Το νουμερο 31328
Δημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Νοέμ 2009, 02:48
Αποσπασματα απο το διηγημα "Το Νούμερο 31328"
Το διήγημα ειναι πραγματικό οπως τα έζησε ο συγγραφεας. ειναι αφιερωμενο στους Ελληνες που θελουν φιλιες με το τουρκικο κεμαλικο κρατος.
απο http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena ... asmata.htm
Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.
[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».
Κεφ. Β΄ (σελ. 63-64).
Το πρωί ένας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο να τιμαρέψει το άλογο. Είναι ένας ανατολίτης χωριάτης – δεμένο κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο το κεφάλι στην κορφή, ένας στρογγυλός κύκλος. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του. Αυτός στην αρχή δεν καταδέχεται, μα, μόλις καταλαβαίνει πως εδώ είναι κυρίαρχος και πως κάθε λόγο απ’ το στόμα του περιμένουν να τον ρουφήξουν τόσοι υποτελείς, ο εγωισμός του τον γαργαλά και λύνεται η γλώσσα του.
Ήταν μες στο χτεσινό απόσπασμα που πήρε τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Ο κύκλος μας γύρω του γίνεται πιο μεγάλος. Όλοι πλησιάζουμε.
- Με τι τρόπο;… ρωτά ένας, κι όλα τα μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σα να είναι να χορτάσουν απ’ την απάντηση. Ο στρατιώτης σταματά το ξύρισμα απότομα. Μας κοιτάζει κι αυτός.
- Με τη Λόγχη! Λέει. Σε μια μάντρα.
Ένας, λέει, έκαμε να φύγει, δε στεκόταν, τον κυνηγούσαν μες στην μάντρα και βλαστημούσαν γιατί τους παίδευε ο κερατάς… Τον στρίμωξε, λοιπόν, ο στρατιώτης. Μα τότε που ετοιμαζόταν να του τη φέρει, αυτός χίμηξε απ’ το πλάι κ’ έχωσε τα δόντια του στη χούφτα που κρατούσε τη λόγχη. Σα λυσσασμένος, το σκυλί! Μα τον έσπρωξε, λέει, ο στρατιώτης και του έχωσε τη λόγχη σα να‘ ταν μπαμπάκι…
Τα μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Απ’ τα σουσούμια που μας δίνει καταλαβαίνουμε πως αυτός που τους παίδεψε ήταν ο Ηρόδοτος.
Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι να ξυστρίσει. Η μία χούφτα του είναι δεμένη – ένας επίδεσμος, η δαγκαματιά χθες. Φτύνει λίγο μες στην άλλη χούφτα, ύστερα με το φτύμα αυτό πολεμά να γυαλίσει το κούτελο του αλόγου. Το χαϊδεύει. Ήραμα. Ήρεμα.
Προσέχουμε πολύ σ’ αυτές τις τελευταίες κινήσεις του. Πάρα πολύ. Στα χέρια του, στα δάχτυλα – σα να ‘ταν μπαμπάκι...
- Το κοιτάζει καλά το ζο..., μουρμουρίζει ένας δικός μας αφηρημένα.
Μια άλλη φωνή, ίδιος τόνος:
- Ναι... Καλά...
Κεφ. Δ΄ σελ. 78 -83
[...] Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος. Χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα μια άλλη κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κινούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δύο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήρεμο - μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
- Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μές στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
- Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
- Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνησε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
Βγήκαν απ’ το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσοδο, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ’ το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράγματα μονάχα κρύβουνταν.
- Εδώ μέσα!... Μπρος στα μάτια μας!... μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!
- Σουτ! Κάνει κάποιος άλλος.
Κρυμμένοι μές στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν. Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δύο απ’ τα χέρια κι ο τρίτος απ’ τα ποδάρια. Αφήσαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δουλεύαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πιά. Την ξαπλώσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυό ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν’ αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας.
- Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!
Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Η έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες τις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.
Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες - κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
Γύρισα τα μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι και κάνανε ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το ‘σφιγγε.
- Πως θα το βαστάξω;... Πως θα το βαστάξω;... μουρμούριζε μες τα δάκρυά του.
Ένας απ’ τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
- Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις εσύ τίποτα...
Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ’ το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μές απ’ το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
- Δεν είναι ντροπή, σύντροφε...
- Μα είναι γι’ αυτό τώρα;... τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τώρα τι να κάμω! Τώρα! Τώρα!
Περιμέναμε. Ήθελα να γυρίσω πάλι να δω εκεί που προσφερόταν η θυσία, αν τελείωσαν. Ντρεπόμουν. Γι’ αυτό γύριζα με δόσεις, έκανα πως κοίταζα παραδώ, στο μέρος της εκκλησιάς, στο θόλο. Στην κοντύτερη προς το Ιερό κολόνα ήταν ζωγραφισμένος ένας μισοξυσμένος άγιος, ψηλά ψηλά. Μόλις τον ξεχώριζα στο λίγο φως.
Θα πέρασαν ίσαμε τρία τέταρτα της ώρας. Οι στρατιώτες φύγανε. Ξεχάσαν και το κερί. Πήγαμε σιγά εκεί που την άφησαν, σωπαίνοντας, σα να μην τολμούσαμε. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τη σκεπάσαμε όπως όπως με τα ρούχα της και τη σηκώσαμε στα χέρια μας με προφύλαξη, σαν πολύτιμο και εύθραυστο πράμα. Το χλωμό πρόσωπο ακινητούσε, τραβηγμένο απ’ την πείνα κι απ’ τα δάκρυα. Τα μάτια κλειστά. Ένα ήρεμο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. Έτσι τη φέραμε κοντά στον άντρα της και στο παιδάκι της.
Χύθηκαν κ’ οι δύο πάνου της, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, φώναζαν. Εκείνη τίποτα. Δε σάλευε. Κάποιος έτρεξε κ’ έφερε το κερί. Όλοι θέλαμε να δώσουμε μια μικρή βοήθεια. Ένας έπιασε να της κατεβάζει χαστούκια για να τη συνεφέρει. Με τα χτυπήματα τινάχτηκαν δυο τρεις στάλες σιχαμένα δάκρυα. Τα χείλια της λαστιχάρισαν μια, τακ! Όλοι φώναζαν - πανδαιμόνιο.
[...]
Το διήγημα ειναι πραγματικό οπως τα έζησε ο συγγραφεας. ειναι αφιερωμενο στους Ελληνες που θελουν φιλιες με το τουρκικο κεμαλικο κρατος.
απο http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena ... asmata.htm
Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.
[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».
Κεφ. Β΄ (σελ. 63-64).
Το πρωί ένας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο να τιμαρέψει το άλογο. Είναι ένας ανατολίτης χωριάτης – δεμένο κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο το κεφάλι στην κορφή, ένας στρογγυλός κύκλος. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του. Αυτός στην αρχή δεν καταδέχεται, μα, μόλις καταλαβαίνει πως εδώ είναι κυρίαρχος και πως κάθε λόγο απ’ το στόμα του περιμένουν να τον ρουφήξουν τόσοι υποτελείς, ο εγωισμός του τον γαργαλά και λύνεται η γλώσσα του.
Ήταν μες στο χτεσινό απόσπασμα που πήρε τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Ο κύκλος μας γύρω του γίνεται πιο μεγάλος. Όλοι πλησιάζουμε.
- Με τι τρόπο;… ρωτά ένας, κι όλα τα μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σα να είναι να χορτάσουν απ’ την απάντηση. Ο στρατιώτης σταματά το ξύρισμα απότομα. Μας κοιτάζει κι αυτός.
- Με τη Λόγχη! Λέει. Σε μια μάντρα.
Ένας, λέει, έκαμε να φύγει, δε στεκόταν, τον κυνηγούσαν μες στην μάντρα και βλαστημούσαν γιατί τους παίδευε ο κερατάς… Τον στρίμωξε, λοιπόν, ο στρατιώτης. Μα τότε που ετοιμαζόταν να του τη φέρει, αυτός χίμηξε απ’ το πλάι κ’ έχωσε τα δόντια του στη χούφτα που κρατούσε τη λόγχη. Σα λυσσασμένος, το σκυλί! Μα τον έσπρωξε, λέει, ο στρατιώτης και του έχωσε τη λόγχη σα να‘ ταν μπαμπάκι…
Τα μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Απ’ τα σουσούμια που μας δίνει καταλαβαίνουμε πως αυτός που τους παίδεψε ήταν ο Ηρόδοτος.
Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι να ξυστρίσει. Η μία χούφτα του είναι δεμένη – ένας επίδεσμος, η δαγκαματιά χθες. Φτύνει λίγο μες στην άλλη χούφτα, ύστερα με το φτύμα αυτό πολεμά να γυαλίσει το κούτελο του αλόγου. Το χαϊδεύει. Ήραμα. Ήρεμα.
Προσέχουμε πολύ σ’ αυτές τις τελευταίες κινήσεις του. Πάρα πολύ. Στα χέρια του, στα δάχτυλα – σα να ‘ταν μπαμπάκι...
- Το κοιτάζει καλά το ζο..., μουρμουρίζει ένας δικός μας αφηρημένα.
Μια άλλη φωνή, ίδιος τόνος:
- Ναι... Καλά...
Κεφ. Δ΄ σελ. 78 -83
[...] Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος. Χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα μια άλλη κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κινούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δύο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήρεμο - μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
- Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μές στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
- Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
- Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνησε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
Βγήκαν απ’ το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσοδο, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ’ το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράγματα μονάχα κρύβουνταν.
- Εδώ μέσα!... Μπρος στα μάτια μας!... μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!
- Σουτ! Κάνει κάποιος άλλος.
Κρυμμένοι μές στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν. Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δύο απ’ τα χέρια κι ο τρίτος απ’ τα ποδάρια. Αφήσαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δουλεύαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πιά. Την ξαπλώσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυό ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν’ αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας.
- Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!
Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Η έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες τις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.
Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες - κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
Γύρισα τα μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι και κάνανε ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το ‘σφιγγε.
- Πως θα το βαστάξω;... Πως θα το βαστάξω;... μουρμούριζε μες τα δάκρυά του.
Ένας απ’ τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
- Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις εσύ τίποτα...
Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ’ το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μές απ’ το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
- Δεν είναι ντροπή, σύντροφε...
- Μα είναι γι’ αυτό τώρα;... τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τώρα τι να κάμω! Τώρα! Τώρα!
Περιμέναμε. Ήθελα να γυρίσω πάλι να δω εκεί που προσφερόταν η θυσία, αν τελείωσαν. Ντρεπόμουν. Γι’ αυτό γύριζα με δόσεις, έκανα πως κοίταζα παραδώ, στο μέρος της εκκλησιάς, στο θόλο. Στην κοντύτερη προς το Ιερό κολόνα ήταν ζωγραφισμένος ένας μισοξυσμένος άγιος, ψηλά ψηλά. Μόλις τον ξεχώριζα στο λίγο φως.
Θα πέρασαν ίσαμε τρία τέταρτα της ώρας. Οι στρατιώτες φύγανε. Ξεχάσαν και το κερί. Πήγαμε σιγά εκεί που την άφησαν, σωπαίνοντας, σα να μην τολμούσαμε. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τη σκεπάσαμε όπως όπως με τα ρούχα της και τη σηκώσαμε στα χέρια μας με προφύλαξη, σαν πολύτιμο και εύθραυστο πράμα. Το χλωμό πρόσωπο ακινητούσε, τραβηγμένο απ’ την πείνα κι απ’ τα δάκρυα. Τα μάτια κλειστά. Ένα ήρεμο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. Έτσι τη φέραμε κοντά στον άντρα της και στο παιδάκι της.
Χύθηκαν κ’ οι δύο πάνου της, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, φώναζαν. Εκείνη τίποτα. Δε σάλευε. Κάποιος έτρεξε κ’ έφερε το κερί. Όλοι θέλαμε να δώσουμε μια μικρή βοήθεια. Ένας έπιασε να της κατεβάζει χαστούκια για να τη συνεφέρει. Με τα χτυπήματα τινάχτηκαν δυο τρεις στάλες σιχαμένα δάκρυα. Τα χείλια της λαστιχάρισαν μια, τακ! Όλοι φώναζαν - πανδαιμόνιο.
[...]