Συνέντευξη από το Θεό.
Δημοσιεύτηκε: Δευ 08 Ιαν 2018, 23:17
Ατένισα ξανά το λευκό χαρτί μπροστά μου και με έπιασε πολλαπλός πανικός (σ.σ: είναι το μόνο πολλαπλό που έχω να αντιπαραθέσω στο γυναικείο οργασμό). Η μέρα της ομιλίας πλησίαζε κι εγώ δεν είχα καν ξεκινήσει να καταγράφω τις ιδέες μου. Το θέμα που σκέφτηκα να παρουσιάσω ήταν «συνέντευξη από το Θεό». Το ακροατήριο ιδιαίτερα απαιτητικό και δύσπιστο. Για μια ακόμα φορά ανέβαλα το ραντεβού με την έμπνευση…
Την επόμενη μέρα στις 8 το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή με καλημέρισε με τυπικό ύφος και μου ανήγγειλε πως ο κύριός της θα επιθυμούσε να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη. Οφείλω να παραδεχτώ πως η επιλογή από μια γραμματέα της λέξης «κύριος» για να αναφερθεί στον εργοδότη της μου φάνηκε υπερβολική, παρά το γεγονός ότι η εποχή που ζούμε έχει χαρακτηριστεί ως εργασιακός μεσαίωνας Προσπερνώντας όμως την αρχική εντύπωση ρώτησα: «ποιος είναι ο κύριος που θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο». Παρά την εμφανή ειρωνεία που είχε ο τόνος μου, η γυναικεία φωνή μου απάντησε στον ίδιο τυπικό ύφος: «ο Θεός»…
Αυτό που με παραξένεψε ήταν πως, παρ’ όλο που το μυαλό μου κατελήφθη από ένα πλήθος ερωτημάτων που θα ήθελα – φυσικώ τω λόγω – να της θέσω, κατάφερα μόνο να ξεστομίσω: «γιατί σε μένα?». Η απάντηση που πήρα ήταν παραπάνω από αναμενόμενη: «Αγνωσται αι βουλαί του Κυρίου»…
Η φωνή από το τηλέφωνο μου όρισε τόπο και χρόνο. Πήγα στην προκαθορισμένη συνάντηση ενωρίτερα. Εκείνος ήλθε στην ώρα του. Ηταν ακριβώς όπως τον φανταζόμουν. Λευκά μαλλιά και κοντοκομμένα γένια, λευκό κοστούμι, ψηλός και ευθυτενής, γύρω στα 60. Πρόσωπο αρυτίδωτο, σοβαρό αλλά όχι βλοσυρό. Μάτια καστανά και ζωηρά. Το αυστηρό και γήινο παρουσιαστικό του δε ήταν ικανό να κρύψει την απόκοσμη αχλή και συνάμα τη ζεστασιά που ανέδιδε η μορφή του.
Στη σκέψη και μόνο της ιδιότητας του ανθρώπου που είχα απέναντί μου και των δυνάμεων που πηγάζουν από αυτή, ευχήθηκα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Συνειδητοποίησα όμως γρήγορα πως ούτε αυτό θα ήταν αρκετό…
Μετά από έναν αιώνα σιωπής, τον χαιρέτησα, ευχαριστώντας τον για το μοναδικό προνόμιο που μου παραχώρησε.
Χ: Επιθυμείτε να σας απευθύνομαι στον ενικό ή στον πληθυντικό?
Θ: Καταλαβαίνεις πόσο λίγη σημασία έχει αυτό. Αλλωστε, ένας δεν είμαι;
Και ο περιπτεράς της γειτονιάς μου ένας είναι, σκέφτηκα, αλλά αν δεν τον χαιρετήσω «πως είστε κύριε Γιώργο», παρεξηγείται…
Μάζεψα κουράγιο και συνέχισα. Μάλιστα, φαίνεται πως μάζεψα περισσότερο από αρκετό, γιατί ο τόνος της φωνής μου έγινε ξαφνικά υπερβολικά άνετος.
Χ: Όπως επιθυμείς. Γιατί είσαι εδώ?
Θ: Γιατί είμαι παντού.
Χ: Υπάρχεις?
Θ: Εφ’ όσον με αναζήτησες…
Χ: Δε σε αναζήτησα. Δεν είμαι σίγουρος ότι πιστεύω στην ύπαρξή σου.
Εμεινα κατάπληκτος από την ευκολία με την οποία ξεστόμισα αυτή τη φράση. Περίμενα από εκείνον μια ενοχλημένη αντίδραση, αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε ήρεμο:
Θ: Ολοι με αναζητούν, και περισσότερο όσοι δεν πιστεύουν στην ύπαρξή μου.
Χ: Γιατί πήρες αυτή τη μορφή? Εχει να κάνει με τις αρχετυπικές προβολές των πανάρχαιων μύθων που πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο δια μέσου των αιώνων?
Μόλις ολοκλήρωσα την ερώτηση, συνειδητοποίησα ότι κάνω επίδειξη γνώσεων στο Θεό…
Θ: Γιατί εσύ μου την έδωσες.
Πήγαινα γυρεύοντας… Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα απτόητος:
Χ: Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο?
Θ: Για να μου κάνεις αυτή την ερώτηση, υποθέτω πως έχεις απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα σχετικά με τη ζωή πριν από το θάνατο…
Σε αυτό το σημείο άρχισα να συνειδητοποιώ πως η συζήτηση θα οδηγούνταν σύντομα σε αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, ορμώμενος από την παρατήρησή του, έθεσα την επόμενη ερώτηση.
Χ: Ποιο είναι το νόημα της ζωής?
Θ: Σας έδωσα τη νοημοσύνη να το ανακαλύψετε μόνοι σας, την καρδιά να το κατανοήσετε και τη βούληση να το πραγματώσετε. Σας έδωσα ακόμη την ικανότητα να απολαμβάνετε την περιπέτεια της ανακάλυψης. Να υποθέσω πως προτίθεσαι να τα χρησιμοποιήσεις όλα αυτά…
Tι να του έλεγα… «Σαφώς και προτίθεμαι να τα χρησιμοποιήσω, αλλά μήπως υπάρχει κάποιο λυσάρι για να κερδίσουμε χρόνο…». Κατάπια τη γλώσσα μου για μια ακόμα φορά.
Σε αυτό το σημείο ένιωσα να στερεύω από ιδέες και στράφηκα στον κατάλογο των ερωτήσεων-κλισέ, που ένας πιστός θα έθετε προς το Θεό με ιερή αγανάκτηση– μετριασμένη εν τούτοις από τις ενοχές που συνοδεύουν την αμφισβήτηση της θεϊκής τάξης πραγμάτων- στον παπά της ενορίας του:
Χ: Γιατί επιτρέπεις να υπάρχει στον κόσμο τόση αδικία?
Θ: Αφήνω σε σας την επιλογή να επιτρέπετε ή να μην επιτρέπετε να υπάρχει στον κόσμο η αδικία. Ο κόσμος από μόνος του δε φτιάχτηκε για να είναι δίκαιος ή άδικος, γιατί στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε χώρος για μεροληψία. Και η μεροληψία είναι ανθρώπινη ιδιότητα.
Χ: Γιατί δε μας έφτιαξες δίκαιους?
Θ: Σας έφτιαξα ελεύθερους να επιλέγετε. Η δικαιοσύνη είναι μέσα στις επιλογές σας.
Χ: Μας έδωσες την ελευθερία να επιλέγουμε, χωρίς να μας δώσεις την ικανότητα της ευθύνης απέναντι την ελευθερία.
Χαμογέλασε.
Θ: Η ευθύνη είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. Άλλωστε, τι ελευθερία θα ήταν αυτή αν συνοδευόταν από οδηγίες χρήσης…
Οποιος είπε πως το χιούμορ είναι θεϊκή ιδιότητα, είχε απόλυτο δίκιο…
Χ: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι;
Θ: Το λάθος εκτίμησης. Δεν εκτιμάτε αρκετά τη ζωή, υπερεκτιμάτε τις δυνάμεις σας και υποεκτιμάτε τις δυνατότητές σας.
Σιώπησα. Συνειδητοποίησα την ανυπαρξία πρωτοτυπίας στις ερωτήσεις που του έθετα. Κατάλαβα πως δεν επρόκειτο να φύγω από τη συνάντηση αυτή σοφότερος. Γιατί όμως απέφευγε να μου απαντήσει. Τη στιγμή εκείνη μια σκέψη γάζωσε το μυαλό μου σα ριπή πυροβόλου όπλου: Μήπως στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μου απαντήσει? Μήπως αν μου έδινε τις απαντήσεις που γυρεύω θα τσακιζόμουν κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων, ανήμπορος να τις διαχειριστώ? Κι αν δεν είμαστε έτοιμοι εμείς οι άνθρωποι να υποδεχτούμε τις απαντήσεις στα προαιώνια ερωτήματα που καθορίζουν την ύπαρξή μας. Αραγε, η ίδια μας η ύπαρξη δεν καθορίζεται από το γεγονός ότι τα ερωτήματα αυτά παραμένουν έως τώρα αναπάντητα… Σάμπως επάνω σε αυτό το γεγονός δεν έχουμε χτίσει ανά τους αιώνες όλο το οικοδόμημά της…
Απορροφημένος από τις σκέψεις μου, γύρισα και τον κοίταξα κατάματα. Το πρόσωπό μου πρέπει να είχε τη δραματική έκφραση του ανθρώπου που δέχεται ένα αποκαλυπτικό σοκ και δεν το έχει ακόμα επεξεργαστεί και κατατάξει σαν ευχάριστο ή δυσάρεστο. Χαμογέλασε αινιγματικά: «Είσαι ήδη σοφότερος», μου είπε με εκείνη την ήρεμη βαθιά φωνή του.
Κατάλαβα πως το σχόλιό του υποδήλωνε το πέρας της συνομιλίας μας. Σηκώθηκα και τον ευχαρίστησα απλά. Απέφυγα να χρησιμοποιήσω δραματικές ή βαρύγδουπες εκφράσεις. Δεν προσπάθησα καν να κρύψω τη συγκίνησή μου κάτω από ένα έξυπνο σχόλιο. Περίμενα από εκείνον μία τελευταία φράση, ένα απόσταγμα θεϊκής σοφίας, ακόμα και μιαν απάντηση- έστω και την ύστατη στιγμή. Εκείνος όμως παρέμεινε σιωπηλός και αινιγματικός. Εγκατέλειψε τη σκηνή με ένα νεύμα του κεφαλιού και ένα χαμόγελο…
Βυθισμένος σε σκέψεις έμεινα καθισμένος εκεί για πολλή ώρα. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω, με πλησίασε ο σερβιτόρος και μου είπε ευγενικά: «Δε θα πληρώσετε?» Ημουν σίγουρος ότι ο υψηλός οικοδεσπότης μου είχε τακτοποιήσει το θέμα με θεϊκό τρόπο, αλλά έπεσα έξω και σε αυτό. «Είχα την εντύπωση πως πλήρωσε ο κύριος που ήταν στο τραπέζι μαζί μου», απάντησα προσπαθώντας να δικαιολογήσω την παράλειψή μου. «Συγνώμη, αλλά δεν είδα κάποιον άλλο κύριο στο τραπέζι σας όση ώρα είμαι εδώ, δηλαδή από το πρωί», απάντησε ενοχλημένος ο σερβιτόρος...
Η υποψία που με απασχολούσε από την αρχή έγινε βεβαιότητα: Βρισκόμουν μέσα σε ένα όνειρο. Χαμογέλασα ικανοποιημένος από αυτή τη διαπίστωση. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν ο Θεός υπήρχε και αποφάσιζε να με συναντήσει, ο μόνος τρόπος να το κάνει χωρίς να διασαλευτεί η ψυχική και πνευματική μου ισορροπία, θα ήταν στον ύπνο μου…
Ξανάφερα το όνειρο στο νου μου πολλές φορές από εκείνη την ημέρα. Κατάλαβα πως είμαστε μόνοι σε ένα απέραντο σύμπαν. Ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί είμαστε απόλυτα και μοναδικά υπεύθυνοι για την ύπαρξή μας μέσα σε αυτό. Ας μην περιμένουμε από καμιά Ανώτερη Δύναμη να πληρώσει το λογαριασμό για μας. Ούτε καν στα όνειρά μας…
Προταθέν εδώ
Αναρτηθέν εδώ
Την επόμενη μέρα στις 8 το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή με καλημέρισε με τυπικό ύφος και μου ανήγγειλε πως ο κύριός της θα επιθυμούσε να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη. Οφείλω να παραδεχτώ πως η επιλογή από μια γραμματέα της λέξης «κύριος» για να αναφερθεί στον εργοδότη της μου φάνηκε υπερβολική, παρά το γεγονός ότι η εποχή που ζούμε έχει χαρακτηριστεί ως εργασιακός μεσαίωνας Προσπερνώντας όμως την αρχική εντύπωση ρώτησα: «ποιος είναι ο κύριος που θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο». Παρά την εμφανή ειρωνεία που είχε ο τόνος μου, η γυναικεία φωνή μου απάντησε στον ίδιο τυπικό ύφος: «ο Θεός»…
Αυτό που με παραξένεψε ήταν πως, παρ’ όλο που το μυαλό μου κατελήφθη από ένα πλήθος ερωτημάτων που θα ήθελα – φυσικώ τω λόγω – να της θέσω, κατάφερα μόνο να ξεστομίσω: «γιατί σε μένα?». Η απάντηση που πήρα ήταν παραπάνω από αναμενόμενη: «Αγνωσται αι βουλαί του Κυρίου»…
Η φωνή από το τηλέφωνο μου όρισε τόπο και χρόνο. Πήγα στην προκαθορισμένη συνάντηση ενωρίτερα. Εκείνος ήλθε στην ώρα του. Ηταν ακριβώς όπως τον φανταζόμουν. Λευκά μαλλιά και κοντοκομμένα γένια, λευκό κοστούμι, ψηλός και ευθυτενής, γύρω στα 60. Πρόσωπο αρυτίδωτο, σοβαρό αλλά όχι βλοσυρό. Μάτια καστανά και ζωηρά. Το αυστηρό και γήινο παρουσιαστικό του δε ήταν ικανό να κρύψει την απόκοσμη αχλή και συνάμα τη ζεστασιά που ανέδιδε η μορφή του.
Στη σκέψη και μόνο της ιδιότητας του ανθρώπου που είχα απέναντί μου και των δυνάμεων που πηγάζουν από αυτή, ευχήθηκα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Συνειδητοποίησα όμως γρήγορα πως ούτε αυτό θα ήταν αρκετό…
Μετά από έναν αιώνα σιωπής, τον χαιρέτησα, ευχαριστώντας τον για το μοναδικό προνόμιο που μου παραχώρησε.
Χ: Επιθυμείτε να σας απευθύνομαι στον ενικό ή στον πληθυντικό?
Θ: Καταλαβαίνεις πόσο λίγη σημασία έχει αυτό. Αλλωστε, ένας δεν είμαι;
Και ο περιπτεράς της γειτονιάς μου ένας είναι, σκέφτηκα, αλλά αν δεν τον χαιρετήσω «πως είστε κύριε Γιώργο», παρεξηγείται…
Μάζεψα κουράγιο και συνέχισα. Μάλιστα, φαίνεται πως μάζεψα περισσότερο από αρκετό, γιατί ο τόνος της φωνής μου έγινε ξαφνικά υπερβολικά άνετος.
Χ: Όπως επιθυμείς. Γιατί είσαι εδώ?
Θ: Γιατί είμαι παντού.
Χ: Υπάρχεις?
Θ: Εφ’ όσον με αναζήτησες…
Χ: Δε σε αναζήτησα. Δεν είμαι σίγουρος ότι πιστεύω στην ύπαρξή σου.
Εμεινα κατάπληκτος από την ευκολία με την οποία ξεστόμισα αυτή τη φράση. Περίμενα από εκείνον μια ενοχλημένη αντίδραση, αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε ήρεμο:
Θ: Ολοι με αναζητούν, και περισσότερο όσοι δεν πιστεύουν στην ύπαρξή μου.
Χ: Γιατί πήρες αυτή τη μορφή? Εχει να κάνει με τις αρχετυπικές προβολές των πανάρχαιων μύθων που πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο δια μέσου των αιώνων?
Μόλις ολοκλήρωσα την ερώτηση, συνειδητοποίησα ότι κάνω επίδειξη γνώσεων στο Θεό…
Θ: Γιατί εσύ μου την έδωσες.
Πήγαινα γυρεύοντας… Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα απτόητος:
Χ: Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο?
Θ: Για να μου κάνεις αυτή την ερώτηση, υποθέτω πως έχεις απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα σχετικά με τη ζωή πριν από το θάνατο…
Σε αυτό το σημείο άρχισα να συνειδητοποιώ πως η συζήτηση θα οδηγούνταν σύντομα σε αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, ορμώμενος από την παρατήρησή του, έθεσα την επόμενη ερώτηση.
Χ: Ποιο είναι το νόημα της ζωής?
Θ: Σας έδωσα τη νοημοσύνη να το ανακαλύψετε μόνοι σας, την καρδιά να το κατανοήσετε και τη βούληση να το πραγματώσετε. Σας έδωσα ακόμη την ικανότητα να απολαμβάνετε την περιπέτεια της ανακάλυψης. Να υποθέσω πως προτίθεσαι να τα χρησιμοποιήσεις όλα αυτά…
Tι να του έλεγα… «Σαφώς και προτίθεμαι να τα χρησιμοποιήσω, αλλά μήπως υπάρχει κάποιο λυσάρι για να κερδίσουμε χρόνο…». Κατάπια τη γλώσσα μου για μια ακόμα φορά.
Σε αυτό το σημείο ένιωσα να στερεύω από ιδέες και στράφηκα στον κατάλογο των ερωτήσεων-κλισέ, που ένας πιστός θα έθετε προς το Θεό με ιερή αγανάκτηση– μετριασμένη εν τούτοις από τις ενοχές που συνοδεύουν την αμφισβήτηση της θεϊκής τάξης πραγμάτων- στον παπά της ενορίας του:
Χ: Γιατί επιτρέπεις να υπάρχει στον κόσμο τόση αδικία?
Θ: Αφήνω σε σας την επιλογή να επιτρέπετε ή να μην επιτρέπετε να υπάρχει στον κόσμο η αδικία. Ο κόσμος από μόνος του δε φτιάχτηκε για να είναι δίκαιος ή άδικος, γιατί στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε χώρος για μεροληψία. Και η μεροληψία είναι ανθρώπινη ιδιότητα.
Χ: Γιατί δε μας έφτιαξες δίκαιους?
Θ: Σας έφτιαξα ελεύθερους να επιλέγετε. Η δικαιοσύνη είναι μέσα στις επιλογές σας.
Χ: Μας έδωσες την ελευθερία να επιλέγουμε, χωρίς να μας δώσεις την ικανότητα της ευθύνης απέναντι την ελευθερία.
Χαμογέλασε.
Θ: Η ευθύνη είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. Άλλωστε, τι ελευθερία θα ήταν αυτή αν συνοδευόταν από οδηγίες χρήσης…
Οποιος είπε πως το χιούμορ είναι θεϊκή ιδιότητα, είχε απόλυτο δίκιο…
Χ: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι;
Θ: Το λάθος εκτίμησης. Δεν εκτιμάτε αρκετά τη ζωή, υπερεκτιμάτε τις δυνάμεις σας και υποεκτιμάτε τις δυνατότητές σας.
Σιώπησα. Συνειδητοποίησα την ανυπαρξία πρωτοτυπίας στις ερωτήσεις που του έθετα. Κατάλαβα πως δεν επρόκειτο να φύγω από τη συνάντηση αυτή σοφότερος. Γιατί όμως απέφευγε να μου απαντήσει. Τη στιγμή εκείνη μια σκέψη γάζωσε το μυαλό μου σα ριπή πυροβόλου όπλου: Μήπως στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μου απαντήσει? Μήπως αν μου έδινε τις απαντήσεις που γυρεύω θα τσακιζόμουν κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων, ανήμπορος να τις διαχειριστώ? Κι αν δεν είμαστε έτοιμοι εμείς οι άνθρωποι να υποδεχτούμε τις απαντήσεις στα προαιώνια ερωτήματα που καθορίζουν την ύπαρξή μας. Αραγε, η ίδια μας η ύπαρξη δεν καθορίζεται από το γεγονός ότι τα ερωτήματα αυτά παραμένουν έως τώρα αναπάντητα… Σάμπως επάνω σε αυτό το γεγονός δεν έχουμε χτίσει ανά τους αιώνες όλο το οικοδόμημά της…
Απορροφημένος από τις σκέψεις μου, γύρισα και τον κοίταξα κατάματα. Το πρόσωπό μου πρέπει να είχε τη δραματική έκφραση του ανθρώπου που δέχεται ένα αποκαλυπτικό σοκ και δεν το έχει ακόμα επεξεργαστεί και κατατάξει σαν ευχάριστο ή δυσάρεστο. Χαμογέλασε αινιγματικά: «Είσαι ήδη σοφότερος», μου είπε με εκείνη την ήρεμη βαθιά φωνή του.
Κατάλαβα πως το σχόλιό του υποδήλωνε το πέρας της συνομιλίας μας. Σηκώθηκα και τον ευχαρίστησα απλά. Απέφυγα να χρησιμοποιήσω δραματικές ή βαρύγδουπες εκφράσεις. Δεν προσπάθησα καν να κρύψω τη συγκίνησή μου κάτω από ένα έξυπνο σχόλιο. Περίμενα από εκείνον μία τελευταία φράση, ένα απόσταγμα θεϊκής σοφίας, ακόμα και μιαν απάντηση- έστω και την ύστατη στιγμή. Εκείνος όμως παρέμεινε σιωπηλός και αινιγματικός. Εγκατέλειψε τη σκηνή με ένα νεύμα του κεφαλιού και ένα χαμόγελο…
Βυθισμένος σε σκέψεις έμεινα καθισμένος εκεί για πολλή ώρα. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω, με πλησίασε ο σερβιτόρος και μου είπε ευγενικά: «Δε θα πληρώσετε?» Ημουν σίγουρος ότι ο υψηλός οικοδεσπότης μου είχε τακτοποιήσει το θέμα με θεϊκό τρόπο, αλλά έπεσα έξω και σε αυτό. «Είχα την εντύπωση πως πλήρωσε ο κύριος που ήταν στο τραπέζι μαζί μου», απάντησα προσπαθώντας να δικαιολογήσω την παράλειψή μου. «Συγνώμη, αλλά δεν είδα κάποιον άλλο κύριο στο τραπέζι σας όση ώρα είμαι εδώ, δηλαδή από το πρωί», απάντησε ενοχλημένος ο σερβιτόρος...
Η υποψία που με απασχολούσε από την αρχή έγινε βεβαιότητα: Βρισκόμουν μέσα σε ένα όνειρο. Χαμογέλασα ικανοποιημένος από αυτή τη διαπίστωση. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν ο Θεός υπήρχε και αποφάσιζε να με συναντήσει, ο μόνος τρόπος να το κάνει χωρίς να διασαλευτεί η ψυχική και πνευματική μου ισορροπία, θα ήταν στον ύπνο μου…
Ξανάφερα το όνειρο στο νου μου πολλές φορές από εκείνη την ημέρα. Κατάλαβα πως είμαστε μόνοι σε ένα απέραντο σύμπαν. Ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί είμαστε απόλυτα και μοναδικά υπεύθυνοι για την ύπαρξή μας μέσα σε αυτό. Ας μην περιμένουμε από καμιά Ανώτερη Δύναμη να πληρώσει το λογαριασμό για μας. Ούτε καν στα όνειρά μας…
Προταθέν εδώ
Αναρτηθέν εδώ