ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
ARKADROSOYL
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 187
Εγγραφή: Τρί 06 Μάιος 2014, 22:44
Irc ψευδώνυμο: DROSOYLITES
Φύλο: Γυναίκα

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από ARKADROSOYL » Τρί 02 Σεπ 2014, 08:17

:rose: :rose:
Οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού


Είναι απόγευμα κι όπως περπατάω στο μονοπάτι του δάσους τα μαλλιά μου πιάνονται στα κλαδιά ενός δέντρου.
Προσπαθώ να τα ξεμπλέξω όμως αυτά μπλέκονται πιο πολύ, τα κλαδιά τυλίγονται γύρω μου και με ακινητοποιούν, χωρίς να με σφίγγουν, μόνο με αναγκάζουν να διακόψω την πορεία μου και να σταθώ.
Τα κλαδιά μοιάζουν να έχουν ζωντανέψει και με τυλίγουν ολόκληρη, σαν να έχουν μια ζωή και μια ικανότητα κίνησης που δεν είχα ποτέ ως τώρα παρατηρήσει, όπως μερικές φορές συμβαίνει κάτι να είναι μπροστά στα μάτια μας αλλά να μην μπορούμε να το δούμε γιατί η προσοχή και το ενδιαφέρον μας είναι αλλού στραμμένα και μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι, πράγματι, όλα ήταν εκεί από την αρχή στη διάθεσή μας.
Όλο και περισσότερο μπλέκομαι στα κλαδιά του δέντρου, χωρίς να είναι δυνατό να πραγματοποιήσω οποιαδήποτε κίνηση θα μου επέτρεπε όχι μόνο να συνεχίσω τον περίπατό μου αλλά να μετακινηθώ ένα μόνο βήμα ίσα για να αλλάξω λίγο θέση ή να κάνω μια μικρή επιτόπια περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου ή να πιάσω με το χέρι μου το κεφάλι μου ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός μου.
Το σημείο που τα κλαδιά του δέντρου με σταματούν είναι ιδανικό για να σταθείς και να
δεις τη θάλασσα από ψηλά κι αν είχα συνεχίσει με το κεφάλι σκυμμένο δεν θα είχα προσέξει τίποτα από όσα τώρα είμαι αναγκασμένη να κοιτάζω από αδυναμία να προχωρήσω σε ένα επόμενο βήμα.

Η θέα του ορίζοντα που απλώνει είναι πραγματικά ξεχωριστή,
ικανή από μόνη της να σε ακινητοποιήσει, κι έτσι το παράδοξο αυτό συμβάν
δεν μου προξενεί κανενός είδους ανησυχία, σαν τα κλαδιά που με τυλίγουν να έχουν φτιάξει μια θέση ειδικά για μένα, σαν το ίδιο το δέντρο να πήρε αυτή την πρωτοβουλία να με σταματήσει για να σταθώ και να αγναντέψω.
Σαν όνειρο που ενώ κάποια σημάδια προμηνύουν πως θα εξελιχθεί σε εφιάλτης, αναγκάζοντάς σε να είσαι σε επιφυλακή για όσα ακολουθήσουν, η πορεία σε εκπλήσσει ευχάριστα κι ούτε λογαριάζεις τις παραδοξότητες.
Είναι που η απρόσιτη και άγρια ομορφιά του δάσους,
η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, οι ήχοι των πουλιών και οι σκιές έχουν κάτι το εξωπραγματικό. Η ιστορία θα μπορούσε να ξεκινήσει διαφορετικά.

Περπατάω και τα μαλλιά μου μπλέκονται στα κλαδιά ενός δέντρου.
Σταματάω να τα ξεμπλέξω και συνεχίζω τη βόλτα
στο μονοπάτι του βουνού κατηφορίζοντας, με προορισμό τον ελαιώνα
που βρίσκεται χαμηλά δυο μέτρα από την επιφάνεια μιας βαθιάς και για αυτό άγριας και επιβλητικής θάλασσας.

Κοιτάζω και θυμάμαι συγχρόνως.
Η πλαγιά του βουνού κατάφυτη κατεβαίνει μέχρι τη κάθετη
βραχώδη ακτογραμμή και μετά συνεχίζει γυμνή κάτω από το νερό,
το βουνό όσο το βλέπεις κι άλλο τόσο κρυμμένο.
Η θάλασσα είναι μια ιδέα κι αυτή, σκέφτομαι, όπως τόσες ακόμα που γεμίζουν το κεφάλι μας προερχόμενες όχι μόνο από λέξεις αλλά και από εικόνες,
αφού οι λέξεις από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα, ή μήπως είναι ίδια όταν είναι ήρεμη ή φουρτουνιασμένη, αν την κοιτάς από ψηλά ή από χαμηλά, από μέσα ή έξω από το νερό.

Κι αν σκεφτείς ότι το βουνό εκτείνεται άλλο τόσο μέσα της, όπως εδώ, αν σκεφτείς τις χαράδρες και τις πεδιάδες που σχηματίζονται σε μια βυθισμένη επιφάνεια αποκλεισμένη από τον πάνω κόσμο, η προοπτική του θαλασσινού τοπίου βαθαίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιπλέον φτιάχνοντας ιδέες για το τι κρύβεται κάτω από το νερό καταλαβαίνεις γιατί η θάλασσα εδώ είναι αυτή που είναι και όχι άλλη, φτιάχνοντας ιδέες για το μέσα καταλαβαίνεις το έξω.

Τέτοιες κατά τα άλλα ασύνδετες σκέψεις κάνω ακινητοποιημένη
στα κλαδιά του δέντρου που με αναγκάζουν να σταθώ,
ή μήπως είναι την ώρα που κατεβαίνω το μονοπάτι προς τον ελαιώνα,
που μέσα μου αρχίζει και παίρνει διαστάσεις μύθου,
οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού συναντιούνται
εκεί την ώρα που πέφτει ο ήλιος, φορούν μπλε και πράσινα φορέματα κι έχουν μαλλιά
μέχρι το χώμα, λιγνές κι απόκοσμες, μία για κάθε δέντρο, μία για κάθε κύμα,
κι είναι πολλές, αμέτρητες, πιάνονται από τα χέρια και σκορπίζουν κάτω από τα λιόδεντρα μέχρι να σκοτεινιάσει.
Όπου και να κοιτάξεις τις βλέπεις, σχεδόν θέλεις να κλείσεις τα μάτια και να εξαφανιστείς από φόβο μη σε δουν, κανείς δεν έρχεται εδώ, λες,
οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού είναι απρόσιτες και εξωπραγματικές,
κανείς δεν μιλάει για αυτές, κανείς δεν μιλάει από φόβο μη θυμώσουν και τον μεταμορφώσουν σε πέτρα, τολμάω να πω κι ο φόβος υποχωρεί.
Ή μήπως όσα συνηθίζουμε με τον καιρό να κρατάμε μέσα μας είναι λιγότερο αξιοσημείωτα από αυτά που φέρνουμε στο φως; Καμία σκέψη, κανένα ερώτημα και καμιά φαντασία
δεν μένουν ίδια αν τολμήσουμε τη διαδρομή από το μυαλό μέχρι έξω, τι κι αν κινδυνεύουμε να φανούμε αφελείς, τι κι αν κινδυνεύουμε,
τίποτα δεν μας εκθέτει περισσότερο από όσα δεν τολμούμε, σκέφτομαι όσο το δέντρο μού δείχνει κατά τη θάλασσα.

Ποια θάλασσα, σκέφτομαι, ή μήπως η θάλασσα είναι μία,
γιατί η άλλη θάλασσα που μόλις μου έρχεται στο μυαλό
κατεβαίνοντας το μονοπάτι για τον ελαιώνα είναι πολύ διαφορετική, μια χρυσή αμμώδης ακτογραμμή
σε ευθεία γραμμή που εκτείνεται όσο βλέπει το μάτι και περπατιέται όσο πάνε τα πόδια, ανοιχτή θάλασσα κι αυτή και παρότι όχι ιδιαίτερα βαθιά και για αυτό πιο προσιτή,
επιβλητική με τον τρόπο της.
Κάπου εκεί, ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου ή στο μονοπάτι για τον ελαιώνα,
σκέφτομαι, ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει στο μυαλό του να μπαίνει καθαρός αέρας,
να αφήνει τον κόσμο να μπαίνει μέσα στο μυαλό του με αυτά που βλέπει και αυτά που δεν βλέπει.

Σκέφτομαι και φαντάζομαι συγχρόνως.
Από ψηλά, αλλά ολοένα και πιο χαμηλά, φαντάζομαι το βυθό,
που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλος παρά η πλαγιά του βουνού
που συνεχίζει κάτω από το νερό και εξηγεί την πυκνή υφή του,
για αυτό όταν κολυμπάς έχεις την αίσθηση ότι αιωρείσαι και ακόμα περισσότερο ότι πετάς,
μα πώς μπορείς να πετάς ενώ είσαι μέσα στο νερό είναι πράγματι αξιοπερίεργο,
μέχρι να σκεφτείς πίσω και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όσα δεν βλέπεις.
Αν η θάλασσα ήταν ρηχή και αμμώδης, όπως εκείνη η άλλη,
θα είχε διαφορετική αίσθηση, όμως εδώ από κάτω εκτείνονται οροπέδια και χαράδρες αντίστοιχα με τα πάνω, ποιος θα το ΄λεγε.
Η πυκνή υφή της εξηγείται από το μεγάλο της βάθος που δεν μπορείς να το προσεγγίσεις με άλλο τρόπο παρά μόνο να το φανταστείς,
ή να ανοίξεις τα μάτια μέσα στο νερό, όχι στο σημείο που ξεκινάει η χαράδρα,
εκεί βλέπεις τον γκρεμό και μετά μια μαυρίλα και σε πιάνει ίλιγγος, και λες,
ποια πλάσματα να ζουν εκεί, κι ούτε θέλεις
να ξέρεις γιατί ξαφνικά νιώθεις έναν τρόμο, ναι,
ένας τρόμος σε πιάνει στη θέα της υποθαλάσσιας χαράδρας
που οδηγεί όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της γης και στο εσωτερικό σου ενώ αιωρείσαι στην επιφάνεια, τολμώ να σκεφτώ όσο κατεβαίνω το μονοπάτι και με πιάνει ρίγος,
και σκύβω το κεφάλι για να μη πιαστούν τα μαλλιά μου στα κλαδιά που πετάγονται και από τις δυο πλευρές του στενού χορταριασμένου δρόμου που διασχίζει το βουνό κατηφορικά παράλληλα με την κάθετη μερικά μέτρα ψηλή βραχώδη ακτογραμμή.

Τα μπλεγμένα μου μαλλιά δεν με τρομάζουν, το δέντρο μού δείχνει κατά τη θάλασσα,
με καλεί να κοιτάξω όσα βλέπω κι όσα δεν βλέπω, πρώτα με κρατάει κι έπειτα με αφήνει
, κι έτσι αφού διασχίσω το δάσος του βουνού φτάνω πράγματι στον ελαιώνα,
που τον είδα πρώτα από ψηλά κι έγινε προορισμός μου, λίγο πριν πέσει η νύχτα, την ώρα που το φως γίνεται μυστηριώδες και υπαινικτικό κι όλα μπορούν να συμβούν.
Σιωπή επικρατεί όσο οι ήχοι της νύχτας ετοιμάζονται.
Μια ενδιάμεση μεταιχμιακή ησυχία που κάνει ηχηρή εντύπωση σε ένα μέρος σαν κι αυτό,
τώρα είναι η στιγμή, το σκηνικό είναι έτοιμο, το έργο από στιγμή σε στιγμή αρχίζει.

Οι ελιές είναι επιβλητικά δέντρα και κάπως νεραϊδένια έτσι όπως ασημίζουν στο τελευταίο φως, ίσως για αυτό οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού συναντιούνται εδώ,
σε αυτόν τον ελαιώνα που εισχωρεί μέσα στη νερό μόνο μερικά μέτρα πιο ψηλά,
όπου να ΄ναι θα βγουν, σκέφτομαι, κι όσο περνάει η ώρα απομαγεύομαι, πετρώνω.

Κλείνω τα μάτια κι ακούω μια μουσική, τον ήχο της θάλασσας, που είναι βαθιά και άγρια, όπως ακουμπάει στα βράχια και φουσκώνει, κι από παντού τριγύρω το νοτισμένο δάσος, απρόσιτο κι εξωπραγματικό, ξυπνάει κι αυτό, το ακούω που ανασαίνει, κι ο φόβος φεύγει, τολμάω να πω, η νύχτα φτάνει, να κι οι νεράιδες, βγαίνουν...

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΚΡΟΥΣ
απο athensvoice.gr
“Κάποτε νιώθω να είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα ποτέ”
O.ΕΛΥΤΗΣ
Άβαταρ μέλους
BlueAngel
Σούπερ Ιδεογραφίτης
Σούπερ Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 1441
Εγγραφή: Σάβ 12 Μάιος 2012, 00:22
Φύλο: Γυναίκα
Έδωσε Likes: 18 φορές
Έλαβε Likes: 9 φορές

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από BlueAngel » Τετ 03 Σεπ 2014, 23:09

:rose: :rose: :rose:
...cause we all have wings but some of us don't know why...
Άβαταρ μέλους
alkinoos
Επίτιμος
Επίτιμος
Δημοσιεύσεις: 6717
Εγγραφή: Παρ 08 Απρ 2011, 23:21
Φύλο: Άνδρας
Έδωσε Likes: 79 φορές
Έλαβε Likes: 92 φορές

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από alkinoos » Πέμ 04 Σεπ 2014, 00:31

Όμορφο..σε ταξιδεύει..και το ταξίδεμα ,της καρδίας και του μυαλού, το έχουμε ανάγκη...την αρμονία
Αφήνεσαι και χάνεσαι σε χρόνους και σε πραγματικότητες...όλα μαζί ταυτόχρονα
Γίνεσαι ένα με όλα..και τότε..νέοι ήχοι,νέες αισθήσεις..ίσως να είναι και οι ήχοι των νεράιδων
Ποιος ξέρει..ίσως


:rose:
"Ο ύπνος του σώματος έγινε ξύπνημα της ψυχής και το κλείσιμο των ματιών αληθινή όραση, και η σιωπή μου εγκυμονούσε το καλό, και η διατύπωση του λόγου μου έγινε δημιούργημα αγαθό" Ερμής Τρισμέγιστος

Δεν στηνω καινούργια είδωλα εγώ, τα παλιά ας μάθουν τι τους στοιχίζει το να έχουν ξύλινα πόδια - Νιτσε @ Ιδε ο άνθρωπος

Ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους - Ελυτης
Άβαταρ μέλους
ARKADROSOYL
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 187
Εγγραφή: Τρί 06 Μάιος 2014, 22:44
Irc ψευδώνυμο: DROSOYLITES
Φύλο: Γυναίκα

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από ARKADROSOYL » Σάβ 20 Ιουν 2015, 19:32

:rose:

Αποδεσμεύσου για να ζήσεις – Xόρχε Mπουκάι

Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο.
Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.
Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό.
Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος.
Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί.
Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι,
θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.
Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον.
Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει… Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση.
Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί.
Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια’ δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς.
Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη,
πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;
Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.
Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που τον λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής τον σοφίας,
μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του.
Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει.
Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λνσον!…

Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λνσον!» Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά,
ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή.
Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.
Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή τον κρεμόταν από μια κλωστή.
Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.
Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.
Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.
Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.
Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς,
γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.
Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται,
σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.

Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων

:rose:

http://enallaktikidrasi.com/2014/07/xor ... na-ziseis/
“Κάποτε νιώθω να είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα ποτέ”
O.ΕΛΥΤΗΣ
Άβαταρ μέλους
Irene3006
Επίτιμος
Επίτιμος
Δημοσιεύσεις: 6719
Εγγραφή: Δευ 03 Ιαν 2011, 00:48
Irc ψευδώνυμο: Irene3006
Φύλο: Γυναίκα
Τοποθεσία: Στο άπειρο.... Κι ακόμα παραπέρα.... :)
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 16 φορές

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από Irene3006 » Σάβ 20 Ιουν 2015, 19:38

Χόρχε... Αγαπημένος... Μεγάλος δάσκαλος που με συντρόφεψε στο Λύκειο :)

Σ' ευχαριστούμε Arka <3
Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει μέσα του θά 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Οδυσσέας Ελύτης
Άβαταρ μέλους
ARKADROSOYL
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Κολλημένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 187
Εγγραφή: Τρί 06 Μάιος 2014, 22:44
Irc ψευδώνυμο: DROSOYLITES
Φύλο: Γυναίκα

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσίευση από ARKADROSOYL » Τετ 24 Ιουν 2015, 07:46

Irene3006 έγραψε:Χόρχε... Αγαπημένος... Μεγάλος δάσκαλος που με συντρόφεψε στο Λύκειο :)

Σ' ευχαριστούμε Arka <3

:giverose:
:makia:
“Κάποτε νιώθω να είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα ποτέ”
O.ΕΛΥΤΗΣ
Απάντηση

Επιστροφή στο “Τέχνες”