Heinrich Heine ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΘΕΟΙ
Δημοσιεύτηκε: Τετ 02 Μάιος 2007, 23:20
Ο Ερρίκος Χάινε είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του γερμανικού ρομαντισμού και αναμφισβήτητα ένα αξιόλογο πνεύμα της εποχής του. Γεννήθηκε το 1797 στο Ντύσελντορφ της Γερμανίας
και πέθανε το 1856 στο Παρίσι. Η καταγωγή του ήταν εβραϊκή και σε προχωρημένη μόλις ηλικία βαφτίστηκε χριστιανός. Σπούδασε νομικά και το 1825 έγινε διδάκτωρ της νομικής σχολής. Το 1831,ως φιλελεύθερος πολίτης ξένης χώρας, κατέφυγε στη Γαλλία. Ο ίδιος έζησε σε μια εποχή που διαποτίζονταν έντονα από το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και της Ιουλιανής Επανάστασης (1830), τον καιρό της διαμονής του στη Γαλλία. Γρήγορα οι οπαδοί των τυραννικών καθεστώτων, και δη του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος, διείδαν στο πρόσωπο και στο έργο του Χάινε μια “ρομαντική” ψυχή που με αμείωτο ζήλο μάχονταν κάθε προσπάθεια καταδυνάστευσης της ελευθερίας του ανθρώπου.
H διήγηση πραγματεύεται, σε γενικές γραμμές, την απόληξη που είχαν οι ειδωλολατρικοί θεοί μετά την εκτόπισή τους από τον Χριστιανισμό. Ιστορικά η σύγκρουση της νέας θρησκείας με την παλιά τοποθετείται κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και καταλήγει στην επικράτηση της νέας θρησκείας. Κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, καταστροφές αρχαίων ναών, μετατροπή ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς είναι οι συνέπειες αυτής της αλλαγής.
Το έργο αρχίζει ακριβώς με τη σύγκρουση του Χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας στο μυαλό του Ερρίκου Κίτσλερ, ενός συγγραφέα που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει γνωστός και αιτία ήταν η απόρριψη της συγγραφικής του προσπάθειας εξαιτίας του αδιέξοδου που βρισκόταν λόγω των αντικρουόμενων απόψεων πάνω στο εκάστοτε θέμα των συγγραμμάτων του. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά με το καινούριο του σύγγραμμα με θέμα την επικράτηση του Χριστιανισμού. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ερρίκος Κίτσλερ θυσιάζει τη δόξα από τα έργα του στο βωμό της αντικειμενικότητας, τέτοιας που θα ήθελε να είχε και ο Χάινε στο παρόν έργο του, όπως υπαινίσσεται στο τέλος αυτού του έργου. Η συζήτηση ξεπερνάει τα στενά όρια του συγγράμματος του Ερρίκου Κίτσλερ και αναπτύσσεται από τον Χάινε αντίλογος στην προσπάθεια του Κίτσλερ να εκφράσει και τα αρνητικά του Χριστιανισμού («– Σιωπή! – εφώναξα, για να τον εμποδίσω να πει περισσότερα, – σιωπή! Τολμάς, συ ο τυφλός ν’ αρνηθείς το φως το αληθινό;»).Ο Χάινε μας παρουσιάζει τον Χριστιανισμό σαν ένα θαύμα, ως το πιο σημαντικό κίνημα που έγινε ποτέ στην ανθρωπότητα («Από όλα τα θεάματα που μας παρουσιάζει η ιστορία, δεν υπάρχει τίποτε τόσο μεγαλειώδες και συγκινητικό όσο τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού, οι αγώνες – του και ο τελειωτικός θρίαμβός – του!»), απηχώντας εδώ κατά κάποιο τρόπο τις ιδέες του γερμα-νού φιλοσόφου Schelling.
H επικράτηση του Χριστιανισμού περιόρισε την ύπαρξη των ειδωλολατρικών θεών μόνο σε διάφορες λαϊκές δοξασίες, σαν αυτή που λέγεται ότι κάποιος γερμανός ιππότης περνούσε τακτικά από αρχαία ερείπια και θαύμαζε ένα καλλίγραμμο άγαλμα. Μια μέρα πέρασε σε μια ασυνήθιστη ώρα και μπροστά του αποκαλύφτηκαν ευωχίες και θεάματα. Ο ίδιος μέθυσε και αποκοιμήθηκε. Το πρωί που ξύπνησε τα πράγματα ήταν, όπως τα ήξερε. Μόνο το κεφάλι του αγάλματος που θαύμαζε βρισκόταν κομμένο μπροστά στα πόδια του. Μια δεύτερη εκδοχή αυτής της ιστορίας έχει επίκεντρο κάποιο δαχτυλίδι που φορούσε ένας νεαρός ιππότης και το τοποθέτησε στο δάχτυλο ενός αγάλματος, εν όσω έπαιζε με τους φίλους του. Η κίνηση του αυτή σήμαινε για το άγαλμα ότι αυτός ήταν πλέον ο νόμιμος του σύζυγος. Όταν, όμως, ο ιππότης παντρεύτηκε, κάθε βράδυ που πήγαινε να πλαγιάσει με τη σύζυγό του η θεά επενέβαινε ανάμεσά τους. Τα μάγια λύθηκαν τελικά με τη βοήθεια ενός ιερέα, του Πολύμνου, ο οποίος κατόπιν αυτού πέθανε.
Μια άλλη δοξασία σχετικά με την Αφροδίτη ήταν η ιστορία του Τανχάουζερ, του πιστού Έκκαρτ, φρουρού της εισόδου του όρους της θεάς, ο οποίος νοσταλγούσε την παλιά του ζωή και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θεά και τις κολασμένες απολαύσεις της. Ο ιππότης πηγαίνει στη Ρώμη, όπου προστρέχει στον πάπα, του οποίου η εξουσία τονίζεται πολύ, και του εξηγεί αυτά που του συνέβησαν. Ο πάπας τον ξαποστέλνει αμείλικτα και αναγκάζει έτσι τον ιππότη να επιστρέψει πίσω στη θεά. Η ιστορία αυτή παρατίθεται εις διπλούν από τον Χάινε, μια εκδοχή που είναι η παλαιά και μια νεώτερη. Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα τη διαφορά των εποχών, στις οποίες γράφτηκαν οι δυο αυτές εκδοχές.
και πέθανε το 1856 στο Παρίσι. Η καταγωγή του ήταν εβραϊκή και σε προχωρημένη μόλις ηλικία βαφτίστηκε χριστιανός. Σπούδασε νομικά και το 1825 έγινε διδάκτωρ της νομικής σχολής. Το 1831,ως φιλελεύθερος πολίτης ξένης χώρας, κατέφυγε στη Γαλλία. Ο ίδιος έζησε σε μια εποχή που διαποτίζονταν έντονα από το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και της Ιουλιανής Επανάστασης (1830), τον καιρό της διαμονής του στη Γαλλία. Γρήγορα οι οπαδοί των τυραννικών καθεστώτων, και δη του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος, διείδαν στο πρόσωπο και στο έργο του Χάινε μια “ρομαντική” ψυχή που με αμείωτο ζήλο μάχονταν κάθε προσπάθεια καταδυνάστευσης της ελευθερίας του ανθρώπου.
H διήγηση πραγματεύεται, σε γενικές γραμμές, την απόληξη που είχαν οι ειδωλολατρικοί θεοί μετά την εκτόπισή τους από τον Χριστιανισμό. Ιστορικά η σύγκρουση της νέας θρησκείας με την παλιά τοποθετείται κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και καταλήγει στην επικράτηση της νέας θρησκείας. Κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, καταστροφές αρχαίων ναών, μετατροπή ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς είναι οι συνέπειες αυτής της αλλαγής.
Το έργο αρχίζει ακριβώς με τη σύγκρουση του Χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας στο μυαλό του Ερρίκου Κίτσλερ, ενός συγγραφέα που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει γνωστός και αιτία ήταν η απόρριψη της συγγραφικής του προσπάθειας εξαιτίας του αδιέξοδου που βρισκόταν λόγω των αντικρουόμενων απόψεων πάνω στο εκάστοτε θέμα των συγγραμμάτων του. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά με το καινούριο του σύγγραμμα με θέμα την επικράτηση του Χριστιανισμού. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ερρίκος Κίτσλερ θυσιάζει τη δόξα από τα έργα του στο βωμό της αντικειμενικότητας, τέτοιας που θα ήθελε να είχε και ο Χάινε στο παρόν έργο του, όπως υπαινίσσεται στο τέλος αυτού του έργου. Η συζήτηση ξεπερνάει τα στενά όρια του συγγράμματος του Ερρίκου Κίτσλερ και αναπτύσσεται από τον Χάινε αντίλογος στην προσπάθεια του Κίτσλερ να εκφράσει και τα αρνητικά του Χριστιανισμού («– Σιωπή! – εφώναξα, για να τον εμποδίσω να πει περισσότερα, – σιωπή! Τολμάς, συ ο τυφλός ν’ αρνηθείς το φως το αληθινό;»).Ο Χάινε μας παρουσιάζει τον Χριστιανισμό σαν ένα θαύμα, ως το πιο σημαντικό κίνημα που έγινε ποτέ στην ανθρωπότητα («Από όλα τα θεάματα που μας παρουσιάζει η ιστορία, δεν υπάρχει τίποτε τόσο μεγαλειώδες και συγκινητικό όσο τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού, οι αγώνες – του και ο τελειωτικός θρίαμβός – του!»), απηχώντας εδώ κατά κάποιο τρόπο τις ιδέες του γερμα-νού φιλοσόφου Schelling.
H επικράτηση του Χριστιανισμού περιόρισε την ύπαρξη των ειδωλολατρικών θεών μόνο σε διάφορες λαϊκές δοξασίες, σαν αυτή που λέγεται ότι κάποιος γερμανός ιππότης περνούσε τακτικά από αρχαία ερείπια και θαύμαζε ένα καλλίγραμμο άγαλμα. Μια μέρα πέρασε σε μια ασυνήθιστη ώρα και μπροστά του αποκαλύφτηκαν ευωχίες και θεάματα. Ο ίδιος μέθυσε και αποκοιμήθηκε. Το πρωί που ξύπνησε τα πράγματα ήταν, όπως τα ήξερε. Μόνο το κεφάλι του αγάλματος που θαύμαζε βρισκόταν κομμένο μπροστά στα πόδια του. Μια δεύτερη εκδοχή αυτής της ιστορίας έχει επίκεντρο κάποιο δαχτυλίδι που φορούσε ένας νεαρός ιππότης και το τοποθέτησε στο δάχτυλο ενός αγάλματος, εν όσω έπαιζε με τους φίλους του. Η κίνηση του αυτή σήμαινε για το άγαλμα ότι αυτός ήταν πλέον ο νόμιμος του σύζυγος. Όταν, όμως, ο ιππότης παντρεύτηκε, κάθε βράδυ που πήγαινε να πλαγιάσει με τη σύζυγό του η θεά επενέβαινε ανάμεσά τους. Τα μάγια λύθηκαν τελικά με τη βοήθεια ενός ιερέα, του Πολύμνου, ο οποίος κατόπιν αυτού πέθανε.
Μια άλλη δοξασία σχετικά με την Αφροδίτη ήταν η ιστορία του Τανχάουζερ, του πιστού Έκκαρτ, φρουρού της εισόδου του όρους της θεάς, ο οποίος νοσταλγούσε την παλιά του ζωή και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θεά και τις κολασμένες απολαύσεις της. Ο ιππότης πηγαίνει στη Ρώμη, όπου προστρέχει στον πάπα, του οποίου η εξουσία τονίζεται πολύ, και του εξηγεί αυτά που του συνέβησαν. Ο πάπας τον ξαποστέλνει αμείλικτα και αναγκάζει έτσι τον ιππότη να επιστρέψει πίσω στη θεά. Η ιστορία αυτή παρατίθεται εις διπλούν από τον Χάινε, μια εκδοχή που είναι η παλαιά και μια νεώτερη. Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα τη διαφορά των εποχών, στις οποίες γράφτηκαν οι δυο αυτές εκδοχές.