Ένα μικρό διήγημα με τίτλο Αόρατη πομπή.
ΑΟΡΑΤΗ ΠΟΜΠΗ
Είχα ξυπνήσει αχάραγα για δουλειά. Μα, πριν από μένα, είχε ξυπνήσει η Αθήνα. Ένα βουβό εγερτήριο λες κι είχε σαλπίσει το μεγάλο νέο. Κάτι, σαν άρωμα πασχαλιάτικο, διαλαλούσε πως ο χειμώνας είχε τελειώσει. Φθινόπωρο ήταν ή Άνοιξη;
Δεν είχα μάθει ακόμα το μήνυμα. Δεν είχαν χτυπήσει οι καμπάνες. Κι όμως ο αγέρας μύριζε λευτεριά. Πέρασα τρεις τέσσερις δρόμους, χωρίς να νιώσω τι είχε γίνει. Μόνο που δεν απαντούσα πια Γερμανούς. Αυτό θαρρώ ήταν το πρώτο σημάδι. Οι δρόμοι δεν αντηχούσαν τ' αμείλιχτο τράνταγμα της μπότας.
- Τι γίναν οι Γερμανοί σήμερα;
Δεν τολμούσε ακόμη να το συλλάβει ο νους. Αν είχαν φύγει, θα 'χε χαλάσει ο κόσμος. Μα πού καταχωνιάστηκαν και δε φαίνεται ούτε ίσκιος; Προχωρούσα και φοβόμουν να ρωτήσω, μη μου πουν όχι. Κι είχε τόσο βολευτεί στην ατμόσφαιρα χαράς η καρδιά!
Άξαφνα, η Αθήνα άρχισε να μιλά. Μια σημαία κρεμάστηκε σ' ένα μπαλκόνι. Κι άλλη!... κι άλλη! Καθώς μπαίνω στον κεντρικό δρόμο, το θαύμα ξεδιπλώνεται σ' όλη την έκτασή του. Θάλασσα από σημαίες, ελληνικές και συμμαχικές. Κύματα κόσμου που πάνε προς την Ομόνοια. Δε ρώτησα, πήρα την απόκριση από το παράστημά τους, το βήμα τους. Οι άνθρωποι τούτοι – δε θέλει ρώτημα – είναι λεύτεροι. Δεν περπατούν τόσο ανάλαφρα, τόσο καμαρωτά οι σκλάβοι. Μόλις ροδίζουν οι βουνοκορφές κι ο κόσμος τρέχει, απ' ώρες έτοιμος.
Δεν ήχησαν σειρήνες τούτη τη μέρα. Δεν αντιλάλησαν μες στο χάραμα οι καμπάνες. Όσο βουερός ήρθε ο πόλεμος, ένα άλλο πρωί του Οχτώβρη, πριν από τέσσερα χρόνια, τόσο αθόρυβη, απαλόνοη, φίλησε την Αθήνα η Λευτεριά.
Λευτεριά, Λευτεριά! Δε χρειάζεται να σε διαλαλήσουν κήρυκες, να σε σαλπίσουν τρουμπέτες, να σε βροντοφωνήσουν κύμβαλα και σειρήνες. Σε νιώθει απ' την ανάσα της η ψυχή, η καρδιά απ' τους παλμούς της. Λευτεριά! Λευτεριά! Χώνομαι μέσα στα πλήθη, που προχωρούν βουβά, γρήγορα, φτερωτά. Πού πάνε; Ξέρουν που πάνε μα δε μιλούν. Η φωνή τους έχει πνιγεί στη χαρά και στην έκσταση. Κάπου κάπου, σταματούν και φιλιούνται: “Χριστός ανέστη!” Και προχωρούν πάλι. Πάνω απ' τα κεφάλια, ο ουρανός, με το πιο καθάριο ελληνικό χρώμα, χαμογελά ανάμεσα από τα κύματα στις σημαίες. Ο ήλιος προσθέτει το χρυσάφι του στη γιορτή. Μα τα βήματα δε σταματούν. Πλημμυρίζει η Ομόνοια, η οδός Πανεπιστημίου. Πάντα βουβοί, βιαστικοί, μέσα σ' έκσταση, προχωρούν. Άξαφνα, σαν από πρόσταγμα, σταματούν όλοι. Τα κεφάλια γυρίζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Ένα χέρι υψώνεται:
- Δέστε!
Αργά, μυσταγωγικά, επίσημα, δυο ελληνικά χέρια – να 'ναι της ίδιας της Αθηνάς; - κατεβάζουν απ’ την Ακρόπολη το σύμβολο της σκλαβιάς. Η βαρβαρική “Σβάστικα” καθαιρείται! Στώμεν καλώς! Τα μάτια δεν μπορούν να κοιτάζουν. Κλαίνε. Μια πελώρια γαλανόλευκη, μόνη πια, κυματίζει, νικήτρια, στον πανάρχαιο βράχο.
Λευτεριά, Λευτεριά!
Δίψα, κούραση, πείνα, άδεια νοήματα. Οι Έλληνες είχαν γίνει όλοι ψυχές άυλες, που δεν έχουν τέτοιες ανάγκες. Γυρίζουμε όλη τη μέρα. Τα σπίτια άδειασαν, χάσανε τα παιδιά τους οι μάνες, οι δικοί τους δικούς. Όπου παράσυρε τον καθένα το ρεύμα της τρέλας. Γύριζες σπίτι και δεν ξαφνιαζόσουν που έλειπαν όλοι, που ήταν ορθάνοιχτες οι πόρτες, χωρίς νοικοκύρηδες, που δεν είχε στηθεί τσουκάλι στο τζάκι. Ήταν φυσικά όλα αυτά. Και χυνόσουν πάλι στους δρόμους, που ήταν κείνη τη μέρα το σπίτι μας, αφού ήταν το σπίτι της Λευτεριάς. Και τραγουδούσες τον Εθνικό Ύμνο, τα τραγούδια της Λευτεριάς και χαιρόσουν την Αθήνα-Μαινάδα, που 'χε μεθύσει απ' την αμόλυντη ομορφιά της.
Είχα γίνει ένα με τα πλήθη κι αλάλαζα μαζί τους και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γίνηκε το μεγάλο θάμα, πώς γέμισε άξαφνα η ελληνική γη με μύρα και πώς μπορέσαμε αλήθεια και ζήσαμε τόσα χρόνια χωρίς αυτά. Η απάντηση μου δόθηκε σ' ένα όραμα αναπάντεχο:
Πάνω απ' τις ατέλειωτες αυτές λεγεώνες των ελευθερωμένων ανθρώπων, που πανηγύριζαν ξώφρενα, είδα μιαν άλλη ανάερη πομπή, που γιόρταζε στον αιθέρα πιο ξώφρενα από μας, που πατούσαν τα πόδια μας πάνω στη γη. Ω, δε θα ξεχάσω ποτέ την αόρατη εκείνη πομπή: Πάνω απ' τα κεφάλια μας φτερούγιζαν, τραγουδώντας οι νεκροί μας! Τα θύματα της σκλαβιάς και της πείνας, οι μάρτυρες, οι τουφεκισμένοι, οι κρεμασμένοι. Πώς γιόρταζαν τ' άσαρκα αυτά παιδιά της Ελλάδα! Γιόρταζαν κι εξηγούσαν το θάμα.
- Σε ποτίσαμε με το αίμα μας Λευτεριά! Σε θρέψαμε με της νιότης μας τον Απρίλη, σε στήσαμε πάνω στα σπασμένα μας πόδια, στ' αποκεφαλισμένα κορμιά μας. Σαν μωρό παιδί, σε νανουρίζαμε να κοιμηθείς και σε βλέπαμε να ξυπνάς τέσσερα χρόνια, φυλακισμένοι, τυραννισμένοι. Οπλίσαμε το διάφανο από την πείνα χέρι με την αραβίδα του κατακτητή και το σκουριασμένο παλιοντούφεκο, που ξεθάψαμε από το αδούλωτο χώμα μας. Ξεχύσαμε σε Τυρταιικό τραγούδι της ψυχής μας τη φλόγα. Ύστερα σου χαρίσαμε, τραγουδώντας, και τη στερνή μας ανάσα. Είσαι δική μας, έργο μας, Λευτεριά! Είσαι το δώρο που κάνουμε σήμερα στην Ελλάδα κι ακόμη είσαι η δικαίωση της θυσίας μας, η ανταμοιβή μας, τ' αθάνατο φωτοστέφανό μας.
Δεν πεθάναμε λοιπόν άδικα, αφού ζούμε σε σένα, όπως ζούνε οι γονείς στα παιδιά τους. Γιατί εμείς σε γεννήσαμε, Λευτεριά, και σε κάνουμε δώρο στους άλλους.
Έτσι μιλούσαν, ξηγώντας το θάμα της παρουσίας τους, οι νεκροί του αγώνα. Κι ήταν όλοι εκεί, ζωντανοί, όχι μόνο στης ιστορίας τη μνήμη, παρά βαθύτερα, μέσα σ' εμάς, που τους είδαμε να πεθαίνουν.
“Ένα μόνο ζητώ από σας: Μην αφήσετε άδεια τη θέση μου, αδέρφια”. Ναι, ήταν κι ο Σώτος εκεί, που 'χε γράψει στο τελευταίο του γράμμα τα πύρινα αυτά λόγια. Τους το 'φεραν με τα ρούχα του τουφεκισμού κι η μάνα το βρήκε, κρυμμένο σε κάποια ραφή: “Ούτε ένα δάκρυ, μάνα. Πεθαίνω για το λαό, τραγουδώντας”.
Ήταν κι ο Σάββας εκεί, που 'χε βάλει σ' ένα χαρτάκι την τελευταία πνοή του και τ' άφησε να κυλήσει μέσα απ' την κλούβα των μελλοθάνατων. Και το πήρε ο λαός, που τους ξεπροβόδιζε στους δρόμους και το 'στειλε, χέρι με χέρι, στο πενθισμένο του σπιτικό, για να σταματήσει στα μάτια το δάκρυ, να κάμει θεριά τις καρδιές.
Έτσι πύκνωναν ολοένα οι φάλαγγες, που αραίωνε ο θάνατος. Η Άννα ήταν μια δειλή κοπέλα κι αγαπούσε πολύ τον Πέτρο. Μα ο Πέτρος ήταν αγωνιστής κι είχε μπει μέσα στο χρυσό κύκλο της μέθης, όπου θάνατος δεν υπάρχει. Η Λευτεριά είχε σφραγίσει τη μοίρα του και δεν άκουε παρά τη φωνή της. Κι η Άννα, που 'χε βάλει πάνω απ' όλα τον Πέτρο, ζούσε με την ψυχή στο στόμα. “Θα μου τον σκοτώσουν!”. Και της τον σκότωσαν. Έλεγα πως θα 'ταν συντριμμένη, αγανακτισμένη για τη θυσία, μα δε θυμάμαι να 'ζησα πιο χρυσή μέρα από κείνη που την αντίκρισα. Δε φορούσε μαύρα. Μ' ένα γαλάζιο φόρεμα, με λυτά τα ξανθιά της μαλλιά στεκόταν σε μια γωνιά, με μια αραβίδα στο χέρι. Η ίδια την είχε αρπάξει ανάμεσα από βροχή βόλια, από ένα νεκρό Γερμανό. Είχε διπλή τώρα μέσα της τη φλόγα του Πέτρου. Με τον ηρωικό θάνατό του, την είχε βάλει κι αυτή στο χρυσό κύκλο της μέθης.
- Πώς έτσι, Άννα;
Τι θες; Να χάσω για πάντα τον Πέτρο; Μου το 'πε, την τελευταία στιγμή στο νοσοκομείο: Μη μ' αφήσεις, Άννα, να πεθάνω. Πάλαιψε μαζί με τους άλλους, να μην είναι μάταιος ο θάνατός μας.
Κοντά του βαδίζει κι ο Άρης της Καλλιθέας, ο έφηβος που προσφέρθηκε αυθόρμητα για να σώσει τον άρρωστο αδερφό. Δίδυμοι ήταν, μεγάλωσαν – μια ψυχή δυο κορμιά – μα το ένα, του Χρήστου, ήταν ασθενικό κι ο αγώνας κι η πείνα της κατοχής το 'χαν φθείρει ολότελα. Ήταν πιασμένοι στο μπλόκο κι οι δυο τους και η “μάσκα” έδειξε τον άρρωστο. Τον ξεχώρισαν βάναυσα μέσα από το πλήθος, τον πήγαιναν πίσω από τη μάντρα. Τότε πετάχτηκε ο Άρης:
- Αφήστε το Χρήστο είν' άρρωστος. Πάρτε εμένα στη θέση του.
Ο διερμηνέας μετάφρασε. Ένα γέλιο μακάβριο ήταν η απάντηση. “Να μια πρόταση που συμφέρει”. Κι εχτελέστηκε ο Άρης, με το κορμί το ελάτινο, με τα νιάτα τ' αστραφτερά. Τώρα τον ακούω να τραγουδά κάποιους στίχους απ' το τραγούδι που χάραξαν πάνω στον τάφο του.
Στο μέτωπό μου εγίναν βάγια
τ' αγκάθια τα μαρτυρικά.
Κι η πομπή η αόρατη των νεκρών προχωρεί, τραγουδώντας κι οιστρηλατώντας τους ζωντανούς. Μόλις πρόλαβε να χωθεί στη χορεία κι η μικρούλα μαθήτρια του Φαλήρου, η Ήβη, που σκότωσαν, μες στον πανικό της φυγής τους, οι Γερμανοί, καθώς έγραφε τη χαρά της στους τοίχους, καλωσορίζοντας τη χιλιάκριβη Λευτεριά.