Σελίδα 1 από 1

Το δίκαιο και η απονομή του στον Όμηρο.

Δημοσιεύτηκε: Τρί 26 Φεβ 2008, 15:32
από karipis
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ

Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ

«θέμιστες», οι άγραφοι νόμοι τους
‘Οπως κάθε κοινωνία και η ομηρική Κοινωνία, η κοινωνία των ομηρικών Ελλήνων, είχε τους νόμους της και τον δικό της τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και ρύθμισης των διαφορών των μελών της. Οι σχέσεις των ανθρώπων και γενικά η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζονται από τους τότε άγραφους νόμους τους, αυτούς που είχε καθιερώσει η μακροχρόνια συνήθεια και παράδοση. Αυτοί οι άγραφοι νόμοι στα ομηρικά έπη λέγονται «θέμιστες» και αποτελούν την άγραφη νομοθεσία των ομηρικών Ελλήνων, που ρύθμιζε τις σχέσεις τους και τη συμπεριφορά τους σε ύλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους. «Θέμιστες» λοιπόν είναι τα έθιμα και σι συνήθειες των ομηρικών ανθρώπων. Αυτές κανονίζουν τη συμπεριφορά τους, διασφαλίζουν την Κοινωνική τους τάξη και το κοινωνικό καθεστώς τους, το τι είναι δίκαιο και επιτρέπεται (ή και καθορίζουν το τι πρέπει να γίνεται) και τι είναι άδικο Και απαγορεύεται ή και τιμωρείται. Μόνον αυτό που έχουν καθιερώσει τα έθιμα και οι παραδόσεις είναι σωστό, δίκαιο και επιτρεπτό («θέμις εστί» Β 73, 1 33, 134, ι 268 κ.ά.). Ό,τι όμως είναι αντίθετο προς τα έθιμα και τα καθιερωμένα από τις συνήθειες και τις παραδόσεις, αυτό ούτε σωστό είναι ούτε δίκαιο και επομένως δεν πρέπει να γίνεται, είναι απαράδεκτο και άδικο («ού θέμις εστί» Ψ 44, Ξ 386, ξ 56 κ.ά.).
Τα έθιμα λοιπόν και η παράδοση έβαζαν μια τάξη στη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ομηρικών ανθρώπων και διαμόρφωναν τις αντιλήψεις των ομηρικών Ελλήνων για το δίκαιο και το άδικο, το επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο. «Δίκαιος» για τα ομηρικά έπη είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις (γ 52), αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τους άγραφους νόμους και σέβεται το δίκαιο (Τ 181, Ν 6). Αντίθετα δεν είναι δίκαιοι όσοι αψηφούν το δίκαιο (β 282, γ 133, 8 575, ι 175 κ.ά.). Μόνον αυτός που ενεργεί και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις «θέμιστες» είναι, για τις αντιλήψεις των ομηρικών Ελλήνων, πολιτισμένος και κοινωνικός άνθρωπος. Οι άνθρωποι που δεν έχουν παραδόσεις και έθιμα και δεν βασίζουν τη συμπεριφορά τους σ’ αυτήν, αυτοί δεν είναι «δίκαιοι», αλλά είναι άγριοι, βάρβαροι και απολίτιστοι (ζ 120, 8 575, ν 201).
«Αθέμιστοι» λογίζονταν οι άνθρωποι που δεν είχαν νόμους, «θέμιστες», δεν ρύθμιζαν τις σχέσεις τους με βάση τους εθιμικούς κανόνες και την παράδοση, «αθέμιστοι» ήταν οι άνομοι... Ο «αθέμιστος» ήταν ένας απολίτιστος και αντικοινωνικός άνθρωπος, ήταν ένα στοιχείο αντικοινωνικό. Μόνον ένας «αφρήτωρ, αθέμιστος και ανέστιος», δηλαδή ένας που δεν είχε ούτε φάρα, ούτε νόμο, ούτε σπίτι, μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να θέλει το φριχτό εμφύλιο πόλεμο, λέει ο Νέστορας (1 63-64). Οι Κύκλωπες λογίζονταν «αθέμιστοι» (ι 106, 215), γιατί:

«Να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν».
(ι 112 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η συμπεριφορά λοιπόν και οι σχέσεις των ομηρικών ανθρώπων καθορίζονται από τις «θέμιστες» για όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους. Κανένας δεν επιτρέπεται να ενεργεί αντίθετα με τα έθιμα και να καταπιάνεται με έργα άνομα (σ 141).

Η ιερότητα των άγραφων νόμων
Τις «θέμιστες», που καθορίζουν τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των ατόμων μεταξύ τους, μα και τις σχέσεις τους με τους θεούς, δεν τις καθόρισαν οι άνθρωποι. Ο Δίας, ο πανούργος γιος του Κρόνου, έδωσε στους βασιλιάδες το σκήπτρο, δηλαδή την εξουσία, και τους νόμους με τους οποίους θα κυβερνούν τους ανθρώπους (Β 205-206). Ο βασιλιάς και σι δικαστές είναι εξουσιοδοτημένοι από το Δία, να προστατεύουν αυτούς τους άγραφους νόμους και να επιβλέπουν την εφαρμογή τους, και πρέπει αυτούς τους άγραφους θεϊκούς νόμους να τους εφαρμόζουν και αυτοί οι ίδιοι πιστά και σύμφωνα με αυτούς να λύνουν τις διαφορές των ανθρώπων. Ο Δίας θυμώνει και τιμωρεί τους ανθρώπους που κρίνουν στραβά και αυθαίρετα και στέλνει συμφορές στη χώρα τους:

«Πως όντας πιάσει μπόρα, ολάκερη πλαντάζει η γης η μαύρη, κάποιαν ημέρα του χινόπωρου, νεροποντή σε στέλνει ο Δίας, καθώς τον πήρε η μάνητα κι η οργή για τους ανθρώπους, στην αγορά που κρίνουν άνομα, στραβά κρισολογώντας, και λαχπατούν το δίκιο αψήφιστα κι ουδέ θεούς λογιάζουν».
(Π 384-388 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Αντίθετα, σ’ αυτούς που σέβονται τους νόμους και τους θεούς και η κρίση τους είναι δίκαιη, οι θεοί στέλνουν την ευτυχία, η γη τους γεννά πλούσιο καρπό, στάρι και κριθάρι, τα δέντρα τους λιγούν απ’ τους καρπούς, τα πρόβατά τους γεννούν και η θάλασσα τους δίνει άφθονα ψάρια:

«Αλήθεια φτάνει η δόξα σου ως τα πλατιά τα ουράνια,
σαν τ’ άψεγου του βασιλιά πο ‘χει λαούς κι ορίζει
αντρειωμένους και πολλούς με του θεού το φόβο,
κι όλο το δίκιο σέβεται κι η πλούσια γη του φέρνει
στάρια, κριθάρια και λυγούν από καρπούς τα δέντρα,
γεννούν τ’ αρνιά κι η θάλασσα βγάζει άφθονα τα ψάρια,
απ’ την καλή κυβέρνηση κι όλοι ευτυχούν κοντά του»,
(τ 108-1 14 μετ. Ζ. Σίδερη)

Οι νόμοι τους λοιπόν είναι ιεροί, δοσμένοι από το Δία και οι ίδιοι οι θεοί επιτηρούν την καλή και δίκαιη εφαρμογή τους και την τήρησή τους και από τους ίδιους τους άρχοντες και κριτές, τους βασιλιάδες και τους δικαστές, και όχι μόνο από τους κοινούς ανθρώπους. Η Θέμιδα, σαν προσωποποιημένη ήδη θεότητα, μας δίνεται σαν κήρυκας του παντοδύναμου Δία, που με εντολή του φροντίζει για την τάξη. Στον Όλυμπο φροντίζει για την τάξη στο τραπέζι των θεών (Ο 94 κ.π.), συγκαλεί δε και τους θεούς στη συνέλευση (Υ 4 κ.π.), η ίδια δε συγκαλεί και διαλύει τις συνελεύσεις των θνητών ανθρώπων (β 69). Δεν είναι ακόμα η αποκλειστική θεά της δικαιοσύνης. Αυτή την επιβλέπει ο ίδιος ο Δίας, καθώς και οι άλλοι θεοί. Την «ευνομίην», δηλαδή την καλή εφαρμογή των νόμων από τους ανθρώπους, την επιβλέπουν οι ίδιοι οι θεοί. Πολλές φορές, παίρνοντας διάφορες μορφές, κατεβαίνουν στη γη για να δουν ποιοι είναι δίκαιοι και ποιοι άδικοι:

«Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας λογής λογής, παρόμοιοι
με αλλόξενους θνητούς, αγνώριστοι τις πολιτείες γυρνούνε,
να δουν μαθές, ποιοι ανθρώποι είναι άνομοι και ποιοι κρατούν το δίκιο».
(ρ 485-487 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Ο Δίας λοιπόν και οι θεοί έδωσαν στους ανθρώπους τους νόμους, που είναι ιεροί και απαραβίαστοι. Οι άνθρωποι πρέπει να κανονίζουν τη συμπεριφορά τους και τις σχέσεις τους, σύμφωνα με τους θεϊκούς αυτούς άγραφους νόμους. Οι βασιλιάδες και οι δικαστές πρέπει να φροντίζουν για την πιστή εφαρμογή τους και να λύνουν τις διαφορές των ανθρώπων σύμφωνα με τους νόμους αυτούς και με κρίση δίκαιη. Αυτοί που κρίνουν στραβά το δίκαιο («σκολιάς κρίνωσι θέμιστας»), αυτοί που βασιζόμενοι στη δύναμή τους στρεβλώνουν το δίκαιο τιμωρούνται από τους θεούς. Οι θεοί επιβλέπουν και τους κοινούς ανθρώπους, μα και τους βασιλιάδες και τους δικαστές, αν εφαρμόζουν και αν εφαρμόζουν σωστά και δίκαια τους νόμους τους. Στις «θέμιστες» στηρίζεται το δίκαιο και η απονομή του.

Η παράβαση των νόμων και οι συνέπειες της
Αυτό το άγραφο δίκαιο της ομηρικής κοινωνίας έχει, από όσα είδαμε πιο πάνω, βαθύ Θρησκευτικό χαρακτήρα. Η παράβαση του εθιμικού κανόνα δεν προκαλεί μόνο τη μομφή και δίκαιη αγανάκτηση των θνητών ανθρώπων («νέμεσις δέ μοι έξ ανθρώπων έσσεται» β 136-137), δεν είναι μόνο μια αξιοκατάκριτη πράξη που πρέπει να προκαλεί ντροπή σ’ αυτόν που την κάνει (α 350, Ξ 80, Ν 122 κ.ά.), μα αποτελεί και ασέβεια στους θεούς που καθιέρωσαν τις «θέμιστες». Ο παραβάτης του εθιμικού κανόνα είναι «υβριστής» και «ατάσθαλος», δηλαδή βίαιος, αυθάδης και ανόσιος (Χ 418, Λ 695, γ 207, ζ 120, π 86 κ.ά.). Η παράβαση των άγραφων νόμων τους, σαν πράξη αναίδειας και αλαζονείας («ύβρις» «ατασθαλίη»), είναι απαράδεκτη και προκαλεί αγανάκτηση και των ανθρώπων και των θεών.
Οι άνθρωποι, στη μακροχρόνια εφαρμογή των εθίμων, απόκτησαν το αίσθημα ότι μόνο η συμπεριφορά η σύμφωνη με τα έθιμα είναι η σωστή και αυτή εξασφαλίζει την κοινωνική τάξη. Σύμφωνα με τη μακροχρόνια εφαρμογή των εθίμων, δημιουργήθηκε το περί δικαίου αίσθημα των ομηρικών ανθρώπων. Κάθε αντίθετη προς τα έθιμα και τις συνήθειες συμπεριφορά προσβάλλει το περί δικαίου αίσθημά τους και προκαλεί αγανάκτηση. Πρέπει να ντρέπεται αυτός που ενεργεί αντίθετα προς τους άγραφους νόμους. Η «αιδώς» είναι η υποταγή στον ηθικό κώδικα, που τον αποτελούν οι άγραφοι νόμοι, είναι η συνείδηση του δικαίου, ο ηθικός φόβος για κάθε αισχρό και παράνομο (Κ 238, Ν 122, 0 561, 657 κ.ά.). Η «αιδώς», αυτό το αίσθημα δικαίου, ο ηθικός φόβος και η ντροπή που πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος για την παράβαση των άγραφων νόμων, των δοσμένων από τους θεούς, πρέπει να αποτελεί τη βάση για την τήρησή τους.
Η αντίθετη στους άγραφους νόμους συμπεριφορά δημιουργεί πρώτα πρώτα την αγανάκτηση του ανθρώπου που πάνω του πέφτουν οι συνέπειες της παράβασης· δημιουργεί την αγανάκτηση και την οργή του αδικούμενου, της οικογένειάς του και του γένους του. Για τον αδικούμενο η παράβαση αποτελεί προσωπική προσβολή και ύβρη, και αυτός είναι που ζητάει την αποκατάσταση της προσβολής με την ανταπόδοση, την εκδίκηση, που αποτελεί και την τιμωρία του δράστη και παραβάτη των νόμων. Η παράβαση όμως του νόμου αποτελεί προσβολή και ύβρη για ολόκληρη την οικογένεια και το γένος στο οποίο ανήκει ο προσβλημένος και αδικημένος. Έτσι την εκδίκηση, την τιμωρία δηλ. του δράστη και παραβάτη του νόμου, την παίρνει στα χέρια της η οικογένεια και το γένος του αδικούμενου. Στην ομηρική κοινωνία η ανταπόδοση, η εκδίκηση δεν είναι απλώς δικαίωμα, είναι υποχρέωση και καθήκον που επιβάλλουν οι «θέμιστες», οι άγραφοι νόμοι της εποχής τους.
Και η εκδίκηση όμως έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τους εθιμικούς νόμους και τον ηθικό κώδικα που είχαν διαμορφώσει. Υπάρχουν λοιπόν και οι εθιμικοί νόμοι που καθορίζουν τον τρόπο της εκδίκησης και είναι και αυτοί δοσμένοι από τους θεούς, που όχι μόνο την επιτρέπουν μα και την επιβάλλουν σαν καθήκον. Ο ίδιος ο Δίας αναγνωρίζει πως σύμφωνα με τον άγραφο νόμο ο Ορέστης έπρεπε να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του και πως αυτή η εκδίκηση θα έφτανε οπωσδήποτε (α 40). Η Αθηνά αναγνωρίζει πως τον Αίγισθο τον βρήκε ο θάνατος που του έπρεπε και εύχεται έτσι να χαθεί καθένας που κάνει τέτοιες πράξεις (α 45-47). Ο Αχιλλέας θα έπαιρνε με το σπαθί του εκδίκηση για την προσβολή που του έκανε ο Αγαμέμνονας, αν δεν τον συγκρατούσε η Αθηνά (Α 188 κ.π.).
Μα το να παρθεί η εκδίκηση και να τιμωρηθεί ο παραβάτης του νόμου δεν ήταν ούτε απλό ούτε εύκολο. Αφού δεν υπήρχε οργανωμένο κράτος για να τιμωρεί αυτό τον παραβάτη του νόμου και το έθιμο ανάθετε την τιμωρία του στον αδικημένο, την οικογένειά του και το γένος του, αυτοί οι τελευταίοι έπρεπε να έχουν βασικά τη δύναμη για να επιβάλουν την εκδίκησή τους, την τιμωρία του παραβάτη και σύγχρονα την ηθική συμπαράσταση των άλλων ανθρώπων και της κοινωνίας, ώστε η εκδίκησή τους να είναι σύμφωνη με το αίσθημα δικαίου, γιατί αλλιώς και η δική τους πράξη εκδίκησης θα ήταν άδικη και παράνομη. Ο Αχιλλέας θα εκδικιόταν και τον ίδιο τον Απόλλωνα, που τον ξεγέλασε στη μάχη, αν είχε τη δύναμη (Χ 20). Η Αθηνά, με τη μορφή του Μέντη, συμβουλεύει τον Τηλέμαχο να σκοτώσει τους μνηστήρες για τις άνομες πράξεις τους και τις προσβολές που κάνουν σ’ αυτόν και την οικογένειά του και του θυμίζει τη δόξα του Ορέστη (α 293-300). Μα ο Τηλέμαχος δεν έχει τη δύναμη για να βγάλει πέρα μια τέτοια δουλειά, γι’ αυτό καλεί το λαό σε συνέλευση και ζητάει την ηθική του συμπαράσταση και του τονίζει πως θα έπρεπε να αγανακτεί με τις άνομες πράξεις των μνηστήρων:

«Δύναμη αν είχα, θα δοκίμαζα να βγω ν’ αντιπαλέψω,
τι είναι οι δουλειές αυτές αβάσταχτες, και ντροπιασμένα σβήνει
τ’ αρχοντικό μας. Όμως θα ‘πρεπε και σεις ν’ αγαναχτείτε
και τους γειτόνους σας να ντρέπεστε, που ζουν ολόγυρά σας·
κι ακόμα των θεών την όργητα να τρέμετε, μην τύχει
για σας κι αλλάξουν γνώμη, από θυμό για τις δουλειές ετούτες.
Στου Ολύμπου Δία, στης Θέμης τ’ όνομα, που το λαό μαζώνει
και πάλι τον σκολνά απ’ τη σύναξη, στα πόδια σας προσπέφτω,
μονάχο, φίλοι, παρατάτε με να λιώνω στον καημό μου!»
(β 62-70 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η τιμωρία λοιπόν του παραβάτη των νόμων ήταν ένα προσωπικό ζήτημα του προσβλημένου Και της οικογένειάς του και αποτελούσε βασικά ιδιωτική υπόθεση. Μα πολλές φορές η έλλειψη της δύναμης για την επιβολή της τιμωρίας-εκδίκησης ανάγκαζε τον προσβλημένο να καταφεύγει στο αίσθημα δικαίου του λαού και να ζητάει τη συμπαράστασή του για την τιμωρία του ενόχου. Όσο λοιπόν και αν η τιμωρία ήταν βασικά μια ιδιωτική υπόθεση, η πραγμάτωσή της είχε την ανάγκη της ηθικής, μα και υλικής, της δυναμικής συμπαράστασης της κοινωνίας, που κι αυτή έπρεπε να αισθάνεται προσβλημένη από την παράβαση. Η τιμωρία ήταν λοιπόν και ζήτημα ηθικό και κοινωνικό. Όσο αδύναμοι κι αν ήταν ακόμη τότε οι κοινωνικοί δεσμοί, η βιαιότητα που είχαν τα ανθρώπινα πάθη και η αγριότητα της εκδίκησης δημιουργούσε αναταραχή γενικότερη, που δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορο το κοινωνικό σύνολο, στις μικρές μάλιστα τότε ομηρικές κοινωνίες. Η εκδίκηση δεν μπορούσε να είναι τυφλή και απεριόριστη, ούτε πάλι μπορούσε να μένει ατιμώρητη μια παράβαση, επειδή ο προσβλημένος δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει την τιμωρία του παραβάτη. Η παρέμβαση του κοινωνικού παράγοντα γίνεται απαραίτητη, τόσο για την επιβολή της εκδίκησης, σαν επιτρεπτής και νόμιμης τιμωρίας του παραβάτη των άγραφων νόμων τους, όσο και για τον τρόπο που έπρεπε να γίνει και την έκταση που έπρεπε να πάρει. Η παρέμβαση πάλι του κοινωνικού παράγοντα ήταν επίσης
απαραίτητη, όταν από αδυναμία του προσβλημένου ο παραβάτης έμενε ατιμώρητος για πράξη μάλιστα που πρόσβαλε γενικότερα το αίσθημα δικαίου, οπότε ο λαός μπορούσε να ξεσηκωθεί και να τιμωρήσει αυτός τον παραβάτη ή να δώσει βοήθεια στον προσβλημένο, υλική ή ηθική. ‘Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη της παρέμβασης του κοινωνικού παράγοντα για την τιμωρία του παραβάτη των νόμων και γενικότερα για τη λύση των ανθρώπινων διαφορών και την απόδοση δικαιοσύνης.


Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Η δικαιοδοσία του βασιλιά και των δικαστών
Όπως οι νόμοι δόθηκαν από τους θεούς, έτσι και η εξουσία για την τήρησή τους δόθηκε από το Δία στο βασιλιά, σαν ανώτατο άρχοντα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των ομηρικών Ελλήνων, ο βασιλιάς που επιβλέπει την τήρηση και την εφαρμογή τους, έχει την εξουσία να κρίνει τις ανθρώπινες διαφορές. Ο γιος του Κρόνου τους έδωσε «σκηπτρόν τ’ ηδέ θέμιστας» (Β 206). Ο Νέστορας λέει στον Αγαμέμνονα με σεβασμό πως ο Δίας του έδωσε το σκήπτρο, δηλαδή την εξουσία και τους νόμους για να τους φροντίζει και να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτούς (1 99). Η απονομή της δικαιοσύνης ήταν όχι μόνο μια εξουσία, μα και ένα καθήκον του βασιλιά. Ο βασιλιάς έπρεπε να κρίνει σωστά, σύμφωνα με το αληθινό νόημα των νόμων τους. Το ότι ο βασιλιάς ήταν ο πρώτος και ανώτατος δικαστής από τα πολύ παλιά χρόνια, δείχνει η εικόνα του Μίνωα στον Άδη, όπως μας την διηγείται ο Οδυσσέας. Ο Μίνωας, με το σκήπτρο στο χέρι, κρίνει τους νεκρούς υπηκόους του, που άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί γύρω στον κριτή βασιλιά ζητούν το δίκιο τους (λ 568-571). Όπως είδαμε, στον Άδη ξαναγίνεται από τις ψυχές-σκιές, τις χωρίς ζωή σκιές των πεθαμένων, ό,τι γινόταν στην πραγματική επίγεια ζωή τους. Ο Μίνωας κρίνει τις σκιές των νεκρών υπηκόων του, επαναλαμβάνοντας σα σε θέατρο σκιών, ό,τι έκανε ζωντανός σαν δικαστής, κρίνει τις διαφορές των υπηκόων του. Ο βασιλιάς προστατεύει τη χώρα του με τη δύναμή του, μα και με τη δικαιοσύνη του, τη δίκαιη κρίση του, όπως έκανε ο Σαρπηδόνας, ο αρχηγός και βασιλιάς των Λυκίων (Π 541-542). Είδαμε πως στη χώρα του βασιλιά του αψεγάδιαστου, που κυβερνάει λαούς, σέβεται τους θεούς και η κρίση του είναι σωστή και δίκαιη, οι θεοί στέλνουν την ευτυχία. Η γη δίνει στάρι και κριθάρι, τα δέντρα λυγίζουν από τους καρπούς, τα αρνιά γεννούν και η θάλασσα δίνει άφθονα ψάρια. Και όλα αυτά τα στέλνουν οι θεοί για τη δίκαιη διακυβέρνηση του λαού από το δίκαιο βασιλιά, γιατί μόνο κάτω από μια δίκαιη διακυβέρνηση προκόβουν οι λαοί (τ 109-114).
Μα εκτός από το βασιλιά, τις διαφορές των ανθρώπων δικάζουν και λύνουν οι «δικασπόλοι», οι δικαστές. Στα έπη αναφέρεται πως εκτός από το βασιλιά, σαν ανώτατο άρχοντα, που δικάζει και που είναι ο ανώτατος δικαστής, αναφέρονται και άλλοι δικαστές, που στην αγορά λύνουν τις διαφορές, δεν αναφέρεται όμως ποιος τους ορίζει. Πρέπει όμως να υποθέσουμε πως τους όριζε ο βασιλιάς σαν ανώτατος άρχοντας, αφού αυτός είχε την επίβλεψη της τήρησης και εφαρμογής των νόμων. Μας λένε όμως τα έπη πως και οι δικαστές, όπως και ο βασιλιάς σαν δικαστής, είναι εξουσιοδοτημένοι από το Δία για να κρίνουν τις ανθρώπινες διαφορές, σύμφωνα με τους άγραφους θεϊκούς νόμους, που πρέπει να προστατεύουν.
Σημάδι της εξουσίας των δικαστών είναι το σκήπτρο που κρατούν σαν δικάζουν (Α 238-239). Οι δικαστές βέβαια είναι άρχοντες, και συνήθως δικαστές είναι οι γέροντες που αποτελούν και το συμβούλιο του βασιλιά και διαφεντεύουν, κάτω από την εξουσία του, ορισμένες περιοχές της χώρας και που συνήθως ήταν αρχηγοί των γενών και φυλών, που από τα πολύ παλιά χρόνια, σαν αρχηγοί και βασιλιάδες στα γένη και τις φυλές, δίκαζαν τις διαφορές των μελών τους και τώρα δίκαζαν τις διαφορές των ανθρώπων, του λαού, άσχετα με το γένος και τη φυλή των διαδίκων, σαν εκπρόσωποι του βασιλιά και του κράτους του.
Φαίνεται πως το δικαστήριο το αποτελούσαν είτε όλοι είτε μερικοί απ’ αυτούς και όχι ένας μόνο, όπως στην εποχή του Μίνωα, αν και σε μια παρομοίωση στην Οδύσσεια, μας αναφέρεται δικαστής που πηγαίνει να δειπνήσει αφού στην αγορά πολλούς δίκασε και έλυσε τις διαφορές τους (μ 439-440). Στη δίκη που παράσταινε η ασπίδα του Αχιλλέα αναφέρεται ότι δίκαζαν οι γέροντες, καθισμένοι στις λαξεμένες πέτρες, μέσα στον ιερό κύκλο, κρατώντας στα χέρια τους το σκήπτρο που τους έδινε ο κήρυκας, «αμοιβηδίς δέ δίκαζον», δηλαδή ο ένας μετά τον άλλο σηκώνονταν και έκριναν λέγοντας τη γνώμη τους (Σ 503-506). Δεν αποκλείεται όμως δικαστές να ήταν και νέοι άρχοντες, αφού όπως είδαμε οι «γέροντες» ήταν αξιωματούχοι και λέγονταν γέροντες, χάρη στο αξίωμα τους και όχι για την ηλικία τους. Η ψυχή της μάνας του Οδυσσέα, του λέει, σαν την ρώτησε για το γιο του τον Τηλέμαχο πως ο γιος του παίρνει μέρος στα τραπέζια που πρέπει να παρευρίσκεται ένας «δικασπόλος» (λ 184-187).
Στα έπη δεν ξεχωρίζεται ποιες υποθέσεις και διαφορές δίκαζε ο ίδιος ο βασιλιάς και ποιες οι γέροντες. Και δεν γίνεται ένας τέτοιος διαχωρισμός, γιατί όπως είδαμε οι διάδικοι πήγαιναν μόνοι τους στους δικαστές για τη λύση της διαφοράς τους, αυτόβουλα κα όχι υποχρεωτικά. Διαχωρισμός και διακρίσεις των διαφορών, όπως γίνεται σήμερα, δεν γινόταν τότε και φυσικά δεν μπορούσε να υπάρχει διαχωρισμός στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των δικαστηρίων και των δικαστών. Όποια διαφορά πήγαιναν στο δικαστή έπρεπε να την λύσει. Αυτό που τονίζεται στα έπη ιδιαίτερα, είναι ότι η κρίση των δικαστών έπρεπε να είναι δίκαιη και να ανταποκρίνεται στο αληθινό νόημα των εθιμικών τους νόμων και στο περί δικαίου αίσθημα του λαού. Στη χώρα εκείνη που ο βασιλιάς και οι δικαστές κρίνουν στραβά το δίκαιο, και έτσι διώχνουν ουσιαστικά τη δικαιοσύνη, ο Δίας στέλνει συμφορές (Π 386-388). Εξουσιοδοτημένοι λοιπόν από το Δία για την απονομή της δικαιοσύνης είναι ο βασιλιάς και οι δικαστές και σ’ αυτούς απευθύνονταν οι άνθρωποι εκείνοι, οι ομηρικοί Έλληνες, για τη λύση των διαφορών τους.

Τα δικαστήρια
Η απονομή της δικαιοσύνης γινόταν σε καθορισμένο τόπο, βασικά στην «αγορά», δηλαδή στο χώρο όπου γίνονταν και οι συνελεύσεις του λαού και αποτελούσε το κέντρο της κατοικημένης περιοχής. Εκεί και σε ορισμένο για το σκοπό αυτό ξεχωριστό χώρο, σε σχήμα κυκλικό, ήταν τοποθετημένα πέτρινα λαξεμένα καθίσματα, στα οποία κάθονταν οι δικαστές για να δικάσουν. Αυτά αποτελούσαν τον «ιερό κύκλο» (Σ 504), γιατί ο χώρος, καθώς και η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, βρίσκονταν κάτω από την προστασία των θεών και μάλιστα του Δία (Ι 98-99). Και στο στρατόπεδο των Αχαιών, στην Τροία, ήταν καθορισμένος στην αγορά, κοντά στους βωμούς, ο χώρος όπου οι δικαστές απένεμαν δικαιοσύνη και έκριναν τις διαφορές των στρατιωτών. Ο χώρος αυτός βρισκόταν μπροστά από τα πλοία του Οδυσσέα, εκεί που ο Πάτροκλος απάντησε το λαβωμένο Ευρύπυλο:

«Μα σύντας προσπερνούσε τ’ άρμενα του αρχοντιού Οδυσσέα
τρεχάτος, στο άπλωμα που εγίνουνταν η σύναξη κι οι δίκες,
κι όπου υψωνόταν των αθανάτων γύρω οι βωμοί...»
(Λ 806-808 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Εκεί λοιπόν, στον καθορισμένο για το δικαστήριο χώρο της αγοράς, συνέρχονταν σι δικαστές και συγκροτούσαν το δικαστήριο. Το δικαστήριο αποτελούσε δημόσια αρχή στην οποία προσέφευγαν αυτοί που ζητούσαν να λύσουν τη διαφορά τους. Η δίκη στα έπη έφτασε να σημαίνει την απόδοση δικαιοσύνης για συγκεκριμένη υπόθεση, από το δικαστήριο. Οι δικαστές θα δικάσουν και θα κρίνουν τη διαφορά, σύμφωνα με τις «θέμιστες», δηλαδή το εθιμικό τους δίκαιο.
Ορισμένος αριθμός των δικαστών που το συγκροτούσαν δεν αναφέρεται στα έπη, ούτε αναφέρεται και περίπτωση βασιλιά που να δικάζει σαν δικαστής, μόνο ή με άλλους δικαστές, εκτός από τη μυθολογική περίπτωση του Μίνωα στον Άδη, που αναφέραμε πιο πάνω. Δεν ξεχωρίζεται επίσης στα έπη, αν η συγκρότηση του δικαστηρίου γινόταν ειδικά για ορισμένες υποθέσεις ή σε καθορισμένες ημέρες. Αντίθετα φαίνεται ότι αυθόρμητη και αυτόβουλη ήταν η προσέλευση αυτών που είχαν τις διαφορές (Σ 501, μ 440). Βέβαιο όμως είναι, όπως είναι και χαρακτηριστικό, το ότι οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου γίνονταν δημόσια και στην αγορά, την ημέρα, μπροστά στο λαό.

Η διαδικασία της δίκης
Μια εικόνα για τη διαδικασία της δίκης μας δίνεται στην Ιλιάδα, στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα. Οι άντρες της πολιτείας είναι συναγμένοι όλοι στην αγορά. Εκεί έχει ανάψει καυγάς ανάμεσα σε δυο άντρες που μάλωναν για την αποζημίωση, την εξαγορά κάποιου σκοτωμένου:

Κι ο πρώτος φώναζε κι ορκίζουνταν στους άλλους
πως έχει ξεπλερώσει, ο δεύτερος πως τίποτα δεν πήρε.
Και σε κριτή κι οι δυο τους γύρευαν να παν να βγάλει κρίση.
Κι ο κόσμος εμοιράστη κι έπαιρνε και των δυονώ το μέρος·
κι οι κράχτες να κρατήσουν πάλευαν τον κόσμο, κι οι γερόντοι
στα μαγλινά πεζούλια εκάθιζαν, στο άγιο αλώνι μέσα·
κι από τους κράχτες τους βροντόλαλους ραβδιά στα χέρια επαίρναν,
κι αυτά κρατώντας εσηκώνουνταν να κρίνουν ένας ένας.
Κι ήταν στη μέση εκεί δυο τάλαντα χρυσάφι απιθωμένο,
όποιος απ’ όλους φρονιμότερα μιλούσε να το πάρει».
(Σ 49 95Ο& μετ. Καζ.-Κακρ.)

Πρώτα μας δίνεται το αντικείμενο της διαφοράς. Οι δυο άντρες μάλωναν αν πληρώθηκε ή όχι η αποζημίωση για το σκοτωμένο. Ο ένας έλεγε πως δεν πληρώθηκε και ότι δεν πήρε τίποτα και ο άλλος πως την είχε καταβάλει. Έπειτα φαίνεται ότι για τη λύση της διαφοράς τους αυτής ζητούσαν να πάνε στο δικαστήριο, που δείχνει ότι αμέσως μόλις προέκυψε η διαφορά ζήτησαν να πάνε στο δικαστήριο που βρισκόταν στην αγορά, και η δίκη γινόταν αμέσως. Από τον κόσμο, που βρισκόταν στην αγορά, οι μισοί πήραν το μέρος του ενός και οι άλλοι μισοί του άλλου. Αυτοί που είχαν τη διαφορά ζητούσαν να την λύσει το δικαστήριο, που συγκροτήθηκε τότε αμέσως, που δείχνει ότι οι δικαστές βρίσκονταν εκεί, δείχνει δε ακόμα ότι τη διαδικασία της δίκης την κίνησαν οι διάδικοι αυτοπροαίρετα. Βλέπουμε επίσης ότι υπάρχουν εκεί κήρυκες που τηρούν την τάξη στο δικαστήριο και συγκρατούν το λαό.
Η διαφορά αυτή πρέπει να ήταν «αστική», όπως λέμε σήμερα, δηλαδή διαφορά για το αν πληρώθηκε ή όχι η εξαγορά του αίματος, που πρέπει να είχε συμφωνηθεί για το φόνο προηγούμενα, και δεν ήταν διαφορά για να καθοριστεί και να επιβληθεί από το δικαστήριο το ποσό και είδος της εξαγοράς. ‘Οπως θα δούμε ειδικότερα πιο κάτω, σχετικά με το φόνο και την τιμωρία του, ο προσδιορισμός της αποζημίωσης για το φόνο, της εξαγοράς, γινόταν με συμφωνία ανάμεσα σε συγγενείς του σκοτωμένου και συγγενείς του φονιά.
Μόλις το ζήτησαν οι διάδικοι, οι δικαστές προσέρχονται και κάθονται στα πέτρινα καθίσματα που βρίσκονται μέσα στον ιερό κύκλο, τον ιερό χώρο του δικαστηρίου, κρατώντας στα χέρια τους τα σκήπτρα που τους έδιναν οι κήρυκες, σημάδι της εξουσίας τους, δοσμένης βέβαια από το βασιλιά και το Δία, ενώ σύγχρονα οι κήρυκες τηρούσαν την τάξη συγκρατώντας και παραμερίζοντας τον κόσμο.
Το ότι οι δικαστές βρίσκονταν στην αγορά και στο χώρο του δικαστηρίου, το ότι συγκρότησαν αμέσως το δικαστήριο, μόλις το ζήτησαν οι διάδικοι, το ότι κρατούσαν σκήπτρο που τους έδωσαν οι κήρυκες, δείχνει ότι το δικαστήριο αποτελούσε, όπως και πιο πάνω είπαμε, δημόσια αρχή και διαφέρει από τη διαιτησία που θα δούμε πιο κάτω. Αφού συγκροτείται το δικαστήριο, προσέρχονται οι διάδικοι, αυτοί που έχουν τη διαφορά, και αρχίζει η δημόσια συζήτηση της υπόθεσής τους. Πρώτα πρώτα οι διάδικοι εκθέτουν τη διαφορά τους και υποστηρίζουν ο καθένας την άποψή του. Ο λαός, που παρακολουθεί, φαίνεται πως κατά ένα τρόπο παίρνει ενεργό μέρος στη δίκη, γιατί άλλοι με τις φωνές τους (ίσως ένας τρόπος μαρτυρίας), συμπαραστέκονται στον ένα διάδικο και οι άλλοι στον άλλο. Με τον τρόπο αυτό της μαρτυρίας, έρχονται «αρωγοί» (Σ 502) στους διαδίκους.
Έτσι φαίνεται ότι τελείωνε το πρώτο μέρος της δίκης, η ακροαματική διαδικασία, όπως θα λέγαμε σήμερα. Έπειτα ένας ένας δικαστής σηκώνεται με τη σειρά του (δεν μας λένε τα έπη ποια ήταν η σειρά, αν δηλαδή άρχιζε με το νεώτερο), και κρατώντας τα σκήπτρα ψηλά, λέει δημόσια την κρίση του. Το ότι εκφέροντας κρίση σήκωναν το σκήπτρο, ισοδυναμούσε με όρκο στους θεούς για το δίκαιο και αμερόληπτο της κρίσης τους (Α 234, Η 412, Κ 328). Στη μέση του ιερού κύκλου ήταν τοποθετημένα, μπρος στους δικαστές, δυο χρυσά τάλαντα, για να τα πάρει όποιος θα μιλούσε φρονιμότερα. Ο τελευταίος στίχος (Σ 508), «τω δόμεν ός μετά τοίσι δίκην ιθύνοντα είποι», ερμηνεύεται από τους ειδικούς διαφορετικά. Κατά τη μία άποψη, τα τάλαντα θα τα έπαιρνε όποιος από τους δικαστές θα έβγαζε την πιο δίκαιη κρίση. Κατά την άλλη, όποιος από τους διαδίκους νικούσε, δηλαδή αυτός που θα έδινε τις δικαιότερες απόψεις για τους ισχυρισμούς του. Με την απόφαση τελείωνε και η διαδικασία της δίκης, για την οποία δεν μας δίνονται άλλες λεπτομέρειες.



Η ομολογία
Και η ομολογία πρέπει να ήταν ένα αποδεικτικό μέσο στη δικαστική λύση των διαφορών. Στην περίπτωση της διαφοράς Μενέλαου και Αντίλοχου για το δεύτερο βραβείο της αρματοδρομίας, ο Αντίλοχος δεν αρνείται μόνο να πάρει τον απαλλακτικό όρκο, μα ομολόγησε και τον ισχυρισμό του Μενέλαου, πως με πονηριά και δόλο, εμπόδισε τα άλογά του και έτσι ήρθε αυτός δεύτερος στον αγώνα, δικαιολογεί δε την πράξη του αυτή με την τρέλα της νιότης:

«Τρανέ Μενέλαε, μη συχύζεσαι, τι εγώ μπροστά σου στέκω
πολύ πιο νιος, και συ στη δύναμη περνάς με και στα χρόνια.
Του άγουρου τ’ άπρεπα καμώματα τα ξέρεις δίχως άλλο·
τι ο νους του παίρνει αγέρα γρήγορα, κι είναι αχαμνή η βουλή του».
(Ψ 587-550 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Προσφέρεται μάλιστα, εκτός από το βραβείο (τη φοράδα), να του δώσει κι άλλα δώρα, δικά του, και έτσι να τον αποζημιώσει για την άδικη διαφορά που δημιούργησε και να μην χάσει την αγάπη του.
Από τη φύση λοιπόν των πραγμάτων και τα παραπάνω που μας αναφέρουν τα έπη, βγαίνει ότι και η ομολογία αποτελούσε ένα αποδεικτικό μέσο για τη λύση των διαφορών των ομηρικών Ελλήνων, αν και στα έπη δεν έχουμε λεπτομέρειες ή και διακρίσεις για τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονταν από τον εθιμικό τους νόμο και χρησίμευαν στη δικαστική λύση των διαφορών.

Η απόφαση και η εκτέλεσή της
Σχετικά με τη δικαστική απόφαση και τα μέσα της εκτέλεσής της, τα
έπη δεν μας δίνουν στοιχεία ή άλλες πληροφορίες. Χαρακτηριστικό όμως
είναι ότι ένας δικαστής, φανερά και δημόσια, έλεγε την κρίση του (Σ 506,
μ 439-440). Η απόφαση λοιπόν απαγγελλόταν δημόσια, μπροστά στους
διαδίκους και το λαό, που παρακολουθούσε τη διαδικασία και μάλιστα
έπαιρνε μέρος σ’ αυτήν, επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας τις απόψεις
που εξέθεταν οι διάδικοι. Η δημοσιότητα της διαδικασίας, της «ψηφοφορίας» των δικαστών, όπως θα λέγαμε σήμερα (που όπως φαίνεται ήταν το
«αμοιβηδίς δίκαζον», που σηκωνόταν δηλαδή ο ένας μετά τον άλλο και έλεγαν την κρίση τους), της απαγγελίας της απόφασης, είναι χαρακτηριστικά του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης στην ομηρική Ελλάδα,
τρόπου δημοκρατικού, που αποτελούσε μια διασφάλιση για την ορθή, αμερόληπτη, δίκαιη και σύμφωνη με τους άγραφους νόμους απονομή της.
Οι δικαστικές αποφάσεις λέγονται και αυτές στα έπη «θέμιστες» και έπρεπε να είναι δίκαιες, δηλαδή σύμφωνες με την αληθινή έννοια των άγραφων νόμων τους και να ανταποκρίνονται στο περί δικαίου αίσθημα του λαού. Οι δικαστικές αποφάσεις ήταν σεβαστές, αφού έβγαιναν από δικαστές που την εξουσία τους αυτή τους την είχε δώσει ο Δίας. Οι διάδικοι έπρεπε να συμμορφώνονται με την απόφαση του δικαστηρίου και να την εκτελούν αμέσως. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη, ένδικα μέσα δε δεν φαίνεται να υπήρχαν. Επόπτης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ήταν, όπως είδαμε, ο Δίας και οι θεοί.
Βέβαια για τον τρόπο εκτέλεσης δεν έχουμε στοιχεία στα έπη, φαίνεται όμως ότι οι κήρυκες ήταν τα όργανα εκτέλεσης, σαν εξουσιοδοτημένοι από το βασιλιά, τη Βουλή των Γερόντων και τη Συνέλευση του Λαού (στις οποίες οι ίδιοι τηρούσαν την τάξη), για την εφαρμογή των αποφάσεων των δικαστηρίων, που κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τηρούσαν την τάξη. Είδαμε μάλιστα πως οι κήρυκες έδιναν στους δικαστές το σκήπτρο, σημάδι της εξουσίας τους, όταν στην αγορά προσέρχονταν και συγκροτούσαν το δικαστήριο. Οι κήρυκες λοιπόν φαίνεται ότι ήταν τα δημόσια όργανα, που έδιναν βοήθεια και προστασία στο διάδικο για την εκτέλεση και εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων.
Παράδειγμα σεβασμού της απόφασης και της εκτέλεσής της από τους κήρυκες, έχουμε στην περίπτωση της απόφασης του αρχιστρατήγου Αγαμέμνονα να παραδώσει ο Αχιλλέας στους κήρυκες τη Βρισηίδα, που είναι και μια ένδειξη σοβαρή, πως η δύναμη του βασιλιά, που αποτελούσε το κράτος της εποχής εκείνης και τα όργανά του, οι κήρυκες ήταν αυτοί που διασφάλιζαν την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Ο Αγαμέμνονας λοιπόν για να εκτελεστεί η απόφασή του, σαν ανώτατου άρχοντα και αρχιστράτηγου, φωνάζει τους κήρυκες Ταλθύβιο και Ευρυβάτη, και τους λέει:

«Για σύρτε στου Αχιλλέα και γρήγορα κρατώντας τη απ’ το χέρι
φέρτε μου εδώ τη ροδομάγουλη γυρνώντας Βρισοπούλα.
Κι αν δεν τη δώσει, εγώ με πιότερους θα πάω και θα την πάρω
με αυτά τα χέρια μου· βαρύτερα θα το πλερώσει τότε».
(Α 322-325 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Την απόφαση λοιπόν την εκτελούσαν αναγκαστικά οι κήρυκες, εκτελεστικά όργανα του βασιλιά και του δήμου. Μα η απόφαση ήταν σεβαστή ώστε η εκτέλεσή της βασικά γινόταν αυτόβουλα από τον υπόχρεο, χωρίς να συντρέχει τις περισσότερες φορές περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο Αχιλλέας, παρ’ όλο που η απόφαση του Αγαμέμνονα για τη Βρισηίδα, ήταν φανερά άδικη, συμμορφώνεται και την εκτελεί, Παρ’ όλο που ήταν το πιο γενναίο παλικάρι των Αχαιών και αρχηγός των Μυρμιδόνων, αφοσιωμένων σ’ αυτόν. Στους κήρυκες, σαν παρουσιάστηκαν μπροστά του με δισταγμό και ντροπή, λέει:

«Καλώς τους κράχτες τους μαντάτορες του Δία και των ανθρώπων·
ζυγώστε· εσείς δε φταίτε τίποτα, μονάχα ο γιος του Ατρέα,
που εδώ σας στέλνει να μου πάρετε την ώρια Βρισοπούλα.
Πάτροκλε, εμπρός, αρχοντογέννητε, βγάλε και δώσ’ την κόρη
να τήνε πάρουν…….. »
(Α 334-338 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Οι κήρυκες λοιπόν, οι εκτελεστές των αποφάσεων, είναι σεβαστοί, είναι ιεροί και λογίζονται αγγελιοφόροι και του Δία, που φυσικά προστατεύει την εκτέλεση των αποφάσεων και τους κήρυκες κατά την εκτέλεσή τους. Και σε άλλες περιπτώσεις βλέπουμε ήρωες και αρχηγούς να υπακούν και να εκτελούν τις αποφάσεις χωρίς αντίσταση, δείχνοντας γι’ αυτές σεβασμό, ακόμη και αν τις θεωρούσαν άδικες. Ο Οδυσσέας διηγείται ότι στον Άδη είδε τη σκιά του Αίαντα, που εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος γιατί δεν έδωσαν σ’ αυτόν τα άρματα του Αχιλλέα, μα τα έδωσαν στον Οδυσσέα, και προσθέτει πως αυτός (ο Οδυσσέας) τα είχε κερδίσει νόμιμα, «δικαζόμενος», δηλαδή έπειτα απόφαση και δημόσια κρίση. Ο Αίαντας βέβαια, μετά την απόφαση αυτή, θεωρώντας την άδικη και προσβλητική γι’ αυτόν, αυτοκτόνησε, μα αντίρρηση ή αντίσταση στην εκτέλεσή της δεν έφερε. Να η σχετική περιγραφή της συνάντησης:

«Των άλλων νεκρών που εχάθηκαν στεκόνταν πικραμένες
μπρος μου οι ψυχές, και για τις έγνοιες της η κάθε μια ρωτούσε·
και μοναχά του Αίαντα απόμερα, του γιου του Τελαμώνα,
στεκόταν, άπαυτα χολιάζοντας μαζί μου για τη νίκη
που ‘χα νικήσει στα καράβια μας στην κρίση που ‘χε ορίσει
η Θέτη η σεβαστή για τ’ άρματα του γιου της, τίνος να ‘ναι·
κι ήταν των Τρώων οι γιοι που εδίκασαν μαζί με την Παλλάδα.
Αχ, να γινόταν να μην κέρδιζα τέτοιο βραβείο ποτέ μου!
τι η γης απ’ αφορμή τους σκέπασε τρανό αντρειωμένο τότε,
τον Αίαντα, πρώτος που ξεχώριζε σ’ αντρειά και κάλλη απ’ όλους
τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα».
(λ 541-551 μετ. Καζ.-Κακρ.)23

Και ο Αντίλοχος είδαμε πως ομολογώντας πως είχε άδικο, έδωσε αμέσως και πρόθυμα το βραβείο στο Μενέλαο. Βέβαια στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούμε να πούμε πως έχουμε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Οι αποφάσεις όμως των δικαστών και των δικαστηρίων ήταν ακόμη πιο σεβαστές, ήταν ιερές γιατί η εξουσία των δικαστών ήταν θεόδοτη. Τα έθιμα επέβαλλαν το σεβασμό τους και την εκτέλεσή τους. Την επιμέλεια και φροντίδα για την εφαρμογή των νόμων, την είχαν οι ίδιοι οι θεοί και ο Δίας. Είπαμε ότι στη χώρα του βασιλιά που αυτός και οι δικαστές εφάρμοζαν στραβά το νόμο, το δίκαιο και έδιωχναν τη δικαιοσύνη, ο Δίας έστελνε συμφορές (Π 384-392). Μα οι περιπτώσεις αδίκων αποφάσεων φαίνεται ότι δεν έλειπαν, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι οι «θέμιστες» ήταν άγραφοι νόμοι που προέρχονταν από μια μακροχρόνια και σκοτεινή παράδοση και μπορούσαν να παραμορφωθούν από λάθη μνήμης, μα και από αργυρώνητες συνειδήσεις. Αν ο Αγαμέμνονας έβγαλε άδικη απόφαση μπροστά σ’ όλο το στρατό, σε βάρος ενός τόσο δυνατού άρχοντα και τόσο αγαπημένου από το στρατό, όσο ήταν ο Αχιλλέας, μπορούμε να φανταστούμε τι μπορούσε να γίνει σε βάρος των αδύνατων πολιτών και μάλιστα σε περιπτώσεις διαφορών τους με άρχοντες.
Ο Αχιλλέας, αγανακτισμένος, βρίζει τον Αγαμέμνονα και τον λέει «δημοβόρο», δηλαδή λαοφάγο βασιλιά (Α 231). Και η Πηνελόπη, αγανακτισμένη με τους μνηστήρες και τις ανομίες τους, εξυμνώντας τη δικαιοσύνη του Οδυσσέα, λέει πως δεν αδίκησε κανένα καθώς το συνήθιζαν οι βασιλιάδες:

«απ’ τους γονιούς σας δεν ακούσατε, παιδιά σαν ήστε ακόμα,
με πόση αγάπη στους πατέρες σας φερνόταν ο Οδυσσέας;
Ποτέ κανέναν δεν αδίκησε με λόγο για με πράξη,
καθώς το συνηθίζουν όλοι τους, οι ισόθεοι βασιλιάδες,
που άλλον μισούν απ’ τους ανθρώπους τους και σ’ άλλο αγάπη δείχνουν.
Εκείνος ανομία δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν.
Μα εσάς το φυσικό και τ’ άπρεπα ξεσκεπαστήκαν έργα!
Κάνεις καλό και πότε αργότερα σου το χρωστούνε χάρη;»
(δ 688-695 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Οι αδικίες λοιπόν δεν έλειπαν, ούτε βέβαια και οι άδικες δικαστικές αποφάσεις, μα ο κανόνας δεν ήταν αυτός και η δικαιοσύνη βασικά ήταν αντικειμενική και δίκαιη, εφαρμόζοντας τις θέμιστες σύμφωνα με την περί δικαίου αντίληψη του λαού, γιατί το αντίθετο όχι μόνο το τιμωρούσαν οι θεοί, μα και οι άνθρωποι, που μπορούσαν να ξεσηκωθούν. Η δικαιοσύνη και η δικαστική λύση των διαφορών ήταν μια μεγάλη πρόοδος και μια μεγάλη κατάκτηση του λαού, του φτωχού και αδύναμου, που κατέφευγε στα δικαστήρια για να βρει το δίκιο του. Η δικαστική λύση των διαφορών ήταν ένα μεγάλο αγαθό που έδωσαν οι θεοί και οι δικαστικές αποφάσεις ήταν ιερές Και σεβαστές. Γι’ αυτό η εκτέλεσή τους ήταν ένα ιερό καθήκον, που η παράβασή του όχι μόνο προκαλούσε την οργή των θεών μα και την οργή και αγανάκτηση των ανθρώπων. Η εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστών και των δικαστηρίων γενικά, είχε την έγκριση των θεών μα και των ανθρώπων που ενίσχυαν την εκτέλεση, όχι μόνον ηθικά, αλλά και με την παροχή της υλικής δύναμης του τότε κράτους, μα και του δήμου, του λαού.

Η διαιτησία
Όπως ήδη είδαμε, τα δικαστήρια αποτελούσαν την επίσημη, την κρατική δικαιοσύνη, αποτελούσαν δημόσια αρχή και οι δικαστές ήταν δημόσιοι λειτουργοί, όπως θα λέγαμε σήμερα, αρμόδιοι για τη λύση των διαφορών των πολιτών (μ 440). Μπορεί βέβαια οι διάδικοι να πρόσφευγαν αυτοί στα δικαστήρια, αλλά τα δικαστήρια και οι δικαστές ήταν ορισμένα από το τότε ομηρικό κράτος, το βασιλιά. Παράλληλα όμως με τη λειτουργία των δικαστηρίων, ίσχυε και ο θεσμός της διαιτησίας. Η προσφυγή των ομηρικών Ελλήνων στη διαιτησία φαίνεται ότι ήταν συχνή. Αυτοί που είχαν τη διαφορά όριζαν το διαιτητή ή τους διαιτητές τους. Φαίνεται ότι αυτό γινόταν σε περιπτώσεις που τη διαφορά είχαν άρχοντες ή όταν ο διαιτητής έπρεπε να έχει κάποιες ειδικές γνώσεις ή πείρα σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς. Συνήθως ο διαιτητής ήταν άνθρωπος σεβαστός και με κύρος για τη θέση που κατείχε ή για την αμεροληψία του, τη σωφροσύνη του και τη σωστή και δίκαιη κρίση του. Ο Ιδομενέας για τη διαφορά του με τον Αίαντα, του προτείνει να βάλουν στοίχημα ένα τρίποδα ή ένα λεβέτι και να ορίσουν σαν κριτή («ίστορα»), δηλαδή διαιτητή τον Αγαμέμνονα, συμφωνώντας σ’ αυτό και οι δυο (Ψ 486 κ.π.), τους εμπόδισε όμως ο Αχιλλέας. Ο Μενέλαος τη διαφορά του με τον Αντίλοχο σκέφτηκε αρχικά να την αναθέσει στους αρχηγούς των Αχαιών (Ψ 573), είδαμε όμως ότι προτίμησε να βάλει απαλλακτικό όρκο στον Αντίλοχο.
Η Αρήτη φημιζόταν για τη σωφροσύνη της και φαίνεται ότι πρόσφευγαν σ’ αυτήν και άντρες για να λύσει τις διαφορές τους συμβιβαστικά και ο λαός της έδειχνε σεβασμό και αγάπη, γιατί, όπως λέει η Αθηνά στον Οδυσσέα που τον συμβουλεύει να προσπέσει σ’ αυτήν ικέτης:

«Μα έχει κι αυτή μυαλό τετράγωνο, και σε όσους έχει αγάπη
— κι άντρες ακόμα — τις αμάχες τους μπορεί να ξεδιαλύνει».
(η 73-74 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Τις διαφορές του Αμφιάραου με τον Άδραστο είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους με όρκο να τις λύνει η Εριφύλη, αδελφή του Άδραστου και γυναίκα του Αμφιάραου. Αυτή την δωροδόκησε ο Πολυνείκης και έβγαλε απόφαση στη διαφορά Άδραστου-Αμφιάραου, πως έπρεπε να γίνει η εκστρατεία κατά της Θήβας, και έτσι ανάγκασε τον Αμφιάραο να πάει σ’ αυτόν τον πόλεμο, όπου και χάθηκε (ο 244-247). Ο Όμηρος αναφέρει μόνο πως ο Αμφιάραος χάθηκε στη Θήβα από γυναικεία εξαγορά χωρίς να αναφέρει το μύθο, που φαίνεται ήταν γνωστός.

Ο ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ

Η ανθρωποκτονία γενικά
Στην ομηρική κοινωνία, η ανθρωποκτονία είναι ένα φοβερό έγκλημα, άσχετα αν γίνεται προμελετημένα, όπως στην περίπτωση του φόνου του Ορσίλοχου (ν 259 κ.π.) ή αν γίνεται από αμέλεια και γενικά απρομελέτητα, όπως στην περίπτωση του σκοτωμού από τον Πάτροκλο, σαν ήταν ακόμη παιδί, του γιου του Αμφιδάμαντα, που έγινε πάνω σε καυγά σαν έπαιζαν τα κότσια Ψ 85-88). Είναι επίσης αδιάφορο αν ο φονιάς ανήκει σε άλλη οικογένεια, όπως στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, ή αν είναι συγγενής του σκοτωμένου, όπως στην περίπτωση του Τληπόλεμου, που σκότωσε το Λικύμνιο, αδελφό της μητέρας του πατέρα του (Β 661-665), ή στην περίπτωση του Μέδοντα, που σκότωσε ένα συγγενή της μητριάς του Εριωπίδας, γυναίκας του Οϊλέα (Ν 695-697) και του Επειγέα που σκότωσε ένα ξάδελφό του (Π 571-574).
Άσχετα λοιπόν αν ο σκοτωμός του ανθρώπου έγινε προμελετημένα ή απρομελέτητα πάνω σε καυγά, ή από αμέλεια, και άσχετα αν ο δράστης είναι ενήλικος ή ανήλικος, συγγενής ή όχι, η πράξη του λογίζεται φόνος, ένα έγκλημα φοβερό, και ο φονιάς πρέπει να τιμωρηθεί. Η τιμωρία βασικά και χωρίς διακρίσεις, ήταν θάνατος ή, για φονιά συγγενή, εξορία ισόβια, που ισοδυναμούσε με θάνατο. Μα η τιμωρία του φονιά παρέμεινε υπόθεση της οικογένειας του σκοτωμένου. Οι συγγενείς του σκοτωμένου έπρεπε να κυνηγήσουν το φονιά και να τον σκοτώσουν. Ο φονιάς, για να γλυτώσει, έπρεπε να προλάβει να φύγει από τον τόπο του, να αυτοεξοριστεί (Ο 430-432, Ω 480-481, ξ 379-381, ο 224, ψ 118) και μόνο αν γινόταν συμφωνία ανάμεσα στους συγγενείς του σκοτωμένου και του φονιά για την καταβολή αποζημίωσης για το αίμα του σκοτωμένου (συμφωνία εξαγοράς του αίματος, «ποινής»), μπορούσε να ξαναγυρίσει ο φονιάς και να μείνει στον τόπο του (1 632-636). Στην περίπτωση που ο φονιάς ήταν συγγενής του σκοτωμένου, οι άλλοι συγγενείς, που είχαν κατά το έθιμο την υποχρέωση της τιμωρίας του, από επιείκεια γιατί ανήκε στην οικογένεια, περιόριζαν την τιμωρία του σε ισόβια εξορία (Β 661-665).
Η παλιά αντίληψη από την οποία ξεκίνησε η τιμωρία του φονιά, ότι δηλαδή ο νεκρός ζούσε κάτω από τον τάφο του και ζητούσε από τους συγγενείς του να τον εκδικηθούν, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα γίνει κακό φάντασμα και θα τους τιμωρήσει, έχει πια ξεπεραστεί. Οι νεκροί είναι τώρα «είδωλα καμόντων» (λ 475-476), «αμενηνά κάρηνα» (λ 29, 49), ίσκιοι χωρίς δύναμη. Το μόνο που ζητούν είναι να ταφούν για να μπουν στον Άδη να ησυχάσουν. Δεν είναι ο σκοτωμένος που ζητάει την εκδίκηση, την τιμωρία του φονιά. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στα έπη. Για τους ομηρικούς Έλληνες, η εκδίκηση του φονιά, απομεινάρι της παλιάς αντίληψης και συνήθειας, αποτελεί τώρα ένα ιερό καθήκον για την οικογένεια του σκοτωμένου, καθήκον τιμής, που επιβαλλόταν από τη γενική, θρησκευτική και ηθική αντίληψη πως το έγκλημα, και μάλιστα το φόνο, τον αποδοκιμάζουν οι θεοί και οι άνθρωποι. Την τιμωρία την απαιτούσε όχι το τυφλό αίσθημα εκδίκησης, η γενικότερη αντίληψη του κοινωνικού συνόλου, πως ο φόνος είναι μια απαράδεκτη πράξη, σύμφωνα με το νομικό και ηθικό κώδικα, που τον αποτελούσαν τα έθιμα και το θρησκευτικό αίσθημα της εποχής τους. Ο φονιάς φεύγει από τον τόπο του, βασικά γιατί φοβάται την εκδίκηση των συγγενών του σκοτωμένου, μα και γιατί φοβάται ακόμα τη δημόσια κατακραυγή και τη γενική περιφρόνηση. Μπορεί βέβαια να μην υπάρχει δημόσια εξουσία που να διώκει και να τιμωρεί το φονιά αυτεπάγγελτα, υπάρχει όμως η δημόσια κατακραυγή και περιφρόνηση για τον εγκληματία και το έγκλημά του. Ο Φοίνικας, αγανακτισμένος για τις κατάρες του πατέρα του και τη σκληρή προς αυτόν συμπεριφορά του, σκέφτηκε για μια στιγμή θυμού να τον σκοτώσει, μα τον συγκράτησε κάποιος θεός που του θύμισε τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης:
«Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε·

μα κάποιος μου ‘σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου
του κόσμου τις βρισιές, Το σούσουρο, μες στους ανθρώπους γύρω,
πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι».
(1 458-461 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η σπουδαιότητα της δημόσιας γνώμης και το ότι, σε περίπτωση αγανάκτησης του λαού από άδικη πράξη, ο δήμος μπορούσε να λάβει μέτρα τιμωρίας του ενόχου ή των ενόχων, φαίνεται και από το ότι οι μνηστήρες (σαν ο Τηλέμαχος ξέφυγε το φόνο που του είχαν ετοιμάσει, στήνοντάς του καρτέρι στην Αστερίδα και γύρισε πίσω στην Ιθάκη, μα δεν πήγε αμέσως στην πόλη, αλλά ανέβηκε στο χοιροστάσι του, κοντά στον πιστό του Εύμαιο) θέλουν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο πριν γυρίσει στην πόλη και φανερώνοντας στο λαό την απόπειρά τους να τον σκοτώσουν, να τον ξεσηκώσει εναντίον τους και τότε θα είχαν άσχημες συνέπειες, γιατί ο λαός μπορούσε να τους εξορίσει. Να τι λέει σχετικά ο Αντίνοος στους άλλους μνηστήρες:

«Καιρός πια εδώ να μελετήσουμε το μαύρο χαλασμό του,
να μη γλυτώσει πια ο Τηλέμαχος απ’ τα δικά μας χέρια·
αν τούτος ζει, δεν το φαντάζομαι να βγει η δουλειά μας πέρα·
τι τούτος του να σκεφτεί κι απόφαση να πάρει τώρα ξέρει·
κι ουδέ κι ο κόσμος την αγάπη του για μας ως πρώτα δείχνει.
Μα ελάτε, πριν αυτός σε σύναξη τους Αχαιούς καλέσει·
τι ν’ απομείνει δε φαντάζομαι με σταυρωμένα χέρια·
βαρύς θα ‘ναι ο θυμός του· στέκοντας μπρος σε όλους θα φωνάξει,
το μαύρο του χαμό πως κλώθαμε, μα πρόφτασε να φύγει.
Κι οι άλλοι, κακές δουλειές ακούγοντας, δε θα ‘ρθουν λέω μαζί μας·
κακό κανέναν μη μας κάνουνε και μας ξορίσουν όλους
μακριά απ’ τη χώρα μας, σε αλλόξενους να τριγυρνάμε τόπους».
(π 371-382 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Ο λαός λοιπόν μπορούσε να ξεσηκωθεί και να τιμωρήσει και τη συνωμοσία τους και την απόπειρα φόνου του Τηλέμαχου. Ο φόβος της εκδίκησης των συγγενών, μα και της δημόσιας κατακραυγής, είναι ένας φραγμός για το φόνο. Ο Οδυσσέας ετοιμάζει και θέλει με πάθος να σκοτώσει τους μνηστήρες, μα σκέπτεται πως αυτή η πράξη του μπορεί να έχει φοβερές συνέπειες, που τις σκέπτεται πολύ. Δεν είναι μόνο το πως, ένας αυτός, θα σκοτώσει τους μνηστήρες, που συνήθως πηγαίνουν μαζεμένοι στο παλάτι του, μα είναι και το ζήτημα, που μετά το φόνο θα βρει καταφύγιο και πως θα ξεφύγει την εκδίκηση, γι’ αυτό λέει στην Αθηνά:

«μα ο νους μου αναρωτιέται, αδιάκοπα βαθιά στα φρένα τούτο·
πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους βαρύ θα βάλω χέρι,
ένας εγώ, κι αυτοί στο σπίτι μου παν όλοι μαζεμένοι;
Μιαν έγνοια ακόμα μεγαλύτερη το νου μου βασανίζει·
αν συ κι ο Δίας με διαφεντέψετε και θάνατο τους δώσω,
καταφυγή που θα ‘βρω; θα ‘θελα να το καλολογιάσεις».
(υ 38-43 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η εκδίκηση τον αίματος, καθήκον και υποχρέωση της οικογένειας τον σκοτωμένου
Ο φόνος λοιπόν ήταν έγκλημα βαρύ που έπρεπε να τιμωρηθεί. Αυτό το απαιτούσε το αίσθημα δικαίου του κοινωνικού συνόλου. Την τιμωρία όμως δεν την επέβαλε η δημόσια εξουσία, αλλά η οικογένεια του σκοτωμένου. Η δημόσια αγανάκτηση και το κοινό αίσθημα δικαίου αξίωνε από την οικογένεια, σαν καθήκον δικό της, την τιμωρία του φονιά. Οι περιπτώσεις να ξεσηκωθεί ο λαός και να τιμωρήσει το φονιά ήταν εξαιρετικές. Ο κανόνας αυτός. που επέβαλλε το έθιμο, ήταν να τιμωρηθεί ο φονιάς από την οικογένεια του σκοτωμένου. Η τιμωρία του φόνου ήταν βασικά μια ιδιωτική υπόθεση ανάμεσα στις οικογένειες του σκοτωμένου και του φονιά και στηριζόταν στην εκδίκηση. Η εκδίκηση του αίματος ήταν το βασικό κίνητρο της τιμωρίας του φονιά. Η ανταπόδοση ήταν υποχρέωση της οικογένειας, απομεινάρι όπως είδαμε της παλιάς αντίληψης πως μόνο έτσι θα ησύχαζε ο νεκρός στον τάφο του και δεν θα γινόταν κακό φάντασμα να βασανίζει τους δικούς του, γιατί παρέλειψαν να τον εκδικηθούν.
Όσο και αν στην ομηρική εποχή και την ομηρική κοινωνία είχε ξεχαστεί η παλιά αντίληψη πως οι νεκροί ζουν κάτω από τον τάφο τους και όσο και αν πίστευαν πως με το κάψιμο ο νεκρός είναι μια αδύναμη σκιά της παλιάς ύπαρξής του, που ζει θλιμμένη στο σκοτεινό Άδη, εν τούτοις είχε απομείνει το παλιό έθιμο της εκδίκησης του σκοτωμένου, σαν απαράβατο και ιερό καθήκον της οικογένειάς του. Ήταν υποχρέωση που την ενέκριναν όχι μόνο οι άνθρωποι, μα και οι θεοί. Ο Δίας, καθώς και η Αθηνά, εγκρίνουν το φόνο του Αίγισθου από τον Ορέστη, σαν πρέπουσα εκδίκηση του φόνου του πατέρα του (α 40-46). Ο Ορέστης σκοτώνοντας τον Αίγισθο και εκτελώντας έτσι το καθήκον τους της εκδίκησης του αίματος, πήρε μεγάλη δόξα σ’ όλους τους ανθρώπους (α 298-300, γ 306).
Η εκδίκηση του φόνου από τους συγγενείς του σκοτωμένου, έπαιρνε χαρακτήρα νόμιμης τιμωρίας που την επέβαλλε το έθιμο, σαν καθήκον της οικογένειας του σκοτωμένου και ικανοποιούσε το κοινό αίσθημα δικαίου. Το κοινωνικό σύνολο αξίωνε αυτή την τιμωρία και περιφρονούσε τα μέλη της οικογένειας εκείνης που παρέλειπαν να εκτελέσουν αυτό το καθήκον. Σ’ αυτό βασίζεται ο Ευπείθης, πατέρας του μνηστήρα Αντίνοου, που σαν έμαθε το σκοτωμό του γιου του και των άλλων μνηστήρων τρέχει στην αγορά και προσπαθεί να ξεσηκώσει το λαό, μα και τους συγγενείς των σκοτωμένων μνηστήρων, για να εκδικηθούν το φόνο πριν το σκάσουν οι φονιάδες, λέγοντας:

«Μα ελάτε, πριν εκείνος γρήγορα στους Επειούς ξεφύγει,
που κυβερνούν τη θεία την Ήλιδα, για και στην Πύλο, πάμε
να τον ριχτούμε· αλλιώς μας έπνιξε για πάντα η καταφρόνια.
Θα ‘ταν μαθές ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ’ ακούσουν,
απ’ τους φονιάδες πως δεν πήραμε των ‘ιων, των αδερφών μας
το γαίμα πίσω. Δεν θα το ‘θελα να ζω στον κόσμο· κάλλιο
νεκρός κι εγώ μιαν ώρα αρχύτερα με τους νεκρούς τους άλλους».
(ω 430-436 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η εκδίκηση του αίματος, σαν υποχρέωση και σαν καθήκον της οικογένειας και των συγγενών του σκοτωμένου, είναι βαθιά ριζωμένη στην ομηρική κοινωνία και τους ομηρικούς ‘Ελληνες. Ο Νέστορας λέει στον Τηλέμαχο πως είναι καλό πεθαίνοντας κανείς ν’ αφήνει πίσω γιο, γιατί φυσικά αυτός θα εκδικηθεί, όπως ο Ορέστης εκδικήθηκε τον πατέρα του (γ 196-198). Ο Ακάμας, σαν σκότωσε τον Πρόμαχο, προστατεύοντας το νεκρό σώμα του αδελφού του, ευχαριστείται για την εκδίκηση που πήρε και φωνάζει:

«Για δέστε τώρα πώς ο Πρόμαχος κοιμάται δαμασμένος
απ’ το κοντάρι μου, αξεπλέρωτος πολληώρα ‘του αδερφού μου
να μη σταθεί ό χαμός. Καθένας μας γι’ αυτό παρακαλιέται
κάποιον δικό του ν’ αφήσει, το αίμα του να πάρει πίσω πάλε».
(Ξ 482-485 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η εκδίκηση λοιπόν του αίματος και η τιμωρία του φονιά είναι υποχρέωση της οικογένειας του σκοτωμένου, καθήκον που επιβάλλει το έθιμο και που επιδοκιμάζει το κοινωνικό σύνολο, έτσι που για την οικογένεια που δεν το εκπληρώνει, μένει ντροπή και περιφρόνηση. Η εκδίκηση και τιμωρία του φονιά μένει πάντα μια ιδιωτική υπόθεση. Ο φονιάς όμως μπορούσε να ανήκει κι αυτός στην ίδια οικογένεια και στο ίδιο γένος που ανήκε ο σκοτωμένος. Και στην περίπτωση αυτή ο φόνος δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητος. Μα στην περίπτωση αυτή έχουμε μια διαφορετική τιμωρία, γι’ αυτό θα εξετάσουμε τις περιπτώσεις χωριστά.

Εκδίκηση και τιμωρία τον φονιά όταν ανήκει σε άλλη οικογένεια
Όταν ο φονιάς ανήκει σε άλλη οικογένεια, η εκδίκηση βασικά είναι υποχρέωση του αρχηγού της οικογένειας του σκοτωμένου, όπως στην περίπτωση του φόνου του Αντίνοου, που η εκδίκησή του ανήκει στον πατέρα του, τον Ευπείθη. Αν ο σκοτωμένος είναι ο πατέρας, την υποχρέωση έχει ο γιος, όπως στην περίπτωση του φόνου του Αγαμέμνονα την εκδίκηση την παίρνει ο Ορέστης. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πατέρας ή γιος, την εκδίκηση είναι υποχρεωμένοι να πάρουν τα αδέλφια ή άλλοι συγγενείς. Ο φονιάς για να γλυτώσει, πρέπει να προλάβει να φύγει από τον τόπο του, όπου έγινε και το έγκλημα, να εκπατριστεί και να αυτοεξοριστεί. Ο Θεοκλύμενος είχε σκοτώσει κάποιον στο Άργος, που και πολλά αδέλφια είχε και η οικογένειά του είχε μεγάλη πολιτική δύναμη. Κατορθώνει να ξεφύγει και φτάνει στην Πύλο και προσπέφτει ικέτης στον Τηλέμαχο, την ώρα που κάνει ευχές πριν ξεκινήσει το καράβι του και τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί του να γλυτώσει:

«Κι εγώ τη χώρα μου παράτησα, τι έχω σκοτώσει κάποιον
του τόπου μας· πολλά τ’ αδέρφια του, τρανή η δικολογιά του,
κι έχουν πολύ μεγάλη δύναμη, στ’ αλογοθρόφο τ’ Άργος.
Μου μελετούσαν μαύρο θάνατο, μα γλύτωσα και τώρα
φεύγω μακριά· γραφτό της μοίρας μου στη γη να παραδέρνω.
Μα άσε στο πλοίο να μπω· στα πόδια σου προσπέφτω αποδιωγμένος·
με κυνηγούν, θαρρώ, και θάνατο φοβούμαι μη σου δώσουν».
(ο 272-278 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Και ο Λυκόφρονας, που ήταν από τα Κύθηρα, εκπατρίστηκε γιατί είχε σκοτώσει κάποιον εκεί και έμενε κοντά στον Αίαντα τον Τελαμώνιο στη Σαλαμίνα (0 430-432). Περιστατικά σχετικά με αυτούς τους φόνους, του Θεοκλύμενου και του Λυκόφρονα, δεν αναφέρονται ούτε και ποιος ήταν αυτός που σκότωσαν.
Ο φόνος του γιου του Αμφιδάμαντα από τον Πάτροκλο ήταν απρομελέτητος και έγινε σε καυγά πάνω στο παιχνίδι. Ο φονιάς, όπως και το θύμα, ήταν ένα ανήλικο παιδί. Ο νόμος όμως της εκδίκησης είναι ο ίδιος. Το παιδί πρέπει να φυγαδευτεί έξω από τη χώρα για να γλυτώσει. Να πώς διηγείται το περιστατικό η σκιά του Πάτροκλου στον Αχιλλέα, θυμίζοντάς του το δεσμό τους και παρακαλώντας τον να κάψει το νεκρό του σώμα:

«Μια πεθυμιά μου ακόμα θα ‘λεγα, και κάβε τη, αν μ’ ακούσεις:
Των δυο μας, Αχιλλέα, τα κόκκαλα μη μας τα βάλουν χώρια·
να μπουν μαζί, ως κι αναστηθήκαμε στο αρχοντικό μας μέσα,
τότε, ο Μενοίτιος που παιδόπουλο με πήρε απ’ την Οπούντα,
μετά απ’ τον άγριο φόνο που ‘καμα, και μ’ έφερε κοντά σας,
τη μέρα εκείνη που θυμώνοντας, το αγόρι του Αμφιδάμα
αστόχαστα, άθελά μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους».
(Ψ 82-88 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Ο Οδυσσέας πάλι, διηγείται, παριστάνοντας τον κρητικό, μια φανταστική ιστορία φόνου, πως σκότωσε δηλαδή στην Κρήτη τον Ορσίλοχο, γιο του Ιδομενέα, και πως έφυγε για να γλυτώσει. Η Ιστορία είναι βέβαια φανταστική, μα παρμένη από την τότε ζωή, σαν κάτι που συνέβαινε και που μπορούσε να γίνει πιστευτό. Ο φανταστικός φόνος, που διηγείται, είναι περίπτωση προμελετημένου φόνου και ο φονιάς για να γλυτώσει φεύγει από τον τόπο του. Εδώ μας δίνεται και η αιτία και η περιγραφή του φόνου, καθώς και η φυγή του φονιά πριν να γίνει γνωστός ο φόνος:

«Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε που ‘χα απ’ την Τροία φερμένα
να μου τ’ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι’ αυτά πολλά τραβήξει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
Δεν είχα λέει σταθεί στον κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα,
κι ουδέ τον δούλεψα, μόν’ όριζα συντρόφους άλλους μόνος.
Γι’ αυτό, γυρνούσε απ’ τα χωράφια του, καρτέρι μ’ ένα φίλο
στήνω στο δρόμο πλάι και του ‘ριξα με χάλκινο κοντάρι.
Νύχτα περίσκεπε τρισκότεινη τον ουρανό, κι ούτε ένας
θνητός μας είδε κι ούτε μ’ ένιωσαν που πήρα τη ζωή του.
Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα».
(ν 262-273 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Έχουμε εδώ ένα προμελετημένο φόνο, που το θύμα σκοτώθηκε μπαμπέσικα σε καρτέρι, μια σκοτεινή νύχτα. Υπάρχει και συνένοχος μα δεν αναφέρεται τι έγινε αυτός. Κανείς δεν πήρε είδηση τους φονιάδες. Μα όπως έφυγε ο ένας, θα πρέπει να έφυγε και ο άλλος, για να αποφύγουν την εκδίκηση των συγγενών του σκοτωμένου, αν μαθεύονταν οι φονιάδες.
Στην περίπτωση λοιπόν που ο φονιάς ήταν από άλλη οικογένεια, η τιμωρία του από τους συγγενείς του σκοτωμένου, ήταν θάνατος. Ο φονιάς για να γλυτώσει έπρεπε να εκπατριστεί και να πλανιέται σε ξένους τόπους, γιατί αν γύριζε στην πατρίδα, τον περίμενε ο θάνατος.

Η εκδίκηση του φόνου που έγινε από συγγενή
Και στην περίπτωση φόνου από συγγενή, και πάλι ο φόνος δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητος. Στις περιπτώσεις αυτές δεν αποκλειόταν η τιμωρία του φονιά με θάνατο. Μα αυτό δημιουργούσε οικογενειακά δράματα, σαν του Ορέστη που σκότωσε τη μάνα του την Κλυταιμνήστρα, σαν συνεργό και συναυτουργό στο φόνο του πατέρα του (λ 409-410, 430, ω 199-200), αν κι αυτό δεν αναφέρεται ρητά, μα έμμεσα, αφού έκανε νεκρώσιμο τραπέζι για τη μάνα του και τον Αίγισθο (γ 309-310).
Τα οικογενειακά δράματα σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έλειπαν. Μα ήδη στην ομηρική εποχή, η τιμωρία του φονιά συγγενή μετριάζεται από θάνατο σε ισόβια εξορία και το διώξιμό του από την οικογένεια, που ισοδυναμούσε με εικονικό θάνατο του φονιά, για την οικογένειά του και το γένος του. Η οικογενειακή αλληλεγγύη, η προσπάθεια να περιοριστεί το δράμα που δημιούργησε ο φόνος και να μην επεκταθεί μ’ ένα καινούργιο φόνο μέλους της οικογένειας, πράγμα που θα αποδυνάμωνε την οικογένεια, επέβαλε την επιεικέστερη λύση της αποπομπής του από τη χώρα και της διαγραφής του από την οικογένεια.
Η λύση αυτή ικανοποιούσε και την οικογένεια και τις ηθικές και περί δικαίου αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου. Η οικογένεια λοιπόν, που σ’ αυτήν ανήκε το θύμα και ο φονιάς του, συνερχόταν και αποφάσιζε τη διαγραφή του φονιά και την εξορία του. Και αν ο ένοχος ήταν αρχηγός της οικογένειας και αρνιόταν να αυτοεξοριστεί ή ένοχος ήταν άλλος, αλλά ο αρχηγός της οικογένειας αμελούσε να συγκαλέσει την οικογένεια για να αποφασίσει την τιμωρία του ή αμελούσε να την εκτελέσει, οι συγγενείς ξεσηκώνονταν και τον υποχρέωναν να φύγει, αν ήταν αυτός ο ένοχος ή έδιωχναν αυτοί τον ένοχο από τη χώρα.
Ο Τληπόλεμος, ο όμορφος και μεγαλόσωμος γιος του Ηρακλή και της Αστυόχειας, σκότωσε το Λικύμνιο, αδελφό της μητέρας του πατέρα του, δηλαδή αδελφό της γιαγιάς του, μα δεν σκόπευε να εξοριστεί. Τότε ξεσηκώθηκαν τα αδέλφια του και τα ανήψια του και του επέβαλαν την εξορία, διώχνοντάς τον από τη χώρα και από την οικογένεια. Έτσι αυτός αναγκάστηκε, παίρνοντας μαζί του φίλους και όσους από το λαό ήθελαν να τον ακολουθήσουν, κι έπειτα από περιπλανήσεις και βάσανα εγκαταστάθηκε στη Ρόδο (Β 661-667).
Ο Μέδοντας πάλι, ο νόθος γιος του Οϊλέα, ζούσε στη Φυλάκη, μακριά από την πατρική του γη, τη Λοκρίδα, γιατί είχε σκοτώσει ένα συγγενή της μητριάς του Εριωπίδας (Ν 695-697). Δεν αναφέρεται αν εξαναγκάστηκε να εξοριστεί (όπως φαίνεται φυσικότερο, αν υπολογίσουμε το θυμό της μητριάς του) ή αν αυτοεξορίστηκε. Η τιμωρία όμως του φόνου επιβλήθηκε και πραγματοποιήθηκε.
Και ο Επειγέας, που βασίλευε άλλοτε στο ομορφοκατοικημένο Βούδειο, γιατί σκότωσε έναν εξάδελφό του, αναγκάστηκε να εξοριστεί. Πήγε ικέτης στον Πηλέα και τη Θέτη και εκείνοι τον έστειλαν μαζί με τον Αχιλλέα στην Τροία (Π 571-576). Και στην περίπτωση λοιπόν φόνου από συγγενή, ο φονιάς δεν μένει ατιμώρητος, μα διώχνεται και από την οικογένεια και από τη χώρα ή αυτοεξορίζεται. Ο νόμος της εκδίκησης επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο και σ’ αυτή την περίπτωση. Μα αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι εφαρμόζεται ο ηθικός κώδικας και η τιμωρία του εγκλήματος, που πέρα από την ιδιωτική μορφή της εκδίκησης, ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα του κοινωνικού συνόλου, που δεν ανέχεται να ζει ανάμεσά του ο φονιάς.

5. Η ευθύνη τον φονιά είναι προσωπική και δεν δημιουργείται συλλογική ευθύνη της οικογένειάς του
Είναι χαρακτηριστικό του πολιτισμού των ομηρικών Ελλήνων ότι η τιμωρία του φονιά, αν και ξεκινάει από την εκδίκηση του αίματος, και αν και είναι μια ιδιωτική υπόθεση και διαφορά που κανονίζεται αυτοδύναμα, χωρίς την παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας, εν τούτοις δεν παίρνει το χαρακτήρα τυφλής εκδίκησης, σαν συνέπεια της τυφλής δύναμης του μίσους, μα παίρνει το χαρακτήρα της εκπλήρωσης καθήκοντος που επιβάλλει ο άγραφος νόμος, καθήκοντος που επιβάλλει ο νομικός και ηθικός τους κώδικας.
Σύμφωνα με τους άγραφους νόμους τους, υπεύθυνος για το φόνο ήταν ο φονιάς μόνο και όχι και η οικογένειά του. Αυτός πρέπει να τιμωρηθεί και όχι η οικογένειά του, η γυναίκα του ή τα παιδιά του ή τα αδέλφια του και οι άλλοι συγγενείς του. Η ευθύνη του είναι προσωπική και δεν αναφέρονται στα έπη περιπτώσεις συλλογικής ευθύνης της οικογένειας του φονιά. Αντίθετα από τα έπη, φαίνεται ότι η ευθύνη ήταν μόνο προσωπική ευθύνη του φονιά.
Στην περίπτωση του φανταστικού φόνου του Ορσίλοχου, όπου μάλιστα έχουμε έναν ύπουλο και προμελετημένο φόνο, ο φονιάς φεύγει για να αποφύγει τη σκληρή εκδίκηση και τιμωρία, μα πίσω του στην πατρίδα αφήνει την οικογένειά του, τους γιους του και το μισό βιος του (ν 258). Είπαμε παραπάνω πως η περίπτωση αυτού του φόνου είναι φανταστική, μα πρέπει να συνέβαινε και πραγματικά. Αν η ευθύνη ήταν συλλογική, ο φονιάς δεν θα άφηνε την οικογένειά του, τα παιδιά του και το βιος του, αν θα έπεφτε πάνω τους η μανία της άγριας εκδίκησης. Μα ούτε και αναφέρεται περίπτωση εκδίκησης παιδιών ή άλλων συγγενών του φονιά, που πρόλαβε να φύγει από τη χώρα, αφήνοντας πίσω του τους δικούς του. Ούτε και ο Μενοίτιος φαίνεται να είχε ευθύνη για τον απρομελέτητο φόνο που έκανε ο ανήλικος γιος του Πάτροκλος. Η ευθύνη του περιορίζεται στο να διώξει από τη χώρα τον ανήλικο φονιά, ευθύνη μα και καθήκον για να γλυτώσει το παιδί του, γι’ αυτό και τον πήγε στο παλάτι του Πηλέα ο ίδιος (Ψ 85-86). Αν φαίνεται να έμεινε και ο ίδιος στη Φθία (Π 14-16, Λ 765, 771, 785), αυτό δεν δείχνει να έγινε από φόβο εκδίκησης εναντίον του, μα γιατί βρήκε προστασία και φιλία στον Πηλέα, μένοντας έτσι κοντά στο γιο του. Η ευθύνη του πατέρα του ανήλικου φονιά, πρέπει να δεχτούμε ότι περιοριζόταν στο να εξορίσει τον ανήλικο γιο του. Με την εξορία του φονιά διαχωρίζεται η ευθύνη της οικογένειας, που έτσι απαλλάσσεται. Κι αυτό πρέπει να το δεχτούμε, γιατί βλέπουμε, από τις περιπτώσεις που μας δίνουν τα έπη, πως με τη φυγή του φονιά έξω από τη χώρα, η εκδίκηση ικανοποιείται μερικά και αποδυναμώνεται. Δεν φαίνεται να τον ακολουθεί η εκδίκηση των συγγενών του σκοτωμένου και έξω από τη χώρα τους. Αυτό ίσως και από πραγματική αδυναμία να πραγματοποιηθεί η εκδίκηση στα εδαφικά όρια μιας άλλης επικράτειας, ίσως και από την ασυλία του φονιά στην οικογένεια που τον προστάτευε στην ξένη χώρα σαν ικέτη. Ο ικέτης είναι ιερός. Η προσβολή του ή ο φόνος του (αν θα μπορούσε να γίνει στην ξένη χώρα) θα αποτελούσε προσβολή της οικογένειας, που σαν ικέτη και ξένο της, είχε τον φονιά κάτω από την προστασία της. Ο Ευπείθης παρακινεί τους συγγενείς των άλλων σκοτωμένων μνηστήρων, να βιαστούν να κυνηγήσουν τους φονιάδες (τον Οδυσσέα, τον Τηλέμαχο και τους δύο δούλους τους), γιατί αν ξεφύγουν και πάνε στους Επειούς ή στην Πύλο, η εκδίκησή τους θα ματαιωθεί και θα τους μείνει η ντροπή πως δεν εκδικήθηκαν τους νεκρούς τους. Δεν μιλάει όμως για εκδίκηση της Πηνελόπης ή του γερο-Λαέρτη. Η απειλή που κάνει ο Αγέλαος στον Μέντορα (Αθηνά), που παρουσιάστηκε στο παλάτι την ώρα της μνηστηροκτονίας για να βοηθήσει τον Οδυσσέα, πως αν τον βοηθήσει, τότε αυτοί ή όσοι ζήσουν θα σκοτώσουν κι αυτόν και τους γιους του και θα αρπάξουν το βιος του και δεν θα αφήσουν τη γυναίκα του και τις κόρες του να γυρίζουν στους δρόμους της Ιθάκης (χ 213-223), δεν αποτελεί απόδειξη συλλογικής ευθύνης, μα αντίθετα ένδειξη πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά αποτελεί μια παράνομη απειλή των μνηστήρων, πως ο Μέντης, βασιζόμενος στο έθιμο, δεν θα έπρεπε να ελπίζει πως οι γιοι του θα έμεναν ατιμώρητοι, καθώς και η γυναίκα του και οι κόρες του. Η απειλή λοιπόν αυτή πρέπει να λογιστεί σαν ένδειξη της σκληρότητας των μνηστήρων και της ασέβειάς τους, αφού αντίθετα από το έθιμο απειλούν να τιμωρήσουν και τα παιδιά και τη γυναίκα του Μέντορα, που ήταν αμέτοχοι και ανεύθυνοι. Μπορεί ακόμη, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ένα πραγματικό πόλεμο ανάμεσα στους μνηστήρες από τη μια και στον Οδυσσέα και τους φίλους του από την άλλη. Στην περίπτωση αυτή η τιμωρία του Μέντορα και της οικογένειάς του θα ήταν συνέπεια της νίκης των μνηστήρων κατά των νικημένων, που κατά τη συνήθεια ξεκλήριζαν τους άντρες, αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες και άρπαζαν την περιουσία τους, όπως θα δούμε στο περί πολέμου κεφάλαιο. Να η απειλή του Αγέλαου:

«Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα,
ν’ ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις!
Άκου τι λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει:
Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα
θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα
τέτοιες δουλειές· με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα.
Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου,
ότι στα ξώμερά σου βρίσκεται κι ότι στο σπίτι μέσα
με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε· και μες στο αρχοντικό σου
να ζουν οι γιοι σου δε θα αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες
να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης».
(χ 2 13-223 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η απειλή λοιπόν του Αγέλαου κατά του Μέντορα-Αθηνάς δεν είναι μια απειλή εκδίκησης για φόνο ή συμμετοχή σε φόνο, μα απειλή εκδίκησης για τη συμμαχία του με τον αντίπαλο, σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο για την εξουσία και το βασιλίκι, και στον πόλεμο ο νικημένος πλήρωνε με τέτοιες συνέπειες. Πάντως και η απειλή για τη ζωή των μελών της οικογένειας του Μέντορα είναι έμμεση, άμεση δε ο δικός του σκοτωμός και η δήμευση της περιουσίας του.
Παρ’ όλο λοιπόν που τα πάθη τότε ήταν φοβερά και δεν απέκλειαν τέτοιες βιαιότητες και σκληρότητες, η εκδίκηση του αίματος και η τιμωρία του φόνου δεν στηρίζεται στο τυφλό πάθος της εκδίκησης, μα αποτελεί την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης που επιβάλλουν οι άγραφοι νόμοι, σαν μορφή τιμωρίας του φονιά που διέπεται και αυτή, και ως προς το μέγεθος, το βάρος της και τον τρόπο εκτέλεσής της, καθώς και τα πρόσωπα που βαρύνει, από τα έθιμα, τους άγραφους νόμους της εποχής τους. Αυτοί οι εθιμικοί νόμοι είναι ιεροί και απαράβατοι και με βάση αυτούς η ευθύνη του φονιά είναι προσωπική. Η οικογένεια του σκοτωμένου θα πάρει εκδίκηση και θα τιμωρήσει το φονιά, ενεργώντας σύμφωνα με τα όσα ορίζουν σχετικά τα έθιμα. Πρώτα θα κάνει ανακοίνωση του φόνου και του φονιά στο δήμο και θα δηλώνει σύγχρονα πως θα τον κυνηγήσει και θα τον τιμωρήσει. Η περίπτωση του Ευπείθη, που δηλώνει στη συνέλευση το φόνο των μνηστήρων και τους φονιάδες του, καθώς και το πως θα τους κυνηγήσει., αποτελεί μια μορφή δημόσιας ανακοίνωσης του φόνου και του φονιά και αποτελεί την αρχή της διαδικασίας της εκδίκησης του αίματος.
Ο φονιάς για να γλυτώσει, πρέπει να κρυφτεί και να εγκαταλείψει τη χώρα, όσο πιο γρήγορα μπορεί. Με τον εκπατρισμό του αυτόν, την αυτοεξορία του, αναβάλλεται ουσιαστικά η δίωξή του και η τιμωρία του. Αν γυρίσει στη χώρα τον περιμένει πάντα η δίωξη, η εκδίκηση και ο θάνατος, εκτός αν στο μεταξύ μεσολαβήσει η εξαγορά του αίματος. Πραγματικά η φυγή του φονιά αναβάλλει τη δίωξή του, μα κάνει και να ξεθυμαίνουν κάπως και να αποδυναμωθούν με τον καιρό οι πρώτες στιγμές της ταραχής, του θυμού και της έξαψης, κι έτσι δημιουργείται κατάλληλο κλίμα για να επικρατήσουν πιο ήρεμες σκέψεις και να αρχίσει, με την παρέμβαση μακρυνότερων συγγενών, φίλων ή και του άρχοντα, η διαδικασία της ικανοποίησης της οικογένειας του σκοτωμένου, με ‘την αίτηση συγγνώμης και την πληρωμή μιας ανάλογης αποζημίωσης, με την καταβολή της οποίας κλείνει πλέον η συμφωνία της εξαγοράς του αίματος και ο φονιάς μπορεί να γυρίσει στη χώρα.

Η εξαγορά τον αίματος
Είδαμε πιο πάνω, ότι ήδη στην ομηρική κοινωνία έχει διαμορφωθεί και καθιερωθεί η αντικατάσταση της ανταπόδοσης του φόνου και της εκδίκησης του αίματος, με την εξαγορά του φόνου. Όμως η εκδίκηση του αίματος έχει ιδιαίτερα και έντονα ιδιωτικό χαρακτήρα και αποτελεί μάλιστα υποχρέωση της οικογένειας. Η υποδοχή της επιεικέστερης μορφής ικανοποίησης της οικογένειας του σκοτωμένου, με την εξαγορά του αίματος, δηλαδή τη δημόσια δήλωση συγγνώμης του φονιά και καταβολής μιας συμφωνημένης αποζημίωσης από περιουσιακά αγαθά, είναι προαιρετική. Η δημόσια εξουσία της ομηρικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιβάλλει δυναμικά την εξαγορά του αίματος. Την επιβάλλει έμμεσα μόνο το κοινωνικό σύνολο, αποδοκιμάζοντας την οικογένεια του σκοτωμένου που δεν την δέχεται. Η παρέμβαση του κοινωνικού και πολιτικού παράγοντα, όπως είδαμε, είναι επιβοηθητική και έχει επικουρικό χαρακτήρα.
Η οικογένεια του σκοτωμένου πλησιάζεται από συγγενείς, φίλους ή και άρχοντες με κύρος, που προσπαθούν να μαλακώσουν τη δίκαιη αργή τους, με λόγια συγγνώμης και με προσφορά αποζημίωσης, με συμβουλές ηθικές, πως την αποδοχή της την επιβάλλει το έθιμο, την εγκρίνουν και την δέχονται και οι θεοί, ότι έτσι ικανοποιείται η οικογένεια του σκοτωμένου και δεν υπάρχει υποχρέωση για εκδίκηση, και ότι το να αρνηθεί να δεχτεί την εξαγορά (όταν είναι εύλογη και δίκαιη και ανάλογη, κατά περίπτωση, με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση των αντίμαχων οικογενειών). Θα ήταν αντίθετο στο έθιμο, τον ηθικό νόμο, και θα προκαλούσε αγανάκτηση στους θεούς και στους ανθρώπους.
Η επίδραση λοιπόν του θρησκευτικού και κοινωνικού παράγοντα, παράλληλα με την προσφερόμενη αποζημίωση και ηθική ικανοποίηση της οικογένειας του σκοτωμένου, είναι σημαντική και παίξει αποφασιστικό ρόλο για την πραγματοποίηση της συμφωνίας της εξαγοράς του αίματος. Είδαμε πιο πάνω, πως ο Φοίνικας θυμίζει στον Αχιλλέα πως και οι θεοί αλλάζουν γνώμη, αφήνουν την οργή τους και συγχωρούν. Και οι άνθρωποι δεν πρέπει να διώχνουν τις Λιτές, τις κόρες του Δία (δηλαδή τα προσωποποιημένα παρακάλια συγγνώμης), γιατί τότε θυμώνει ο Δίας και τιμωρεί αυτόν που τις διώχνει (1 508-512). Και ο Αίαντας θυμίζει στον Αχιλλέα τον ηθικό νόμο της συγγνώμης. Ακόμη και αν σου έχουν σκοτώσει γιο ή αδελφό, πρέπει να συγχωρέσεις και να δεχτείς την εξαγορά, όταν μάλιστα αυτή είναι βαριά. Η εξαγορά πρέπει να μαλακώνει τη μάνητα, να διώχνει το τυφλό μίσος και να επέρχεται η συμφιλίωση, ώστε να επιτρέπεται η παραμονή του φονιά στον τόπο του (Ι 632-636).
Αυτή ήταν η διαδικασία της επέμβασης των φίλων κλπ. Άμα η οικογένεια του σκοτωμένου δεχτεί βασικά τη συγγνώμη, ακολουθούν οι συνεννοήσεις για το μέγεθος της εξαγοράς και σαν συμφωνήσουν και σ’ αυτό, γίνεται η καταβολή της και επέρχεται η συμφιλίωση, οπότε ο φονιάς μπορεί να γυρίσει και να μείνει στη χώρα του. Στο ομηρικό κράτος, ούτε η δημόσια εξουσία επεμβαίνει για τη δίωξη και τιμωρία του φονιά, ούτε τα δικαστήρια επιβάλλουν την τιμωρία του ή την εξαγορά του αίματος. Βέβαια τα δικαστήρια έχουν ήδη επιβληθεί σαν θεσμός για τη δημόσια και αντικειμενική απονομή δικαιοσύνης για τις άλλες διαφορές, όχι όμως τις ποινικές και μάλιστα το φόνο. Όμως, παρά την επιβίωση της ιδιωτικής εκδίκησης του αίματος, η μορφή της οικογενειακής δικαιοσύνης, της ιδιωτικής δικαιοσύνης των γενών, έχει ήδη ξεπεραστεί στα έπη.
Η διαδικασία της εξαγοράς του αίματος είναι εξωδικαστική και η αποδοχή της προαιρετική, μα ο θρησκευτικός, ηθικός και κοινωνικός παράγοντας την επιβάλλουν ακόμη και σε βαριές περιπτώσεις φόνου παιδιού ή αδελφού. Βασικά και κατά κανόνα, η εξαγορά του αίματος έχει καθιερωθεί στην ομηρική Κοινωνία. Η άρνηση αποδοχής της έφερνε την οικογένεια του σκοτωμένου σε αντίθεση με αυτό τον ηθικό νόμο και το αίσθημα δικαίου του κοινωνικού συνόλου.
Δεν αποκλείεται βέβαια να υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες επικρατούσε το μίσος και το πάθος της εκδίκησης, με συνέπεια την άρνηση της εξαγοράς, ιδίως από αρχοντικές και δυνατές οικογένειες. Θα υπήρχαν ακόμη και περιπτώσεις που ο φόνος θα μπορούσε να προκαλέσει και ιδιαίτερη αγανάκτηση που απέκλειε την εξαγορά ή μπορούσε να προκαλέσει γενικότερο ξεσήκωμα στις μικρές ομηρικές κοινωνίες. Ο κανόνας όμως ήταν η αποδοχή της εξαγοράς του αίματος και η διαμόρφωση και επικράτησή του στους ομηρικούς ‘Ελληνες, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα πολιτισμού και ανθρωπιάς. Χωρίς οργανωμένο κράτος, με μόνο το αίσθημα της επιείκειας και της συγγνώμης, οι ομηρικοί ‘Ελληνες κατάφεραν να περιορίσουν την αυτοδικία και τη βάρβαρη και τυφλή εκδίκηση και να την μετατρέψουν σε εξιλαστήρια «ποινή», δηλαδή την εξαγορά του αίματος που αποτελούσε ηθική και υλική αποζημίωση.

Ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις φόνου
Η ανθρωποκτονία, όπως είδαμε, αποτελούσε ένα από τα πιο φοβερά εγκλήματα. Άσχετα αν γινόταν προμελετημένα ή απρομελέτητα ή και από αμέλεια, λογιζόταν φόνος και η τιμωρία του ήταν θάνατος ή εξορία ή κατά τις περιστάσεις και προϋποθέσεις που εκθέσαμε, καταβολή εξαγοράς του αίματος. Η τιμωρία ήταν βασικά η ίδια, χωρίς διακρίσεις. Υπήρχαν όμως και ορισμένες περιπτώσεις φόνου, που το αίσθημα δικαίου του κοινωνικού συνόλου τις θεωρούσε ιδιαίτερα φοβερές και ανόσιες και δημιουργούσαν μια γενικότερη αγανάκτηση και αποτροπιασμό. Στις περιπτώσεις αυτές βέβαια επιβάλλεται η ίδια ποινή, πιθανό όμως να αποκλειόταν ή να αποδοκιμαζόταν η εξαγορά του αίματος, όταν μάλιστα προκαλούσαν εξέγερση του λαού και άμεση τιμωρία του φονιά. Τέτοιες ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις φόνου ήταν οι ακόλουθες:

α) Η βασιλοκτονία
Ο βασιλιάς και η οικογένειά του ήταν πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα. Ο βασιλιάς ήταν «διογενής» και «διοτρεφής» και «θεϊος». Και δεν ήταν μόνο που οι βασιλιάδες συγγένευαν με τους θεούς, μα ήταν και οι από τους θεούς εξουσιοδοτημένοι άρχοντες, που σ’ αυτούς ο Δίας έδωσε την εξουσία να επιβλέπουν το νόμο και την τάξη. Η βασιλοκτονία λοιπόν δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε φόνος ενός κοινού θνητού, μα ένα ανόσιο και ανίερο έγκλημα, προσβολή των ίδιων των θεών. Θα έπρεπε να θέλουν οι θεοί για να χάσει ο βασιλιάς την εξουσία του και τη ζωή του. Σαν προτείνει και για δεύτερη φορά ο Αντίνοος το φόνο του Τηλέμαχου, ο Αμφίνομος λέει:

«Θάνατο, φίλοι, στον Τηλέμαχο δε θα ‘θελα να δώσω·
είναι φριχτό γενιάς να χύνεται βασιλικιάς το γαίμα.
Κάλλιο πιο πρώτα να ρωτήσουμε και των θεών τη γνώμη».
(π 400-402 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Ο φόνος λοιπόν προσώπου βασιλικής γενιάς ήταν φριχτός: «Δεινόν δέ γένος βασιλήιον έστιν κτείνειν». Δεν μας αναφέρουν βέβαια τα έπη ιδιαίτερη ποινή για μια τέτοια πράξη. Μπορούμε όμως να φανταστούμε ότι μπορούσε να ξεσηκώσει το λαό που θα επέβαλε άμεση και σκληρή τιμωρία. Είδαμε το φόβο που είχαν οι μνηστήρες μήπως ο Τηλέμαχος ξεσηκώσει το λαό, μόνο για την απόπειρα που έκαναν για να τον σκοτώσουν (π 371-382).

β) Η πατροκτονία
Και η πατροκτονία προκαλούσε ιδιαίτερη αγανάκτηση και απέχθεια. Ο Φοίνικας, σε μια στιγμή οργής και μανίας, σκέφτηκε να σκοτώσει τον πατέρα του, μα τον συγκράτησε κάποιος θεός θυμίζοντάς του το σούσουρο και τις βρισιές, καθώς και την αγανάκτηση του λαού, που θα τον φώναζε πατροφονιά (Ι 458-461).37

γ) Ο φόνος αοιδού
Ο φόνος τραγουδιστή φαίνεται ότι λογιζόταν βαρύ αμάρτημα, γιατί όπως είδαμε οι τραγουδιστές ήταν ιδιαίτερα σεβαστοί και οι θεοί και οι Μούσες τους έδιναν την έμπνευση και τη γλυκιά φωνή (8 471-481). Ο Φήμιος προσπέφτει στον αγριεμένο Οδυσσέα και του λέει:

«Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατά σου πέφτω!
Καημό και συ θα το ‘χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως
σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω».
(χ 344-346 μετ. Καζ.-Κακρ.)

δ) Η φαρμακεία
Ο φόνος με δηλητήρια φάρμακα δεν ήταν άγνωστος στην ομηρική εποχή. Οι μνηστήρες, σαν έμαθαν για το ταξίδι του Τηλέμαχο, φοβούνται μήπως πάει στην Εφύρα και φέρει εκείθε φαρμακερά βοτάνια και τα ρίξει στο κρασί τους για να τους ξεκάνει (β 328-330). Ο κίνδυνος υπήρχε περισσότερο από τις γυναίκες, τις μάγισσες, που έδιναν βοτάνια με διάφορους σκοπούς, όπως είδαμε πιο πάνω, όπως η Κίρκη. Φαίνεται ότι η δολιότητα που περιέχει ο φόνος με τη μορφή αυτού του φαρμακώματος, τον έκανε ιδιαίτερα απεχθή. Μάλιστα το να δηλητηριάζουν τα βέλη για να φέρουν βέβαιο θάνατο, ήταν πράξη που την απαγόρευαν οι θεοί (α 263 264).

ε ) Περιπτώσεις φόνου από ζώα ή άψυχα αντικείμενα
Περιπτώσεις, όπου κυρίως αγρίμια ή και σπιτικά ατίθασα ζώα σκότωναν ανθρώπους, δεν ήταν βέβαια σπάνιες, αφού η ζωή των ομηρικών Ελλήνων ήταν βασικά αγροτική και βουκολική. Είδαμε πιο πάνω, τους κινδύνους που είχαν οι τσοπάνηδες, ακόμη και στα μαντριά τους. Στην Ιλιάδα ο Αντίλοχος παρομοιάζεται:

«σαν το θεριό στα πόδια το ‘βαλε σε βουκολιό που κάνει
κάποια ζημιά τρανή, σκοτώνοντας, για σκύλο για βουκόλο,
και το ‘βαλε στα πόδια γρήγορα, πολλοί πριν μαζοχτούνε».
(0 586-588 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Και οι γεωργοί και οι κυνηγοί διέτρεχαν τέτοιους κινδύνους. Ο σκοτωμός του ζώου που έκανε τη ζημιά ή σκότωνε άνθρωπο, ήταν μια γενικότερη ανάγκη και δεν γινόταν σαν εκδίκηση και τιμωρία του. Μια τέτοια εκστρατεία ήταν αυτή που έκαναν οι Αιτωλοί, με αρχηγό το Μελέαγρο, για να σκοτώσουν τον κάπρο, που τόσες ζημιές έκανε και ανθρώπους είχε σκοτώσει (Ι 543 κ.π.).
Θα υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που σπιτικά ζώα προκαλούσαν θάνατο ανθρώπου, όπως άλογα, μουλάρια κλπ., ή περιπτώσεις που οι πτώσεις άψυχων αντικειμένων προκαλούσαν το θάνατο ανθρώπου. Στα έπη δεν αναφέρονται τέτοιες περιπτώσεις, ούτε άλλη πληροφορία ή ένδειξη για ευθύνη του ζώου ή του αντικειμένου και τιμωρία του, όπως φαίνεται ότι γινόταν στη μεταγενέστερη Ελλάδα

Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΓΙΑ ΑΛΛΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ (ΜΟΙΧΕΙΑ, ΚΛΟΠΗ)

Αφού η δικαιοσύνη των ομηρικών Ελλήνων ήταν, όπως είδαμε, βασικά ιδιωτική υπόθεση για το φοβερό έγκλημα του φόνου, πρέπει και οι περιπτώσεις άλλων ποινικών, όπως λέμε σήμερα, αδικημάτων να ήταν το ίδιο ιδιωτικές υποθέσεις, που διακανονίζονταν αυτοδύναμα από τους ενδιαφερόμενους, πάντοτε βέβαια στα όρια που επέτρεπαν οι «θέμιστες», οι άγραφοι νόμοι τους. Η προσφυγή στο δικαστήριο επιβαλλόταν ηθικά και η παρέμβασή του γινόταν πάντα με την προαιρετική σ’ αυτό προσφυγή. Έτσι άλλα αδικήματα που πρόσβαλλαν την τιμή ή την περιουσία των ομηρικών Ελλήνων, όπως η κλοπή, η μοιχεία ή και άλλα, ήταν ιδιωτικές διαφορές που βασικά λύνονταν αυτοδύναμα. Μα αφού τα έθιμα και οι ηθικές αντιλήψεις των ομηρικών Ελλήνων κατάφεραν να δαμάσουν την αυτοδικία στο βαρύ έγκλημα του φόνου και να καθιερώσουν τη συμβιβαστική ικανοποίηση, με τη συγγνώμη και την καταβολή αποζημίωσης, πρέπει να δεχτούμε ότι η συμβιβαστική λύση της αποζημίωσης επιβαλλόταν ηθικά και είχε καθιερωθεί από τα έθιμα και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, και για άλλα αδικήματα, που οπωσδήποτε δεν είχαν τη βαρύτητα του φόνου. Ενδείξεις και μερικές πληροφορίες έχουμε γι’ αυτό στα έπη, σχετικά με τη μοιχεία και την κλοπή.

α) Η μοιχεία
Η μοιχεία, σαν παράβαση της συζυγικής πίστης, ήταν ποινικό, όπως θα λέγαμε σήμερα, αδίκημα μόνο για την παντρεμένη γυναίκα και το μοιχό συνεργό της, δηλαδή τον άντρα με τον οποίο συνευρέθηκε η παντρεμένη. Για τον παντρεμένο άντρα που πήγαινε με γυναίκα άλλη από τη σύζυγό του, δεν υπήρχε αδίκημα, αφού όπως είδαμε τα έθιμα του αναγνώριζαν το δικαίωμα να έχει παλλακίδες. Αν όμως ο παντρεμένος πήγαινε με άλλη παντρεμένη, ήταν βέβαια κι αυτός μοιχός, συνεργός στη μοιχεία της παντρεμένης. Όπως είδαμε, η μοιχεία λογιζόταν «έργον αεικές» (γ 265), δηλαδή μια άτιμη πράξη, που δημιουργούσε όχι μόνο ζητήματα μέσα στην οικογένεια, σχετικά με τη μοιχαλίδα, μα και με την πατρική της οικογένεια, καθώς και με το μοιχό. Σχετικά με τις συνέπειες της μοιχείας (λύση γάμου, τιμωρία του μοιχού κλπ.), μιλήσαμε πιο πάνω, με βάση την περίπτωση της μοιχείας της Αφροδίτης, γυναίκας του Ήφαιστου, με τον Άρη, μα και της Κλυταιμήστρας με τον Αίγισθο και της Ελένης με τον Πάρη.
Από τα πολύ παλιά χρόνια, βασικά τιμωρία της μοιχαλίδας και του μοιχού ήταν ο θάνατος, αν πιάνονταν αυτόφωρα και με μάρτυρες. Μα ήδη στους ομηρικούς χρόνους και στους ομηρικούς Έλληνες έχουν επικρατήσει επιεικέστερες και πιο πολιτισμένες αντιλήψεις. Ο φόνος της μοιχαλίδας και του μοιχού θα προκαλούσε την εκδίκηση του αίματος. Επικράτησε λοιπόν, σαν επιεικέστερη τιμωρία, δικαίωμα του συζύγου για λύση του γάμου, να διώξει δηλαδή τη γυναίκα στην πατρική της οικογένεια, και να κρατήσει φυλακισμένο το μοιχό, μέχρι να του πληρώσει, διά μέσου των συγγενών και φίλων του, τα «μοιχάγρια», δηλαδή αποζημίωση για την ηθική του βλάβη, όπως αναγνώριζαν τα έθιμα.
Και στην περίπτωση λοιπόν της μοιχείας επικρατεί βασικά η επιεικέστερη άποψη της τιμωρίας με την αποπομπή της γυναίκας και τη φυλάκιση του μοιχού, μέχρι που να πληρώσει τα μοιχάγρια. Η φυλάκιση του μοιχού είναι ιδιωτική και γίνεται αυτοδύναμα από τον απατημένο σύζυγο και στο σπίτι του, γιατί δημόσιες φυλακές δεν υπήρχαν φυσικά τότε, ούτε αναφέρονται στα έπη. Η φυλάκιση λοιπόν του μοιχού ήταν ιδιωτική υπόθεση. Μπορούσε να τον αφήσει και στην περίπτωση που του έδιναν αξιόχρεη εγγύηση, πως θα πληρωθούν τα μοιχάγρια. Και εδώ η αποδοχή αυτής της λύσης είναι, προαιρετική, μα την είχε πια επιβάλει ο ηθικός και νομικός κώδικας της εποχής, δεν θα έλειπαν όμως και οι περιπτώσεις που τιμωρία ήταν ο θάνατος. Πάντως η μεταχείριση της μοιχαλίδας ήταν ηπιότερη και πολλές φορές ο σύζυγος συγχωρούσε το παραστράτημα της γυναίκας του, όπως έκανε ο Μενέλαος.

β) Η κλοπή
Τα έπη δεν μας αναφέρουν τρόπο τιμωρίας της κλοπής, που όμως δεν έλειπε. Αναφέρεται λ.χ. πως η καταχνιά, που χύνει ο νοτιάς στις κορυφές των βουνών, δεν είναι ευχάριστη για τους βοσκούς, μα για τους κλέφτες είναι η πιο καλή κι από τη νύχτα (Γ 10-11). Οι ζωοκλοπές λοιπόν την εποχή εκείνη ήταν αρκετά συχνές. Αυτός που θα πιανόταν πάνω στην κλοπή αυτόφωρα είχε βέβαια σκληρή τιμωρία, ίσως και θάνατο. Ο νοικοκύρης πάντως, αν έπιανε τον κλέφτη, είχε δικαίωμα να τον κρατήσει φυλακισμένο του, και με δεσμά μάλιστα, όπως έκανε ο Ίφικλος στο Μελάμποδα, που πήγε να του κλέψει τα βόδια του (λ 289-298, ο 225-240).
Αν ο κλέφτης δεν πιανόταν μα ξέφευγε, αυτός που τον έκλεψαν, έπρεπε να βρει τον κλέφτη και τα κλοπιμαία ο ίδιος. Σ’ αυτό τον βοηθούσαν και οι γείτονές του. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά πρέπει να λυνόταν συμβιβαστικά από το δικαστήριο, με την πληρωμή αποζημίωσης, που όπως είδαμε είχε καθιερωθεί εθιμικά, σαν λύση που προτιμούσε και ενέκρινε το κοινωνικό σύνολο. Οι κλοπές από αλλοχωρίτες μπορούσαν να γίνουν και αφορμή πολέμου, όπως φαίνεται από τη διήγηση του Νέστορα, σχετικά με τον πόλεμο ανάμεσα σε Πυλιώτες και Ηλείους (Λ 670 κ.π.). Μα και η κλοπή από αλλοχωρίτες μπορούσε να τακτοποιηθεί συμβιβαστικά, με την επιστροφή των κλοπιμαίων ή και αποζημίωσης, όπως είδαμε στην περίπτωση που Μεσσήνιοι κλέφτες άρπαξαν από την Ιθάκη 300 αρνιά με τους βοσκούς και ο Οδυσσέας στάλθηκε στη Μεσσήνη από τους γέροντες της Ιθάκης, για να κανονίσει τη διαφορά και εισπράξει την αποζημίωση (φ 16-21).

ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΒΑΛΑΝ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχε οργανωμένο κράτος, με τη σημερινή του έννοια και υπόσταση, υπήρχε όμως μια οργάνωση της κοινωνίας αυτής πολιτική, σύμφωνα με τα τότε έθιμά τους, όπως είδαμε στο κεφάλαιο Ε’, που τη δημόσια εξουσία την ενσάρκωνε ο βασιλιάς και οι γέροντες, μα και η Συνέλευση του Λαού, ο δήμος. Υπήρχε η κοινή πατρική γη, που κατοικούσαν και είχαν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους, τους βωμούς και τους ναούς των θεών τους, τις εστίες τους και τα κόκκαλα των προγόνων τους. Αυτή η πατρική γη, που σκύβει και την φιλάει με λαχτάρα ο Οδυσσέας, σαν πρωτόφτασε (ν 354), και που την κυβερνάει ο βασιλιάς και οι άρχοντες, δένει τους ανθρώπους μ’ έναν ακατάλυτο δεσμό και τους δημιουργεί καθήκοντα και υποχρεώσεις. Είναι η πατρίδα που για την ελευθερία της, την προκοπή και την ευτυχία όλων των κατοίκων της υπάρχουν αντίστοιχες υποχρεώσεις όλων. Μεγάλη είναι η αγάπη των ομηρικών Ελλήνων για την πατρίδα τους. Ο Οδυσσέας διηγείται στον Αλκίνοο και τους άλλους Φαίακες, πως ούτε η Καλυψώ ούτε η δολοπλέχτρα Κίρκη κατάφεραν να τον κάνουν να μείνει κοντά τους, και αυτό «γιατί δεν έχει πιο γλυκό στον κόσμο απ’ την πατρίδα» (ι 34, μετ. Ζ. Σίδερη).
Όταν λοιπόν γίνονταν αδικήματα, που σύμφωνα με τις τότε συνθήκες ζωής και τις τότε αντιλήψεις, δεν προσέβαλαν άμεσα τη δημόσια τάξη τους και τη γενικότερη ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου, η παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας, των τότε αρχών και της τότε δικαιοσύνης, ήταν παρεπόμενη, δευτερεύουσα και επικουρική και προσπαθούσε να βοηθήσει στη συμβιβαστική λύση της διαφοράς, όπως είδαμε πιο πάνω σχετικά με τη δικαιοδοσία των τότε δικαστηρίων και την τιμωρία του φόνου και των άλλων εγκλημάτων κατά των πολιτών και της περιουσίας τους.
Όταν όμως τα αδικήματα αυτά δημιουργούσαν κίνδυνο για την πατρική γη, την πατρίδα και το κοινωνικό σύνολο, το δήμο, τότε η διαφορά που δημιουργούσαν αυτά τα αδικήματα δεν ήταν μια ιδιωτική διαφορά, μα διαφορά που προσέβαλε το κοινωνικό σύνολο, την πατρίδα, το δήμο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η δημόσια εξουσία επεμβαίνει και τιμωρεί τον ένοχο. Δημόσια εξουσία είδαμε ότι τότε ήταν ο βασιλιάς και οι άρχοντες, που από το Δία είχαν πάρει αυτή την εξουσία, να κυβερνούν το λαό και να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων. Και αυτοί οι άγραφοι νόμοι, οι δοσμένοι από τους θεούς, επέβαλλαν υποχρεώσεις στα άτομα, σαν πολίτες, όπως την υποχρέωση να στρατεύονται, να πολεμούν για να προστατεύσουν την πατρική γη, να ακούν τον αρχηγό κλπ. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα στην ασπίδα του Αχιλλέα, που στο κάστρο της πολιορκημένης πολιτείας πολεμούν γέροι, γυναίκες και παιδιά (Σ 514-515). ‘Οπως πιο πάνω είδαμε, θεωρούσαν ότι δεν ήταν τίποτα στον κόσμο πιο γλυκό απ’ την πατρίδα (Ως ουδέν γλύκιον ής πατρίδος ουδέ τοκήων γίγνεται» ι 34-35). Το «είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (Μ 243) εκφράζει την υψηλή ιδέα της πατριωτικής ηθικής, ιδέα που οι Αχαιοί ανύψωσαν σε καθήκον ιερό.
Η υποχρέωση λοιπόν της στράτευσης, η υπεράσπιση της πατρίδας, η υπακοή στον αρχηγό την ώρα του πολέμου ήταν υποχρεώσεις που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον, το γενικό συμφέρον της χώρας, του δήμου και γενικά του κοινωνικού συνόλου. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, με πράξη ή παράλειψη, είναι ένα έγκλημα που δεν προσβάλλει ένα περιορισμένο άτομο, μα το κοινωνικό σύνολο, το γενικότερο συμφέρον της πατρίδας και του δήμου. Στις περιπτώσεις αυτές άμεσης προσβολής του δημοσίου συμφέροντος επεμβαίνει άμεσα η δημόσια εξουσία (βασιλιάς, άρχοντες και λαός) και τιμωρεί αυτή τον παραβάτη. Τέτοια εγκλήματα ήταν η λιποταξία και η δειλία μπροστά στον εχθρό και αποτελούσε έσχατη προδοσία. Τέτοιο δημόσιο έγκλημα ήταν και η άρνηση στράτευσης, η άρνηση εκτέλεσης εντολής και η ανυπακοή στον αρχηγό. Τέτοιες περιπτώσεις μας αναφέρουν τα έπη. Σ’ αυτές την κρίση και την τιμωρία την επιβάλλει αμέσως ο βασιλιάς, σαν αρχηγός της χώρας και του στρατού, οι άρχοντες σαν δημόσια εξουσία ή σαν στρατηγοί, μα και ο δήμος, ο λαός ο ίδιος, όταν η πράξη προκαλεί την αγανάκτησή του και το βίαιο ξέσπασμά του. Ας δούμε τα αδικήματα αυτά ειδικότερα, με βάση πάντα τα στοιχεία που μας δίνουν τα έπη.

1. Η αποφυγή της μάχης — Προδοσία
Η δειλία στη μάχη, η προσπάθεια του πολεμιστή να λιποτακτήσει μπροστά στον εχθρό, ήταν προδοσία, ήταν ένα βαρύ έγκλημα που το τιμωρούσαν με ατιμωτικό θάνατο και στέρηση ταφής. Τον ένοχο τον σκότωναν και το νεκρό κορμί του το πέταγαν να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνια, έξω από τα τείχη ή το στρατόπεδο. Ο Αγαμέμνονας διατάζει το στρατό να φάει και να ετοιμαστεί για τη μάχη. Ο καθένας πρέπει να ετοιμάσει τον οπλισμό του, το κοντάρι του, την ασπίδα του κλπ., οι αρματολάτες να φροντίσουν τα άρματα και τα άλογα. Σύγχρονα όμως τους θυμίζει την τιμωρία που περιμένει τους δειλούς:

«Μα όποιον ιδώ μακριά απ’ τον πόλεμο να κοντοστέκει ξάργου,
δίπλα στα πλοία τα δρεπανόγυρτα του κάκου θα γυρέψει
να μου γλυτώσει· Τα όρνια γρήγορα θα τόνε φαν κι οι σκύλοι».
(Β 391-393 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Και ο ‘Έκτορας θυμίζει στους στρατιώτες του το καθήκον τους, τους εγκαρδιώνει μα τους θυμίζει και την τιμωρία που περιμένει τους δειλούς:

«Χυθείτε στ’ άρμενα, κι αφήνετε τα αιματοβαμμένα κούρσα!
Κι όποιον αλλού θα ιδώ από τ’ άρμενα να κοντοστέκει αλάργα,
δω πέρα θα του δώσω θάνατο, κι ουδέ ποτέ οι δικοί του,
γυναίκες κι άντρες, θα του βάλουνε φωτιά για να τον κάψουν,
μόν’ τα σκυλιά μπροστά στο κάστρο μας θα τον τραβολογήσουν!»
(Ο 347-351 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η καταδίκη λοιπόν και εκτέλεση των δειλών και λιποτακτών γινόταν επί τόπου και από τον ίδιο τον αρχηγό τους ή τους άλλους αξιωματούχους. Πρόσθετη τιμωρία του ήταν ότι το νεκρό σώμα του ενόχου δεν το έδιναν για κάψιμο και ταφή των κοκκάλων του, μα το άφηναν άκαυτο και άθαφτο πέρα στον κάμπο, τροφή για τα σκυλιά και τα όρνια.
Η ίδια ποινή επιβαλλόταν και σε όποιον θα παρακινούσε άλλους σε λιποταξία και θα δείλιαζε τους στρατιώτες. Όταν ο Πολυδάμας είπε στον Έκτορα πως οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί για να επιτεθεί στα καράβια των Αχαιών, εκείνος λέγοντας το «είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης», του θυμίζει την τιμωρία που περιμένει τους δειλούς, κι αυτούς που κάνουν το στρατό να δειλιάζει:

«Μ’ αν τραβηχτείς από τον πόλεμο, για εσύ για αν κι άλλον κάνεις
ν’ αλλάξει γνώμη με τα λόγια σου και τραβηχτεί απ’ τη μάχη,
με το κοντάρι τούτο ρίχνοντας με μιας θα σε σκοτώσω».
(Μ 248-250 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η δειλία λοιπόν στη μάχη και η λιποταξία μπροστά στον εχθρό, καθώς και η παρακίνηση σε λιποταξία ή δειλία, ήταν εγκλήματα προδοσίας της πατρίδας που προσέβαλαν άμεσα το δημόσιο συμφέρον και τα τιμωρούσε η δημόσια εξουσία άμεσα, με θάνατο του προδότη, δειλού και λιποτάκτη, και με στέρηση του καψίματος και της ταφής του νεκρού του σώματος, που δινόταν τροφή στα σκυλιά και στα όρνια, σαν πρόσθετη τιμωρία ατιμωτική.

2. Ανυπακοή και ανταρσία
Ένα ξεσήκωμα στρατού αναφέρεται στο Β’ της Ιλιάδας. Το απατηλό όνειρο του Δία έκανε τον Αγαμέμνονα να καλέσει το στρατό σε συνέλευση για να τον δοκιμάσει, του λέει πως αφού εννέα χρόνια δεν πήραν την Τροία, φαίνεται ότι έτσι το θέλουν οι θεοί και τους προτείνει να γυρίσουν στην πατρική τους γη (Β 110-141). Ο στρατός ξεσηκώνεται και αρχίζει να τρέχει προς τα καράβια. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Μπαίνουν στη μέση οι άλλοι βασιλιάδες και αρχηγοί και αφού κατάφεραν να ησυχάσουν την ταραγμένη συνέλευση και να συγκρατήσουν το στρατό για να τους ακούσουν κι αυτούς, προσπαθούν να τον εμψυχώσουν. Ο Οδυσσέας βρίζει και χτυπάει άσχημα το Θερσίτη που προσπαθεί να ξεσηκώσει το στρατό. Εδώ βέβαια δεν έχουμε μια ανταρσία, μια επανάσταση των στρατιωτών, γιατί την αναταραχή την προκάλεσε ο Αγαμέμνονας με την πρότασή του. Σαν ησύχασε η συνέλευση, μίλησε και ο Νέστορας, εμψυχώνει και αυτός το στρατό, θυμίζοντας τη συμφωνία που έκαναν, να μην φύγουν πριν τιμωρήσουν τους Τρώες, τους λέει πως απόφαση των αρχηγών είναι να πολεμήσουν, και καταλήγει με την απειλή τιμωρίας με θάνατο όποιου θα ήθελε να φύγει:

«Μα όποιος καλά και σώνει βάλθηκε να γύρει στην πατρίδα,
στο καλοκούβερτο καράβι του για ας βάλει χέρι, αν θέλει
ο Χάρος να τον βρει κι η Μοίρα του πια πρώτα από τους άλλους».
(Β 357-359 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Μετά λοιπόν την απόφαση των αρχηγών να μείνουν και να συνεχίσουν τον πόλεμο, όποιος τολμήσει και προσπαθήσει να πάρει το καράβι του για να γυρίσει στην πατρίδα, αυτός θα είναι ένας αντάρτης και θα τιμωρηθεί με θάνατο. Τέτοια ζητήματα ανυπακοής τα ρυθμίζει βέβαια ο αρχηγός, που ανάλογα με τις περιστάσεις και τα όσα επιβάλλει το γενικότερο συμφέρον, μπορεί να μην επιβάλλει σαν ποινή το θάνατο, αλλά άλλη πιο ήπια ή και να συγχωρέσει τον ένοχο. Η τιμωρία του Θερσίτη περιορίστηκε σε ξυλοκόπημα και βρισιές. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν ο Οδυσσέας έμαθε από τον Ευρύλοχο το πώς εξαφανίστηκαν οι σύντροφοί του στο νησί της Κίρκης, του λέει να πάει μαζί του να του δείξει το δρόμο. Μα αυτός, φοβισμένος, του πρόσπεσε και τον παρακαλούσε να μην τον πάρει μαζί του. Ο Οδυσσέας τον άφησε και πήγε μόνος και αφού με τη βοήθεια του Ερμή γλύτωσε τα μάγια της Κίρκης και την ανάγκασε να δώσει στους συντρόφους του την ανθρώπινη μορφή τους και συμφιλιώθηκε μαζί της, γύρισε στο καράβι να πάρει και τους υπόλοιπους συντρόφους στο σπίτι της Κίρκης. Ενώ οι άλλοι υπάκουαν, ο Ευρύλοχος όχι μόνον αρνείται να πάει, μα φόβιζε και τους άλλους και τους παρακινούσε να μην πάνε γιατί θα χαθούν (κ 431-433). Αυτό όμως δεν ήταν μόνο μια δεύτερη ανυπακοή του Ευρύλοχου, μα και παρακίνηση των άλλων σε ανταρσία, αδίκημα βαρύ, που θύμωσε τον Οδυσσέα πολύ, ώστε σκέφτηκε να τον τιμωρήσει με θάνατο. Μπήκαν όμως στη μέση οι άλλοι σύντροφοι, ζητώντας να τον συγχωρέσει και να τον αφήσει να φυλάει το καράβι. Οι περιστάσεις ήταν δύσκολες για αυστηρότητες και σκληράδες, κι έτσι ο Οδυσσέας τον συγχώρεσε, αφού μάλιστα ο Ευρύλοχος δέχτηκε να πάει κι αυτός μαζί τους. Να πώς τα διηγείται ο Οδυσσέας:

«Στα λόγια ετούτα εγώ στοχάστηκε για μια στιγμή στα φρένα
να σύρω το σπαθί τ’ ολύμακρο πλάι στο παχύ μερί μου
και να τον κρούσω, το κεφάλι του να κυλιστεί στο χώμα,
πολύ δικός μου ας ήταν ο άνθρωπος· ωστόσο με κυκλώσαν
άλλος αλλούθε γύρα οι σύντροφοι πραγά αντισκόφτοντάς με:
Ας τον αφήσουμε, αρχοντόγενε, κι εσύ να θέλεις μόνο,
εδώ να μένει στο πλεούμενο, να του ‘χει και την έγνοια
………………………
Μα δεν απόμεινε κι ο Ευρύλοχος στο βαθουλό καράβι,
μόν’ μας ακολούθησε, τι τρόμαξε τις άγριες μου φοβέρες».
(Κ 438.444, 446-447 μετ. Καζ-Κακρ.)


3. Κατασκοπεία
Η κατασκοπεία ήταν κι αυτή ένα βαρύ έγκλημα που προσέβαλλε το γενικότερο συμφέρον. Ο κατάσκοπος («διοπτήρ» Κ 562) ήταν συνήθως ξένος που προσπαθούσε να κατασκοπεύσει και να δώσει πληροφορίες στον εχθρό. Στην περίπτωση λοιπόν της κατασκοπείας, ο ξένος δεν μπαίνει στη χώρα ή στο στρατόπεδο σαν αληθινός ξένος και ικέτης, σαν αληθινά ανήμπορος που ζητάει προστασία, μα μπαίνει σαν ένας ύπουλος εχθρός που η τιμωρία του ήταν θάνατος, γιατί αν ζούσε και έδινε τις πληροφορίες του στον εχθρό κινδύνευε η χώρα, κινδύνευαν αυτοί, οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, το βιος τους, κινδύνευε η πατρίδα.
Και τότε η κατασκοπεία δεν ήταν ασυνήθιστη, σαν μέσο για να πολεμήσουν τον εχθρό πιο αποτελεσματικά. Ο Οδυσσέας, αυτός ο πολυμήχανος και τολμηρός ήρωας, παραμορφώθηκε, φόρεσε ρούχα ζητιάνου και μπήκε στην Τροία μέσα για να κατασκοπεύσει:

«Με δυνατές βαρηματιές χάλασε το κορμί του,
φόρεσε ρούχα φτωχικά που φαίνονταν σα δούλος
και μπήκε στην πλατύδρομη την πόλη των οχτρών του.
Κι όπως μεταμορφώθηκε σαν ψωμοζήτης ήταν,
που τέτοιος πριν δεν έδειχνε στ’ αργίτικα καράβια.
Έτσι αλλαγμένος τρύπωσε στο κάστρο του Πριάμου».
(δ 244.249 μετ. Ζ. Σίδερη)

Βέβαια αν τον αποκάλυπταν και τον έπιαναν, η τιμωρία του θα ήταν θάνατος, γι’ αυτό και την Ελένη, που τον γνώρισε και τον φιλοξένησε, την έβαλε να του ορκιστεί πως δεν θα τον μαρτυρήσει πριν φτάσει πάλι στο στρατόπεδο των Αχαιών (δ 253).
Ο Δόλωνας όμως, κατάσκοπος αυτός των Τρώων, δεν ήταν το ίδιο τυχερός. Τον έπιασαν ο Οδυσσέας με τον Διομήδη, την ώρα που πήγαινε να κατασκοπεύσει το στρατόπεδο των Αχαιών, και αφού τον κατάφεραν να τους δώσει τις πληροφορίες που ήθελαν για το στρατόπεδο των Τρώων και να ομολογήσει πως πήγαινε να κατασκοπεύσει τους Αχαιούς, τον εκτέλεσαν. Ο Διομήδης του λέει γιατί, παρά τα παρακάλια του, δεν έχει γλιτωμό:

«Πια γλιτωμό δεν έχεις, Δόλωνα, στα χέρια τα δικά μας
μια κι έχεις πέσει, κι ας μας έδωσες καλά μαντάτα τώρα.
Γιατί αν με λύτρα σ’ απολύσουμε για κι αν σ’ αφήσουμε έτσι,
κι άλλη φορά θα ‘ρθεις στα γρήγορα των Αχαιών καράβια
να σπιουνέψεις, για και πόλεμο και συ να μας ανοίξεις.
Μ’ αν δαμαστείς από το χέρι μου και τη ζωή σου χάσεις
ποτέ σου πια κακό δε δύνεσαι να κάνεις στους Αργίτες».
(Κ 447-453 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Έτσι προσδιορίζεται με ακρίβεια και σαφήνεια, γιατί ο κατάσκοπος έπρεπε να θανατωθεί και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί ούτε με λύτρα.

4. Η άρνηση στράτευσης
Οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιαστούν και να υπηρετήσουν στο στρατό στην περίπτωση πολέμου. Η άρνηση στράτευσης ήταν αδίκημα που το τιμωρούσε ο βασιλιάς ή και ο άρχοντας της περιοχής του στρατεύσιμου. Στον ανυπότακτο αυτόν επιβαλλόταν ποινή, σε μορφή καταβολής ενός προστίμου, σε ζώα ή άλλα οικονομικά αγαθά, που τα έπη τα ονομάζουν «Θωή».
Η άρνηση στράτευσης ήταν κυρίως μια ατιμωτική πράξη για την ηρωική εκείνη εποχή. Η καταβολή προστίμου αποτελούσε ένα είδος εξαγοράς της υποχρέωσης στράτευσης, γιατί η άρνηση στράτευσης χωρίς την καταβολή «θωής» χαρακτηριζόταν σαν ανυπακοή ή ανταρσία και θα μπορούσε να τιμωρηθεί βαρύτερα. Για να εξαγοραστεί η υποχρέωση στράτευσης, έπρεπε να εγκριθεί από το βασιλιά ή άρχοντα της περιοχής, και να υπάρχει κάποιος δικαιολογημένος λόγος για την απαλλαγή, ο ίδιος δε καθόριζε και τη «θωή», δηλαδή το ποσό και είδος της εξαγοράς. Ο Ευχήνορας, γιος του μάντη Πολύιδου, ήταν ένας πλούσιος πολίτης που έμενε στην Κόρινθο. Ο πατέρας του του είχε προφητέψει πως ή θα πέθαινε στο σπίτι του από κακή αρρώστια, ή θα σκοτωνόταν στην Τροία. Προτίμησε λοιπόν να πάει στον πόλεμο, γιατί έτσι, μια που θα πέθαινε, θα γλύτωνε και την «αργαλέην θωήν», δηλαδή το βαρύ πρόστιμο που θα έπρεπε να πληρώσει για να μην επιστρατευθεί, μα θα γλύτωνε και τα βάσανα και τις θλίψεις της φριχτής αρρώστιας (Ν 663-670).
Μα το αντισήκωμα αυτό, την εξαγορά της στράτευσης, μόνον οι πλούσιοι θα μπορούσαν να καταβάλλουν και να επιτύχουν τη συγκατάθεση του βασιλιά. Ο Εχέπωλος είχε μεγάλα πλούτη και κατοικούσε στη Σικυώνα, που κι αυτή, όπως και η Κόρινθος, υπαγόταν στο κράτος του Αγαμέμνονα (Β 572). Για να μην πάει στον πόλεμο της Τροίας, αλλά να μείνει στον τόπο του και στα αγαθά του, έστειλε στον Αγαμέμνονα την περίφημη για τη γρηγοράδα της φοράδα, την Αίθη (Ψ 295-299). Αυτήν και τον Πόδαγρο έζεψε ο Μενέλαος στο άρμα του, για να πάρει μέρος στις αρματοδρομίες που έγιναν μετά την ταφή του Πάτροκλου.
Το πρόστιμο λοιπόν το επέβαλλε ο βασιλιάς και αυτός το εισέπραττε ή ο άρχοντας στον οποίον υπαγόταν τοπικά ο στρατεύσιμος.

5. Άλλες περιπτώσεις επιβολής προστίμου από τη δημόσια αρχή
Φαίνεται από τα έπη, πως ο βασιλιάς και οι άρχοντες, σαν δημόσια αρχή, είχαν δικαίωμα επιβολής προστίμου, σαν ποινής, και σε άλλες περιπτώσεις, δηλαδή για διάφορες παραβάσεις που προσέβαλλαν τη δημόσια αρχή. Όταν ο γερο-Αλιθέρσης μίλησε στη συνέλευση των Ιθακήσιων για τα σημάδια των θεών και πως οι μνηστήρες έπρεπε να πάψουν τις ανομίες τους (β 161-169), ο Ευρύμαχος, ένας από τους μνηστήρες, σηκώθηκε και τον ειρωνεύτηκε για τις μαντείες του, τον κατηγόρησε δε πως αυτά τα λέει γιατί περίμενε δώρα από τον Τηλέμαχο, και τον απειλεί πως θα του επιβάλουν (οι μνηστήρες που ασκούσαν την εξουσία στην Ιθάκη) βαρύ πρόστιμο:

«Βρε τράβα, γέρο, σπίτι σου να πας να προφητεύεις
Αν συ που ξέρεις τα πολλά και τα παλιά κατέχεις
άντρα από σένα πιο μικρό στα χρόνια ξελογιάζεις
και του ξανάβεις το θυμό, στον ίδιο πρώτα κάνεις
τις στενοχώριες πιο πολλές. Μα διάφορο δε θα ‘χει
να βγάλει τίποτε απ’ αυτά. Κι εμείς σε σένα, γέρο,
θα βάλουμε ένα πρόστιμο να σκάζεις την καρδιά σου
σαν το πλερώνεις και σκληρός θα ‘ναι για σένα ο πόνος».
(β 178, 188-195 μετ. Ζ. Σίδερη)

Φαίνεται λοιπόν ότι το βαρύ πρόστιμο θα το επέβαλλαν στο γερο-Αλιθέρση, γιατί τους κατηγορούσε για άνομους και με τις προφητείες του ξεσήκωνε τον Τηλέμαχο και μπορούσε να προκαλέσει γενικότερο ξεσήκωμα του λαού. Μέσο εξαναγκασμού βέβαια για την πληρωμή του προστίμου ήταν τα όργανα αυτών που ασκούσαν τη δημόσια εξουσία, οι κήρυκες, μα και η προσωπική φρουρά τους. Είδαμε τον Αγαμέμνονα να λέει στους κήρυκες που έστελνε να πάρουν τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα, πως αν δεν τους την παραδώσει, θα πάει ο ίδιος με περισσότερους (Α 324-325). Υπήρχαν λοιπόν και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες ο βασιλιάς και οι άρχοντες, σαν δημόσια όργανα, επέβαλλαν πρόστιμα στους πολίτες.

6. Αδικήματα που τιμωρούσε ο λαός
Σε περιπτώσεις εγκλημάτων που προκαλούσαν μεγάλη αγανάκτηση και προσέβαλλαν άμεσα και έντονα το αίσθημα περί δικαίου του λαού ή και δημιουργούσαν άμεσο κίνδυνο για το λαό, ο λαός ξεσηκωνόταν και τιμωρούσε τον ένοχο ή αξίωνε από τις αρχές την τιμωρία του. Ο λαός ήταν πάντα η μεγάλη δύναμη που την έτρεμαν και οι βασιλιάδες και οι άρχοντες, και ο φόβος τους για το ξεσήκωμά του αποτελούσε έναν κάποιο φραγμό για τις αδικίες και την καταπίεση των μεγάλων και δυνατών. Ο Έκτορας μάλιστα δεν δίστασε να πει τους Τρώες δειλούς, που δεν ξεσηκώθηκαν να τιμωρήσουν οι ίδιοι τον Πάρη, που παραβιάζοντας την ιερότητα της ξενίας, έκλεψε τον Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου και προκάλεσε τον πόλεμο και τη συμφορά της πατρίδας του. Να πώς τα λέει:

«Πάρη, κακοπάρη, πανέμορφε και γυναικά και πλάνε,
να μη γεννιόσουν λέει για ανύπαντρος πιο πρώτα να χανόσουν!
………………………….
Πώς έσμιξες με ξένους κι έκλεψες την όμορφη γυναίκα
πέρα μακριά, που συμπεθέριαζε με καστροπολεμίτες —
μεγάλη συφορά στον κύρη σου, στην Τροία, και στο λαό της,
………………………….
Πολύ κι οι Τρώες μαθές δειλόκαρδοι, τι αλλιώς θα σου ‘χαν κι όλας
φορέσει πέτρινο πουκάμισο για όσο κακό έχεις κάνει».
(Γ 39.40, 48-50, 56-57 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Ο λαός λοιπόν μπορούσε να ξεσηκωθεί για την άδικη πράξη του Πάρη, που προκάλεσε τόσες συμφορές στην πατρίδα του και το λαό, και να τον θανατώσει με λιθοβολισμό, να του φορέσει πέτρινο πουκάμισο, όπως μας το λένε ποιητικά τα έπη («λάϊνον χιτώνα»).
Και η Πηνελόπη θυμίζει στον Αντίνοο πως ξεσηκώθηκε ο λαός να σκοτώσει τον πατέρα του και να δημεύσει την περιουσία του, γιατί πήρε μέρος σε ληστεία που έκαναν οι Ταφιώτες στους Θεσπρωτούς, που ήταν φίλοι και ίσως και σύμμαχοι της Ιθάκης, πράγμα που μπορούσε να προκαλέσει περιπλοκές στις σχέσεις της χώρας:

«Για τον πατέρα σου δεν άκουσες, που απ’ του λαού το φόβο
έτρεξε ικέτης στο παλάτι μας, του ‘χαν θυμό μεγάλο,
τι με Ταφιώτες τα συνταίριαξε, τη γη να διαγουμίσουν
των Θεσπρωτών, κι αυτοί αγανάκτησαν, κι ήταν δικοί μας φίλοι·
και θέλαν να του δώσουν θάνατο, να σκίσουν την καρδιά του,
κι ακόμα το πολυπεθύμητο βαρύ τους βιος να φάνε·
και μοναχά ο Οδυσσέας τους κράτησε, τη φόρα κόβοντάς τους».
(π 424-430 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η παράνομη λοιπόν πράξη του πατέρα του Αντίνοου, δεν ήταν μόνο μια ληστεία που έγινε σε φιλική χώρα, μα και μια πράξη που μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο των Θεσπρωτών κατά της πατρίδας του και να προκαλέσει συμφορά στο λαό. Ο λαός λοιπόν ξεσηκώθηκε και θα τον σκότωνε και θα δήμευε την περιουσία του τη μεγάλη, μα τον έσωσε ο Οδυσσέας. Ο λαός λοιπόν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, ξεσηκωνόταν και γινόταν ο ίδιος δικαστής και τιμωρός.



ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΚΡΙΝΑΝ ΚΑΙ
ΤΙΜΩΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ
Η ανθρώπινη κρίση δεν μπορούσε βέβαια να είναι τέλεια και αλάθητη, μα ούτε και η ανθρώπινη τιμωρία για το έγκλημα ήταν πάντοτε δυνατή. Στις περιπτώσεις που η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, οι ομηρικοί ‘Ελληνες προσέφευγαν στους θεούς. Οι θεοί που έδωσαν τους νόμους και το δίκαιο στους ανθρώπους και επέβλεπαν την εφαρμογή τους, έπαιρναν οι ίδιοι στα χέρια τους το ζήτημα της κρίσης και της τιμωρίας του ενόχου. Οι θεοί ήταν αλάθητοι (ε 300-303), δεν αγαπούσαν την αδικία και τιμούσαν το δίκαιο και τις σωστές πράξεις (ξ 83-84), ενώ τιμωρούσαν σκληρά τις αδικίες και τις παρανομίες. Ο Δίας, που έβλεπε παντού, τιμωρούσε κάθε φταίχτη σκληρά (ν 213-214).
Στις περιπτώσεις λοιπόν που ορισμένα αδικήματα δεν προκαλούσαν προσβολή άμεση σε ορισμένο άτομο ή οικογένεια ή το δήμο, ώστε να κινηθεί ανάλογα, από έναν απ’ αυτούς, η διαδικασία είτε της προσφυγής στα δικαστήρια είτε στη διαιτησία ή στην αυτοδύναμη εκδίκηση και τιμωρία, όπως είδαμε τις περιπτώσεις αυτές πιο πάνω, οι ομηρικοί Έλληνες πίστευαν ότι επενέβαιναν οι θεοί και τις τιμωρούσαν. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του δικαίου της ομηρικής εποχής και η πίστη των ομηρικών Ελλήνων για τη θεϊκή τιμωρία, καθώς και η γενική αποδοκιμασία της πράξης και η κοινωνική περιφρόνηση για τον ένοχο, αποτελούσαν έναν φραγμό για τα αδικήματα εκείνα που μπορούσαν να διαφύγουν την ανθρώπινη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη τιμωρία, μάλιστα με την έλλειψη τότε ενός οργανωμένου κράτους. Τέτοιες πράξεις κυρίως ήταν αυτές που προσέβαλλαν το θρησκευτικό αίσθημα και την ηθική της ομηρικής κοινωνίας, πράξεις ανόσιες, που τις τιμωρούσαν οι θεοί γιατί αποτελούσαν και άμεση προσβολή τους, όπως ήταν η ψευδορκία και η ψευδομαρτυρία, η αιμομιξία και η προσβολή και εξύβριση των θεών και των ιερών τους. Σε περιπτώσεις πάλι που η ανθρώπινη τιμωρία δεν μπορούσε να επιβληθεί είτε γιατί σι άνθρωποι δεν ήταν βέβαιοι για τον ένοχο, είτε για να αποφύγουν ένα γενικότερο κακό που έφερνε την άδικη τιμωρία αθώων ανθρώπων, οι ομηρικοί Έλληνες άφηναν τους θεούς να αποφασίσουν, καταφεύγοντας στη θεοδικία ή θεοκρισία.

Ψευδορκία και ψευδομαρτυρία
Για την απόδοση ανθρώπινης δικαιοσύνης, για να βρεθεί η αλήθεια και να καταδικαστεί ο πραγματικός ένοχος, ο δικαστής βασιζόταν κυρίως στους μάρτυρες που βεβαίωναν με όρκο τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς ή της άδικης πράξης. ‘Οπως είδαμε πιο πάνω, ο όρκος για τους ομηρικούς Έλληνες, είχε μεγάλη αποδεικτική σημασία, για την ιερότητά του και για τις φοβερές συνέπειες της θεϊκής τιμωρίας που πίστευαν ότι ο είχε ο ψεύδορκος, σύμφωνα με τις τότε θρησκευτικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις. Και για τους θεούς ο όρκος ήταν φοβερός και όπως είδαμε ο ψεύδορκος θεός έχανε κατά κάποιον τρόπο την αθανασία του και αποκλειόταν από τον Όλυμπο και τους άλλους θεούς για μεγάλο διάστημα. Ο θνητός ψεύδορκος δεν είχε μόνο την κοινή καταφρόνηση μα και την τιμωρία των θεών. Αυτός που κατέθετε σαν μάρτυρας ορκιζόταν. Αυτός γενικά που ήθελε να βεβαιώσει την αλήθεια των όσων έλεγε και ισχυριζόταν, ορκιζόταν στους θεούς. Την τήρηση κάθε συμφωνίας, την εξασφάλιζαν με όρκο. Με τη δόση δε όρκου έλυναν και τη διαφορά.
Ο όρκος λοιπόν ήταν ένα είδος θεϊκής εγγύησης, γιατί αυτός που έδινε τον όρκο καλούσε τους θεούς και τους έβαζε μάρτυρες για την αλήθεια των όσων έλεγε ή για την εκπλήρωση της συμφωνίας. Ο όρκος περιλάμβανε την «αρά», δηλαδή την ευχή και κατάρα να τιμωρήσουν οι θεοί τον ψεύδορκο. Είδαμε στη θυσία του όρκου, ότι ο Αγαμέμνονας ορκίζεται και βάζει μάρτυρες το Δία, τη Γη, τις υποχθόνιες θεότητες, αυτές που τιμωρούν τους ορκοπάτες («ότις κ’ επίορκον ομόσση» Γ 279). Ο Οδυσσέας, αφού οι σύντροφοί του επέμεναν να σταθούν στη Θρινακία, τους έβαλε να ορκιστούν πως δεν θα πειράξουν τα βόδια και τα πρόβατα του Ήλιου, και μόνο σαν ορκίστηκαν άραξε στο νησί το καράβι. Σφάζοντας λοιπόν οι σύντροφοί του τα βόδια του Ήλιου έγιναν ανόσιοι και επίορκοι και τιμωρήθηκαν σκληρά (μ 297 κ.π., 407 κ.π.).
Η τιμωρία λοιπόν του ψεύδορκου, του ψευδομάρτυρα και επίορκου, αφήνεται στους θεούς, που τιμωρούσαν όχι μόνο τον επίορκο, μα και τη γυναίκα του και τα παιδιά του, γιατί σ’ αυτούς έπεφτε η κατάρα (Γ 298-301). Αν βέβαια η ψευδομαρτυρία και ψευδορκία αποκαλυφθεί, αν η επιορκία είναι φανερή, τότε οι συνέπειες μπορεί να μην είναι μόνο η θεϊκή τιμωρία, μα και η ανθρώπινη, γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αυτός που σε βάρος του δόθηκε ψεύτικος όρκος μπορούσε να ζητήσει να εκδικηθεί και να τιμωρήσει τον ψεύδορκο και επίορκο. Ο Αγαμέμνονας ρητά δηλώνει στους Τρώες, κατά τη θυσία του όρκου μάλιστα, πως αν νικήσει ο Μενέλαος στη μονομαχία, και οι Τρώες δεν εκπληρώσουν τη συμφωνία, που με όρκους κύρωσαν, θα συνεχίσει τον πόλεμο για να τους τιμωρήσει (Γ 288-291). Η ψευδορκία λοιπόν, η ψευδομαρτυρία και η επιορκία, είναι πράξεις ανόσιες, αδικήματα που προσβάλλουν τους θεούς και τα τιμωρούν οι θεοί, χωρίς να αποκλείεται η τιμωρία τους από τους ανθρώπους, όταν αυτή είναι μπορετή.

2. Η αιμομιξία
Εξετάζοντας πιο πάνω τα κωλύματα του γάμου στην ομηρική κοινωνία, είδαμε ότι μπορούσε να θεωρηθεί επιτρεπτός ο γάμος με συγγενή, το πολύ μέχρι δεύτερου βαθμού συγγένεια, και αυτό σε κάπως εξαιρετικές και περιορισμένες περιπτώσεις. Η παντρειά του Δία με την αδελφή του Ήρα (Π 432) είναι μυθικό στοιχείο σχετικό με τις κοσμογονικές τους αντιλήψεις. Και η περίπτωση της παντρειάς των παιδιών του Αιόλου, των γιων του με τις αδελφές τους (κ 7), είναι κι αυτή παραμυθικό λαϊκό στοιχείο, που απηχούσε ίσως πρωτόγονες παραδόσεις προομηρικές. Πρέπει δε να πάρουμε υπ’ όψη μας ότι οι ομηρικοί θεοί ήταν εξωηθικοί και οι θεϊκές πράξεις και ενέργειες ήταν έξω και πέρα από την ανθρώπινη ηθική και τους ανθρώπινους κανόνες. Για την ομηρική κοινωνία και τους ομηρικούς Έλληνες, η αιμομιξία, ιδιαίτερα μεταξύ γονιών και παιδιών, ήταν ένα φριχτό και ανόσιο αδίκημα, μια βλεδυρή πράξη, που έφερνε στα κεφάλια των ενόχων και της γενιάς τους την κατάρα των θεών. Την αντίληψη αυτή των ομηρικών Ελλήνων για τη βδελυρότητα και ανοσιότητα της αιμομιξίας, την εκφράζει παραστατικά και με σαφήνεια ο Όμηρος, περιγράφοντας τη συνάντηση του Οδυσσέα στον Άδη με την Επικάστη, όπως ονομάζει την Ιοκάστη:

«Του Οιδίποδα τη μάνα αντίκρισα, την όμορφη Επικάστη,
φριχτές δουλειές που αποδυνάστηκεν ανήξερη, το γιο της
να πάρει γι’ άντρα· τον πατέρα του σκοτώνοντας εκείνος
την πήρε ταίρι, μα ως οι αθάνατοι μεμιάς τα ξεσκεπάσαν
στον κόσμον όλο, εκείνος έμεινε να τυραννιέται ρήγας
στη Θήβα, τι θεών ανέσπλαχνη βουλή τον κυβερνούσε.
Κι αυτή σκοινί ψηλά απ’ τις κάμαρας κρεμώντας το δοκάρι
στου Άδη τα σπίτια κάτω εδιάβηκε, του ανήλεου, θυροκράτη,
απ’ τον καημό της, πίσω αφήνοντας εκείνον σε τυράννια
δίχως σωμό, που από της μάνας του τις Ερινύες τραβούσε».
(λ 271-280 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Μια τέτοια λοιπόν πράξη ήταν φριχτή και ανόσια και όταν αποκαλύφθηκε, οι δράστες δεν μπορούσαν να ζουν ατιμώρητα, έστω και αν αθέλητα και ανήξερα την τέλεσαν. Η Επικάστη κρεμιέται και οι κατάρες της παιδεύουν τον Οιδίποδα. Η αυτοκτονία της είναι και αυτοτιμωρία της, μα και εκδίκηση για το φταίχτη γιο της. Οι κατάρες της είναι που κίνησαν τις Ερινύες να τον εκδικηθούν και να τον βασανίζουν. Η αυτοκτονία στα έπη φαίνεται κυρίως σαν πράξη απόγνωσης. Και ο Οδυσσέας σε στιγμή απελπισίας σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, όταν οι σύντροφοί του άνοιξαν το ασκί του Αιόλου και ξεχύθηκαν απάνω τους οι φουρτούνες (κ 51-52). Και ο Αντίλοχος κρατάει τα χέρια του Αχιλλέα γιατί φοβόταν μπας και από τη θλίψη του για το χαμό του Πάτροκλου, «με σίδερο θερίσει το λαιμό του» («δείδιε γάρ μή λαιμόν απαμείσηε σιδήρω» Σ 34). Στην περίπτωση της Επικάστης, η αυτοκτονία είναι αυτοτιμωρία και κατάρα για εκδίκηση εκείνου που έγινε αίτιος της ντροπής της και του χαμού της. Ο Όμηρος δεν αναφέρει πώς τιμωρήθηκε ο Οιδίποδας, εκτός από το ότι έμεινε ρήγας μα τον τυραννούσαν οι Ερινύες, οι τύψεις και η ντροπή του για τη φοβερή μοίρα του. Σύμφωνα με την πρωτόγονη αντίληψη οι Ερινύες εκδικούνταν αυτόν που αυτοκτονούσε γιατί δεν μπορούσε να εκδικηθεί, παίρνοντας αυτές την εκδίκηση του αίματος εκείνου που αυτοκτονούσε. Πάντως ο μύθος για τον Οιδίποδα ήταν γνωστός. Στην Ιλιάδα (Ψ 679-680) αναφέρεται πως όταν πέθανε ο Οιδίποδας, στην κηδεία του στη Θήβα βρέθηκε ο Μηκιστέας, ο πατέρας του Ευρύαλου, που πήρε και μέρος στους επικήδειους αγώνες.
Ο τρόπος λοιπόν που αναφέρεται η περίπτωση Οιδίποδα-Επικάστης, δείχνει πόσο φρικτό και ανόσιο έγκλημα θεωρούσαν οι ομηρικοί Έλληνες την αιμομιξία.

Προσβολή των θεών και των ιερών τους
Η προσβολή των θεών και των ιερών τους ήταν πράξεις ανόσιες που τις τιμωρούσαν οι θεοί. Στην ομηρική Κοινωνία, όπως είχε διαμορφωθεί το ομηρικό κράτος, η θρησκεία και η θρησκευτική λατρεία δεν βρίσκονταν κάτω από την κρατική προστασία και έτσι οι πράξεις προσβολής της θρησκείας και της θρησκευτικής λατρείας, αν δεν αποτελούσαν σύγχρονα και προσβολή ορισμένου προσώπου ή δεν προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, ώστε να υποστούν ανάλογα την ανθρώπινη τιμωρία, κατά τα όσα εκθέσαμε πιο πάνω, έμεναν πράξεις που τις τιμωρούσαν οι θεοί.
Οι άμυαλοι και ανόσιοι σύντροφοι του Οδυσσέα, που έφαγαν τα ιερά βόδια του Ήλιου, δεν έγιναν μόνον επίορκοι, γιατί είχαν ορκιστεί στον Οδυσσέα να μην τα πειράξουν, μα προσέβαλαν το θεό Ήλιο, που έτρεξε αμέσως στο Δία και ζήτησε να τους τιμωρήσει, πράγμα που έκανε καίγοντας το καράβι τους με φοβερό αστροπελέκι:

«Κι άξαφνα ο Δίας βρόντηξε και το γοργό καράβι
με αστροπελέκι χτύπησε και το συντάραξε όλο
καθώς το βρήκε ο κεραυνός και γέμισε όλο θειάφι.
Κι απ’ το καράβι πέσανε στη θάλασσα οι συντρόφοι,
και γύρω του παράδερναν στο κύμα σαν κουρούνες
κι αχ ο θεός τους στέρησε την ποθητή πατρίδα».
(μ 415-419 μετ. Ζ. Σίδερη)

Η Νιόβη περηφανεύτηκε για τα παιδιά της και τόλμησε να συγκριθεί με τη Λητώ που γέννησε μόνο δυο παιδιά, ενώ αυτή γέννησε δώδεκα. Αυτό όμως ήταν ασέβεια που προκάλεσε την οργή του Απόλλωνα και της Άρτεμης, που με τις σαΐτες τους σκότωσαν και τα δώδεκα παιδιά της (Ω 602 κ.π.).
Ο Απόλλωνας θύμωσε για την προσβολή που έκανε ο Αγαμέμνονας στον ιερέα του, το Χρύση, και δεν σεβάστηκε ούτε το σκήπτρο του και τα σήματα του θεού (Α 14), μα τον έδιωξε άσχημα χωρίς να δεχτεί τα λύτρα και να του δώσει την κόρη του. Έτσι ο θεός για να τιμωρήσει τους Αχαιούς για την ασέβειά τους στον ιερέα του, που αποτελούσε και προσβολή για τον ίδιο το θεό, έστειλε στο στρατόπεδό τους το φοβερό λοιμό (Α 42 κ.π.).
Και ο Δίας τιμώρησε τους Αχαιούς και τους έκανε πικρό το γυρισμό, στέλνοντάς τους διχόνοια και σκορπίζοντας τα καράβια τους, γιατί προκάλεσαν την οργή του και το θυμό της γλαυκομάτας κόρης του, της Αθηνάς, επειδή σαν κούρσεψαν το κάστρο της Τροίας δεν συμπεριφέρθηκαν δίκαια (γ 130) και δεν σεβάστηκαν, κατά την παράδοση, τα ιερά και τους ναούς. Φαίνεται δε ότι ο Αίαντας ο Λοκρός, που κατά την παράδοση ντρόπιασε την Κασσάνδρα μέσα στο ναό της Αθηνάς, παρα ήταν ασεβής και ανόσιος, γιατί καυχήθηκε και από πάνω πως ξέφυγε την οργή των θεών, και ο Ποσειδώνας τον τιμώρησε σκληρά:

«Ο λοκρός Αίαντας στα μακρόκουπα καράβια μέσα εχάθη·
τον είχε στης Γυρής τα τρίψηλα ριγμένο επάνω βράχια
ο Ποσειδώνας κι απ’ τα κύματα γλιτώσει και του Χάρου
θα ξέφευγε, η Παλλάδα μάνητα βαριά κι ας του κρατούσε,
λόγο μεγάλο αν δεν ξεστόμιζε, κακό της κεφαλής του:
καυκίστη δυνατά πως ξέφυγε της θάλασσας τα πλάτη
στο πείσμα των θεών· κι ως άκουσε το λόγο ο Ποσειδώνας
μεμιάς αρπάζει το τρικάνι του στα δυνατά του χέρια
και της Γυρής το βράχο εχτύπησε, στα δυο χωρίζοντάς τον·
κι έμεινε εκεί ο μισός· το απόκομμα, που πάνω του καθόταν
ο Αίας την ώρα που καυκίστηκε, στο πέλαο μέσα πέφτει,
στ’ απέραντα αγριεμένα κύματα μαζί του σέρνοντάς τον.
Έτσι αφανίστη, με το στόμα του πλημμυρισμένο αρμύρα».
(δ 499-511 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Και η παράλειψη θρησκευτικού καθήκοντος λογιζόταν ασέβεια και προσβολή του θεού. Η Άρτεμη ξεσήκωσε κακό μεγάλο στους Αιτωλούς — τον κάπρο και τον πόλεμο — θυμωμένη που ο Οινέας δεν της θυσίασε τους πρώτους καρπούς στη γιορτή του θερισμού (Θαλύσια) (Ι 533-535).
Οι ομηρικοί Έλληνες είχαν βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και πίστη πως οι πράξεις των ανθρώπων που προσέβαλλαν τα θρησκευτικά έθιμα και τη θρησκευτική τους πίστη, αποτελούσαν βαριά αδικήματα, γιατί προσέβαλλαν τους ίδιους τους θεούς, που τιμωρούσαν σκληρά τους ενόχους τέτοιων πράξεων ή και παραλείψεων.

4. Περιπτώσεις θεοκρισίας ή θεοδικίας
Στις παραπάνω περιπτώσεις αδικημάτων, είδαμε πως η τιμωρία επιβαλλόταν από τους θεούς, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να μεσολαβήσει ανθρώπινη ενέργεια άλλη, πέρα από τον όρκο, την κατάρα ή ευχή προς το θεό να τιμωρήσει τον ένοχο. Περιπτώσεις σύλληψης ενόχου για ένα αδίκημα από τους ανθρώπους και παράδοσή του στους θεούς για να τον κρίνουν και να τον τιμωρήσουν αν ήταν ένοχος ή να τον απαλλάξουν αν ήταν αθώος, με τη μέθοδο του να τον πετάξουν από το βράχο (οπότε αν ήταν ένοχος θα σκοτωνόταν, αν γλύτωνε θα ήταν αθώος δε), είτε με άλλους τρόπους, δεν αναφέρονται στα έπη. Επίσης δεν αναφέρονται στα έπη περιπτώσεις δοκιμασίας με βασανιστήρια ανθρώπων υπόπτων για κάποιο αδίκημα, που αν τα άντεχαν θα λογίζονταν αθώοι, δηλαδή περιπτώσεις θεοκρισίας όπως στο Μεσαίωνα, δεν αναφέρονται στα έπη.
Η αυτοκτονία πάλι, όπως είδαμε, ήταν μια πράξη απόγνωσης, που έπαιρνε όμως τη μορφή της εκδίκησης του αυτόχειρα εναντίον εκείνου που τον έφερε στην απόγνωση και αδυνατώντας να τον εκδικηθεί αλλιώς, αυτοκτονεί και καταριέται το φταίχτη, προκαλώντας την τιμωρία του από τις Ερινύες. Αυτή είναι μια πρωτόγονη αντίληψη, που στα έπη φαίνεται να έχει η αυτοκτονία της Επικάστης. Μα η σκέψη αυτοκτονίας του Οδυσσέα, καθώς και ο φόβος αυτοκτονίας του Αχιλλέα, δείχνουν πως στην ομηρική εποχή η αυτοκτονία ήταν μια πράξη απόγνωσης, που αν δεν ήταν ρητά απαγορευμένη θρησκευτικά και ηθικά, ήταν όμως πράξη απαράδεκτη και θρησκευτικά και ηθικά και κοινωνικά, γιατί ο άνθρωπος έπρεπε να υπομένει τη μοίρα του, αυτό που του ήταν μοιρασμένο, ή όπως λέμε σήμερα, αυτό που του ήταν γραμμένο. Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του Οδυσσέα:

«Και τότε μες στην αψεγάδιαστη καρδιά μου αναρωτιόμουν,
τάχα να πέσω απ’ το καράβι μου και να πνιγώ στο κύμα,
για υπομονή να κάνω αμίλητος και στη ζωή να μείνω;
Υπομονεύτηκε κι απόμεινα, κι απά στο πλοίο κοιτόμουν κουκουλωμένος».
(κ 50-54 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η περίπτωση της αυτοκτονίας του Αίαντα αναφέρεται στην Οδύσσεια έμμεσα και αόριστα (λ 548-549, 566-568), με αιτία το ότι δεν του δόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα, αλλά δόθηκαν στον Οδυσσέα, χωρίς άλλες πληροφορίες.
Η αυτοκτονία λοιπόν δεν είχε την έννοια θεοδικίας ή θεοκρισίας. Άσχετα όμως με τη δυνατότητα να υπήρχαν στους ομηρικούς Έλληνες μορφές θεοδικίας, όπως η δοκιμασία της φωτιάς, το γκρέμισμα από το βράχο κλπ., που τα έπη δεν αναφέρουν, είναι βέβαιο πως δεν τους ήταν άγνωστη η ιδέα της θεοδικίας ή θεοκρισίας με τη μορφή της μονομαχίας, που έλυνε τη διαφορά υπέρ του νικητή κατά τη συμφωνία των μερών και με τη σκέψη και τη θρησκευτική πεποίθηση, πως στη μονομαχία θα κρίνουν οι θεοί και θα δώσουν τη νίκη σ’ αυτόν που είχε το δίκιο.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η μονομαχία του Αλέξανδρου (Πάρη) με το Μενέλαο (Γ 86-120, 264-323), που είδαμε παραπάνω στη θυσία συνθήκης ενισχυμένης με όρκο. Στην περίπτωση αυτή η συμφωνία των αντίμαχων στρατών να τελειώσει ο πόλεμος μεταξύ τους, υπέρ των Τρώων και με τις συνέπειες που συμφώνησαν αν νικούσε ο Πάρης, και υπέρ των Αχαιών με τους συμφωνημένους όρους αν νικούσε ο Μενέλαος, αποτελούσε μια μορφή θεοκρισίας. Βασικά μονομαχούν εδώ ο Πάρης και ο Μενέλαος, γιατί έτσι συμφωνήθηκε η εκπροσώπηση των αντίμαχων στρατών, μα και γιατί είναι οι δύο αίτιοι του πολέμου, γιατί αυτούς τους δύο αφορούσε η διαφορά που τον προκάλεσε. Τον αγώνα λοιπόν μεταξύ τους θα τον κρίνουν οι θεοί και θα δώσουν τη νίκη σ’ αυτόν που έχει το δίκιο. Θα τον κρίνει ο Δίας, όπως λέει ο γερο-Πρίαμος φεύγοντας, γιατί δεν άντεχε να παρακολουθήσει τη μονομαχία, αφού πρώτα έκανε τη συμφωνία με τον Αγαμέμνονα, γιατί αυτοί ήταν σι αρχηγοί των στρατών και έκαναν τους πιστούς όρκους. Να τι λέει φεύγοντας:

«Ο Δίας αλήθεια κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί το ξέρουν μόνο,
για ποιο απ’ τους δυο απ’ τη Μοίρα γράφτηκε να βρει το χαμό τώρα».
(Γ 308-309 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Το ότι πρόκειται για θεοκρισία, το δείχνει η ευχή που κάνουν οι στρατιώτες και των δυο αντίμαχων στρατοπέδων, την ώρα που πρόκειται να αρχίσει η μονομαχία:

«Κι ευκιούνταν στους θεούς υψώνοντας τα χέρια τα φουσάτα,
και τούτα λέγαν ο καθένας τους, και Τρώες κι Αργίτες όλοι:
Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα,
τον που ‘ριξε τα πάθη ανάμεσα στους δυο λαούς ετούτα
δώσε να πέσει και στον άραχλο να κατεβεί τον Άδη,
και πάλι εμείς αγάπη ας κάνουμε και μπιστεμένους όρκους».
(Γ 318-323 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η μονομαχία του Έκτορα με τον Αίαντα (Η 206-312) δεν φαίνεται να είναι μονομαχία που θα κρίνει την τύχη του πολέμου, τη λύση του, γιατί δεν έγινε τέτοια συμφωνία και ούτε θα μπορούσε να γίνει, αφού είχε ήδη γίνει η μονομαχία Μενέλαου-Πάρη και οι Τρώες είχαν πατήσει τους όρκους τους, αθετώντας τη συμφωνία. Η μονομαχία Έκτορα-Αίαντα παρακινήθηκε από τον Απόλλωνα και την Αθηνά, που συμφώνησαν να σταματήσουν τον πόλεμο προσωρινά (Η 22-53). Σ’ αυτή τη μονομαχία γίνεται συμφωνία πως αυτός που θα σκοτωθεί, θα παραδοθεί στους δικούς του για να τύχει τις τιμές καψίματος και ταφής των οστών (Η 71-91). Η ευχή προς τον Δία έγινε βέβαια. Θα δώσει τη νίκη σ’ έναν απ’ αυτούς ή θα τους δώσει δύναμη και δόξα ίση (Η 200-205). Οι ισόπαλοι ήρωες σταματούν τον αγώνα και ανταλλάσσουν τα μοιραία δώρα τους (Η 303-305), μοιραία και για τους δύο. Ο Έκτορας έδωσε στον Αίαντα το ασημοκάρφωτο σπαθί, που κατά την παράδοση μ’ αυτό αυτοκτόνησε, και ο Αίαντας στον ‘Έκτορα τον ζωστήρα του που άστραφτε από την πορφύρα, που απ’ αυτόν έσερνε το νεκρό κορμί του ο Αχιλλέας.

ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥΣ

Η εκτέλεση της ποινής
Από όσα είδαμε παραπάνω σχετικά με τη δικαιοσύνη και την απονομή της, οι ποινές που ο εθιμικός κώδικας της ομηρικής κοινωνίας όριζε για την τιμωρία των διάφορων εγκλημάτων, ανάλογα με τη βαρύτητα που τους απέδιδαν, ήταν οι εξής: θάνατος, εξορία, δήμευση περιουσίας, φυλάκιση, αποζημίωση και στέρηση ταφής.
Αφού βασικά η δικαιοσύνη, η ποινική κυρίως, ήταν ιδιωτική υπόθεση, ακόμη και για τα πιο βαριά εγκλήματα, όπως ο φόνος, ιδιωτική ήταν βασικά και η εκτέλεση της ποινής. Σύμφωνα λοιπόν με τις διακρίσεις, που πιο πάνω εξετάσαμε, αν δηλαδή το έγκλημα προσέβαλλε άμεσα ένα άτομο ή την οικογένειά του, την ποινή που όριζε για το αδίκημα το έθιμο, την επέβαλε το άτομο ή η οικογένεια που της έγινε η προσβολή. Ο Ορέστης τιμώρησε τον Αίγισθο για το φόνο του πατέρα του, σκοτώνοντάς τον (γ 306-310). Το Θεοκλύμενο τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν οι συγγενείς εκείνου που σκότωσε (ο 272-278).
Η επιβολή της ποινής είχε χαρακτήρα ανταπόδοσης, εκδίκησης, γι’ αυτό και δεν έλειπαν βέβαια και οι αγριότητες, όπως η τιμωρία των μνηστήρων και των άπιστων δουλικών, και του Μελάνθιου από τον Οδυσσέα, τον Τηλέμαχο και τους πιστούς δούλους του (χ 35 κ.π., 89, 280, 465 κ.π.).
Το περιστατικό της εκδίκησης του Οδυσσέα, καθώς και το κυνηγητό του Θεοκλύμενου από τους συγγενείς του θύματός του, δείχνει πως τη βοήθεια για την εκδίκηση και τιμωρία του εγκληματία, δηλαδή για την εκτέλεση της ποινής που επέβαλε το έθιμο, δεν την έδινε η τότε δημόσια εξουσία (βασιλιάς, γέροντες κλπ.), αλλά η οικογένεια, οι συγγενείς και φίλοι του αδικημένου.
Αν το αδίκημα προσβάλλει άμεσα τη δημόσια εξουσία, την ποινή που αναγνωρίζεται από το έθιμο, την επιβάλλει η ίδια με τα όργανά της, όπως είδαμε, δηλαδή τους κήρυκες, στρατιώτες και ανθρώπους του βασιλιά κλπ. Το θάνατο, γι’ αυτούς που θα θελήσουν να φύγουν από τη μάχη, θα τον διατάξουν οι αρχηγοί, αν δεν τον εκτελέσουν και οι ίδιοι, όπως απειλούσε ο Έκτορας να θανατώσει τον Πολυδάμα (Μ 248-250, βλ. και Β 357-359, 391-393). Το πρόστιμο στον Αλιθέρση θα το επέβαλλαν οι μνηστήρες και θα το εισέπρατταν αναγκαστικά με τα όργανά τους (β 188-193).
Στις περιπτώσεις που το αδίκημα προσβάλλει άμεσα το δήμο και το λαό, την ποινή την επιβάλλει και την εκτελεί αμέσως ο ίδιος. Ο λαός ξεσηκώθηκε και θα σκότωνε τον πατέρα του Αντίνοου, για τη ληστεία που έκανε με τους Ταφιώτες στη Θεσπρωτία, και θα του δήμευε και την περιουσία (π 424-430). Ο λαός της Τροίας θα έπρεπε να ξεσηκωθεί και να λιθοβολήσει τον Πάρη (Γ 56-57). Ο λαός θα τιμωρούσε και τους μνηστήρες με θάνατο ή εξορία, αν μάθαινε πως αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο (π 371-382).
Για τα αδικήματα κατά των θεών και της θρησκευτικής λατρείας, οι ομηρικοί Έλληνες πίστευαν πως τα τιμωρούσαν οι θεοί, όπως ο Απόλλωνας που έστειλε το λοιμό στο στρατόπεδο των Αχαιών για την προσβολή του ιερέα του (Α 43 κ.π.) και ο Ποσειδώνας τον ανόσιο υβριστή Αίαντα το Λοκρό (λ 499 κ.π.).

Τρόποι εκτέλεσης της θανατικής ποινής
Η εκτέλεση της θανατικής ποινής, που ήταν η πιο βαριά, γινόταν κατά διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις δυνατότητες που είχε ο προσβλημένος που την εκτελούσε. Συνηθισμένος τρόπος εκτέλεσης ήταν με το σπαθί ή το κοντάρι ή το τόξο, όπως στην περίπτωση της μνηστηροκτονίας. Η θανάτωση με το σπαθί λογιζόταν τιμητική. Αντίθετα, ατιμωτική εκτέλεση ήταν η θανάτωση με την αγχόνη, το κρέμασμα. Ο Οδυσσέας διατάζει τον Τηλέμαχο να πάρει στην αυλή τις άπιστες δούλες του και με τους πιστούς τους δούλους να τις σκοτώσουν (χ 440-445), μα ο Τηλέμαχος νομίζει πως δεν πρέπει να θανατωθούν με τιμητικό θάνατο, με το σπαθί:

«Όχι, σ’ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο —
που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια
σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»
(χ 462-464 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Έτσι αποφασίζει να τις θανατώσει με απαγχονισμό, να δε η ρεαλιστική περιγραφή της σκληρής τους εκτέλεσης:

«Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει
από τρανή κολώνα, κι έζωσε μ’ αυτό το θόλο γύρα,
ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.
Πώς όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν
να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κουρνιά τις δέχτη,
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα —
όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες
θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,
και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο».
(χ 465-473 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Η εκτέλεση του Μελάνθιου (χ 475-478) παρουσιάζεται σα μοναδική και εξαιρετική περίπτωση, που τη σκληρότητά της μόνο το εξαιρετικό μίσος του Τηλέμαχου μα και των δύο δούλων (Εύμαιου και Φιλοίτιου) μπορεί να δικαιολογήσει κάπως. Γενικά η μορφή αυτή της εκτέλεσης και ο ακρωτηριασμός αποκρούονταν και φαίνεται ότι δεν τους συνήθιζαν, γιατί κι αυτοί οι ανόσιοι και σκληροί μνηστήρες απείλησαν με τέτοιο θάνατο (ακρωτηριασμό), τον Ίρο και τον Οδυσσέα, μα δεν θα τον εκτελούσαν αυτοί ή οι άνθρωποί τους, μα θα τον πραγματοποιούσαν με την αποστολή τους στον σκληρό βασιλιά της Ηπείρου, τον Έχετο, που έτσι συνήθιζε να θανατώνει τους ξένους (βλ. σημ. 30 του παρόντος κεφαλαίου, σχετικά με το «μασχαλισμό»).
Άλλος τρόπος θανάτωσης φαίνεται ότι ήταν το γκρέμισμα από ψηλό βράχο, όπως φαίνεται από το στοίχημα που πρότεινε στον Εύμαιο ο Οδυσσέας-ζητιάνος (ξ 398-400). Στην περίπτωση αυτή το γκρέμισμα θα το πραγματοποιήσουν δούλοι ή άνθρωποι αυτού που θα εκτελούσε την ποινή, δίνοντάς του την αναγκαία συνδρομή. Περίπτωση τέτοιας εκτέλεσης με γκρέμισμα από βράχο δεν μας αναφέρουν τα έπη.
Τέλος, ένας άλλος τρόπος θανατικής εκτέλεσης, από τους πιο παλιούς και σκληρούς, φαίνεται ότι ήταν ο λιθοβολισμός, που συνήθως τον εκτελούσε ο λαός (Γ 56-57) όταν ξεσηκωνόταν. Μα ούτε τέτοια εκτέλεση που να έγινε αναφέρεται στα έπη, αν και φαίνεται ότι ήταν γνωστή και συνηθισμένη, από τον τρόπο που μνημονεύεται.

Στέρηση καψίματος και ταφής
Σε περιπτώσεις που το αδίκημα ήταν ιδιαίτερα βαρύ, όπως η δειλία στη μάχη κλπ., δεν το τιμωρούσαν απλώς με θάνατο, μα σαν πρόσθετη ατιμωτική τιμωρία και ποινή, απαγόρευαν το κάψιμο και το θάψιμο των κοκκάλων του ενόχου που εκτελέστηκε. Το νεκρό του σώμα το πετούσαν έξω από τα τείχη της πόλης ή από το στρατόπεδο, στον κάμπο, τροφή στα σκυλιά και στα όρνια, ήταν δε αυτό μια φοβερά ατιμωτική τιμωρία. γιατί έτσι, κατά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, ο νεκρός του εκτελεσθέντος θα βασανιζόταν, γιατί η ψυχή του δεν θα μπορούσε να μπει στον Άδη να ησυχάσει (σχετικά με την ποινή αυτή βλ. Β 391-393, Ο 347-351).

Η εξορία
Όπως είδαμε, την εξορία την επέβαλλαν σαν ποινή, αντί για θάνατο, στον φονιά, όταν ήταν συγγενής εκείνου που σκότωσε. Την ποινή την επέβαλλε η οικογένεια και οι συγγενείς, εξαναγκάζοντας το φονιά να εκπατριστεί, όπως στην περίπτωση του Τληπόλεμου (Β 661-667) και του Επειγέα (Π 571-574). Φαίνεται ότι η ποινή της εξορίας επιβαλλόταν και όταν ο φονιάς ήταν ανήλικο παιδί, όπως στην περίπτωση του Πάτροκλου (Ψ 83-89).
Εξορία, σαν αυτοτελή ποινή, μπορούσε να επιβάλλει και ο δήμος για αδικήματα κατά του δήμου ή αδικήματα που δημιουργούσαν την αγανάκτηση του λαού. Είδαμε πως και οι μνηστήρες, παρά τη δύναμή τους, φοβήθηκαν μήπως τους εξορίσουν ή πάθαιναν και χειρότερα, αν μάθαιναν οι Θιακιώτες πως αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο (π 380 κ.π.). Βασικά όμως ο φονιάς, για να γλυτώσει τη ζωή του, αυτοεξοριζόταν, αν πρόφταινε να ξεφύγει, γλυτώνοντας έτσι την εκδίκηση των συγγενών του θύματός του, όπως έκανε ο Θεοκλύμενος (ο 278) κλπ. Δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει στη χώρα του, παρά μονάχα αν οι συγγενείς του πετύχαιναν να γίνει η συμφωνία εξαγοράς του αίματος. Αν αυτό δεν γινόταν κατορθωτό, ο φονιάς ήταν υποχρεωμένος, μα και καταδικασμένος, σε «αειφυγία».

Η δήμευση της περιουσίας
Η ποινή αυτή φαίνεται ότι επιβαλλόταν συνήθως σαν πρόσθετη ποινή, στην περίπτωση επιβολής σαν κύριας ποινής του θανάτου ή της εξορίας. Ο πατέρας του Αντίνοου κινδύνευσε να σκοτωθεί από το λαό και να δημευθεί η περιουσία του (π 424-429). Οι μνηστήρες απειλούν το Μέντορα-Αθηνά, με θάνατο και δήμευση της περιουσίας του, αν βοηθούσε τον Οδυσσέα (χ 213-223).
Η δήμευση φαίνεται ότι είχε την έννοια της διανομής της περιουσίας στο λαό, στην περίπτωση που την επέβαλε αυτός ή τη διανομή της μεταξύ εκείνων που είχαν τη δύναμη να την επιβάλουν, όπως οι μνηστήρες την περιουσία του Μέντορα. Φυσικά τότε δεν υπήρχε ξεχωριστό δημόσιο ταμείο, διαχειριστής δε των δημόσιων εσόδων ήταν ο βασιλιάς, αν και φαίνεται ότι ορισμένα κτήματα, καθώς και οι εκτάσεις οι ακαλλιέργητες της χώρας, που δεν είχαν γίνει μερδικά και δεν είχαν μοιραστεί, οπωσδήποτε δε δεν ανήκαν στην ιδιοκτησία ορισμένου άρχοντα ή πολίτη, ανήκαν γενικά στο δήμο, στο λαό. Φαίνεται δε ότι απ’ αυτά έδιναν και τα τεμένη για τους βασιλιάδες και τους ναούς ή βωμούς.
Μπορούσε όμως με τη δήμευση να αφήσουν και ορισμένη περιουσία ή ορισμένο περιουσιακό στοιχείο σε συγγενή του (γυναίκα του ή παιδί του). Οι μνηστήρες σκόπευαν, σκοτώνοντας τον Τηλέμαχο, να μοιράσουν το βιος του και να αφήσουν στη μάνα του μόνο το παλάτι (π 383-386), μα στην περίπτωση αυτή ο φόνος του Τηλέμαχου θα ήταν ένα αδίκημα και η διανομή της περιουσίας του, διαρπαγή και όχι δήμευση σαν ποινή. Περισσότερες πληροφορίες δεν έχουμε από τα έπη.

Η φυλάκιση και τα δεσμά
Κρατικές φυλακές, όπως είδαμε, δεν υπήρχαν και η φυλάκιση ήταν ιδιωτική, όταν την επέτρεπε το έθιμο, ο άγραφος νόμος τους. Αναφέρεται από πολύ παλιά, στον αλληγορικό βέβαια μύθο, πως ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οι φοβεροί γιοι του Αλωέα, έδεσαν τον Άρη με γερά δεσμά σε χάλκινο πιθάρι, που λογίζεται σαν φυλακή, δεκατρείς ολόκληρους μήνες και πολύ κακόπαθε, μέχρι που τον γλύτωσε ο Ερμής (Ε 385-391). Περίπτωση, που το έθιμο επέτρεπε ιδιωτική φυλάκιση, ήταν όπως είδαμε η μοιχεία και η κλοπή. Ο απατημένος σύζυγος μπορούσε να κρατήσει δεμένο το μοιχό, μέχρι να του πληρώσει την αποζημίωση («μοιχάγρια»), όπως έκανε ο Ήφαιστος στον Άρη, που τον έλυσε και τον άφησε, μόνον όταν εγγυήθηκε ο Ποσειδώνας την πληρωμή της αποζημίωσης (θ 347-359). Η ιδιωτική φυλάκιση επιτρεπόταν και για τον κλέφτη, αν τον έπιανε ο νοικοκύρης. Έτσι ο Ίφικλος κρατούσε φυλακισμένο στον πύργο του, στη Φυλάκη, και σε βαριά δεσμά, το Μελάμποδα, το μάντη, που πήγε να του κλέψει τα βόδια του και να τα πάει στο Νηλέα, για να δεχτεί αυτός να παντρέψει την κόρη του με τον αδελφό του (λ 289-297, ο 226-240). Η φυλάκιση λοιπόν και τα δεσμά δεν ήταν άγνωστα σαν ποινή στους ομηρικούς ‘Ελληνες. Η Αθηνά-Μέντης λέει στον Τηλέμαχο πως ο πατέρας του θα γυρίσει:

«Καιρό απ’ την πατρίδα του πια δεν θα λείψει εκείνος
ακόμα σιδερένιες άλυσες κι αν τον κρατούν δεμένο,
θα βρει τον τρόπο λέω, πολύτεχνος ως είναι να γυρίσει».
(δ 203-205 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Τα «σιδήρεα δέσματα» λοιπόν ήταν γνωστά και υπήρχε η πιθανότητα να κρατούν κάπου τον Οδυσσέα φυλακισμένο με δεσμά στερεά σαν σίδερο, μα και στην περίπτωση αυτή ο «πολυμήχανος» Οδυσσέας θα τα κατάφερνε να γυρίσει στην πατρίδα του. Για τους ομηρικούς ανθρώπους και ομηρικούς ‘Ελληνες, τα Τάρταρα ήταν οι φυλακές του Δία, όπου έκλεινε και απειλούσε να στείλει κάθε απείθαρχο θεό. Να πώς απειλεί κάθε απείθαρχο:

«Θα του ‘ρθει αστροπελέκι κι άσκημα στον Όλυμπο θα γύρει·
για θα τον ρίξω μες στα Τάρταρα τα μαύρα, αρπάζοντάς τον,
μακριά, στης γης τα ριζοκάτωφλα, στην πιο βαθιά κουφάλα,
με σιδερένιες πόρτες, χάλκινο κατώφλι, απ’ τον Άδη
τόσο πιο απόβαθα, όσο βρίσκεται πιο κάτω η γη απ’ τα ουράνια·»
(Θ 12-16 μετ. Καζ.-Κακρ.)

Εκεί στα Τάρταρα, τις φυλακές του, κρατάει κλεισμένους ο Δίας τον Ιαπετό και τον Κρόνο, έτσι που δεν χαίρονται πια το φως του ήλιου (Θ 479-481), εκεί είχε φυλακισμένους και τους γιους του Ουρανού, τους Τιτάνες (Ε 897-898).


Πηγή: Μικρό απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο του Παν. Κωνσταντόπουλου, Ομηρικοί Έλληνες Α’ + Β τόμ. εκδ. Μέτρον 1998.

2ρη Πηγή:http://clubs.pathfinder.gr/OMHROS

Re: Το δίκαιο και η απονομή του στον Όμηρο.

Δημοσιεύτηκε: Τρί 26 Φεβ 2008, 16:00
από Aiolos
Έυγε. Εξαίρετ κείμενο.