O Συνεφούλης στον Όλυμπο

Εδώ τα επιλεγμένα άρθρα
Κλειδωμένο
Άβαταρ μέλους
lianna

O Συνεφούλης στον Όλυμπο

Δημοσίευση από lianna » Τρί 01 Απρ 2008, 17:02

O Συνεφούλης στον Όλυμπο

Σ΄έναν ουρανό καταγάλανο μ' έναν ήλιο τεράστιο ολοφώτεινο πού ζέσταινε την πλάση ,ξεκίνησε ο Συνεφούλης το παιγνίδι του παρέα με το απαλό Αεράκι. Εκείνη την ημέρα κανείς δεν θα τους έψαχνε. Όλοι μα όλοι οι μεγάλοι είχαν πολλές δουλειές, ο Κυρ Συνεφένιος με τα αλλά σύννεφα είχαν πάει να ρίξουν βροχή σε κάτι χωράφια που οι άνθρωποι είχαν σπείρει . Η Κυρά Συνεφένια ετοίμαζε το φαγητό και έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Ο Άνεμος είχε αλλού, άλλες σπουδαίες δουλειές και έτσι οι δυο μικρούληδες φίλοι μας, είχαν όλο το χρόνο και τον ουρανό δικό τους. Όπως έπαιζαν ανέμελα σαν όλα τα παιδιά στον κόσμο, τι κι αν δεν είχαν ανθρώπινη μορφή, αλλά ήταν συννεφάκι και αεράκι, ήταν το ίδιο μικρά κι αυτά .Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον γελώντας και χαϊδεύοντας ότι τους έκανε εντύπωση, είτε βρισκόταν στη γη είτε ψηλά στον ουρανό. Έκαναν το νερό από το ποταμάκι να ανατριχιάζει τρυφερά, χαμογέλασαν στα ζωάκια του δάσους που τα κοίταζαν από τη γη και τα χαιρετούσαν κι αυτά χαρούμενα .Έτσι παρασυρμένα από όλη αυτή τη χαρά της ελευθερίας, παρασέρνοντας ο ένας τον άλλον βρέθηκαν στην κορυφή ενός πανύψηλου βουνού .Σάστισαν, δεν μπορούσαν να δουν από που αρχίζει και πόσο ψηλό ήταν. Τεράστια παχιά σύννεφα γκρίζα και άσπρα έφτιαχναν ένα πολύ όμορφο στεφάνι ολόγυρα στη κορυφή του. Καθώς ο ήλιος έπεφτε επάνω τους τα έκανε να αστράφτουν, λες και επάνω τους είχαν πέσει πολύτιμα πετράδια. Θαμπώθηκαν αλλά και τρόμαξαν γιατί ήταν το μόνο πράγμα που δεν πίστευαν ότι θα συναντούσαν .Ο Συνεφούλης ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα ,τα χρειάστηκε, νόμιζε ότι θα τον μαλώσουν. Νόμισε ότι ταράχτηκε η αρμονία που επικρατούσε στο τοπίο .Έμεινε ζαρωμένος σε μια γωνιά χωρίς να βγάζει άχνα. Το φιλαράκι του το Αεράκι ήθελε να δείξει ότι τίποτε δεν τον φοβίζει. ΄Αρχισε να φυσά δυνατά για να παραμερίσει τα άλλα σύννεφα, για να δουν πόσο ψηλό ήταν το βουνό. Ο ήλιος βαστούσε την κοιλιά του από γέλια μα και τα υπόλοιπα σύννεφα δεν πήγαιναν πίσω. Είχαν κι αυτά τρελαθεί από το πολύ γέλιο.
-Χα χα χα χα μη μας γαργαλάς!
-Μα γιατί δεν φεύγετε ; κλαψούρισε απογοητευμένο το Αεράκι
-Μα τι κάνετε εδώ; αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Συνεφούλης
Σοβαρεύτηκαν τα σύννεφα :
-Αλήθεια δεν ξέρετε πού είσαστε;
-Όχι: Απάντησαν και οι δυο με μια φωνή.
-Είσαστε στον ΄Όλυμπο, στο Ιερό βουνό των Ελλήνων. Στο σπίτι των δώδεκα Θεών.
-Εδώ κατοικούν οι Θεοί ; μονολόγησε για μια φορά ακόμη φωναχτά ο Συνεφούλης.
-Ναι, του απάντησε ένα μεγάλο γκρίζο σύννεφο. Κι εμείς είμαστε εδώ για να σκεπάζουμε το βουνό να μην μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν τους Θεούς. Οι Θεοί βεβαίως μπορούν να κατεβαίνουν όποτε θέλουν στους ανθρώπους. Ο Όλυμπος θαύμαζε ο Συνεφούλης!
-Αλήθεια μήπως ξέρετε να μου πείτε γιατί έχει αυτό το όνομα;
Ένα ηλικιωμένο σύννεφο γύρισε και του απάντησε:
-Δεν θυμάμαι μικρέ, ούτε εγώ που είμαι τόσο παλιός από πότε και από πού βγήκε το όνομά του. Ξέρω όμως να σου πω ότι η λέξη σημαίνει ολόλαμπρης, λαμπρός τόπος .Είναι ένας τόπος θεϊκός, πνευματικός.
-Μόνο οι δώδεκα Θεοί κατοικούν εδώ; ξαναρώτησε ο Συνεφούλης.
-Όχι βέβαια. Στις χαράδρες του βουνού κατοικούν οι εννέα μούσες οι οποίες προστατεύουν τις Καλές Τέχνες.
- Μα καλά και κανένας άνθρωπος μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να δει το παλάτι του θεού Δία ; ρώτησε κοκκινίζοντας από ντροπή για τις τόσες πολλές ερωτήσεις του.
-Όχι: ήταν η απάντηση από το σοφό γέρο σύννεφο. Το παλάτι του Θεού το βλέπουν μόνο εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά. Ενώ ο Συνεφούλης έλυνε τις απορίες του ,το Αεράκι έπαιζε ανέμελα με τις μακριές όμορφες μπούκλες και τα παχιά μαύρα γένια ενός μεγαλόσωμου Θεού ο οποίος καθόταν σε έναν θρόνο στο κέντρο σχεδόν του βουνού .Άγριος στην όψη άλλα και μαζί απόλυτα ήρεμος με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλι να παρακολουθεί όλη τη συζήτηση. Έδειχνε για αρχηγός γιατί όποιος του μιλούσε, του μιλούσε με πολύ σεβασμό. Στο χέρι του κρατούσε ένα τρομερό κεραυνό και στο άλλο ένα ολόχρυσο ραβδί. Ένας περήφανος αετός έδειχνε να ησυχάζει στα πόδια του αλλά τα μάτια του κοιτούσαν τα πάντα .Παρ΄ όλη την αυστηρότητα που έκρυβε η μορφή του δεν ήταν εύκολο να παραμείνει σοβαρός μπροστά σε δυο τόσο αθώα πλάσματα σαν το Συνεφούλη και το Αεράκι .Ο Συνεφούλης θαυμάζοντας τα πάντα γύρω του, δεν πρόσεχε και πάρα πολύ και ξαφνικά βρέθηκε προσγειωμένος σε μια τεράστια αγκαλιά. Όπως προσπαθεί να δει που βρέθηκε είδε δυο καλοκάγαθα μεγάλα γαλανά μάτια να του χαμογελούν.
-Συγν...συγνώμη: Είμαι ο Συνεφούλης . <<Εσείς ποιος είστε ;>>
-Μα ο Δίας μικρέ μου Συνεφούλη. Ο πατέρας των Θεών και των ανθρώπων του απάντησε και τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι.
-Και όλοι εκείνοι εκεί κάτω ποιοι είναι;
-Η οικογένεια μου μικρέ μου, τα παιδιά μου τα αδέρφια μου η γυναίκα μου.
-Ο Απόλλωνας, η Αθηνά, ο Άρης, η Άρτεμη, η Αφροδίτη, η Δήμητρα ο Διόνυσος ,ο Ερμής, η Ήρα ο Ήφαιστος ο Ποσειδώνας. Σαν άκουσε ο Συνεφούλης τη λέξη παιδιά, τότε θυμήθηκε τη μανούλα του. Η κυρά Συνεφένια σίγουρα θα ανησυχούσε, που ο γιος της αργούσε να έρθει .Ο Συνεφούλης αγαπούσε πολύ τη μαμά του και δεν ήθελε με τίποτε να τη στεναχωράει. Γυρίζει και λέει με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορεί στο Δία .Η μαμά μου θα ανησυχεί, πρέπει να φύγουμε. Μπορούμε να ξαναέρθουμε ;
-Βεβαίως και μπορείτε: είπε ο θεός.
Ο Συνεφούλης και το Αεράκι χαιρέτησαν ευγενικά και έφυγαν. Σε όλο το δρόμο συζητούσαν για τους καινούργιους τους φίλους. Χαίρονται που από καλή τύχη και μόνο γνώρισαν τέτοιους σπουδαίους Θεούς. Λίγο πριν φτάσουν σπίτι είδαν από μακριά την κυρά Συνεφένια να κοιτά ανήσυχη ολόγυρά της. Ρωτούσε την Κυρά Ανεμοδούρα την μαμά του φίλου του γιου της αν τους είδε πουθενά και αν γύρισαν. Ησύχασε μόλις τους είδε να πλησιάζουν τους γλυκομάλωσε που την έκαναν να ανησυχήσει. Ο Συνεφούλης και το Αεράκι γλυκοφίλησαν την κυρά Συνεφένια και της ζήτησαν συγνώμη. Της υποσχέθηκαν ότι δεν θα το ξανακάνουν .Οι δυο φίλοι καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον δίνοντας ραντεβού για την επόμενη μέρα. Προσπάθησε να διηγηθεί στη κυρά Συνεφένια πως πέρασε τη μέρα του και όπως εκείνη τον κρατούσε αγκαλιά αποκοιμήθηκε, χαμογελώντας στην αγκαλιά της
Κλειδωμένο

Επιστροφή στο “Προεξέχοντα”