληνισμός του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, διαμορφώνοντας μία καθαρά Ελληνορθόδοξη Εθνική Συνείδηση. Η ουσία είναι ότι τον χαρακτηρισμό "Ρωμαίος", όπως ανέφερα και πιο πάνω, το διατηρούσαν μόνο για να θεμελιώσουν το δικαίωμα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική κληρονομιά. Μην ξεχνάμε, άλλωστε και την προσπάθεια οικειοποίησης της Ρωμαϊκής συνέχειας με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους από τον Σφεταιριστή του δυτικού αυτοκρατορικού θρόνου, τον Καρλομάγνο.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 2
Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος έζησε και διέπρεψε επί χίλια περίπου έτη μετά την άδοξη κατάρρευση του Δυτικού. Κάνοντας εδώ μια παρένθεση να τονίσω ότι αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη το στοιχείο της ενότητος σε ένα κράτος, πολλώι δε μάλλον όταν πρόκειται για μία πολυεθνική αυτοκρατορία. Αξίζει, λοιπόν, να μελετηθούν οι λόγοι αποσυνθέσεως και τελικής διαλύσεως της Δυτικής αυτοκρατορίας. Και τούτο διότι, τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψη περί ελληνικότητος του Βυζαντίου.
Έχοντας κατά νου λοιπόν την παραπάνω αρχή, στην Ανατολικορωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντάμε τους Έλληνες και τους πλήρως εξελληνισμένους, οι οποίοι αποτελούσαν τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρήνα της. Οι άλλοι λαοί (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Σλαύοι, Βούλγαροι, Ιταλιώτες, Αλβανοί) ανήκαν σε αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος, το οποίο είτε δεν το θεωρούσαν δικό τους (Σύριοι, Αιγύπτιοι), είτε εποφθαλμιούσαν την ηγεσία του από τους Έλληνες (Βούλγαροι: Συμεών, Σαμουήλ) και την μετατροπή του σε μιας άλλης μορφής και φύσης αυτοκρατορία, με προεξάρχον έθνος τους ιδίους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, άλλες φορές τάχθηκαν στο πλευρό της κεντρικής διοίκησης, ενώ κάποιες άλλες συνεργάζοντο με τους εχθρούς του κράτους. Το Βυζάντιο, ασφαλώς και δεν ήταν δικό τους. Ανήκε στους Έλληνες που του έδωσαν την γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό και την Ελληνορθοδοξία.
Ειδικώτερα, η περίοδος 400-600 μ.χ, υπήρξε μεταβατική. Από το 600 αρχίζει η περίοδος του πλήρους εξελληνισμού, ο οποίος ολοκληρώνεται μέχρι το 650. Έκτοτε, επί 800 έτη η Αυτοκρατορία είναι πλήρως και καθαρώς Ελληνική. Στην πρόσληψη καθαρώς ελληνικού χαρακτήρος συμβάλλει και η κατά τον 7ο αιώνα απώλεια των ελληνιστικών επαρχιών (αλλά στην ουσία μηδέποτε πλήρως αφομοιωθέντων), δηλαδή της Συροπαλαιστίνης και Αιγύπτου (αφορμή οι δογματικές διαφορές όπως ο μονοφυστισμός και ο μονοθελητισμός, αλλά με βαθύτερη αιτία την προαναφερθείσα στην προηγούμενη παράγραφο), οι οποίες αφέθηκαν στην αραβική κατάκτηση διχως να προβάλλουν αντίσταση. Έτσι το κράτος περιορίζεται στην Μικρά Ασία, στην χερσόνησο του Αίμου, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη (εξαίρεση τα περίπου 140 χρόνια σκλαβιάς στους Σαρακηνούς κατά τα έτη 824-961), στην Κύπρο και σε κάποια τμήματα της Νότιας Ιταλίας και Κριμαίας.
Επειδή, όμως, οι αναφορές μου σε Έλληνες Ιστορικούς θα θεωρηθούν ως υποκειμενικές θεωρήσεις του όλου ζητήματος θα αναφερθώ στις απόψεις ξένων Ιστορικών. Έτσι ο H.G. Wells στην «Παγκόσμια Ιστορία» του αποκαλεί το Βυζάντιο «Νέο Ελληνικόν κράτος» Γράφει σχετικώς: "Περί του Βυζαντινού κράτους ομιλούν γενικώς, ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα τούτο ήτο ανανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου. Το ανατολικόν κράτος, αφ΄ότου εχωρίσθη από το δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν και αποτελούσε την συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως αν και όχι εντελώς αγνής. Πάντως το κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν." (α’.σελ. 635-638 εκδ. «Δέλτα»).
Ο Γίββων, επίσης, θαυμάζει την χάριν και την κομψότητα που έχει η ελληνική γλώσσα στα κείμενα του Κεδρηνού.
Ο Άγγλος Ιστορικός Toynbee, από την άλλη, σημειώνει: "Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χρησιμεύσει ως το ελληνικόν οικουμενικόν κράτος. Τούτο, βεβαίως, κατά τον ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για το ανατολικό τμήμα της, ιδίως μετά το 476 μ.χ" («Σπουδή της Ιστορίας»).
Τέλος ο Γάλλος Jacques Le Goff στο βιβλίο του "La Civilisation de I' Occident Medieval Artaud" εκδοθέν στην Ελλάδα το 1993 από τις εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ με τον ελληνικό τίτλο "Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης" χαρακτηρίζει τους Βυζαντινούς σαφέστατα ως Έλληνες. (σελ.68-69)
Επομένως, βλέπουμε ότι το χιλιόχρονο Βυζάντιο δεν δύναται να προσδιοριστεί ως οτιδήποτε άλλο παρά μόνο ΕΛΛΗΝΙΚΟ. Αποτελεί την απόλυτη αναφορά στον Β’ Ελληνικό πολιτισμό. Είναι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, το οποίο δεν εβίωσε τα σκοτάδια του Δυτικού Μεσαίωνα. Τουναντίον ήταν οι Βυζαντινοί Λόγιοι οι οποίοι προκάλεσαν την Αναγέννηση που οδήγησε στην παγκόσμια Δυτικοευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία. Διαφορετικά οι Δυτικοί θα έκαιγαν μέχρι τις ημέρες μας τις μάγισσες.
Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος έζησε και διέπρεψε επί χίλια περίπου έτη μετά την άδοξη κατάρρευση του Δυτικού. Κάνοντας εδώ μια παρένθεση να τονίσω ότι αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη το στοιχείο της ενότητος σε ένα κράτος, πολλώι δε μάλλον όταν πρόκειται για μία πολυεθνική αυτοκρατορία. Αξίζει, λοιπόν, να μελετηθούν οι λόγοι αποσυνθέσεως και τελικής διαλύσεως της Δυτικής αυτοκρατορίας. Και τούτο διότι, τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψη περί ελληνικότητος του Βυζαντίου.
Έχοντας κατά νου λοιπόν την παραπάνω αρχή, στην Ανατολικορωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντάμε τους Έλληνες και τους πλήρως εξελληνισμένους, οι οποίοι αποτελούσαν τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρήνα της. Οι άλλοι λαοί (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Σλαύοι, Βούλγαροι, Ιταλιώτες, Αλβανοί) ανήκαν σε αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος, το οποίο είτε δεν το θεωρούσαν δικό τους (Σύριοι, Αιγύπτιοι), είτε εποφθαλμιούσαν την ηγεσία του από τους Έλληνες (Βούλγαροι: Συμεών, Σαμουήλ) και την μετατροπή του σε μιας άλλης μορφής και φύσης αυτοκρατορία, με προεξάρχον έθνος τους ιδίους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, άλλες φορές τάχθηκαν στο πλευρό της κεντρικής διοίκησης, ενώ κάποιες άλλες συνεργάζοντο με τους εχθρούς του κράτους. Το Βυζάντιο, ασφαλώς και δεν ήταν δικό τους. Ανήκε στους Έλληνες που του έδωσαν την γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό και την Ελληνορθοδοξία.
Ειδικώτερα, η περίοδος 400-600 μ.χ, υπήρξε μεταβατική. Από το 600 αρχίζει η περίοδος του πλήρους εξελληνισμού, ο οποίος ολοκληρώνεται μέχρι το 650. Έκτοτε, επί 800 έτη η Αυτοκρατορία είναι πλήρως και καθαρώς Ελληνική. Στην πρόσληψη καθαρώς ελληνικού χαρακτήρος συμβάλλει και η κατά τον 7ο αιώνα απώλεια των ελληνιστικών επαρχιών (αλλά στην ουσία μηδέποτε πλήρως αφομοιωθέντων), δηλαδή της Συροπαλαιστίνης και Αιγύπτου (αφορμή οι δογματικές διαφορές όπως ο μονοφυστισμός και ο μονοθελητισμός, αλλά με βαθύτερη αιτία την προαναφερθείσα στην προηγούμενη παράγραφο), οι οποίες αφέθηκαν στην αραβική κατάκτηση διχως να προβάλλουν αντίσταση. Έτσι το κράτος περιορίζεται στην Μικρά Ασία, στην χερσόνησο του Αίμου, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη (εξαίρεση τα περίπου 140 χρόνια σκλαβιάς στους Σαρακηνούς κατά τα έτη 824-961), στην Κύπρο και σε κάποια τμήματα της Νότιας Ιταλίας και Κριμαίας.
Επειδή, όμως, οι αναφορές μου σε Έλληνες Ιστορικούς θα θεωρηθούν ως υποκειμενικές θεωρήσεις του όλου ζητήματος θα αναφερθώ στις απόψεις ξένων Ιστορικών. Έτσι ο H.G. Wells στην «Παγκόσμια Ιστορία» του αποκαλεί το Βυζάντιο «Νέο Ελληνικόν κράτος» Γράφει σχετικώς: "Περί του Βυζαντινού κράτους ομιλούν γενικώς, ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα τούτο ήτο ανανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου. Το ανατολικόν κράτος, αφ΄ότου εχωρίσθη από το δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν και αποτελούσε την συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως αν και όχι εντελώς αγνής. Πάντως το κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν." (α’.σελ. 635-638 εκδ. «Δέλτα»).
Ο Γίββων, επίσης, θαυμάζει την χάριν και την κομψότητα που έχει η ελληνική γλώσσα στα κείμενα του Κεδρηνού.
Ο Άγγλος Ιστορικός Toynbee, από την άλλη, σημειώνει: "Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χρησιμεύσει ως το ελληνικόν οικουμενικόν κράτος. Τούτο, βεβαίως, κατά τον ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για το ανατολικό τμήμα της, ιδίως μετά το 476 μ.χ" («Σπουδή της Ιστορίας»).
Τέλος ο Γάλλος Jacques Le Goff στο βιβλίο του "La Civilisation de I' Occident Medieval Artaud" εκδοθέν στην Ελλάδα το 1993 από τις εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ με τον ελληνικό τίτλο "Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης" χαρακτηρίζει τους Βυζαντινούς σαφέστατα ως Έλληνες. (σελ.68-69)
Επομένως, βλέπουμε ότι το χιλιόχρονο Βυζάντιο δεν δύναται να προσδιοριστεί ως οτιδήποτε άλλο παρά μόνο ΕΛΛΗΝΙΚΟ. Αποτελεί την απόλυτη αναφορά στον Β’ Ελληνικό πολιτισμό. Είναι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, το οποίο δεν εβίωσε τα σκοτάδια του Δυτικού Μεσαίωνα. Τουναντίον ήταν οι Βυζαντινοί Λόγιοι οι οποίοι προκάλεσαν την Αναγέννηση που οδήγησε στην παγκόσμια Δυτικοευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία. Διαφορετικά οι Δυτικοί θα έκαιγαν μέχρι τις ημέρες μας τις μάγισσες.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 3
Πιστεύω οτι η ουσία εστιάζεται στον χαρακτήρα του κράτους ο οποίος ήτο καθαρώς Ελληνοχριστιανικός από τη σύζευξη των δύο μεγάλων ποταμών του Χριστιανισμού και του Ελληνικού πνεύματος. Είναι αλήθεια πως το ελληνικόν πνεύμα αναζωογονήθηκε και απετέλεσε, μέσωι της ελληνικής γλώσσης, το όχημα μετάδοσης του χριστιανισμού προς τα υπόλοιπα Έθνη, τόσο εντός όσο και εκτός της αυτοκρατορίας.
Ειδικώτερα, στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου ή της οψίμου αρχαιότητος (4ος με 6ο) διαμορφούται οι βασικοί προβληματισμοί της βυζαντινής λογοτεχνίας. Στο σημείο αυτό το "κοσμολογικό πρόβλημα" των Ελλήνων, η αγωνία δηλαδή για τη λύτρωση του ανθρώπου από τη μοίρα και τον θάνατο, θα συναντηθεί με το "χριστολογικό ζήτημα", που τοποθετεί τον ιδρυτή της νέας θρησκείας στην αρχή και στην αδιάκοπη συνέχεια του κόσμου. Πρυτανεύει η άποψη ότι η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία αποτελεί προπαιδεία για τη μελέτη των χριστιανικών κειμένων. Η πρόθεση αυτή αποσκοπεί στο να συνδυάσει το χριστιανικό με το κλασσικό πνεύμα.
Μετά τα παραπάνω μεταφέρω οριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία:
1. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Βατάτζης της Ελληνικής αυτοκρατορίας της Νικαίας λέγει: «Εν τω γένει των Ελλήνων ημών, η σοφία βασιλεύει.»
2. Ο Ευστάθιος, Επίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 11ο με τα εμβριθή και κατατοπιστικά του σχόλια στα Ομηρικά Έπη (για κύττα οι σκοταδιστές Βυζαντινοί!!!) στην ομιλία του για την Αγία Τεσσαρακοστή, λέγει: «Εις τε τον καθ΄ημάς Έλληνα και εις Βάρβαρον» (Ρ. G. Migne τ.135, σελ. 708).
3. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς συνεχώς χρησιμοποιεί το όνομα «Ελληνες» με εθνική και όχι θρησκευτική έννοια.
4. Ο Ηγεμών Μιχαήλ Άγγελος το Ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου το αποκαλεί «Της Ελλάδος»
5. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο: «Ω της Ελλάδος Ήλιε Βασιλεύ» (Σάνθας, Monuments A)
6. Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε πανηγυρική ομιλία του υπογραμμίζει την «Δόξαν της Ελληνικής παραδόσεως» και υπερηφανεύεται (όπως άλλοτε ο Ισοκράτης για τους Αθηναίους), επειδή οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως: «Ου μιξοβάρβαρου λαού το φθέγμα φύρδην προϊεμένου.» Αλλά διατρανούν: «Την Ελλάδα γλώτταν την ορθορρήμονα».
7. Στην «Βασίλειον Τάξιν» του ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την «Ελληνική Παιδείαν» και την «Ελληνική Μουσικήν» ως αντίθετες όχι πλέον προς τις των χριστιανών, αλλά προς τις των «Βαρβάρων».
8. Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται επειδή εμελέτησε Αριστοτέλην και Πλάτωνα και γενικώς για την Ελληνική Παιδεία της.
9. Ο Επίσκοπος Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης υμνεί ποιητικώς την δόξαν των Αρχαίων Αθηνών.
10. Ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφοντας για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Δυτικούς, θρηνεί επειδή του έλαχε η μοίρα: «Να παραπέμψω τοις έπειτα πράξεις πολεμικάς εν αις μη νικώσιν Έλληνες, να μεταχειρισθώ την Ιστορίαν, χρήμα βέλτιστον και κάλλιστον των Ελλήνων εύρημα, ίνα διαιωνίσω την μνήμην βαρβαρικών καθ' Ελλήνων κατορθωμάτων.»
11. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας.
12. Ο Μ. Δούκας χαρακτηρίζει τον λαόν του Βυζαντίου «Τρυγίαν των Ελλήνων».
13. Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου με επιστολή του προς τον Ιωάννην Καντακουζηνόν τον αποκαλεί: «Βασιλέα των Ελλήνων»
14. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, στην τελευταία έκκλησί του για αγώνα, χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολιν: «Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων».
15. Τέλος ακόμη και ο Ακάθιστος Ύμνος είναι εμπνευσμένος από τους χαιρετισμούς των Ορφικών προς την υψίστην Θεάν:
«Χαίρε δε και κλίμαξ ποτί ουρανόν.» (Ορφικός)
«Χαίρε κλίμαξ επουράνιε.» (Ακάθιστος Ύμνος)
Πιστεύω οτι η ουσία εστιάζεται στον χαρακτήρα του κράτους ο οποίος ήτο καθαρώς Ελληνοχριστιανικός από τη σύζευξη των δύο μεγάλων ποταμών του Χριστιανισμού και του Ελληνικού πνεύματος. Είναι αλήθεια πως το ελληνικόν πνεύμα αναζωογονήθηκε και απετέλεσε, μέσωι της ελληνικής γλώσσης, το όχημα μετάδοσης του χριστιανισμού προς τα υπόλοιπα Έθνη, τόσο εντός όσο και εκτός της αυτοκρατορίας.
Ειδικώτερα, στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου ή της οψίμου αρχαιότητος (4ος με 6ο) διαμορφούται οι βασικοί προβληματισμοί της βυζαντινής λογοτεχνίας. Στο σημείο αυτό το "κοσμολογικό πρόβλημα" των Ελλήνων, η αγωνία δηλαδή για τη λύτρωση του ανθρώπου από τη μοίρα και τον θάνατο, θα συναντηθεί με το "χριστολογικό ζήτημα", που τοποθετεί τον ιδρυτή της νέας θρησκείας στην αρχή και στην αδιάκοπη συνέχεια του κόσμου. Πρυτανεύει η άποψη ότι η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία αποτελεί προπαιδεία για τη μελέτη των χριστιανικών κειμένων. Η πρόθεση αυτή αποσκοπεί στο να συνδυάσει το χριστιανικό με το κλασσικό πνεύμα.
Μετά τα παραπάνω μεταφέρω οριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία:
1. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Βατάτζης της Ελληνικής αυτοκρατορίας της Νικαίας λέγει: «Εν τω γένει των Ελλήνων ημών, η σοφία βασιλεύει.»
2. Ο Ευστάθιος, Επίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 11ο με τα εμβριθή και κατατοπιστικά του σχόλια στα Ομηρικά Έπη (για κύττα οι σκοταδιστές Βυζαντινοί!!!) στην ομιλία του για την Αγία Τεσσαρακοστή, λέγει: «Εις τε τον καθ΄ημάς Έλληνα και εις Βάρβαρον» (Ρ. G. Migne τ.135, σελ. 708).
3. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς συνεχώς χρησιμοποιεί το όνομα «Ελληνες» με εθνική και όχι θρησκευτική έννοια.
4. Ο Ηγεμών Μιχαήλ Άγγελος το Ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου το αποκαλεί «Της Ελλάδος»
5. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο: «Ω της Ελλάδος Ήλιε Βασιλεύ» (Σάνθας, Monuments A)
6. Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε πανηγυρική ομιλία του υπογραμμίζει την «Δόξαν της Ελληνικής παραδόσεως» και υπερηφανεύεται (όπως άλλοτε ο Ισοκράτης για τους Αθηναίους), επειδή οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως: «Ου μιξοβάρβαρου λαού το φθέγμα φύρδην προϊεμένου.» Αλλά διατρανούν: «Την Ελλάδα γλώτταν την ορθορρήμονα».
7. Στην «Βασίλειον Τάξιν» του ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την «Ελληνική Παιδείαν» και την «Ελληνική Μουσικήν» ως αντίθετες όχι πλέον προς τις των χριστιανών, αλλά προς τις των «Βαρβάρων».
8. Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται επειδή εμελέτησε Αριστοτέλην και Πλάτωνα και γενικώς για την Ελληνική Παιδεία της.
9. Ο Επίσκοπος Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης υμνεί ποιητικώς την δόξαν των Αρχαίων Αθηνών.
10. Ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφοντας για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Δυτικούς, θρηνεί επειδή του έλαχε η μοίρα: «Να παραπέμψω τοις έπειτα πράξεις πολεμικάς εν αις μη νικώσιν Έλληνες, να μεταχειρισθώ την Ιστορίαν, χρήμα βέλτιστον και κάλλιστον των Ελλήνων εύρημα, ίνα διαιωνίσω την μνήμην βαρβαρικών καθ' Ελλήνων κατορθωμάτων.»
11. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας.
12. Ο Μ. Δούκας χαρακτηρίζει τον λαόν του Βυζαντίου «Τρυγίαν των Ελλήνων».
13. Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου με επιστολή του προς τον Ιωάννην Καντακουζηνόν τον αποκαλεί: «Βασιλέα των Ελλήνων»
14. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, στην τελευταία έκκλησί του για αγώνα, χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολιν: «Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων».
15. Τέλος ακόμη και ο Ακάθιστος Ύμνος είναι εμπνευσμένος από τους χαιρετισμούς των Ορφικών προς την υψίστην Θεάν:
«Χαίρε δε και κλίμαξ ποτί ουρανόν.» (Ορφικός)
«Χαίρε κλίμαξ επουράνιε.» (Ακάθιστος Ύμνος)
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- ArELa
- Founder-Administrator
- Δημοσιεύσεις: 66942
- Εγγραφή: Κυρ 15 Απρ 2007, 01:29
- Irc ψευδώνυμο: ArELa
- Φύλο: Γυναίκα
- Έδωσε Likes: 1879 φορές
- Έλαβε Likes: 2770 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Aυτό θα κρατηθεί στους σελιδοδείκτες μου, για ν'απαντώ στους εκάστοτε μισητές-αρνητές αυτού του κομματιού του Ελληνισμού.
.
Δεν περιμένω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα,
δεν καταλαβαίνω τίποτα, είμαι ξανθιά κι ελεύθερη...
τα κανάλια μου /my channels:
στο vasoula2908 και στο vasoula2908asteria
στο Βrighteon,
στο Bitchute
στο Rumble
Δεν περιμένω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα,
δεν καταλαβαίνω τίποτα, είμαι ξανθιά κι ελεύθερη...
τα κανάλια μου /my channels:
στο vasoula2908 και στο vasoula2908asteria
στο Βrighteon,
στο Bitchute
στο Rumble
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
συντομα θα ανεβάσω ενα αρθρο για το αλλο κομματι του Ελληνισμου.
την Ρωμαϊκη αυτοκρατορία.
την Ρωμαϊκη αυτοκρατορία.
- ILLUVATAR85
- Σούπερ Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 1139
- Εγγραφή: Παρ 13 Ιουν 2008, 23:33
- Irc ψευδώνυμο: ILLUVATAR85
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Αθήνα, Ελλάδα
- Έλαβε Likes: 1 φορά
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Παρομοίως και σε εμένα, θέλω να δώ τούς "αποδομηταί" τι θα κάνουν με αυτό .ArELa έγραψε:
Aυτό θα κρατηθεί στους σελιδοδείκτες μου, για ν'απαντώ στους εκάστοτε μισητές-αρνητές αυτού του κομματιού του Ελληνισμού.
Η δημοκρατία δεν συνίσταται σε ισότητα,συνίσταται σε ανισότητα που οφείλει να είναι δίκαιη-Σόλων
Όλοι φοβούνται ένα βρώμικο όνομα μα όχι μία βρώμικη συνείδηση-Πλίνιος
Μην σε ανησυχεί αυτό που βλέπεις, τίποτα δεν συμβαίνει μόνο του-Ρόαν
O σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ο σκοπός είναι τα μέσα-Δραγώνας
Όλοι φοβούνται ένα βρώμικο όνομα μα όχι μία βρώμικη συνείδηση-Πλίνιος
Μην σε ανησυχεί αυτό που βλέπεις, τίποτα δεν συμβαίνει μόνο του-Ρόαν
O σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ο σκοπός είναι τα μέσα-Δραγώνας
- Astrea
- Καμμένος Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 412
- Εγγραφή: Τρί 29 Δεκ 2009, 12:49
- Irc ψευδώνυμο: Astrea
- Φύλο: Γυναίκα
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Τυπωμένο και στην τσέπη, για άμεση πρόσβαση!!!!ILLUVATAR85 έγραψε:Παρομοίως και σε εμένα, θέλω να δώ τούς "αποδομηταί" τι θα κάνουν με αυτό .ArELa έγραψε:
Aυτό θα κρατηθεί στους σελιδοδείκτες μου, για ν'απαντώ στους εκάστοτε μισητές-αρνητές αυτού του κομματιού του Ελληνισμού.
"Ανυπομονώ να δω όλο και περισσότερους ανθρώπους πρόθυμους ν' αντισταθούν στην κατεύθυνση στην οποία οδηγείται ο κόσμος μας..."
Rachel Corrie
Rachel Corrie
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Επίσης θα σου συνιστούσα να δεις και το αφιέρωμα που έχω κάνει στον Steven Ranciman (Στήβεν Ράνσιμαν) τον κορυφαίο και νο 1 Βυζαντινολόγο του 20ου, όπου σε ερώτηση από το κρατικό κανάλι από μιά συνέντευξη το 1994 είπε ότι οι Βυζαντινοί ήσαν περισσότερο Έλληνες από εμάς.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Άλλη μία απάντησις για το χιλιόχρονον Βυζάντιον διά τους ανιστορήτους δήθεν σχετικούς.
Ορισμένες παρατηρήσεις για τη διευκρίνηση κάποιων όρων και την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι ακόμη και ο αριστερός ιστορικός Νίκος Σβορώνος αναφέρεται στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Προσδιορίζει δε την ανάδυση του νεωτέρου ελληνισμού από τον 13ο αιώνα.
Αναφορικά, τώρα, με τον όρο «Γραικός», ο ίδιος ως προσδιορισμός, δεν είναι υποτιμητικός, αλλά το προγενέστερο όνομα του Έλληνος. Ο Έλλην, είτε ως Πελασγός, είτε ως Γραικός, είτε ως Φθιωτός (οι πρώτοι που πήραν την ονομασία Έλληνες), είτε ως Ίων, είτε ως Δωριεύς, είτε ως Αχαιός, είτε ως Αιολός, είτε ως Μακεδών, είτε ως Μολοσσός, είτε ως Θραξ, είτε ως Θεσσαλός, είτε ως Κρης, είτε ως Ρωμιός, είτε ως Έλλην είναι ένα και το αυτό. Επιστημονικές μελέτες δε έχουν αποδείξει τη βιολογική ιστορική συνέχεια του ελληνισμού κατά το μεγαλύτερο ποσοστό. Οπωσδήποτε, στο διάβα των αιώνων, υπήρξαν και εξελληνισμοί, κυρίως μικρασιατικών εθνών, αλλά αυτό ίσα ίσα που προσδίδει κύρος στον ελληνισμό.
Αντιθέτως, ο όρος "Γραικύλος" ή λατινιστί "Graeculus" συνιστά υποτιμητικό επιθετικό προσδιορισμό στα όρια της ύβρεως. Επινοήθηκε από τον Κικέρωνα, ο οποίος χαρακτήριζε έτσι όσους Έλληνες επιδείκνυαν αφενός μεν χαμερπή συμπεριφορά, αφετέρου δε μηρύκαζαν τον ρωμαϊκό πρότυπο συμπεριφοράς και εν γένει βίου. Από την εποχή του Κάτωνος του πρεσβυτέρου (2ος αιών π.Χ), ο οποίος έψεγε τους Ρωμαίους συμπολίτες του για την υιοθέτηση ελληνικών προτύπων, είχε κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι με τους όρους να έχουν αντιστραφεί.
Επίσης, ο όρος Ρωμαίος για τους βυζαντινούς, αν και έχει χιλιοειπωθεί και χιλιοεξηγηθεί, αποτελούσε την πολιτική ονομασία που οδηγούσε στην εγγραφή υποθήκης για την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή το όνομα "Έλλην" είχε αποκλειστικά θρησκευτική χρήση και σκιαγραφούσε το πορτραίτο του μη χριστιανού, πιστού σε ένα μωσαϊκό προχριστιανικών θεοτήτων (και όχι μόνον του κλασσικού ελληνικού δωδεκαθέου). Με αυτή την έννοια προσδιοριζόταν ο Ιουλιανός ως "Έλλην", καίτοι δεν ήτο ελληνικής καταγωγής. Λάτρευε δε το θεό ήλιο και επιθυμούσε έναν συγκερασμό όλων των προχριστιανικών λατρειών σε ένα οργανωμένο ιερατείο κατά τα χριστιανικά πρότυπα οργάνωσης (προσοχή! δεν το εννοώ από την άποψη πίστεως, αλλά από οργανωτική σκοπιά). Επιχείρησε, μάλιστα, ο δήθεν φιλόσοφος να αναγείρει τον Ιουδαϊκό ναό του Σολομώντος. Οποία αντίστιξις για τους ισχυριζομένους περί ιουδαιοχριστιανισμού το πρότυπό τους να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες.
Όσο για τους Εβραίους ελληνίζοντες (αυτός είναι ο ορθός όρος), πράγματι υπήρξαν ορισμένοι, και μάλιστα επιφανείς, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ελληνική κοσμοθέαση. Τότε ήταν που γεννήθηκε το κίνημα των Μακκαβαίων που υποστήριζε την επανα-ιουδαιοποίηση, ακόμη και με τη βία. Ομολογουμένως, ο κίνδυνος διάλυσης της εβραϊκότητος ήταν τεράστιος, και γι' αυτό μία μεγάλη τους εορτή είναι η "Χανουκά" που συμβολίζει τη διαχρονική τους αντίθεση στην ελληνικότητα και σε όσα εκείνη πρεσβεύει, είτε με τις προχριστιανικές δοξασίες της, είτε με την ελληνορθοδοξία, η οποία αποτελεί το απαύγασμα της προϊούσας ώσμωσης Ελληνισμού-χριστιανισμού μέσα από τη ζύμωση αιώνων.
Εν κατακλείδι, το Βυζάντιον αποτελεί το ελληνικό μεσαιωνικόν κράτος που συνιστά τον κρίκο συνδέσεως Αρχαίας και νεωτέρου Ελλάδος. Ήδη από τον 5ο μ.Χ αιώνα η Ελληνίς εξ Αθηνών Ευδοξία δίδει το στίγμα της φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας με το "Πανδιδακτήριον", και όχι μόνον. Η πάλη Ελλήνων και Γότθων για τον έλεγχο, επομένως και της φυσιογνωμίας του Βυζαντίου αποβαίνει υπέρ των πρώτων με ηγέτες τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αυρηλιανό. Γιατί η προϊστορία μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών άρχεται από εκείνη την εποχή. Αν επικρατούσαν οι Γότθοι, τότε η περιοχή της Ελλάδος και της εγγύς Ανατολής θα ήταν η σημερινή Γερμανία. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Ως υστερόγραφο να αναφέρω ότι ο όρος "Βυζαντινός" απαντάται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως και αναφέρεται σε βυζαντινά χειρόγραφα της εποχής. Αυτό, ως ανάμνηση του πρώτου οικιστού στην περιοχή του Βύζαντος του Μεγαρέως και της προγενεστέρου πόλεως του Βυζαντίου. Ένα ακόμη δείγμα της αδιασπάστου ελληνικής συνέχειας.
ΑΓΕΙ ΔΕ ΠΡΟΣ ΦΩΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΧΡΟΝΟΣ
Ορισμένες παρατηρήσεις για τη διευκρίνηση κάποιων όρων και την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι ακόμη και ο αριστερός ιστορικός Νίκος Σβορώνος αναφέρεται στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Προσδιορίζει δε την ανάδυση του νεωτέρου ελληνισμού από τον 13ο αιώνα.
Αναφορικά, τώρα, με τον όρο «Γραικός», ο ίδιος ως προσδιορισμός, δεν είναι υποτιμητικός, αλλά το προγενέστερο όνομα του Έλληνος. Ο Έλλην, είτε ως Πελασγός, είτε ως Γραικός, είτε ως Φθιωτός (οι πρώτοι που πήραν την ονομασία Έλληνες), είτε ως Ίων, είτε ως Δωριεύς, είτε ως Αχαιός, είτε ως Αιολός, είτε ως Μακεδών, είτε ως Μολοσσός, είτε ως Θραξ, είτε ως Θεσσαλός, είτε ως Κρης, είτε ως Ρωμιός, είτε ως Έλλην είναι ένα και το αυτό. Επιστημονικές μελέτες δε έχουν αποδείξει τη βιολογική ιστορική συνέχεια του ελληνισμού κατά το μεγαλύτερο ποσοστό. Οπωσδήποτε, στο διάβα των αιώνων, υπήρξαν και εξελληνισμοί, κυρίως μικρασιατικών εθνών, αλλά αυτό ίσα ίσα που προσδίδει κύρος στον ελληνισμό.
Αντιθέτως, ο όρος "Γραικύλος" ή λατινιστί "Graeculus" συνιστά υποτιμητικό επιθετικό προσδιορισμό στα όρια της ύβρεως. Επινοήθηκε από τον Κικέρωνα, ο οποίος χαρακτήριζε έτσι όσους Έλληνες επιδείκνυαν αφενός μεν χαμερπή συμπεριφορά, αφετέρου δε μηρύκαζαν τον ρωμαϊκό πρότυπο συμπεριφοράς και εν γένει βίου. Από την εποχή του Κάτωνος του πρεσβυτέρου (2ος αιών π.Χ), ο οποίος έψεγε τους Ρωμαίους συμπολίτες του για την υιοθέτηση ελληνικών προτύπων, είχε κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι με τους όρους να έχουν αντιστραφεί.
Επίσης, ο όρος Ρωμαίος για τους βυζαντινούς, αν και έχει χιλιοειπωθεί και χιλιοεξηγηθεί, αποτελούσε την πολιτική ονομασία που οδηγούσε στην εγγραφή υποθήκης για την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή το όνομα "Έλλην" είχε αποκλειστικά θρησκευτική χρήση και σκιαγραφούσε το πορτραίτο του μη χριστιανού, πιστού σε ένα μωσαϊκό προχριστιανικών θεοτήτων (και όχι μόνον του κλασσικού ελληνικού δωδεκαθέου). Με αυτή την έννοια προσδιοριζόταν ο Ιουλιανός ως "Έλλην", καίτοι δεν ήτο ελληνικής καταγωγής. Λάτρευε δε το θεό ήλιο και επιθυμούσε έναν συγκερασμό όλων των προχριστιανικών λατρειών σε ένα οργανωμένο ιερατείο κατά τα χριστιανικά πρότυπα οργάνωσης (προσοχή! δεν το εννοώ από την άποψη πίστεως, αλλά από οργανωτική σκοπιά). Επιχείρησε, μάλιστα, ο δήθεν φιλόσοφος να αναγείρει τον Ιουδαϊκό ναό του Σολομώντος. Οποία αντίστιξις για τους ισχυριζομένους περί ιουδαιοχριστιανισμού το πρότυπό τους να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες.
Όσο για τους Εβραίους ελληνίζοντες (αυτός είναι ο ορθός όρος), πράγματι υπήρξαν ορισμένοι, και μάλιστα επιφανείς, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ελληνική κοσμοθέαση. Τότε ήταν που γεννήθηκε το κίνημα των Μακκαβαίων που υποστήριζε την επανα-ιουδαιοποίηση, ακόμη και με τη βία. Ομολογουμένως, ο κίνδυνος διάλυσης της εβραϊκότητος ήταν τεράστιος, και γι' αυτό μία μεγάλη τους εορτή είναι η "Χανουκά" που συμβολίζει τη διαχρονική τους αντίθεση στην ελληνικότητα και σε όσα εκείνη πρεσβεύει, είτε με τις προχριστιανικές δοξασίες της, είτε με την ελληνορθοδοξία, η οποία αποτελεί το απαύγασμα της προϊούσας ώσμωσης Ελληνισμού-χριστιανισμού μέσα από τη ζύμωση αιώνων.
Εν κατακλείδι, το Βυζάντιον αποτελεί το ελληνικό μεσαιωνικόν κράτος που συνιστά τον κρίκο συνδέσεως Αρχαίας και νεωτέρου Ελλάδος. Ήδη από τον 5ο μ.Χ αιώνα η Ελληνίς εξ Αθηνών Ευδοξία δίδει το στίγμα της φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας με το "Πανδιδακτήριον", και όχι μόνον. Η πάλη Ελλήνων και Γότθων για τον έλεγχο, επομένως και της φυσιογνωμίας του Βυζαντίου αποβαίνει υπέρ των πρώτων με ηγέτες τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αυρηλιανό. Γιατί η προϊστορία μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών άρχεται από εκείνη την εποχή. Αν επικρατούσαν οι Γότθοι, τότε η περιοχή της Ελλάδος και της εγγύς Ανατολής θα ήταν η σημερινή Γερμανία. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Ως υστερόγραφο να αναφέρω ότι ο όρος "Βυζαντινός" απαντάται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως και αναφέρεται σε βυζαντινά χειρόγραφα της εποχής. Αυτό, ως ανάμνηση του πρώτου οικιστού στην περιοχή του Βύζαντος του Μεγαρέως και της προγενεστέρου πόλεως του Βυζαντίου. Ένα ακόμη δείγμα της αδιασπάστου ελληνικής συνέχειας.
ΑΓΕΙ ΔΕ ΠΡΟΣ ΦΩΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΧΡΟΝΟΣ
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ; Α’ Μέρος: Το όνομα «Ρωμαίος»
Σχόλιο istorias-alitheia: Ένα πολύ ωραίο άρθρο από τον CTAVPAETO που δημοσιεύτηκε στην σελίδα του facebook "Eastern Roman Empire - The Greek Empire:
Ο προσδιορισμός, στο σήμερα, μίας αποκλειστικής «επίσημης» ονομασίας για την μετά το 330 μ.Χ. αυτοκρατορία, που είχε ως πρωτεύουσα της την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εγχείρημα, και εν πάσει περιπτώσει, παντελώς αδύνατον εάν επιχειρείται με βάση σημερινά «βεστφαλιανά» πρότυπα.
Αν και αναμφισβήτητα, οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν ότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, αδιάκοπα, από το 27 π.Χ. έως το 1453 μ.Χ., είναι εξίσου σαφές και πασιφανές ότι η ταυτότητα του «Ρωμαίου» άλλαξε πολλάκις και με δραματικό τρόπο μέσα στο διάβα τόσων αιώνων. Δεν μπορεί να εννοηθεί, λόγου χάρη, ότι ένας «Ρωμαίος» κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 10ο ή ακόμα και τον 6ο αιώνα μ.Χ., δεν έχει καμμία διαφορά από έναν Ρωμαίο πολίτη του 1ου αιώνα μ.Χ.
Από τον 1ο έως τον 5ο και από τον 6ο έως τον 12ο αιώνα, αλλάζει δραματικά, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, αλλά επίσης τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται Ρωμαίοι. Είναι τουλάχιστον αφελές να το αρνείται αυτό κάποιος που μελετά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή ιστορία σήμερα.
Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα εξηγήσουμε πώς παρ’ όλες τις πολλαπλές και διαδοχικές μεταλλάξεις που δέχθηκε η ονομασία «Ρωμαίος» στο διάβα των αιώνων, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε και δεν χάθηκε, δεν αλλοιώθηκε ή εξαφανίστηκε ήταν το ελληνικό έθνος. Μετά την κατάκτηση της κυρίως Ελλάδας το 146 π.Χ. και την ακόλουθη κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής και της Αιγύπτου, το ελληνικό έθνος που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαπλωθεί ως τη Βακτρία και την Ινδία, δεν χάθηκε. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν «εκρωμαΐστηκαν», ούτε «εκβυζαντινίστηκαν» σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Βέβαια, προφανώς εκχριστιανίστηκαν αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ένα άλλο κεφάλαιο. Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ήταν η Ρώμη που εξελληνίστηκε σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες διατήρησαν τη γλώσσα, την αυτοσυνειδησία τους και προφανώς, την φυσική κληρονομική τους συνέχεια, αδιάκοπα από το 146 π.Χ. έως και το 1453. Το πώς αποκαλούσαν εαυτούς, καθώς και το γεγονός ότι η αρχαία ονομασία «Έλλην» ταυτίστηκε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα με τον ειδωλολάτρη, δεν επηρέασε ποτέ την γνώση και συνείδηση της ακριβούς ελληνικής καταγωγής τους. Εάν, δε, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνικού έθνους στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μετέπειτα στην βυζαντινή συνέχειά του, αυτό είναι επίσης μέγα ιστορικό λάθος. Πρόκειται για λάθος ή συνειδητή διαστρέβλωση και παραχάραξη της Ιστορίας, η οποία εξυπηρετεί σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς σημερινών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «σύγχρονη, νεώτερη επιστημονική άποψη» δεν είναι καθόλου νέα, αλλά μάλλον παμπάλαια, αφού οι ρίζες τις βρίσκονται στον 16ο αιώνα και δυτικούς ιστορικούς της νεώτερης εποχής.
Έτσι στο παρελθόν δυτικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνικό Βυζάντιο (ο Γερμανός Ιερώνυμος Βολφ εφηύρε τον 16ο αιώνα την ορολογία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» για να την ξεχωρίσει από την αρχαία Ρώμη, ως διάδοχοι της οποίας ήθελαν να παρουσιάζονται οι Γερμανοί) και άλλοι την ίδια την ελληνικότητά του Βυζαντίου (ο Φαλμεράυερ πολύ επιπόλαια και αυθαίρετα διατύπωσε, στα μέσα του 19ου αιώνα, τον εντελώς αυθαίρετο και αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι Αβαρικές και Σλαβικές επιδρομές στην κυρίως Ελλάδα, στα χρόνια του μεσαίωνα, εξαφάνισαν εντελώς κάθε ίχνος Ελλήνων στην γεωγραφική περιοχή, άρα κατέληξε στον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι, ήδη από τον 7ο αιώνα και μετά… δεν υπάρχει πλέον ελληνικό έθνος). Σήμερα όμως, συμβαίνει το εξής παράδοξο: σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί και άλλοι μελετητές, ενώ έρχονται να διορθώσουν το λάθος του Ι. Βολφ και με σθένος διακηρύττουν ότι δεν ονομαζόταν ποτέ «βυζαντινή» αλλά παρέμεινε πάντα ρωμαϊκή η Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453, παρόλα αυτά έχουν αναβιώσει τα ψεύδη του Φαλμεράυερ, αφού αμφισβητούν ευθέως την ελληνικότητα, αυτού του ιστορικού γεγονότος και φαινομένου, που καλώς ή κακώς είναι γνωστό πλέον ακαδημαϊκά σε όλον τον κόσμο ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που καθιστούν δυσνόητη και αντιφατική, με βάση τις σημερινές πολιτικές έννοιες, την ονομασία «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» για το κράτος που είχε πλέον την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και η προσθήκη του επιθέτου «Ανατολική» στην αρχή δεν διορθώνει αυτό το πρόβλημα κατανόησης της μακροβιότερης και πιο συγκλονιστικής αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο διάβα των αιώνων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, η έννοια Ρωμαίος από εθνική-πολιτική μετεξελίχθηκε σε μόνο πολιτική και μετά αργά και σταδιακά ξανά σε πολιτική-εθνική. Η αδυναμία διάκρισης και πολλές φορές η παντελής άγνοια αυτών των ενδιάμεσων σταθμών, τους οποίους αναλύουμε αμέσως παρακάτω, προκαλεί προβλήματα στην κατανόηση από έναν σημερινό μελετητή. Η δεύτερη αιτία που κάνει πολλούς να «σκοντάφτουν», είναι ότι στο τελευταίο στάδιο μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος - όταν δηλαδή σταδιακά μετατρέπεται ξανά σε πολιτική-εθνική - αυτή τη φορά υποδηλώνει ένα άλλο έθνος από το αρχικό, δηλαδή όχι πλέον το αρχαίο λατινικό, αλλά το ελληνικό!
Ας δούμε λοιπόν αυτά τα στάδια μετεξέλιξης-μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος. Πρώτον και κύριον, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, η αρχαία πόλη-κράτος της Ρώμης από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή μετεξελίσσεται συνεχώς. Αρχικά είναι μία ακόμη πόλη-κράτος της Ιταλίας - κατά το παράδειγμα των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι δυνατή και συνεχώς επεκτείνεται, αλλά δεν παύει να είναι μία πόλη-κράτος. Στη φάση λοιπόν αυτή, η ιδιότητα του Ρωμαίου περιέχει εκτός από τον πολιτικό και σαφέστατο εθνικό προσδιορισμό. Δηλαδή εθνικό προσδιορισμό, όχι με την σύγχρονη εθνο-κρατική νομικίστικη έννοια, αλλά με τα δεδομένα της αρχαιότητας, δηλαδή την καταγωγή (το ομόαιμον), τη γλώσσα και τη θρησκεία. Έτσι, ο Ρωμαίος πολίτης, είναι απαραίτητα και Λατίνος. Δεν μπορεί να είναι Γαλάτης ή Έλληνας. Σαφώς η Ρώμη άρχισε πολύ νωρίς να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τους γειτονικούς της Σαβίνους, Σαμνίτες, Ετρούσκους και άλλους. Σε αυτούς έδωσε κατώτερη ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη, με όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτό της ψήφου (civitas sine suffragio), και αυτοί όμως αφομοιώθηκαν στην βάση του πρώιμου λατινικού-ρωμαϊκού έθνους.
Αυτή, λοιπόν, η αρχαία ρωμαϊκή ταυτότητα, παθαίνει την πρώτη μετεξέλιξή της όταν η Ρώμη από πόλη-κράτος έγινε αυτό που σήμερα αποκαλείται «κοσμόπολη». Όταν δηλαδή έγινε αυτοκρατορία και άρχισε να παραχωρεί το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλο και περισσότερους υπηκόους εκτός των ορίων της πόλης και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. Έτσι μπορεί κάποιος να είχε γεννηθεί και να ζούσε σε μια πόλη της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να ήταν Ρωμαίος πολίτης. Με αυτόν τον τρόπο επεκτάθηκε η Ρώμη και μόνο έτσι μπορούσε κάποιος να αποκαλείται Ρωμαίος. Γιατί αν κάποιος είχε γεννηθεί, ας πούμε, στις Συρακούσες ή στη Μασσαλία αλλά δεν είχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωμαίος. Θα αποκαλούταν Συρακούσιος ή Μασσαλιώτης. Ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας, πλήρωνε φόρους, αλλά δεν αποκαλούταν Ρωμαίος. Με το διάβα του χρόνου βέβαια και κυρίως χάρη στην κληρονομικότητα, όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιδιότητα.
Έτσι φθάνουμε στο 212 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Καρακάλλα με έδικτό του, γνωστή επισήμως ως Constitutio Antoniniana, παραχώρησε σε όλους τους ελεύθερους άνδρες της αυτοκρατορίας την πλήρη ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, και σε όλες τις ελεύθερες γυναίκες τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που είχαν οι Ρωμαίες της εποχής εκείνης. Από τότε λοιπόν και μέχρι το 1453, όποιος ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να αποκαλείται Ρωμαίος. Μετά και την έδικτο του Καρακάλλα, μπορεί να ειπωθεί ότι η Ρώμη είχε πλέον μετεξελιχθεί πλήρως σε μία «κοσμόπολη», αφού τα όρια της ξεπερνούσαν τα τείχη της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου και περιέκλειαν ολόκληρη την «οικουμένη» του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος ήταν κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικό ποσοστό του, κτήση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αμέσως, όμως, καθίσταται σαφές, ότι κατά το διάστημα αυτής της μετάλλαξης, η αρχαία πολεο-κρατική ρωμαϊκή ιδιότητα που δήλωνε ξεκάθαρα το λατινικό έθνος, δεν έχει πλέον κανέναν εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορεί πλέον να έχει παρά μόνο πολιτικό. Διότι, ένας Ισπανός, ένας Γαλάτης, ένας Έλληνας, ένας Σύριος, ένας Αιγύπτιος κ.ο.κ., παρότι με την έδικτο του Καρακάλλα εν μιά νυκτί ονομάστηκε Ρωμαίος, δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, δεν άλλαξε ξαφνικά και ως δια μαγείας η εθνική του καταγωγή, η γλώσσα του, η παράδοσή του και όλη η εν γένει εθνική καταβολή του. Το ίδιο ίσχυσε και για τους απογόνους αυτών. Από το 212 μ.Χ. και μετά η ονομασία «Ρωμαίος» προσδιόριζε απλώς την πολιτική ταυτότητα, την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-κοσμόπολης-οικουμένης.
Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονόμασε την πόλη σε Νέα Ρώμη, σημειολογικά και, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά για να επιδείξει στον κόσμο ότι η νέα πρωτεύουσα είναι αδιάρρηκτη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. Την αδιάρρηκτη αυτή συνέχεια κράτησαν και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έως και το 1453, και αυτήν την συνέχεια τόνιζαν συνεχώς και για τον ρωμαϊκό τίτλο και την πρωτοκαθεδρία που αυτός συνεπάγετο, στον τότε γνωστό κόσμο, ήρθαν σε διπλωματική ρήξη πολύ νωρίς με την Εκκλησία της Ρώμης αρχικά και τους Γερμανούς, αργότερα.
Στην ιστορική επιστήμη αποτελεί καθολικά αποδεκτό κανόνα το αξίωμα ότι η αλλαγή στην Ιστορία επέρχεται μέσω του πολέμου. Ο πόλεμος είναι το ιστορικό εκείνο γεγονός και φαινόμενο, το οποίο γκρεμίζει κάτι το παλιό και κτίζει κάτι το καινούριο, είναι ταυτόχρονα «ληξιαρχική πράξη» θανάτου και γέννησης. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι αρχαίες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων και Αιγυπτίων καταλύθηκαν από την Περσική, η Περσική από την ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνικά βασίλεια από τη Ρώμη.
Έτσι πολλοί σήμερα παραβλέπουν και υποβιβάζουν το γεγονός της μετάλλαξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνική το 330 μ.Χ., βασιζόμενοι στο γεγονός ότι, εξωτερικά και τυπικά, στην αυτοκρατορία δεν άλλαξε κάτι παραπάνω από την πρωτεύουσά της και τη θρησκεία της. Έτσι όμως παραγνωρίζεται η ουσία ενός ιστορικού γεγονότος. Γιατί, αυτό που σήμερα αγνοούν ή αποσιωπούν πολλοί μελετητές της Ιστορίας, είναι ότι η πράξη του Κωνσταντίνου δεν άλλαξε απλώς το γεωγραφικό κέντρο μιας αυτοκρατορίας που εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκή. Εξάλλου οτιδήποτε σχετίζεται με την άνοδο και εδραίωση του ίδιου του Κωνσταντίνου στην εξουσία κάθε άλλο παρά ειρηνικό ήταν! Η περίοδος από τον Διοκλητιανό έως τον Κωνσταντίνο είναι μια συνεχών και σκληρών εμφυλίων πολέμων. Ορίστε λοιπόν, που ούτε αυτή η κομβικής ιστορικής σημασίας αλλαγή έγινε ειρηνικά, άρα και το γνωστό ρητό του Ηρακλείτου (πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί), εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται. Με την μεταφορά, λοιπόν, του κέντρου της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μια αρχαία ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, άλλαξε ριζικά και οριστικά η ίδια η φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας.
Έτσι ενώ το κράτος εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκό, με επίσημη γλώσσα της εξουσίας τα λατινικά και με απευθείας πολιτική καταγωγή από τους αρχαίους Ρωμαίους, το κέντρο της αυτοκρατορίας είναι πλέον ελληνικό. Άλλωστε η ίδια η Ρώμη δεν ήταν ποτέ έθνος-κράτος με την σημερινή έννοια. Ήταν μία πόλη-κράτος που έγινε κοσμόπολη. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε, η νέα κοσμόπολη έγινε το Βυζάντιο, η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη. Και αυτή ήταν αναφανδόν ελληνική. Στην Ανατολή, δεν κυριαρχεί μόνο «ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα» εξωτερικά, επιδερμικά και ουδέτερα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σήμερα. Η Ανατολή, στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή, κατοικείτο κατά πλειοψηφία από ελληνικούς πληθυσμούς. Εκτός, από την κυρίως Ελλάδα, την Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, όπου είναι αυτονόητο ότι κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες, στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ζούσαν επίσης ελληνικοί πληθυσμοί, απευθείας απόγονοι των αποίκων της εποχής του Αλεξάνδρου, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς λαοί είναι περισσότερο ή λιγότεροι εξελληνισμένοι. Άρα μιλάμε για μια Ανατολή, η οποία τον 4ο αιώνα μ.Χ. δεν είναι μόνο εξωτερικά, επιδερμικά, «κατ’ όνομα» ελληνική - είναι βαθιά στη φύση της ελληνική.
Πέραν, όμως, της πολιτικής χροιάς που έχει πλέον το όνομα Ρωμαίος κατά τον 4ο αιώνα και το γεγονός ότι δεν επηρεάζει, ούτε αλλοιώνει την οποιαδήποτε συνείδηση εθνικής καταγωγής των «Ρωμαίων», υπάρχει κι ένα άλλο δεδομένο, που αφορά την αναφανδόν ελληνική ταυτότητα της Ανατολής και την ανέκαθεν διαφορετική ταυτότητά της από τη Δύση. Στην επίσημη ιστοριογραφία θεωρείται ως σταθμός η απόφαση του Διοκλητιανού να καθιερώσει την αρχή της τετραρχίας. Από πολλούς μελετητές αυτό εκλαμβάνεται ως η απαρχή και η καταδίκη του διαχωρισμού δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έμελλε να επέλθει οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Γιατί, στ’ αλήθεια, η Δύση και η Ανατολή ήταν ήδη δύο διαφορετικοί κόσμοι πολύ πριν την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή η Ρώμη κατέκτησε και απλώς διοικούσε έναν κόσμο ελληνικό. Μια ελληνική οικουμένη που είχε καθιερωθεί ως τέτοια ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, των ελληνιστικών χρόνων. Στην Ανατολή, η Ρώμη δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι, δεν μπορούσε να «εκρωμαΐσει» τίποτα. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η Ρώμη που τελικά κατακτήθηκε από τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ομολογήσει και ο ποιητής Οράτιος. Ήταν η Ρώμη η οποία χρειάστηκε να εξελληνιστεί, εν μέρει, για να μπορέσει να διατελέσει επιτυχώς τον ηγετικό της αυτοκρατορικό ρόλο σε έναν κόσμο, όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος και φύσει κυριαρχούσε. Στη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί η Ρώμη έπρεπε να εκπολιτίσει βαρβάρους. Αυτός ο εκπολιτισμός της βάρβαρης Δύσης δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε απόλυτο βαθμό στους λίγους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Έτσι η Δύση έμεινε πάντα κατώτερη πολιτισμικά ενώ η Ανατολή ξεχώριζε ως ένας άλλος, ανώτερος κόσμος, ήδη από τον 1ο αιώνα.
Με πιο απλά λόγια, ενώ η Δύση ήταν εξ αρχής αποκλειστικά ρωμαϊκή, η Ανατολή ήταν πάλι εξ αρχής, αποκλειστικά ελληνική, απλώς υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ρωμαϊκούς νόμους. Έτσι όταν οι δύο αυτοί διαφορετικοί πόλοι του ρωμαϊκού κόσμου χωρίστηκαν οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα, δεν γεννήθηκε κάτι από το μηδέν, δεν προέκυψε κάποια σημαντική διαφορά που δεν προϋπήρχε μεταξύ των δύο αυτών κόσμων. Η Ανατολή συνέχισε να είναι ένας ελληνικός κόσμος, ενώ η ελλιπώς εκπολιτισμένη Δύση υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές και εισήλθε σε μία παρατεταμένη «σκοτεινή», όπως σωστά έχει αποκληθεί, περίοδο από την οποία θα εξερχόταν αρκετούς αιώνες αργότερα. Έτσι είναι η Δύση εκείνη μόνο που έπεσε στον «σκοτεινό Μεσαίωνα» και όχι η ελληνική Ανατολή.
Ερχόμαστε λοιπόν, στην χρονολογία-σταθμό του 476 μ.Χ. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης, ο δεκαπενταετής Ρωμύλος Αυγουστύλος ανατράπηκε από τον βαρβαρικής καταγωγής Οδόακρο. Η ιταλική χερσόνησος είχε εν τω μεταξύ ήδη κατακτηθεί από τους Γότθους, επομένως τα εδάφη της επίσημης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πλέον περιορίζονται και ταυτίζονται με την Ανατολική Μεσόγειο, με τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. Το 476 συμβαίνει, επομένως, το εξής κομβικό ιστορικό αποτέλεσμα. Η ονομασία «Ρωμαίος» αρχίζει σταδιακά και εκ των πραγμάτων να σημαίνει τον Έλληνα και την ελληνική εθνική ταυτότητα και καταγωγή. Όταν, δηλαδή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, όλοι όσοι αποκαλούνται Ρωμαίοι, είναι πλέον είτε Έλληνες, είτε εξελληνισμένα φύλα της Μικράς Ασίας, ενώ ελάχιστοι μη-ελληνικοί πληθυσμοί (κάποιες μειονότητες στα δυτικά και βόρεια Βαλκάνια και οι Αρμένιοι στην Ανατολή) απομένουν πλέον στα όρια της αυτοκρατορίας, ποιος άλλος μπορεί να είναι Ρωμαίος αν όχι ο Έλληνας; Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, τόσο από το πώς αυτοαποκαλούνται οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και από το πώς τους προσδιορίζουν οι ξένοι, δηλαδή οι Δυτικοί, οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι λοιποί. Έτσι, εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σταδιακά και ολοένα περισσότερο, οι μη-Έλληνες αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τους «γνήσιους Ρωμαίους» Έλληνες. Αλλά το πώς ακριβώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
CTAVPAETOC
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
https://www.facebook.com/thegreekempire ... 51/?type=1
http://istorias-alitheia.blogspot.gr
Σχόλιο istorias-alitheia: Ένα πολύ ωραίο άρθρο από τον CTAVPAETO που δημοσιεύτηκε στην σελίδα του facebook "Eastern Roman Empire - The Greek Empire:
Ο προσδιορισμός, στο σήμερα, μίας αποκλειστικής «επίσημης» ονομασίας για την μετά το 330 μ.Χ. αυτοκρατορία, που είχε ως πρωτεύουσα της την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εγχείρημα, και εν πάσει περιπτώσει, παντελώς αδύνατον εάν επιχειρείται με βάση σημερινά «βεστφαλιανά» πρότυπα.
Αν και αναμφισβήτητα, οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν ότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, αδιάκοπα, από το 27 π.Χ. έως το 1453 μ.Χ., είναι εξίσου σαφές και πασιφανές ότι η ταυτότητα του «Ρωμαίου» άλλαξε πολλάκις και με δραματικό τρόπο μέσα στο διάβα τόσων αιώνων. Δεν μπορεί να εννοηθεί, λόγου χάρη, ότι ένας «Ρωμαίος» κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 10ο ή ακόμα και τον 6ο αιώνα μ.Χ., δεν έχει καμμία διαφορά από έναν Ρωμαίο πολίτη του 1ου αιώνα μ.Χ.
Από τον 1ο έως τον 5ο και από τον 6ο έως τον 12ο αιώνα, αλλάζει δραματικά, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, αλλά επίσης τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται Ρωμαίοι. Είναι τουλάχιστον αφελές να το αρνείται αυτό κάποιος που μελετά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή ιστορία σήμερα.
Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα εξηγήσουμε πώς παρ’ όλες τις πολλαπλές και διαδοχικές μεταλλάξεις που δέχθηκε η ονομασία «Ρωμαίος» στο διάβα των αιώνων, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε και δεν χάθηκε, δεν αλλοιώθηκε ή εξαφανίστηκε ήταν το ελληνικό έθνος. Μετά την κατάκτηση της κυρίως Ελλάδας το 146 π.Χ. και την ακόλουθη κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής και της Αιγύπτου, το ελληνικό έθνος που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαπλωθεί ως τη Βακτρία και την Ινδία, δεν χάθηκε. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν «εκρωμαΐστηκαν», ούτε «εκβυζαντινίστηκαν» σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Βέβαια, προφανώς εκχριστιανίστηκαν αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ένα άλλο κεφάλαιο. Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ήταν η Ρώμη που εξελληνίστηκε σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες διατήρησαν τη γλώσσα, την αυτοσυνειδησία τους και προφανώς, την φυσική κληρονομική τους συνέχεια, αδιάκοπα από το 146 π.Χ. έως και το 1453. Το πώς αποκαλούσαν εαυτούς, καθώς και το γεγονός ότι η αρχαία ονομασία «Έλλην» ταυτίστηκε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα με τον ειδωλολάτρη, δεν επηρέασε ποτέ την γνώση και συνείδηση της ακριβούς ελληνικής καταγωγής τους. Εάν, δε, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνικού έθνους στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μετέπειτα στην βυζαντινή συνέχειά του, αυτό είναι επίσης μέγα ιστορικό λάθος. Πρόκειται για λάθος ή συνειδητή διαστρέβλωση και παραχάραξη της Ιστορίας, η οποία εξυπηρετεί σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς σημερινών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «σύγχρονη, νεώτερη επιστημονική άποψη» δεν είναι καθόλου νέα, αλλά μάλλον παμπάλαια, αφού οι ρίζες τις βρίσκονται στον 16ο αιώνα και δυτικούς ιστορικούς της νεώτερης εποχής.
Έτσι στο παρελθόν δυτικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνικό Βυζάντιο (ο Γερμανός Ιερώνυμος Βολφ εφηύρε τον 16ο αιώνα την ορολογία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» για να την ξεχωρίσει από την αρχαία Ρώμη, ως διάδοχοι της οποίας ήθελαν να παρουσιάζονται οι Γερμανοί) και άλλοι την ίδια την ελληνικότητά του Βυζαντίου (ο Φαλμεράυερ πολύ επιπόλαια και αυθαίρετα διατύπωσε, στα μέσα του 19ου αιώνα, τον εντελώς αυθαίρετο και αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι Αβαρικές και Σλαβικές επιδρομές στην κυρίως Ελλάδα, στα χρόνια του μεσαίωνα, εξαφάνισαν εντελώς κάθε ίχνος Ελλήνων στην γεωγραφική περιοχή, άρα κατέληξε στον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι, ήδη από τον 7ο αιώνα και μετά… δεν υπάρχει πλέον ελληνικό έθνος). Σήμερα όμως, συμβαίνει το εξής παράδοξο: σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί και άλλοι μελετητές, ενώ έρχονται να διορθώσουν το λάθος του Ι. Βολφ και με σθένος διακηρύττουν ότι δεν ονομαζόταν ποτέ «βυζαντινή» αλλά παρέμεινε πάντα ρωμαϊκή η Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453, παρόλα αυτά έχουν αναβιώσει τα ψεύδη του Φαλμεράυερ, αφού αμφισβητούν ευθέως την ελληνικότητα, αυτού του ιστορικού γεγονότος και φαινομένου, που καλώς ή κακώς είναι γνωστό πλέον ακαδημαϊκά σε όλον τον κόσμο ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που καθιστούν δυσνόητη και αντιφατική, με βάση τις σημερινές πολιτικές έννοιες, την ονομασία «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» για το κράτος που είχε πλέον την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και η προσθήκη του επιθέτου «Ανατολική» στην αρχή δεν διορθώνει αυτό το πρόβλημα κατανόησης της μακροβιότερης και πιο συγκλονιστικής αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο διάβα των αιώνων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, η έννοια Ρωμαίος από εθνική-πολιτική μετεξελίχθηκε σε μόνο πολιτική και μετά αργά και σταδιακά ξανά σε πολιτική-εθνική. Η αδυναμία διάκρισης και πολλές φορές η παντελής άγνοια αυτών των ενδιάμεσων σταθμών, τους οποίους αναλύουμε αμέσως παρακάτω, προκαλεί προβλήματα στην κατανόηση από έναν σημερινό μελετητή. Η δεύτερη αιτία που κάνει πολλούς να «σκοντάφτουν», είναι ότι στο τελευταίο στάδιο μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος - όταν δηλαδή σταδιακά μετατρέπεται ξανά σε πολιτική-εθνική - αυτή τη φορά υποδηλώνει ένα άλλο έθνος από το αρχικό, δηλαδή όχι πλέον το αρχαίο λατινικό, αλλά το ελληνικό!
Ας δούμε λοιπόν αυτά τα στάδια μετεξέλιξης-μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος. Πρώτον και κύριον, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, η αρχαία πόλη-κράτος της Ρώμης από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή μετεξελίσσεται συνεχώς. Αρχικά είναι μία ακόμη πόλη-κράτος της Ιταλίας - κατά το παράδειγμα των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι δυνατή και συνεχώς επεκτείνεται, αλλά δεν παύει να είναι μία πόλη-κράτος. Στη φάση λοιπόν αυτή, η ιδιότητα του Ρωμαίου περιέχει εκτός από τον πολιτικό και σαφέστατο εθνικό προσδιορισμό. Δηλαδή εθνικό προσδιορισμό, όχι με την σύγχρονη εθνο-κρατική νομικίστικη έννοια, αλλά με τα δεδομένα της αρχαιότητας, δηλαδή την καταγωγή (το ομόαιμον), τη γλώσσα και τη θρησκεία. Έτσι, ο Ρωμαίος πολίτης, είναι απαραίτητα και Λατίνος. Δεν μπορεί να είναι Γαλάτης ή Έλληνας. Σαφώς η Ρώμη άρχισε πολύ νωρίς να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τους γειτονικούς της Σαβίνους, Σαμνίτες, Ετρούσκους και άλλους. Σε αυτούς έδωσε κατώτερη ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη, με όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτό της ψήφου (civitas sine suffragio), και αυτοί όμως αφομοιώθηκαν στην βάση του πρώιμου λατινικού-ρωμαϊκού έθνους.
Αυτή, λοιπόν, η αρχαία ρωμαϊκή ταυτότητα, παθαίνει την πρώτη μετεξέλιξή της όταν η Ρώμη από πόλη-κράτος έγινε αυτό που σήμερα αποκαλείται «κοσμόπολη». Όταν δηλαδή έγινε αυτοκρατορία και άρχισε να παραχωρεί το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλο και περισσότερους υπηκόους εκτός των ορίων της πόλης και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. Έτσι μπορεί κάποιος να είχε γεννηθεί και να ζούσε σε μια πόλη της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να ήταν Ρωμαίος πολίτης. Με αυτόν τον τρόπο επεκτάθηκε η Ρώμη και μόνο έτσι μπορούσε κάποιος να αποκαλείται Ρωμαίος. Γιατί αν κάποιος είχε γεννηθεί, ας πούμε, στις Συρακούσες ή στη Μασσαλία αλλά δεν είχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωμαίος. Θα αποκαλούταν Συρακούσιος ή Μασσαλιώτης. Ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας, πλήρωνε φόρους, αλλά δεν αποκαλούταν Ρωμαίος. Με το διάβα του χρόνου βέβαια και κυρίως χάρη στην κληρονομικότητα, όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιδιότητα.
Έτσι φθάνουμε στο 212 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Καρακάλλα με έδικτό του, γνωστή επισήμως ως Constitutio Antoniniana, παραχώρησε σε όλους τους ελεύθερους άνδρες της αυτοκρατορίας την πλήρη ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, και σε όλες τις ελεύθερες γυναίκες τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που είχαν οι Ρωμαίες της εποχής εκείνης. Από τότε λοιπόν και μέχρι το 1453, όποιος ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να αποκαλείται Ρωμαίος. Μετά και την έδικτο του Καρακάλλα, μπορεί να ειπωθεί ότι η Ρώμη είχε πλέον μετεξελιχθεί πλήρως σε μία «κοσμόπολη», αφού τα όρια της ξεπερνούσαν τα τείχη της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου και περιέκλειαν ολόκληρη την «οικουμένη» του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος ήταν κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικό ποσοστό του, κτήση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αμέσως, όμως, καθίσταται σαφές, ότι κατά το διάστημα αυτής της μετάλλαξης, η αρχαία πολεο-κρατική ρωμαϊκή ιδιότητα που δήλωνε ξεκάθαρα το λατινικό έθνος, δεν έχει πλέον κανέναν εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορεί πλέον να έχει παρά μόνο πολιτικό. Διότι, ένας Ισπανός, ένας Γαλάτης, ένας Έλληνας, ένας Σύριος, ένας Αιγύπτιος κ.ο.κ., παρότι με την έδικτο του Καρακάλλα εν μιά νυκτί ονομάστηκε Ρωμαίος, δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, δεν άλλαξε ξαφνικά και ως δια μαγείας η εθνική του καταγωγή, η γλώσσα του, η παράδοσή του και όλη η εν γένει εθνική καταβολή του. Το ίδιο ίσχυσε και για τους απογόνους αυτών. Από το 212 μ.Χ. και μετά η ονομασία «Ρωμαίος» προσδιόριζε απλώς την πολιτική ταυτότητα, την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-κοσμόπολης-οικουμένης.
Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονόμασε την πόλη σε Νέα Ρώμη, σημειολογικά και, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά για να επιδείξει στον κόσμο ότι η νέα πρωτεύουσα είναι αδιάρρηκτη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. Την αδιάρρηκτη αυτή συνέχεια κράτησαν και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έως και το 1453, και αυτήν την συνέχεια τόνιζαν συνεχώς και για τον ρωμαϊκό τίτλο και την πρωτοκαθεδρία που αυτός συνεπάγετο, στον τότε γνωστό κόσμο, ήρθαν σε διπλωματική ρήξη πολύ νωρίς με την Εκκλησία της Ρώμης αρχικά και τους Γερμανούς, αργότερα.
Στην ιστορική επιστήμη αποτελεί καθολικά αποδεκτό κανόνα το αξίωμα ότι η αλλαγή στην Ιστορία επέρχεται μέσω του πολέμου. Ο πόλεμος είναι το ιστορικό εκείνο γεγονός και φαινόμενο, το οποίο γκρεμίζει κάτι το παλιό και κτίζει κάτι το καινούριο, είναι ταυτόχρονα «ληξιαρχική πράξη» θανάτου και γέννησης. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι αρχαίες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων και Αιγυπτίων καταλύθηκαν από την Περσική, η Περσική από την ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνικά βασίλεια από τη Ρώμη.
Έτσι πολλοί σήμερα παραβλέπουν και υποβιβάζουν το γεγονός της μετάλλαξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνική το 330 μ.Χ., βασιζόμενοι στο γεγονός ότι, εξωτερικά και τυπικά, στην αυτοκρατορία δεν άλλαξε κάτι παραπάνω από την πρωτεύουσά της και τη θρησκεία της. Έτσι όμως παραγνωρίζεται η ουσία ενός ιστορικού γεγονότος. Γιατί, αυτό που σήμερα αγνοούν ή αποσιωπούν πολλοί μελετητές της Ιστορίας, είναι ότι η πράξη του Κωνσταντίνου δεν άλλαξε απλώς το γεωγραφικό κέντρο μιας αυτοκρατορίας που εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκή. Εξάλλου οτιδήποτε σχετίζεται με την άνοδο και εδραίωση του ίδιου του Κωνσταντίνου στην εξουσία κάθε άλλο παρά ειρηνικό ήταν! Η περίοδος από τον Διοκλητιανό έως τον Κωνσταντίνο είναι μια συνεχών και σκληρών εμφυλίων πολέμων. Ορίστε λοιπόν, που ούτε αυτή η κομβικής ιστορικής σημασίας αλλαγή έγινε ειρηνικά, άρα και το γνωστό ρητό του Ηρακλείτου (πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί), εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται. Με την μεταφορά, λοιπόν, του κέντρου της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μια αρχαία ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, άλλαξε ριζικά και οριστικά η ίδια η φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας.
Έτσι ενώ το κράτος εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκό, με επίσημη γλώσσα της εξουσίας τα λατινικά και με απευθείας πολιτική καταγωγή από τους αρχαίους Ρωμαίους, το κέντρο της αυτοκρατορίας είναι πλέον ελληνικό. Άλλωστε η ίδια η Ρώμη δεν ήταν ποτέ έθνος-κράτος με την σημερινή έννοια. Ήταν μία πόλη-κράτος που έγινε κοσμόπολη. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε, η νέα κοσμόπολη έγινε το Βυζάντιο, η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη. Και αυτή ήταν αναφανδόν ελληνική. Στην Ανατολή, δεν κυριαρχεί μόνο «ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα» εξωτερικά, επιδερμικά και ουδέτερα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σήμερα. Η Ανατολή, στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή, κατοικείτο κατά πλειοψηφία από ελληνικούς πληθυσμούς. Εκτός, από την κυρίως Ελλάδα, την Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, όπου είναι αυτονόητο ότι κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες, στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ζούσαν επίσης ελληνικοί πληθυσμοί, απευθείας απόγονοι των αποίκων της εποχής του Αλεξάνδρου, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς λαοί είναι περισσότερο ή λιγότεροι εξελληνισμένοι. Άρα μιλάμε για μια Ανατολή, η οποία τον 4ο αιώνα μ.Χ. δεν είναι μόνο εξωτερικά, επιδερμικά, «κατ’ όνομα» ελληνική - είναι βαθιά στη φύση της ελληνική.
Πέραν, όμως, της πολιτικής χροιάς που έχει πλέον το όνομα Ρωμαίος κατά τον 4ο αιώνα και το γεγονός ότι δεν επηρεάζει, ούτε αλλοιώνει την οποιαδήποτε συνείδηση εθνικής καταγωγής των «Ρωμαίων», υπάρχει κι ένα άλλο δεδομένο, που αφορά την αναφανδόν ελληνική ταυτότητα της Ανατολής και την ανέκαθεν διαφορετική ταυτότητά της από τη Δύση. Στην επίσημη ιστοριογραφία θεωρείται ως σταθμός η απόφαση του Διοκλητιανού να καθιερώσει την αρχή της τετραρχίας. Από πολλούς μελετητές αυτό εκλαμβάνεται ως η απαρχή και η καταδίκη του διαχωρισμού δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έμελλε να επέλθει οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Γιατί, στ’ αλήθεια, η Δύση και η Ανατολή ήταν ήδη δύο διαφορετικοί κόσμοι πολύ πριν την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή η Ρώμη κατέκτησε και απλώς διοικούσε έναν κόσμο ελληνικό. Μια ελληνική οικουμένη που είχε καθιερωθεί ως τέτοια ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, των ελληνιστικών χρόνων. Στην Ανατολή, η Ρώμη δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι, δεν μπορούσε να «εκρωμαΐσει» τίποτα. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η Ρώμη που τελικά κατακτήθηκε από τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ομολογήσει και ο ποιητής Οράτιος. Ήταν η Ρώμη η οποία χρειάστηκε να εξελληνιστεί, εν μέρει, για να μπορέσει να διατελέσει επιτυχώς τον ηγετικό της αυτοκρατορικό ρόλο σε έναν κόσμο, όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος και φύσει κυριαρχούσε. Στη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί η Ρώμη έπρεπε να εκπολιτίσει βαρβάρους. Αυτός ο εκπολιτισμός της βάρβαρης Δύσης δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε απόλυτο βαθμό στους λίγους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Έτσι η Δύση έμεινε πάντα κατώτερη πολιτισμικά ενώ η Ανατολή ξεχώριζε ως ένας άλλος, ανώτερος κόσμος, ήδη από τον 1ο αιώνα.
Με πιο απλά λόγια, ενώ η Δύση ήταν εξ αρχής αποκλειστικά ρωμαϊκή, η Ανατολή ήταν πάλι εξ αρχής, αποκλειστικά ελληνική, απλώς υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ρωμαϊκούς νόμους. Έτσι όταν οι δύο αυτοί διαφορετικοί πόλοι του ρωμαϊκού κόσμου χωρίστηκαν οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα, δεν γεννήθηκε κάτι από το μηδέν, δεν προέκυψε κάποια σημαντική διαφορά που δεν προϋπήρχε μεταξύ των δύο αυτών κόσμων. Η Ανατολή συνέχισε να είναι ένας ελληνικός κόσμος, ενώ η ελλιπώς εκπολιτισμένη Δύση υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές και εισήλθε σε μία παρατεταμένη «σκοτεινή», όπως σωστά έχει αποκληθεί, περίοδο από την οποία θα εξερχόταν αρκετούς αιώνες αργότερα. Έτσι είναι η Δύση εκείνη μόνο που έπεσε στον «σκοτεινό Μεσαίωνα» και όχι η ελληνική Ανατολή.
Ερχόμαστε λοιπόν, στην χρονολογία-σταθμό του 476 μ.Χ. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης, ο δεκαπενταετής Ρωμύλος Αυγουστύλος ανατράπηκε από τον βαρβαρικής καταγωγής Οδόακρο. Η ιταλική χερσόνησος είχε εν τω μεταξύ ήδη κατακτηθεί από τους Γότθους, επομένως τα εδάφη της επίσημης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πλέον περιορίζονται και ταυτίζονται με την Ανατολική Μεσόγειο, με τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. Το 476 συμβαίνει, επομένως, το εξής κομβικό ιστορικό αποτέλεσμα. Η ονομασία «Ρωμαίος» αρχίζει σταδιακά και εκ των πραγμάτων να σημαίνει τον Έλληνα και την ελληνική εθνική ταυτότητα και καταγωγή. Όταν, δηλαδή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, όλοι όσοι αποκαλούνται Ρωμαίοι, είναι πλέον είτε Έλληνες, είτε εξελληνισμένα φύλα της Μικράς Ασίας, ενώ ελάχιστοι μη-ελληνικοί πληθυσμοί (κάποιες μειονότητες στα δυτικά και βόρεια Βαλκάνια και οι Αρμένιοι στην Ανατολή) απομένουν πλέον στα όρια της αυτοκρατορίας, ποιος άλλος μπορεί να είναι Ρωμαίος αν όχι ο Έλληνας; Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, τόσο από το πώς αυτοαποκαλούνται οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και από το πώς τους προσδιορίζουν οι ξένοι, δηλαδή οι Δυτικοί, οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι λοιποί. Έτσι, εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σταδιακά και ολοένα περισσότερο, οι μη-Έλληνες αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τους «γνήσιους Ρωμαίους» Έλληνες. Αλλά το πώς ακριβώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
CTAVPAETOC
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
https://www.facebook.com/thegreekempire ... 51/?type=1
http://istorias-alitheia.blogspot.gr
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- ArELa
- Founder-Administrator
- Δημοσιεύσεις: 66942
- Εγγραφή: Κυρ 15 Απρ 2007, 01:29
- Irc ψευδώνυμο: ArELa
- Φύλο: Γυναίκα
- Έδωσε Likes: 1879 φορές
- Έλαβε Likes: 2770 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Συνέχισέ το! Χρειάζεται αυτό στα ΙΔΕΟ.
(θα γίνει πυρομαχικό επιχειρηματολογίας για πολλούς σαν την ταπεινότητά μου)
.
Δεν περιμένω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα,
δεν καταλαβαίνω τίποτα, είμαι ξανθιά κι ελεύθερη...
τα κανάλια μου /my channels:
στο vasoula2908 και στο vasoula2908asteria
στο Βrighteon,
στο Bitchute
στο Rumble
Δεν περιμένω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα,
δεν καταλαβαίνω τίποτα, είμαι ξανθιά κι ελεύθερη...
τα κανάλια μου /my channels:
στο vasoula2908 και στο vasoula2908asteria
στο Βrighteon,
στο Bitchute
στο Rumble
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Το θεμα ειναι πως οριζουμε τον Ελληνισμο σε επιπεδο κοσμοαντιλήψεως. Η καινοτομια του Ελληνισμου ειναι το να μην δεχομαστε κατι που ειπε καποιος μαγκας (μονο και μονο γιατι το ειπε και ειναι μαγκας) χωρις απόδειξη. Ο Ελληνισμος δηλαδη εδραίωσε την κριτικη σκέψη. Πως μπορει λοιπον μια χριστιανικη αυτοκρατορία, που ο χριστινισμος υποτιθεται πως ειναι μια εξ αποκαλυψεως αληθεια που αν δεν ακολουθεις κατα γράμμα τα οσα λεει (τα οποια ειναι σωστα απλα και μονο γιατι τα λεει και γράφτηκαν σε καποιο αρχαιο βιβλιο), να εχει την οποιαδηποτε ουσιαστικη σχέση σε επίπεδο κοσμοθεάσεως με τον Ελληνισμο;
Εκτος αν ειναι να τον δεχτουμε ως περιοδο παρακμης του Ελληνισμου οπότε πάω πάσο. Οχι ομως να ειμαι και περήφανος για το βυζάντιο μην τρελαθουμε.
Εκτος αν ειναι να τον δεχτουμε ως περιοδο παρακμης του Ελληνισμου οπότε πάω πάσο. Οχι ομως να ειμαι και περήφανος για το βυζάντιο μην τρελαθουμε.
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Και δεν θελω να κανω καποια συγκριση με το δωδεκαθεο. Το δωδεκαθεο πλεον ειναι παρελθον και εκει πρεπε να μεινει. πλεον για μενα Ελληνισμος ειναι η επιστημη και μονον αυτη.
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ο γνωστός Φώτης. Να θυμίσω λοιπόν, ότι ο Ελληνισμός, ως υπεριστορική οντότης, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Ένα από αυτό είναι των μεσαιωνικών χρόνων μέσα την ύστερη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία μετασχηματίζεται σε μεσαιωνική ελληνιστική για να καταλήξει σε ένα ελληνικό κράτος από τους Λασκαρήδες και μετά. Όποιος μένει προσκολλημένος στο δωδεκάθεο δεν είναι παρά φορέας εμμονικών συνδρόμων έναντι ενός συγκεκριμένου σταδίου εξελίξεως της ελληνικότητος.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ - ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ; Β’ Μέρος: Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης
Σχόλιο istorias-alitheia: Το 2ο μέρος της ανάλυσης για την βυζαντινή ταυτότητα
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα ήταν σωστό, στην ακαδημαϊκή ορολογία, να χωρίζεται, σε προ Μεγάλου Κωνσταντίνου και μετά το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ή αλλιώς, προ-Κωνσταντινουπόλεως και μετά-Κωνσταντινουπόλεως. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η διαφορά που επέφερε στην αυτοκρατορία η βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξε ουσιαστική και ριζική – και όχι μόνο όσον αφορά την καθιέρωση και εξάπλωση του Χριστιανισμού, αυτό αποτέλεσε μία μόνο από τις πολλές πτυχές της μοναδικής φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας. Η καθοριστική αλλαγή ήταν η ανάδειξη του ελληνικού στοιχείου της Ανατολής. Το αρχαίο Βυζάντιο, δεν ήταν απλώς ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι, δεν ήταν μόνο μια στρατηγική τοποθεσία μεταξύ Μεσογείου και Ευρασίας. Βρισκόταν ακριβώς στο γεωγραφικό κέντρο του αρχαίου ελληνιστικού κόσμου της Ανατολής. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου δεν ήταν μια ακόμα «ρωμαϊκή» πόλη, δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια νέα πρωτεύουσα, όπως τα Μεδιόλανα στη Δύση. Αναδείχθηκε από την πρώτη στιγμή, ήδη από το 330 μ.Χ., ως ελληνική πρωτεύουσα. Η πρώτη πανελλήνια πρωτεύουσα στην Ιστορία, η απόλυτη κοσμόπολη της ελληνικής οικουμένης - κάτι που ούτε ο Αλέξανδρος δεν είχε καταφέρει να κάνει στο παρελθόν.
Πολλά, θετικά και αρνητικά, αποδίδονται από ιστορικούς και διάφορους μελετητές στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μέγα. Ένα όμως παραμένει βέβαιο: ο άνθρωπος ήταν ένας μεγάλος οραματιστής και προικισμένος με μοναδική διορατικότητα. Επομένως, δεν έκανε καμία επιλογή τυχαία. Δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Σε πόλη, δηλαδή, ελληνική, στην αμέσως απέναντι ασιατική ακτή της Προποντίδας και μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την πόλη που έμελλε να πάρει το όνομά του. Εξάλλου, από την μεριά της μητέρας του ήταν κι ο ίδιος Έλληνας, αλλά είναι σαφές πως, εκτός του γεγονότος ότι η Ανατολή ήταν πολιτισμικά ανώτερη της Δύσης και άρα είχε καλλίτερες προϋποθέσεις να αντέξει τις βαρβαρικές επιδρομές, ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι η τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην καρδιά της ελληνική. Επομένως, άρμοζε σε έναν ελληνικό κόσμο να έχει και μια ελληνική πρωτεύουσα.
Ήδη, στο προηγούμενο κεφάλαιο, εξηγήσαμε ότι η ρωμαϊκή ταυτότητα των αυτοκρατορικών χρόνων, ήταν σαφώς πολιτική και δεν υπήρξε ποτέ εθνική. Στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες υπήρξε η πολιτική ταυτότητα πολλών διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στα όρια της αυτοκρατορίας ως υπήκοοι της παλαιάς ή της νέας Ρώμης. Στο διάβα, όμως, των αιώνων και όσο συρρικνώνεται η εδαφική έκταση της αυτοκρατορίας, βρίσκουμε όλο και λιγότερες διαφορετικές εθνότητες στα πλαίσια αυτής. Στη δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, οι Κέλτες και τα άλλα αρχαία φύλα που είχαν υποταχθεί από την αρχαία Ρώμη, έχασαν τη ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα, άρα και το όνομα «Ρωμαίος», όταν οι περιοχές τους κατακτήθηκαν από Γότθους, Βανδάλους και άλλα γερμανικά φύλα του Βορρά. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό, ότι μία ακραιφνώς ρωμαϊκή επαρχία της βόρειας Ιταλίας και μάλιστα με κύρια πόλη τα Μεδιόλανα, πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Δύσης των ύστερων χρόνων, βρέθηκε να ονομάζεται Λομβαρδία, από το γνωστό γερμανικό φύλο που εισέβαλε και εγκαταστάθηκε εκεί στα χρόνια της βαρβαρικής κατάκτησης της Δύσης.
Εκ των πραγμάτων, η Ανατολή και η Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται μοναδικοί και αποκλειστικοί διάδοχοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής πολιτικής ταυτότητας και του ρωμαϊκού ονόματος στους λεγόμενους Μέσους Χρόνους. Εδώ στην Ανατολή, όμως, η αυτοκρατορία είναι σαφώς περιορισμένη εδαφικά. Μέχρι και την εμφάνιση του Ισλάμ και την αραβική εξάπλωση του 7ου αιώνα, και με εξαίρεση τα εδάφη της Βόρειας Αφρικής και την βραχύβια ανάκτηση της Ιταλίας και της νότιας Ισπανίας, η αυτοκρατορία είναι περιορισμένη στο γεωγραφικό χώρο της χερσονήσου του Αίμου, της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Χώρες, οι οποίες είχαν υπάρξει όλες μέρη των ελληνιστικών βασιλείων της προ-ρωμαϊκής εποχής και των οποίων οι πληθυσμοί, ήταν είτε απευθείας απόγονοι των παλαιών Ελλήνων αποίκων, είτε γηγενείς αρχαίοι λαοί που είχαν γίνει κοινωνοί, μέτοχοι της ελληνικής οικουμένης.
Αρκετοί σημερινοί «ιστορικοί» αρνούνται την ύπαρξη του έθνους και της εθνικότητας πριν... τη Γαλλική Επανάσταση. Επί του παρόντος δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν τη γελοία άποψη, εξάλλου θεωρούμε περιττό και μάταιο να οφείλει κανείς συνεχώς να «απολογείται» και να «αποδεικνύει» τα αυτονόητα. Το αναφέρουμε ωστόσο, γιατί όσοι από αυτούς τους «μελετητές» ασχολούνται, δυστυχώς, με το Βυζάντιο, διατυπώνουν την ίδια άποψη για το ελληνικό έθνος. Αυτό όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και πρέπει να εξηγηθεί, διότι διαφορετικά προκαλεί σύγχυση στον σημερινό αναγνώστη είναι ότι οι Έλληνες της περιόδου εκείνης, υιοθέτησαν πλήρως το επίθετο «Ρωμαίος» και «ρωμαϊκός» για να δηλώσουν όχι απλώς την πολιτική τους ταυτότητα ως συνεχιστές της αρχαίας Ρώμης, αλλά και την ίδια την εθνική τους ταυτότητα και τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι η ελληνική ενδυμασία αποκαλείται «ρωμαϊκή» και η ελληνική γλώσσα το ίδιο. Μάλιστα, είναι γνωστό σήμερα ότι η συνήθεια-παράδοση αυτή συνεχίστηκε δια μέσου των χρόνων της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, ευρύτερα, στην ελληνική Ανατολή: οι υπόδουλοι Έλληνες αποκαλούνταν «Ρωμιοί», η ενδυμασία τους «ρωμέικη» και η γλώσσα τους «ρωμέικα». Παρατηρείται λοιπόν το εντυπωσιακό γεγονός ότι μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, από τον 5ο αιώνα και μέχρι και τις αρχές του 20ου, το όνομα «Ρωμαίος» και το επίθετο «ρωμαϊκός» έχει πλήρως οικειοποιηθεί και ενστερνιστεί από τους ίδιους τους Έλληνες ως δική τους αποκλειστικά εθνική ονομασία. Το πώς ακριβώς συνέβη αυτό κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο και φυσικά συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι και το 1922, οπότε συνέβη η ολοκληρωτική εξόντωση του εκτός Ελλάδος ελληνισμού, είναι δύσκολο να εξηγηθεί με σημερινούς όρους.
Κατ΄αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι ουδέποτε πριν το 1830 είχε υπάρξει ελληνικό κράτος με την ονομασία «Ελλάς». Τόσο κατά την ελληνική αρχαιότητα όσο και στα ρωμαϊκά χρόνια, κατ’ επέκταση και στα βυζαντινά, οι προσδιορισμοί ήταν πρωτίστως τοπικοί, γεωγραφικοί και δευτερευόντως εθνικοί. Πολλοί σημερινοί μελετητές, επιπόλαια κρίνοντας, νομίζουν ότι βρίσκουν σε αυτή τη λεπτομέρεια την «ανυπαρξία» ή «ασημαντότητα» του έθνους. Δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο: η αντίληψη αυτή είναι σαφής προβολή σημερινών προτύπων στο παρελθόν. Δηλαδή, επειδή τα έθνη σήμερα νοηματοδοτούνται εθνο-κρατοκεντρικά, δεν είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να μεταφέρει το ίδιο πολλούς αιώνες πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους της νεοτερικής εποχής. Τα έθνη υπήρχαν αλλά νοηματοδοτούνταν με διαφορετικό τρόπο πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ελληνικό έθνος ήταν "άστεγο", ότι δεν είχε δηλαδή το δικό του κράτος στο οποίο αποκλειστικά κατοικούσε. Για το ελληνικό έθνος στους Μέσους Χρόνους, αυτό το κράτος ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Και για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ελληνικό έθνος βρισκόταν ολόκληρο εντός των ορίων ενός κράτους, το οποίο κράτος περιέκλειε όλους τους γεωγραφικούς χώρους φυσικής και ιστορικής ύπαρξης του ελληνικού έθνους.
Κάτι άλλο, όμως επίσης αξιοσημείωτο, που συνέβαινε στον τότε ελληνικό κόσμο ήταν το εξής: ένας Αλεξανδρινός ή ένας Αντιοχεύς, δήλωνε την εθνική του ταυτότητα ακριβώς μέσω της τοπικής. Κάποιος δηλαδή ο οποίος ήταν Αλεξανδρινός ή Αντιοχεύς δεν είχε ανάγκη να εξηγήσει σε κάποιον τρίτο ότι ήταν Έλληνας, αφού η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια, ήταν πόλεις σαφώς ελληνικές: είχαν κτισθεί από Έλληνες και κατοικούνταν από Έλληνες. Επιπλέον, τότε ακριβώς όπως και σήμερα, είχε μεγαλύτερη σημασία η πολιτική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου, και δη, η ρωμαϊκή. Και τότε, ακριβώς όπως και σήμερα, το πρώτο πράγμα που δήλωνε κανείς ήταν η κρατική ταυτότητά του, η υπηκοότητά του, η ιδιότητα του «Ρωμαίου»: ήταν η «ταυτότητα» και το «διαβατήριο» της εποχής. Όπου πάνω σε αυτό το "διαβατήριο" – για να το δούμε σχηματικά με σημερινούς όρους – ήταν γραμμένο το επίθετο του κάθε πολίτη (π.χ. Αθηναίος, Αλεξανδρινός, Αντιοχεύς). Στα πλαίσια της αυτοκρατορίας αυτό και μόνο αρκούσε: η δήλωνε την πολιτική ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη αλλά και την εθνική καταγωγή, η οποία προσδιοριζόταν από την πόλη καταγωγής. Δευτερευόντως, λοιπόν, αν για κάποιον ξένο δεν αρκούσαν αυτά, η εθνική καταγωγή και ταυτότητα δηλωνόταν από τη γλώσσα που μιλούσε κανείς και την ενδυμασία του. Αυτά τα τελευταία, λοιπόν (γλώσσα και ενδυμασία) στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής ήταν σαφώς ελληνικά.
Κατ’ αντιστοιχία όμως, σήμερα γίνεται ακριβώς το αντίστροφο: κάποιος πρώτα θα δηλώσει αν είναι Έλληνας, Γάλλος, Ιταλός, Γερμανός – την χώρα δηλαδή της οποίας είναι υπήκοος και της οποίας το διαβατήριο φέρει, και δευτερευόντως αν είναι Αθηναίος, Μιλανέζος, Παριζιάνος ή Βερολινέζος. Αλλά το τραγελαφικό, για όσους υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε έθνος πριν το έθνος-κράτος, είναι ότι ακόμα και σήμερα, αυτό δεν αρκεί για να δηλώσει την εθνικότητα! Διότι μπορεί κάλλιστα κάποιος να είναι π.χ. Γάλλος υπήκοος, κάτοικος Παρισιού, αλλά αλγερινής καταγωγής. Άρα το έθνος και πάλι υπάρχει σε ένα επίπεδο διαφορετικό από το κρατικό. Προσδιορίζεται, δηλαδή, πρωταρχικά όχι από το τι αναγράφεται σε ένα διαβατήριο, αλλά από τη γλώσσα, την εξωτερική εμφάνιση, το θρήσκευμα και άλλα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν, είναι αστείο να αρνείται κανείς την ύπαρξη του έθνους πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν παρατηρούμε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά προσδιορισμού της εθνικότητας εξακολουθούν να είναι, ακόμα και στις μέρες μας, κάτι εντελώς διαφορετικό από την κρατική πολιτική ταυτότητα.
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λοιπόν, είναι σφάλμα ολκής, να ισχυρίζεται σήμερα κανείς ότι είχαν υποβιβασθεί ή είχαν υποχωρήσει οι διαφορετικές εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις και ότι ήταν όλοι… «Ρωμαίοι». Το εξηγήσαμε αυτό εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο, εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί εδώ είναι ότι στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το ελληνικό έθνος κατείχε εξ αρχής πληθυσμιακή πλειονότητα. Σε αντίθεση με την αρχαία Ρώμη, όπου οι γηγενείς Ρωμαίοι ήταν συντριπτική μειονότητα, ανάμεσα στο πλήθος των άλλων εθνών τα οποία κατέκτησαν. Στο Βυζάντιο όμως, τελικά, δεν έμεινε κανένα άλλο έθνος εκτός από το ελληνικό. Σταδιακά και συν τω χρόνο, τα όρια της αυτοκρατορίας ολοένα συρρικνώνονταν. Τελικά από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν, κατέληξαν να ταυτίζονται με περιοχές όπου κατοικούσαν, είτε αποκλειστικά είτε κατά πλειοψηφία, ελληνικοί πληθυσμοί. Το ελληνικό έθνος, με άλλα λόγια, βρέθηκε ολόκληρο μέσα στα όρια μίας κατ’ όνομα «Ρωμαϊκής» Αυτοκρατορίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ενωμένο όλο το ελληνικό έθνος στα όρια ενός και μόνο κράτους. «Ρωμαϊκό» ήταν λοιπόν το όνομα αυτού του πρώτου ελληνικού κράτους, «ρωμαϊκή» ήταν επομένως και η ταυτότητα των Ελλήνων υπηκόων του. Κράτος με το όνομα «Ελλάς», δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν, οπότε αναγκαστικά η ονομασία «Έλληνας» η οποία σαφώς και υπήρχε, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επίσημη πολιτική ταυτότητα, όπως χρησιμοποιείται σήμερα. Το έθνος όμως ήταν σαφώς ελληνικό - και τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε την εποχή των Μέσων Χρόνων; Είτε το ονομάσει κανείς «μακεδονικό» (όπως και η διάσημη αυτοκρατορική δυναστεία), είτε «θρακικό», είτε «παφλαγονικό», είτε «φρυγικό», είτε «ιωνικό», είτε «μικρασιατικό», πρόκειται για το ίδιο και ένα ακριβώς έθνος: το ελληνικό. Το οποίο όπως ήδη αναφέραμε, είχε επιλέξει ή κατά κάποιο τρόπο «έτυχε» να αποκαλείται «ρωμαϊκό». Και μιλάμε αυστηρά και αποκλειστικά για την περίοδο μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας και μέχρι το 1453. Κανένα άλλο έθνος στον κόσμο, την εποχή εκείνη ούτε αυτό-αποκαλείται, αλλά ούτε και προσδιορίζεται από τρίτους ως «ρωμαϊκό». Μάλιστα αρκετοί ξένοι που, όπως αποδείχθηκε επιδίωκαν να σφετεριστούν τον τίτλο του «Ρωμαίου αυτοκράτορα» - ακριβώς επειδή αυτός δεν ήταν εθνικός αλλά πολιτικός, άρα νόμιζαν ότι μπορούσαν να το κάνουν – προσπαθούσαν να «υποβιβάσουν» τους γνήσιους Ρωμαίους, τους Έλληνες, στην εθνική τους ταυτότητα αποκαλώντας τους Γραικούς. Κάτι που επιπλέον επιβεβαιώνει και διατρανώνει τόσο την ελληνική εθνικότητα των Βυζαντινών όσο και την ύπαρξη ελληνικού κράτους στους Μέσους Χρόνους.
Ένα άλλο σύνηθες και «δημοφιλές» λάθος που κυκλοφορεί ευρέως, είναι η διατύπωση ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν μία θεοκρατία, μία κρατική οντότητα που προέτασσε κατά κύριο λόγο την θρησκευτική της ταυτότητα έναντι της πολιτικής-κρατικής και εθνικής. Ήταν όπως αρέσκονται πολλοί σήμερα να ισχυρίζονται, μια «χριστιανική κοινοπολιτεία» όλων εκείνων που ασπάζονταν το ορθόδοξο δόγμα, μια «χριστιανική οικουμένη». Ακριβώς εδώ όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Διότι στην περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όντως υπήρχε μια ευρύτερη συνείδηση κοινής πίστης στο ορθόδοξο δόγμα, κάτι που ήταν όμως απόρροια σαφούς και συνειδητής εξωτερικής πολιτικής των Βυζαντινών. Οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας έθεσαν σε εφαρμογή συνειδητά και για καθαρά πρακτικούς, ρεαλιστικούς λόγους, το έξυπνο σχέδιο του εκχριστιανισμού και, εν μέρει, εξελληνισμού, των Σλάβων και των Ρώς των παραδουνάβιων περιοχών και της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι η βυζαντινή διπλωματία αποσκοπούσε στην δημιουργία μίας γεωπολιτικής "ζώνης ασφαλείας" γύρω από αυτή. Σκοπός ήταν να μετατραπούν παραδοσιακοί εχθροί της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Βούλγαροι και οι Ρως σε φίλους και συμμάχους. Αυτό επιδιώχθηκε (δεν επιτεύχθηκε όμως στην πράξη) στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας, όπου κυριάρχησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και κατ’ επέκταση η ελληνική παιδεία και το ελληνικό πνεύμα, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν οι κύριοι φορείς αυτού. Έτσι είναι πιο σωστό να μιλά κανείς για κοινό πολιτισμό και κοινή παιδεία, καθώς το ορθόδοξο δόγμα συνεπάγετο βυζαντινή (δηλαδή ελληνική) τεχνοτροπία στην αγιογραφία, βυζαντινή αρχιτεκτονική και άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Με αυτή την έννοια – και καθώς η Ορθοδοξία είναι, ούτως ή άλλως, μία καθαρά ελληνική ερμηνεία του Ευαγγελίου – οι Σλάβοι και οι Ρώσοι, έγιναν κοινωνοί του ελληνικού πνεύματος, αλλά μόνο αυτού. Σε πολιτικό, χειροπιαστό επίπεδο δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, όπως έγιναν π.χ. υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας οι Ινδοί, λαοί της αφρικανικής ηπείρου και ολόκληρη η Αυστραλία. Εκτός από τους Ρώσους που ήταν ούτως ή άλλως εκτός των συνόρων, οι Βούλγαροι ελάχιστο χρονικό διάστημα υπήρξαν υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, στη χρονική διάρκεια από τον 7ο έως και τον 15ο αιώνα. Οι Σέρβοι, επίσης, αν και έζησαν ειρηνικά με την αυτοκρατορία, είτε ως υπήκοοι, είτε ως βασσάλοι με ημι-ανεξάρτητα δουκάτα, διατήρησαν άθικτη την εθνική τους ταυτότητα και διαφορετικότητα, από τους Έλληνες-Ρωμιούς.
Αλλά, το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή. Μάλιστα εκεί οι θρησκευτικές και δογματικές διαφορές, οδήγησαν τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, σε διαχωρισμό με βάση εθνικά χαρακτηριστικά, πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο βίαια. Αυτό συνέβη, συγκεκριμένα με τις αιρέσεις και αργότερα με την εμφάνιση και εξάπλωση του Ισλάμ. Λαοί της Ανατολής, που είχαν εν μέρει, επιφανειακά, εξελληνιστεί, διατηρούσαν το πνευματικό υπόβαθρο, τις δοξασίες και τις δεισιδαιμονίες των προγόνων τους. Έτσι, π.χ. η αποστροφή για τις εικόνες και την ιδέα ενός Θεού που γίνεται τέλειος άνθρωπος, έχει βαθιές ρίζες τόσο στις ασσυριακές/περσικές, όσο και στις ιουδαϊκές δοξασίες της Ανατολής. Έτσι οι μεν μονοφυσίτες και μονοθελητιστές, αρνούνταν την ενανθρώπιση του Χριστού, οι δε εικονομάχοι δεν μπορούσαν να ταιριάξουν με τις αυστηρά ανεικονικές παραδόσεις τους, την ιδέα ότι οι εικόνες δεν ήταν είδωλα, όπως τα αγάλματα των αρχαίων. Έτσι, κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, η μάχη εναντίον των αιρέσεων, μπορεί να διαφύλαξε το Ορθόδοξο δόγμα, οδήγησε όμως στην αποξένωση για την Αυτοκρατορία των μη-ελληνικών πληθυσμών, ή όσων είχαν βαθειά επηρεαστεί από την Ανατολή εις βάρος της ελληνικής πολιτιστικής τους παράδοσης. Έτσι καταλήγει κανείς σήμερα, στο συμπέρασμα, ότι η Ορθοδοξία όπως αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκφράστηκε μέσα από την ελληνική σκέψη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποίησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση, ως ένα εργαλείο για την ερμηνεία του Ευαγγελίου. Έτσι η μεν αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία εξέλιπε, σταδιακά, το δε αρχαίο ελληνικό πνεύμα της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας μεταλαμπαδεύτηκε στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, η οποία επομένως εκφραζόταν με τον ελληνικό τρόπο.
Φυσικό επακόλουθο, ήταν ότι οι ανατολικές δοξασίες δεν ταίριαζαν και ανέπτυξαν τις δικές τους ερμηνείες του Ευαγγελίου οδηγώντας σε μία ποικιλία αιρέσεων. Έτσι, ανατολικά έθνη που είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό, όπως οι Ασσύριοι, οι Αρμένιοι και οι Αιγύπτιοι, έγιναν μονοθελητιστές, μονοφυσίτες, νεστοριανοί κ.α.. Η θεολογική τους απομόνωση και αλλοτρίωση οδήγησε στην αποκοπή τους από τον κορμό της αυτοκρατορίας. Εδώ έχει σημασία να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός αυτός δεν έγινε σε καμία περίπτωση πάνω σε εθνολογικές βάσεις, αλλά καθαρά θρησκευτικές, θεολογικές. Απλά τύχαινε ο κορμός των ανατολικών αυτών εθνοτήτων να ασπάζεται τις αιρέσεις αυτές. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όσοι Αρμένιοι, Ασσύριοι και Αιγύπτιοι έμειναν πιστοί στο Ορθόδοξο δόγμα δεν αποκόπηκαν από τον κορμό της αυτοκρατορίας, απεναντίας έμειναν μέσα σε αυτόν, και σταδιακά, συν τω χρόνω, εξελληνίστηκαν. Στην ιστορία της χριστιανικής Ανατολής, υπάρχουν δύο χρονικά σημεία, τα οποία είναι κομβικά για την μετέπειτα οριστική αποκοπή της Ανατολής από την Αυτοκρατορία και την Ορθοδοξία. Η πρώτη χρονολογία είναι το 451 μ.Χ., οπότε έλαβε χώρα η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας. Εκεί καταδικάστηκε οριστικά ο μονοφυσιτισμός και η θεολογική σχολή των Αλεξανδρινών και είχε σαν επακόλουθο την αποκοπή πολλών εκκλησιών της Ανατολής από την Ορθοδοξία. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως το πρώτο «σχίσμα» της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την Ανατολή, αφού αν και οι επαρχίες της Βορείου Αφρικής, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας παρέμειναν στα όρια της Αυτοκρατορίας για δύο επιπλέον αιώνες, το 451 η Αυτοκρατορία έχασε οριστικά και αμετάκλητα τις επαρχίες αυτές λόγω των αιρέσεων. Εκκλησίες όπως οι Κόπτες της Αιγύπτου και οι Ασσυροχαλδαίοι εδραιώθηκαν ήδη από τότε και παρέμειναν για πάντα ξένο σώμα προς την υπόλοιπη ορθόδοξη Ανατολή.
Η δεύτερη κομβική χρονική συγκυρία για την οριστική απώλεια της Ανατολής και των εκεί εθνοτήτων για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ήταν το 634 μΧ, όταν ξεκίνησε η εισβολή των Αράβων στην αυτοκρατορική επαρχία της Συρίας. Οι Άραβες είχαν μόλις ασπαστεί τη νέο-εμφανισθείσα θρησκεία του Ισλάμ και έμελλαν με μία ανεπανάληπτη σειρά κατακτητικών πολέμων και στην διάρκεια των αμέσως επόμενων δεκαετιών να κατακτήσουν όλες εκείνες τις αυτοκρατορικές επαρχίες της Ανατολής, στις οποίες ζούσαν τα έθνη εκείνα που ακολουθούσαν τις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις. Τα έθνη αυτά δεν εξισλαμίστηκαν πλήρως, καθώς οι εκκλησίες τους συνέχισαν να υφίστανται, αλλά όσον αφορά την ρωμαϊκή τους ταυτότητα, αυτήν την έχασαν για πάντα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Μουσουλμάνοι δεν αποκάλεσαν ποτέ, κανέναν αιρετικό της Ανατολής ως «Ρουμ», δηλαδή Ρωμιό – στην Αίγυπτο, π.χ. οι Κόπτες δεν αποκαλούνται «Ρουμ». Αποκαλούν, όμως, ακόμα και σήμερα, «Ρουμ» μόνο τους Ελληνορθόδοξους της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, του Λιβάνου και της Συρίας.
Εν συντομεία, στη διάστημα μεταξύ 7ου-8ου αιώνα, η επακόλουθη εξάπλωση του Ισλάμ στην Ανατολή, και σε συνδυασμό με την σχεδόν ταυτόχρονη κάθοδο των Αβάρων και των Σλάβων στη χερσόνησο του Αίμου, περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη που κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς. Από την εποχή αυτή και πέρα η Αυτοκρατορία αρχίζει να έχει σταδιακά ολοένα και περισσότερο εθνοκεντρικό χαρακτήρα. Αν και ξένοι που εκχριστιανίζονται και ασπάζονται το Ορθόδοξο δόγμα ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι στον ελληνικό κόσμο της Αυτοκρατορίας (εφόσον δηλαδή εξελληνίζονταν), ακόμα και ομόδοξοι χριστιανικοί λαοί όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι των Βαλκανίων, παρέμειναν πάντα «βάρβαροι» στα μάτια των Ελλήνων κατοίκων της Αυτοκρατορίας.
Οι οποίοι Έλληνες κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, έχοντας την καταγωγή και τη γλώσσα ελληνική, επέμεναν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, καθώς αυτή ήταν η επίσημη πολιτική ταυτότητα ήδη από την εποχή του Καρακάλλα. Εφόσον δεν είχε μεσολαβήσει καμία απολύτως πολιτική αλλαγή το διάστημα αυτό, όλοι οι Έλληνες κληρονομούσαν από πάππο προς πάππο και την ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα. Μία ιδιότητα η οποία εξάλλου δήλωνε και την πολιτιστική ανωτερότητά τους απέναντι τόσο στους μουσουλμάνους της Ανατολής και τους βάρβαρους του Βορρά, αλλά και στους παπικούς της Δύσης. Οι Έλληνες επέμεναν να τονίζουν την ρωμαϊκή τους ταυτότητα μέχρι και το τέλος και ακόμα παραπέρα. Χαρακτηριστικό του πόσο είχαν ταυτιστεί οι έννοιες Έλληνας (ή Γραικός) και Ρωμαίος, είναι ότι ακόμα και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, στον κόσμο της Ανατολής η γλώσσα των Ελλήνων αποκαλείται «ρωμέικα», δηλαδή ρωμαϊκά. Είναι πολύ πιθανόν, σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα πλέον, όταν κάποιος πολίτης της παγκοσμιοποιημένης «Δύσης», διαβάσει σε κείμενα της εποχής ότι οι Έλληνες της Σμύρνης ή του Πόντου το 1922, μιλούσαν ρωμαϊκά να νομίσει ότι μιλούσαν λατινικά: και όμως, το 1922, στην Ανατολή ως ρωμαϊκά νοούνταν μόνο τα ελληνικά.
Σήμερα έχει επικρατήσει στην διεθνή ιστοριογραφία και ακαδημαϊκή ορολογία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης να αποκαλείται Βυζαντινή, οι κάτοικοί και οι αυτοκράτορές της Βυζαντινοί, και ο όλος ο μοναδικός πολιτισμός της βυζαντινός. Και είναι αλήθεια ότι στην παγκόσμια συνείδηση σήμερα, ο όρος «βυζαντινός» δεν είναι καθόλου υποτιμητικός: απεναντίας. Είναι λοιπόν σωστό, να διευκρινίζεται σήμερα για λόγους ιστορικής ορθότητας, ότι επισήμως η Αυτοκρατορία δεν είχε ποτέ την επωνυμία «Βυζαντινή». Είναι εξίσου σωστό και δίκαιο να τονίζεται ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας Ρωμαϊκής, η οποία μάλιστα είναι λάθος να θεωρείται ότι «έπεσε» ή «καταλύθηκε» το 476 μΧ, αφού συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη έως το 1453 μΧ. Ταυτόχρονα όμως, ένας ειλικρινής και δίκαιος σημερινός μελετητής της Ιστορίας, δεν πρέπει να αγνοεί ή να αποσιωπά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν ελληνική. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ή να υποβαθμίζεται το γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, εκτός από άμεση διάδοχη κατάσταση εκείνης της αρχαίας Ρώμης, είχε σαφείς και ριζικές διαφορές από αυτήν. Πρέπει λοιπόν ένας σημερινός μελετητής της ιστορίας να τονίζει αυτές τις διαφορές και για το λόγο αυτό η ορολογία "Βυζάντιο" και "βυζαντινός" είναι καθ' όλα θεμιτή και πολύ χρήσιμη.
Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεσοι απόγονοι αρχαίων Ελλήνων, η γλώσσα τους ελληνική, η θρησκεία τους ελληνική (αφού ήδη εξηγήσαμε ότι η Ορθοδοξία είναι ακραιφνώς ελληνική θεολογική έκφραση) και όλος ο πολιτισμός τους ελληνικός και μάλιστα άμεση συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού της αρχαιότητας. Πράγματι οι «Βυζαντινοί» ήταν Ρωμαίοι, αλλά μόνο στην πολιτική ταυτότητα. Εξάλλου ρωμαϊκό έθνος δεν υπήρξε ποτέ. Τέλος, η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δεν πολέμησε ποτέ καμία «αρχαία Ελλάδα», αφενός διότι «αρχαία Ελλάδα» ως επίσημο κράτος ουδέποτε υπήρξε και αφετέρου… ήταν η ίδια η οικουμένη, το τότε κράτος του ελληνικού έθνους, επομένως δεν θα μπορούσε ποτέ να πολεμήσει τον εαυτό της.
CTAVPAETOC
https://www.facebook.com/thegreekempire ... 45650131:0
http://istorias-alitheia.blogspot.gr
Σχόλιο istorias-alitheia: Το 2ο μέρος της ανάλυσης για την βυζαντινή ταυτότητα
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα ήταν σωστό, στην ακαδημαϊκή ορολογία, να χωρίζεται, σε προ Μεγάλου Κωνσταντίνου και μετά το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ή αλλιώς, προ-Κωνσταντινουπόλεως και μετά-Κωνσταντινουπόλεως. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η διαφορά που επέφερε στην αυτοκρατορία η βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξε ουσιαστική και ριζική – και όχι μόνο όσον αφορά την καθιέρωση και εξάπλωση του Χριστιανισμού, αυτό αποτέλεσε μία μόνο από τις πολλές πτυχές της μοναδικής φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας. Η καθοριστική αλλαγή ήταν η ανάδειξη του ελληνικού στοιχείου της Ανατολής. Το αρχαίο Βυζάντιο, δεν ήταν απλώς ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι, δεν ήταν μόνο μια στρατηγική τοποθεσία μεταξύ Μεσογείου και Ευρασίας. Βρισκόταν ακριβώς στο γεωγραφικό κέντρο του αρχαίου ελληνιστικού κόσμου της Ανατολής. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου δεν ήταν μια ακόμα «ρωμαϊκή» πόλη, δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια νέα πρωτεύουσα, όπως τα Μεδιόλανα στη Δύση. Αναδείχθηκε από την πρώτη στιγμή, ήδη από το 330 μ.Χ., ως ελληνική πρωτεύουσα. Η πρώτη πανελλήνια πρωτεύουσα στην Ιστορία, η απόλυτη κοσμόπολη της ελληνικής οικουμένης - κάτι που ούτε ο Αλέξανδρος δεν είχε καταφέρει να κάνει στο παρελθόν.
Πολλά, θετικά και αρνητικά, αποδίδονται από ιστορικούς και διάφορους μελετητές στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μέγα. Ένα όμως παραμένει βέβαιο: ο άνθρωπος ήταν ένας μεγάλος οραματιστής και προικισμένος με μοναδική διορατικότητα. Επομένως, δεν έκανε καμία επιλογή τυχαία. Δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Σε πόλη, δηλαδή, ελληνική, στην αμέσως απέναντι ασιατική ακτή της Προποντίδας και μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την πόλη που έμελλε να πάρει το όνομά του. Εξάλλου, από την μεριά της μητέρας του ήταν κι ο ίδιος Έλληνας, αλλά είναι σαφές πως, εκτός του γεγονότος ότι η Ανατολή ήταν πολιτισμικά ανώτερη της Δύσης και άρα είχε καλλίτερες προϋποθέσεις να αντέξει τις βαρβαρικές επιδρομές, ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι η τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην καρδιά της ελληνική. Επομένως, άρμοζε σε έναν ελληνικό κόσμο να έχει και μια ελληνική πρωτεύουσα.
Ήδη, στο προηγούμενο κεφάλαιο, εξηγήσαμε ότι η ρωμαϊκή ταυτότητα των αυτοκρατορικών χρόνων, ήταν σαφώς πολιτική και δεν υπήρξε ποτέ εθνική. Στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες υπήρξε η πολιτική ταυτότητα πολλών διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στα όρια της αυτοκρατορίας ως υπήκοοι της παλαιάς ή της νέας Ρώμης. Στο διάβα, όμως, των αιώνων και όσο συρρικνώνεται η εδαφική έκταση της αυτοκρατορίας, βρίσκουμε όλο και λιγότερες διαφορετικές εθνότητες στα πλαίσια αυτής. Στη δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, οι Κέλτες και τα άλλα αρχαία φύλα που είχαν υποταχθεί από την αρχαία Ρώμη, έχασαν τη ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα, άρα και το όνομα «Ρωμαίος», όταν οι περιοχές τους κατακτήθηκαν από Γότθους, Βανδάλους και άλλα γερμανικά φύλα του Βορρά. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό, ότι μία ακραιφνώς ρωμαϊκή επαρχία της βόρειας Ιταλίας και μάλιστα με κύρια πόλη τα Μεδιόλανα, πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Δύσης των ύστερων χρόνων, βρέθηκε να ονομάζεται Λομβαρδία, από το γνωστό γερμανικό φύλο που εισέβαλε και εγκαταστάθηκε εκεί στα χρόνια της βαρβαρικής κατάκτησης της Δύσης.
Εκ των πραγμάτων, η Ανατολή και η Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται μοναδικοί και αποκλειστικοί διάδοχοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής πολιτικής ταυτότητας και του ρωμαϊκού ονόματος στους λεγόμενους Μέσους Χρόνους. Εδώ στην Ανατολή, όμως, η αυτοκρατορία είναι σαφώς περιορισμένη εδαφικά. Μέχρι και την εμφάνιση του Ισλάμ και την αραβική εξάπλωση του 7ου αιώνα, και με εξαίρεση τα εδάφη της Βόρειας Αφρικής και την βραχύβια ανάκτηση της Ιταλίας και της νότιας Ισπανίας, η αυτοκρατορία είναι περιορισμένη στο γεωγραφικό χώρο της χερσονήσου του Αίμου, της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Χώρες, οι οποίες είχαν υπάρξει όλες μέρη των ελληνιστικών βασιλείων της προ-ρωμαϊκής εποχής και των οποίων οι πληθυσμοί, ήταν είτε απευθείας απόγονοι των παλαιών Ελλήνων αποίκων, είτε γηγενείς αρχαίοι λαοί που είχαν γίνει κοινωνοί, μέτοχοι της ελληνικής οικουμένης.
Αρκετοί σημερινοί «ιστορικοί» αρνούνται την ύπαρξη του έθνους και της εθνικότητας πριν... τη Γαλλική Επανάσταση. Επί του παρόντος δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν τη γελοία άποψη, εξάλλου θεωρούμε περιττό και μάταιο να οφείλει κανείς συνεχώς να «απολογείται» και να «αποδεικνύει» τα αυτονόητα. Το αναφέρουμε ωστόσο, γιατί όσοι από αυτούς τους «μελετητές» ασχολούνται, δυστυχώς, με το Βυζάντιο, διατυπώνουν την ίδια άποψη για το ελληνικό έθνος. Αυτό όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και πρέπει να εξηγηθεί, διότι διαφορετικά προκαλεί σύγχυση στον σημερινό αναγνώστη είναι ότι οι Έλληνες της περιόδου εκείνης, υιοθέτησαν πλήρως το επίθετο «Ρωμαίος» και «ρωμαϊκός» για να δηλώσουν όχι απλώς την πολιτική τους ταυτότητα ως συνεχιστές της αρχαίας Ρώμης, αλλά και την ίδια την εθνική τους ταυτότητα και τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι η ελληνική ενδυμασία αποκαλείται «ρωμαϊκή» και η ελληνική γλώσσα το ίδιο. Μάλιστα, είναι γνωστό σήμερα ότι η συνήθεια-παράδοση αυτή συνεχίστηκε δια μέσου των χρόνων της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, ευρύτερα, στην ελληνική Ανατολή: οι υπόδουλοι Έλληνες αποκαλούνταν «Ρωμιοί», η ενδυμασία τους «ρωμέικη» και η γλώσσα τους «ρωμέικα». Παρατηρείται λοιπόν το εντυπωσιακό γεγονός ότι μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, από τον 5ο αιώνα και μέχρι και τις αρχές του 20ου, το όνομα «Ρωμαίος» και το επίθετο «ρωμαϊκός» έχει πλήρως οικειοποιηθεί και ενστερνιστεί από τους ίδιους τους Έλληνες ως δική τους αποκλειστικά εθνική ονομασία. Το πώς ακριβώς συνέβη αυτό κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο και φυσικά συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι και το 1922, οπότε συνέβη η ολοκληρωτική εξόντωση του εκτός Ελλάδος ελληνισμού, είναι δύσκολο να εξηγηθεί με σημερινούς όρους.
Κατ΄αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι ουδέποτε πριν το 1830 είχε υπάρξει ελληνικό κράτος με την ονομασία «Ελλάς». Τόσο κατά την ελληνική αρχαιότητα όσο και στα ρωμαϊκά χρόνια, κατ’ επέκταση και στα βυζαντινά, οι προσδιορισμοί ήταν πρωτίστως τοπικοί, γεωγραφικοί και δευτερευόντως εθνικοί. Πολλοί σημερινοί μελετητές, επιπόλαια κρίνοντας, νομίζουν ότι βρίσκουν σε αυτή τη λεπτομέρεια την «ανυπαρξία» ή «ασημαντότητα» του έθνους. Δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο: η αντίληψη αυτή είναι σαφής προβολή σημερινών προτύπων στο παρελθόν. Δηλαδή, επειδή τα έθνη σήμερα νοηματοδοτούνται εθνο-κρατοκεντρικά, δεν είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να μεταφέρει το ίδιο πολλούς αιώνες πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους της νεοτερικής εποχής. Τα έθνη υπήρχαν αλλά νοηματοδοτούνταν με διαφορετικό τρόπο πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ελληνικό έθνος ήταν "άστεγο", ότι δεν είχε δηλαδή το δικό του κράτος στο οποίο αποκλειστικά κατοικούσε. Για το ελληνικό έθνος στους Μέσους Χρόνους, αυτό το κράτος ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Και για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ελληνικό έθνος βρισκόταν ολόκληρο εντός των ορίων ενός κράτους, το οποίο κράτος περιέκλειε όλους τους γεωγραφικούς χώρους φυσικής και ιστορικής ύπαρξης του ελληνικού έθνους.
Κάτι άλλο, όμως επίσης αξιοσημείωτο, που συνέβαινε στον τότε ελληνικό κόσμο ήταν το εξής: ένας Αλεξανδρινός ή ένας Αντιοχεύς, δήλωνε την εθνική του ταυτότητα ακριβώς μέσω της τοπικής. Κάποιος δηλαδή ο οποίος ήταν Αλεξανδρινός ή Αντιοχεύς δεν είχε ανάγκη να εξηγήσει σε κάποιον τρίτο ότι ήταν Έλληνας, αφού η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια, ήταν πόλεις σαφώς ελληνικές: είχαν κτισθεί από Έλληνες και κατοικούνταν από Έλληνες. Επιπλέον, τότε ακριβώς όπως και σήμερα, είχε μεγαλύτερη σημασία η πολιτική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου, και δη, η ρωμαϊκή. Και τότε, ακριβώς όπως και σήμερα, το πρώτο πράγμα που δήλωνε κανείς ήταν η κρατική ταυτότητά του, η υπηκοότητά του, η ιδιότητα του «Ρωμαίου»: ήταν η «ταυτότητα» και το «διαβατήριο» της εποχής. Όπου πάνω σε αυτό το "διαβατήριο" – για να το δούμε σχηματικά με σημερινούς όρους – ήταν γραμμένο το επίθετο του κάθε πολίτη (π.χ. Αθηναίος, Αλεξανδρινός, Αντιοχεύς). Στα πλαίσια της αυτοκρατορίας αυτό και μόνο αρκούσε: η δήλωνε την πολιτική ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη αλλά και την εθνική καταγωγή, η οποία προσδιοριζόταν από την πόλη καταγωγής. Δευτερευόντως, λοιπόν, αν για κάποιον ξένο δεν αρκούσαν αυτά, η εθνική καταγωγή και ταυτότητα δηλωνόταν από τη γλώσσα που μιλούσε κανείς και την ενδυμασία του. Αυτά τα τελευταία, λοιπόν (γλώσσα και ενδυμασία) στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής ήταν σαφώς ελληνικά.
Κατ’ αντιστοιχία όμως, σήμερα γίνεται ακριβώς το αντίστροφο: κάποιος πρώτα θα δηλώσει αν είναι Έλληνας, Γάλλος, Ιταλός, Γερμανός – την χώρα δηλαδή της οποίας είναι υπήκοος και της οποίας το διαβατήριο φέρει, και δευτερευόντως αν είναι Αθηναίος, Μιλανέζος, Παριζιάνος ή Βερολινέζος. Αλλά το τραγελαφικό, για όσους υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε έθνος πριν το έθνος-κράτος, είναι ότι ακόμα και σήμερα, αυτό δεν αρκεί για να δηλώσει την εθνικότητα! Διότι μπορεί κάλλιστα κάποιος να είναι π.χ. Γάλλος υπήκοος, κάτοικος Παρισιού, αλλά αλγερινής καταγωγής. Άρα το έθνος και πάλι υπάρχει σε ένα επίπεδο διαφορετικό από το κρατικό. Προσδιορίζεται, δηλαδή, πρωταρχικά όχι από το τι αναγράφεται σε ένα διαβατήριο, αλλά από τη γλώσσα, την εξωτερική εμφάνιση, το θρήσκευμα και άλλα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν, είναι αστείο να αρνείται κανείς την ύπαρξη του έθνους πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν παρατηρούμε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά προσδιορισμού της εθνικότητας εξακολουθούν να είναι, ακόμα και στις μέρες μας, κάτι εντελώς διαφορετικό από την κρατική πολιτική ταυτότητα.
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λοιπόν, είναι σφάλμα ολκής, να ισχυρίζεται σήμερα κανείς ότι είχαν υποβιβασθεί ή είχαν υποχωρήσει οι διαφορετικές εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις και ότι ήταν όλοι… «Ρωμαίοι». Το εξηγήσαμε αυτό εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο, εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί εδώ είναι ότι στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το ελληνικό έθνος κατείχε εξ αρχής πληθυσμιακή πλειονότητα. Σε αντίθεση με την αρχαία Ρώμη, όπου οι γηγενείς Ρωμαίοι ήταν συντριπτική μειονότητα, ανάμεσα στο πλήθος των άλλων εθνών τα οποία κατέκτησαν. Στο Βυζάντιο όμως, τελικά, δεν έμεινε κανένα άλλο έθνος εκτός από το ελληνικό. Σταδιακά και συν τω χρόνο, τα όρια της αυτοκρατορίας ολοένα συρρικνώνονταν. Τελικά από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν, κατέληξαν να ταυτίζονται με περιοχές όπου κατοικούσαν, είτε αποκλειστικά είτε κατά πλειοψηφία, ελληνικοί πληθυσμοί. Το ελληνικό έθνος, με άλλα λόγια, βρέθηκε ολόκληρο μέσα στα όρια μίας κατ’ όνομα «Ρωμαϊκής» Αυτοκρατορίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ενωμένο όλο το ελληνικό έθνος στα όρια ενός και μόνο κράτους. «Ρωμαϊκό» ήταν λοιπόν το όνομα αυτού του πρώτου ελληνικού κράτους, «ρωμαϊκή» ήταν επομένως και η ταυτότητα των Ελλήνων υπηκόων του. Κράτος με το όνομα «Ελλάς», δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν, οπότε αναγκαστικά η ονομασία «Έλληνας» η οποία σαφώς και υπήρχε, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επίσημη πολιτική ταυτότητα, όπως χρησιμοποιείται σήμερα. Το έθνος όμως ήταν σαφώς ελληνικό - και τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε την εποχή των Μέσων Χρόνων; Είτε το ονομάσει κανείς «μακεδονικό» (όπως και η διάσημη αυτοκρατορική δυναστεία), είτε «θρακικό», είτε «παφλαγονικό», είτε «φρυγικό», είτε «ιωνικό», είτε «μικρασιατικό», πρόκειται για το ίδιο και ένα ακριβώς έθνος: το ελληνικό. Το οποίο όπως ήδη αναφέραμε, είχε επιλέξει ή κατά κάποιο τρόπο «έτυχε» να αποκαλείται «ρωμαϊκό». Και μιλάμε αυστηρά και αποκλειστικά για την περίοδο μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας και μέχρι το 1453. Κανένα άλλο έθνος στον κόσμο, την εποχή εκείνη ούτε αυτό-αποκαλείται, αλλά ούτε και προσδιορίζεται από τρίτους ως «ρωμαϊκό». Μάλιστα αρκετοί ξένοι που, όπως αποδείχθηκε επιδίωκαν να σφετεριστούν τον τίτλο του «Ρωμαίου αυτοκράτορα» - ακριβώς επειδή αυτός δεν ήταν εθνικός αλλά πολιτικός, άρα νόμιζαν ότι μπορούσαν να το κάνουν – προσπαθούσαν να «υποβιβάσουν» τους γνήσιους Ρωμαίους, τους Έλληνες, στην εθνική τους ταυτότητα αποκαλώντας τους Γραικούς. Κάτι που επιπλέον επιβεβαιώνει και διατρανώνει τόσο την ελληνική εθνικότητα των Βυζαντινών όσο και την ύπαρξη ελληνικού κράτους στους Μέσους Χρόνους.
Ένα άλλο σύνηθες και «δημοφιλές» λάθος που κυκλοφορεί ευρέως, είναι η διατύπωση ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν μία θεοκρατία, μία κρατική οντότητα που προέτασσε κατά κύριο λόγο την θρησκευτική της ταυτότητα έναντι της πολιτικής-κρατικής και εθνικής. Ήταν όπως αρέσκονται πολλοί σήμερα να ισχυρίζονται, μια «χριστιανική κοινοπολιτεία» όλων εκείνων που ασπάζονταν το ορθόδοξο δόγμα, μια «χριστιανική οικουμένη». Ακριβώς εδώ όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Διότι στην περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όντως υπήρχε μια ευρύτερη συνείδηση κοινής πίστης στο ορθόδοξο δόγμα, κάτι που ήταν όμως απόρροια σαφούς και συνειδητής εξωτερικής πολιτικής των Βυζαντινών. Οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας έθεσαν σε εφαρμογή συνειδητά και για καθαρά πρακτικούς, ρεαλιστικούς λόγους, το έξυπνο σχέδιο του εκχριστιανισμού και, εν μέρει, εξελληνισμού, των Σλάβων και των Ρώς των παραδουνάβιων περιοχών και της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι η βυζαντινή διπλωματία αποσκοπούσε στην δημιουργία μίας γεωπολιτικής "ζώνης ασφαλείας" γύρω από αυτή. Σκοπός ήταν να μετατραπούν παραδοσιακοί εχθροί της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Βούλγαροι και οι Ρως σε φίλους και συμμάχους. Αυτό επιδιώχθηκε (δεν επιτεύχθηκε όμως στην πράξη) στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας, όπου κυριάρχησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και κατ’ επέκταση η ελληνική παιδεία και το ελληνικό πνεύμα, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν οι κύριοι φορείς αυτού. Έτσι είναι πιο σωστό να μιλά κανείς για κοινό πολιτισμό και κοινή παιδεία, καθώς το ορθόδοξο δόγμα συνεπάγετο βυζαντινή (δηλαδή ελληνική) τεχνοτροπία στην αγιογραφία, βυζαντινή αρχιτεκτονική και άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Με αυτή την έννοια – και καθώς η Ορθοδοξία είναι, ούτως ή άλλως, μία καθαρά ελληνική ερμηνεία του Ευαγγελίου – οι Σλάβοι και οι Ρώσοι, έγιναν κοινωνοί του ελληνικού πνεύματος, αλλά μόνο αυτού. Σε πολιτικό, χειροπιαστό επίπεδο δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, όπως έγιναν π.χ. υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας οι Ινδοί, λαοί της αφρικανικής ηπείρου και ολόκληρη η Αυστραλία. Εκτός από τους Ρώσους που ήταν ούτως ή άλλως εκτός των συνόρων, οι Βούλγαροι ελάχιστο χρονικό διάστημα υπήρξαν υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, στη χρονική διάρκεια από τον 7ο έως και τον 15ο αιώνα. Οι Σέρβοι, επίσης, αν και έζησαν ειρηνικά με την αυτοκρατορία, είτε ως υπήκοοι, είτε ως βασσάλοι με ημι-ανεξάρτητα δουκάτα, διατήρησαν άθικτη την εθνική τους ταυτότητα και διαφορετικότητα, από τους Έλληνες-Ρωμιούς.
Αλλά, το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή. Μάλιστα εκεί οι θρησκευτικές και δογματικές διαφορές, οδήγησαν τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, σε διαχωρισμό με βάση εθνικά χαρακτηριστικά, πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο βίαια. Αυτό συνέβη, συγκεκριμένα με τις αιρέσεις και αργότερα με την εμφάνιση και εξάπλωση του Ισλάμ. Λαοί της Ανατολής, που είχαν εν μέρει, επιφανειακά, εξελληνιστεί, διατηρούσαν το πνευματικό υπόβαθρο, τις δοξασίες και τις δεισιδαιμονίες των προγόνων τους. Έτσι, π.χ. η αποστροφή για τις εικόνες και την ιδέα ενός Θεού που γίνεται τέλειος άνθρωπος, έχει βαθιές ρίζες τόσο στις ασσυριακές/περσικές, όσο και στις ιουδαϊκές δοξασίες της Ανατολής. Έτσι οι μεν μονοφυσίτες και μονοθελητιστές, αρνούνταν την ενανθρώπιση του Χριστού, οι δε εικονομάχοι δεν μπορούσαν να ταιριάξουν με τις αυστηρά ανεικονικές παραδόσεις τους, την ιδέα ότι οι εικόνες δεν ήταν είδωλα, όπως τα αγάλματα των αρχαίων. Έτσι, κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, η μάχη εναντίον των αιρέσεων, μπορεί να διαφύλαξε το Ορθόδοξο δόγμα, οδήγησε όμως στην αποξένωση για την Αυτοκρατορία των μη-ελληνικών πληθυσμών, ή όσων είχαν βαθειά επηρεαστεί από την Ανατολή εις βάρος της ελληνικής πολιτιστικής τους παράδοσης. Έτσι καταλήγει κανείς σήμερα, στο συμπέρασμα, ότι η Ορθοδοξία όπως αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκφράστηκε μέσα από την ελληνική σκέψη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποίησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση, ως ένα εργαλείο για την ερμηνεία του Ευαγγελίου. Έτσι η μεν αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία εξέλιπε, σταδιακά, το δε αρχαίο ελληνικό πνεύμα της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας μεταλαμπαδεύτηκε στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, η οποία επομένως εκφραζόταν με τον ελληνικό τρόπο.
Φυσικό επακόλουθο, ήταν ότι οι ανατολικές δοξασίες δεν ταίριαζαν και ανέπτυξαν τις δικές τους ερμηνείες του Ευαγγελίου οδηγώντας σε μία ποικιλία αιρέσεων. Έτσι, ανατολικά έθνη που είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό, όπως οι Ασσύριοι, οι Αρμένιοι και οι Αιγύπτιοι, έγιναν μονοθελητιστές, μονοφυσίτες, νεστοριανοί κ.α.. Η θεολογική τους απομόνωση και αλλοτρίωση οδήγησε στην αποκοπή τους από τον κορμό της αυτοκρατορίας. Εδώ έχει σημασία να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός αυτός δεν έγινε σε καμία περίπτωση πάνω σε εθνολογικές βάσεις, αλλά καθαρά θρησκευτικές, θεολογικές. Απλά τύχαινε ο κορμός των ανατολικών αυτών εθνοτήτων να ασπάζεται τις αιρέσεις αυτές. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όσοι Αρμένιοι, Ασσύριοι και Αιγύπτιοι έμειναν πιστοί στο Ορθόδοξο δόγμα δεν αποκόπηκαν από τον κορμό της αυτοκρατορίας, απεναντίας έμειναν μέσα σε αυτόν, και σταδιακά, συν τω χρόνω, εξελληνίστηκαν. Στην ιστορία της χριστιανικής Ανατολής, υπάρχουν δύο χρονικά σημεία, τα οποία είναι κομβικά για την μετέπειτα οριστική αποκοπή της Ανατολής από την Αυτοκρατορία και την Ορθοδοξία. Η πρώτη χρονολογία είναι το 451 μ.Χ., οπότε έλαβε χώρα η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας. Εκεί καταδικάστηκε οριστικά ο μονοφυσιτισμός και η θεολογική σχολή των Αλεξανδρινών και είχε σαν επακόλουθο την αποκοπή πολλών εκκλησιών της Ανατολής από την Ορθοδοξία. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως το πρώτο «σχίσμα» της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την Ανατολή, αφού αν και οι επαρχίες της Βορείου Αφρικής, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας παρέμειναν στα όρια της Αυτοκρατορίας για δύο επιπλέον αιώνες, το 451 η Αυτοκρατορία έχασε οριστικά και αμετάκλητα τις επαρχίες αυτές λόγω των αιρέσεων. Εκκλησίες όπως οι Κόπτες της Αιγύπτου και οι Ασσυροχαλδαίοι εδραιώθηκαν ήδη από τότε και παρέμειναν για πάντα ξένο σώμα προς την υπόλοιπη ορθόδοξη Ανατολή.
Η δεύτερη κομβική χρονική συγκυρία για την οριστική απώλεια της Ανατολής και των εκεί εθνοτήτων για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ήταν το 634 μΧ, όταν ξεκίνησε η εισβολή των Αράβων στην αυτοκρατορική επαρχία της Συρίας. Οι Άραβες είχαν μόλις ασπαστεί τη νέο-εμφανισθείσα θρησκεία του Ισλάμ και έμελλαν με μία ανεπανάληπτη σειρά κατακτητικών πολέμων και στην διάρκεια των αμέσως επόμενων δεκαετιών να κατακτήσουν όλες εκείνες τις αυτοκρατορικές επαρχίες της Ανατολής, στις οποίες ζούσαν τα έθνη εκείνα που ακολουθούσαν τις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις. Τα έθνη αυτά δεν εξισλαμίστηκαν πλήρως, καθώς οι εκκλησίες τους συνέχισαν να υφίστανται, αλλά όσον αφορά την ρωμαϊκή τους ταυτότητα, αυτήν την έχασαν για πάντα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Μουσουλμάνοι δεν αποκάλεσαν ποτέ, κανέναν αιρετικό της Ανατολής ως «Ρουμ», δηλαδή Ρωμιό – στην Αίγυπτο, π.χ. οι Κόπτες δεν αποκαλούνται «Ρουμ». Αποκαλούν, όμως, ακόμα και σήμερα, «Ρουμ» μόνο τους Ελληνορθόδοξους της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, του Λιβάνου και της Συρίας.
Εν συντομεία, στη διάστημα μεταξύ 7ου-8ου αιώνα, η επακόλουθη εξάπλωση του Ισλάμ στην Ανατολή, και σε συνδυασμό με την σχεδόν ταυτόχρονη κάθοδο των Αβάρων και των Σλάβων στη χερσόνησο του Αίμου, περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη που κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς. Από την εποχή αυτή και πέρα η Αυτοκρατορία αρχίζει να έχει σταδιακά ολοένα και περισσότερο εθνοκεντρικό χαρακτήρα. Αν και ξένοι που εκχριστιανίζονται και ασπάζονται το Ορθόδοξο δόγμα ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι στον ελληνικό κόσμο της Αυτοκρατορίας (εφόσον δηλαδή εξελληνίζονταν), ακόμα και ομόδοξοι χριστιανικοί λαοί όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι των Βαλκανίων, παρέμειναν πάντα «βάρβαροι» στα μάτια των Ελλήνων κατοίκων της Αυτοκρατορίας.
Οι οποίοι Έλληνες κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, έχοντας την καταγωγή και τη γλώσσα ελληνική, επέμεναν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, καθώς αυτή ήταν η επίσημη πολιτική ταυτότητα ήδη από την εποχή του Καρακάλλα. Εφόσον δεν είχε μεσολαβήσει καμία απολύτως πολιτική αλλαγή το διάστημα αυτό, όλοι οι Έλληνες κληρονομούσαν από πάππο προς πάππο και την ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα. Μία ιδιότητα η οποία εξάλλου δήλωνε και την πολιτιστική ανωτερότητά τους απέναντι τόσο στους μουσουλμάνους της Ανατολής και τους βάρβαρους του Βορρά, αλλά και στους παπικούς της Δύσης. Οι Έλληνες επέμεναν να τονίζουν την ρωμαϊκή τους ταυτότητα μέχρι και το τέλος και ακόμα παραπέρα. Χαρακτηριστικό του πόσο είχαν ταυτιστεί οι έννοιες Έλληνας (ή Γραικός) και Ρωμαίος, είναι ότι ακόμα και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, στον κόσμο της Ανατολής η γλώσσα των Ελλήνων αποκαλείται «ρωμέικα», δηλαδή ρωμαϊκά. Είναι πολύ πιθανόν, σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα πλέον, όταν κάποιος πολίτης της παγκοσμιοποιημένης «Δύσης», διαβάσει σε κείμενα της εποχής ότι οι Έλληνες της Σμύρνης ή του Πόντου το 1922, μιλούσαν ρωμαϊκά να νομίσει ότι μιλούσαν λατινικά: και όμως, το 1922, στην Ανατολή ως ρωμαϊκά νοούνταν μόνο τα ελληνικά.
Σήμερα έχει επικρατήσει στην διεθνή ιστοριογραφία και ακαδημαϊκή ορολογία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης να αποκαλείται Βυζαντινή, οι κάτοικοί και οι αυτοκράτορές της Βυζαντινοί, και ο όλος ο μοναδικός πολιτισμός της βυζαντινός. Και είναι αλήθεια ότι στην παγκόσμια συνείδηση σήμερα, ο όρος «βυζαντινός» δεν είναι καθόλου υποτιμητικός: απεναντίας. Είναι λοιπόν σωστό, να διευκρινίζεται σήμερα για λόγους ιστορικής ορθότητας, ότι επισήμως η Αυτοκρατορία δεν είχε ποτέ την επωνυμία «Βυζαντινή». Είναι εξίσου σωστό και δίκαιο να τονίζεται ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας Ρωμαϊκής, η οποία μάλιστα είναι λάθος να θεωρείται ότι «έπεσε» ή «καταλύθηκε» το 476 μΧ, αφού συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη έως το 1453 μΧ. Ταυτόχρονα όμως, ένας ειλικρινής και δίκαιος σημερινός μελετητής της Ιστορίας, δεν πρέπει να αγνοεί ή να αποσιωπά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν ελληνική. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ή να υποβαθμίζεται το γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, εκτός από άμεση διάδοχη κατάσταση εκείνης της αρχαίας Ρώμης, είχε σαφείς και ριζικές διαφορές από αυτήν. Πρέπει λοιπόν ένας σημερινός μελετητής της ιστορίας να τονίζει αυτές τις διαφορές και για το λόγο αυτό η ορολογία "Βυζάντιο" και "βυζαντινός" είναι καθ' όλα θεμιτή και πολύ χρήσιμη.
Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεσοι απόγονοι αρχαίων Ελλήνων, η γλώσσα τους ελληνική, η θρησκεία τους ελληνική (αφού ήδη εξηγήσαμε ότι η Ορθοδοξία είναι ακραιφνώς ελληνική θεολογική έκφραση) και όλος ο πολιτισμός τους ελληνικός και μάλιστα άμεση συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού της αρχαιότητας. Πράγματι οι «Βυζαντινοί» ήταν Ρωμαίοι, αλλά μόνο στην πολιτική ταυτότητα. Εξάλλου ρωμαϊκό έθνος δεν υπήρξε ποτέ. Τέλος, η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δεν πολέμησε ποτέ καμία «αρχαία Ελλάδα», αφενός διότι «αρχαία Ελλάδα» ως επίσημο κράτος ουδέποτε υπήρξε και αφετέρου… ήταν η ίδια η οικουμένη, το τότε κράτος του ελληνικού έθνους, επομένως δεν θα μπορούσε ποτέ να πολεμήσει τον εαυτό της.
CTAVPAETOC
https://www.facebook.com/thegreekempire ... 45650131:0
http://istorias-alitheia.blogspot.gr
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
Re: ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Μα δεν διαφωνω σε αυτο. ηδη ειπα οτι το Δωδεκαθεο ειναι ξεπερασμενο. Για μενα η αφροκρεμα του Ελληνισμου ειναι ο διαφωτισμος.Iwn Rwmanos έγραψε:Ο γνωστός Φώτης. Να θυμίσω λοιπόν, ότι ο Ελληνισμός, ως υπεριστορική οντότης, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Ένα από αυτό είναι των μεσαιωνικών χρόνων μέσα την ύστερη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία μετασχηματίζεται σε μεσαιωνική ελληνιστική για να καταλήξει σε ένα ελληνικό κράτος από τους Λασκαρήδες και μετά. Όποιος μένει προσκολλημένος στο δωδεκάθεο δεν είναι παρά φορέας εμμονικών συνδρόμων έναντι ενός συγκεκριμένου σταδίου εξελίξεως της ελληνικότητος.