Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος
Δημοσιεύτηκε: Δευ 08 Μαρ 2010, 03:07

Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος
Το Σώμα Και Η Ψυχή
« Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα είναι αληθή, αγαπητέ Σιμμία, υπάρχει μεγάλη ελπίς, όταν κανείς φθάση εκεί όπου εγώ πορεύομαι, εκεί
περισσότερον απο κάθε άλλο μέρος, να αποκτήση τούτο, πρός απόκτησιν τού οποίου κατεβάλομεν κατά τον παρελθόντα βίον μας τόσην μεγάλην
φροντίδα, ώστε ή αποδημία, η οποία τώρα έχει προσταχθή είς εμέ, με γεμίζει με αγαθάς ελπίδας καί το ίδιον αποτέλεσμα θα φέρη είς κάθε ά-
νθρωπον, ο οποίος θα πιστεύση ότι η ψυχή του είναι προπαρασκευασμένη καί τρόπον τινά καθαρά »|. {67b-c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Είς το ανωτέρω παράθεμα βλέπομε να εκφράζεται η ιδέα τής φιλοσοφίας ώς "μελέτης θανάτου", καθώς τότε δυνάμεθα να ελπίζωμε πώς θα αποκτήσωμε αυτό το οποίον με τόσην φροντίδα επεδιώξαμε. Κυρίαρχον στοιχείον είναι η ελπίς, αυτή δίδει τον τόνον είς το ανωτέρω απόσπασμα, αλλά και είς όλον τον διάλογον. Ο διάλογος λαμβάνει χώραν στο δεσμωτήριον όπου ο Σωκράτης περνά τάς τελευταίας του ώρας, προτού πιή το κώνειον, ή εκτέλεσις του έχει αναβληθή λόγω τής επισκέψεως τού ιερού Αθηναϊκού πλοίου είς την Δήλον διά τόν εορτασμόν τής νίκης τού Θησέως επί τού Μινωταύρου. Η συζήτησις μεταξύ τού Σωκράτους και τών μαθητών του, Κέβητος, Κρίτωνος, Σιμμίου καί Φαίδωνος, αρχίζει με μίαν συζήτησιν περί της σχέσεως της ψυχής πρός το σώμα. Έν αρχή τίθεται το θέμα εάν κάποιος δικαιούται να αποχωρήση έκ τής ζωής οικειοθελώς {61d κ.εξ}. Ο Κέβης αναφέρει πώς ήκουσε τον Φιλόλαον ο οποίος εθεώρει μή θεμιτήν την αυτοκτονίαν, ο δέ Σωκράτης αναφέρει την "μυστικήν διδασκαλίαν" περί αυτού:
« Ο μέν λοιπόν μεταξύ τών απορρήτων διδασκαλιών λεγόμενος λόγος περί αυτών, ότι ευρισκόμεθα είς κάποιαν φυλακήν οι άνθρωποι, δεν
πρέπει τις να απαλλάτη τον εαυτόν του έκ ταύτης και να φεύγη, και σοβαρός μου φαίνεται και ουχί εύκολος να τον κατανοήσωμεν είς όλον
του το βάθος. Αλλά όμως, Κέβη, τούτο βεβαίως θεωρώ ώς ορθώς λεγόμενον, ότι οι θεοί είναι οι φροντίζοντες περί ημών, και ότι ημείς οι
άνθρωπο είμεθα έν εκ τών κτημάτων αυτών »|. {62b}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Ο Δαμάσκιος είς τα Σχόλιά του είς τον "Φαίδωνα" αναφέρεται είς την φρουράν ώς τον δεσμόν μετά του σώματος, την διάρκειαν τού οποίου ορίζουν οι θεοί. Αν λοιπόν, μόνοι μας εξαγάγωμε την ψυχήν μας, αυτό είναι ουχί "άφεσις", αλλά "απόδρασις". Μόνον ο Διόνυσος δύναται να μας λύση, διό καί καλείται Λυσεύς, ο λύων τόν δεσμόν ών άν εθέλη. Ο Σωκράτης καλείται έν συνεχεία υπό του Κέβητος καί του Σιμμίου να δικαιολογήση πώς ενώ η αυτοκτονία δέν επιτρέπεται, ο φιλόσοφος "το αποθνήσκειν επιτηδεύει", μελετά δηλαδή καί επιδιώκει τόν θάνατον. Ναί, αλλά ποιόν θάνατον; Δίδεται, λοιπόν, ή εκκίνησις είς την όλην συζήτησιν περί τής φύσεως τού θανάτου, όστις ορίζεται ώς απαλλαγή τής ψυχής από το σώμα. Βασικόν πρόβλημα το οποίον θίγεται είναι αυτό τών αισθήσεων καί του απατηλού χαρακτήρος αυτών, τίθεται λοιπόν το θέμα κατά πόσον ο άνθρωπος δύναται να κατακτήση τήν σοφίαν διά του σώματος ή της ψυχής. Θα παραθέσωμε λοιπόν εδώ ένα χαρακτηριστικόν χωρίον. Λέγει ο Σωκράτης:
« Επομένως εκείνος δύναται να κάμη τούτο καθαρώτατα, ο οποίος βαδίζει είς την εργασίαν με μόνην τήν διάνοιαν, μή λαμβάνων ώς βοηθό
κατά την πνευματικήν εργασίαν την δράσιν, μήτε άλλην τινα αίσθησιν σύρων μετά τού λογισμού, αλλ'αυτήν καθ'εαυτήν την διάνοιαν μετα-
χειριζόμενος, επιχειρεί να εξατάζη έκ των ιδεών μόνον, ελεύθερος όσον το δυνατόν, από τών οφθαλμών και τών ώτων, καί ίνα είπω α-
κριβέστερον, ολοκλήρου του σώματος, διότι αυτό ταράσσει καί δεν αφήνει την ψυχήν να αποκτήση τήν αλήθειαν καί καθαράν γνώσιν, όταν
συμμετέχη; Άραγε ο τοιούτος, Σιμμία, δέν θα επιτύχη περισσότερον απο κάθε άλλον τήν αληθή ουσίαν τών όντων; »|. {65e-66a}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Και συνεχίζει:
« Διότι καί πολέμους καί επαναστάσεις καί μάχας ουδέν άλλο προξενεί παρά το σώμα καί αί επιθυμίαι τούτου. Διότι έξ αιτίας τής απο-
κτήσεως του πλούτου γίνονται όλοι οί πόλεμοι, τα δέ χρήματα αναγκαζόμεθα να αποκτώμεν έξ αιτίας τού σώματος, όντες υπηρέται της
τής περιποιήσεως τούτου, καί έξ αιτίας τούτου δέν δυνάμεθα νά φιλοσοφώμεν, έξ αιτίας δηλαδή τών παντός είδους περιποιήσεων που
απαιτεί το σώμα. Το δέ χείριστον πάντων είναι ότι, και άν επιτύχωμεν κάποιαν ελευθερίαν από το σώμα καί τραπώμεν πρός το να εξ-
ετάσωμεν κάτι, κατά τάς ερεύνας πανταχού πάντοτε παρεμπίπτον το σώμα {ακαταλλήλως} προκαλεί θόρυβον καί σύγχυσιν καί παραλύει
τήν ελευθέραν ενέργειαν τού πνεύματος,ώστε να μή δύναται τίς εξαιτίας του να διακρίνη τήν αλήθειαν. Αλλά τώ όντι είναι φανερόν είς
ημάς, ότι, εάν σκοπεύωμεν κάποτε σαφώς να γνωρίσωμεν κάτι, πρέπει να χωριζώμεθα από του σώματος καί με μόνην τήν ψυχήν να πα-
ρατηρήσωμεν τα πράγματα αυτά καθ'εαυτά, καί τότε, ώς φαίνεται, θα απολαύσωμεν εκείνο, το οποίον επιθυμούμεν καί του οποίου λέγο-
μεν ότι είμεθα ερασταί, δηλαδή τήν φρόνησιν, όταν αποθάνωμεν, όπως ή προηγουμένη ανάπτυξις φανερώνει, ουχί δέ όταν ζώμεν. Διότι,
άν δέν είναι δυνατόν μετά τού σώματος να γνωρίσωμεν κάτι καθαρώς, έν έκ τών δύο συμβαίνει, ή δέν δυνάμεθα ποτέ να αποκτήσωμεν
τήν γνώσιν ή μόνον όταν αποθάνωμεν, διότι τότε ή ψυχή θα είναι μόνη της, χωρισμένη απο το σώμα, ουχί δε πρότερον »|. {66c κ.εξ.}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
κατά την πνευματικήν εργασίαν την δράσιν, μήτε άλλην τινα αίσθησιν σύρων μετά τού λογισμού, αλλ'αυτήν καθ'εαυτήν την διάνοιαν μετα-
χειριζόμενος, επιχειρεί να εξατάζη έκ των ιδεών μόνον, ελεύθερος όσον το δυνατόν, από τών οφθαλμών και τών ώτων, καί ίνα είπω α-
κριβέστερον, ολοκλήρου του σώματος, διότι αυτό ταράσσει καί δεν αφήνει την ψυχήν να αποκτήση τήν αλήθειαν καί καθαράν γνώσιν, όταν
συμμετέχη; Άραγε ο τοιούτος, Σιμμία, δέν θα επιτύχη περισσότερον απο κάθε άλλον τήν αληθή ουσίαν τών όντων; »|. {65e-66a}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Και συνεχίζει:
« Διότι καί πολέμους καί επαναστάσεις καί μάχας ουδέν άλλο προξενεί παρά το σώμα καί αί επιθυμίαι τούτου. Διότι έξ αιτίας τής απο-
κτήσεως του πλούτου γίνονται όλοι οί πόλεμοι, τα δέ χρήματα αναγκαζόμεθα να αποκτώμεν έξ αιτίας τού σώματος, όντες υπηρέται της
τής περιποιήσεως τούτου, καί έξ αιτίας τούτου δέν δυνάμεθα νά φιλοσοφώμεν, έξ αιτίας δηλαδή τών παντός είδους περιποιήσεων που
απαιτεί το σώμα. Το δέ χείριστον πάντων είναι ότι, και άν επιτύχωμεν κάποιαν ελευθερίαν από το σώμα καί τραπώμεν πρός το να εξ-
ετάσωμεν κάτι, κατά τάς ερεύνας πανταχού πάντοτε παρεμπίπτον το σώμα {ακαταλλήλως} προκαλεί θόρυβον καί σύγχυσιν καί παραλύει
τήν ελευθέραν ενέργειαν τού πνεύματος,ώστε να μή δύναται τίς εξαιτίας του να διακρίνη τήν αλήθειαν. Αλλά τώ όντι είναι φανερόν είς
ημάς, ότι, εάν σκοπεύωμεν κάποτε σαφώς να γνωρίσωμεν κάτι, πρέπει να χωριζώμεθα από του σώματος καί με μόνην τήν ψυχήν να πα-
ρατηρήσωμεν τα πράγματα αυτά καθ'εαυτά, καί τότε, ώς φαίνεται, θα απολαύσωμεν εκείνο, το οποίον επιθυμούμεν καί του οποίου λέγο-
μεν ότι είμεθα ερασταί, δηλαδή τήν φρόνησιν, όταν αποθάνωμεν, όπως ή προηγουμένη ανάπτυξις φανερώνει, ουχί δέ όταν ζώμεν. Διότι,
άν δέν είναι δυνατόν μετά τού σώματος να γνωρίσωμεν κάτι καθαρώς, έν έκ τών δύο συμβαίνει, ή δέν δυνάμεθα ποτέ να αποκτήσωμεν
τήν γνώσιν ή μόνον όταν αποθάνωμεν, διότι τότε ή ψυχή θα είναι μόνη της, χωρισμένη απο το σώμα, ουχί δε πρότερον »|. {66c κ.εξ.}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Προσθέτει δέ, ο Σωκράτης, ότι καθ'όσον ζώμεν, τόσον πλησιέστερον είμεθα πρός την γνώσιν {"το ειδέναι"}, όσον ολιγώτερον "επικοινωνούμε" ή καί ταυτιζόμεθα με το σώμα. Οφείλομε μάλλον να "καθαρεύωμε άπ'αυτού", να φυλαττώμεθα καθαροί δηλαδή. Όταν δε ελευθερωθώμεν απο το σώμα διά τού θανάτου, θα δυνηθώμεν να γνωρίσωμεν το "ειλικρινές", ήτοι το "αληθές". Καταλήγει λοιπόν, με το απόσπασμα το οποίον παραθέσαμε έν αρχή:
« Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα είναι αληθή, αγαπητέ Σιμμία, υπάρχει μεγάλη ελπίς, όταν κανείς φθάση εκεί όπου εγώ πορεύομαι,
εκεί περισσότερον απο κάθε άλλο μέρος, να αποκτήση τούτο, πρός απόκτησιν τού οποίου κατεβάλομεν τόσην μεγάλην φροντίδα, ώστε ή α-
ποδημία, ή οποία τώρα έχει προσταχθή είς εμέ, με γεμίζει με αγαθάς ελπίδας καί το ίδιον αποτέλεσμα θα φέρη είς κάθε άνθρωπον, ο οπ-
οίος θα πιστεύση ότι η ψυχή του είναι προπαρασκευασμένη καί τρόπον τινά καθαρά »|. {67c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Αρχίζομε να αντιλαμβανώμεθα, λοιπόν, την έννοιαν τής "παιδείας θανάτου".
Η "Κάθαρσις" Και Ο Ορισμός Του Θανάτου
Έν συνεχεία γίνεαι λόγος διά την "κάθαρσιν" και τον ορισμόν τού θανάτου:
« Κάθαρσις λοιπόν δέν είναι τούτο, το οποίον πρό ολίγου ελέγομεν, να χωρίζη τις όσον το δυνατόν τήν ψυχήν από το σώμα καί να συνη-
θίση αυτήν, ώστε απαλλασσομένη όλων τών μελών τού σώματος να συγκεντρώνεται καί να περιορίζεται είς εαυτήν καί να οική κατά το
δυνατόν καί έν τώ παρόντι καί έν τώ μελλόντι βίω μόνη, αυτή καθ'εαυτήν, απαλλασσομένη τού σώματος ωσάν να απαλλάσσεται απο δέ-
σμά; -Βεβαιότατα, απήντησεν ό Σιμμίας- Λοιπόν...τούτο ονομάζεται θάνατος...δηλαδή, ο χωρισμός τής ψυχής, από του σώματος;
-Βεβαιότατα, απήντησεν ο Σιμμίας- Δεικνύουν δέ προθυμίαν νά απαλλάσσουν αυτήν από τού σώματος, όπως ισχυριζόμεθα, πάντοτε
καί μόνοι οι γνήσιοι φιλόσοφοι, καί αυτό τούτο είναι το αντικείμενον τής φροντίδας τών φιλοσόφων, δηλαδή η απαλλαγή καί ο χωρισμός
τής ψυχής από του σώματος; ή όχι; -Είναι φανερόν τούτο- Λοιπόν, πράγμα που έλεγα καί είς την αρχήν, θα ήτο γελοίον, ο άνθρωπος,
ο οποίος ετοιμάζει τον εαυτόν του είς την ζωήν του, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησίον του θανάτου, όταν έλθη ο θάνατος να αγα-
νακτή; Δεν θα ήτο γελοίον; -Πώς όχι;- Πράγματι, λοιπόν, Σιμμία, οι ορθώς φιλοσοφούντες φροντίζουν ν'αποθνήσκουν καί ο θάνατος
ολιγώτερον απο όλους τούς ανθρώπους είναι δι'αυτούς φοβερός. Σκέψου δέ ώς εξής, εάν δηλαδή έχουν έλθει οι αληθείς φιλόσοφοι είς
έχθραν πρός το σώμα κατά πάντα τρόπον, επιθυμούν δέ να έχουν την ψυχήν των αυτήν καθ'εαυτήν {χωρισμένην απο το σώμα}, εάν δέ,
αφού επιτύχουν τούτο, φοβώνται καί αγανακτούν, δεν θα ήτο τούτο χονδροειδής παραλογισμός, εάν δεν επορεύοντο ευχαρίστως εκεί ό
που, εάν φθάσουν, υπάρχει ελπίς να επιτύχουν εκείνο το οποίον επιθυμούν καθ'όλην την ζωήν των {καθαράν σοφίαν} και να είναι α-
πηλλαγμένοι τούτου, πρός το οποίον είχον έλθει είς έχθραν, όταν υπήρχε μετ'αυτών; »|. {67c κ.εξ.}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Βασική διάκρισις τής μοίρας τών θνητών είς τον Άδη
Κατόπιν, ο Σωκράτης τονίζει τήν σημασίαν τής "φρονήσεως", καθώς και η ανδρεία καί η σωφροσύνη καί η δικαιοσύνη αποκτώνται μόνον μετά τής φρονήσεως.
« Και φαίνεται ότι εκείνοι οι γνωστοί οί οποίοι ίδρυσαν τα μυστήρια δέν είναι τυχαίοι, αλλά πράγματι από παλαιούς χρόνους συμβολικώς
υποδηλούν, ότι όποιος ακατήχητος καί ατέλεστος έρχεται είς τον Άδην, θα κείται είς τον βόρβορον, ο δέ κεκαθαρμένος καί "τετελεσμέ
νος", όταν μεταβή εκεί, θα κατοική μετά τών θεών. Υπάρχουν δέ, όπως λέγουν οι ασχολούμενοι με τας τελετάς τών μυστηρίων, "πολλοί
μέν οί "ναρθηκοφόροι" {οι έχοντες τα εξωτερικά σύμβολα τής λατρείας τού Διονύσου}, ολίγοι δέ οί "βάκχοι" {πραγματικοί μεμυημένοι},
και ούτοι δεν είναι κατά την γνώμην μου άλλοι παρά εκείνοι οί οποίοι έχουν φιλοσοφήσει γνησίως. Και εγώ δέ ουδόλως έπαυσα κατά το
δυνατόν είς τον βίον μου, αλλά κατά πάντα τρόπον επεζήτησα να γίνω είς έκ τούτων. Εάν δέ εγώ επεζήτησα καί κατόρθωσα κάτι, όταν
έλθω εκεί, θα γνωρίσω τή αλήθειαν, άν θέλη ο Θεός, ολίγον ύστερα, καθώς νομίζω. Ταύτα λοιπόν, Σιμμία καί Κέβη, είπεν ο Σωκράτης,
απολογούμαι, ότι εγκαταλείπων εσάς καί τους εδώ κυρίους, ευλόγως δέν αγανακτώ, ουδέ βαρυθυμώ, σκεπτόμενος ότι και εκεί έξ ίσου,
ώς και εδώ,θα εύρω αγαθούς κυρίους καί συντρόφους, οι πολλοί όμως δυσκολεύονται να πιστεύσουν τούτο.Εάν λοιπόν είμαι κάπως πει-
στικώτερος κατά την απολογίαν μου είς εσάς παρά είς τούς δικαστάς τών Αθηναίων, θα ήμουν ευχαριστημένος διά τούτο »|. {69c-d}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Η Πρώτη Απόδειξις Περί Αθανασίας Τής Ψυχής: Τα Ενάντια Έκ Τών Εναντίων
Η πρώτη απόδειξις στηρίζεται επί της αρχής τών εναντίων, ήτοι οι ζώντες προέρχονται έκ τών αποθανόντων. Αναφέρεται δέ είς την μετενσωμάτωσην ώς "παλαιόν λόγον" ο Σωκράτης.
« Υπάρχει λοιπόν κάποιος παλιός θρύλος, τον οποίον διατηρούμεν είς την μνήμην μας, ότι φθάσασαι απο εδώ αί ψυχαί υπάρχουν εκεί καί
πάλιν έρχονται πρός τα εδώ καί λαμβάνουν ύπαρξιν έκ τών αποθανόντων. Καί εάν τούτο ούτως έχη, δηλαδή οι ζώντες να γίνωνται πάλιν
έκ τών αποθανόντων, δέν είναι αληθές ότι αί ψυχαί μας υπάρχουν εκεί; Διότι βεβαίως δέν θα εγίνοντο πάλιν, άν δέν υπήρχαν, και τούτο
είναι αρκετή απόδειξις, ότι ο παλαιός θρύλος είναι ορθός, εάν ήθελε γίνει φανερόν ότι απο πουθενά αλλού δέν γίνονται αί ψυχαί παρά έκ
τών αποθανόντων. Εάν δέ δέν είναι δυνατόν τούοτο να αποδειχθή, θα εχρειάζετο τότε άλλη απόδειξις »|. {70c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Ο Σωκράτης προσφέρει κατόπιν τεκμηρίωσιν αυτής τής αποδείξεως διά της επικλήσεως τής "αρχής τών εναντίων" καί της εφαρμογής αυτής είς την εναλλαγήν ζωής καί θανάτου. Η απόδειξις αυτή στηρίζεται είς μίαν φιλοσοφικήν {Ηρακλείτειον} καί θρησκευτικήν {Ορφικήν, Πυθαγόρειον} αντίληψην, κατά τήν οποίαν "τα εναντία γεννώνται έκ τών εναντίων". Η έκ τών εναντίων γένεσις ισχύει καί διά τάς ηθικάς εννοίας, το "καλόν" έκ τού "αισχρού", το δίκαιον έκ τού αδίκου, καθώς καί διά τάς αφηρημένας εννοίας {το μείζον έκ του ελάττονος, το ισχυρόν έκ τού ασθενεστέρου το άμεινον έκ τού χείρονος κτλ} καί διά τάς καταστάσεις {διακρίνεσθαι-συγκρίνεσθαι, ψύχεσθαι-θερμαίνεσθαι}. Ιδιαιτέρα έμφασις χρειάζεται να τεθή είς το ότι κατ'αυτήν την αντίληψιν ή γένεσις δέν νοείται ώς ευθεία, αλλά ώς κυκλική διεργασία, εάν δεν υπάρχη αντιστοιχία καί αντιστρόφος κυκλική γένεσις μεταξύ τών αντιθέτων, αλλ'ήτο μόνον ευθεία η γένεσις, τότε κατά λογικήν συνέπειαν θα απέθνησκον όλα ή θα εκοιμώντο τον ύπνον τού Ενδυμίωνος.
Καταλήγουμε λοιπόν είς το συμπέρασμα:
« Διότι Κέβη, είπε, ώς νομίζω, έτσι έχει περισσότερον απο κάθε άλλο το πράγμα καί ημείς συμφωνούμεν είς αυτά ταύτα χωρίς να εξαπατώμεν
τούς εαυτούς μας, αλλ'υπάρχει πράγματι και το επανέρχεσθαι είς την ζωήν, και το ότι πράγματι έκ τών τεθνεώτων οι ζώντες γίνονται καί αι
ψυχαί τών τεθνεώτων υπάρχουν, και η τύχη των ψυχών τών αγαθών ειναι καλυτέρα, των δέ κακών χειροτέρα....»|. {72d}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
« Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα είναι αληθή, αγαπητέ Σιμμία, υπάρχει μεγάλη ελπίς, όταν κανείς φθάση εκεί όπου εγώ πορεύομαι,
εκεί περισσότερον απο κάθε άλλο μέρος, να αποκτήση τούτο, πρός απόκτησιν τού οποίου κατεβάλομεν τόσην μεγάλην φροντίδα, ώστε ή α-
ποδημία, ή οποία τώρα έχει προσταχθή είς εμέ, με γεμίζει με αγαθάς ελπίδας καί το ίδιον αποτέλεσμα θα φέρη είς κάθε άνθρωπον, ο οπ-
οίος θα πιστεύση ότι η ψυχή του είναι προπαρασκευασμένη καί τρόπον τινά καθαρά »|. {67c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Αρχίζομε να αντιλαμβανώμεθα, λοιπόν, την έννοιαν τής "παιδείας θανάτου".
Η "Κάθαρσις" Και Ο Ορισμός Του Θανάτου
Έν συνεχεία γίνεαι λόγος διά την "κάθαρσιν" και τον ορισμόν τού θανάτου:
« Κάθαρσις λοιπόν δέν είναι τούτο, το οποίον πρό ολίγου ελέγομεν, να χωρίζη τις όσον το δυνατόν τήν ψυχήν από το σώμα καί να συνη-
θίση αυτήν, ώστε απαλλασσομένη όλων τών μελών τού σώματος να συγκεντρώνεται καί να περιορίζεται είς εαυτήν καί να οική κατά το
δυνατόν καί έν τώ παρόντι καί έν τώ μελλόντι βίω μόνη, αυτή καθ'εαυτήν, απαλλασσομένη τού σώματος ωσάν να απαλλάσσεται απο δέ-
σμά; -Βεβαιότατα, απήντησεν ό Σιμμίας- Λοιπόν...τούτο ονομάζεται θάνατος...δηλαδή, ο χωρισμός τής ψυχής, από του σώματος;
-Βεβαιότατα, απήντησεν ο Σιμμίας- Δεικνύουν δέ προθυμίαν νά απαλλάσσουν αυτήν από τού σώματος, όπως ισχυριζόμεθα, πάντοτε
καί μόνοι οι γνήσιοι φιλόσοφοι, καί αυτό τούτο είναι το αντικείμενον τής φροντίδας τών φιλοσόφων, δηλαδή η απαλλαγή καί ο χωρισμός
τής ψυχής από του σώματος; ή όχι; -Είναι φανερόν τούτο- Λοιπόν, πράγμα που έλεγα καί είς την αρχήν, θα ήτο γελοίον, ο άνθρωπος,
ο οποίος ετοιμάζει τον εαυτόν του είς την ζωήν του, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησίον του θανάτου, όταν έλθη ο θάνατος να αγα-
νακτή; Δεν θα ήτο γελοίον; -Πώς όχι;- Πράγματι, λοιπόν, Σιμμία, οι ορθώς φιλοσοφούντες φροντίζουν ν'αποθνήσκουν καί ο θάνατος
ολιγώτερον απο όλους τούς ανθρώπους είναι δι'αυτούς φοβερός. Σκέψου δέ ώς εξής, εάν δηλαδή έχουν έλθει οι αληθείς φιλόσοφοι είς
έχθραν πρός το σώμα κατά πάντα τρόπον, επιθυμούν δέ να έχουν την ψυχήν των αυτήν καθ'εαυτήν {χωρισμένην απο το σώμα}, εάν δέ,
αφού επιτύχουν τούτο, φοβώνται καί αγανακτούν, δεν θα ήτο τούτο χονδροειδής παραλογισμός, εάν δεν επορεύοντο ευχαρίστως εκεί ό
που, εάν φθάσουν, υπάρχει ελπίς να επιτύχουν εκείνο το οποίον επιθυμούν καθ'όλην την ζωήν των {καθαράν σοφίαν} και να είναι α-
πηλλαγμένοι τούτου, πρός το οποίον είχον έλθει είς έχθραν, όταν υπήρχε μετ'αυτών; »|. {67c κ.εξ.}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Βασική διάκρισις τής μοίρας τών θνητών είς τον Άδη
Κατόπιν, ο Σωκράτης τονίζει τήν σημασίαν τής "φρονήσεως", καθώς και η ανδρεία καί η σωφροσύνη καί η δικαιοσύνη αποκτώνται μόνον μετά τής φρονήσεως.
« Και φαίνεται ότι εκείνοι οι γνωστοί οί οποίοι ίδρυσαν τα μυστήρια δέν είναι τυχαίοι, αλλά πράγματι από παλαιούς χρόνους συμβολικώς
υποδηλούν, ότι όποιος ακατήχητος καί ατέλεστος έρχεται είς τον Άδην, θα κείται είς τον βόρβορον, ο δέ κεκαθαρμένος καί "τετελεσμέ
νος", όταν μεταβή εκεί, θα κατοική μετά τών θεών. Υπάρχουν δέ, όπως λέγουν οι ασχολούμενοι με τας τελετάς τών μυστηρίων, "πολλοί
μέν οί "ναρθηκοφόροι" {οι έχοντες τα εξωτερικά σύμβολα τής λατρείας τού Διονύσου}, ολίγοι δέ οί "βάκχοι" {πραγματικοί μεμυημένοι},
και ούτοι δεν είναι κατά την γνώμην μου άλλοι παρά εκείνοι οί οποίοι έχουν φιλοσοφήσει γνησίως. Και εγώ δέ ουδόλως έπαυσα κατά το
δυνατόν είς τον βίον μου, αλλά κατά πάντα τρόπον επεζήτησα να γίνω είς έκ τούτων. Εάν δέ εγώ επεζήτησα καί κατόρθωσα κάτι, όταν
έλθω εκεί, θα γνωρίσω τή αλήθειαν, άν θέλη ο Θεός, ολίγον ύστερα, καθώς νομίζω. Ταύτα λοιπόν, Σιμμία καί Κέβη, είπεν ο Σωκράτης,
απολογούμαι, ότι εγκαταλείπων εσάς καί τους εδώ κυρίους, ευλόγως δέν αγανακτώ, ουδέ βαρυθυμώ, σκεπτόμενος ότι και εκεί έξ ίσου,
ώς και εδώ,θα εύρω αγαθούς κυρίους καί συντρόφους, οι πολλοί όμως δυσκολεύονται να πιστεύσουν τούτο.Εάν λοιπόν είμαι κάπως πει-
στικώτερος κατά την απολογίαν μου είς εσάς παρά είς τούς δικαστάς τών Αθηναίων, θα ήμουν ευχαριστημένος διά τούτο »|. {69c-d}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Η Πρώτη Απόδειξις Περί Αθανασίας Τής Ψυχής: Τα Ενάντια Έκ Τών Εναντίων
Η πρώτη απόδειξις στηρίζεται επί της αρχής τών εναντίων, ήτοι οι ζώντες προέρχονται έκ τών αποθανόντων. Αναφέρεται δέ είς την μετενσωμάτωσην ώς "παλαιόν λόγον" ο Σωκράτης.
« Υπάρχει λοιπόν κάποιος παλιός θρύλος, τον οποίον διατηρούμεν είς την μνήμην μας, ότι φθάσασαι απο εδώ αί ψυχαί υπάρχουν εκεί καί
πάλιν έρχονται πρός τα εδώ καί λαμβάνουν ύπαρξιν έκ τών αποθανόντων. Καί εάν τούτο ούτως έχη, δηλαδή οι ζώντες να γίνωνται πάλιν
έκ τών αποθανόντων, δέν είναι αληθές ότι αί ψυχαί μας υπάρχουν εκεί; Διότι βεβαίως δέν θα εγίνοντο πάλιν, άν δέν υπήρχαν, και τούτο
είναι αρκετή απόδειξις, ότι ο παλαιός θρύλος είναι ορθός, εάν ήθελε γίνει φανερόν ότι απο πουθενά αλλού δέν γίνονται αί ψυχαί παρά έκ
τών αποθανόντων. Εάν δέ δέν είναι δυνατόν τούοτο να αποδειχθή, θα εχρειάζετο τότε άλλη απόδειξις »|. {70c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Ο Σωκράτης προσφέρει κατόπιν τεκμηρίωσιν αυτής τής αποδείξεως διά της επικλήσεως τής "αρχής τών εναντίων" καί της εφαρμογής αυτής είς την εναλλαγήν ζωής καί θανάτου. Η απόδειξις αυτή στηρίζεται είς μίαν φιλοσοφικήν {Ηρακλείτειον} καί θρησκευτικήν {Ορφικήν, Πυθαγόρειον} αντίληψην, κατά τήν οποίαν "τα εναντία γεννώνται έκ τών εναντίων". Η έκ τών εναντίων γένεσις ισχύει καί διά τάς ηθικάς εννοίας, το "καλόν" έκ τού "αισχρού", το δίκαιον έκ τού αδίκου, καθώς καί διά τάς αφηρημένας εννοίας {το μείζον έκ του ελάττονος, το ισχυρόν έκ τού ασθενεστέρου το άμεινον έκ τού χείρονος κτλ} καί διά τάς καταστάσεις {διακρίνεσθαι-συγκρίνεσθαι, ψύχεσθαι-θερμαίνεσθαι}. Ιδιαιτέρα έμφασις χρειάζεται να τεθή είς το ότι κατ'αυτήν την αντίληψιν ή γένεσις δέν νοείται ώς ευθεία, αλλά ώς κυκλική διεργασία, εάν δεν υπάρχη αντιστοιχία καί αντιστρόφος κυκλική γένεσις μεταξύ τών αντιθέτων, αλλ'ήτο μόνον ευθεία η γένεσις, τότε κατά λογικήν συνέπειαν θα απέθνησκον όλα ή θα εκοιμώντο τον ύπνον τού Ενδυμίωνος.
Καταλήγουμε λοιπόν είς το συμπέρασμα:
« Διότι Κέβη, είπε, ώς νομίζω, έτσι έχει περισσότερον απο κάθε άλλο το πράγμα καί ημείς συμφωνούμεν είς αυτά ταύτα χωρίς να εξαπατώμεν
τούς εαυτούς μας, αλλ'υπάρχει πράγματι και το επανέρχεσθαι είς την ζωήν, και το ότι πράγματι έκ τών τεθνεώτων οι ζώντες γίνονται καί αι
ψυχαί τών τεθνεώτων υπάρχουν, και η τύχη των ψυχών τών αγαθών ειναι καλυτέρα, των δέ κακών χειροτέρα....»|. {72d}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|