ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ...
Δημοσιεύτηκε: Δευ 11 Απρ 2016, 12:45
«Aν θέλετε τα παιδιά σας να είναι έξυπνα,
διαβάστε τους παραμύθια.
Αν θέλετε τα παιδιά σας
να είναι περισσότερο έξυπνα,
διαβάστε τους περισσότερα παραμύθια».
(Albert Einstein)
Η ΧΡΥΣΟΚΑΡΔΗ ΞΑΝΘΟΜΑΛΛΟΥΣΑ
Πέρα στο μεγάλο δάσος κατοικούσε μία μεγάλη νεράιδα μαζί με τις κόρες της που είχα όλες κατάμαυρα μαλλιά.
Όλες εκτός από την μικρότερη που ήταν ξανθομαλλούσα και που τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ήλιου. Λοιπόν, όπως χρυσά ήταν τα μαλλιά της Ξανθομαλλούσας, άλλο τόσο χρυσή ήταν κι η καρδιά της και συμπονούσε όλα τα αδύνατα πλάσματα. Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να βοηθήσει κάποιον, αντίθετα με τις αδελφές της που κοίταζαν μόνο να διασκεδάσουν.
Η μαμά νεράιδα βλέποντας την τόση της καλοσύνη, της χάρισε μία μαγική κορδέλα που μπορούσε να γιατρέψει κάθε πληγή, όσο μεγάλη και να 'ταν. Φτάνει μονάχα να έδενε την πληγή με την μαγική κορδέλα. Αυτό έκανε πολύ ευτυχισμένη την ξανθομαλλούσα, γιατί τώρα μπορούσε να βοηθήσει πιο πολύ τα ζωάκια που έβρισκε πληγωμένα. Και είχε βοηθήσει πάρα πολλά ζωάκια που όλα την λάτρευαν.
Ιδιαιτέρως ένα μικρό πράσινο φιδάκι που πριν λίγο καιρό, η ξανθομαλλούσα το βρήκε που βογκούσε πληγωμένο. Οι αδελφές της μόλις το είδαν σκόρπισαν τρομαγμένες, ενώ η ξανθομαλλούσα γονάτισε δίπλα του και χαϊδεύοντάς το του έδεσε την πληγή με την κορδέλα της, που το έκανε αμέσως τελείως καλά. Από κείνη την ημέρα, το φιδάκι την ακολουθούσε παντού από μακριά, να μην της τύχει κανένα κακό.
Έτσι μια μέρα που πήγαν για τον περίπατό τους, φρόντισαν να πάνε πολύ πιο μακριά από τις άλλες φορές και σε ένα μέρος που η Ξανθομαλλούσα δεν είχε πάει άλλη φορά. Σε λίγο άρχισαν τα παιχνίδια τους και όταν κόντευε να νυχτώσει, έφυγαν με τρόπο κρυφά-κρυφά αφήνοντάς την μόνη μέσα στο δάσος. Η ξανθομαλλούσα βλέποντας πως άρχισε να νυχτώνει τις φώναξε αλλά μάταια. Δεν της απαντούσε κανείς εκτός από την ηχώ που απαντούσε στις δικές της φωνές. Προσπάθησε τότε να βρει τον δρόμο αλλά όσο έψαχνε άλλο τόσο μπερδευόταν και πήγαινε σε γύρους μέσα στο δάσος. Φοβισμένη τότε έβαλε τα κλάματα, όταν μία συρικτή φωνή δίπλα της είπε:
-Μην φοβάσαι ξανθομαλλούσα, εγώ είμ' εδώ.
Σκουπίζοντας τα μάτια της, αντίκρισε τα γυαλιστά μάτια του πράσινου φιδιού που φωσφόριζαν μέσα στο σκοτάδι.
-Ω, καλό μου φιδάκι, δεν ξέρω τον δρόμο..., είπε και τον κοίταξε απελπισμένη.
-Έλα μην φοβάσαι και γι' αυτό είμ' εδώ. Πάρε την ουρά μου και θα τον βρούμε τον δρόμο, είπε το φιδάκι.
-Ω, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, είπε η ξανθομαλλούσα και χωρίς δισταγμό πήρε την ουρά του και ύστερα από αρκετή ώρα ήταν πάλι στο σπίτι της. Η μαμά νεράιδα που είχε ανησυχήσει όταν η ξανθομαλλούσα δεν ήρθε με τις αδελφές της κι ετοιμαζόταν να βγει να ψάξει για να την βρει, ανάσανε ανακουφισμένη και την αγκάλιασε με λαχτάρα ενώ την ρωτούσε.
-Μα που χάθηκες Ξανθομαλλούσα μου και δεν σε βρήκαν οι αδελφές σου;
-Αχ! μαμά δεν τις είδα όταν έφυγαν, τις διακολόγησε η Ξανθομαλλούσα, για να μην τις τιμωρήσει η μαμά.
-Και εκεί που άρχισα να φοβάμαι, ο φίλος μου το φιδάκι με βοήθησε για να βρω τον δρόμο, είπε και κοίταξε να το συστήσει στην μαμά της μα το φιδάκι όταν έγινε σίγουρο για την ασφάλειά της, έφυγε διακριτικά για την δική του φωλιά.
Οι αδερφές της όταν είδαν ότι η ξανθομαλλούσα τα κατάφερε, κατσούφιασαν αλλά δεν το έδειξαν. Όμως από κείνη την μέρα αντί να διασκεδάζουν, σκέπτονταν πως θα ξεφορτώνονταν την μικρή ξανθομαλλούσα.
Σκέπτονταν, σκέπτονταν, όταν μια μέρα πέρασε από το μυαλό της μεγαλύτερης ο δικέφαλος και κακός δράκος που είχε το παλάτι του στην κοίτη του ποταμιού που χώριζε τα σύνορα του δάσους κι αλίμονο αν ποτέ κανένας τολμούσε να ζυγώσει το ποτάμι του, δεν θα γλίτωνε. Ο δράκος τον έτρωγε αμέσως. Η μαμά τους γι' αυτό τους είχε απαγορεύσει αυστηρά να πηγαίνουν εκεί. Μπορούσαν να παίξουν σε όλο το άλλο δάσος μα όχι κοντά στο ποτάμι.
-Εκεί να την πάρουμε κι έτσι θα την ξεφορτωθούμε για πάντα, είπε με κακία η μεγαλύτερη που ζήλευε και το πιο πολύ, για την αγάπη που είχε η μαμά στην ξανθομαλλούσα.
-Δίκιο έχεις, συμφώνησαν κι οι άλλες και χωρίς να χάσουν καιρό, την άλλη κιόλας μέρα, τράβηξαν για τα σύνορα του κακού δράκου, όπου ο τόπος ήταν γεμάτος πολύχρωμα λουλούδια, πελώριες καστανιές, βατόμουρα και πολλά άλλα δέντρα που είχε κάθε δάσος.
Η Ξανθομαλλούσα μόλις είδε τι όμορφα που ήταν όλα εκεί ξετρελάθηκα από την χαρά της και χοροπηδούσε, μα πιο πολύ από την ομορφιά των λουλουδιών που μοσχομύριζαν.
-Τι ωραία λουλούδια, ξεφώνισε. Θα μαζέψω ένα τόοσοο ωραίο μπουκέτο για την μαμά μου που θα της αρέσει τόσο πολύ, είπε κι άρχισε να μαζεύει τα λουλούδια που μοσχοβολούσαν. Απασχολημένη καθώς ήταν, πάλι δεν πήρε είδηση τις αδελφές της που έφυγαν και την άφησαν και πάλι μονάχη, κι όταν σε λίγο δεν τις είδε νόμισε ότι έπαιζαν λίγο πιο κάτω, έτσι δεν ανησύχησε καθόλου. Και για κακή της τύχη και το φιδάκι απουσίαζε εκείνη την μέρα, σαν πήγε να επισκεφθεί την μαμά του. Έτσι η ανύποπτη ξανθομαλλούσα δεν είχε ιδέα για τον κίνδυνο που την απειλούσε.
Σαν τέλειωσε με το μπουκέτο της, κάθισε στην ακροποταμιά και κοιτούσε το ήρεμο νερό του ποταμιύ και ξαφνιασμένη αντίκρισε μια άλλη ξανθομαλλούσα που την κοίταζε μέσα από το νερό. Και παράξενο είχε τα ίδια μαλλιά τα ίδια ρούχα, ως και την ίδια κορδέλα. Η Ξανθομαλλούσα έφερε το χέρι της, το ίδιο κι η άλλη. Σκύβοντας καλύτερα της έβγαλε την γλώσσα, το ίδιο και κείνη. Παίρνοντας τότε μία πέτρα την πέταξε στο νερό, που θόλωσε και με μία τρομερή βουή φάνηκε ο δράκος. Τρομερός μα και πολύ θυμωμένος. Τα δύο του κεφάλια με τα μεγάλα σαν πιατάκια μάτια, κοίταξαν ένα γύρω και βλέποντας την Ξανθομαλλούσα, την ρώτησε άγρια.
-Εσύ τόλμησε να θολώσεις το νερό μου; Κι από τον θυμό του το στόμα του λες και έβγαζε φωτιές.
Μα η Ξανθομαλλούσα χωρίς να φοβηθεί του απάντησε.
-Ναι, εγώ! μα δεν ήξερα ότι το νερό είναι δικό σας! Σας ζητώ συγγνώμη.
Ο δράκος που είχε συνηθίσει να τρέμουν μπροστά του όσοι τον έβλεπαν, έμεινε έκπληκτος μπρος στην τόλμη της και την ρώτησε πάλι.
-Δεν ήξερες ότι το νερό είναι δικό μου; Και τώρα που το ξέρεις, δεν με φοβάσαι;
-Όχι! απάντησε πάλι η Ξανθομαλλούσα με θάρρος. Γιατί να σας φοβηθώ. Ο καλός Θεούλης σας έφτιαξε και δεν μπορεί, θα 'στε καλός. Δεν θα μου κάνετε κακό!
Ο δράκος πιο έκπληκτος τώρα, έξυσε αμήχανα τα κεφάλια του μια το ένα και μια το άλλο με την ούρα του. Πρώτη φορά κάποιος δεν φοβόταν την ασχήμια του και είπε ότι μπορεί να 'ναι καλός. Και αφού μέχρι τότε δεν ήξερε τι σήμαινε καλοσύνη άρχισε να παλεύει με τον εαυτό του. Να την φάει ή όχι; Η κακία του νίκησε και χωρίς άλλη κουβέντα την άρπαξε με βία που την έκανε να λιποθυμήσει και την κατέβασε στο παλάτι του όπου την κλείδωσε σε ένα δωμάτιο. Έπειτα κάθισε απ' έξω και την φύλαγε με το ένα κεφάλι του, ενώ με το άλλο παρακολουθούσε το ποτάμι. Εν τω μεταξύ το φιδάκι καθώς γύρισε από την μαμά του, ακολούθησε την μυρωδιά της Ξανθομαλλούσας όπου το έφερε μέχρι το ποτάμι όπου βρήκε τα κομμένα λουλούδια, μα και την μαγική κορδέλα της, που είχε γλιστρήσει όταν την άρπαξε τόσο βάναυσα ο Δράκος. Κοίταξε τώρα ένα γύρω και σαν δεν την είδε πουθενά κατάλαβε με τρόμο, ότι η Ξανθομαλλούσα βρισκόταν στα χέρια του τρομερού Δράκου κι έπρεπε να την σώσει.
-Ελπίζω να προλάβω μόνο, σκέφτηκε και παίρνοντας την κορδέλα της στην ουρά του, βούτηξε χωρίς άλλη αναβολή στο ποτάμι, τραβώντας για το παλάτι του Δράκου.
Η Ξανθομαλλούσα εν τω μεταξύ όταν συνήλθε τον είδε που την κοίταξε με λαιμαργία τώρα λες και δεν περίμενε πότε θα τραγάνιζε τον μεζέ κι άρχισε να φοβάται λίγο, μα φέρθηκε πάλι πολύ έξυπνα και δεν το έδειξε.
-Τι λες τώρα; Ακόμα δεν με φοβάσαι; Τώρα που θα σε φάω; την ρώτησε με την τραχιά του φωνή όταν την είδε που άνοιξε τα μάτια της, μα η Ξανθομαλλούσα απάντησε με ετοιμότητα.
-Και να με φάτε κύριε Δράκε τι θα κερδίσετε; Είμαι τόσο μικρή που η κοιλιά σας δεν πρόκειται να γεμίσει. Και από την άλλη πάντα θα είστε τόσο μόνος σας αφού όλοι σας φοβούνται. Ενώ αν με αφήσετε σας υπόσχομαι ότι κάθε μέρα θα 'ρχόμαστε να σας κάνουμε παρέα, εγώ και οι φίλοι μου. Και ξέρετε έχω πάρα πολλούς φίλους, διότι είμαι καλή.
-Ναι! Μα τι φαγητό θα τρώω μετά; ρώτησε ο Δράκος που τα λόγια της άρχισαν αν τον κλονίζουν.
-Αυτό σας απασχολεί; χαμογέλασε η Ξανθομαλλούσα. Το δάσος έχει απ΄ όλα τα καλά. Χόρτα, ρίζες, βελανίδια, μανιτάρια τον χειμώνα και κάστανα που είναι τόσο νόστιμα.
Ο Δράκος έξυσε και πάλι αμήχανα τα κεφάλια του. "Σαν να έχει δίκιο" σκέφτηκε. "Τι κέρδισα τόσο καιρό που έτρωγα όποιον ερχόταν απ' εδώ; Πάντα είμαι τόσο μόνος".
-Εντάξει! Κέρδισες, είπε και χαμογέλασε για πρώτη φορά στη ζωή του και αισθάνθηκε μία άγνωστη μέχρι τότε γαλήνη, όμως ακόμα δεν εμπιστεύτηκε απόλυτα την Ξανθομαλλούσα... Δεν μου λες ας πούμε σε αφήσω ελεύθερη. Θα κρατήσεις τον λόγο σου και θα έρχεσαι να με μάθεις πως να γίνω καλός; Δεν θα το ξεχάσεις όταν δεν θα κινδυνεύεις πια;
-Μα αφού στο υποσχέθηκα καλέ μου Δράκε! Και ποτέ δεν παραβαίνω την υπόσχεση που δίνω σε κάποιον, είπε η Ξανθομαλλούσα και τον αγκάλιασε χωρίς δισταγμό. Θα δεις ότι δεν θα το μετανιώσεις, συνέχισε. Κι ο Δράκος πήγε να ξεαμπαρώσει την πόρτα όταν ένας θόρυβος απ' έξω τον σταμάτησε απότομα και κάνοντας Σσσσσ!!! στην Ξανθομαλλούσα άνοιξε απότομα την πόρτα και γράπωσε το μικρό φιδάκι που έψαχνε για μέρος να μπει.
Από συνήθεια το έφερε στο στόμα του κι ετοιμάστηκε να το κάνει μαι χαψιά μα το φιδάκι δεν έμεινε άπρακτο. Χωρίς να χάσει καιρό, του έφτυσε το δηλητήριό του στα μεγάλα του μάτια, που θόλωσαν και δεν μπορούσε να δει τίποτα.
Ο Δράκος, από τον πόνο αναγκάστηκε να αφήσει το φιδάκι κι άρχει με την ουρά του να τρίβει τα μάτια του και να ουρλιάζει με δύναμη που κουνούσε θαρρείς ολόκληρο το δάσος.
-Πάμε να φύγουμε, Ξανθομαλλούσα, φώναξε ανυπόμονα το φιδάκι. Τώρα που δεν μπορεί να μας πιάσει, συνέχισε και της έδωσε την κορδέλα της. Μα η Ξανθομαλλούσα δεν κουνήθηκε από την θέση της παρά είπε ήρεμα.
-Όχι, καλό μου φιδάκι! Ο Δράκος έχει αλλάξει, έγινε καλός και δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι. Πρέπει να του γειάνω και πάλι τα μάτια του, είπε και παίρνοντας την κορδέλα της την έδεσε γύρω από τα μάτια του Δράκου, που άρχισαν και πάλι να βλέπουν.
Του τα ξανάδεσε ακόμα μία φορά πιο κάτω και σε λίγο μπορούσε να δει πι καλά και από πρώτα!
Ο Δράκος δεν το πίστευε. Η Ξανθομαλλούσα τον έκανε καλά ενώ μπορούσε να φύγει!
-Χμ! είναι ωραία να είσαι καλός, σκέφτηκε και σφίγγοντας το χέρι της, της είπε.
-Ευχαριστώ Ξανθομαλλούσα. Βλέπω ότι είσαι πραγματικά καλή και δεν κρατώ κακία στο φιδάκι αφού το έκανε για να σε σώσει από εμένα. Πάμε... Να σας συνοδεύσω μέχρι έξω και θα σας περιμένω για το δεύτερο μάθημα καλοσύνης, έτσι;
-Σύμφωνοι, καλέ μου Δράκε. Πάμε! είπε η Ξανθομαλλούσα και σε λίγο αποχαιρετώντας τον, τράβηξαν μαζί με το φιδάκι για το παλάτι της μαμάς της.
Η καλή καρδιά της είχε νικήσει και πάλι την κακία. Ο Δράκος έμεινε να τους κοιτάζει που απομακρύνονταν και μετά βούτηξε και πάλι για το παλάτι του, όπου θα την περίμενε να τον μάθει να είναι καλό. Κι ήταν σίγουρος ότι θα κρατούσε τον λόγο της.
http://taparamythiatisgiagias.blogspot. ... ost_9.html