Σελίδα 1 από 1

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ... (από johnpit)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 21 Απρ 2007, 14:01
από johnpit
εκ μεταφοράς

johnpit

Στραβάδι


Joined: 19 Jul 2006
Posts: 16

Posted: Thu Sep 14, 2006 10:39 pm

------------

[img]http://img151.imageshack.us/img151/3043/sel21rq5.jpg[/img]


"Τι θέλετε πάλι;
Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής;
Δεν σας το είπα την πρώτη φορά;
Ολο τα ίδια θα λέμε;"



"Η Ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών" Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού"

"Η πείρα της κοινωνικής θεωρίας γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης αλλά και η αρχαία ελληνική αγωγή, μαζί με μία εκτάκτως λεπτή έλξη προς το αισθητικό και το ωραίο, το καλλιτεχνικό ωραίο, που ρέει στο αίμα του, διαμόρφωσαν ένα προσωπικό και φιλοσοφημένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, -που συγκέντρωσε τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης"



"Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ του ΚΥΡ-ΜΕΝΤΙΟΥ"

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' φήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαϊ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι' ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
"Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Kι' όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι' ως δε φελούσα
κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:

"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".





ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
από την Κοινότητα "ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ"
[img]http://img141.imageshack.us/img141/7974/untitledki6.png[/img]

http://clubs.pathfinder.gr/johnpitclub

-------------------------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 21 Απρ 2007, 14:01
από Nemesis
εκ μεταφοράς

ΑρΕλα

Διαχειριστής (Administrator)


Joined: 04 Jul 2006
Posts: 6105
Location: athens/greece
Posted: Thu Sep 14, 2006 10:50 pm

-----------

Kορυφαίος! _worship_

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 21 Απρ 2007, 14:02
από Nemesis
εκ μεταφοράς

johnpit

Στραβάδι


Joined: 19 Jul 2006
Posts: 16

Posted: Fri Sep 15, 2006 11:17 pm

----------

Μές το δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους χανότανε
σε χάος γαλάζο
ψηλά ας μ΄ αφήνατε
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει,
απ΄το χρυσόνειρο
στην άγια πράξη !
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου,
ξανά στη Γή.

Ω ! σεις χαμόσυρτα
λερά σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια !
μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κεί
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.
..............
Πίσου απ΄τα λόγια μου
πίκρα φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι !
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί ?
...............

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 21 Απρ 2007, 14:02
από Nemesis
εκ μεταφοράς

Totenkopfe

Ιδεογραφίτης με τα όλα του


Joined: 01 Aug 2006
Posts: 67
Location: Διδυμότειχον
Posted: Sat Sep 16, 2006 12:20 am

-------------

«ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Γανιάσατε, δασκάλοι, να ξεμάθω
να 'μαι εγώ, να στοχάζομαι, να θέλω -
ψέματα όλο ν' ακούω, να λέω, να πράττω,
για ψέματα να ζω και να πεθαίνω.

Δεν μπόρεσε η σπουδή να με χαλάσει.
Αντέξανε σαρκίο, ψυχή και γνώση
μα κάθε τόσο θάνατος να ξέρεις
ότ' είσαι πάντα πουλημένο κρέας.




Οι μοιραίοι

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παραία πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


ΠΑΝΘΕΟΝ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
(Όλοι με πιστοποιητικόν)

Φανέ, όταν το έλαιον σε λείψη, τι θα γίνης;
Τι; θα σβεσθής...

Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Μεγάλη πόρτα να χωρά ο Μεγάλος
που διπλά μεγαλώνει άμα ξαπλώσει.
Ως το κατώφλι Θάνατος και Λήθη
και μέσα Αιώνια Μνήμη και Χαρά !

Αθάνατοι σε μάρμαρο και μπρούντζο
λαμποκοπούν οι αχόρταγοι λαοφάγοι.
Τους προσκυνά η Πατρίδα «ευγνωμονούσα»
και τους φοβάται ο «Σκώληξ ο Ακοίμητος».

Του ακάνθινου στεφάνου ο κορονάτος
στην πίσσα ρίχνει τους πιστούς σου, Φτώχεια.
Δεν μπορεί να χαρεί του Παραδείσου
τα πλούτη, όσο θυμάται τα δικά του.

Καλαμαράς που τύφλωνε τ' αηδόνια
και δάσκαλος που βίαζε την Αλήθεια,
για ν' ανεβούν σερνότανε στη λάσπη
και τους έφαε κι αυτούς και τα χαρτιά τους.

Και μια μεγαλουσιάνα, άφραγη λάμια,
να 'τανε, λέει, κάθε φορά παρθένα !
και μια παρθένα πρώιμη, που δεν πρόλαβε
να ξεπεράσει τη μαμά στ' ανάσκελα.

Τ' αγνά μας εθνικόπουλα, ορκισμένα
τον άγιον όρκο των αρχαίων εφήβων,
γράφουν στην πλάκα των τουφεκισμένων
από τους Γερμανούς: « Καλά σας κάναν !»

Και στην κορφήν απάνου ο Μαύρος Ήλιος !
Τον κοιτάς και σαπίζουνε τα λούκια σου.
Διχτάτορας ! Όλ' η κοπριά του αιώνα
κοιλοπονούσε για να τον ξεράσει !

Αυτοί Πατρίδα, Άγια Γραφή και Σπόρος !
Κι απ' τα ιερά μας κόκαλα βγαλμένη
η Προδοσία στο μασκοφόρο δίνει
σπαθί μ' ένα χρυσό πουγκί για φούντα !

Των αιμάτων σου οι ποταμοί, Λαέ,
δεν κάνουν ένα ρόχαλο δικό τους.
Κι αν τη στερνή σου αρπάξανε μπουκιά,
σου αφήσανε τη δόξα του Θανάτου.
*
Στη χώρα κάτω νύχτωσεν η μέρα,
μαύρη καπνούρα κι ουρλιαχτά και θρήνος.
Δικά και ξεν' αγριόσκυλα, ζευγάρι,
σε μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε !

Πασκαλιά στο βασίλειο των Σκιών !
Αναστημένα μάρμαρα και μπρούντζοι
κατηφοράνε χορευτά με πήδους
να μοιραστούν τη σάρκα σου, λαουτζίκο !


ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ



Λεύτερος να 'σαι δούλος οποιανού,

λεύτερος να μιλάς, όταν κοιμάσαι,

λεύτερος, χρόνια να τα κυνηγάς

των Γιούρων τα ποντίκια μη σε φάνε.



Στις πληγές της ψυχής σου να χιλιάζουν

τα ψέματα – της μύγας τα σκουλήκια - ,

να σαι της Ιστορίας γελοιογράφος,

αφέντης δίχως πιθαμή δικιά σου.



Σαν τη στέρφα γουρούνα τ' Άι-Αντώνη,

μισότυφλη από πάχητα και νύστα,

να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα

και ξερατά, γρυλίζοντας : «παράδεισος»!