"Λύχνου σβεσθέντος πάσα γυνή Λαϊς"
(Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους)
Η Κόρινθος στην Αρχαιότητα ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις του ελληνικού κόσμου. Η ζωή της ήταν πολύ ακριβή σε σημείο να είναι η διαμονή σ΄αυτήν προσιτή μόνο σε πολύ πλούσιους. Τότε βγήκε η ρήση
“ου παντός πλειν ες Κόρινθον” (δεν είναι για τον καθένα να πάει στην Κόρινθο).
Όπως ήταν επόμενο, μαζί με τους λεφτάδες μαζεύτηκαν στην Κόρινθο και γυναίκες που προσφέραν τον έρωτα με αμοιβή, από τις συνηθισμένες πόρνες, που σύχναζαν στα άλση, την αγορά ή στα χαμαιτυπεία, ως τις επιφανείς εταίρες που η συναναστροφή μαζί τους στοίχιζε μια περιουσία!
Οι πόρνες της σειράς, που ψάρευαν τους πελάτες τους κάνοντας “πεζοδρόμιο” (που τότε φυσικά δεν υπήρχε) φορούσαν σανδάλια στις σόλες των οποίων υπήρχε σκαλισμένη ανάγλυφη η λέξη ΥΟΠΕ και όταν βάδιζαν στα στρωμένα με άμμο ή χώμα δρομάκια των αλσών, τυπωνόταν ανάποδα και διαβαζόταν ΕΠΟΥ (δηλαδή ακολούθα). Ο υποψήφιος πελάτης, διαβάζοντας αυτή τη λέξη, την ακολουθούσε ως το ενδιαίτημά της. Από την “τύπωση χαμαί” λοιπόν βγήκε το χαμαιτυπείον.
Τον καιρό που ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαϊς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο
“όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της” ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως
“τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια” και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος...)
Ανάμεσα στους “πελάτες” της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε:
"Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω".
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε
"ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν", δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Δέκα χιλιάδες δραχμές ισοδυναμούσαν τότε με δώδεκα κιλά αργύρου, δηλαδή κάπου 2000 ευρώ σήμερα. Τεράστιο ποσό για την εποχή.
Η Λαϊς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαϊς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαϊς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας:
"λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς".
Ύστερα όμως από αυτό το επεισόδιο η Λαϊς, μετανοημένη, δέχτηκε και πάλι τον Διογένη, αυτή τη φορά η ίδια αυτοπροσώπως και χωρίς καμιά αμοιβή. Όταν ο διαχειριστής του Αρίστιππου το έμαθε, παραπονέθηκε στο αφεντικό του ότι ενώ αυτός ξόδευε πολλά λεφτά για τη Λαϊδα, ο Διογένης απολάμβανε δωρεάν την εύνοιά της. Τότε ο Αρίστιππος του είπε:
"την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί τους άλλους".
(Tο θέμα της ιστορίας της ερωτικής νύχτας του Διογένη με την κακάσκημη υπηρέτρια της Λαϊδας, το έχει συμπεριλάβει ο αθεόφοβος ο Βοκκάκιος στο Δεκαήμερό του, στο διήγημα "το πάθημα του Επισκόπου")