ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η ΠΕΡΤΙΚΑ, ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
"Η Πέρτικα", είναι ένα Κυπριακό τραγούδι, του οποίου οι 30 πρώτοι στίχοι ήταν παλλιά κοινώς γνωστοί, διότι χρησιμοποιούνταν όταν ράντιζαν τον γαμπρό με ροδόσταγμα στην εκκλησία, και ήταν πολύ διαδεδομένοι, λόγω της απλής και πεταχτής μουσικής τους. Όπως γράφει ο Γάλλος μουσικολόγος H. Pernot στο βιβλίο του, chasons populaires Greques des XV et XVI siecles, Paris 1931, σελ 92, το Κυπριακό αυτό τραγούδι, παρουσιάζει αρκετά στοιχεία της ελληνικής ποίησης του 15ου και 16ου αιώνα. Εδώ παρουσιάζεται η εκτενέστερη "Πέρτικα" με όλους της τους στίχους. Το τραγούδι σήμερα έχει ξεχασθεί από τον λαό της Κύπρου.
Η ΠΕΡΤΙΚΑ
Ούλον Απρίλλην τζ' ούλον Μαν
μιάν πέρτικαν εμέρωννα,
μιάν πέρτικαν,μιάν πέρτικαν,
που παρπατεί λεβέντικα.
Μιά πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλιάν,
μπέννει τζ'αί βκένει τζ'αί γεννά
κάμνει τ΄αυκά δεκαεννιά.
Ππηά τζ'αί βκαίννει στα κλονιά,
τζ'αί σείζει τα γρυσά φτερά
τζ'αί ππέφτουν τα τραντάφυλλα.
Τζ΄οί κορασσές τα πκιάννουσιν,
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
βάλλουν τα να μυρίσουσιν
τους νέους ν' αγαπήσουσιν
να τους εξιλοϊσουσιν
όσον τζαιρόν εζήσουσιν.
Βάλλουν τα τζ'αί μαράνασιν
στα γιατρικά τα βάλασιν
ροδόστεμμαν τα βκάλασιν.
Στην εκκλησσιάν τα πήρασιν
του γιορταστή τα δώκασιν,
μα τζεί χαμαί που στέκασιν
οι τόποι ανασταίννασιν.
Μα τζεί που τα ραντίζασιν
τόποι μουσκομυρίζασιν.
Ραντίσαν πρώτα τους Αγιούς
τζ' ύστερα τους πνευματικούς,
ύστερα νύφνην τζ'αί γαμπρόν
πεθθεράν με πεθθερόν
τζ' ύστερα ούλλους που γυρόν.
Μα τ΄άστρα,μα τον ουρανόν,
στον Ιορδάνην ποταμόν,
εβλάστησεν έναν δεντρόν,
που πάνω κάμνει τον καρπόν
που κάτω τρέσσει το νερόν.
Εταίρκασεν το λυερόν,
έτρωεν μου τον καρπόν
έπιννε μου τζ'αί το νερόν
Εγιώ αδκιασάρης τζυνηός
στήννω φουσσέκκια στον γιαλόν
τζ'αί τα βερκιά στον ποταμόν
Μιάν τζερκατζήν που το πωρνόν
εν πάω να λουτουρκηθώ
τζ' ήρτεν τζείνη να πκή νερόν
τζ'αί επκιάστηκεν που το φτερόν.
Τρέχω τζ'αί πκιάννω την τζ' εγιώ
τζ'αί πολοάται τζ'αί λαλεί
τζ'αί ζαχαρένια μου μιλεί:
-Αλαβροπκιάς με, τζυνηέ,
μεν μου τσακκίσης το φτερόν
να κετσσεντίσω το φτωχόν.
Εγιώ πελλός, αρκόπελλος,
αλαβροπκιάννω την τζ΄εγιώ
εν της τσακκίζω το φτερόν.
Κάμνω κλουβίν τζ'αί βάλλω την
μες το στενόν κρεμμάζω την.
Ετσάκκισεν μου το κλουβίν
τζ'αί πάει πάνω στο βουνίν,
σ΄έναν πλευρόν του βουναρκού,
σ΄έναν οσσόν του πευκαρκού,
άρκεψεν τζ' εκουννίζετουν,
η γή χαμαί εσείζετουν,
ο ουρανός εχτίζετουν,
η θάλασσα γλυτζίζετουν,
της μάνας της φουμίζετουν,
καρκιά μου που ραϊζετουν.
Τότες πο τζείνον τον καμόν,
μιάς κόρης τον πεζαρισμόν,
έβκηκα μέσα στο στενόν,
τζ' αππηούσα σαν τον πετεινόν,
τζ'αί φετινόν τζ'αί περσινόν,
σαν γέριμος τζ'αί σκοτεινός.
Ούλου του κόσμου το νερόν
στο στόμαν μου ήρτεν αρμυρόν.
Τρέχω τζ'αί πάω στο λουτρόν
τζ'αί τον λουτράρην αρωτώ.
Από μακρά τον σσαιρετώ
τζ' από κοντά τον αρωτώ:
-Εν ήρτεν ώδε μιά τζυρά
μες τα δικά σας τα λουτρά,
να μπή τζ'αί μέσα να λουθή,
να βκή έξω να τζοιμηθή;
Μα ο λουτράρης είπεν μου,
είπεν μου εν την είδασιν
τζ' ύστερις μ' αρωτήσασιν:
-Τζ'αί πε μας τα σημάδκια της
τζ'αί πέρκιμον την είδαμεν,
πέρκιμον την σσαστήκαμεν.
Αρκίνησα για να τους πώ
για τζείν την νέαν π' άγαπώ:
-Λαλώ σας τα σημάδκια της
μαύρα ήτουν τ' αμμάδκια της.
Τ' αμμάδκια της μαυρίζουσιν
έναν βασίλιον αξίζουσιν.
Τζείν' η γρυσή της τζεφαλή
χάραμαν της ανατολής.
Τα βρύδκια της ένι δητά
καμάρες της Αγιάς Σοφκιάς.
Οι βούτσσες της αστράφτουσιν
γρυσές καντήλες τζ' άφτουσιν.
Η μούττη της εν τορνευτή,
με το καλούπιν εν γυρτή,
αλοί τον πον να την δευτή,
ο νούς τ' έννα σκανταλιστή,
τον κόσμον έννα στερευτή.
Τα δόγκια της τα τρανταδκυό
ρίζες των μαρκαριταρκών.
Τα σσείλη κοτσσινίζουσιν
τον άνθρωπον ρεθίζουσιν.
Αν πής για τζείν το μάουλον,
ασήμιν ήτουν άδολον.
Ο καφουρένος της λαιμός
του παίδκιου ' ν ο ξηψυσσισμός.
Τα στήθη της ξασπρίζουσιν
άλλον βασίλιον άξίζουσιν.
Πάρα κάτω 'σει δκυό βυζιά
αξίζουν μιά κκεραζιά.
Κότσσινη εν τρανταφυλλιά
υπολοϊσαν την μηλιάν.
Της μαντζουράνας τα κλωνιά
έσσει τα πάνω της πλουμιά,
στον κόσμον εν έσ' άλλη μιάν.
Τα δκυό της σσεροπάλαμα
ασήμιν εν τζ'αί μάλαμαν.
Η κόξα της ένι λεχνή,
εν ενί πασσειά,ένι στεχνή
σαν την λυάδαν την γλωρήν,
η κόξα της έτσι λυγεί.
Σαϊττες τζ' άρματα κρατεί
τζ'αί με τες βάγες παρπατεί,
τα σύννεφα' ν οι βάγες της
οι ανεράες σκλάβες της.
Αντάν να βκή είς την νοδκιάν,
ψοφούν τα ψάρκα στην στερκάν,
ψοφούν στες τρύπες τα θερκά.
Μα ο λουτράρης είπεν μου:
-Έσσει λουτρά τζ'αί γύριστα,
τα σσεντρουβάνι' ασκόπα τα.
Αν εύρης την αγάπην σου
την παμπακοστηθήτην σου
έβκα που το γινάτιν σου.
Μα τα λουτρά εύρισα,
τα σσεντρουβάνι' ασκόπισα
με είδα με αγρώνισα
σαν την αγάπην πόχασα.
Μα στάθηκα τζ' ετίμασα:
-μα τα λουτρά να σπάσουσιν
νερόν να μεν εβκάλουσιν,
οι βρύσες να ξεράνουσιν
νερόν να μεν επκιάνουσιν.
Που τζεί χαμαί είσσωσα
πααίννω στον κωμοδρομιόν
τον κομοδρόμον αρωτώ:
-Εν ήρτεν ώδε μια τζυρά,
δα μέσα στα κωμοδρομιά,
να μπή να κάμη άρματα
να βκή να κάμη θαύματα.
Οι κωμοδρόμοι είπαν μου:
-Γεναίκα εν ενί σάντζα της
να μπή να κάμη άρματα
να βκή να κάμη θαύματα.
Που τζεί χαμαί είσσωσα
πααίννω στο σκολειόν
τζ'αί τον σκολιάρην αρωτώ.
_Έν ήρτεν ώδε μιά τζυρά,
να μπή να μάθη γράμματα
να βκή να κάμη θαύματα,
να μάθη τον απόστολον,
για να γενή πρωτόσκολον;
Μα οι δασκάλοι είπαν μου:
-Γεναίκα εν ενί σάντζα της,
να μπή να μάθη γράμματα,
να βκή να κάμη θαύματα,
να μάθη τον απόστολον,
για να γενή πρωτόσκολον.
Οι Φράγκοι εκεντίσασιν,
πάω τζεί που πλουμίσασιν,
τζείνοι εν μ' αγρωνίσασιν,
την ράσσιν μου σταμνίσασιν
τζ' ύστερις μ' αρωτήσασιν.
-Έν ήρτεν ώδε μιά τζυρά
μες τα δικά σας ραφταρκά,
να πάρη που τα λόγια σας,
να πάρη που τα βελόνια σας,
να μάθη που τα ξόπλια σας.
Οι Φράγκοι απαντήσαν μου:
-Ήτουν μωρόν τζ' αγχούϊζεν
τζ' η κόρη το ναννούριζεν:
''τζοιμήθου,βρε μιτσίν παιϊν,''
μα τζείνον έχασκεν να δή
την κόρην πον είς το πλουμίν.
Σε μιάν ποδκιάν του βουναρκού
εσ' εκκλησσιάν τζ'αί λουτουρκούν,
έσσει παπάες τέσσερις
εξάρχους δεκατέσσερις.
Άλλην ποδκιάν του βουναρκού
έσ' εκκλησσιάν τζ΄ένι σταυρός
τζ'αί ποταμός με το νερόν.
Τζεί μέσα την εσσάστηκα,
πάνω της εν πο πκιάστικα
τζ΄ ετσίμπησα τζ΄εφίλησα
τζ΄ότ' ήθελα εποίησα.
Πηγή: Το όμορφο μπλογκ http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
"Η Πέρτικα", είναι ένα Κυπριακό τραγούδι, του οποίου οι 30 πρώτοι στίχοι ήταν παλλιά κοινώς γνωστοί, διότι χρησιμοποιούνταν όταν ράντιζαν τον γαμπρό με ροδόσταγμα στην εκκλησία, και ήταν πολύ διαδεδομένοι, λόγω της απλής και πεταχτής μουσικής τους. Όπως γράφει ο Γάλλος μουσικολόγος H. Pernot στο βιβλίο του, chasons populaires Greques des XV et XVI siecles, Paris 1931, σελ 92, το Κυπριακό αυτό τραγούδι, παρουσιάζει αρκετά στοιχεία της ελληνικής ποίησης του 15ου και 16ου αιώνα. Εδώ παρουσιάζεται η εκτενέστερη "Πέρτικα" με όλους της τους στίχους. Το τραγούδι σήμερα έχει ξεχασθεί από τον λαό της Κύπρου.
Η ΠΕΡΤΙΚΑ
Ούλον Απρίλλην τζ' ούλον Μαν
μιάν πέρτικαν εμέρωννα,
μιάν πέρτικαν,μιάν πέρτικαν,
που παρπατεί λεβέντικα.
Μιά πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλιάν,
μπέννει τζ'αί βκένει τζ'αί γεννά
κάμνει τ΄αυκά δεκαεννιά.
Ππηά τζ'αί βκαίννει στα κλονιά,
τζ'αί σείζει τα γρυσά φτερά
τζ'αί ππέφτουν τα τραντάφυλλα.
Τζ΄οί κορασσές τα πκιάννουσιν,
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
βάλλουν τα να μυρίσουσιν
τους νέους ν' αγαπήσουσιν
να τους εξιλοϊσουσιν
όσον τζαιρόν εζήσουσιν.
Βάλλουν τα τζ'αί μαράνασιν
στα γιατρικά τα βάλασιν
ροδόστεμμαν τα βκάλασιν.
Στην εκκλησσιάν τα πήρασιν
του γιορταστή τα δώκασιν,
μα τζεί χαμαί που στέκασιν
οι τόποι ανασταίννασιν.
Μα τζεί που τα ραντίζασιν
τόποι μουσκομυρίζασιν.
Ραντίσαν πρώτα τους Αγιούς
τζ' ύστερα τους πνευματικούς,
ύστερα νύφνην τζ'αί γαμπρόν
πεθθεράν με πεθθερόν
τζ' ύστερα ούλλους που γυρόν.
Μα τ΄άστρα,μα τον ουρανόν,
στον Ιορδάνην ποταμόν,
εβλάστησεν έναν δεντρόν,
που πάνω κάμνει τον καρπόν
που κάτω τρέσσει το νερόν.
Εταίρκασεν το λυερόν,
έτρωεν μου τον καρπόν
έπιννε μου τζ'αί το νερόν
Εγιώ αδκιασάρης τζυνηός
στήννω φουσσέκκια στον γιαλόν
τζ'αί τα βερκιά στον ποταμόν
Μιάν τζερκατζήν που το πωρνόν
εν πάω να λουτουρκηθώ
τζ' ήρτεν τζείνη να πκή νερόν
τζ'αί επκιάστηκεν που το φτερόν.
Τρέχω τζ'αί πκιάννω την τζ' εγιώ
τζ'αί πολοάται τζ'αί λαλεί
τζ'αί ζαχαρένια μου μιλεί:
-Αλαβροπκιάς με, τζυνηέ,
μεν μου τσακκίσης το φτερόν
να κετσσεντίσω το φτωχόν.
Εγιώ πελλός, αρκόπελλος,
αλαβροπκιάννω την τζ΄εγιώ
εν της τσακκίζω το φτερόν.
Κάμνω κλουβίν τζ'αί βάλλω την
μες το στενόν κρεμμάζω την.
Ετσάκκισεν μου το κλουβίν
τζ'αί πάει πάνω στο βουνίν,
σ΄έναν πλευρόν του βουναρκού,
σ΄έναν οσσόν του πευκαρκού,
άρκεψεν τζ' εκουννίζετουν,
η γή χαμαί εσείζετουν,
ο ουρανός εχτίζετουν,
η θάλασσα γλυτζίζετουν,
της μάνας της φουμίζετουν,
καρκιά μου που ραϊζετουν.
Τότες πο τζείνον τον καμόν,
μιάς κόρης τον πεζαρισμόν,
έβκηκα μέσα στο στενόν,
τζ' αππηούσα σαν τον πετεινόν,
τζ'αί φετινόν τζ'αί περσινόν,
σαν γέριμος τζ'αί σκοτεινός.
Ούλου του κόσμου το νερόν
στο στόμαν μου ήρτεν αρμυρόν.
Τρέχω τζ'αί πάω στο λουτρόν
τζ'αί τον λουτράρην αρωτώ.
Από μακρά τον σσαιρετώ
τζ' από κοντά τον αρωτώ:
-Εν ήρτεν ώδε μιά τζυρά
μες τα δικά σας τα λουτρά,
να μπή τζ'αί μέσα να λουθή,
να βκή έξω να τζοιμηθή;
Μα ο λουτράρης είπεν μου,
είπεν μου εν την είδασιν
τζ' ύστερις μ' αρωτήσασιν:
-Τζ'αί πε μας τα σημάδκια της
τζ'αί πέρκιμον την είδαμεν,
πέρκιμον την σσαστήκαμεν.
Αρκίνησα για να τους πώ
για τζείν την νέαν π' άγαπώ:
-Λαλώ σας τα σημάδκια της
μαύρα ήτουν τ' αμμάδκια της.
Τ' αμμάδκια της μαυρίζουσιν
έναν βασίλιον αξίζουσιν.
Τζείν' η γρυσή της τζεφαλή
χάραμαν της ανατολής.
Τα βρύδκια της ένι δητά
καμάρες της Αγιάς Σοφκιάς.
Οι βούτσσες της αστράφτουσιν
γρυσές καντήλες τζ' άφτουσιν.
Η μούττη της εν τορνευτή,
με το καλούπιν εν γυρτή,
αλοί τον πον να την δευτή,
ο νούς τ' έννα σκανταλιστή,
τον κόσμον έννα στερευτή.
Τα δόγκια της τα τρανταδκυό
ρίζες των μαρκαριταρκών.
Τα σσείλη κοτσσινίζουσιν
τον άνθρωπον ρεθίζουσιν.
Αν πής για τζείν το μάουλον,
ασήμιν ήτουν άδολον.
Ο καφουρένος της λαιμός
του παίδκιου ' ν ο ξηψυσσισμός.
Τα στήθη της ξασπρίζουσιν
άλλον βασίλιον άξίζουσιν.
Πάρα κάτω 'σει δκυό βυζιά
αξίζουν μιά κκεραζιά.
Κότσσινη εν τρανταφυλλιά
υπολοϊσαν την μηλιάν.
Της μαντζουράνας τα κλωνιά
έσσει τα πάνω της πλουμιά,
στον κόσμον εν έσ' άλλη μιάν.
Τα δκυό της σσεροπάλαμα
ασήμιν εν τζ'αί μάλαμαν.
Η κόξα της ένι λεχνή,
εν ενί πασσειά,ένι στεχνή
σαν την λυάδαν την γλωρήν,
η κόξα της έτσι λυγεί.
Σαϊττες τζ' άρματα κρατεί
τζ'αί με τες βάγες παρπατεί,
τα σύννεφα' ν οι βάγες της
οι ανεράες σκλάβες της.
Αντάν να βκή είς την νοδκιάν,
ψοφούν τα ψάρκα στην στερκάν,
ψοφούν στες τρύπες τα θερκά.
Μα ο λουτράρης είπεν μου:
-Έσσει λουτρά τζ'αί γύριστα,
τα σσεντρουβάνι' ασκόπα τα.
Αν εύρης την αγάπην σου
την παμπακοστηθήτην σου
έβκα που το γινάτιν σου.
Μα τα λουτρά εύρισα,
τα σσεντρουβάνι' ασκόπισα
με είδα με αγρώνισα
σαν την αγάπην πόχασα.
Μα στάθηκα τζ' ετίμασα:
-μα τα λουτρά να σπάσουσιν
νερόν να μεν εβκάλουσιν,
οι βρύσες να ξεράνουσιν
νερόν να μεν επκιάνουσιν.
Που τζεί χαμαί είσσωσα
πααίννω στον κωμοδρομιόν
τον κομοδρόμον αρωτώ:
-Εν ήρτεν ώδε μια τζυρά,
δα μέσα στα κωμοδρομιά,
να μπή να κάμη άρματα
να βκή να κάμη θαύματα.
Οι κωμοδρόμοι είπαν μου:
-Γεναίκα εν ενί σάντζα της
να μπή να κάμη άρματα
να βκή να κάμη θαύματα.
Που τζεί χαμαί είσσωσα
πααίννω στο σκολειόν
τζ'αί τον σκολιάρην αρωτώ.
_Έν ήρτεν ώδε μιά τζυρά,
να μπή να μάθη γράμματα
να βκή να κάμη θαύματα,
να μάθη τον απόστολον,
για να γενή πρωτόσκολον;
Μα οι δασκάλοι είπαν μου:
-Γεναίκα εν ενί σάντζα της,
να μπή να μάθη γράμματα,
να βκή να κάμη θαύματα,
να μάθη τον απόστολον,
για να γενή πρωτόσκολον.
Οι Φράγκοι εκεντίσασιν,
πάω τζεί που πλουμίσασιν,
τζείνοι εν μ' αγρωνίσασιν,
την ράσσιν μου σταμνίσασιν
τζ' ύστερις μ' αρωτήσασιν.
-Έν ήρτεν ώδε μιά τζυρά
μες τα δικά σας ραφταρκά,
να πάρη που τα λόγια σας,
να πάρη που τα βελόνια σας,
να μάθη που τα ξόπλια σας.
Οι Φράγκοι απαντήσαν μου:
-Ήτουν μωρόν τζ' αγχούϊζεν
τζ' η κόρη το ναννούριζεν:
''τζοιμήθου,βρε μιτσίν παιϊν,''
μα τζείνον έχασκεν να δή
την κόρην πον είς το πλουμίν.
Σε μιάν ποδκιάν του βουναρκού
εσ' εκκλησσιάν τζ'αί λουτουρκούν,
έσσει παπάες τέσσερις
εξάρχους δεκατέσσερις.
Άλλην ποδκιάν του βουναρκού
έσ' εκκλησσιάν τζ΄ένι σταυρός
τζ'αί ποταμός με το νερόν.
Τζεί μέσα την εσσάστηκα,
πάνω της εν πο πκιάστικα
τζ΄ ετσίμπησα τζ΄εφίλησα
τζ΄ότ' ήθελα εποίησα.
Πηγή: Το όμορφο μπλογκ http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
αρχικά,
καρυπ ζουμε στην Πολη να σε δουμε
εν δευτεροις...μιλουμεν για τηλεπαθεια α?
τουντες μερες βρηκα στο μαγαζι του Ξυλουρη [συζυγος του] εν αθηναις τα σιντακια του ΤΤερλικκα απο Κυπρο
με αρχαια τραγουδια κυπραιιικα...ειχα κολησει σε διαφορα...λυερη τζαι το περτιτζιν..τσακαρα μακαρα...κτλ
πολυ βυζαντιο ως ακουζματα..τρελαθηκα
κουμπωσαν ολα αυτα και με τη γενοκτονια των αδερφων αρμενηδων απο το πολιτισμοκτονον εκεινο μορφωμα...
πλησιαζει και ο μαης με τες δικες μας ημερομηνιες...α?
οντως αρχαιο αυτο το ασμα γκαρντασι
εισωραιος
καρυπ ζουμε στην Πολη να σε δουμε
εν δευτεροις...μιλουμεν για τηλεπαθεια α?
τουντες μερες βρηκα στο μαγαζι του Ξυλουρη [συζυγος του] εν αθηναις τα σιντακια του ΤΤερλικκα απο Κυπρο
με αρχαια τραγουδια κυπραιιικα...ειχα κολησει σε διαφορα...λυερη τζαι το περτιτζιν..τσακαρα μακαρα...κτλ
πολυ βυζαντιο ως ακουζματα..τρελαθηκα
κουμπωσαν ολα αυτα και με τη γενοκτονια των αδερφων αρμενηδων απο το πολιτισμοκτονον εκεινο μορφωμα...
πλησιαζει και ο μαης με τες δικες μας ημερομηνιες...α?
οντως αρχαιο αυτο το ασμα γκαρντασι
εισωραιος
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΓΕΦΥΡΙΟΥ
(ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.
Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να παθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχαια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρια πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Πέρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρια πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.
Καταγράφηκε από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα
(ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.
Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να παθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχαια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρια πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Πέρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρια πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.
Καταγράφηκε από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ
ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Στα παλιά τα χρόνια παρατηρείται στη Κύπρο ένα έθιμο που είχε σχέση με τη μαντεία, και εκτελείτο αποκλειστικά από νεαρές κοπέλες. Λεγόταν "το τραγούδι του Μα". Τη πρώτη μέρα του Μαΐου, όλες οι ανύπανδρες κοπέλες, γεμάτες ενθουσιασμό, έβαιναν έξω από τις πόλεις και τα χωριά και πήγαιναν στους κάμπους. Ξάπλωναν στο πράσινο, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, επειδή ο ήλιος ήδη έκαιγε. Ορισμένες φορές όταν υπήρχε έλλειψη χώρου, επιλέγαν την ήσυχη γωνιά ενός έφορου χωραφιού για τη διοργάνωση της μαγιάτικης γιορτής τους, που συμπίπτε με τον καιρό που τα στάχυα ήταν ψηλά. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι την ημέρα αυτή, έκλεινε και τα δυο του μάτια και ο αυστηρότερος αγροφύλακας. Κάθονταν σε κύκλο, τρώγαν, και έπιναν αυτά που έφερναν μαζί τους, αστειεύονταν μεταξύ τους, τραγουδούσαν, και χόρευαν στους ρυθμούς της ταμπουτσιάς και του τυμπάνου που δεν απουσίαζε ποτέ. Μετά, οι νεαρές κοπέλες τοποθετούσαν το μαγικό δοχείο του κλήδονα η αλλιώς του Μα. Το συγκεκριμένο αυτό δοχείο ήταν μια μεγάλη λεκάνη, η ένα μεγάλο αγγείο, που έφερναν μαζί τους οι κοπέλες που συμμετείχαν στη γιορτή. Η κάθε κοπέλα έριχνε μέσα στο δοχείο ένα δακτυλίδι με ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο, ένα γαρύφαλλο, η ένα άνθος της ροδιάς. Μετά, το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το δοχείο έμενε τρεις μέρες στα χωράφια και κανένας που το είχε δει στο μεταξύ, δεν το πείραζε. Μετά από τρεις μέρες, επέστρεφαν οι κοπέλες στο Μα, δηλαδή το δοχείο του Κλήδονα. Και έτσι ξανάρχιζε η γιορτή με το τραγούδι του Κλήδονα. Έκαναν έναν κύκλο γύρω-γύρω από το δοχείο και χόρευαν. Μετά το τέλος του τραγουδιού, η ομάδα καθόταν γύρο από το δοχείο όπου μια από τις κοπέλες έλυνε το κόκκινο μαντήλι μετά το ατομικό τραγούδι. Τότε άρχιζε το ατομικό τραγούδι. Κάθε κοπέλα τραγουδούσε ένα γνωστό δίστιχο, που κάπου έμαθε η άκουσε η που έφτιαξε η ίδια. Άκουε κανείς συχνά άσεμνα και χοντροκομμένα τραγούδια αλλά και πανέμορφα μαργαριτάρια της λαϊκής ποίησης. Το περιεχόμενο των στίχων μπορούσε να ήταν σοβαρό η αστείο, σαφές η αμφίσημο, σεμνό η όχι. Τα πιό πολλά μιλούσαν για έρωτα και αρραβωνιάσματα, θέμα καθόλου παράξενο μεταξύ των νεαρών αυτών κοριτσιών. Κάποτε οι στίχοι ήταν αυτοσχέδιοι και περιείχαν πειράγματα η υπονοούμενα για τα τελευταία γεγονότα της οικογένειας.
Όταν τελείωνε το ατομικό τραγούδι, η κοπέλα έλυνε το κόκκινο μαντήλι του δοχείου και έπαιρνε ένα δακτυλίδι. Ανάλογα με τη σημασία του τελευταίου στίχου και ανάλογα με το πως ταίριαζε το περιεχόμενο στην ιδιοκτήτρια του δακτυλιδιού, δινόταν μια εξήγηση που βέβαια ερμηνευόταν με διαφορετικούς τρόπους. Παρόλες τις διάφορες άκακες δολοπλοκίες που συνέβαιναν μεταξύ των κοριτσιών, αυτές πίστευαν ότι θα πραγματοποιήτουν ο χρησμός του δακτυλιδιού. Γ' αυτό το λόγο οι φίλες που δεν παρευρίσκονταν στην γιοτρή, ρωτούσαν να μάθουν τι τους είχε ταμένο ο κλήδονας.
Σήμερα αυτό το έθιμο έχει ξεχασθεί στη Κύπρο, όμως οι ρίζες του ήταν μια συνέχεια των μαντείων της αρχαιότητας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑ (ΚΛΗΔΟΝΑ)
Τζιαί μπαίνν' ο Μας, τζιαί βκαίνν' ο Μας,
τζιαί μπαίνν' ο Πρωτογιούνης,
τζι' ο Μας με τα τραντάφυλλα, τζι' ο Γούνης με τα μήλα,
Άουστος με τα χλιά νερά, με τα κρυά σταφύλλια.
Αννοίξετε τον κλήδοναν να μπούσιν τα κοράσσια,
να τραουδήσουν για τον Μαν, να δούν το ριζικόν τους.
Το ριζικόν μου ίντα' νι; Σταυρός τζιαί δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα:
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζί' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαί μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαί φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαί τράντα μασουρούδκια,
τζιαί γύρου, γύρου τα πουλλιά τζιαί μέσα τα πεζούνια*.
Πεζούνια μου, πεζούνια μου, πετάξετε με πέρα,
να δώ τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του,να ππέση το λουβάριν*,
Ελάτε, σσήρες τζί' αρφανές, να πάρετε λουβάριν,
πάρετ' εσείς τα πίτερα, τζί' εγιώ το σιμιδάλλιν,
να κάμω τ' αερφούλλη μου σαίταν με δοξάριν,
που σαϊττεύκει τον ατόν πάνω στο παμπουλάριν.
Σαν έμπαιννα, κατέβαινα τ' άη Γιωρκού την σκάλαν,
εσσιάστικα μαυρόπουλον που κάτω στην καμάραν.
Είπα του" Σύρε μου κλωνίν", σύρνει μ' αραβώναν,
η αραβώνα ίντα 'νι; Σταυρός τζιαί δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα.
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζί' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαί μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαί φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαί τράντα μασουρούδκια,
πού' σσει μιαν κούππαν μ' αθθούς τζιαί μιαν κούππαν λιλλέτζια*.
Λιλλέτζια μου, λιλλέτζια μου, πετάξετε με πέρα,
να δώ τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν.
Λουβάριν, λουβαρόσπορον τζιαί που να τον φυτέψω;
Να το φυτέψω στον κρεμμόν, κρεμμά τζιαί πάει κάτω,
να τον φυτέψω στο στρατίν, πατούν τον οι δκιαβάτες.
να σσίσω την καρτούλλαν μου, να τον φυτέψω μέσα,
τζί' αν έρτουν που του βασιλιά, κλωνίν να μεν τους δώκω
τζί' αν έρτουν που τ'αφέντη μου*, να τους τα ξηριζώσω.
*Τα πεζούνια ειναι το περιστέρια
*Το λουβάριν είναι το χρυσάφι
*τα λιλλέτζια είναι τα λουλούδια
*Ο αφέντης είναι ο πατέρας
ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Στα παλιά τα χρόνια παρατηρείται στη Κύπρο ένα έθιμο που είχε σχέση με τη μαντεία, και εκτελείτο αποκλειστικά από νεαρές κοπέλες. Λεγόταν "το τραγούδι του Μα". Τη πρώτη μέρα του Μαΐου, όλες οι ανύπανδρες κοπέλες, γεμάτες ενθουσιασμό, έβαιναν έξω από τις πόλεις και τα χωριά και πήγαιναν στους κάμπους. Ξάπλωναν στο πράσινο, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, επειδή ο ήλιος ήδη έκαιγε. Ορισμένες φορές όταν υπήρχε έλλειψη χώρου, επιλέγαν την ήσυχη γωνιά ενός έφορου χωραφιού για τη διοργάνωση της μαγιάτικης γιορτής τους, που συμπίπτε με τον καιρό που τα στάχυα ήταν ψηλά. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι την ημέρα αυτή, έκλεινε και τα δυο του μάτια και ο αυστηρότερος αγροφύλακας. Κάθονταν σε κύκλο, τρώγαν, και έπιναν αυτά που έφερναν μαζί τους, αστειεύονταν μεταξύ τους, τραγουδούσαν, και χόρευαν στους ρυθμούς της ταμπουτσιάς και του τυμπάνου που δεν απουσίαζε ποτέ. Μετά, οι νεαρές κοπέλες τοποθετούσαν το μαγικό δοχείο του κλήδονα η αλλιώς του Μα. Το συγκεκριμένο αυτό δοχείο ήταν μια μεγάλη λεκάνη, η ένα μεγάλο αγγείο, που έφερναν μαζί τους οι κοπέλες που συμμετείχαν στη γιορτή. Η κάθε κοπέλα έριχνε μέσα στο δοχείο ένα δακτυλίδι με ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο, ένα γαρύφαλλο, η ένα άνθος της ροδιάς. Μετά, το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το δοχείο έμενε τρεις μέρες στα χωράφια και κανένας που το είχε δει στο μεταξύ, δεν το πείραζε. Μετά από τρεις μέρες, επέστρεφαν οι κοπέλες στο Μα, δηλαδή το δοχείο του Κλήδονα. Και έτσι ξανάρχιζε η γιορτή με το τραγούδι του Κλήδονα. Έκαναν έναν κύκλο γύρω-γύρω από το δοχείο και χόρευαν. Μετά το τέλος του τραγουδιού, η ομάδα καθόταν γύρο από το δοχείο όπου μια από τις κοπέλες έλυνε το κόκκινο μαντήλι μετά το ατομικό τραγούδι. Τότε άρχιζε το ατομικό τραγούδι. Κάθε κοπέλα τραγουδούσε ένα γνωστό δίστιχο, που κάπου έμαθε η άκουσε η που έφτιαξε η ίδια. Άκουε κανείς συχνά άσεμνα και χοντροκομμένα τραγούδια αλλά και πανέμορφα μαργαριτάρια της λαϊκής ποίησης. Το περιεχόμενο των στίχων μπορούσε να ήταν σοβαρό η αστείο, σαφές η αμφίσημο, σεμνό η όχι. Τα πιό πολλά μιλούσαν για έρωτα και αρραβωνιάσματα, θέμα καθόλου παράξενο μεταξύ των νεαρών αυτών κοριτσιών. Κάποτε οι στίχοι ήταν αυτοσχέδιοι και περιείχαν πειράγματα η υπονοούμενα για τα τελευταία γεγονότα της οικογένειας.
Όταν τελείωνε το ατομικό τραγούδι, η κοπέλα έλυνε το κόκκινο μαντήλι του δοχείου και έπαιρνε ένα δακτυλίδι. Ανάλογα με τη σημασία του τελευταίου στίχου και ανάλογα με το πως ταίριαζε το περιεχόμενο στην ιδιοκτήτρια του δακτυλιδιού, δινόταν μια εξήγηση που βέβαια ερμηνευόταν με διαφορετικούς τρόπους. Παρόλες τις διάφορες άκακες δολοπλοκίες που συνέβαιναν μεταξύ των κοριτσιών, αυτές πίστευαν ότι θα πραγματοποιήτουν ο χρησμός του δακτυλιδιού. Γ' αυτό το λόγο οι φίλες που δεν παρευρίσκονταν στην γιοτρή, ρωτούσαν να μάθουν τι τους είχε ταμένο ο κλήδονας.
Σήμερα αυτό το έθιμο έχει ξεχασθεί στη Κύπρο, όμως οι ρίζες του ήταν μια συνέχεια των μαντείων της αρχαιότητας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑ (ΚΛΗΔΟΝΑ)
Τζιαί μπαίνν' ο Μας, τζιαί βκαίνν' ο Μας,
τζιαί μπαίνν' ο Πρωτογιούνης,
τζι' ο Μας με τα τραντάφυλλα, τζι' ο Γούνης με τα μήλα,
Άουστος με τα χλιά νερά, με τα κρυά σταφύλλια.
Αννοίξετε τον κλήδοναν να μπούσιν τα κοράσσια,
να τραουδήσουν για τον Μαν, να δούν το ριζικόν τους.
Το ριζικόν μου ίντα' νι; Σταυρός τζιαί δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα:
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζί' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαί μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαί φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαί τράντα μασουρούδκια,
τζιαί γύρου, γύρου τα πουλλιά τζιαί μέσα τα πεζούνια*.
Πεζούνια μου, πεζούνια μου, πετάξετε με πέρα,
να δώ τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του,να ππέση το λουβάριν*,
Ελάτε, σσήρες τζί' αρφανές, να πάρετε λουβάριν,
πάρετ' εσείς τα πίτερα, τζί' εγιώ το σιμιδάλλιν,
να κάμω τ' αερφούλλη μου σαίταν με δοξάριν,
που σαϊττεύκει τον ατόν πάνω στο παμπουλάριν.
Σαν έμπαιννα, κατέβαινα τ' άη Γιωρκού την σκάλαν,
εσσιάστικα μαυρόπουλον που κάτω στην καμάραν.
Είπα του" Σύρε μου κλωνίν", σύρνει μ' αραβώναν,
η αραβώνα ίντα 'νι; Σταυρός τζιαί δακτυλίδιν.
Στην πούγγαν μου το έβαλα, της μάνας μου το πήρα.
Μάνα τζι' αν είσαι μάνα μου τζί' εγιώ παιδίν δικόν σου,
κάμε θερμόν τζιαί λούσε με μεσ' τ 'αρκυρήν την λεένην,
τζιαί μέσ' τ' αρκυρολέενον ρίξ' αρκυρόν μασσαίριν
τζιαί φόρησ' μου την σκούφκιαν μου την τρανταμασουρένην,
οπού σσει τράντα μάσουρους τζιαί τράντα μασουρούδκια,
πού' σσει μιαν κούππαν μ' αθθούς τζιαί μιαν κούππαν λιλλέτζια*.
Λιλλέτζια μου, λιλλέτζια μου, πετάξετε με πέρα,
να δώ τον θκειόν μου ροδινόν, τον τζύριν μου φεγγάριν,
να δω τον πρώτον μ' αερφόν στην μούλαν καβαλλάρην,
να σούζη την μανίκλαν του, να ππέση το λουβάριν.
Λουβάριν, λουβαρόσπορον τζιαί που να τον φυτέψω;
Να το φυτέψω στον κρεμμόν, κρεμμά τζιαί πάει κάτω,
να τον φυτέψω στο στρατίν, πατούν τον οι δκιαβάτες.
να σσίσω την καρτούλλαν μου, να τον φυτέψω μέσα,
τζί' αν έρτουν που του βασιλιά, κλωνίν να μεν τους δώκω
τζί' αν έρτουν που τ'αφέντη μου*, να τους τα ξηριζώσω.
*Τα πεζούνια ειναι το περιστέρια
*Το λουβάριν είναι το χρυσάφι
*τα λιλλέτζια είναι τα λουλούδια
*Ο αφέντης είναι ο πατέρας
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τρεις άγγελοι του Μόρφου
ασήμιν τζι αν το σπείρουσιν
λουρκά* τζι αν το γεμώσουσιν
τζι αν το περιβραμίσουσιν με το μαρκαριτάριν
μαρκαριτάριν νιον ένι του κόσμου τα δεντρά ΄σσει.
Έσσει μηλιές τζιαι νεραντζιές τζιαι δάμνες* τζιαι μυρσίνες
τζιαι κότζινες τρανταφυλλιές σμιμένες με τες άσπρες.
Οι κότζινες μυρίζουσιν, οι άσπρες λουλουπούσιν,
τζι ούλλου του κόσμου τα πουλλιά πάσιν τζιαι τζελαδούσιν.
Έναν πουλλίν, χρυσόν πουλλίν το λέουν λεονάτζιν,
ζητά μου τζάμπρες* αρκυρές, μαλάδκια* υψωμένα*.
Εγιώνι τζείνα εν τα ΄χω, τζιαι το πουλλίν αγγρίστην
Τζι έκαμεν χρόνους να με δη τζιαι δκυο να μου συντύσση
Έκαμεν τρεις τζιαι τέσσερεις να με ποσσαιρετίση.
Μαρία Πατέρα, ετών 62, αγράμματη
Κάμπος της Τσακίστρας
29 Ιουλίου, 1919
ρηός, αντί ρηγός
λουρκά = σήμερα λέξη άγνωστης σημασίας (ίσως λουλούδκια = λουδκιά = λουρκά;)
δάμνες = δάφνες
λεονάτζιν = σήμερα άγνωστο είδος και σημασίας πουλί.
τζάμπρες = αίθουσες υποδοχής, λέξη Γαλλική chambre
μαλάδκια, αντί παλάτια (περίεργο γλωσσικό φαινόμενο η τροπή του π σε μ)
υψωμένα, αντί γυψωμένα
Το τραγούδι αυτό είναι σήμερα τελείως άγνωστο στη Κύπρο.
--------------
η πηγη η γνωστη που αναφερει και ο αδερφιλτατος μεγας διαδικτυακος διωκτης μου [νοστος μπλογκσποτ]
ελπιζω να εχεις βελτιωθει στην κραβ μαγκα...γιατι θα εχουμε κραβ μαγκιες..
ασήμιν τζι αν το σπείρουσιν
λουρκά* τζι αν το γεμώσουσιν
τζι αν το περιβραμίσουσιν με το μαρκαριτάριν
μαρκαριτάριν νιον ένι του κόσμου τα δεντρά ΄σσει.
Έσσει μηλιές τζιαι νεραντζιές τζιαι δάμνες* τζιαι μυρσίνες
τζιαι κότζινες τρανταφυλλιές σμιμένες με τες άσπρες.
Οι κότζινες μυρίζουσιν, οι άσπρες λουλουπούσιν,
τζι ούλλου του κόσμου τα πουλλιά πάσιν τζιαι τζελαδούσιν.
Έναν πουλλίν, χρυσόν πουλλίν το λέουν λεονάτζιν,
ζητά μου τζάμπρες* αρκυρές, μαλάδκια* υψωμένα*.
Εγιώνι τζείνα εν τα ΄χω, τζιαι το πουλλίν αγγρίστην
Τζι έκαμεν χρόνους να με δη τζιαι δκυο να μου συντύσση
Έκαμεν τρεις τζιαι τέσσερεις να με ποσσαιρετίση.
Μαρία Πατέρα, ετών 62, αγράμματη
Κάμπος της Τσακίστρας
29 Ιουλίου, 1919
ρηός, αντί ρηγός
λουρκά = σήμερα λέξη άγνωστης σημασίας (ίσως λουλούδκια = λουδκιά = λουρκά;)
δάμνες = δάφνες
λεονάτζιν = σήμερα άγνωστο είδος και σημασίας πουλί.
τζάμπρες = αίθουσες υποδοχής, λέξη Γαλλική chambre
μαλάδκια, αντί παλάτια (περίεργο γλωσσικό φαινόμενο η τροπή του π σε μ)
υψωμένα, αντί γυψωμένα
Το τραγούδι αυτό είναι σήμερα τελείως άγνωστο στη Κύπρο.
--------------
η πηγη η γνωστη που αναφερει και ο αδερφιλτατος μεγας διαδικτυακος διωκτης μου [νοστος μπλογκσποτ]
ελπιζω να εχεις βελτιωθει στην κραβ μαγκα...γιατι θα εχουμε κραβ μαγκιες..
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το κυπριακό ακριτικό αυτό τραγούδι, το οποίο είναι παραλαγή του τραγουδιού του Αρμούρη και του άσματος του Ανδρονίκου, κατά πάσα πιθανότητα, αναφέρεται στη παιδική ηλικία του Διγενή, του επισημότερου δηλαδή, ακρίτα, ο οποίος με την πάροδο των αιώνων άλλαξε αρκετά ονόματα, αναλόγως των συμπαθειών, των διαφόρων τόπων προς ωρισμένους ακριτικούς ήρωες ή και ένεκα της προσαρμογής των ονομάτων των ακριτών προς τα συχνότερα ακουόμενα ονόματα.
Ο ΑΖΓΟΥΡΗΣ
Ο Αζγουρής ο φρόνιμος τ΄όμορφο παλληκάριν
εμήνυσέν του ο βασιλιάς να πα να πολεμήση.
Γεναίκα του εν εννιά μηνών που πάει τζιαι να την φήση;
Φίννει* την πρώτα στον Θεόν, δεύτερα στην Παρθένα
τζιαι τρίτα τζιαι καλλίττερα εις τα ευκενικά* του.
Παίρνει τα ανοιχτάρκα* του τζιαι πάει στ΄άλοα του
τζ' όσα ήτουν για πόλεμον γαίμαν εκατουρούσαν
τζ' όσα ΄ταν μιτσοπούλαρα* εγύρναν τζ' εψοφούσαν.
Τζιαι παίρνει τζιαι τον μαύρον του τον πετροκαταλύτην
που κοκκαλιεί τα σίερα τζιαι πίννει τον Αφρίτην
τζ΄άμα πεινάση, ετσά κα*, μιαν χώραν καταλυεί την.
Που τον θωρεί η κάλη του πάνω του ετυλήχτην:
- Τζιαι που να πάης, Αζγουρή τζιαι μεν που να με φήσης;
Τζ΄αν έρτ' η ώρα η καλή, καλέ μου, να γεννήσω
τζιαι πκιος να φέρη την μαμμούν να με τζοιλιοπονήση*
τζιαι πκιος να φέρη τον παπά δίχως σου να βαφτίση;
- Νάρτεν η ώρα η καλή, καλή μου, να γεννήσης
στέλλεις τζιαι φέρνεις την μαμμούν να σε τζοιλιοπονήση
στέλλεις τζιαι φέρνεις τον παπά δίχως μου να βαφτίση.
Αν ένι κόρη το παιδί βκάλλεις το Μυροφόραν
τ' όνομα μου να στέκεται στην Πόλιν* τζιαι στην Χώραν*.
Αν εν αγόριν το παιδίν ονόμαστ' το Αρέστην
Αρέστην τζι' Αρεστόπουλλον ούλλου του κόσμ΄αρέσκει.
Αρέσκει τζιαι του βασιλιά ωσάν καβαλλιτζέψη
τζ΄αππήδιν καβαλλίτζεψεν σαν νέφος αγκωμένον*
περούνιν* δεν εγύρεψεν σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πη έσσιετε γειαν έκοψεν σσίλια μίλια
ώστι να πουν εις το καλόν άλλα' κατόν πενήντα.
Όσον τζιαι εκοντόφτασεν κοντά στην πόλιν τζείνην
ο μαύρος εσσισσίνισεν μέσα η χώρα σείστην
τζιαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζ΄ετσακκίστην.
Που το γροικά* ο βασιλιάς αψώθην* τζ΄εθυμώθην.
χόρευκεν μέσα στην αυλή θαρρείς πως ελαώθην.*
Ο λόος δεν ετέλειωσεν ο λόος δεν τελειώνει
τζιαι νάσου τζιαι τον Αζγουρήν που κάτω τζι' ανεφαίνει.*
Παππέξω* βάλλει την φωνήν έξω' τουν τζ' έσσω μπαίνει
τζιαι πολοάται ο Αζγουρής του βασιλιά τζιαι λέει:
- Είντα με θέλεις, βασιλιά, τζιαι μήνυσες μου νάρτω;
Εάν με θέλης για χορόν να βαλω τ΄αλλαχτά μου
Εάν με θέλης τραουδκιάν να πκιάσω τα δκιολιά* μου,
εάν με θέλης για πόλεμο να πάρω τ' άρματά μου.
Τζιαι πολοάται ο βασιλιάς του Αζγουρή τζιαι λέει:
- Τζιαι δεν σε θέλω, Αζγουρή, για κούρσους, για πολέμους.
Εμήνυσά σου, Αζγουρή, του κόσμου το λιοντάριν,
να ππέσεις με βασίλισσαν να κάμης παλληκάριν.
Ας φήσουμεν τον Αζγουρή στη κάλην του να πάμεν.
Ήρτεν η ώρα η καλή πούθελεν να γεννήση
στέλλουν τζιαι φέρνουν την μαμμούν να την τζοιλιοπονήση
στέλλουν τζιαι φέρνουν τον παπά δίχως του να βαφτίση.
Βαφτίσασιν τζιαι το παιδίν τζ΄εβκάλαν τον Αρέστην
Αρέστην τζ΄Αρεστόπουλλον ούλλου του κόσμ' αρέσκει.
Γίνην τριών ημερινών* ζητά ψουμίν να φάη
μισό ψουμιν του δώκασιν εσυντροόλησεν* το
σωστό ψουμίν του δώκασιν, εκλωτσοκόπησέν το.
Έφαν* εφτά φουρνιές ψουμιά τζιαι πέντε ποξαμάτιν,
δαμάλιν δώδεκα μηνών αφέλια στο τηάνιν.
Εφτά σκάλες* σαλατικά σέλλινα τζιαι ρεπάνια
έφαν τα τζιαι το Αρεστίν τζ΄εζήτησεν τους τζ΄άλλα.
Τζιαι μιαν αΐαν Τζερκατζήν* τζιαι πίσημην ημέραν
εθέλησεν ο βασιλιάς να πα να τζυνηήση.
Καλεί ούλους τους άρκοντες τζ΄ούλον τ΄αρκοντολόΐν,
τ΄Αρέστιν δεν το κάλεσεν καλιέται μανιχόν του.
Που βούρου πκιάννει τους λαούς, που φτέρου τα περτίτζα
έπκιανεν τα τζ' εθώρεν τα τζιαι πάλε ξαπολυεί τα.
Που τον θωρούν οι άρκοντες εκακοφάνηκέν τους.
- Άδε τον γυιον της άνομης*, άδε τον γυιον της κούρβας*
άδε τον σσυλλομπάσταρτον* άδε πως μας περιπαίζει.
Που τους γροικά το Αρεστίν εκακοφάνηκεν του
τζ' εγύρισεν που τζειχαμαί στην μάνα του τζιαι πάει
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί της μάνας του τζιαι λέει.
- Μάνα ' μαι γυιος της άνομης μάνα ' μαι γυιος της κούρβας
μάνα ΄ μαι σσυλλομπάσταρτος, πε μου το να το ξέρω.
- Δεν είσαι γυιος της άνομης δεν είσαι γυιος της κούρβας
δεν είσαι σσυλλομπάσταρτος τζιαι πως εν να το ξέρεις;
Ο τζύρης σον ο Αζγουρής τον τρέμ' η γη τζ' ο κόσμος
τζ' ο βασιλιάς του μήνυσεν να πα να πολεμήση
τζ΄επήεν τζιαι του γέλασεν τζιαι έφεκεν τον σκλάβον.
- Μάνα χάρισ' μου την ευτζήν, στον τζύρην μου να πάω.
- Γυιέ μου τριών χρονών παιδίν, που ξέρης που να πάης;
Παραντζελλιάν* που λείβκεσαι* να σου την παραντζείλω.
Να κάμης μιαν γιορτήν μικρήν τζ΄έναν τραπέζιν* μιάλον
τζιαι κάλεσε τους δράκοντες τζ΄ούλον το δρακολόΐν,
παραντζελλιάν που λείβκεσαι να σου την παραντζείλουν.
Όπως του είπεν έκαμεν τζ΄όπως του παραντζέλλει.
Τζ΄έκαμεν μιαν γιορτήν μικρήν τζ΄έναν τραπέζιν μιάλον
τζ΄εκάλεσεν τους δράκοντες τζ' ούλλον το δρακολόϊν.
Πάνω στα φα* πάνω στο πκειν περιλοήν* τους ρίβκει
περιλοήν τους έριψεν πάνω εις στα διτζίμια*.
Τζαι φέρνει το διτζίμιν του το σσιλιοκανταράτον*
τζιαι πκιάννει τό ' νας δράκοντας, μιαν πιθαμήν τζιαι κάτω
πκιάνει το άλλος δράκοντας, δκυό πιθαμές τζιαι κάτω
πκιάννει το τζ΄ο καλλίττερος τρεις πιθεμές τζιαι κάτω
τζιαι πκιάννει το τζιαι τ΄Αρεστίν στους ουρανούς το σύρνει,
σαν μήλον Τριπολίτικον έπαιζεν το τζιαι πάει.
Που τον θωρούν οι δράκοντες πολλά εφοηθήκαν
τζιαι πολοούνται τζιαι λαλούν της μάνας του τζιαι λέουν.
- Τζυρά χάρισ' του την ευτζήν στον τζύρην του να πάη
τζ' όπου τζ΄αν πάη το παιδίν κανέναν δεν φοάται.
Τζιαι πολοάται η μάνα του του Αρεστή τζιαι λέιε.
- Γυιέ μ΄όσσε* την ευκούλλαν μου, γυιε μ΄όσσε την ευτζήν μου
τζ΄ο άης Γιώρκης ο Κοντός ναν η βοήθειά σου
τζ΄η Παναΐα τζ΄ο Χριστός δεξσιά τζ΄αριστερά σου
τζ΄ο άγιος Χαράλαμπος ναν πισωκάπουλλά σου
τζ΄ο άης Αρχιστράτηγος να μεν σε ξηστρατίση*.
Τζιαι πκιάννει τ΄ανοιχτάρκα του τζιαι πάει στ΄άλοά του
τζ΄οσά τουν για τον πόλεμον γαίμαν εκατουρούσαν
τζ΄οσά τουν μιτσοπούλαρα εγύρναν τζ΄εψοφούσαν.
τζ΄αππήδιν καβαλλίτζεψεν σαν νέφος αγκωμένον
περούνιν δεν εγύρεψεν σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πη έσσετε γειάν έκοψεν σσίλλια μίλια
τζ΄ώστι ν΄ακούση στο καλόν άλλα κατόν πεήντα.
Όσον τζιαι εκοντόφτασεν κοντά εις τον Αφράτην
ο ποταμός ήταν πλατύς τ΄Αρέστιν εφοήθην
τζ΄αννοίει τες αγγάλες του τζιαι τον Θεόν δοξάζει.
- Θεέ τζ΄αν είμαι πλάσμα σου, Θεέ τζ΄επάκουσέ μου
τζ΄άγιε Γιώρκιε Κοντέ, έλα βοήθησέ μου
τζιαι Παναΐα τζιαι Χριστέ δεξσιά τζ΄αριστερά μου.
Τζιαι άγιε Χαράλαμπε ΄πο* πισωκάπουλλά μου
τζ΄άγιε Αρχιστράτηγε, να μεν με ξηστρατίσης.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του έκατσεν μες την μέσην,
ξαναδιά του άλλη μιαν τζιαι έβκαλέν τον έξω.
Εσείστηκεν ο άππαρος ππέφτουν οχτώ μόδκ΄άμμος
εσείστηκεν τζ΄ο Αρεστής ππέφτουν άλλα δεκάξη.
Εγύρισεν που τζει χαμαί τζιαι πα στο μεσοβούνιν*
τζιαι βρίσκει τους Σαρατζινούς στον κάμπον τζ΄ετζοιμούνταν
τζιαι πολοάτ ' ο Αρεστής τζιαι λέει τους τζιαι λαλεί τους.
- Σηκούτε*, βρε Σαρατζινοί τζιαι πκιάστε τα σπαθκιά σας
πκιάστε τζιαι τες σαΐττες σας, πκιάστε τζιαι τ΄άρματά σας
μεν πήτε ΄δωκα πάνω σας άρπα* τζιαι άρπαξά σας.
Τζ΄ένας που μες στην μέσην τους, που νήεν* ποξυλώση*
που νήεν φαη την ψατζήν, νήεν ποταξαρώση*
εγύρεψεν τζιαι το παιδίν για να το περιπαίξη.
- Παίδκιο τζιαι πόθθεν το λαλείς, τζιαι πόθθεν το περνιέσαι*
όξα* που τον κοντράππαρον που είσαι καβαλλάρης,
όξα που τα παπούτσια σου πόσσεις εις τα ποδάρκα;
Τζιαι σσεί* το μανικάτζιν* του τζιαι ππέφτει το σπαθίν του
δώδεκα πήχες μακρυόν τζιαι τρεις το κουρτελλίν* του,
τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν* του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα επόγλιασεν* του ένας
τζιαι μιαν σπαθκιάν του έδωσε κόβκει του το ναν σσέριν
ξαναδιπλάζει τ΄αλλην μιαν κόβκει του το' ναν φτιν του
ξανατριπλάζει τ΄άλλην μιαν, κόβκει του τζιαι την μούττην*
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί του.
- Γλήορα, βρε Σαρατζινέ, να πας εις τον Σελίμην,
να πέψη τζιαι τον τζύρην μου, τον τζύρην του τζυρού μου
να πέψη τζιαι τον πάππον μου τον πάππον του παππού μου,
γιατί πατώ την χώραν του τζιαι κάμνω μέγαν κούρσον*
τζιαι μπαίννω που την μιαν μερκάν τζιαι βκαίννω που την άλλην,
σπέρνω τζιαι διολίζω* την τζιαι βάλλω την παμπάτζιν
τζιαι ξανατριολίζω την τζιαι βάλλω την λουλλάτζιν.
Όπως του είπεν έκαμεν όπως του παραντζέλλει
τζι΄επήεν ο Σαρατζινός ίσσια εις τον Σελίμην.
Τον τον θωρεί ο βασιλιάς αψώθην τζ΄εθυμώθην
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί του:
- Τζιαι πε μου πκοιος σου το' καμεν τζιαι να τον ισκοτώσω.
- Έναν κοντόν κοντούτσικον τζιαι χαμηλοβρακάτον
μέσα η σέλλα χώννει τον τζ΄ο μαύρος ξητρουλλά* τον.
Τζείνος κατά την πίστιν του καλά εν που μας είπεν.
- Σηκούτε, βρε Σαρατζινοί τζιαι πκιάστε τα σπαθκιά σας
πκιάστε τζιαι τες σαΐττες σας, πκιάστε τζιαι τ΄άρματά σας
μεν πήτε ΄δωκα πάνω σας άρπα* τζιαι άρπαξά σας.
Τζ΄ένας που μες στην μέσην μας, που νήεν ποξυλώση
που νήεν φαη την ψατζήν, νήεν ποταξαρώση
εγύρεψεν τζιαι το παιδίν για να το περιπαίξη.
Τζιαι σσεί το μανικάτζιν του τζιαι ππέφτει το σπαθίν του
δώδεκα πήχες μακρυόν τζιαι τρεις το κουρτελλίν του.
Τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα επόγλιασα του εγιώνι
τζιαι μιαν σπαθκιάν μου έδωσε κόβκει μου το' ναν σσέριν
ξαναδιπλάζει μ΄αλλην μιαν κόβκει μου το' ναν φτιν μου
ξανατριπλάζει μ΄άλλην μιαν, κόβκει μου τζιαι την μούττην
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί μου.
Γλήορα, βρε Σαρατζινέ, να πας εις τον Σελίμην,
να πέψη τζιαι τον τζύρην μου, τον τζύρην του τζυρού μου
να πέψη τζιαι τον πάππον μου τον πάππον του παππού μου,
γιατί πατώ την χώραν του τζιαι κάμνω μέγαν κούρσον
τζιαι μπαίννω που την μιαν μερκάν τζιαι βκαίννω που την άλλην,
σπέρνω τζιαι διολίζω την τζιαι βάλλω την παμπάτζιν
τζιαι ξανατριολίζω την τζιαι βάλλω την λουλλάτζιν.
Που το γροικά ο βασιλιάς αψώθην τζ΄εθυμώθην
εχόρευκεν μες την αυλήν θαρρείς πως ελαώθην.
Τζιαι σάζει* σσίλιους φλάμπουρους* των εκατόν σσιλιάων
τζιαι σσίλιους που την μιαν μερκάν τζιαι σσίλιους που την άλλην
τζ΄έστειλεν τους τον Αρεστήν να πα να πολεμήσουν.
Επήεν ούλλος ο στρατός ίσσια στο μεσοβούνιν
τζιαι βρίσκουσιν τον Αρεστήν χαμαί τζιαι ετζοιμάτουν.
Τραβά τον άππαρον κοντά τζ΄ευτύς καβαλλιτζεύκει
τζιαι πκιάννει το σπαθάτζιν του το πολλοφουμισμένον*.
Που το θωρεί ο Αζγουρής ευτύς αγνώρισέν* το
τζιαι γνώρισεν τον άππαρον που' τουν που τ' άλοά του.
τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα τον τζύρην του εσσιάστην*
- Αλάρκ'* αλάρκ', αφέντη μου, γιατί κακαδικώ* σε,
γιατί ο μαύρος μό' δρωσεν τζιαι το σπαθίν μου κόβκει
τζ' η φούχτα* μου πυρομασσιεί* πον ηύρεν να χορτάσει.
Τζιαι πολοάται ο Αζγουρής του γυιούλλη του τζιαι λέει:
- Αν εύρης τζιαι τον θκειούλλην σου μεν τον κακαδιτζήσης
τζ΄έσσιει παιδιά στο σπίτιν του τζ΄εν να τα κετσιντίση*
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζιαι στα κλωθοϋρίσματα, εσσιάστηκεν* τον θκειόν του.
- Αλάρκ' αλάρκα, θκειούλλη μου, γιατί κακαδικώ σε,
γιατί ο μαύρος μό' δρωσεν τζιαι το σπαθίν μου κόβκει
τζ' η φούχτα μου πυρομασσιεί πον ηύρεν να χορτάσει.
Τζιαι πολοάται ο θκειούλλης του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του.
- Ο μαύρος σου τζ΄αν έδρωσεν φλαγκάρα* να τον πιάση
τζ' η φούχτα σ΄αν πυρομασσιεί τζιαι το σπαθίν σ΄αν κόβκει
έσσιει χωράφκι΄αθέριστα τζιαι κόψε να χορτάσεις.
Τζιαι μιαν σπαθκιάν του έδωσεν κόβκει την τζεφαλήν του
ξαναδιπλάζει τ΄άλλη μιαν κόβκει τζιαι το κορμίν του
τζ΄εγύρισεν που τζει χαμαί στον τζύρην του τζ΄επήεν
τζιαι πκιάννουν τζιαι τους μαύρους τους στην μάναν του τζιαι πάσιν
Κάτω σ΄περβόλια λασερά αδόνια τζιλαδούσαν
ζωήν τζιαι χρόνια να' χουσιν όσοι τζ΄αν το γροικούσαν.
Γλωσσάρι
φίννει = αφίνει
ευκενικά = ευγενικά , γονείς
ανοιχτάρκα = κλειδιά
μιτσοπούλαρα = μικρά πουλάρια
ετσά κα = έτσι δα, μόλις, λίγο
τζοιλιοπονήση = να με περιποιηθεί στη γέννα μου.
Πόλιν = Κωνσταντινούπολη
Χώραν = Λευκωσία
αγκωμένον = φουσκωμένον
περούνιν = πεζούλα που πατούσαν για να ιππεύσουν
ώστι = έως ότου
γροικά = ακούει
αψώθην = πήρε φωτιά, ωργίσθηκε, έγινε αψύς
ελαώθην = τρελλάθηκε, τρόμαξε
αναφαίνει = εμφανίζεται, παρουσιάζεται
παππέξω = από έξω
αλλαχτά = τα καινούργια ρούχα, ρούχα για τις γιορτές
δκιολιά = βιολιά, φκιολιά ( περίεργη τροπή του β σε δ)
ημερινών = ημερών
εσυντροόλησεν = πέταξε μακρυά
έφαν = έφαγε
σκάλες = στρέμματα
Τζερκατζήν = Κυριακή
ταπισών = ξοπίσω
που βούρου, που φτέρου = στην τρεχάλα, σαν πετούσαν
ξαπολυεί τα = τ΄αφίνει ελεύθερα
κoύρβας = πρόστυχης, πόρνης από την λατιν. corva. Και κούρβα του δρόμου = το στρίψιμο του δρόμου.
σσυλλομπάσταρτον = σκυλλομπάσταρδον
παραντζελλιάν = παραγγελιά, συμβουλή
λείβκεσαι = υπολείπεσαι, χρειάζεσαι
τραπέζι = γλέντι
το φαν = απάνω στο φαγί
περιλοή = κουβέντα, αναφορά
διτζίμια = δοκίμια, πέτρες μεγάλες συνήθως κομμάτια κιόνων, που τα σήκωναν δοκιμάζοντας τη δύναμή τους τα παλληκάρια.
σσιλιοκάνταρον = έχον βάρος χίλιων κανταριών, στατήρων
μ΄όσσε = μου έχει
ξηστρατίση = σε βγάλει από τον σωστό δρόμο
πο = από
μόδκια = μόδια
μεσοβούνιν = μεσαίος λόφος
σηκούτε = σηκωθήτε. Αλλιώς ανούτε
μεν = μην
άρπα= έξαφνα
νήεν = είθε να
ποξυλώση = ξυλιάσει. Παφίτικη λέξη: ποξυλώνω = κρυώνω πολύ
ποταξαρώση = μείνει ξερός σαν τον νεκρό
ψατζή = δηλητήριο
παιρνιέσαι = παινιέσαι, παινεύεσαι
όξα = ή μήπως. Τουρκική λέξη yoksa
σκει ή σσει = τινάζει
μανικάτζιν = μικρό μανίκι
κουρτελλίν = λεπίδα, λάμα. Ιταλική λέξη coltella
κλώσμαν = στρίψιμο, κούνιμα του κορμού
επόγλιασεν = ξεγλύστρησε
μούττην = μύτη
κούρσος = λεηλασία
διολίζω = οργώνω δυο φορές
ξητρουλλά τον = τον υπερέχει κατά το ύψος πολύ
εγιώνι = εγώ . Στη Πάφο λένε εγιώνι / εσούνι = εσύ
σάζει = ετοιμάζει
φλάμπουρους = σημαίες. Επίσης βλάμπουρος = σκιάκτρο
πολλοφουμισμένον = περίφημο
αγνώρισεν = ανεγνώρισε. Λέγεται και αγρώνισε
εσσιάστην = είδε για μια στιγμή, είδε σαν σκιά
αλάρκα = μακρυά, πήγαινε μακρυά. Λέξη Ιταλική alla larga
κακαδικώ σε = κακοαδικώ σε, σε κτυπώ άσχημα
φούχτα = χούφτα
πυρομασσιεί = μάχεται όπως τη φωτιά
κετσιντίση = να τα αναθρέψει. Τουρκική λέξη geçin-meκ-dim
φλαγκάρα ή βλαγκάρα = ηπατίτιδα. Η λέξη έχει σχέση με το φλαντζίν ή το βλαντζίν = σηκότι. Γαλλική λέξη flanc
λασερά τα = δασερά, λάσια
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
Ο ΑΖΓΟΥΡΗΣ
Ο Αζγουρής ο φρόνιμος τ΄όμορφο παλληκάριν
εμήνυσέν του ο βασιλιάς να πα να πολεμήση.
Γεναίκα του εν εννιά μηνών που πάει τζιαι να την φήση;
Φίννει* την πρώτα στον Θεόν, δεύτερα στην Παρθένα
τζιαι τρίτα τζιαι καλλίττερα εις τα ευκενικά* του.
Παίρνει τα ανοιχτάρκα* του τζιαι πάει στ΄άλοα του
τζ' όσα ήτουν για πόλεμον γαίμαν εκατουρούσαν
τζ' όσα ΄ταν μιτσοπούλαρα* εγύρναν τζ' εψοφούσαν.
Τζιαι παίρνει τζιαι τον μαύρον του τον πετροκαταλύτην
που κοκκαλιεί τα σίερα τζιαι πίννει τον Αφρίτην
τζ΄άμα πεινάση, ετσά κα*, μιαν χώραν καταλυεί την.
Που τον θωρεί η κάλη του πάνω του ετυλήχτην:
- Τζιαι που να πάης, Αζγουρή τζιαι μεν που να με φήσης;
Τζ΄αν έρτ' η ώρα η καλή, καλέ μου, να γεννήσω
τζιαι πκιος να φέρη την μαμμούν να με τζοιλιοπονήση*
τζιαι πκιος να φέρη τον παπά δίχως σου να βαφτίση;
- Νάρτεν η ώρα η καλή, καλή μου, να γεννήσης
στέλλεις τζιαι φέρνεις την μαμμούν να σε τζοιλιοπονήση
στέλλεις τζιαι φέρνεις τον παπά δίχως μου να βαφτίση.
Αν ένι κόρη το παιδί βκάλλεις το Μυροφόραν
τ' όνομα μου να στέκεται στην Πόλιν* τζιαι στην Χώραν*.
Αν εν αγόριν το παιδίν ονόμαστ' το Αρέστην
Αρέστην τζι' Αρεστόπουλλον ούλλου του κόσμ΄αρέσκει.
Αρέσκει τζιαι του βασιλιά ωσάν καβαλλιτζέψη
τζ΄αππήδιν καβαλλίτζεψεν σαν νέφος αγκωμένον*
περούνιν* δεν εγύρεψεν σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πη έσσιετε γειαν έκοψεν σσίλια μίλια
ώστι να πουν εις το καλόν άλλα' κατόν πενήντα.
Όσον τζιαι εκοντόφτασεν κοντά στην πόλιν τζείνην
ο μαύρος εσσισσίνισεν μέσα η χώρα σείστην
τζιαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζ΄ετσακκίστην.
Που το γροικά* ο βασιλιάς αψώθην* τζ΄εθυμώθην.
χόρευκεν μέσα στην αυλή θαρρείς πως ελαώθην.*
Ο λόος δεν ετέλειωσεν ο λόος δεν τελειώνει
τζιαι νάσου τζιαι τον Αζγουρήν που κάτω τζι' ανεφαίνει.*
Παππέξω* βάλλει την φωνήν έξω' τουν τζ' έσσω μπαίνει
τζιαι πολοάται ο Αζγουρής του βασιλιά τζιαι λέει:
- Είντα με θέλεις, βασιλιά, τζιαι μήνυσες μου νάρτω;
Εάν με θέλης για χορόν να βαλω τ΄αλλαχτά μου
Εάν με θέλης τραουδκιάν να πκιάσω τα δκιολιά* μου,
εάν με θέλης για πόλεμο να πάρω τ' άρματά μου.
Τζιαι πολοάται ο βασιλιάς του Αζγουρή τζιαι λέει:
- Τζιαι δεν σε θέλω, Αζγουρή, για κούρσους, για πολέμους.
Εμήνυσά σου, Αζγουρή, του κόσμου το λιοντάριν,
να ππέσεις με βασίλισσαν να κάμης παλληκάριν.
Ας φήσουμεν τον Αζγουρή στη κάλην του να πάμεν.
Ήρτεν η ώρα η καλή πούθελεν να γεννήση
στέλλουν τζιαι φέρνουν την μαμμούν να την τζοιλιοπονήση
στέλλουν τζιαι φέρνουν τον παπά δίχως του να βαφτίση.
Βαφτίσασιν τζιαι το παιδίν τζ΄εβκάλαν τον Αρέστην
Αρέστην τζ΄Αρεστόπουλλον ούλλου του κόσμ' αρέσκει.
Γίνην τριών ημερινών* ζητά ψουμίν να φάη
μισό ψουμιν του δώκασιν εσυντροόλησεν* το
σωστό ψουμίν του δώκασιν, εκλωτσοκόπησέν το.
Έφαν* εφτά φουρνιές ψουμιά τζιαι πέντε ποξαμάτιν,
δαμάλιν δώδεκα μηνών αφέλια στο τηάνιν.
Εφτά σκάλες* σαλατικά σέλλινα τζιαι ρεπάνια
έφαν τα τζιαι το Αρεστίν τζ΄εζήτησεν τους τζ΄άλλα.
Τζιαι μιαν αΐαν Τζερκατζήν* τζιαι πίσημην ημέραν
εθέλησεν ο βασιλιάς να πα να τζυνηήση.
Καλεί ούλους τους άρκοντες τζ΄ούλον τ΄αρκοντολόΐν,
τ΄Αρέστιν δεν το κάλεσεν καλιέται μανιχόν του.
Που βούρου πκιάννει τους λαούς, που φτέρου τα περτίτζα
έπκιανεν τα τζ' εθώρεν τα τζιαι πάλε ξαπολυεί τα.
Που τον θωρούν οι άρκοντες εκακοφάνηκέν τους.
- Άδε τον γυιον της άνομης*, άδε τον γυιον της κούρβας*
άδε τον σσυλλομπάσταρτον* άδε πως μας περιπαίζει.
Που τους γροικά το Αρεστίν εκακοφάνηκεν του
τζ' εγύρισεν που τζειχαμαί στην μάνα του τζιαι πάει
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί της μάνας του τζιαι λέει.
- Μάνα ' μαι γυιος της άνομης μάνα ' μαι γυιος της κούρβας
μάνα ΄ μαι σσυλλομπάσταρτος, πε μου το να το ξέρω.
- Δεν είσαι γυιος της άνομης δεν είσαι γυιος της κούρβας
δεν είσαι σσυλλομπάσταρτος τζιαι πως εν να το ξέρεις;
Ο τζύρης σον ο Αζγουρής τον τρέμ' η γη τζ' ο κόσμος
τζ' ο βασιλιάς του μήνυσεν να πα να πολεμήση
τζ΄επήεν τζιαι του γέλασεν τζιαι έφεκεν τον σκλάβον.
- Μάνα χάρισ' μου την ευτζήν, στον τζύρην μου να πάω.
- Γυιέ μου τριών χρονών παιδίν, που ξέρης που να πάης;
Παραντζελλιάν* που λείβκεσαι* να σου την παραντζείλω.
Να κάμης μιαν γιορτήν μικρήν τζ΄έναν τραπέζιν* μιάλον
τζιαι κάλεσε τους δράκοντες τζ΄ούλον το δρακολόΐν,
παραντζελλιάν που λείβκεσαι να σου την παραντζείλουν.
Όπως του είπεν έκαμεν τζ΄όπως του παραντζέλλει.
Τζ΄έκαμεν μιαν γιορτήν μικρήν τζ΄έναν τραπέζιν μιάλον
τζ΄εκάλεσεν τους δράκοντες τζ' ούλλον το δρακολόϊν.
Πάνω στα φα* πάνω στο πκειν περιλοήν* τους ρίβκει
περιλοήν τους έριψεν πάνω εις στα διτζίμια*.
Τζαι φέρνει το διτζίμιν του το σσιλιοκανταράτον*
τζιαι πκιάννει τό ' νας δράκοντας, μιαν πιθαμήν τζιαι κάτω
πκιάνει το άλλος δράκοντας, δκυό πιθαμές τζιαι κάτω
πκιάννει το τζ΄ο καλλίττερος τρεις πιθεμές τζιαι κάτω
τζιαι πκιάννει το τζιαι τ΄Αρεστίν στους ουρανούς το σύρνει,
σαν μήλον Τριπολίτικον έπαιζεν το τζιαι πάει.
Που τον θωρούν οι δράκοντες πολλά εφοηθήκαν
τζιαι πολοούνται τζιαι λαλούν της μάνας του τζιαι λέουν.
- Τζυρά χάρισ' του την ευτζήν στον τζύρην του να πάη
τζ' όπου τζ΄αν πάη το παιδίν κανέναν δεν φοάται.
Τζιαι πολοάται η μάνα του του Αρεστή τζιαι λέιε.
- Γυιέ μ΄όσσε* την ευκούλλαν μου, γυιε μ΄όσσε την ευτζήν μου
τζ΄ο άης Γιώρκης ο Κοντός ναν η βοήθειά σου
τζ΄η Παναΐα τζ΄ο Χριστός δεξσιά τζ΄αριστερά σου
τζ΄ο άγιος Χαράλαμπος ναν πισωκάπουλλά σου
τζ΄ο άης Αρχιστράτηγος να μεν σε ξηστρατίση*.
Τζιαι πκιάννει τ΄ανοιχτάρκα του τζιαι πάει στ΄άλοά του
τζ΄οσά τουν για τον πόλεμον γαίμαν εκατουρούσαν
τζ΄οσά τουν μιτσοπούλαρα εγύρναν τζ΄εψοφούσαν.
τζ΄αππήδιν καβαλλίτζεψεν σαν νέφος αγκωμένον
περούνιν δεν εγύρεψεν σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πη έσσετε γειάν έκοψεν σσίλλια μίλια
τζ΄ώστι ν΄ακούση στο καλόν άλλα κατόν πεήντα.
Όσον τζιαι εκοντόφτασεν κοντά εις τον Αφράτην
ο ποταμός ήταν πλατύς τ΄Αρέστιν εφοήθην
τζ΄αννοίει τες αγγάλες του τζιαι τον Θεόν δοξάζει.
- Θεέ τζ΄αν είμαι πλάσμα σου, Θεέ τζ΄επάκουσέ μου
τζ΄άγιε Γιώρκιε Κοντέ, έλα βοήθησέ μου
τζιαι Παναΐα τζιαι Χριστέ δεξσιά τζ΄αριστερά μου.
Τζιαι άγιε Χαράλαμπε ΄πο* πισωκάπουλλά μου
τζ΄άγιε Αρχιστράτηγε, να μεν με ξηστρατίσης.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του έκατσεν μες την μέσην,
ξαναδιά του άλλη μιαν τζιαι έβκαλέν τον έξω.
Εσείστηκεν ο άππαρος ππέφτουν οχτώ μόδκ΄άμμος
εσείστηκεν τζ΄ο Αρεστής ππέφτουν άλλα δεκάξη.
Εγύρισεν που τζει χαμαί τζιαι πα στο μεσοβούνιν*
τζιαι βρίσκει τους Σαρατζινούς στον κάμπον τζ΄ετζοιμούνταν
τζιαι πολοάτ ' ο Αρεστής τζιαι λέει τους τζιαι λαλεί τους.
- Σηκούτε*, βρε Σαρατζινοί τζιαι πκιάστε τα σπαθκιά σας
πκιάστε τζιαι τες σαΐττες σας, πκιάστε τζιαι τ΄άρματά σας
μεν πήτε ΄δωκα πάνω σας άρπα* τζιαι άρπαξά σας.
Τζ΄ένας που μες στην μέσην τους, που νήεν* ποξυλώση*
που νήεν φαη την ψατζήν, νήεν ποταξαρώση*
εγύρεψεν τζιαι το παιδίν για να το περιπαίξη.
- Παίδκιο τζιαι πόθθεν το λαλείς, τζιαι πόθθεν το περνιέσαι*
όξα* που τον κοντράππαρον που είσαι καβαλλάρης,
όξα που τα παπούτσια σου πόσσεις εις τα ποδάρκα;
Τζιαι σσεί* το μανικάτζιν* του τζιαι ππέφτει το σπαθίν του
δώδεκα πήχες μακρυόν τζιαι τρεις το κουρτελλίν* του,
τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν* του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα επόγλιασεν* του ένας
τζιαι μιαν σπαθκιάν του έδωσε κόβκει του το ναν σσέριν
ξαναδιπλάζει τ΄αλλην μιαν κόβκει του το' ναν φτιν του
ξανατριπλάζει τ΄άλλην μιαν, κόβκει του τζιαι την μούττην*
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί του.
- Γλήορα, βρε Σαρατζινέ, να πας εις τον Σελίμην,
να πέψη τζιαι τον τζύρην μου, τον τζύρην του τζυρού μου
να πέψη τζιαι τον πάππον μου τον πάππον του παππού μου,
γιατί πατώ την χώραν του τζιαι κάμνω μέγαν κούρσον*
τζιαι μπαίννω που την μιαν μερκάν τζιαι βκαίννω που την άλλην,
σπέρνω τζιαι διολίζω* την τζιαι βάλλω την παμπάτζιν
τζιαι ξανατριολίζω την τζιαι βάλλω την λουλλάτζιν.
Όπως του είπεν έκαμεν όπως του παραντζέλλει
τζι΄επήεν ο Σαρατζινός ίσσια εις τον Σελίμην.
Τον τον θωρεί ο βασιλιάς αψώθην τζ΄εθυμώθην
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί του:
- Τζιαι πε μου πκοιος σου το' καμεν τζιαι να τον ισκοτώσω.
- Έναν κοντόν κοντούτσικον τζιαι χαμηλοβρακάτον
μέσα η σέλλα χώννει τον τζ΄ο μαύρος ξητρουλλά* τον.
Τζείνος κατά την πίστιν του καλά εν που μας είπεν.
- Σηκούτε, βρε Σαρατζινοί τζιαι πκιάστε τα σπαθκιά σας
πκιάστε τζιαι τες σαΐττες σας, πκιάστε τζιαι τ΄άρματά σας
μεν πήτε ΄δωκα πάνω σας άρπα* τζιαι άρπαξά σας.
Τζ΄ένας που μες στην μέσην μας, που νήεν ποξυλώση
που νήεν φαη την ψατζήν, νήεν ποταξαρώση
εγύρεψεν τζιαι το παιδίν για να το περιπαίξη.
Τζιαι σσεί το μανικάτζιν του τζιαι ππέφτει το σπαθίν του
δώδεκα πήχες μακρυόν τζιαι τρεις το κουρτελλίν του.
Τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα επόγλιασα του εγιώνι
τζιαι μιαν σπαθκιάν μου έδωσε κόβκει μου το' ναν σσέριν
ξαναδιπλάζει μ΄αλλην μιαν κόβκει μου το' ναν φτιν μου
ξανατριπλάζει μ΄άλλην μιαν, κόβκει μου τζιαι την μούττην
τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί τζιαι λέει τζιαι λαλεί μου.
Γλήορα, βρε Σαρατζινέ, να πας εις τον Σελίμην,
να πέψη τζιαι τον τζύρην μου, τον τζύρην του τζυρού μου
να πέψη τζιαι τον πάππον μου τον πάππον του παππού μου,
γιατί πατώ την χώραν του τζιαι κάμνω μέγαν κούρσον
τζιαι μπαίννω που την μιαν μερκάν τζιαι βκαίννω που την άλλην,
σπέρνω τζιαι διολίζω την τζιαι βάλλω την παμπάτζιν
τζιαι ξανατριολίζω την τζιαι βάλλω την λουλλάτζιν.
Που το γροικά ο βασιλιάς αψώθην τζ΄εθυμώθην
εχόρευκεν μες την αυλήν θαρρείς πως ελαώθην.
Τζιαι σάζει* σσίλιους φλάμπουρους* των εκατόν σσιλιάων
τζιαι σσίλιους που την μιαν μερκάν τζιαι σσίλιους που την άλλην
τζ΄έστειλεν τους τον Αρεστήν να πα να πολεμήσουν.
Επήεν ούλλος ο στρατός ίσσια στο μεσοβούνιν
τζιαι βρίσκουσιν τον Αρεστήν χαμαί τζιαι ετζοιμάτουν.
Τραβά τον άππαρον κοντά τζ΄ευτύς καβαλλιτζεύκει
τζιαι πκιάννει το σπαθάτζιν του το πολλοφουμισμένον*.
Που το θωρεί ο Αζγουρής ευτύς αγνώρισέν* το
τζιαι γνώρισεν τον άππαρον που' τουν που τ' άλοά του.
τες μέσες μέσες έπκιαννεν, οι άκρες καταλυούνταν,
τες άκρες άκρες έπκιαννεν, στες μέσες δεν ευρίσκει.
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του, στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζ΄εις τα κλωθοϋρίσματα τον τζύρην του εσσιάστην*
- Αλάρκ'* αλάρκ', αφέντη μου, γιατί κακαδικώ* σε,
γιατί ο μαύρος μό' δρωσεν τζιαι το σπαθίν μου κόβκει
τζ' η φούχτα* μου πυρομασσιεί* πον ηύρεν να χορτάσει.
Τζιαι πολοάται ο Αζγουρής του γυιούλλη του τζιαι λέει:
- Αν εύρης τζιαι τον θκειούλλην σου μεν τον κακαδιτζήσης
τζ΄έσσιει παιδιά στο σπίτιν του τζ΄εν να τα κετσιντίση*
Στο γύρισμαν τ΄αππάρου του στο κλώσμαν του σπαθκιού του
τζιαι στα κλωθοϋρίσματα, εσσιάστηκεν* τον θκειόν του.
- Αλάρκ' αλάρκα, θκειούλλη μου, γιατί κακαδικώ σε,
γιατί ο μαύρος μό' δρωσεν τζιαι το σπαθίν μου κόβκει
τζ' η φούχτα μου πυρομασσιεί πον ηύρεν να χορτάσει.
Τζιαι πολοάται ο θκειούλλης του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του.
- Ο μαύρος σου τζ΄αν έδρωσεν φλαγκάρα* να τον πιάση
τζ' η φούχτα σ΄αν πυρομασσιεί τζιαι το σπαθίν σ΄αν κόβκει
έσσιει χωράφκι΄αθέριστα τζιαι κόψε να χορτάσεις.
Τζιαι μιαν σπαθκιάν του έδωσεν κόβκει την τζεφαλήν του
ξαναδιπλάζει τ΄άλλη μιαν κόβκει τζιαι το κορμίν του
τζ΄εγύρισεν που τζει χαμαί στον τζύρην του τζ΄επήεν
τζιαι πκιάννουν τζιαι τους μαύρους τους στην μάναν του τζιαι πάσιν
Κάτω σ΄περβόλια λασερά αδόνια τζιλαδούσαν
ζωήν τζιαι χρόνια να' χουσιν όσοι τζ΄αν το γροικούσαν.
Γλωσσάρι
φίννει = αφίνει
ευκενικά = ευγενικά , γονείς
ανοιχτάρκα = κλειδιά
μιτσοπούλαρα = μικρά πουλάρια
ετσά κα = έτσι δα, μόλις, λίγο
τζοιλιοπονήση = να με περιποιηθεί στη γέννα μου.
Πόλιν = Κωνσταντινούπολη
Χώραν = Λευκωσία
αγκωμένον = φουσκωμένον
περούνιν = πεζούλα που πατούσαν για να ιππεύσουν
ώστι = έως ότου
γροικά = ακούει
αψώθην = πήρε φωτιά, ωργίσθηκε, έγινε αψύς
ελαώθην = τρελλάθηκε, τρόμαξε
αναφαίνει = εμφανίζεται, παρουσιάζεται
παππέξω = από έξω
αλλαχτά = τα καινούργια ρούχα, ρούχα για τις γιορτές
δκιολιά = βιολιά, φκιολιά ( περίεργη τροπή του β σε δ)
ημερινών = ημερών
εσυντροόλησεν = πέταξε μακρυά
έφαν = έφαγε
σκάλες = στρέμματα
Τζερκατζήν = Κυριακή
ταπισών = ξοπίσω
που βούρου, που φτέρου = στην τρεχάλα, σαν πετούσαν
ξαπολυεί τα = τ΄αφίνει ελεύθερα
κoύρβας = πρόστυχης, πόρνης από την λατιν. corva. Και κούρβα του δρόμου = το στρίψιμο του δρόμου.
σσυλλομπάσταρτον = σκυλλομπάσταρδον
παραντζελλιάν = παραγγελιά, συμβουλή
λείβκεσαι = υπολείπεσαι, χρειάζεσαι
τραπέζι = γλέντι
το φαν = απάνω στο φαγί
περιλοή = κουβέντα, αναφορά
διτζίμια = δοκίμια, πέτρες μεγάλες συνήθως κομμάτια κιόνων, που τα σήκωναν δοκιμάζοντας τη δύναμή τους τα παλληκάρια.
σσιλιοκάνταρον = έχον βάρος χίλιων κανταριών, στατήρων
μ΄όσσε = μου έχει
ξηστρατίση = σε βγάλει από τον σωστό δρόμο
πο = από
μόδκια = μόδια
μεσοβούνιν = μεσαίος λόφος
σηκούτε = σηκωθήτε. Αλλιώς ανούτε
μεν = μην
άρπα= έξαφνα
νήεν = είθε να
ποξυλώση = ξυλιάσει. Παφίτικη λέξη: ποξυλώνω = κρυώνω πολύ
ποταξαρώση = μείνει ξερός σαν τον νεκρό
ψατζή = δηλητήριο
παιρνιέσαι = παινιέσαι, παινεύεσαι
όξα = ή μήπως. Τουρκική λέξη yoksa
σκει ή σσει = τινάζει
μανικάτζιν = μικρό μανίκι
κουρτελλίν = λεπίδα, λάμα. Ιταλική λέξη coltella
κλώσμαν = στρίψιμο, κούνιμα του κορμού
επόγλιασεν = ξεγλύστρησε
μούττην = μύτη
κούρσος = λεηλασία
διολίζω = οργώνω δυο φορές
ξητρουλλά τον = τον υπερέχει κατά το ύψος πολύ
εγιώνι = εγώ . Στη Πάφο λένε εγιώνι / εσούνι = εσύ
σάζει = ετοιμάζει
φλάμπουρους = σημαίες. Επίσης βλάμπουρος = σκιάκτρο
πολλοφουμισμένον = περίφημο
αγνώρισεν = ανεγνώρισε. Λέγεται και αγρώνισε
εσσιάστην = είδε για μια στιγμή, είδε σαν σκιά
αλάρκα = μακρυά, πήγαινε μακρυά. Λέξη Ιταλική alla larga
κακαδικώ σε = κακοαδικώ σε, σε κτυπώ άσχημα
φούχτα = χούφτα
πυρομασσιεί = μάχεται όπως τη φωτιά
κετσιντίση = να τα αναθρέψει. Τουρκική λέξη geçin-meκ-dim
φλαγκάρα ή βλαγκάρα = ηπατίτιδα. Η λέξη έχει σχέση με το φλαντζίν ή το βλαντζίν = σηκότι. Γαλλική λέξη flanc
λασερά τα = δασερά, λάσια
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
της Π. Γκριζώνη
Η ΚΑΙΡΙΑ θέση της Κύπρου στο σταυροδρόμι Ευρώπης - Ανατολής, η μυθολογική παραδοχή ότι στον τόπο αυτό γεννήθηκε η Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς, του έρωτα και της γονιμότητας και το πανέμορφο φυσικό της περιβάλλον, ανέδειξαν το νησί σε πρωταγωνιστή της κοινωνικής πολιτικής και -κυρίως- πολιτιστικής εξέλιξης της πλειονότητας των λαών της Μεσογείου.
Οι μαρτυρίες των ιστορικών, των καλλιτεχνών και των φιλοσόφων, από την αρχαιότητα έως σήμερα, αποδεικνύουν περίτρανα πως το εύφορο νησί προορίστηκε να διαδραματίσει τον γοητευτικό αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δύσκολο ρόλο της "γέφυρας" που θα ένωνε τους δυο διαφορετικούς κόσμους της Δύσης και της Ανατολής. Η στρατηγική της θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, χάραξε τη "μοίρα" της με περιόδους θεαματικής ανάπτυξης και κυριαρχίας στη Μεσόγειο αλλά και με μία πολυτάραχη ιστορία.
Στο διάβα της ιστορικής διαδρομής της, η Κύπρος περνά δύσκολα χρόνια από τις επιδρομές των Περσών και στις περιόδους της Φραγκοκρατίας, της Ενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας, μα και περιόδους πολιτιστικής άνθησης - δείγμα της ποιοτικής δομής των κατοίκων της. Πολλοί οι ζηλωτές του νησιού του Ευαγόρα. Θα σημαδέψουν τον ιστορικό του βίο με ανείπωτες καταστροφές και ανθρώπινες τραγωδίες, χωρίς να μπορέσουν ν' αλλάξουν την ελληνικότητά του. Τη μαρτυρούν, άλλωστε, τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, από τα οποία διαπιστώνονται το όμαιμο, το ομόγλωσσο, τα κοινά των θεών ιδρύματα, τα ομότροπα ήθη και έθιμα και η πάτρια γη, δηλαδή η ενότητα του πολιτισμού των κατοίκων του.
Σύμφωνα με τον "Ομηρικό Ύμνο" της Αφροδίτης, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς γεννήθηκε σε κάποια ακτή της Κύπρου, "όπου η υγρή πνοή του Ζέφυρου την έσπρωξε πάνω στον λευκό αφρό, ανάμεσα στα κύματα της πολυθόρυβης θάλασσας. Και οι Ώρες με χαρά τη δέχτηκαν και την έντυσαν μ' αθάνατα ρούχα κι ένα στέμμα από χρυσάφι αστραφτερό της έβαλαν στο κεφάλι, θαυμαστό. Και με περιδέραια χρυσά στόλισαν το λευκό της στήθος και τον λεπτό της το λαιμό. Και την οδήγησαν στους αθάνατους μόλις τελείωσαν το στολισμό. Όλοι τη χαιρετούν και της δίνουν το χέρι κι ο καθένας να την κάνει σύζυγο επιθυμεί και να τη φέρει στο σπιτικό του". Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το σύνολο των ειδικών παρουσιάζει ο περίφημος ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η αρχαιότερη αναφορά του γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια. Ο Βιργίλιος αναφέρει ότι στον ναό υπήρχαν όχι ένας, αλλά εκατό βωμοί.
Ουρανία
Ο Ηρόδοτος ονομάζει την Παφία Αφροδίτη Ουρανία, και τη συσχετίζει με θεότητα από την παλαιστινιακή πόλη Ασκάλωνα, ενώ ο Παυσανίας βλέπει στη θεότητα αυτή ασσυριακή καταγωγή ("πρώτοις δε ανθρώπων Ασσυρίοις κατέστη σέβεσθαι την Ουρανίαν, μετά δε Ασσυρίους Κυπρίων Παφίοις και Φοινίκων τοις Ασκάλωνα έχουσιν εν τη Παλαιστίνη").
Ο ναός, κατά τη μυθολογία, ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αέριο ή τον Κινύρα. Το σχήμα του ναού αποδίδεται σε νομίσματα που κόπηκαν στην Κύπρο μετά την καταστροφή του από τον σεισμό της εποχής του Αυγούστου και την ανοικοδόμησή του, το 15 π.Χ.
Αντίγραφο του σχήματος αυτού βρέθηκε σε χρυσή πλάκα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στις Μυκήνες, από τον Ε. Σλήμαν. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο στα νομίσματα όσο και στη χρυσή πλάκα των Μυκηνών, το σχήμα παρέμεινε το ίδιο, χωρίς καμιά διαφοροποίηση. Ορισμένοι εκτιμούν ότι ο περίφημος αυτός ναός της Αφροδίτης έμοιαζε με τον ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα και με αυτόν της Βύβλου στη Φοινίκη.
Ο πολιτισμός της Κύπρου ανάγεται σε πολύ παλιά εποχή. Τα αρχαιότερα λείψανα πολιτισμού χρονολογούνται πριν από 8.000 χρόνια. Η κυπριακή προϊστορία χρονολογείται από τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. Η Κύπρος, αν και μικρό νησί, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μεσογείου. Ως πρώτοι κάτοικοί της αναφέρονται Θεσσαλοί, Μακεδόνες και μικρός αριθμός Αρμενίων.
Αφομοιώνονται με τους ιθαγενείς του νησιού και δημιουργούν τον πολιτισμό της Νεολιθικής Εποχής (5.800-2.500 π.Χ.) στον οικισμό της Χοιροκοιτίας, του οποίου η αρχαιότερη φάση είναι η κεραμική, με αγγεία που φέρουν ερυθρή διακόσμηση.
Τα προϊστορικά ειδώλια που βρέθηκαν στη Χοιροκοιτία φέρουν υποτυπώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος και ανήκουν στην Πρώιμη Προϊστορική περίοδο, ενώ σε μεταγενέστερη περίοδο, τη Νεολιθική ΙΙ, σημαντικά αντικείμενα κάνουν την εμφάνισή τους, όπως ο λίθινος διακοσμημένος φαλλός από τον Άγιο Επίκτητο - Βρύση, οικισμό, στη βόρεια Κύπρο, που αναφέρεται στη γονιμότητα.
Στη Χαλκολιθική Εποχή ανήκουν τα ειδώλια της σχηματοποιημένης γυμνής θεάς, της θεάς της γονιμότητας, που κάνει την εμφάνισή της σε πολλούς οικισμούς της ίδιας περιόδου, όπως η Λέμπα και η Σουσκιού.
Τις καταλυτικές αλλαγές, ωστόσο, που θα σημαδέψουν και τη μελλοντική πολιτιστική πορεία του νησιού, έφερε η ανακάλυψη του χαλκού. Στην Eποχή του Χαλκού (2.500-1.550 π.Χ.), η αγγειοπλαστική και η αρχιτεκτονική παρουσιάζουν θαυμάσια έργα, κυρίως με εγχάρακτη διακόσμηση, η οποία αποτυπώνεται σε νέου τύπου αγγεία με γραπτή διακόσμηση σε λευκή βάση.
Η Eποχή του Xαλκού
Η ανακάλυψη του χαλκού έδωσε στην Κύπρο τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης και στο νησί συντελείται μια κοσμογονία. Εγκαταλείπονται οι υφιστάμενοι συνοικισμοί της Νεολιθικής Εποχής, που ήταν κυρίως στην Πάφο, και ο πληθυσμός τραβά στο εσωτερικό του νησιού, δηλαδή κοντά στις πηγές του χαλκού και στις ανατολικές περιοχές, κυρίως στην Καρπασία και στη Μεσαορία.
Τούτη η μετακίνηση ήταν αναγκαία γιατί η ανακάλυψη του χαλκού έδωσε τεράστιες δυνατότητες στη γεωργία με την κατασκευή νέων, πιο αποδοτικών εργαλείων. Την εποχή αυτή σημειώνεται και μια μετακίνηση πληθυσμών από τη Μικρά Ασία προς την Κύπρο, που οφείλεται σε κάποια καταστροφή του εκεί πολιτισμού. Οι νέοι άποικοι, που προέρχονται από την περιοχή του Ικονίου, φέρνουν μαζί τους και την κεραμική τους τέχνη και πυκνώνουν τον πληθυσμό στην περιοχή από τη Φιλιά ως τη Βασίλεια και τη Λευκωσία. Οι μεγαλύτεροι συνοικισμοί της εποχής βρίσκονται στις περιοχές του Πολιτικού, του Αμπελικού και των Κατυδάτων, όπου υπάρχουν τα μεταλλεία χαλκού, στις περιοχές Δαλιού και Καρπασίας, όπου η γη είναι πλούσια για καλλιέργειες ή γειτονεύουν με τα εμπορικά κέντρα της Συρίας και Μικράς Ασίας και τέλος - στην περιοχή της Μόρφου ως τη Λευκωσία.
Οι εμπορικές σχέσεις την περίοδο αυτή γίνονται κυρίως με τη Συρία και με τη Μ. Ασία. Βέβαια, τα κεραμικά δεν προέρχονται μόνο από την εισαγωγή. Πιθανότατα οι νέοι έποικοι έφεραν μαζί τους και τον πολιτισμό τους – πράγμα που σημαίνει μαζικό εποικισμό - επηρεάζοντας έτσι και την κυπριακή δημιουργία κυρίως στον τομέα της αγγειοπλαστικής.
Τα πλούσια κοιτάσματα του χαλκού δημιουργούν ανάπτυξη του εμπορίου και συντελούν στην ευημερία του νησιού. Όμως, από την επεξεργασία του χαλκού προκύπτουν και τα πρώτα όπλα.
Η Μέση Eποχή του Χαλκού είναι σχετικά μικρή και αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της προηγούμενης, χωρίς μεγάλες αλλαγές στη ζωή του τόπου, καθώς συνεχίζεται η παρουσία των προηγούμενων συνοικισμών και προστίθενται και νέοι. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού, κυρίως στο τέλος της, αναπτύσσεται σημαντικά η Νότια Κύπρος και την πρωτοπορία παίρνει η Καλοψίδα, που παρουσιάζεται ως το πιο δυναμικό εμπορικό κέντρο του νησιού και θέτει υπό τον έλεγχό της το εμπόριο με την Ανατολή. Η αλλαγή αυτή ενδεχομένως οφείλεται στους πειρατές που λεηλατούν τη βόρεια περιοχή και κυρίως στην εμφάνιση των Υκσώς, μιας πολεμικής φυλής που κυριάρχησε και στην Αίγυπτο για έναν αιώνα. Την αποτελούσαν νομάδες της Ασίας που εγκαταστάθηκαν, μετά την ήττα τους από τους Αιγυπτίους, στη Συρία και στην Παλαιστίνη και αφομοιώθηκαν. Ο πληθυσμός στρέφεται κυρίως στις νότιες περιοχές του νησιού, όπου και δημιουργεί και την πρώτη μεγάλη πόλη, την Καλοψίδα, που λίγο αργότερα θα την υποκαταστήσει η Έγκωμη.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού
Σημαντικό ορόσημο για την πολιτιστική ανάπτυξη του νησιού είναι η Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550-1050 π.Χ.). Τότε φτάνουν στο νησί οι Αχαιοί, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τη γλώσσα, τη γραφή, την τέχνη, τη θρησκεία και τα έθιμά τους. Ο Τεύκρος, άριστος τοξότης του Αγαμέμνονα στον Τρωικό Πόλεμο (1110 π.Χ.), έρχεται στο νησί και ιδρύει τη Σαλαμίνα. Η Κύπρος έχει εξελληνιστεί πλήρως πολύ πριν το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ. Με τον ερχομό των Ελλήνων από την ηπειρωτική Ελλάδα, πλημμυρίζεται από μυκηναϊκά αγγεία, κοσμήματα και άλλα είδη τέχνης. Μερικά από τα πολιτιστικά θέματα είναι ανθρώπινες μορφές, μορφές ζώων, κοσμήματα και μεγάλα αγάλματα του κερασφόρου θεού.
Στη Γεωμετρική Εποχή (1050-700 π.Χ.) οι αλλαγές στην Ελλάδα (πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού και εμφάνιση των Δωριέων) δεν επηρεάζουν τον κυπριακό πολιτισμό.
Στην Αρχαϊκή Εποχή (700-475 π.Χ.), η Κύπρος είναι πλέον προχωρημένο κέντρο του ελληνισμού. Η κεραμική, η χρυσοχοΐα, η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία και άλλες επιστήμες βρίσκονται σε περίοδο ακμής. Η γλυπτική εξελίσσεται σε ελληνική αρχαϊκή τέχνη. Τα έθιμα ταφής είναι ομηρικά. Όλα θυμίζουν τον ζωγραφικό ρυθμό της μυκηναϊκής τέχνης. Νέα μορφή κεραμικής είναι εκείνη του "ελεύθερου εδάφους" (διακοσμητική σύνθεση χωρίς πλαίσιο). Να τονίσουμε εδώ ότι στην κυπριακή γλώσσα διατηρούνται πολλές λέξεις από την αρχαία ελληνική.
(έχει και συνέχεια αλλά τώρα βαριέμαι...)
της Π. Γκριζώνη
Η ΚΑΙΡΙΑ θέση της Κύπρου στο σταυροδρόμι Ευρώπης - Ανατολής, η μυθολογική παραδοχή ότι στον τόπο αυτό γεννήθηκε η Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς, του έρωτα και της γονιμότητας και το πανέμορφο φυσικό της περιβάλλον, ανέδειξαν το νησί σε πρωταγωνιστή της κοινωνικής πολιτικής και -κυρίως- πολιτιστικής εξέλιξης της πλειονότητας των λαών της Μεσογείου.
Οι μαρτυρίες των ιστορικών, των καλλιτεχνών και των φιλοσόφων, από την αρχαιότητα έως σήμερα, αποδεικνύουν περίτρανα πως το εύφορο νησί προορίστηκε να διαδραματίσει τον γοητευτικό αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δύσκολο ρόλο της "γέφυρας" που θα ένωνε τους δυο διαφορετικούς κόσμους της Δύσης και της Ανατολής. Η στρατηγική της θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, χάραξε τη "μοίρα" της με περιόδους θεαματικής ανάπτυξης και κυριαρχίας στη Μεσόγειο αλλά και με μία πολυτάραχη ιστορία.
Στο διάβα της ιστορικής διαδρομής της, η Κύπρος περνά δύσκολα χρόνια από τις επιδρομές των Περσών και στις περιόδους της Φραγκοκρατίας, της Ενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας, μα και περιόδους πολιτιστικής άνθησης - δείγμα της ποιοτικής δομής των κατοίκων της. Πολλοί οι ζηλωτές του νησιού του Ευαγόρα. Θα σημαδέψουν τον ιστορικό του βίο με ανείπωτες καταστροφές και ανθρώπινες τραγωδίες, χωρίς να μπορέσουν ν' αλλάξουν την ελληνικότητά του. Τη μαρτυρούν, άλλωστε, τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, από τα οποία διαπιστώνονται το όμαιμο, το ομόγλωσσο, τα κοινά των θεών ιδρύματα, τα ομότροπα ήθη και έθιμα και η πάτρια γη, δηλαδή η ενότητα του πολιτισμού των κατοίκων του.
Σύμφωνα με τον "Ομηρικό Ύμνο" της Αφροδίτης, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς γεννήθηκε σε κάποια ακτή της Κύπρου, "όπου η υγρή πνοή του Ζέφυρου την έσπρωξε πάνω στον λευκό αφρό, ανάμεσα στα κύματα της πολυθόρυβης θάλασσας. Και οι Ώρες με χαρά τη δέχτηκαν και την έντυσαν μ' αθάνατα ρούχα κι ένα στέμμα από χρυσάφι αστραφτερό της έβαλαν στο κεφάλι, θαυμαστό. Και με περιδέραια χρυσά στόλισαν το λευκό της στήθος και τον λεπτό της το λαιμό. Και την οδήγησαν στους αθάνατους μόλις τελείωσαν το στολισμό. Όλοι τη χαιρετούν και της δίνουν το χέρι κι ο καθένας να την κάνει σύζυγο επιθυμεί και να τη φέρει στο σπιτικό του". Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το σύνολο των ειδικών παρουσιάζει ο περίφημος ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η αρχαιότερη αναφορά του γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια. Ο Βιργίλιος αναφέρει ότι στον ναό υπήρχαν όχι ένας, αλλά εκατό βωμοί.
Ουρανία
Ο Ηρόδοτος ονομάζει την Παφία Αφροδίτη Ουρανία, και τη συσχετίζει με θεότητα από την παλαιστινιακή πόλη Ασκάλωνα, ενώ ο Παυσανίας βλέπει στη θεότητα αυτή ασσυριακή καταγωγή ("πρώτοις δε ανθρώπων Ασσυρίοις κατέστη σέβεσθαι την Ουρανίαν, μετά δε Ασσυρίους Κυπρίων Παφίοις και Φοινίκων τοις Ασκάλωνα έχουσιν εν τη Παλαιστίνη").
Ο ναός, κατά τη μυθολογία, ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αέριο ή τον Κινύρα. Το σχήμα του ναού αποδίδεται σε νομίσματα που κόπηκαν στην Κύπρο μετά την καταστροφή του από τον σεισμό της εποχής του Αυγούστου και την ανοικοδόμησή του, το 15 π.Χ.
Αντίγραφο του σχήματος αυτού βρέθηκε σε χρυσή πλάκα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στις Μυκήνες, από τον Ε. Σλήμαν. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο στα νομίσματα όσο και στη χρυσή πλάκα των Μυκηνών, το σχήμα παρέμεινε το ίδιο, χωρίς καμιά διαφοροποίηση. Ορισμένοι εκτιμούν ότι ο περίφημος αυτός ναός της Αφροδίτης έμοιαζε με τον ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα και με αυτόν της Βύβλου στη Φοινίκη.
Ο πολιτισμός της Κύπρου ανάγεται σε πολύ παλιά εποχή. Τα αρχαιότερα λείψανα πολιτισμού χρονολογούνται πριν από 8.000 χρόνια. Η κυπριακή προϊστορία χρονολογείται από τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. Η Κύπρος, αν και μικρό νησί, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μεσογείου. Ως πρώτοι κάτοικοί της αναφέρονται Θεσσαλοί, Μακεδόνες και μικρός αριθμός Αρμενίων.
Αφομοιώνονται με τους ιθαγενείς του νησιού και δημιουργούν τον πολιτισμό της Νεολιθικής Εποχής (5.800-2.500 π.Χ.) στον οικισμό της Χοιροκοιτίας, του οποίου η αρχαιότερη φάση είναι η κεραμική, με αγγεία που φέρουν ερυθρή διακόσμηση.
Τα προϊστορικά ειδώλια που βρέθηκαν στη Χοιροκοιτία φέρουν υποτυπώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος και ανήκουν στην Πρώιμη Προϊστορική περίοδο, ενώ σε μεταγενέστερη περίοδο, τη Νεολιθική ΙΙ, σημαντικά αντικείμενα κάνουν την εμφάνισή τους, όπως ο λίθινος διακοσμημένος φαλλός από τον Άγιο Επίκτητο - Βρύση, οικισμό, στη βόρεια Κύπρο, που αναφέρεται στη γονιμότητα.
Στη Χαλκολιθική Εποχή ανήκουν τα ειδώλια της σχηματοποιημένης γυμνής θεάς, της θεάς της γονιμότητας, που κάνει την εμφάνισή της σε πολλούς οικισμούς της ίδιας περιόδου, όπως η Λέμπα και η Σουσκιού.
Τις καταλυτικές αλλαγές, ωστόσο, που θα σημαδέψουν και τη μελλοντική πολιτιστική πορεία του νησιού, έφερε η ανακάλυψη του χαλκού. Στην Eποχή του Χαλκού (2.500-1.550 π.Χ.), η αγγειοπλαστική και η αρχιτεκτονική παρουσιάζουν θαυμάσια έργα, κυρίως με εγχάρακτη διακόσμηση, η οποία αποτυπώνεται σε νέου τύπου αγγεία με γραπτή διακόσμηση σε λευκή βάση.
Η Eποχή του Xαλκού
Η ανακάλυψη του χαλκού έδωσε στην Κύπρο τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης και στο νησί συντελείται μια κοσμογονία. Εγκαταλείπονται οι υφιστάμενοι συνοικισμοί της Νεολιθικής Εποχής, που ήταν κυρίως στην Πάφο, και ο πληθυσμός τραβά στο εσωτερικό του νησιού, δηλαδή κοντά στις πηγές του χαλκού και στις ανατολικές περιοχές, κυρίως στην Καρπασία και στη Μεσαορία.
Τούτη η μετακίνηση ήταν αναγκαία γιατί η ανακάλυψη του χαλκού έδωσε τεράστιες δυνατότητες στη γεωργία με την κατασκευή νέων, πιο αποδοτικών εργαλείων. Την εποχή αυτή σημειώνεται και μια μετακίνηση πληθυσμών από τη Μικρά Ασία προς την Κύπρο, που οφείλεται σε κάποια καταστροφή του εκεί πολιτισμού. Οι νέοι άποικοι, που προέρχονται από την περιοχή του Ικονίου, φέρνουν μαζί τους και την κεραμική τους τέχνη και πυκνώνουν τον πληθυσμό στην περιοχή από τη Φιλιά ως τη Βασίλεια και τη Λευκωσία. Οι μεγαλύτεροι συνοικισμοί της εποχής βρίσκονται στις περιοχές του Πολιτικού, του Αμπελικού και των Κατυδάτων, όπου υπάρχουν τα μεταλλεία χαλκού, στις περιοχές Δαλιού και Καρπασίας, όπου η γη είναι πλούσια για καλλιέργειες ή γειτονεύουν με τα εμπορικά κέντρα της Συρίας και Μικράς Ασίας και τέλος - στην περιοχή της Μόρφου ως τη Λευκωσία.
Οι εμπορικές σχέσεις την περίοδο αυτή γίνονται κυρίως με τη Συρία και με τη Μ. Ασία. Βέβαια, τα κεραμικά δεν προέρχονται μόνο από την εισαγωγή. Πιθανότατα οι νέοι έποικοι έφεραν μαζί τους και τον πολιτισμό τους – πράγμα που σημαίνει μαζικό εποικισμό - επηρεάζοντας έτσι και την κυπριακή δημιουργία κυρίως στον τομέα της αγγειοπλαστικής.
Τα πλούσια κοιτάσματα του χαλκού δημιουργούν ανάπτυξη του εμπορίου και συντελούν στην ευημερία του νησιού. Όμως, από την επεξεργασία του χαλκού προκύπτουν και τα πρώτα όπλα.
Η Μέση Eποχή του Χαλκού είναι σχετικά μικρή και αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της προηγούμενης, χωρίς μεγάλες αλλαγές στη ζωή του τόπου, καθώς συνεχίζεται η παρουσία των προηγούμενων συνοικισμών και προστίθενται και νέοι. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού, κυρίως στο τέλος της, αναπτύσσεται σημαντικά η Νότια Κύπρος και την πρωτοπορία παίρνει η Καλοψίδα, που παρουσιάζεται ως το πιο δυναμικό εμπορικό κέντρο του νησιού και θέτει υπό τον έλεγχό της το εμπόριο με την Ανατολή. Η αλλαγή αυτή ενδεχομένως οφείλεται στους πειρατές που λεηλατούν τη βόρεια περιοχή και κυρίως στην εμφάνιση των Υκσώς, μιας πολεμικής φυλής που κυριάρχησε και στην Αίγυπτο για έναν αιώνα. Την αποτελούσαν νομάδες της Ασίας που εγκαταστάθηκαν, μετά την ήττα τους από τους Αιγυπτίους, στη Συρία και στην Παλαιστίνη και αφομοιώθηκαν. Ο πληθυσμός στρέφεται κυρίως στις νότιες περιοχές του νησιού, όπου και δημιουργεί και την πρώτη μεγάλη πόλη, την Καλοψίδα, που λίγο αργότερα θα την υποκαταστήσει η Έγκωμη.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού
Σημαντικό ορόσημο για την πολιτιστική ανάπτυξη του νησιού είναι η Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550-1050 π.Χ.). Τότε φτάνουν στο νησί οι Αχαιοί, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τη γλώσσα, τη γραφή, την τέχνη, τη θρησκεία και τα έθιμά τους. Ο Τεύκρος, άριστος τοξότης του Αγαμέμνονα στον Τρωικό Πόλεμο (1110 π.Χ.), έρχεται στο νησί και ιδρύει τη Σαλαμίνα. Η Κύπρος έχει εξελληνιστεί πλήρως πολύ πριν το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ. Με τον ερχομό των Ελλήνων από την ηπειρωτική Ελλάδα, πλημμυρίζεται από μυκηναϊκά αγγεία, κοσμήματα και άλλα είδη τέχνης. Μερικά από τα πολιτιστικά θέματα είναι ανθρώπινες μορφές, μορφές ζώων, κοσμήματα και μεγάλα αγάλματα του κερασφόρου θεού.
Στη Γεωμετρική Εποχή (1050-700 π.Χ.) οι αλλαγές στην Ελλάδα (πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού και εμφάνιση των Δωριέων) δεν επηρεάζουν τον κυπριακό πολιτισμό.
Στην Αρχαϊκή Εποχή (700-475 π.Χ.), η Κύπρος είναι πλέον προχωρημένο κέντρο του ελληνισμού. Η κεραμική, η χρυσοχοΐα, η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία και άλλες επιστήμες βρίσκονται σε περίοδο ακμής. Η γλυπτική εξελίσσεται σε ελληνική αρχαϊκή τέχνη. Τα έθιμα ταφής είναι ομηρικά. Όλα θυμίζουν τον ζωγραφικό ρυθμό της μυκηναϊκής τέχνης. Νέα μορφή κεραμικής είναι εκείνη του "ελεύθερου εδάφους" (διακοσμητική σύνθεση χωρίς πλαίσιο). Να τονίσουμε εδώ ότι στην κυπριακή γλώσσα διατηρούνται πολλές λέξεις από την αρχαία ελληνική.
(έχει και συνέχεια αλλά τώρα βαριέμαι...)
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΡΠΑΣΙΩΝ
Στα ακριτικά άσματα της Κύπρου εξέχουσα θέση έχουν, όσα εξυμνούν την υπεράνθρωπην ανδρεία του Κωνσταντά και του Διγενή. Δεν αναφέρεται σε κανένα όμως από αυτά από που πήραν την τόση ανδρεία και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσουν την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχαν. Αυτό το αναφέρουν δυο παραδόσεις οι οποίες ευτυχώς διασώθηκαν και προέρχονται από τα δυο άκρα της Κύπρου. Από την Καρπασία στα ανατολικά, και από την Πάφο στα δυτικά. Η μία από αυτές προέρχεται από το χωριό Κώμη του Γιαλού της Καρπασίας, την οποία υπηγόρευσε ο αναλφάβητος κηπουρός Τριαντάφυλλος Γιαννή, ηλικίας τριάντα ετών την 28η Απριλίου του 1921, ενώ η άλλη προέρχετε από το χωριό Αρόδες της Πάφου, και την υπηγορεύσεν ο αναλφάβητος Ττοουλής Βουαλλής, τσαγκάρης στο επάγγελμα, ηλικίας σαρανταπέντε ετών, στις 22 Οκτωβρίου του 1923. Κατεγράφησαν όπως τις υπηγόρευσαν και τις δυο στην Κυπριακή διάλεκτο.
Η παράδοση κατά Παφίους
Ο Διενής τζι ο Κωνσταντάς ήταν αέρκια. Τον τζαιρόν που επααίναν εις το σκολείον ήταν έτσου κατακομμένοι με κάτι κατακομμένα ρούχα τζι ελέαν τους τα κοπελλούδκια τα άλλα πως εν λυτσιαρίδκια τζι εδέρναν τους τζι εκλαίασιν τα κακορίζικα, τζι επαρακαλούσαν ούλλην την νύχταν τον Θεόν να τους κάμη μιαν ευκολίαν, να γλυτώσσουν που τα σσιέρκα των άλλων κοπελλουδκιών, να τους δώκει μιαν χάριν. Που τες πολλές βολές, άκουσεν τους ο Θεός, τζι έστειλεν άντζελον τζι εκατέην τζι αρώτησέν τους είντα που θέλουν που τον Θεόν τζιαί κάμνουν τόσην δέησιν. Τζιαί τζείνοι εν εζητήσασιν που τον Θεόν με ρηάλλια, με πλούτη, μόνον εζητήσαν που τον Θεόν δύναμιν. Επήεν ο άντζελος τζι είπεν του το του Θεού, ότι εν εζητούσιν τίποτε , μόνον δύναμιν. Ο Θεός έστειλεν τον άντζελον τζι έδωκέν τους δύναμιν. Άμα τους έδωκεν δύναμιν, έδωκεν τους τόσην πολλήν που εν τους εσήκωννεν η γη. Κατόπιν εκλαύτησαν εις τον Θεόν τζι εκατέην πάλε ο άντζελος τζι έδωκεν τους δύναμιν τόσην, όσον τζι έσωννέν τους η γή. Όταν τους έδωκεν τζείνην την δύναμιν, σαν επααίνναν εις το σκολείον, τα κοπελλούδκια ενομίζαν πως ήταν τα λυτσιαρίδκια, τζι εγυρέβκαν να τα δέρουν. Τα λυτσιαρίδκια, όπου εντζίζαν επεθανίσκαν τα άλλα κοπελλούδκια. Εδιούσαν τους τον πάτσον τζι εν ελαλούσαν μανά. Που τότες εφάνην η δύναμις τους. Εβκέησαν όξω του χωρκού τζιαί εβοράσαν που έναν άππαρον τζι εκαβαλλιτζέψαν που το Κτήμαν να παν την Πόλιν. Τα δικανίτζια τους, τούτα που εβαστούσαν ήταν νεβκές. Στον δρόμον που επααίννασιν, ο Θεός για να δη την καρκιάν τους, εγίνηκεν γέρος. Άμα εφτάσαν κοντά του, ο Διενής τζι ο Κωνσταντάς εσσαιρετίσαν τον. Λαλεί τους ο γέρος «Πεζάτε, τζιαί τανείτε μου να φορτωθώ το ισακκούϊν μου». Ο Διενής έφτασεν τζι εμπροδκιάην τζι έμεινεν ταπισών ο Κωνσταντάς. Ο Διενής λαλεί του: «Πέζα ολάν τζιαί τάνα του παππού μας να φορτωθή το ισακκούϊν». Εφανίστην του Κωνσταντά να μεν πεζέψη. Έμπηξεν το δικανίτζιν να φορτώση το ισακκούϊν του γέρου. Στο μπήμαν έσπασεν το δικανίτζιν, τζι εθύμωσεν ο Διενής τζι επέζεψεν. Έπκιασεν το ισάτζιν ήτσου, εσήκωσεν το πάνω, τζι εγύρεψεν να το φορτώση του γέρου. Ο γέρος εν εκαΐλισεν τζιαί λαλεί του : «Άηστο γυιέ μου τζι έσσιε την ευτζιήν μου, τζι εσήκωσες τον ήμισον κόσμον». Μέσα στο ισακκούϊν ο Θεός είσιεν τον ήμισον κόσμον.
Η παράδοση κατά Καρπασίτας
Μια βολάν είσσιεν έναν παιΐν τζιαί ήταν πολλά φτωχόν τζιαί κκέλικον. Ήταν αρφανός τζι που μάναν τζι που τζύριν. Λοιπόν το παιϊν επήαιννεν βοηχός όξω με τους βοσκούς τζιαί του ελαλούσαν : «Λάμνε, βρέ πέντα τες κουέλλες που τζεί». Τούτον, που τον επροστάζαν, εκάμναν του το κάθ' ημέρα. Λοιπόν, επαραπονιέτουν πως τον είχαν δύσκολα οι βοσσιοί. Μιαν ημέραν έκατσεν πάνω εις μιαν πέτραν μεάλην τζι αναστέναζεν εις τον Θεόν για όσα ετράβαν με τους βοσκούς. Έτσι σαν αναστέναζεν, εκατάλαβεν ότι ετάραξεν η πέτρα η μεάλη που τον τόπον της. Λοιπόν, που την ώραν τζείνην εδυνάμωσεν το κορμίν του, τζι εφανίστην του να διτζιμάση αν εδυνάμωσεν που τ' αλήθκεια το κορμίν του, τζι έπκιασεν μιαν άλλην πέτραν με το σιέριν του, που είσσιεν πάνω- κάτω δκιακόσιες οκκάες βάρος. Τούτη η πέτρα εφάνηκεν του τόσον ελαφρυά, που ήτουν σαν να είσσιεν δκιακόσια δράμια βάρος. Γύριση μέρα, είπαν του οι βοσσιοί πάλε «Κόψε βρε τες κουέλλες πο' τζει, βρε παλαιόκκελε». Τότες ο παλαιόκκελος αντιστάθηκεν του βοσκού, τζι ο βοσκός τότες εθύμωσεν τζι εμούνταρεν πάνω στον κακορίζικον τον κκέλην με τον σκοπόν να τον δέρη. Εγύρισεν τότε το σσιέριν του ο κκέλης τζι έδωσεν του έναν πάτσον, τζι εστρέβλιασεν η μουτσούνα του πίσω του τζι εξέρναν γαίμαν. Τότες οι άλλοι βοσσιοί, άμα είδαν τον σύντροφον τους, που τον έκαμεν ο κκέλης τέθκοιον χάλιν, εβουρίσαν τζιαί τούτοι θυμωμένοι να του δείξουν είντα λοής ένι τα παλλικάρκα, τζιαί τους έκαμεν τζιαί τζείνους σσιειρόττερα παρά του πρώτου. Τζι εκαταλάβασιν πως ήταν που τον Θεόν η χάρι, που είσσιεν ο παλαιόκκελος τζιαί τότες εσύραν πίσω.
Ο Κκέλης λοιπόν αφού εκατάλαβεν την δύναμιν του τζιαί την χάριν του, έπκιασεν τζι έναν αππάριν τζι εδκιατζινέβκετουν εις τον κόσμον, τζι όπου αν ακούση ότι είσσιεν έναν παλλικάριν επήαιννεν να το δη. Ηύρεν έναν παλλικάριν που το ελαλούσαν Γιάννην. Τζι είσσιεν αυτός ο Γιάννης μιαν γυναίκα που ήταν πολλά ώμορφη. Λοιπόν, ο Κκέλης εμούνταρεν πάνω του τζιαί του την επήρεν. Εφανίστην του Γιάννη να ποταβριστή πάνω στον κκέλη. «Βρε», λαλεί του «Πκοιός είσε εσύ τζι ήρτες να μου πάρης την γυναίκαν μου;» Λαλεί του, «Είμαι ο Διενής ο Κκέλης που ακούεις». Ο Γιάννης ετσίππωσεν πάνω στον Διενήν για να τον κατακόψη. Εγύρισεν τότες το σσιέριν του ο Κκέλης τζιαί σφίγγει του έναν πάτσον του Γιάννη τζιαί τον εμεσοσκότωσεν. Ο Γιάννης έμεινεν τζει 'αμμαί τζι έχασκεν, τζι ο Διενής έπκιασεν την γεναίκαν του τζι έφυεν.
Υστερα που γρόνια, άμα ο Διενής εκατάλαβεν ότι εν να ξηψυσσίση, αρώτησεν την κάλην του :
-Εγιώ μέλλω να πεθάνω τζι όταν πεθάνω, πκοιόν μέλλεις να πάρεις;
- Διενή μου, τον Γιάννη μου είχα άντραν, τον Γιάννη μου πάλε εν να πάρω.
- Καλόν, γρυσή μου, έλα κοντά μου να ποσσιαιρετιστούμε τζι όταν πάω εγιώ, όπκοιον θέλεις πάρε.
Επήεν τζι η κάλη του να ποσσιαιρετιστούσιν τζι έβαλεν την μέσ' τ΄αγκάλια του, πως εν να φιληθούσιν τζι έσφιξέν την τζιαί μαζίν εξηψυσίσαν.
Πηγή: Κυπριακά Γράμματα 1938. Τα έργα τέχνης είναι του χαράκτη Χαμπή.
Στα ακριτικά άσματα της Κύπρου εξέχουσα θέση έχουν, όσα εξυμνούν την υπεράνθρωπην ανδρεία του Κωνσταντά και του Διγενή. Δεν αναφέρεται σε κανένα όμως από αυτά από που πήραν την τόση ανδρεία και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσουν την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχαν. Αυτό το αναφέρουν δυο παραδόσεις οι οποίες ευτυχώς διασώθηκαν και προέρχονται από τα δυο άκρα της Κύπρου. Από την Καρπασία στα ανατολικά, και από την Πάφο στα δυτικά. Η μία από αυτές προέρχεται από το χωριό Κώμη του Γιαλού της Καρπασίας, την οποία υπηγόρευσε ο αναλφάβητος κηπουρός Τριαντάφυλλος Γιαννή, ηλικίας τριάντα ετών την 28η Απριλίου του 1921, ενώ η άλλη προέρχετε από το χωριό Αρόδες της Πάφου, και την υπηγορεύσεν ο αναλφάβητος Ττοουλής Βουαλλής, τσαγκάρης στο επάγγελμα, ηλικίας σαρανταπέντε ετών, στις 22 Οκτωβρίου του 1923. Κατεγράφησαν όπως τις υπηγόρευσαν και τις δυο στην Κυπριακή διάλεκτο.
Η παράδοση κατά Παφίους
Ο Διενής τζι ο Κωνσταντάς ήταν αέρκια. Τον τζαιρόν που επααίναν εις το σκολείον ήταν έτσου κατακομμένοι με κάτι κατακομμένα ρούχα τζι ελέαν τους τα κοπελλούδκια τα άλλα πως εν λυτσιαρίδκια τζι εδέρναν τους τζι εκλαίασιν τα κακορίζικα, τζι επαρακαλούσαν ούλλην την νύχταν τον Θεόν να τους κάμη μιαν ευκολίαν, να γλυτώσσουν που τα σσιέρκα των άλλων κοπελλουδκιών, να τους δώκει μιαν χάριν. Που τες πολλές βολές, άκουσεν τους ο Θεός, τζι έστειλεν άντζελον τζι εκατέην τζι αρώτησέν τους είντα που θέλουν που τον Θεόν τζιαί κάμνουν τόσην δέησιν. Τζιαί τζείνοι εν εζητήσασιν που τον Θεόν με ρηάλλια, με πλούτη, μόνον εζητήσαν που τον Θεόν δύναμιν. Επήεν ο άντζελος τζι είπεν του το του Θεού, ότι εν εζητούσιν τίποτε , μόνον δύναμιν. Ο Θεός έστειλεν τον άντζελον τζι έδωκέν τους δύναμιν. Άμα τους έδωκεν δύναμιν, έδωκεν τους τόσην πολλήν που εν τους εσήκωννεν η γη. Κατόπιν εκλαύτησαν εις τον Θεόν τζι εκατέην πάλε ο άντζελος τζι έδωκεν τους δύναμιν τόσην, όσον τζι έσωννέν τους η γή. Όταν τους έδωκεν τζείνην την δύναμιν, σαν επααίνναν εις το σκολείον, τα κοπελλούδκια ενομίζαν πως ήταν τα λυτσιαρίδκια, τζι εγυρέβκαν να τα δέρουν. Τα λυτσιαρίδκια, όπου εντζίζαν επεθανίσκαν τα άλλα κοπελλούδκια. Εδιούσαν τους τον πάτσον τζι εν ελαλούσαν μανά. Που τότες εφάνην η δύναμις τους. Εβκέησαν όξω του χωρκού τζιαί εβοράσαν που έναν άππαρον τζι εκαβαλλιτζέψαν που το Κτήμαν να παν την Πόλιν. Τα δικανίτζια τους, τούτα που εβαστούσαν ήταν νεβκές. Στον δρόμον που επααίννασιν, ο Θεός για να δη την καρκιάν τους, εγίνηκεν γέρος. Άμα εφτάσαν κοντά του, ο Διενής τζι ο Κωνσταντάς εσσαιρετίσαν τον. Λαλεί τους ο γέρος «Πεζάτε, τζιαί τανείτε μου να φορτωθώ το ισακκούϊν μου». Ο Διενής έφτασεν τζι εμπροδκιάην τζι έμεινεν ταπισών ο Κωνσταντάς. Ο Διενής λαλεί του: «Πέζα ολάν τζιαί τάνα του παππού μας να φορτωθή το ισακκούϊν». Εφανίστην του Κωνσταντά να μεν πεζέψη. Έμπηξεν το δικανίτζιν να φορτώση το ισακκούϊν του γέρου. Στο μπήμαν έσπασεν το δικανίτζιν, τζι εθύμωσεν ο Διενής τζι επέζεψεν. Έπκιασεν το ισάτζιν ήτσου, εσήκωσεν το πάνω, τζι εγύρεψεν να το φορτώση του γέρου. Ο γέρος εν εκαΐλισεν τζιαί λαλεί του : «Άηστο γυιέ μου τζι έσσιε την ευτζιήν μου, τζι εσήκωσες τον ήμισον κόσμον». Μέσα στο ισακκούϊν ο Θεός είσιεν τον ήμισον κόσμον.
Η παράδοση κατά Καρπασίτας
Μια βολάν είσσιεν έναν παιΐν τζιαί ήταν πολλά φτωχόν τζιαί κκέλικον. Ήταν αρφανός τζι που μάναν τζι που τζύριν. Λοιπόν το παιϊν επήαιννεν βοηχός όξω με τους βοσκούς τζιαί του ελαλούσαν : «Λάμνε, βρέ πέντα τες κουέλλες που τζεί». Τούτον, που τον επροστάζαν, εκάμναν του το κάθ' ημέρα. Λοιπόν, επαραπονιέτουν πως τον είχαν δύσκολα οι βοσσιοί. Μιαν ημέραν έκατσεν πάνω εις μιαν πέτραν μεάλην τζι αναστέναζεν εις τον Θεόν για όσα ετράβαν με τους βοσκούς. Έτσι σαν αναστέναζεν, εκατάλαβεν ότι ετάραξεν η πέτρα η μεάλη που τον τόπον της. Λοιπόν, που την ώραν τζείνην εδυνάμωσεν το κορμίν του, τζι εφανίστην του να διτζιμάση αν εδυνάμωσεν που τ' αλήθκεια το κορμίν του, τζι έπκιασεν μιαν άλλην πέτραν με το σιέριν του, που είσσιεν πάνω- κάτω δκιακόσιες οκκάες βάρος. Τούτη η πέτρα εφάνηκεν του τόσον ελαφρυά, που ήτουν σαν να είσσιεν δκιακόσια δράμια βάρος. Γύριση μέρα, είπαν του οι βοσσιοί πάλε «Κόψε βρε τες κουέλλες πο' τζει, βρε παλαιόκκελε». Τότες ο παλαιόκκελος αντιστάθηκεν του βοσκού, τζι ο βοσκός τότες εθύμωσεν τζι εμούνταρεν πάνω στον κακορίζικον τον κκέλην με τον σκοπόν να τον δέρη. Εγύρισεν τότε το σσιέριν του ο κκέλης τζι έδωσεν του έναν πάτσον, τζι εστρέβλιασεν η μουτσούνα του πίσω του τζι εξέρναν γαίμαν. Τότες οι άλλοι βοσσιοί, άμα είδαν τον σύντροφον τους, που τον έκαμεν ο κκέλης τέθκοιον χάλιν, εβουρίσαν τζιαί τούτοι θυμωμένοι να του δείξουν είντα λοής ένι τα παλλικάρκα, τζιαί τους έκαμεν τζιαί τζείνους σσιειρόττερα παρά του πρώτου. Τζι εκαταλάβασιν πως ήταν που τον Θεόν η χάρι, που είσσιεν ο παλαιόκκελος τζιαί τότες εσύραν πίσω.
Ο Κκέλης λοιπόν αφού εκατάλαβεν την δύναμιν του τζιαί την χάριν του, έπκιασεν τζι έναν αππάριν τζι εδκιατζινέβκετουν εις τον κόσμον, τζι όπου αν ακούση ότι είσσιεν έναν παλλικάριν επήαιννεν να το δη. Ηύρεν έναν παλλικάριν που το ελαλούσαν Γιάννην. Τζι είσσιεν αυτός ο Γιάννης μιαν γυναίκα που ήταν πολλά ώμορφη. Λοιπόν, ο Κκέλης εμούνταρεν πάνω του τζιαί του την επήρεν. Εφανίστην του Γιάννη να ποταβριστή πάνω στον κκέλη. «Βρε», λαλεί του «Πκοιός είσε εσύ τζι ήρτες να μου πάρης την γυναίκαν μου;» Λαλεί του, «Είμαι ο Διενής ο Κκέλης που ακούεις». Ο Γιάννης ετσίππωσεν πάνω στον Διενήν για να τον κατακόψη. Εγύρισεν τότες το σσιέριν του ο Κκέλης τζιαί σφίγγει του έναν πάτσον του Γιάννη τζιαί τον εμεσοσκότωσεν. Ο Γιάννης έμεινεν τζει 'αμμαί τζι έχασκεν, τζι ο Διενής έπκιασεν την γεναίκαν του τζι έφυεν.
Υστερα που γρόνια, άμα ο Διενής εκατάλαβεν ότι εν να ξηψυσσίση, αρώτησεν την κάλην του :
-Εγιώ μέλλω να πεθάνω τζι όταν πεθάνω, πκοιόν μέλλεις να πάρεις;
- Διενή μου, τον Γιάννη μου είχα άντραν, τον Γιάννη μου πάλε εν να πάρω.
- Καλόν, γρυσή μου, έλα κοντά μου να ποσσιαιρετιστούμε τζι όταν πάω εγιώ, όπκοιον θέλεις πάρε.
Επήεν τζι η κάλη του να ποσσιαιρετιστούσιν τζι έβαλεν την μέσ' τ΄αγκάλια του, πως εν να φιληθούσιν τζι έσφιξέν την τζιαί μαζίν εξηψυσίσαν.
Πηγή: Κυπριακά Γράμματα 1938. Τα έργα τέχνης είναι του χαράκτη Χαμπή.
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πώς έθαβαν τους νεκρούς στην προϊστορική Κύπρο
"Ταφή νεκρού σε συνεσταλμένη στάση από τη Χοιροκοιτία"
Στους νεολιθικούς οικισμούς, όπως π.χ. στη Χοιροκοιτία, οι νεκροί θάβονταν κάτω από το δάπεδο των οικιών σε συνεσταλμένη στάση (με τα πόδια λυγισμένα στο στήθος), σε λακκοειδείς τάφους μαζί με λίθινα κτερί¬σματα (Αντικείμενα που τοποθετούνται μέσα στον τάφο μαζί με το νεκρό), όπως αγγεία, εργαλεία, όπλα και κοσμήματα. Σε μερικούς όμως οικισμούς, όπως την Καλαβασό Α', τη Σωτήρα, τη Φιλιά και τον Αγ. Επίκτητο, οι νεκροί θάβονταν σε νεκροταφεία και μάλιστα χωρίς κτερίσματα. Συνήθως έβαζαν μια πέτρα πάνω στο σώμα του νεκρού και, πρόσφεραν σ' αυτόν λίθινα κυρίως αγγεία. Παρόλο που η κατασκευή των αγγείων αυτών απαιτούσε πολύ μόχθο, εντούτοις τα πρόσφεραν στους νεκρούς, γιατί πίστευαν ότι, διαφορετικά, ο νεκρός θα επέστρεφε και θα τα διεκδικούσε. Τα έθιμα αυτά μαρτυρούν νεκροφοβία και πίστη στη συνέχιση της ζωής και μετά το θάνατο.
Στη Χοιροκοιτία και στον Απ. Ανδρέα - Κάστρος προσφέρονταν ως κτερίσματα λίθινα αγγεία, συχνότερα σε γυναίκες, παρά σε άντρες. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε στη Χοιροκοιτία και στην κεραμική περίοδο, με τη διαφορά πως τα λίθινα αγγεία βρέθηκαν σκόπιμα σπασμένα κατά την ταφή, γεγονός που υποδηλώνει κάποια ιεροτελεστία και λατρεία των νεκρών. Ίσως μάλιστα να υποδηλώνει ότι η γυναίκα κατείχε σημαντική θέση στη νεολιθική κοινω¬νία.
Τα ταφικά έθιμα της νεολιθικής Κύπρου παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνα της Ελλάδας και της Ανατολίας της ίδιας εποχής.
Όπως συμπεραίνουμε από τους σκελετούς τάφων της Χοιροκοιτίας, οι κάτοικοι ήταν κον¬τοί (1,60μ. περίπου οι άντρες και 1,50μ. οι γυναίκες) και πέθαιναν σε ηλικία 25-40 χρόνων.
Στο τέλος της Χαλκολιθικής εποχής διαπιστώνονται στην Καλαβασό - Μοσφίλια νέες κοι¬νωνικές συνήθειες από τον τρόπο ταφής των νεκρών. Εκτός δηλαδή από τους πολλαπλούς τάφους εμφανίζονται και θαλαμοειδείς λαξευτοί που χρησιμοποιούνταν ως τη Ρωμαϊκή πε¬ρίοδο.
Πηγή: "Ιστορία της Κύπρου - Από τη Νεολιθική μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή"
"Ταφή νεκρού σε συνεσταλμένη στάση από τη Χοιροκοιτία"
Στους νεολιθικούς οικισμούς, όπως π.χ. στη Χοιροκοιτία, οι νεκροί θάβονταν κάτω από το δάπεδο των οικιών σε συνεσταλμένη στάση (με τα πόδια λυγισμένα στο στήθος), σε λακκοειδείς τάφους μαζί με λίθινα κτερί¬σματα (Αντικείμενα που τοποθετούνται μέσα στον τάφο μαζί με το νεκρό), όπως αγγεία, εργαλεία, όπλα και κοσμήματα. Σε μερικούς όμως οικισμούς, όπως την Καλαβασό Α', τη Σωτήρα, τη Φιλιά και τον Αγ. Επίκτητο, οι νεκροί θάβονταν σε νεκροταφεία και μάλιστα χωρίς κτερίσματα. Συνήθως έβαζαν μια πέτρα πάνω στο σώμα του νεκρού και, πρόσφεραν σ' αυτόν λίθινα κυρίως αγγεία. Παρόλο που η κατασκευή των αγγείων αυτών απαιτούσε πολύ μόχθο, εντούτοις τα πρόσφεραν στους νεκρούς, γιατί πίστευαν ότι, διαφορετικά, ο νεκρός θα επέστρεφε και θα τα διεκδικούσε. Τα έθιμα αυτά μαρτυρούν νεκροφοβία και πίστη στη συνέχιση της ζωής και μετά το θάνατο.
Στη Χοιροκοιτία και στον Απ. Ανδρέα - Κάστρος προσφέρονταν ως κτερίσματα λίθινα αγγεία, συχνότερα σε γυναίκες, παρά σε άντρες. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε στη Χοιροκοιτία και στην κεραμική περίοδο, με τη διαφορά πως τα λίθινα αγγεία βρέθηκαν σκόπιμα σπασμένα κατά την ταφή, γεγονός που υποδηλώνει κάποια ιεροτελεστία και λατρεία των νεκρών. Ίσως μάλιστα να υποδηλώνει ότι η γυναίκα κατείχε σημαντική θέση στη νεολιθική κοινω¬νία.
Τα ταφικά έθιμα της νεολιθικής Κύπρου παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνα της Ελλάδας και της Ανατολίας της ίδιας εποχής.
Όπως συμπεραίνουμε από τους σκελετούς τάφων της Χοιροκοιτίας, οι κάτοικοι ήταν κον¬τοί (1,60μ. περίπου οι άντρες και 1,50μ. οι γυναίκες) και πέθαιναν σε ηλικία 25-40 χρόνων.
Στο τέλος της Χαλκολιθικής εποχής διαπιστώνονται στην Καλαβασό - Μοσφίλια νέες κοι¬νωνικές συνήθειες από τον τρόπο ταφής των νεκρών. Εκτός δηλαδή από τους πολλαπλούς τάφους εμφανίζονται και θαλαμοειδείς λαξευτοί που χρησιμοποιούνταν ως τη Ρωμαϊκή πε¬ρίοδο.
Πηγή: "Ιστορία της Κύπρου - Από τη Νεολιθική μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή"
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΚΟΥ
Παπάες τζιαι πνευματικοί, δασκάλοι τζιαι γουμένοι
ελάτε ν΄αγροικήσετε μιαν λύπην ταιρκασμένην,
ν΄ακούσετε τα θαύματα τ΄αγίου Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ' κοστρείς του Απριλίου.
Δευτέρα εν της Καθαράς, που κάμνουν την νομάδαν,
τζι εξέβειν ΄που το σπίτιν του την πρώτην εβτομάδαν,
τζιαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν,
ψουμίν, νερόν δεν βρίσκεται εδώ στην χώραν τούτην
ψουμιν, νερόν έχει πολλύν, αμμά ' ν μακρά στο πλάτος,
τζει μέσα εκατώκησεν ένας μέγαλος δράκος,
τζιαι δεν αφίννει το νερόν στην χώρα για να πάει,
για τούτον εκινδύνεψεν η χώρα να πεθάνει
τταΐνιν του εκάμασιν ' πόναν παιδίν να φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στη χώρα για να πάει.
Τζι ούλοι είχαν εξ' οκτώ τζι επέμπαν του το έναν,
μα ήρτεν γυρίν τ΄αφέντη τους του μέγα βασιλεία
τζιαι τζείνος άλλην δεν είχεν, μόνον μιάν θυγατέραν,
που έλαμπεν σαν ήλιος, που λάμπει κάθι μέρα,
τζι ο σκοπός του ήτανε για να την υπαντέψει,
τζιαι τώρα, θέλων μη θέλων, του δράκου ' ννα την πέψει.
Αδύνατον άλλον λοιπόν αυτός δια να κάμει,
μόνον την θυγατέραν του την πέμπει, για να πάει.
Τζιαι πρώτον τζειν η λυερή στην τσάμπραν της αλλάσει
με κλάματα τζιαι οδυρμούς χαμαί γης τζιαι θαλάσσης.
Ενέην έσσω τζι άλλαξεν ρούχα της φορησιάς της,
με μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελιτζιάς της.
Π' αππέσω φόρησεν χρυσά, π' αππέξω χρουσταλλένα,
τέλεια π' αππέξω φόρησεν τα μάρκαριταρένα,
φορεί τζιαι την κορώναν της τζι ελάμνισεν να πάει.
Που την θωρεί η μάνα της, κόντεψεν να πεθάνει,
τζι επολοήθην τζι είπεν της με δκυό χείλη καμένα:
«Α, τζιαί που πάεις, κόρη μου, τζι αφίννεις με εμέναν!
Εγιώ ποθούσα, κόρη μου, για να σε υπαντέψω,
τζιαι τώρα έτσι άξηππα του δράκου να σε πέψω!
Π΄αφίς ήσουν τριών χρονών τζι επήαιννες τεσσάρων,
νείεν σε πέψω, κόρη μου, κανίσσιν εις τον Χάρον,
παρά τζιαι πέμπω σε τωρά στον δράκο να σε φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στην χώραν για να πάει.
Βασιλοπούλλα, κόρη μου, που να ΄χεις την ευκήν μου,
ελύθησαν τα μέλη μου τζιαι τρέμει το κορμίν μου.
Και να΄τουν τρόπος, κόρη μου, δια να σε γλυτώσω,
εδίουν το βασίλειον μου, να σε ελευτερώσω».
Τζι ετρέχασιν τ΄' αμμάδκια της, σαν τρέχει μία βρύσι,
που χύννεται ορμητική χωρίς καμία στήσιν
τζιαι έδερνεν το στήθος της τζι ετραύαν τα μαλλιά της,
τζι έσκιζεν τες βούκκες της με τα ονύχιά της.
Η κόρη της την πόνησεν με θλιβαράν καρδίαν
τζιαι λέγει της, «μητέρα μου, έχε παρηγορίαν,
τζι αν κλάψεις τζι αν ησκοτωθείς, εμέναν δεν γλυτώννεις,
'πο δράκονταν τον πονηρόν δεν με ελευθερώννεις.
Έτσι ήτουν η τύχη μου, έτσ΄ήτουν το γραφτόν μου,
εις την τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου».
Τζι αφίννει τζιαι την μάνα της με πλήξιν τζιαι με πόνον,
τζιαι έχειν την ορπίδαν της εις τον Θεόν τζιαι μόνον.
Τζιαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στου δράκου το σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που θέλει να την φάει.
Τζιαι τζει ηύρεν πέτραν ριζιμιάν τζιαι πάνω της καθίζει,
τζι αρκίνησεν η λυερή να δακρυολοΐζει
τζι από τον θρήνον, πού' καμεν, η γη κατατρομάζει,
τζι ο ουρανός την πόνησεν τζι αμέσως συννεφκιάζει.
Δακρολολούσεν τζι έλεεν, «δοξάζω σε, Θεέ μου,
εις την ανάγκην μου αυτήν, Θεέ, βοήθησέ μου.
Θεέ τζι αν είμαι πλάσμαν σου, Χριστέ, τζι επάκουσέ μου,
την ποθητήν μου την ζωήν ΄πο δράκον γλύτωσέ μου».
Αλλ' όμως από τον πολλύν τον θρήνον δε εκείνον,
επήρεν εις τ΄αμμάδκια της έναν μεγάλον ύπνον.
Επήρεν το τζι εξύπνησεν σε θλιβερήν καρδιάν,
τζι επρόσμενεν τον δράκονταν να κάμει συντροφίαν.
Τζιαι ο μεγαλοδύναμος πολλά την ελυπήθην,
τζι επάκουσέν της την στιγμήν σ΄αυτόν που προσευκήθην.
Τζιαι τζει χαμαί, που στέκετουν με θλιβεράν καρδίαν,
θωρεί τον άη Γεώργιον που την Καππαδοκίαν,
τζιαι με την Σέλλαν την χρυσήν, τον άππαρον τον γρίβαν,
τζι επέρναν δε από εκεί να πα στην εκκλησίαν.
Βλέπει την κόρην μανιχήν στου δράκου το σκιάδιν,
τον δράκοντα του πονηρού, που 'ννά ΄ρτει να την φάει.
Εστάθηκεν ο άγιος την κόρην χεραιτά την:
«Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζιαι γειά σου,
μουσκούς τζιαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου.
Τζι είντα γυρεύκεις, λυερή, στου δράκου το σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που 'ννα ΄ρτει να σε φάει;»
Τζιαι τζείνη αποκρίθηκεν, «ρέξε να πας, αφέντη μου,
ρέξε να πας, αφέντη, τζι εν άδικον τζιαι κρίμαν,
εις την καρκιάν του δράκοντα να κάμεις ΄σου το μνήμαν».
Ο άγιος εθέλησεν την κόρην να την σώσει
τζιαι πονηρόν τον δράκονταν, για να τον εσκοτώσει,
τζι πάραυτα επέζεψεν ΄που το γριβίν αππάριν,
τζι ευτύς της κόρης το΄δωσεν από το χαλινάριν.
«Σύρε το, κόρη σύρε το, τ΄αππάριν να ποδρώσει,
τζι όντας ιδείς τον δράκονταν, κέμε σ΄εμέναν γνώσιν».
Τζι ο άγιος επλάγιασεν εκεί τζιαι ετζοιμάντουν,
τζιαι μετ' ολλίγον άκουσεν αυτού την μουγγαρκάν του
τζι ο άγιος, που την γροικά, αμέσως εσηκώστην,
τζιαι το χαντζιάριν το γρουσόν στην μέσην του εζώστην.
Πάνω σε τζείνην την στιγμήν ο δράκος αναφαίννει
τζι ελάβριζεν το στόμαν του, ωσάν λαμπρόν, π' αφταίννει.
Που τον θωρεί ο άγιος, ευρέθην εις την σέλλαν,
τζιαι πέρνει τζιαι πο πίσω του ευτύς τζιαι την κοπέλλαν.
Ο δράκοντας που τους θωρεί, εκίνησεν κοντά τους,
τζι ευτύς με τέτοιας λοής στέκει τζιαι χαιρετά τους·
«Ώρα καλή σου, μπούκκωμαν, ώρα καλή σου, γέμμαν,
τζιαι ως τα ΄λιοβουττήματα ποσπάζουμέν τα τέλεια.
Πρώτα τρώω τον άδρωπον, τζι ύστερα την κοπέλλαν,
τζιαι ύστερα τον άππαρον πο την γρουσήν την σέλλαν».
Τζι ο άης Γιώρκης αποκρίθηκεν, τζιαι λέει, τζιαι λαλεί του:
«Μπούκκωμαν τρώεις χαντζιαρκάν, το δείλις αλυσίδιν,
τζι ως τα ΄λιοβουττήματα γινίσκεσαι παιγνίδιν».
Τζι εγύρισεν τον άππαρον, με πλάνον για να πάει.
Που τους θωρεί ο δράκοντας, γυρεύκει να τους φάει,
αλλά σε τζείνην την στιγμήν τζιαι εις αυτήν την ώραν,
μιαν χαντζιαρκάν του έδωκεν του δράκοντα στο στόμαν,
τζι ο δράκος εμουγγάρισεν τζιαι θάμματα 'μολόαν,
τζιαι τζεί οπού την έφαεν, το γαίμαν επιτούσεν,
τζιαι πάνω εσηκώννετουν τζιαι κάτω εδιούσεν.
Τζιαι ξεπεζεύκει παρευτύς την κόρην που τ΄αππάριν,
λαλεί της, «παρ΄το, σύρε το, ετούτον το λιοντάριν.
Πάρε το, κόρη, σύρε το στην χώρα του τζυρού σου,
εκεί εις το παλάτιον του περιποθητού σου,
για να το δουν οι Χριστιανοί, δια να πιστευθούσιν,
για να τον δουν οι άπιστοι, όλοι να βαφτιστούσιν».
Η λυερή φοήθηκεν τον δράκοντα να πιάσει,
γιατί τον είδεν να λακτά αυτόν τζιαι να ταράσσει
αλλ΄έπειτα η λυερή μ΄αγίου βοηθείαν
τον έπιασεν τον δράκονταν ευτύς με αφοΐαν
τζιαι έσυρνεν τον κατά γης τζι επειρνέν τον στην χώραν.
Πάνω σε τζείνην στην στιγμήν τζιαι εις αυτήν την ώραν,
ο δράκος εμουγγάρισεν τζι χώρα εν που ΄σείστην,
τζιαι το σκαμίν του βασιλιά έππεσεν τζι εραΐστην.
Τζι ο βασιλιάς αρώτησεν, «είντα' νι που συμβαίννει,
στην μουγγαρκάν π΄ακούσαμεν, η γη ευτύς να τρέμει!».
Όσοι τον εμισούσασιν, λαλούν του, πως συμβαίννει,
τζιαι έρκεται η κόρη του τον δράκονταν τζιαι φέρνει,
«να φα' τζιαι την βασίλισσαν τζι εσέν τον βασιλέαν,
τζιαι ούλους σου τους μισταρκούς, που βρέθουνται σ΄εσέναν»
αλλ΄όσοι την εμάθασιν ετούτην την αιτίαν,
του είπασιν καταλεπτώς πάσαν την αληθείαν.
Τζι ο βασιλιάς χαρούμενος τότες τους απεκρίθην:
«Τζιαι πκοιός ένι ο άνθρωπος, που μου ΄καμεν την χάριν
τζι εγλύτωσεν την κόρην μου πο τούτον το λιοντάρι;
Πρέπει να του δουλεύκουμεν νύκταν τζιαι την ημέραν
τζι εγιώ τζιαι η βασίλισσα τζι η μια μου θυγατέρα
να δώσω τζιαι την κόρη μου, για να γινεί γαμπρός μου,
να κάτσει εις τον θρόνον μου, ωσάν παιδίν δικό μου».
Τζαι νάσου τζιαι τον νιούλλικον ομπρός του τζι ανεφαίνει
τζιαι, σαν αετός ολόχρυσος, τον δράκονταν τζιαι φέρνει.
«Εγιώ ΄μαι, που σου έκαμα», λαλεί του, «αυτήν την χάριν,
τζι εγλύτωσα την κόρη σου πο τζείνον το λιοντάρι.
Εν θέλω ΄γιω την κόρη σου, για να γινώ γαμπρός σου,
ούτε να ονομάζουμαι ωσάν παιδίν δικό σου,
μον΄τζει χαμαί στον σκοτωμόν εκείνου του θερίου
να κτίσεις μίαν εκκλησιάν τ΄αγίου Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ΄κοστρείς του Απριλλίου
αντίς νερόν ροδόστεμμαν, αντίς πηλόν χρυσάφιν,
αντίς το ψιντροχάλικον αδρόν μαρκαριτάριν,
που μέσα να ΄ν ολόχρυση, π΄αππέξω χρυσταλλένη,
που πάνω η τρούλλη της, να΄ν μαρκαριταρένη,
τζιαι με τ΄αμάξια το τζερίν τζιαι με τ΄ασσιά το λάδιν,
τζιαι με τα βορτωνόμουλα να φέρεις το λιβάνιν».
Τζι όσα του είπεν έκαμεν, τζι όσα του αναγγέλει,
ούλα τα ετελείωσεν, καθώς του παραγγέλει.
Ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε όσοι τζι αν τ΄αγροικάτε,
τον άγιον Γεώργιον να τον δοξολογάτε.
Η πεταλλίνα πέτασεν τζι αετός χρυσός λοάται,
τζιαι τζείνος που το ΄ποίησεν σαν ποιητής λοάται,
τζείνου πρέπει μακάρισι τζι εμέναν τ΄ως πολλά ΄τε
ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε εσείς, που τ΄αγροικάτε,
τζι όσ΄είστε ποιητάρηδες να το κοκκολοάτε.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
ΕΞΑΙΡΕΤΟΝ ΝΟΣΤΟΣ ΝΟΣΤΟΣ ,ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ
ελάτε ν΄αγροικήσετε μιαν λύπην ταιρκασμένην,
ν΄ακούσετε τα θαύματα τ΄αγίου Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ' κοστρείς του Απριλίου.
Δευτέρα εν της Καθαράς, που κάμνουν την νομάδαν,
τζι εξέβειν ΄που το σπίτιν του την πρώτην εβτομάδαν,
τζιαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν,
ψουμίν, νερόν δεν βρίσκεται εδώ στην χώραν τούτην
ψουμιν, νερόν έχει πολλύν, αμμά ' ν μακρά στο πλάτος,
τζει μέσα εκατώκησεν ένας μέγαλος δράκος,
τζιαι δεν αφίννει το νερόν στην χώρα για να πάει,
για τούτον εκινδύνεψεν η χώρα να πεθάνει
τταΐνιν του εκάμασιν ' πόναν παιδίν να φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στη χώρα για να πάει.
Τζι ούλοι είχαν εξ' οκτώ τζι επέμπαν του το έναν,
μα ήρτεν γυρίν τ΄αφέντη τους του μέγα βασιλεία
τζιαι τζείνος άλλην δεν είχεν, μόνον μιάν θυγατέραν,
που έλαμπεν σαν ήλιος, που λάμπει κάθι μέρα,
τζι ο σκοπός του ήτανε για να την υπαντέψει,
τζιαι τώρα, θέλων μη θέλων, του δράκου ' ννα την πέψει.
Αδύνατον άλλον λοιπόν αυτός δια να κάμει,
μόνον την θυγατέραν του την πέμπει, για να πάει.
Τζιαι πρώτον τζειν η λυερή στην τσάμπραν της αλλάσει
με κλάματα τζιαι οδυρμούς χαμαί γης τζιαι θαλάσσης.
Ενέην έσσω τζι άλλαξεν ρούχα της φορησιάς της,
με μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελιτζιάς της.
Π' αππέσω φόρησεν χρυσά, π' αππέξω χρουσταλλένα,
τέλεια π' αππέξω φόρησεν τα μάρκαριταρένα,
φορεί τζιαι την κορώναν της τζι ελάμνισεν να πάει.
Που την θωρεί η μάνα της, κόντεψεν να πεθάνει,
τζι επολοήθην τζι είπεν της με δκυό χείλη καμένα:
«Α, τζιαί που πάεις, κόρη μου, τζι αφίννεις με εμέναν!
Εγιώ ποθούσα, κόρη μου, για να σε υπαντέψω,
τζιαι τώρα έτσι άξηππα του δράκου να σε πέψω!
Π΄αφίς ήσουν τριών χρονών τζι επήαιννες τεσσάρων,
νείεν σε πέψω, κόρη μου, κανίσσιν εις τον Χάρον,
παρά τζιαι πέμπω σε τωρά στον δράκο να σε φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στην χώραν για να πάει.
Βασιλοπούλλα, κόρη μου, που να ΄χεις την ευκήν μου,
ελύθησαν τα μέλη μου τζιαι τρέμει το κορμίν μου.
Και να΄τουν τρόπος, κόρη μου, δια να σε γλυτώσω,
εδίουν το βασίλειον μου, να σε ελευτερώσω».
Τζι ετρέχασιν τ΄' αμμάδκια της, σαν τρέχει μία βρύσι,
που χύννεται ορμητική χωρίς καμία στήσιν
τζιαι έδερνεν το στήθος της τζι ετραύαν τα μαλλιά της,
τζι έσκιζεν τες βούκκες της με τα ονύχιά της.
Η κόρη της την πόνησεν με θλιβαράν καρδίαν
τζιαι λέγει της, «μητέρα μου, έχε παρηγορίαν,
τζι αν κλάψεις τζι αν ησκοτωθείς, εμέναν δεν γλυτώννεις,
'πο δράκονταν τον πονηρόν δεν με ελευθερώννεις.
Έτσι ήτουν η τύχη μου, έτσ΄ήτουν το γραφτόν μου,
εις την τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου».
Τζι αφίννει τζιαι την μάνα της με πλήξιν τζιαι με πόνον,
τζιαι έχειν την ορπίδαν της εις τον Θεόν τζιαι μόνον.
Τζιαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στου δράκου το σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που θέλει να την φάει.
Τζιαι τζει ηύρεν πέτραν ριζιμιάν τζιαι πάνω της καθίζει,
τζι αρκίνησεν η λυερή να δακρυολοΐζει
τζι από τον θρήνον, πού' καμεν, η γη κατατρομάζει,
τζι ο ουρανός την πόνησεν τζι αμέσως συννεφκιάζει.
Δακρολολούσεν τζι έλεεν, «δοξάζω σε, Θεέ μου,
εις την ανάγκην μου αυτήν, Θεέ, βοήθησέ μου.
Θεέ τζι αν είμαι πλάσμαν σου, Χριστέ, τζι επάκουσέ μου,
την ποθητήν μου την ζωήν ΄πο δράκον γλύτωσέ μου».
Αλλ' όμως από τον πολλύν τον θρήνον δε εκείνον,
επήρεν εις τ΄αμμάδκια της έναν μεγάλον ύπνον.
Επήρεν το τζι εξύπνησεν σε θλιβερήν καρδιάν,
τζι επρόσμενεν τον δράκονταν να κάμει συντροφίαν.
Τζιαι ο μεγαλοδύναμος πολλά την ελυπήθην,
τζι επάκουσέν της την στιγμήν σ΄αυτόν που προσευκήθην.
Τζιαι τζει χαμαί, που στέκετουν με θλιβεράν καρδίαν,
θωρεί τον άη Γεώργιον που την Καππαδοκίαν,
τζιαι με την Σέλλαν την χρυσήν, τον άππαρον τον γρίβαν,
τζι επέρναν δε από εκεί να πα στην εκκλησίαν.
Βλέπει την κόρην μανιχήν στου δράκου το σκιάδιν,
τον δράκοντα του πονηρού, που 'ννά ΄ρτει να την φάει.
Εστάθηκεν ο άγιος την κόρην χεραιτά την:
«Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζιαι γειά σου,
μουσκούς τζιαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου.
Τζι είντα γυρεύκεις, λυερή, στου δράκου το σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που 'ννα ΄ρτει να σε φάει;»
Τζιαι τζείνη αποκρίθηκεν, «ρέξε να πας, αφέντη μου,
ρέξε να πας, αφέντη, τζι εν άδικον τζιαι κρίμαν,
εις την καρκιάν του δράκοντα να κάμεις ΄σου το μνήμαν».
Ο άγιος εθέλησεν την κόρην να την σώσει
τζιαι πονηρόν τον δράκονταν, για να τον εσκοτώσει,
τζι πάραυτα επέζεψεν ΄που το γριβίν αππάριν,
τζι ευτύς της κόρης το΄δωσεν από το χαλινάριν.
«Σύρε το, κόρη σύρε το, τ΄αππάριν να ποδρώσει,
τζι όντας ιδείς τον δράκονταν, κέμε σ΄εμέναν γνώσιν».
Τζι ο άγιος επλάγιασεν εκεί τζιαι ετζοιμάντουν,
τζιαι μετ' ολλίγον άκουσεν αυτού την μουγγαρκάν του
τζι ο άγιος, που την γροικά, αμέσως εσηκώστην,
τζιαι το χαντζιάριν το γρουσόν στην μέσην του εζώστην.
Πάνω σε τζείνην την στιγμήν ο δράκος αναφαίννει
τζι ελάβριζεν το στόμαν του, ωσάν λαμπρόν, π' αφταίννει.
Που τον θωρεί ο άγιος, ευρέθην εις την σέλλαν,
τζιαι πέρνει τζιαι πο πίσω του ευτύς τζιαι την κοπέλλαν.
Ο δράκοντας που τους θωρεί, εκίνησεν κοντά τους,
τζι ευτύς με τέτοιας λοής στέκει τζιαι χαιρετά τους·
«Ώρα καλή σου, μπούκκωμαν, ώρα καλή σου, γέμμαν,
τζιαι ως τα ΄λιοβουττήματα ποσπάζουμέν τα τέλεια.
Πρώτα τρώω τον άδρωπον, τζι ύστερα την κοπέλλαν,
τζιαι ύστερα τον άππαρον πο την γρουσήν την σέλλαν».
Τζι ο άης Γιώρκης αποκρίθηκεν, τζιαι λέει, τζιαι λαλεί του:
«Μπούκκωμαν τρώεις χαντζιαρκάν, το δείλις αλυσίδιν,
τζι ως τα ΄λιοβουττήματα γινίσκεσαι παιγνίδιν».
Τζι εγύρισεν τον άππαρον, με πλάνον για να πάει.
Που τους θωρεί ο δράκοντας, γυρεύκει να τους φάει,
αλλά σε τζείνην την στιγμήν τζιαι εις αυτήν την ώραν,
μιαν χαντζιαρκάν του έδωκεν του δράκοντα στο στόμαν,
τζι ο δράκος εμουγγάρισεν τζιαι θάμματα 'μολόαν,
τζιαι τζεί οπού την έφαεν, το γαίμαν επιτούσεν,
τζιαι πάνω εσηκώννετουν τζιαι κάτω εδιούσεν.
Τζιαι ξεπεζεύκει παρευτύς την κόρην που τ΄αππάριν,
λαλεί της, «παρ΄το, σύρε το, ετούτον το λιοντάριν.
Πάρε το, κόρη, σύρε το στην χώρα του τζυρού σου,
εκεί εις το παλάτιον του περιποθητού σου,
για να το δουν οι Χριστιανοί, δια να πιστευθούσιν,
για να τον δουν οι άπιστοι, όλοι να βαφτιστούσιν».
Η λυερή φοήθηκεν τον δράκοντα να πιάσει,
γιατί τον είδεν να λακτά αυτόν τζιαι να ταράσσει
αλλ΄έπειτα η λυερή μ΄αγίου βοηθείαν
τον έπιασεν τον δράκονταν ευτύς με αφοΐαν
τζιαι έσυρνεν τον κατά γης τζι επειρνέν τον στην χώραν.
Πάνω σε τζείνην στην στιγμήν τζιαι εις αυτήν την ώραν,
ο δράκος εμουγγάρισεν τζι χώρα εν που ΄σείστην,
τζιαι το σκαμίν του βασιλιά έππεσεν τζι εραΐστην.
Τζι ο βασιλιάς αρώτησεν, «είντα' νι που συμβαίννει,
στην μουγγαρκάν π΄ακούσαμεν, η γη ευτύς να τρέμει!».
Όσοι τον εμισούσασιν, λαλούν του, πως συμβαίννει,
τζιαι έρκεται η κόρη του τον δράκονταν τζιαι φέρνει,
«να φα' τζιαι την βασίλισσαν τζι εσέν τον βασιλέαν,
τζιαι ούλους σου τους μισταρκούς, που βρέθουνται σ΄εσέναν»
αλλ΄όσοι την εμάθασιν ετούτην την αιτίαν,
του είπασιν καταλεπτώς πάσαν την αληθείαν.
Τζι ο βασιλιάς χαρούμενος τότες τους απεκρίθην:
«Τζιαι πκοιός ένι ο άνθρωπος, που μου ΄καμεν την χάριν
τζι εγλύτωσεν την κόρην μου πο τούτον το λιοντάρι;
Πρέπει να του δουλεύκουμεν νύκταν τζιαι την ημέραν
τζι εγιώ τζιαι η βασίλισσα τζι η μια μου θυγατέρα
να δώσω τζιαι την κόρη μου, για να γινεί γαμπρός μου,
να κάτσει εις τον θρόνον μου, ωσάν παιδίν δικό μου».
Τζαι νάσου τζιαι τον νιούλλικον ομπρός του τζι ανεφαίνει
τζιαι, σαν αετός ολόχρυσος, τον δράκονταν τζιαι φέρνει.
«Εγιώ ΄μαι, που σου έκαμα», λαλεί του, «αυτήν την χάριν,
τζι εγλύτωσα την κόρη σου πο τζείνον το λιοντάρι.
Εν θέλω ΄γιω την κόρη σου, για να γινώ γαμπρός σου,
ούτε να ονομάζουμαι ωσάν παιδίν δικό σου,
μον΄τζει χαμαί στον σκοτωμόν εκείνου του θερίου
να κτίσεις μίαν εκκλησιάν τ΄αγίου Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ΄κοστρείς του Απριλλίου
αντίς νερόν ροδόστεμμαν, αντίς πηλόν χρυσάφιν,
αντίς το ψιντροχάλικον αδρόν μαρκαριτάριν,
που μέσα να ΄ν ολόχρυση, π΄αππέξω χρυσταλλένη,
που πάνω η τρούλλη της, να΄ν μαρκαριταρένη,
τζιαι με τ΄αμάξια το τζερίν τζιαι με τ΄ασσιά το λάδιν,
τζιαι με τα βορτωνόμουλα να φέρεις το λιβάνιν».
Τζι όσα του είπεν έκαμεν, τζι όσα του αναγγέλει,
ούλα τα ετελείωσεν, καθώς του παραγγέλει.
Ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε όσοι τζι αν τ΄αγροικάτε,
τον άγιον Γεώργιον να τον δοξολογάτε.
Η πεταλλίνα πέτασεν τζι αετός χρυσός λοάται,
τζιαι τζείνος που το ΄ποίησεν σαν ποιητής λοάται,
τζείνου πρέπει μακάρισι τζι εμέναν τ΄ως πολλά ΄τε
ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε εσείς, που τ΄αγροικάτε,
τζι όσ΄είστε ποιητάρηδες να το κοκκολοάτε.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
ΕΞΑΙΡΕΤΟΝ ΝΟΣΤΟΣ ΝΟΣΤΟΣ ,ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- ILLUVATAR85
- Σούπερ Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 1139
- Εγγραφή: Παρ 13 Ιουν 2008, 23:33
- Irc ψευδώνυμο: ILLUVATAR85
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Αθήνα, Ελλάδα
- Έλαβε Likes: 1 φορά
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πολύ ωραία στοιχεία λαογραφίας αμφότεροι οι κύριοι , αχ πότε θα κάμει ο Θεός να την δούμε λεύτερη την Κύπρο μας........
Η δημοκρατία δεν συνίσταται σε ισότητα,συνίσταται σε ανισότητα που οφείλει να είναι δίκαιη-Σόλων
Όλοι φοβούνται ένα βρώμικο όνομα μα όχι μία βρώμικη συνείδηση-Πλίνιος
Μην σε ανησυχεί αυτό που βλέπεις, τίποτα δεν συμβαίνει μόνο του-Ρόαν
O σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ο σκοπός είναι τα μέσα-Δραγώνας
Όλοι φοβούνται ένα βρώμικο όνομα μα όχι μία βρώμικη συνείδηση-Πλίνιος
Μην σε ανησυχεί αυτό που βλέπεις, τίποτα δεν συμβαίνει μόνο του-Ρόαν
O σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ο σκοπός είναι τα μέσα-Δραγώνας
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
In this Aphrodite-haunted land there is also a mysterious Queen. This Queen reappears in every part of Cyprus, whose people simply call her ''the Raegina''. She is exclusive to Cyprus and her stories fall in fading echoes down the Christian centuries, like the a memory of the older goddess. Yet if she is related to Aphrodite, she is only a rastic cousin. Nobody conjures her or petitions her. She leads a robust, eccentric life of her own, battling with twin brothers,''the Diene'', who hurl rocks at her until she escapes them into caves.''The Diene'' in their turn have been confused with the folk-hero Dighenis, who repelled the Saracens in mythic battles celebrated by an epic poem now mostly forgotten. The offshore boudlders scattered along the Cypriot coast were hurled there, say the country people, not by eathquake or crumbling of clifs, but by the arms of this warrior whose fingerprints are visible on many crags. Deghenis fell in love with the Queen, who proved difficult to seduce, and he threw at her a gigantic rock which lies by the caves near Paphos. The Queen who was a lady of characher, replied by heaving her spindle at him-and this is sprawed half a mile away in the shape of a granite column.
Η ρήγαινα είναι το πιο γνωστό αλλά και το πιο μυστηριώδες πρόσωπο των θρύλων και των παραδόσεων της Κύπρου. Απαντάται παντού, σε κάθε μέρος του νησιού, σχετιζόμενη με αρχαία και μεσαιωνικά οικοδομήματα, με ωραίες τοποθεσίες, σπηλιές και χαλάσματα, πηγές και ποταμούς, εκκλησίες και ξωκλήσια, βουνά και κάμπους, κρυμμένους μυθικούς θησαυρούς. Στις παλαιές ιστορίες σχετίζεται ακόμη με ρηγάδες, με πολεμιστές, με τον ίδιο το Διγενή Ακρίτα κάποτε, και με άλλα επίσης μυστηριώδη πρόσωπα. Εκατοντάδες αρχαία ερείπια, σε πολλά μέρη του νησιού, ανήκουν στη ρήγαινα, όπως ανήκουν κάμποι και βουνά και, σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη η Κύπρος. Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της περίφημης αυτής ρήγαινας της Κύπρου ποικίλλουν: άλλοτε καλόκαρδη, άλλοτε σκληρή και εκδικητική, άλλοτε μαχητική και αγωνίστρια, άλλοτε πάλι αδύναμη και απροστάτευτη, συνήθως κατοικεί σε υψηλές κορφές ή αποτραβιέται σε απόμερες σπηλιές. Είναι όμως πάντοτε υπερβολικά όμορφη, υπερήφανη και ανεξιχνίαστη. Δεν έχει όνομα. Όλοι τη γνωρίζουν ως ρήγαινα, βασίλισσα δηλαδή. Κατά κανόνα είναι πολύ πλούσια και έχει κρυμμένους θησαυρούς που πολλοί προσπάθησαν στο παρελθόν να βρουν - αλλά μάταια. Οι μύθοι για τη ρήγαινα είναι πάρα πολλοί, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες. Δυστυχώς δεν έχει γίνει, μέχρι σήμερα, συλλογή των αφηγημάτων αυτών που σχετίζονται με τη ρήγαινα, ούτε και έχει δημοσιευτεί οποιαδήποτε ολοκληρωμένη και λεπτομερής μελέτη για αυτή, πέρα από τη δημοσιευμένη ενδιαφέρουσα διάλεξη του Σίμου Μενάρδου στον "Παρνασσό" των Αθηνών το 1901 και μερικά άλλα σκόρπια δημοσιεύματα που, ωστόσο, δεν εξαντλούν το τεράστιο αυτό κεφάλαιο της κυπριακής λαογραφίας και παράδοσης. Έτσι η ρήγαινα εξακολουθεί να παραμένει απρόσιτη και μυστηριώδης.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2007/ ... yprus.html
---------------http://www.hellenica.de/Griechenland/Zy ... rafia.html
καλημερα φιλε ιλουβαταρ και λοιποι λοιπες φιλοανορθωσιατες
Η ρήγαινα είναι το πιο γνωστό αλλά και το πιο μυστηριώδες πρόσωπο των θρύλων και των παραδόσεων της Κύπρου. Απαντάται παντού, σε κάθε μέρος του νησιού, σχετιζόμενη με αρχαία και μεσαιωνικά οικοδομήματα, με ωραίες τοποθεσίες, σπηλιές και χαλάσματα, πηγές και ποταμούς, εκκλησίες και ξωκλήσια, βουνά και κάμπους, κρυμμένους μυθικούς θησαυρούς. Στις παλαιές ιστορίες σχετίζεται ακόμη με ρηγάδες, με πολεμιστές, με τον ίδιο το Διγενή Ακρίτα κάποτε, και με άλλα επίσης μυστηριώδη πρόσωπα. Εκατοντάδες αρχαία ερείπια, σε πολλά μέρη του νησιού, ανήκουν στη ρήγαινα, όπως ανήκουν κάμποι και βουνά και, σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη η Κύπρος. Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της περίφημης αυτής ρήγαινας της Κύπρου ποικίλλουν: άλλοτε καλόκαρδη, άλλοτε σκληρή και εκδικητική, άλλοτε μαχητική και αγωνίστρια, άλλοτε πάλι αδύναμη και απροστάτευτη, συνήθως κατοικεί σε υψηλές κορφές ή αποτραβιέται σε απόμερες σπηλιές. Είναι όμως πάντοτε υπερβολικά όμορφη, υπερήφανη και ανεξιχνίαστη. Δεν έχει όνομα. Όλοι τη γνωρίζουν ως ρήγαινα, βασίλισσα δηλαδή. Κατά κανόνα είναι πολύ πλούσια και έχει κρυμμένους θησαυρούς που πολλοί προσπάθησαν στο παρελθόν να βρουν - αλλά μάταια. Οι μύθοι για τη ρήγαινα είναι πάρα πολλοί, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες. Δυστυχώς δεν έχει γίνει, μέχρι σήμερα, συλλογή των αφηγημάτων αυτών που σχετίζονται με τη ρήγαινα, ούτε και έχει δημοσιευτεί οποιαδήποτε ολοκληρωμένη και λεπτομερής μελέτη για αυτή, πέρα από τη δημοσιευμένη ενδιαφέρουσα διάλεξη του Σίμου Μενάρδου στον "Παρνασσό" των Αθηνών το 1901 και μερικά άλλα σκόρπια δημοσιεύματα που, ωστόσο, δεν εξαντλούν το τεράστιο αυτό κεφάλαιο της κυπριακής λαογραφίας και παράδοσης. Έτσι η ρήγαινα εξακολουθεί να παραμένει απρόσιτη και μυστηριώδης.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2007/ ... yprus.html
---------------http://www.hellenica.de/Griechenland/Zy ... rafia.html
καλημερα φιλε ιλουβαταρ και λοιποι λοιπες φιλοανορθωσιατες
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Αυτά είναι αναχρονισμοί μιλιταριστικού χαρακτήρα που δεν τα επιτρέπει η Δημοκρατία (τους).ILLUVATAR85 έγραψε:αχ πότε θα κάμει ο Θεός να την δούμε λεύτερη την Κύπρο μας........
__________________________________________________________________________________
ΕΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ
(Η Βυζαντινή Κύπρος)
Ο βασιλιάς εκάθετουν στην Πόλιν στο σκαμνίν του,
της Κύπρου εθθυμήθηκεν, για να γινή δική
και τρεις ππασσιάδες έφερεν, απού΄τον στην βουλήν του:
- Εσάς ππασσιάδες φρένιμοι, για να σας αρωτήσω,
την Κύπρον την εξακουστήν δικήν μας να την ποίσω
αν την διούν με το καλόν, αλλιώς να πολεμήσω.
Ένας επολοήθηκεν, απού ΄τον στην βουλήν του:
- Α βασιλιά μου φρένιμε και φοβερή μου κρίσι,
του κούτη που την Βενετιάν κάμε να του μηνύσης.
Εκάτσασιν κι εγράψασιν στ΄ άστρον και το φεγγάριν,
και του τσαούση το διούν, να πα να του το πάρη.
Κι όταν εσιμικόντεψεν κοντά στην χώρν κείνην,
στέκεται, διαλοεΐζεται, πως να τον χαιρετίση,
γιατί φοάται, ζάβαλλι, μεν τον ποκεφαλίση.
- Και γειά σου, γειά σου, κούτη μου, και της Φραγκιάς η κρίσι,
ο βασιλιάς σε χαιρετά, την Κύπρον να χαρίσης,
αν την διάς με το καλό, ειδέ να πολεμήσης.
Και κούτης πολοήθην του, και λέει και λαλεί του:
- Κι η Κύπρος εν εξακουστή, που βκάλλει παλληκάρκα,
βκάλλει στρατιώτες μ΄άππαρους, στρατιώτες με κοντάρκα,
μήτε στες σέλλες πιάνονται, μήτε στα χαλινάρκα.
Βάλλει κείνος γιαννίτσαρους, βάλλω και εγιώ γεναίκες,
όϊ χηράτες κι άτροφες, μόνον αγγαστρωμένες.
Τσιμπίν, όπου περάρκησεν, τες στράτες αγκαδιούσιν,
και νάσου και τον δούλον του και κείθεν κι αναφαίνει.
- Καλώς ήρτεν το δούλος σου με τα γρουσά χαπάρκα,
ο χρόνος μήνες δώδεκα, δέκα τριά φεγγάρκα.
Την Κύπρον εν σου την διά, που βκάλλει παλληκάρκα,
κι εσού βάλλεις γιαννίτσαρους, κείνος βάλλει γεναίκες,
όϊ χηράτες κι άτροφες, μόνον αγγαστρωμένες.
Κι απολοάτ' άλλος ππασσιάς, απού' τον στην βουλήν του:
- Ά βασιλιά μου φρένιμε και φοβερή μου κρίσι,
τον ουρανόν που το σπαθίν κάμε να τον πλουμίσης.
Την θάλασσαν που τ΄άρμενα μοναύτα 'κέντησέν την,
τον ουρανόν που το σπαθίν μοναύτα 'πλουμισέν τον.
Μες στες κοστρείς τ΄άη Γιωρκού, πού ΄θελεν να λαμνίση,
παντές ο Τούρκος έβκαλεν κοπάδκια να βοσκήση
εκάμαν τον λοαρκασμόν κείνες τες εβτομάες
και κείνους αποκόψαν τους ογτόντα ΄κτώ χιλιάες,
κι ο Καρά Μουσταφά πασσιάς αφέντης της αρμάας,
κι έλαμπεν μεσ' στην μέσην τους ολόγρουση λαμπάα.
Κια μιαν ημέραν Τζερκατζήν κι επίσημην ημέραν
η βάρκια ΄πουκοιμήθηκεν κι ούλα τ΄αμπελοβάρκα
μπαίννουν κι έσσω 'κουφίσασιν χίλιων μοδιών χωράφια.
Κι έδει σε να περιδιαβής 'πο κει χαμαί στην τρούλλαν,
να δης τους άρκοντες χλομούς και τους στρατιώτες μαύρους
κι τα μικρά τ΄ανήλικα στο γαίμαν τυλιμένα
κοράσσια δώδεκα γρονών με τα γρουσά τζιανέλλια
πκιάννουν τα οι γιαννίτσαροι , για να΄ν δικά τους τέλεια.
Και τα μικρά τ΄ανήλικα επήρέν τα το γαίμαν,
κι όσ΄απομείναν ζωντανοί ας εν χαρατσωμένοι.
Η πεταλλίνα πέτεται κι ατός γρουσός λοάται,
ζωήν και γρόνια να ΄χετε όσοι τ' αγροικάτε.
Και κείνος που το έβκαλεν, σαν ποιητής λοάται,
κείνου πρέπει μακάρισι κι εμέναν τ΄ως πολλά ΄τη.
Τα κυπριακά 1891
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
η ελληνορθοδοξη εκδοχη της 14 φεβρουαριου...
Η μνήμη του Αγίου Αυξεντίου της Καρπασίας εορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου καθώς επίσης και στις 14 Φεβρουαρίου.
-----------http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
Χαίρει έχουσα η Καρπασέων Κώμη λάρνακα των σων λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αυξέντιε. Ως γαρ ποτέ πολεμίους κατήσχυνας, και των δαιμόνων το θράσος ενίκησας και κατηύφρανας ημάς τους πιστώς σοι κράζοντας, ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Aπολυτίκιον Αγίου Αυξεντίου της Καρπασίας
Η μνήμη του Αγίου Αυξεντίου της Καρπασίας εορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου καθώς επίσης και στις 14 Φεβρουαρίου.
-----------http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
Χαίρει έχουσα η Καρπασέων Κώμη λάρνακα των σων λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αυξέντιε. Ως γαρ ποτέ πολεμίους κατήσχυνας, και των δαιμόνων το θράσος ενίκησας και κατηύφρανας ημάς τους πιστώς σοι κράζοντας, ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Aπολυτίκιον Αγίου Αυξεντίου της Καρπασίας
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, το εκκλησάκι του Αγίου Ιακώβου λεηλατήθηκε από του Τούρκους αλλά ευτυχώς δεν καταστράφηκε. Το 2009 δύο κλεμμένες εικόνες, του Χριστού και της Παναγίας που προέρχονται από το εκκλησάκι του Αγίου Ιακώβου ανευρέθηκαν στην Ελβετία και κατασχέθηκαν από τις Ελβετικές Αστυνομικές Αρχές. Οι δύο εικόνες, έργο του κρητικού αγιογράφου Μελετίου, αγιογραφήθηκαν το 1620 και έκτοτε κοσμούσαν το μικρό τέμπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Ιακώβου μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Εκ τότε η τύχη των εικόνων αγνοείτο. Οι εικόνες αυτές επιστράφηκαν στην Εκκλησία της Κύπρου.
Το εκκλησάκι του Αγίου Ιακώβου έχει μετατραπεί πρόσφατα από τις «αρχές» του ψευδοκράτους σε γραφείο Τουρισμού.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... ob-in.html
ΤΡικωμαρα μουυυυυυυυυυυυυ, ομαδαρα "νεος αιων τρικωμου"
Το εκκλησάκι του Αγίου Ιακώβου έχει μετατραπεί πρόσφατα από τις «αρχές» του ψευδοκράτους σε γραφείο Τουρισμού.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... ob-in.html
ΤΡικωμαρα μουυυυυυυυυυυυυ, ομαδαρα "νεος αιων τρικωμου"
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Της ερήμου πολίται και εν σώματι άγγελοι και θαυματουργοί γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα και Ιλαρίων όσιοι- νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουρανίων χαρισμάτων αυτουργοί- όθεν χάριν ιαμάτων, εξ ουρανού πλουσίως εδέξασθε. δόξα τω ένδυναμώ σαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι' υμών, πάσιν ιάματα.
Απολυτίκιο Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... llage.html
noctoc
Απολυτίκιο Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... llage.html
noctoc
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Δωδεκάμερα. Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, κάλαντα και Φώτα. Μέρες ιστορικές, μέρες γλεντιού και χαρτοπαιξίας. Αλλά και μέρες, που εξορμούνε από τα σκοτεινά τους βάθη τα στοιχειά, οι βρυκόλακες, τα δαιμόνια. Τα πονηρά «πνεύματα» δεν χάνουνε καμιά ευκαιρία, για να ταράξουν τη γαλήνη των καλών Χριστιανών. Κι΄οι «Σκαλαπούνταροι», που δεν είναι διόλου «αχρωμάτιστα» πνεύματα- «ούτε καλά, ούτε κακά», όπως λένε μερικοί- αφού τρομοκρατούν τόσες απλοϊκές ψυχές, τα δωδεκάμερα στήνουν τ' αόρατο τσαντήρι τους στις στέγες των σπιτιών και κυνηγούν τους «ελαφροστοιχοιώτες*».
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... -post.html
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/ ... -post.html
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο κυπριακός, και πιο συγκεκριμένα, ο καρπασίτικος κωνικός σκούφος κατασκευάζεται από άσπρο χασέ και είναι φοδραρισμένος με άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Τα δύο υφάσματα είναι ραμμένα μεταξύ τους με τη βελόνα, έτσι ώστε στην κορυφή να σχηματίζονται πυκνοί ομόκεντροι κύκλοι με γαζί καμωμένο στο χέρι. Γύρω από το κομμάτι της κορυφής είναι ραμμένη σουρωτά μια λωρίδα υφάσματος, με τρόπο ώστε να σχηματίζονται σε όλη την επιφάνεια επάλληλες τεθλασμένες γραμμές που διακόπτονται από πράσινες και κόκκινες πετρού(δ)ες ραμμένες σε κατακόρυφες σειρές. Στο κάτω μέρος κέντημα σε τρυπητή βελονιά καλύπτει τα τριγωνικά τμήματα που δημιουργούνται μεταξύ των τεθλασμένων γραμμών με περαστές χάντρες.
..................http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2011/ ... mment-form
ΚΑΘΩς και γενικοτερα περι παραδοσιακης φορεσιας:
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
..................http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2011/ ... mment-form
ΚΑΘΩς και γενικοτερα περι παραδοσιακης φορεσιας:
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ώρα καλή κι ώρα χρυσή, ΤΡΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ,κι ώρα ευλο(γ)ημένη,
τούτη δουλειά π' αρκέψαμε (=αρχίσαμε), να 'ναι στερεωμένη.
Σήμερα λάμπει ο ουρανόςΤΡΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται, αητός την περιστέρα.
Δικλάτε (=Κοιτάξτε) πα (=πάνω) στη νιόνυμφη κι αν έχει αϊπι (ψεγάδι, ελάττωμα) πέτε (=πείτε),
εν (=είναι) σαν τον ήλιο τον χρυσό, την ώραν που γεννιέται.
Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
και ευλόγα τούτη τη δουλειά, ..........
Ξέρω ενα παρόμοιο που λέει:
Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
καμιά δουλειά δε γίνεται, με δίχα (=χωρίς) τη βουλή σου.
Κάμνετε νακκο (=λίγο) γλίωρα (=γρήγορα), σύρνετε νακκο χέρι (σύρνω χέρι = βιάζομαι),
και ν' ώρα πο ν' ανταμωθεί, με το δικό της ταίρι.
Άγια στολίστε την καλά, σαν πρέπει σαν ταιριάζει,
να μεν έχει δα μέσα δα (=εδώ μέσα), άλλη να της μοιάζει.
Η μάνα σου μες στην αυλή, εφύτεξε λεβάντα,
να κόφκει (=κόβει) να μυρίζεται, να σε θυμάται πάντα.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα αποχωρίζεται, παιδί που την μητέρα.
Ώρα καλή σου νιόνυμφη, και ώρα καλή σου γεια σου,
μούσχους και ροδοστέμματα, στα καμαρόφρυδά σου.
Νιόνυμφη καλορίζικη, χαρά στο ριζικό σου,
να χαίρεσαι τον άγγελο, που να 'χεις στο πλευρό σου.
Η μάνα της κι ο κύρης της, να ρθουν να την ιζώσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και να την παραδώσουν.
(ζώννω=τοποθετώ ένα κόκκινο μαντίλι γύρω από τη μέση της νύφης ή του γαμπρού σαν ζώνη, εξ ου και ζώννω)
Φωνάξετέ την μάνα της, να ρθει να την ιζώσει,
και να της δώσει μιαν ευχή, και να την παραδώσει.
Να τη ιζώσουν τρεις φορές, ο κύρης και η μάνα,
χαλάλι να τις κάμουσι, τα όσα της εκάμαν.
Να τη φιλήσει ο κύρης της, να την 'ποχαιρετήσει,
να πάει με το ταίρι της, ποδά και δα (=από δω και πέρα) να ζήσει.
Μάνα μου και πατέρα μου, 'ποχαιρετώ σας γεια σας,
χαλάλι να μου κάμετε, το βυζανάγιωμά (=μεγάλωμα με βύζαγμα) σας.
Δροσόφυλλη βασιλικιά, πούχες στον κατεβάτη,
φέρτε ελιά καπνίστε τη, να με την πιάσει μάτι.
Μάνα της και πατέρας της, να ρθουν να την καπνίσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και την ποχαιρετήσουν.
Να ρθει κοντά η μάνα της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.
Φωνάξετε τον κύρη της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.
Ελάτε όλοι οι συγγενείς, όλη η κοινωνία,
να πάρουμε τη νιόνυμφη, τώρα στην εκκλησία.
-------------------http://users.sch.gr/antreagia/globalsch ... 3fe8e64114
ΖΩΣΙΜΟ με κοκκινη ζωνη, καπνισμα με λιβανια, ξυρισμα,ντυσιμο
ομορφα διαχρονικα παραδοσιακα
ειχα παει προσφατως και τα θυμηθηκα τα ηθη και τα εθιμα μας...
ευλοημενα να ναι τα παιθκιά!!!!
τούτη δουλειά π' αρκέψαμε (=αρχίσαμε), να 'ναι στερεωμένη.
Σήμερα λάμπει ο ουρανόςΤΡΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ ΛΑ, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται, αητός την περιστέρα.
Δικλάτε (=Κοιτάξτε) πα (=πάνω) στη νιόνυμφη κι αν έχει αϊπι (ψεγάδι, ελάττωμα) πέτε (=πείτε),
εν (=είναι) σαν τον ήλιο τον χρυσό, την ώραν που γεννιέται.
Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
και ευλόγα τούτη τη δουλειά, ..........
Ξέρω ενα παρόμοιο που λέει:
Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
καμιά δουλειά δε γίνεται, με δίχα (=χωρίς) τη βουλή σου.
Κάμνετε νακκο (=λίγο) γλίωρα (=γρήγορα), σύρνετε νακκο χέρι (σύρνω χέρι = βιάζομαι),
και ν' ώρα πο ν' ανταμωθεί, με το δικό της ταίρι.
Άγια στολίστε την καλά, σαν πρέπει σαν ταιριάζει,
να μεν έχει δα μέσα δα (=εδώ μέσα), άλλη να της μοιάζει.
Η μάνα σου μες στην αυλή, εφύτεξε λεβάντα,
να κόφκει (=κόβει) να μυρίζεται, να σε θυμάται πάντα.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα αποχωρίζεται, παιδί που την μητέρα.
Ώρα καλή σου νιόνυμφη, και ώρα καλή σου γεια σου,
μούσχους και ροδοστέμματα, στα καμαρόφρυδά σου.
Νιόνυμφη καλορίζικη, χαρά στο ριζικό σου,
να χαίρεσαι τον άγγελο, που να 'χεις στο πλευρό σου.
Η μάνα της κι ο κύρης της, να ρθουν να την ιζώσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και να την παραδώσουν.
(ζώννω=τοποθετώ ένα κόκκινο μαντίλι γύρω από τη μέση της νύφης ή του γαμπρού σαν ζώνη, εξ ου και ζώννω)
Φωνάξετέ την μάνα της, να ρθει να την ιζώσει,
και να της δώσει μιαν ευχή, και να την παραδώσει.
Να τη ιζώσουν τρεις φορές, ο κύρης και η μάνα,
χαλάλι να τις κάμουσι, τα όσα της εκάμαν.
Να τη φιλήσει ο κύρης της, να την 'ποχαιρετήσει,
να πάει με το ταίρι της, ποδά και δα (=από δω και πέρα) να ζήσει.
Μάνα μου και πατέρα μου, 'ποχαιρετώ σας γεια σας,
χαλάλι να μου κάμετε, το βυζανάγιωμά (=μεγάλωμα με βύζαγμα) σας.
Δροσόφυλλη βασιλικιά, πούχες στον κατεβάτη,
φέρτε ελιά καπνίστε τη, να με την πιάσει μάτι.
Μάνα της και πατέρας της, να ρθουν να την καπνίσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και την ποχαιρετήσουν.
Να ρθει κοντά η μάνα της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.
Φωνάξετε τον κύρη της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.
Ελάτε όλοι οι συγγενείς, όλη η κοινωνία,
να πάρουμε τη νιόνυμφη, τώρα στην εκκλησία.
-------------------http://users.sch.gr/antreagia/globalsch ... 3fe8e64114
ΖΩΣΙΜΟ με κοκκινη ζωνη, καπνισμα με λιβανια, ξυρισμα,ντυσιμο
ομορφα διαχρονικα παραδοσιακα
ειχα παει προσφατως και τα θυμηθηκα τα ηθη και τα εθιμα μας...
ευλοημενα να ναι τα παιθκιά!!!!
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το χειμώνα οι αγρότες φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους πανωφόρια/κάπες φοδραρισμένες με μαλλί προβάτου ή κατσίκας, που στην Κύπρο είναι γνωστά ως καππότοι. Ο καππότος ήταν, συνήθως, σε σκούρο καφετί χρώμα, με κόκκινες ραφές ή γυρίσματα. Υπήρχαν και συγκεκριμένες γυναικείες κάπες. Το χειμώνα επίσης, οι βοσκοί τύλιγαν το σώμα τους με ένα μακρύ (γύρω στο ενάμιση μέτρο) μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα για να προφυλάγονται από το κρύο. Το ύφασμα αυτό ονομαζόταν αλάς. Οι αλάες ήταν συνήθως άσπροι στο χρώμα, σπάνια όμως είχαν ένα μπλε σκούρο φόντο και ήταν διακοσμημένοι με διάφορα χρώματα. Οι βοσκοί της περιοχής της Μεσαορίας τύλιγαν το σώμα τους με ένα διαφορετικού τύπου αλά, οποίος ήταν καμωμένος από άσπρο και μαύρο καρό βαμβακερό υφάσμα με χρωματιστές ρίγες, τις μούστρες, στα άκρα. Ο αλάς ονομαζόταν και περτικοπάνι επειδή τον χρησιμοποιούσαν και για να αρπάζουν περδίκια.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.
.................................
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
.................................
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
------------------------------------------
«Θεέ μου νάρταν οι Λαμπρές να κραμμαστούν οι σούσες,
τζιαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες».
Λαγοκοιμούνται τα παιδιά. Ο άγγελος της Αναστάσεως τους έκλεισε τα βλέφαρα μ΄ένα απαλό χάδι στοργής. Τα κοίμισε μ΄ένα νανούρισμα γλυκό, που διηγότανε κάποια σκηνή απ' τη ζωή του Χριστού, μ' αυτούς τους στίχους: «Αφήστε τα παιδιά νάρθουν κοντά μου. Στα μάτια τους κοιτάω τον ουρανό. Τον Άνθρωπο, που κλείνει μέσα του «τη ζύμη του Καλού». Στα μάγουλά τους ζωγράφισε τη θεία εικόνα της η Αθωότης. Τα χείλη τους δεν έμαθαν να κρύβουν την αλήθεια, να πετάνε λόγια ψεύτικα, υποκριτικά, συμβατικά, να στάζουνε φαρμάκι. Γίνετε όλοι σαν κι' αυτές τις αθώες υπάρξεις. Έτσι μονάχα θα ξανάβρετε το χαμένο εαυτό σας...».
Λαγοκοιμούνται τα παιδιά. Και στον ανάλαφρο τους ύπνο, όλο καμπάνες αναστάσιμες γροικούνε. Ξυπνούνε κάποτε κι' αναρωτιούνται: Χτύπησε τάχα; Όχι; Μα γιατί βαρυκοιμήθηκε ο παπάς;
Σφάλουν τα βλέφαρα και πάλι, για να ονειρευτούνε την Ανάσταση...
Θάναι ντυμένα με τα Λαμπριάτικά τους ρούχα, καμαρωτά θα περπατούνε στο δρόμο ή στο σύντομο μονοπάτι που ανεβάζει στην εκκλησία, και μέσα εκεί θα στέκουνται σιωπηλά, ακούοντας τους ψάλτες. Δε θα καταλαβαίνουν τίποτα. Θα διαισθάνουνται όμως την έννοια, το βάθος και την ομορφιά των ύμνων...................
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
--------------------
και αμε θελετε να ακουστε λλιες κυπραιικες μελωδιες απο τα [πολυ] παλια...
κλικαρετε....
χαρουμενες και λυπητερες....:
http://www.mousalyra.com.cy/el/diskogra ... rtan2.html
http://www.mousalyra.com.cy/el/diskogra ... arka2.html
καλό τσιμπολόγημα
------------------------------------------
«Θεέ μου νάρταν οι Λαμπρές να κραμμαστούν οι σούσες,
τζιαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες».
Λαγοκοιμούνται τα παιδιά. Ο άγγελος της Αναστάσεως τους έκλεισε τα βλέφαρα μ΄ένα απαλό χάδι στοργής. Τα κοίμισε μ΄ένα νανούρισμα γλυκό, που διηγότανε κάποια σκηνή απ' τη ζωή του Χριστού, μ' αυτούς τους στίχους: «Αφήστε τα παιδιά νάρθουν κοντά μου. Στα μάτια τους κοιτάω τον ουρανό. Τον Άνθρωπο, που κλείνει μέσα του «τη ζύμη του Καλού». Στα μάγουλά τους ζωγράφισε τη θεία εικόνα της η Αθωότης. Τα χείλη τους δεν έμαθαν να κρύβουν την αλήθεια, να πετάνε λόγια ψεύτικα, υποκριτικά, συμβατικά, να στάζουνε φαρμάκι. Γίνετε όλοι σαν κι' αυτές τις αθώες υπάρξεις. Έτσι μονάχα θα ξανάβρετε το χαμένο εαυτό σας...».
Λαγοκοιμούνται τα παιδιά. Και στον ανάλαφρο τους ύπνο, όλο καμπάνες αναστάσιμες γροικούνε. Ξυπνούνε κάποτε κι' αναρωτιούνται: Χτύπησε τάχα; Όχι; Μα γιατί βαρυκοιμήθηκε ο παπάς;
Σφάλουν τα βλέφαρα και πάλι, για να ονειρευτούνε την Ανάσταση...
Θάναι ντυμένα με τα Λαμπριάτικά τους ρούχα, καμαρωτά θα περπατούνε στο δρόμο ή στο σύντομο μονοπάτι που ανεβάζει στην εκκλησία, και μέσα εκεί θα στέκουνται σιωπηλά, ακούοντας τους ψάλτες. Δε θα καταλαβαίνουν τίποτα. Θα διαισθάνουνται όμως την έννοια, το βάθος και την ομορφιά των ύμνων...................
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
--------------------
και αμε θελετε να ακουστε λλιες κυπραιικες μελωδιες απο τα [πολυ] παλια...
κλικαρετε....
χαρουμενες και λυπητερες....:
http://www.mousalyra.com.cy/el/diskogra ... rtan2.html
http://www.mousalyra.com.cy/el/diskogra ... arka2.html
καλό τσιμπολόγημα
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Δικαιολογημένα η Κύπρος ονομάστηκε «Νήσος των Αγίων», από διάφορους χρονογράφους και συγγραφείς, για το πλήθος των Αγίων οι οποίοι, είτε επέρασαν από το νησί είτε ετελείωσαν τη ζωή τους σ' αυτό, είτε κατάγονταν από αυτό. Από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα αναγράφονται 240 γνωστοί Άγιοι της Κύπρου. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που είναι σήμερα άγωνστοι σ' εμάς. Υπάρχουν επίσης και μερικοί άλλοι Άγιου που δεν αναφέρονται εδώ οι οποίοι λατρεύονται από τον κυπριακό λαό μεν αλλά δεν τους αναγνωρίζει η Εκκλησία της Κύπρου. Ο Θεός ανέδειξε τόσο πλήθος Αγίων στο μικρό μας νησί επειδή οι Κύπριοι είναι σπλαχνικοί, φιλόξενοι και πιστοί άνθρωποι, που ξέρουν να τιμούν τους Αγίους τους. Από το μελέτημα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' «Κύπρος η Αγία Νήσος» περιλαμβάνουμε πιο κάτω τα στοιχεία 369 Κυπρίων Αγίων (συν του Αγίου Φιλούμενου που μαρτύρησε το 1979), ένα κατάλογο που δεικνύει τη πυκνότητα της χριστιανικής ζωής και παράδοσης της Κύπρου.
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2011/ ... mment-form
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2011/ ... mment-form
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- totispap
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2381
- Εγγραφή: Τετ 06 Ιαν 2010, 20:39
- Irc ψευδώνυμο: totispap
- Φύλο: Άνδρας
Re: ΚΥΠΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
για να μου δώσει ένα φιλί δυο χρόνους επολέμουν
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
εξανάλθες μοναχή.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.