Σελίδα 1 από 1

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΙΘΟΥΣ ΑΠΟΚΡΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Σεπ 2008, 06:58
από TEUTAMOS
Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΙΘΟΥΣ ΑΠΟΚΡΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

α. Το θεωρητικό υπόβαθρο

Ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Σωκράτη στο δικαστήριο και εν τέλει στο να πιει το κώνειον ήταν η αντιπαράθεσή του με τους ρήτορες. Ως μαθητής του, λοιπόν, ο Πλάτων συμπεριέλαβε στις πραγματείες του τη ρητορική. Σε δυο λόγους ο φιλόσοφος ασχολήθηκε με τη ρητορική, στον Φαίδρο και στον Γοργία. Αμφότεροι οι διάλογοι ενέχουν κριτική κατά της ρητορικής και των ρητόρων. Ενώ όμως στον Γοργία η ρητορική απορρίπτεται εντελώς σαν τέχνη, στον Φαίδρο (έργο μεταγενέστερο) ο Πλάτων δείχνει να υποχωρεί: δέχεται τη ρητορική σαν τέχνη, κάτω όμως από ορισμένες συνθήκες, και προσπαθεί να τη συμβιβάσει με τη φιλοσοφία και με τη διαλεκτική μέθοδο. Η διαλεκτική είναι η μέθοδος με την οποία επιχειρεί ο Σωκράτης να προσεγγίσει το αληθές. Για να αναλυθεί μια έννοια (π.χ. αρετή), πρέπει πρώτα να οριστεί επακριβώς. Έτσι, ο Σωκράτης ζητεί από τον Γοργία στην αρχή του ομώνυμου διαλόγου να ορίσει την ρητορική βάσει του αντικειμένου της, καθώς, όπως λέγει, δεν υπάρχει τέχνη άνευ γνωστικού αντικειμένου. Ο Γοργίας ορίζει τη ρητορική ως τέχνη ασχολουμένη με την ικανότητα της πειθούς επί των ζητημάτων δικαιοσύνης ή πολιτικής. Ο Σωκράτης, όμως, θέτει τον ορισμό αυτόν υπό αμφισβήτηση. Κατ’ αυτόν η ρητορική δεν αποτελεί τέχνη, ακριβώς επειδή δεν έχει ένα σαφές γνωστικό αντικείμενο. Η άποψη του Σωκράτους βασίζεται στα εξής επιχειρήματα: ότι δυο τινά είναι χαρακτηριστικά ως κίνητρα των ανθρωπίνων ενεργειών, η ηδονή και το αγαθόν, η ευχαρίστηση δηλαδή του ανθρώπου που είναι προσωρινή, και το καλό και το ωφέλιμο που διαρκεί περισσότερο. Συνεπώς, το αγαθόν πρέπει να επιδιώκεται από τον άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι να στερηθεί προσωρινά την ηδονήν. Ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούν οι τέχνες διαχωρίζονται σε πραγματικές τέχνες και σε πλαστές, κολακευτικές. Οι μεν στηρίζονται σε αληθινή, σε επιστήμην και επιδιώκουν να ωφελήσουν πραγματικά τον άνθρωπο, οι δε στηρίζονται στην εμπειρία και όχι στην γνώση, στην επιστήμην, δεν έχουν σκοπό να ωφελήσουν τον άνθρωπο, αλλά απλώς να τον κολακεύσουν και να τον τέρψουν για λίγο. Σ’ αυτήν την δεύτερη κατηγορία ανήκει και η ρητορική. Κάθε κολακευτική τέχνη επιδιώκει να αντικαταστήσει μιαν άλλη τέχνη αληθινή. Προσπαθεί δηλαδή να πείσει τους ανθρώπους ότι τους προσφέρει τις ωφέλειες που στην ουσία τους παρέχει η άλλη τέχνη, με μεγάλη επιτυχία μάλιστα καθώς απευθύνεται στην ηδονήν, στην οποία βασίζονται πολλοί των ανθρώπων. Η ρητορική προσπαθεί να αντικαταστήσει την δικαιοσύνη στη θεραπεία της ψυχής, όπως ακριβώς η μαγειρική επιδιώκει να αντικαταστήσει την ιατρική στη θεραπεία του σώματος. Συγκεκριμένα, η μαγειρική ισχυρίζεται ότι προσφέρει τροφές ωφέλιμες, ενώ τα εδέσματά της είναι απλώς νόστιμα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη ρητορική. Οι ρήτορες λέγουν ότι θέλουν να ωφελήσουν τον κόσμο, στην ουσία όμως θέλουν μόνον να τον ευχαριστήσουν. Στα δικαστήρια λ.χ. προσπαθούν να απαλλάξουν τους πελάτες τους από την ποινή, έστω κι αν αυτοί είναι άδικοι (κάτι που δεν έκανε ο Σωκράτης για τον εαυτό του). Αυτό όμως είναι για τον Σωκράτη λάθος, γιατί η αδικία και η ακολασία είναι νοσηρές ψυχικές καταστάσεις. Θα πρέπει δηλαδή κανείς, για να ωφεληθεί ψυχικά, να δεχτεί να τιμωρηθεί - αν είναι άδικος –ή και να το επιδιώκει ακόμα, γιατί η τιμωρία είναι ένας τρόπος σωφρονισμού της ψυχής. Αν πάλι η ψυχή κάποιου δεν μπορεί να θεραπευτεί από την αδικία, η τιμωρία του πάλι θα χρειαστεί για να λειτουργήσει ως μέσο παραδειγματισμού. Για τον Σωκράτη το να σώσεις τη ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι κατ’ ανάγκην ωφέλιμο πάντα, όταν αυτός είναι ασθενής την ψυχήν ή το σώμα, γιατί η παράταση της ζωής του πιθανότητα συνεπάγεται παράταση και της ασθένειάς του. Ο Σωκράτης θεωρεί τη ρητορική όχι τέχνη αλλά εμπειρία, τουτέστι την εμπειρική γνώση των διαφόρων ρητορικών τεχνασμάτων. Με αυτά τα τεχνάσματα προσπαθεί ο ρήτωρ να πείσει το ακροατήριό του και όχι κοινοποιώντας του το αληθές. Αυτό συμβαίνει αφενός επειδή δεν προφταίνει στα στενά χρονικά πλαίσια μια συνεδριάσεως να αναλύσει ενδελεχώς τις έννοιες του δικαίου και του αδίκου, αφετέρου επειδή μπορεί να θέλει να εξαπατήσει το κοινό του, οπότε να μην τον συμφέρει να πει την αλήθεια. Ένας από τους συνομιλητές του Σωκράτους στον Γοργία, ο Καλλικλής, αντιδρά σε αυτές τις απλουστευμένες κρίσεις για τη ρητορική. Πιστεύει ότι πράγματι κάποιοι ρήτορες ενεργούν σαν κόλακες του όχλου, με σκοπό να ικανοποιήσουν το ίδιον όφελος, αλλά υπάρχουν και άλλοι που ενδιαφέρονται να διαπαιδαγωγήσουν το πλήθος και να τον βελτιώσουν ηθικώς. Στους τελευταίους, τους καλούς ρήτορες, κατατάσσει τους μεγάλους πολιτικούς του αθηναϊκού παρελθόντος, π.χ. τον Θεμιστοκλή, τον Μιλτιάδη και τον Περικλή. Ωστόσο ούτε αυτούς παραδέχεται ο Σωκράτης. Ο Γοργίας ισχυρίζεται ότι στους μαθητές του διδάσκει το δίκαιο. Αν όμως κάποιος που σπούδασε ρητορική φέρεται αδίκως στην συνέχεια στο δάσκαλό του ή σε άλλους ανθρώπους, τότε δεν μπορεί να έχει διδαχτεί πραγματικά το δίκαιο. Ως κάτι το αντίθετο με τη ρητορική ο Σωκράτης προβάλλει τη δική του μέθοδο, τη διαλεκτική, που τη μεταχειρίζεται στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το αληθές. Η διαλεκτική στηρίζεται στο διάλογο, ενώ στη ρητορική κυριαρχεί κατά πολύ ο μονόλογος, ωστόσο η διαφορά των δυο αυτών μεθόδων δεν περιορίζεται μόνο στην οργάνωση του λόγου. Η διαλεκτική του Σωκράτους στοχεύει στην αναζήτηση και εύρεση του αληθούς, ενώ η ρητορική κατατείνει στο να πείσει για μια άποψη, παραμελώντας για το ορθόν αυτής της άποψης.

β. Πρακτικές εφαρμογές πάνω σε πολιτικούς λόγους

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα τμήμα από τον λόγο του τότε προέδρου Κ. Καραμανλή σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πραγματοποιήθηκε το 1979. Συγκεκριμένα στις 28 Μαΐου υπογράφτηκε στο Ζάππειο Μέγαρο η συνθήκη ΄΄περί προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας΄΄. Μετά την υπογραφή της συνθήκης και παρουσία αρχηγών κρατών, πρωθυπουργών και υπουργών εξωτερικών των εννέα άλλων κρατών μελών της Κοινότητας ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Κ. Καραμανλής εκφώνησε τον παρακάτω πολιτικό λόγο:

«Κύριε Πρόεδρε. Κύριοι Πρωθυπουργοί, Κύριε Πρόεδρε της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Κύριοι Υπουργοί, Κυρίες και Κύριοι. Επιθυμώ να εκφράσω την ειλικρινή χαρά μου, που είναι και χαρά του Ελληνικού Λαού για την παρουσία σας στη χώρα μου, που γίνεται από σήμερα και δική σας χώρα. Παρουσία που τιμά την Ελλάδα και μαρτυρεί την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδετε στην ένταξή μας στην Κοινότητα.
Την ιστορική αυτή ώρα, που οριοθετείται το τέρμα μιας πορείας και περιβάλλεται με πανηγυρικό τύπο η ταύτιση των πεπρωμένων μας με την Ευρώπη, επιθυμώ να ευχαριστήσω πρώτα την πολιτική ηγεσία των Εννέα Χωρών της Κοινότητας. Χάρις στην κατανόησή της και τις έγκαιρες παρεμβάσεις της υπερπηδήθηκαν πολύμορφες δυσχέρειες και επιτεύχθηκε η υπογραφείσα Συμφωνία.


Το τέρμα αυτής της πορείας δεν είναι παρά η δεκαοκταετής εργώδης προσπάθεια να ενταχθεί η χώρα μας στην πλειάδα των χωρών που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Είναι εξόφθαλμος ο πανηγυρικός και ευχαριστήριος τόνος του λόγου εδώ που περνάει μέσα από ένα επιθυμώ που εκπροσωπεί έτσι την επιθυμία ολόκληρου του ελληνικού λαού. Πολύ εύστοχα άφησε να προηγηθεί στο λόγο ο λόγος για τον οποίο θα έρθει κατόπιν να εκφράσει ρητά την επιθυμία του (επιθυμώ να ευχαριστήσω). Έτσι, η ταύτιση των πεπρωμένων μας με την Ευρώπη υπάγεται σαν αιτία της ευχαριστίας του. Βέβαια, ταύτιση δεν μπορεί να υφίσταται σε μια Ένωση που έχει πρωτίστως τα χαρακτηριστικά της οικονομικής και εμπορικής διεύρυνσης και δευτερευόντως όλα τα άλλα. Επομένως, η σχέση δεν είναι σχέση ταύτισης, αλλά μάλλον συμφέροντος, και με αυτόν τον τρόπο το χάρις στην κατανόησή της εξανεμίζεται ως μάλλον έμπλεω συναισθηματισμού από τον ομιλούντα, καθώς σε άλλου είδους σχέσεις υπακούουν τα συμφέροντα.

Επιβεβαιώθηκε έτσι για άλλη μια φορά ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι ούτε επιθυμεί να γίνη κλειστή λέσχη και μάλιστα λέσχη πλουσίων.

Το ρ. επιβεβαιώθηκε σε παθητική φωνή προσδίδει μια αοριστία για το ποιος το επιβεβαίωσε ή αλλιώς από ποιον επιβεβαιώθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι ούτε επιθυμεί να γίνη κλειστή λέσχη. Το ότι δεν είναι λέσχη πλουσίων δεν είναι απόλυτα αληθές, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε από πλούσιες χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία κτλ) και μέσα από επιμέρους σχηματισμούς (ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ). Το ότι δεν επιθυμεί να γίνει λέσχη πλουσίων είναι μάλλον συναισθηματικής και υποκειμενικής αξίας, προσέτι δε αφήνει το υπονοούμενο (ήτοι λαμβάνεται ως τέτοιο) ότι μπορεί άθελά της (δεν επιθυμεί) να γίνει λέσχη πλουσίων, και τότε τα πράγματα κατευθύνονται προς άλλη μεριά. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι οικονομίες όλων των κρατών – μελών είναι δυσανάλογες, με τις πλούσιες χώρες να στηρίζουν τις αδύναμες οικονομικά.

Θεωρώ επίσης υποχρέωσή μου να εξάρω την συμβολή της Επιτροπής. Τόσο η Επιτροπή, όσο και τα τεχνικά και διοικητικά στελέχη εργάστηκαν για τον σκοπό αυτό με επιστημονική ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και ειλικρινή αφοσίωση στην Κοινοτική Ιδέα.
Τέλος αισθάνομαι το χρέος να αποτίσω φόρο τιμής προς τους απωτέρους και εγγυτέρους σκαπανείς της Ευρωπαϊκής Ιδέας.


Οι σκαπανείς βέβαια δεν είναι άλλοι από τον Ντε Γκωλ, τον Κορράδο Αδενάουερ, τον Σπάχ και άλλους που οραματίστηκαν την Ιδέα της Ευρώπης. Η αναφορά σ’ αυτούς έστω και υπαινικτικά προσλαμβάνεται θετικά και κολακευτικά από τους ξένους – δυτικούς παρευρισκόμενους στην τελετή ένταξης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Προσωπικώς αισθάνομαι τη στιγμή αυτή βαθύτατη συγκίνηση. Ένας σταθερός οραματισμός και μια αταλάντευτη πίστη στην αναγκαιότητα της Ενωμένης Ευρώπης και στην ευρωπαϊκή μοίρα της χώρας μου βρίσκουν σήμερα, ύστερα από 18 χρόνια, την δικαίωσή τους.
Η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μολονότι αποτελεί πολυσήμαντο ιστορικό γεγονός, δεν συνεπάγεται ωστόσο αλλαγή κλίματος για την χώρα μου. Η Ευρώπη με το ελληνικό της όνομα της είναι οικείος χώρος, αφού ο πολιτισμός της είναι σύνθεση του ελληνικού, του ρωμαϊκού και του χριστιανικού πνεύματος. Μια σύνθεση στην οποία, όπως είπα και άλλοτε, το ελληνικό πνεύμα εισέφερε την ιδέα της ελευθερίας, της αλήθειας και της ομορφιάς. Το ρωμαϊκό πνεύμα την ιδέα του κράτους και του δικαίου. Και ο Χριστιανισμός την πίστη και την αγάπη.
Επάνω σ’ αυτόν τον κοινό πολιτισμό καλούμεθα να οικοδομήσουμε τη Νέα Ευρώπη.


Η αλλαγή κλίματος θα είναι αναπόφευκτη και σίγουρα δεν θα είναι τα πράγματα όπως είχαν. Η επιμονή του ομιλούντος να παρουσιάζει το γεγονός ότι δε θα υπάρξει αλλαγή κλίματος, απευθύνεται στους Έλληνες, προκειμένου να πείσει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν θα επηρεάσει στο παραμικρό τα πράγματα στη χώρα. Τέλος, οι τρεις θεμελιώδεις αξίες, η ελληνική ιδέα, η ρωμαϊκή ιδέα και ο Χριστιανισμός, θα είναι το οπλοστάσιο της Νέας Ευρώπης. Εις εκ των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ιδέας, ο Ντε Γκώλ, είχε προσθέσει και τα σύνορα ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ΕΕ, πράγμα που εδώ δεν αναφέρεται, γιατί ακριβώς είναι ένα θέμα που παραμένει ανοικτό, τουτέστι με όποια σύνορα και αν εμφανίζεται η Ευρώπη από αυτά και θα χαρακτηρίζεται.

Η ενοποίηση της Ευρώπης πιστεύω ότι θα είναι το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός στην ιστορία της Ηπείρου μας. Ένα γεγονός που θα επηρεάσει όχι μόνο την μοίρα της Ευρώπης αλλά και την πορεία της ανθρωπότητας. Γιατί θα εξισορροπήση το συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο, θα κατοχυρώση την ανεξαρτησία της Ευρώπης και θα συμβάλη στην εμέδωση της παγκόσμιας τάξεως και ειρήνης.

Η δημιουργία της ΕΕ έχει ως φιλοδοξία να αλλάξει τις παγκόσμιες ισορροπίες και τον συσχετισμό δυνάμεων μετά το πέρας του Β΄ΠΠ.

Η Ελλάς προσέρχεται στην Ευρώπη με την βεβαιότητα ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εμπεδώνεται για όλα τα μέρη η εθνική ανεξαρτησία, κατοχυρώνονται οι δημοκρατικές ελευθερίες, επιτυγχάνεται η οικονομική ανάπτυξη και γίνεται με τη συνεργασία όλων κοινός καρπός ή κοινωνική και οικονομική πρόοδος.
Και για να μετάσχωμε σ’ αυτή την προσπάθεια, έχομε την απόφαση να επιχειρήσουμε τις διορθωτικές μεταβολές και τους θεσμικούς εκσυγχρονισμούς, που θα διευκολύνουν την πορεία μας. ΄Εχομε συνείδηση των δυσχερειών. Αισιοδοξούμε όμως ότι με την πάνδημη κινητοποίηση, την διαρκή εγρήγορση αλλά και την κατανόηση των Εταίρων μας, θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες. Διδαχθήκαμε από τον Κλασσικό Ελληνισμό ότι ΄΄χαλεπά τα καλά΄΄.

Είναι η δεύτερη φορά που επικαλείται την κατανόηση των Εταίρων μας, που, όπως εξηγήσαμε, είναι ανυπόστατο σε περιβάλλον αυτού του είδους.

Παράλληλα όμως η χώρα μας φιλοδοξεί να συμβάλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, στην πραγματοποίηση της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία βαθύτατα πιστεύει. Η Ελλάς πιστεύει ότι μπορεί να προσφέρη την δυνατότητα ενός ευρύτερου καταμερισμού του έργου, με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η γεωγραφική της θέση, το πολιτικό της παρελθόν και το πολιτιστικό της επίπεδο προσφέρουν τις προϋποθέσεις της αναπτύξεως ευρύτερων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων με τον βαλκανικό και τον μεσογειακό χώρο.