Σελίδα 1 από 9

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 10 Φεβ 2010, 08:18
από PELTASTIS VARNAVAS
υπο την αιγιδα και εν αγνοια των τοπικων συντονιστων :respect: ελεναλεξανδρο και τη βαρναβικη εμπνευση :dance:
ιδρυεται το μπεστ οφ οπου καθεις δυναται να βαζει κομματια απο λογοτεχνια ποιηση πεζογραφια κτλ που του αρεσκουν [θα μπορουσε να μπει και στα επιμερους προσωπικα στιγματα αλλά ας κανουμε εδω το κοκτεηλ]...για την αποφυγη σεντονιων υπαρχει η λυση της τμηματικης επιλεκτικης αναρτησης καθως και η συνοδεια αυτων με αμπστρακτ, μπορουμε να κανουμε και συνοδευτικα σχετικα σχολια για την επιλογη μας και πολυεπιπεδους συνδυασμους μεταξυ συγγραφεων ποιητων οπου μας προκαλουν συνειρμους βιωματικους ή αλλους
πχ νεκυια ραψωδια ομηρου και κατεβασμα στον κατω κοσμο απο λογια της πλωρης, γιουσουρι καρκαβιτσα με τερατα των θαλασσων του βερν, αναφορα σε εβριδες νησους απο καβαδια και στον φαρο της γουλφ-εβριδες του μεντελσον κτλ [αναμενεται αφιερωμα σε σκωτσεζικα νησακια στο φολντερ γεωγραφιας απο μπαρνυ]...
για να δουμε...
:rose:

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 10 Φεβ 2010, 09:06
από ArELa
Εξαιρετική ιδέα! :urock:

Θα επανακάμψω με δικά μου μπεστάκια.
Κάτι μου λέει πως πολλοί θα αγαπήσουμε αυτή τη γωνιά :D

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 10 Φεβ 2010, 09:41
από PELTASTIS VARNAVAS
:lovey0: Ω Βίκυ μακαρι φιλτατη

εγω ως μοιρολογιστρα του χωρου θα ξεκινησω με λατρεμενη ζωη εν ταφω, Μυριβηλης, το κεφαλαιο ΤΥΦΛΟΙ...απο παιδι γυμνασιου αθθυμουμαι με ειχε συγκλονισει για τες φρικες του πολεμου...το ειχα συνδυασει τοτε με τον ηροδοτο που ελεγε οτι ο πολεμος ειναι ο,τι χειροτερο καθοτι αναστρεφεται η ροη της φυσης και οι γονεις θαβουν τα παιδια αντι να συμβαινει το αντιθετο...παμε λοιπον...

-----------------------------------------------------------------------------
Ακόμα μια εικόνα που μούμεινε χτυπημένη στο νου σαν τα νούμερα που πατάνε στα καπούλια των αλόγων του στρατού με πυρωμένο σίδερο:
Μια τετράγωνη άσπρη σκηνή δίπλα σ’ ένα ποτάμι με καταπράσινες οχτιές. Ένα ειδυλλιακό ποταμάκι για καρτποστάλ. Ήταν ένα ιταλικό νοσοκομείο. Στην ακροποταμιά καθόντανε μια μεγάλη αράδα, τα μέτρησα, τριανταδυό παλικάρια. Καθόντανε πάνου στο μαλακό χορτάρι κάτω από τις λεύκες που φλυαρούσανε συναμεταξύ τους δροσερά με τις φυλλωσιές και με τα πουλιά τους. Είχαν τα πόδια απλωμένα προς το νερό που περνούσε γλήγορο και χαρούμενο. Φορούσαν όλοι τους γαλάζιες νοσοκομειακές στολές κι ολωνώνε τα μάτια ήτανε σφιχτοδεμένα μ’ έναν μαύρον επίδεσμο.
Ακούγανε σωπαίνοντας το νερό που τραγουδούσε κάτω από τα πέδιλά τους, τα δέντρα και τα πουλιά να μιλάνε ψηλά πάν’ από τα κεφάλια τους. Τα χέρια χαϊδεύανε τη χλόη, για ψάχνανε με μικρές λυπητερές κινήσεις να γιομίσουνε μια πίπα. Ένας τους έσυρε σπίρτο και το κρατούσε αφαιρεμένος, ώσπου κάηκε ως κάτου και τούκαψε τα δάχτυλα. Τα πέταξε ξαφνιασμένος στο νερό και σάλιωσε τα δάχτυλά του βιαστικά. Κάποτε τα χείλια τους κουνιόντανε δίχως να φτάνουν ίσαμ’ εμάς τα λόγια τους. Μερικοί γελούσανε γλυκά. Ήταν όλοι τους όμορφα μελαχρινά παιδιά της Ιταλίας, με ολόμαυρα μαλλιά και στόματα παιδιάστικα. Κ’ ήταν όλα τυφλά από τα δακρυογόνα. Όλα κείνα τα μαύρα μάτια ήταν πεθαμένα, ίσως για πάντα, κάτω από τους θλιβερούς επιδέσμους. Τότες κατάλαβα γιατί δεν μιλούσαν ή μιλούσανε σιγαλινά σαν μέσα στο Ιερό. Ακούγανε νοσταλγικά με όλο τους το κορμί τα μυστικά κρυφόλογα της γλυκιάς ζωής, που τους δηγότανε για το φως, για τα νερά, για τις γυναίκες που είναι σαν καρποί και σαν ρόδα, για τον ήλιο και για τα λουλούδια που δε θα τα ξαναβλέπανε ποτές πια. Με τα τυφλά τους μάτια κοίταζαν με φρίκη μια παγωμένη αλήθεια, που εμείς δεν μπορούσαμε να τη δούμε, γιατ’ είχαμε ακόμα γερά τα δικά μας.
Θε μου… Άνοιξα μεγάλα τα μάτια, να κοιτάξω δυνατά και περιληπτικά όλη τη Φύση την κρουστή, να πιω μονορούφι όλο της το νόημα, σαν άνθρωπος που πρόκειται να στραβωθεί σε λίγο για πάντα.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 11 Φεβ 2010, 22:59
από Dhmellhn
Συνεχίζω με τον ελεγειακό Καλλίνο από την αρχαία ποίηση σε νεοελληνική απόδοση. Το ποίημα ανήκει στο είδος της προτρεπτικής ελεγείας και ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ την εποχή της αρχαϊκής πόλης. Εκφράζει το ιδεώδες της οπλιτικής φάλλαγος.

Στα όπλα στα όπλα

Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;
Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη;
Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί.
Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα;
Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,
άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας.

Χτύπα τον εχθρό, ως την τελευταία σου πνοή,
Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό,
να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θα'ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα`
αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα
με θάρρος στην καρδιά,
από τις ασπίδες καλυμμένοι
ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 03:13
από sacred_circle
Τα πάθη της βροχής Κική Δημουλά
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 03:19
από sacred_circle
Άρνηση Σεφέρης Γιώργος

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 03:22
από sacred_circle
Ο πληθυντικός αριθμός Κική Δημουλά

Ο έρωτας
Όνομα ουσιαστικόν,
Πολύ ουσιαστικόν.
Ενικού αριθμού.
Γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
Γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος
Όνομα ουσιαστικόν.
Στην αρχή ενικός αριθμός
Και μετά πληθυντικός
Οι φόβοι
Οι φόβοι
Για όλα από δω και πέρα

Η μνήμη
Κύριο όνομα των θλιψεων
Ενικού αριθμού
Μόνον ενικού αριθμού
Και άκλιτη
Η μνήμη,η μνήμη , η μνήμη

Η νύχτα
Όνομα ουσιαστικόν
Γένους θηλυκού
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
Οι νύχτες
Οι νύχτες από δω και πέρα....

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 03:26
από sacred_circle
Ιθάκη Οδυσσέας Ελύτης

Σα βγείς στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρείς,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σοu αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.


Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θά 'βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχική την βρείς, η Ιθάκη δεν σε γέλασε
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 08:06
από PELTASTIS VARNAVAS
από τα ελεγειακά μονοπάτια των φίλων, τες καβαφικες ιθακες και τες ψυχοσυναισθηματικες λαβυρινθωδεις αναζητησεις της Κικης και την αρνηση...κατηφοριζω στην πρωτη δημοτικου μου σε κεντρικη συνοικια των αθηνων ερλη εητης...στο σχολασμα...γονεις παιδια χαμογελα ωσπου ...το συρσιμο αλυσιδων με ντεφια...ο αρκουδιαρης...και το θεωρατο αγριο κοσμημα των βουνων καστανομαυρη θεα κτηνωδους ομορφιας η αρκουδα...το βλεμα της σφραγιστηκε στις παιδικες ψυχες αδουλωτο ορεσιβιο παραπονεμενο....ευτυχως ο βασανιστης δεσμοφυλακας δεν ξαναεμφανιστηκε...η παιδικη φαντασια ελευθερωσε την αρκτο και την τοποθετησε [ως λατρεμενο ζωο στο υποσυνειδητο] στο φυσικο της χωρο στα γκρεμνα παρεα με τους αετους και για ουρανοσκεπασμα τις μακρινες της αστερο ξαδερφες μικρη και μεγαλη ursa και με τον πολικο αστερα για αιωνιο μπουσουλα των αθρωπω
δυσκολο τοτε να καταλαβω το ποιημα που μου δοθηκε λιγες ωρες μετα...πολλαπλοι οι συμβολισμοι και μας το αφιερωνω..μερες που περναμε.. :wink: η ελευσίνια ιερα οδος...προσδιδει και το απαιτητο υπερβατικο βιωμα οταν ο ορθος λογος [και παλι] μας προδιδει... :rose:
--------------------------
Ἄγγελος Σικελιανός
Ἱερὰ Ὁδός
(1935)

Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.

Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.

Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.

Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.

Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.

Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.

Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!

Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.

K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.

Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.

Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.

Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.

Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»

Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:

«Θὰ ῾ρτει.»

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 08:06
από PELTASTIS VARNAVAS
:rose:

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 08:57
από sacred_circle
Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Μ΄ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ΄ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ΄ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ΄ τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
-Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα΄ να μ΄ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 08:58
από sacred_circle
Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 10:39
από alexandros
Άγγελος Σικελιανός

Επίγραμμα - Αντίσταση

Δεν είναι τούτο πάλαιμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.

Κι απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια, -
κ' είν' οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 13:30
από Dhmellhn
Διονύσιος Σολωμός

Ορισμένα από τα επιγράμματα του Σολωμού:

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.


ΕΙΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΑ ΦΡΑΙΖΕΡ

Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια
και στους κρυφούς του λογισμούς, χαρά γιομάτους είπε:
"Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου,
κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν' ο ήλιος,
δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσο πλούτος.
Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!


Ο ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Τρεις κόσμοι σφόδρα πολεμούν, κι οι τρεις αντρειωμένοι`
ο τέταρτος, να, φαίνεται στα μάτια, και δεν είναι.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 13:48
από Dhmellhn
Ανδρέας Κάλβος

Εις Δόξαν

α'
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
κα τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν.

β'
Δίδει αυτή τα πτερά`
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής τον δρόμον,
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.

γ'
Μικράν ψυχήν κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ' όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
και δειλιάζει.


Εις τον Ιερόν Λόχον

α'
Ας μη βρέξηι ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσηι
το χώμα το μακάριον
'που σας σκεπάζει.

β'
Ας το δροσίσηι πάντοτε
με τ'αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη`
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ'άνθη.

ιγ'
Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρει τα τέκνα της
πάσα μητέρα.

Εις Σάμον

α'
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι`
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.

Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 13:56
από PELTASTIS VARNAVAS
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ
Σε κλαίει λαός . Πάντα χλωρό να σείεται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι , ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου .Του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τα' ακούς λογάκια και φιλιά .
Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη κι απόμακρη . Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά .
Ιερή στιγμή . Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Φεβ 2010, 14:03
από KELAINO
Όπως σε πολλά άλλα πράγματα, έτσι και στην ποίηση, η πρώτη αγάπη κατέχει μια ιδιαίτερη θέση...


Ζαχαρίας Παππαντωνίου, Ο Καημένος


Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε
τίποτ' άλλο δε ζητούσε
ο καημένος

Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος

Και την τύχη ευχαριστούσε
που δεν ήταν φορτωμένος
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος

Τους εχθρούς του συγχωρούσε
κι ήτανε συγχωρεμένος
και τον κόσμο αγαπούσε
ο καημένος

Το Θεό παρακαλούσε
για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος


(στο επόμενο τεύχος: Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου)

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 18 Φεβ 2010, 12:57
από PELTASTIS VARNAVAS
οντως ο ανωτερω γαηδαρακος παντα φιλικος απο τα παιδικα χρονια μας :)
αναμενω κυρ Μεντιο---- τακ!!!
Κελαινω ειναι και παραδρομος της πατησιων--->κελαινους δηλαδη [ασχετον]
---------------------------------------------
καπου εκει στο γυμνασιο ιδρυθηκε η δανειστικη βιλβιοθηκη μας στο σχολειο...Α βραβειο εταιρειας ελληνων λογοτεχνων...αλκυονη :respect: παπαδακη το χρωμα του φεγγαριου..αυτο ηταν κολησα, τη λατρεψα..και κραταει χρονια αυτη η κολονια...συνδυασμος ορθολογικης ροης του εργου με ποιητικες σουρεαλιστικες παρενθεσεις και συμμετοχη της φυσης -ανθρωπομορφισμους κτλ...καλη ορεξη!!
-------------------------------------------------
-- Τι χρώμα έχει η λύπη ; ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα ,τι χρώμα έχει η λύπη;

-- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της.΄Ένα βαθύ άγριο μπλέ

-- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;

-- Tα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.

-- Τι χρώμα έχει η χαρά;

-- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.

-- Και η μοναξιά;

-- H μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.

-- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα ! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.

-- Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε στο φράκτη. ΄Εμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.

-- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω. Τι χρώμα έχει η αγάπη;

-- Tο χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού απάντησε το δέντρο

-- Τι χρώμα έχει ο έρωτας ;

-- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού όταν είναι πανσέληνος.



-- ΄Ετσι έ; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού είπε τα' αστέρι ...;

Κοίταξε μακριά στο κενό και δάκρυσε .....
--------
ήτανε κεινο το δεντρο στα συνορα του καπνοχωραφου, η κερασια. Ητανε κι ενα αστερι που τρεμοσβηνε στο ματοτσινορο τ ουρανου...


Από το ομώνυμο βιβλίο «Το χρώμα του φεγγαριού» της Α.Παπαδάκη εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ


καλες ιδεοπεριπλανησεις!!!!!!!!!!!! :wink:

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 18 Φεβ 2010, 13:02
από PELTASTIS VARNAVAS
και επειδη μου αρεσουν οι διακλαδικοι συνδυασμοι....

Μουσική Music by: Λουδοβίκος των Ανωγείων ( Loudobikos ton Anogion )
Στίχοι Lyrics by: Λουδοβίκος των Ανωγείων ( Loudobikos ton Anogion )
Ερμηνεία Performed by: Λουδοβίκος των Ανωγείων ( Loudobikos ton Anogion )

Ποιο το χρώμα της αγάπης ( What's love's colour )

Ποιο το χρώμα της αγάπης (What's love's colour)
ποιος θα μου το βρεί. (who will find it for me)

Ποιο το χρώμα της αγάπης (What's love's colour)
ποιος θα μου το βρεί. (who will find it for me)

Να 'ναι κόκκινο σαν ήλιος (Βe red like sun)
θα καίει σαν φωτιά. (it will burn like fire.)
Κίτρινο σαν το φεγγάρι (Yellow like the moon)
θα 'χει μοναξιά. (it will have loneliness.)

Να 'χει τ' ουρανού το χρώμα (Ηave sky's colour)
θα 'ναι μακριά. (it will be far.)
Να 'ναι μαύρο σαν τη νύχτα (Βe black like night)
θα ' πονηρή. (it will be sly.)

Ποιο το χρώμα της αγάπης (What's love's colour)
ποιος θα μου το βρει. (who will find it for me.)

Να 'ναι άσπρο συννεφάκι (Be white cloud)
φεύγει και περνά. (leaves and passes by.)
Να 'ναι άσπρο γιασεμάκι (Be white jasmine)
στον ανθό χαλά. (on the bloom spoils.)
Να 'ναι άσπρο γιασεμάκι (Be white jasmine)
στον ανθό χαλά. (on the bloom spoils.)

Να 'ναι το ουράνιο τόξο (Be the rainbow)
που δεν πιάνεται (which it can't be caught)
όλο φαίνεται πως φτάνω (allways seems like I am near)
κι όλο χάνεται (and it's allways getting lost)
όλο φαίνεται πως φτάνω (allways seems like I am near)
κι όλο χάνεται. (and it's allways getting lost.)

Ποιο το χρώμα της αγάπης (What's love's colour)
ποιος θα μου το βρεί. (who will find it for me.)

Ποιο το χρώμα της αγάπης (What's love's colour)
ποιος θα μου το βρεί. (who will find it for me)

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 18 Φεβ 2010, 13:17
από sacred_circle
Κλιμα της απουσιας Ελύτης

Ολα τα συννεφα στη γη εξομολογηθηκαν
Τη θεση τους ενας καημος δικος μου επηρε
Κι οταν μεσ'στα μαλλια μου μελαγχολησε
Το αμετανοητο χερι
Δεθηκα σ'ενα κομπο λυπης.

Η ωρα ξεχαστηκε βραδιαζοντας
Διχως θυμηση
Με το δεντρο της αμιλητο
Προς τη θαλασσα
Ξεχαστηκε βραδιαζοντας
Διχως φτερουγισμα
Με την οψη της ακινητη
Προς τη θαλασσα
Βραδιαζοντας
Διχως ερωτα
Με το στομα της ανενδοτο
Προς τη θαλασσα

Κι εγω - μεσ'στη Γαληνη που σαγηνεψα.

Απογευμα
Κι η αυτοκρατορικη του απομονωση
Κι η στοργη των ανεμων του
Κι η ριψοκινδυνη αιγλη του
Τιποτε να μην ερχεται Τιποτε
Να μη φευγει
Ολα τα μετωπα γυμνα
Και για συναισθημα ενα κρυσταλλο.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 18 Φεβ 2010, 18:22
από PELTASTIS VARNAVAS
το επομενο που ψηνεται απο εμενα σχετικα ειναι ισως το αγαπημενον μου, παλι προερχεται απο το βιβλιο του πολεμου-η ζωη εν ταφω του Στρατη Μυριβηλη [εγω το ονομαζω ευαγγελιο ζωης...], θα το εβαζα στο στιγμα μου αλλα ας το βαλουμε εδω να ειναι θεατο απο καθε δικτυακο ταξιδευτη...καθοτι δεν το βρηκα καπου στο νετ και καθομαι και δακτυλογραφω...μαλλον αυριο θα ειναι ετοιμο...υπομονη :wink: Καρυπη φιλε υπομονη Τοτη :thumb: ...αφου βαλαμε τους τυφλους...ας βαλουμε τωρα το συγκλονιστικον....και συγκινητικοτατο....
:rose:

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 19 Φεβ 2010, 10:54
από PELTASTIS VARNAVAS
Ο Μπαρμπαστυλιανός ο αβτζής

Σήμερα από το πρωί, συλλογιέμαι τον Μπαρμπαστυλιανό τον «αβτζή». Δεν τόνε γνώρισες εσύ αυτόν τον τύπο. Κυνηγός απ’ ένα χωριό του Λεπέτυμνου, από τα πιο απόκρημνα. Βρακάς αψηλός και χοντροκόκκαλος, ξερακιανός σαν το ξερίχι. Είχε πετσένιο σελάχι όλο μπρουτζένια θηλυκωτήρια στη μέση του, με μια κάμα στολιδομάνικη και με πολλές ξυλένιες πίπες για το τσιγάρο, δουλεμένες μερακλίδικα με ψιλό λεπίδι. Κερασιά, τριανταφυλλόξυλο, κουκουναριά και γιασεμί. Όλες με τάξη αραδιασμένες στο σελάχι, κ’ η καπνοσακούλα του και τα τσακμάκια στο πετσένιο πουγγί. Ο ήλιος του βουνού τουχε ψημένο το πετσί, το γάνωσε με κοκκινωπό χάλκωμα. Στο κορμί δεν του χε αφήσει ένα σπυρί γλύνα. Όλο του το σκαρί, που τοχε χειμώνα καλοκαίρι μισόγυμνο με το κουρελιάρικο βρακί και το ξεστηθωμένο πουκάμισο ηταν ένα σύμπλεγμα από νευρα ποντίκια και χοντρές φλέβες που κουλουριάζουνταν, σάλευαν και ζούσανε κατ από αυτό το τσουρουφλισμένο πετσί σαν ρωμαλέα φίδια. Γυναίκα, μωρά, τίποτα. Γεροντοπαλίκαρο. Το κυνήγι ήταν όλο του το πάθος κι η μοναδική του η τέχνη. Λοιπόν αυτός ο βουνίσιος άνθρωπος που το τομάρι του ήταν κακοπέτσουρο και ροζάρικο σαν το κορμί της ελιάς φύλαγε μέσα στην καρδιά του μια τρυφερή λυπησιά για τη ζωή των πουλιών και τω ζωντανών σαν τα βρισκε να πίνουν. Ειχε τέσσερα σκυλιά. Πως ταγαπουσε, μηδέ παιδιά του νατανε. Τα νιαζόταν και τα λατρευε πιο πολύ κι από τον εαυτόν του. Λοιπόν μια μέρα ντουφέκισε το ένα, τη Φλοξ, στο δεξί μπροστινό πόδι, γιατί χύθηκε πάνω σε ένα κοπάδι πέρδικες που δροσολογιόντανε σε μια γούβα νερό! Όλη την ώρα που τα πουλιά ποτίζονταν βαστούσε το δίκανο με τη μπούκα στο χορτάρι. Ήτανε ψυχές που πίναν ανυποψίαστες κάτω από τον ουρανό το νεράκι του Θεού. Αυτό το πράμα γιόμιζε τη βουνίσια του ψυχή ευλάβεια και σεβασμό. Ακόμα ειχε την ιδεα πως τα πουλιά είναι τα πιο ευλογημενα αναμεσα σε όλα τα ζωντανά. Γιατί σε κάθε γουλιά που καταπίνουν σηκώνουν το κεφαλάκι τους προς τον ουρανό να πουν «ευχαριστώ».Που τον θυμηθηκα θα πεις τον Μπαρμπαστυλιανό έτσι ξαφνικά. Δεν είναι στην τύχη και θα δεις.
Σαν βγεις από το αμπρι μου και τραβήξεις όλο δεξιά το χαράκωμα Β1, περνώντας όλα τα παρακλάδια του με τις αριθμημένες πινακίδες ίσαμε την άκρη του Β14, βρίσκεσαι σε μια σχισμή του βουνού στο ξεσκεπο πια. Εκεί δεν εχει χαράκωμα μια επειδη το εδαφος είναι όλο μια σκληρή μαρμαρόπετρα και μια γιατί ο λόφος που πέρασες για να φτάσεις εκεί σε αποσκεπάζει από το παρατηρητήριο.
Έπειτα η σκισμή είναι τόσο απότομη, που το μέρος λογαριάζεται απ τους αξιωματικούς για απυρόβλητος τομέας, για νεκρή γωνία και δεν ξέρω τι άλλο. Αυτό θα πει πως και να ρίξει ο οχτρός οβίδες για κει, δεν γίνεται να κάμουνε μια κάθετη προς την τροχιά τους κόβοντας την καμπυλωτή διαδρομή για να πέσουνε στη σκισμή. Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για μας αφού εκειδά στη σκισμή βγαίνει ανάμεσα από τις μαρμαρόπετρες ένα μασούρι νεράκι σαν το διαμάντι. Απ΄αυτή τη φλέβα ποτίζουνται τρεις δικοί μας λόχοι κι ένας φραντσέζικος.
Έτσι καταντά μεγάλη καλοτυχία να εξασφαλίσεις κάθε μέρα ένα παγούρι γιομάτο. Μερικοί το κάμανε δουλειά. Οι επιχειρηματίες δε λείπουν από πουθενά. Πλερώνουνται και παίζουν τη ζωή τους μέρα μεσημέρι για να γιομίσουν τα ξένα παγούρια. Και χρειάζεται αλήθεια, μεγάλη αποκοτιά να περάσεις μέσα στο ξέφωτο και τα 14 παρασόκακα του χαρακώματος μας. Σε κάμποσες μεριές είναι ολότελα ρηχά και φαίνεσαι απ αντίκρυ ακόμα και να σέρνεσαι σαν τη σαύρα. Εξάλλου οι γερμανοβούλγαροι είχαν επισημάνει το νερό και όποτε τους ερχόταν όρεξη το έψαχναν έτσι στην τύχη με αυτό που λέμε «επισκηπτική βολή». Ένας από τους νερουλάδες είναι στη διμοιρία μου ο Δημητρος ο Σβίγγος ο άντρας της Παρασκευής που θυμάσαι μας σφουγγάριζε κάθε Σάββατο το σπίτι πριν πέσει πιασμένη από τα ρευματικά. Ο Σβίγγος δεν είναι καθόλου παλικάρι μα με τα παγούρια που γεμίζει –μια διπλή το παγούρι- μπορεί και στέλνει στη γυναίκα του ένα μικρό κομπόδεμα με το κάθε ταχυδρομείο. Μια πόρεψη είναι κι αυτό.
Πήγα και γω στην πηγή, κόυτσα-κουτσα σήμερα πολύ πρωί. Το πιο πολύ για να ξεμουχλιάσω τα πλεμόνια μου. Ειχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. Οι άντρες γύριζαν ολοένα από τη νυχτερινή υπηρεσία. Έτσι οι πελάτες της πηγής δεν ήτανε πολλοί. Από τη δική μας διμοιρία ήταν και ο Γιγάντης. Με είδε και μου κούνησε φιλικά το χέρι χωρίς να αφήσει τη θέση του στην αράδα. Γιόμιζαν κάτι Φραντσέζοι υπερέτες αξιωματικών κείνη την ώρα και καθένας καινούργιος που ερχόταν έκανε ουρά πις από τους αλλους. Ήταν τόσο μεγάλη ησυχία! Όλοι οι τομείς σώπαιναν. Τα κανόνια λαγοκοιμόντανε κάτω από τις περικοκλάδες που τα κρύβουν. Μονάχα ένα πολυβόλο μακριά γάζωνε φλύαρα τον ακίνητον αγέρα. Μεσα σε ολην αυτή την ησυχία μια οβίδα ξεκινησε πισω από το Περιστέρι. Ήτανε μέτριο διαμέτρημα, από εκείνες που οι φαντάροι μας τις παρανομιάζουν «κουτάβια», από το γάβγισμα που κάμνουν περνώντας. Κανένας δεν την πρόσεξε ως τη στιγμή που ήρθε κι έσκασε δυο μέτρα δίπλα στο νερό. Αυτή ηταν κι άλλη δεν έριξε. Σαν σηκώθηκα αλαλιασμένος από χάμου το δεξί μου το αυτί δεν ακουγε κι ενιωθα δυνατον πόνο στο στομάχι. Ο Γιγάντης ήτανε καθισμένος χάμου με το καφάλι πλαγιασμένο στα γόνατα, τα χέρια κρεμασμένα στα πλάγια, σαν τσακισμένες φτερούγες. Σ’ ένα από σιντεφένια δάκτυλα του κρεμότανε τ’αδειανό παγούρι περασμένο από την πετσένια θελιά. Έτρεξα κοντά του. Ήτανε σκοτωμένος δίχως καμιά λαβωματιά. Έτσι σαν να κοιμήθηκε ξαφνικά κι απόμεινε. Ο φουκαράς ο Σβίγγος, φορτωμένος καμιά κοσαριά παγούρια πήρε μια πλατιά πληγή στο μούτρο που χωρίς να τον σκοτώσει του χάλασε τη μύτη και τα μάτια. Ήτανε σαν να φορούσε μια μαυροκόκκινη προσωπίδα πολύ τσαλακωμένη. Αν ζήσει δεν είναι για να δει ποτές πια το φως του.
Καμιά δεκαριά άλλοι βογγούσαν ή ξεψυχούσανε ξανταριασμένοι. Ένας μεγαλόσωμος Φραντσέζος με γένια ξανθά σαν ώριμα στάρια, καθόταν ανεκούρκουδα. Αυτός, δίχως να βογγά καθόλου, κουνούσε ρυθμικά μπρος –πισω το κορμί του από τη μέση κι απάνω σαν μουεζίνης που διαβάζει Κοράνι. Σήκωνε το χέρι σιγά – σιγά ως το κεφάλι και με το δάχτυλο έψαχνε μια τρυπίτσα στο κρανίο του. Απ εκεί έτρεχε λίγο μυαλό ματωμένο. Έφερνε μπροστά στο πρόσωπο το δάχτυλο, προσπαθούσε να το δει και πάλι το πήγαινε στη μικρή πληγή.
Σήμερα όλο και συλλογίζομαι τον Μπαρμπαστυλιανό τον «αβτζή», που δε σκότωνε ποτές του τα πουλιά την ώρα πουπιναν νερό.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 19 Φεβ 2010, 21:49
από sacred_circle
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.




Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.




Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.



Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.



Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.




Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !




Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

Re: ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ-best oφ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 19 Φεβ 2010, 21:51
από sacred_circle
Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

θαλασσα-λογια της πλωρης-ανδρεας καρκαβιτσας

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 20 Φεβ 2010, 21:31
από PELTASTIS VARNAVAS
Ο πατέρας μου - μύρο το κύμα που τον τύλιξε - δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.

- Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!

Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.

Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:

- Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.

Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.

- Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.

Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:

Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει

και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.

-----------------------------------------------------------------------------------