Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Acid{RFE}
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 558
Εγγραφή: Δευ 08 Σεπ 2008, 16:56
Irc ψευδώνυμο: Acid{RFE}
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Land Of Freedom
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 1 φορά

Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος

Δημοσίευση από Acid{RFE} » Δευ 08 Μαρ 2010, 03:07

Εικόνα



Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος



Το Σώμα Και Η Ψυχή


« Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα είναι αληθή, αγαπητέ Σιμμία, υπάρχει μεγάλη ελπίς, όταν κανείς φθάση εκεί όπου εγώ πορεύομαι, εκεί
περισσότερον απο κάθε άλλο μέρος, να αποκτήση τούτο, πρός απόκτησιν τού οποίου κατεβάλομεν κατά τον παρελθόντα βίον μας τόσην μεγάλην
φροντίδα, ώστε ή αποδημία, η οποία τώρα έχει προσταχθή είς εμέ, με γεμίζει με αγαθάς ελπίδας καί το ίδιον αποτέλεσμα θα φέρη είς κάθε ά-
νθρωπον, ο οποίος θα πιστεύση ότι η ψυχή του είναι προπαρασκευασμένη καί τρόπον τινά καθαρά
»|. {67b-c}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Είς το ανωτέρω παράθεμα βλέπομε να εκφράζεται η ιδέα τής φιλοσοφίας ώς "μελέτης θανάτου", καθώς τότε δυνάμεθα να ελπίζωμε πώς θα αποκτήσωμε αυτό το οποίον με τόσην φροντίδα επεδιώξαμε. Κυρίαρχον στοιχείον είναι η ελπίς, αυτή δίδει τον τόνον είς το ανωτέρω απόσπασμα, αλλά και είς όλον τον διάλογον. Ο διάλογος λαμβάνει χώραν στο δεσμωτήριον όπου ο Σωκράτης περνά τάς τελευταίας του ώρας, προτού πιή το κώνειον, ή εκτέλεσις του έχει αναβληθή λόγω τής επισκέψεως τού ιερού Αθηναϊκού πλοίου είς την Δήλον διά τόν εορτασμόν τής νίκης τού Θησέως επί τού Μινωταύρου. Η συζήτησις μεταξύ τού Σωκράτους και τών μαθητών του, Κέβητος, Κρίτωνος, Σιμμίου καί Φαίδωνος, αρχίζει με μίαν συζήτησιν περί της σχέσεως της ψυχής πρός το σώμα. Έν αρχή τίθεται το θέμα εάν κάποιος δικαιούται να αποχωρήση έκ τής ζωής οικειοθελώς {61d κ.εξ}. Ο Κέβης αναφέρει πώς ήκουσε τον Φιλόλαον ο οποίος εθεώρει μή θεμιτήν την αυτοκτονίαν, ο δέ Σωκράτης αναφέρει την "μυστικήν διδασκαλίαν" περί αυτού:

« Ο μέν λοιπόν μεταξύ τών απορρήτων διδασκαλιών λεγόμενος λόγος περί αυτών, ότι ευρισκόμεθα είς κάποιαν φυλακήν οι άνθρωποι, δεν
πρέπει τις να απαλλάτη τον εαυτόν του έκ ταύτης και να φεύγη, και σοβαρός μου φαίνεται και ουχί εύκολος να τον κατανοήσωμεν είς όλον
του το βάθος. Αλλά όμως, Κέβη, τούτο βεβαίως θεωρώ ώς ορθώς λεγόμενον, ότι οι θεοί είναι οι φροντίζοντες περί ημών, και ότι ημείς οι
άνθρωπο είμεθα έν εκ τών κτημάτων αυτών
»|. {62b}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Ο Δαμάσκιος είς τα Σχόλιά του είς τον "Φαίδωνα" αναφέρεται είς την φρουράν ώς τον δεσμόν μετά του σώματος, την διάρκειαν τού οποίου ορίζουν οι θεοί. Αν λοιπόν, μόνοι μας εξαγάγωμε την ψυχήν μας, αυτό είναι ουχί "άφεσις", αλλά "απόδρασις". Μόνον ο Διόνυσος δύναται να μας λύση, διό καί καλείται Λυσεύς, ο λύων τόν δεσμόν ών άν εθέλη. Ο Σωκράτης καλείται έν συνεχεία υπό του Κέβητος καί του Σιμμίου να δικαιολογήση πώς ενώ η αυτοκτονία δέν επιτρέπεται, ο φιλόσοφος "το αποθνήσκειν επιτηδεύει", μελετά δηλαδή καί επιδιώκει τόν θάνατον. Ναί, αλλά ποιόν θάνατον; Δίδεται, λοιπόν, ή εκκίνησις είς την όλην συζήτησιν περί τής φύσεως τού θανάτου, όστις ορίζεται ώς απαλλαγή τής ψυχής από το σώμα. Βασικόν πρόβλημα το οποίον θίγεται είναι αυτό τών αισθήσεων καί του απατηλού χαρακτήρος αυτών, τίθεται λοιπόν το θέμα κατά πόσον ο άνθρωπος δύναται να κατακτήση τήν σοφίαν διά του σώματος ή της ψυχής. Θα παραθέσωμε λοιπόν εδώ ένα χαρακτηριστικόν χωρίον. Λέγει ο Σωκράτης:
« Επομένως εκείνος δύναται να κάμη τούτο καθαρώτατα, ο οποίος βαδίζει είς την εργασίαν με μόνην τήν διάνοιαν, μή λαμβάνων ώς βοηθό
κατά την πνευματικήν εργασίαν την δράσιν, μήτε άλλην τινα αίσθησιν σύρων μετά τού λογισμού, αλλ'αυτήν καθ'εαυτήν την διάνοιαν μετα-
χειριζόμενος, επιχειρεί να εξατάζη έκ των ιδεών μόνον, ελεύθερος όσον το δυνατόν, από τών οφθαλμών και τών ώτων, καί ίνα είπω α-
κριβέστερον, ολοκλήρου του σώματος, διότι αυτό ταράσσει καί δεν αφήνει την ψυχήν να αποκτήση τήν αλήθειαν καί καθαράν γνώσιν, όταν
συμμετέχη; Άραγε ο τοιούτος, Σιμμία, δέν θα επιτύχη περισσότερον απο κάθε άλλον τήν αληθή ουσίαν τών όντων;
»|. {65e-66a}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Και συνεχίζει:

« Διότι καί πολέμους καί επαναστάσεις καί μάχας ουδέν άλλο προξενεί παρά το σώμα καί αί επιθυμίαι τούτου. Διότι έξ αιτίας τής απο-
κτήσεως του πλούτου γίνονται όλοι οί πόλεμοι, τα δέ χρήματα αναγκαζόμεθα να αποκτώμεν έξ αιτίας τού σώματος, όντες υπηρέται της
τής περιποιήσεως τούτου, καί έξ αιτίας τούτου δέν δυνάμεθα νά φιλοσοφώμεν, έξ αιτίας δηλαδή τών παντός είδους περιποιήσεων που
απαιτεί το σώμα. Το δέ χείριστον πάντων είναι ότι, και άν επιτύχωμεν κάποιαν ελευθερίαν από το σώμα καί τραπώμεν πρός το να εξ-
ετάσωμεν κάτι, κατά τάς ερεύνας πανταχού πάντοτε παρεμπίπτον το σώμα {ακαταλλήλως} προκαλεί θόρυβον καί σύγχυσιν καί παραλύει
τήν ελευθέραν ενέργειαν τού πνεύματος,ώστε να μή δύναται τίς εξαιτίας του να διακρίνη τήν αλήθειαν. Αλλά τώ όντι είναι φανερόν είς
ημάς, ότι, εάν σκοπεύωμεν κάποτε σαφώς να γνωρίσωμεν κάτι, πρέπει να χωριζώμεθα από του σώματος καί με μόνην τήν ψυχήν να πα-
ρατηρήσωμεν τα πράγματα αυτά καθ'εαυτά, καί τότε, ώς φαίνεται, θα απολαύσωμεν εκείνο, το οποίον επιθυμούμεν καί του οποίου λέγο-
μεν ότι είμεθα ερασταί, δηλαδή τήν φρόνησιν, όταν αποθάνωμεν, όπως ή προηγουμένη ανάπτυξις φανερώνει, ουχί δέ όταν ζώμεν. Διότι,
άν δέν είναι δυνατόν μετά τού σώματος να γνωρίσωμεν κάτι καθαρώς, έν έκ τών δύο συμβαίνει, ή δέν δυνάμεθα ποτέ να αποκτήσωμεν
τήν γνώσιν ή μόνον όταν αποθάνωμεν, διότι τότε ή ψυχή θα είναι μόνη της, χωρισμένη απο το σώμα, ουχί δε πρότερον
»|. {66c κ.εξ.}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Προσθέτει δέ, ο Σωκράτης, ότι καθ'όσον ζώμεν, τόσον πλησιέστερον είμεθα πρός την γνώσιν {"το ειδέναι"}, όσον ολιγώτερον "επικοινωνούμε" ή καί ταυτιζόμεθα με το σώμα. Οφείλομε μάλλον να "καθαρεύωμε άπ'αυτού", να φυλαττώμεθα καθαροί δηλαδή. Όταν δε ελευθερωθώμεν απο το σώμα διά τού θανάτου, θα δυνηθώμεν να γνωρίσωμεν το "ειλικρινές", ήτοι το "αληθές". Καταλήγει λοιπόν, με το απόσπασμα το οποίον παραθέσαμε έν αρχή:

« Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα είναι αληθή, αγαπητέ Σιμμία, υπάρχει μεγάλη ελπίς, όταν κανείς φθάση εκεί όπου εγώ πορεύομαι,
εκεί περισσότερον απο κάθε άλλο μέρος, να αποκτήση τούτο, πρός απόκτησιν τού οποίου κατεβάλομεν τόσην μεγάλην φροντίδα, ώστε ή α-
ποδημία, ή οποία τώρα έχει προσταχθή είς εμέ, με γεμίζει με αγαθάς ελπίδας καί το ίδιον αποτέλεσμα θα φέρη είς κάθε άνθρωπον, ο οπ-
οίος θα πιστεύση ότι η ψυχή του είναι προπαρασκευασμένη καί τρόπον τινά καθαρά
»|. {67c}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Αρχίζομε να αντιλαμβανώμεθα, λοιπόν, την έννοιαν τής "παιδείας θανάτου".


Η "Κάθαρσις" Και Ο Ορισμός Του Θανάτου

Έν συνεχεία γίνεαι λόγος διά την "κάθαρσιν" και τον ορισμόν τού θανάτου:

« Κάθαρσις λοιπόν δέν είναι τούτο, το οποίον πρό ολίγου ελέγομεν, να χωρίζη τις όσον το δυνατόν τήν ψυχήν από το σώμα καί να συνη-
θίση αυτήν, ώστε απαλλασσομένη όλων τών μελών τού σώματος να συγκεντρώνεται καί να περιορίζεται είς εαυτήν καί να οική κατά το
δυνατόν καί έν τώ παρόντι καί έν τώ μελλόντι βίω μόνη, αυτή καθ'εαυτήν, απαλλασσομένη τού σώματος ωσάν να απαλλάσσεται απο δέ-
σμά; -Βεβαιότατα, απήντησεν ό Σιμμίας- Λοιπόν...τούτο ονομάζεται θάνατος...δηλαδή, ο χωρισμός τής ψυχής, από του σώματος;
-Βεβαιότατα, απήντησεν ο Σιμμίας- Δεικνύουν δέ προθυμίαν νά απαλλάσσουν αυτήν από τού σώματος, όπως ισχυριζόμεθα, πάντοτε
καί μόνοι οι γνήσιοι φιλόσοφοι, καί αυτό τούτο είναι το αντικείμενον τής φροντίδας τών φιλοσόφων, δηλαδή η απαλλαγή καί ο χωρισμός
τής ψυχής από του σώματος; ή όχι; -Είναι φανερόν τούτο- Λοιπόν, πράγμα που έλεγα καί είς την αρχήν, θα ήτο γελοίον, ο άνθρωπος,
ο οποίος ετοιμάζει τον εαυτόν του είς την ζωήν του, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησίον του θανάτου, όταν έλθη ο θάνατος να αγα-
νακτή; Δεν θα ήτο γελοίον; -Πώς όχι;- Πράγματι, λοιπόν, Σιμμία, οι ορθώς φιλοσοφούντες φροντίζουν ν'αποθνήσκουν καί ο θάνατος
ολιγώτερον απο όλους τούς ανθρώπους είναι δι'αυτούς φοβερός. Σκέψου δέ ώς εξής, εάν δηλαδή έχουν έλθει οι αληθείς φιλόσοφοι είς
έχθραν πρός το σώμα κατά πάντα τρόπον, επιθυμούν δέ να έχουν την ψυχήν των αυτήν καθ'εαυτήν {χωρισμένην απο το σώμα}, εάν δέ,
αφού επιτύχουν τούτο, φοβώνται καί αγανακτούν, δεν θα ήτο τούτο χονδροειδής παραλογισμός, εάν δεν επορεύοντο ευχαρίστως εκεί ό
που, εάν φθάσουν, υπάρχει ελπίς να επιτύχουν εκείνο το οποίον επιθυμούν καθ'όλην την ζωήν των {καθαράν σοφίαν} και να είναι α-
πηλλαγμένοι τούτου, πρός το οποίον είχον έλθει είς έχθραν, όταν υπήρχε μετ'αυτών;
»|. {67c κ.εξ.}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Βασική διάκρισις τής μοίρας τών θνητών είς τον Άδη

Κατόπιν, ο Σωκράτης τονίζει τήν σημασίαν τής "φρονήσεως", καθώς και η ανδρεία καί η σωφροσύνη καί η δικαιοσύνη αποκτώνται μόνον μετά τής φρονήσεως.

« Και φαίνεται ότι εκείνοι οι γνωστοί οί οποίοι ίδρυσαν τα μυστήρια δέν είναι τυχαίοι, αλλά πράγματι από παλαιούς χρόνους συμβολικώς
υποδηλούν, ότι όποιος ακατήχητος καί ατέλεστος έρχεται είς τον Άδην, θα κείται είς τον βόρβορον, ο δέ κεκαθαρμένος καί "τετελεσμέ
νος", όταν μεταβή εκεί, θα κατοική μετά τών θεών. Υπάρχουν δέ, όπως λέγουν οι ασχολούμενοι με τας τελετάς τών μυστηρίων, "πολλοί
μέν οί "ναρθηκοφόροι" {οι έχοντες τα εξωτερικά σύμβολα τής λατρείας τού Διονύσου}, ολίγοι δέ οί "βάκχοι" {πραγματικοί μεμυημένοι},
και ούτοι δεν είναι κατά την γνώμην μου άλλοι παρά εκείνοι οί οποίοι έχουν φιλοσοφήσει γνησίως. Και εγώ δέ ουδόλως έπαυσα κατά το
δυνατόν είς τον βίον μου, αλλά κατά πάντα τρόπον επεζήτησα να γίνω είς έκ τούτων. Εάν δέ εγώ επεζήτησα καί κατόρθωσα κάτι, όταν
έλθω εκεί, θα γνωρίσω τή αλήθειαν, άν θέλη ο Θεός, ολίγον ύστερα, καθώς νομίζω. Ταύτα λοιπόν, Σιμμία καί Κέβη, είπεν ο Σωκράτης,
απολογούμαι, ότι εγκαταλείπων εσάς καί τους εδώ κυρίους, ευλόγως δέν αγανακτώ, ουδέ βαρυθυμώ, σκεπτόμενος ότι και εκεί έξ ίσου,
ώς και εδώ,θα εύρω αγαθούς κυρίους καί συντρόφους, οι πολλοί όμως δυσκολεύονται να πιστεύσουν τούτο.Εάν λοιπόν είμαι κάπως πει-
στικώτερος κατά την απολογίαν μου είς εσάς παρά είς τούς δικαστάς τών Αθηναίων, θα ήμουν ευχαριστημένος διά τούτο
»|. {69c-d}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|



Η Πρώτη Απόδειξις Περί Αθανασίας Τής Ψυχής: Τα Ενάντια Έκ Τών Εναντίων



Η πρώτη απόδειξις στηρίζεται επί της αρχής τών εναντίων, ήτοι οι ζώντες προέρχονται έκ τών αποθανόντων. Αναφέρεται δέ είς την μετενσωμάτωσην ώς "παλαιόν λόγον" ο Σωκράτης.

« Υπάρχει λοιπόν κάποιος παλιός θρύλος, τον οποίον διατηρούμεν είς την μνήμην μας, ότι φθάσασαι απο εδώ αί ψυχαί υπάρχουν εκεί καί
πάλιν έρχονται πρός τα εδώ καί λαμβάνουν ύπαρξιν έκ τών αποθανόντων. Καί εάν τούτο ούτως έχη, δηλαδή οι ζώντες να γίνωνται πάλιν
έκ τών αποθανόντων, δέν είναι αληθές ότι αί ψυχαί μας υπάρχουν εκεί; Διότι βεβαίως δέν θα εγίνοντο πάλιν, άν δέν υπήρχαν, και τούτο
είναι αρκετή απόδειξις, ότι ο παλαιός θρύλος είναι ορθός, εάν ήθελε γίνει φανερόν ότι απο πουθενά αλλού δέν γίνονται αί ψυχαί παρά έκ
τών αποθανόντων. Εάν δέ δέν είναι δυνατόν τούοτο να αποδειχθή, θα εχρειάζετο τότε άλλη απόδειξις
»|. {70c}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Ο Σωκράτης προσφέρει κατόπιν τεκμηρίωσιν αυτής τής αποδείξεως διά της επικλήσεως τής "αρχής τών εναντίων" καί της εφαρμογής αυτής είς την εναλλαγήν ζωής καί θανάτου. Η απόδειξις αυτή στηρίζεται είς μίαν φιλοσοφικήν {Ηρακλείτειον} καί θρησκευτικήν {Ορφικήν, Πυθαγόρειον} αντίληψην, κατά τήν οποίαν "τα εναντία γεννώνται έκ τών εναντίων". Η έκ τών εναντίων γένεσις ισχύει καί διά τάς ηθικάς εννοίας, το "καλόν" έκ τού "αισχρού", το δίκαιον έκ τού αδίκου, καθώς καί διά τάς αφηρημένας εννοίας {το μείζον έκ του ελάττονος, το ισχυρόν έκ τού ασθενεστέρου το άμεινον έκ τού χείρονος κτλ} καί διά τάς καταστάσεις {διακρίνεσθαι-συγκρίνεσθαι, ψύχεσθαι-θερμαίνεσθαι}. Ιδιαιτέρα έμφασις χρειάζεται να τεθή είς το ότι κατ'αυτήν την αντίληψιν ή γένεσις δέν νοείται ώς ευθεία, αλλά ώς κυκλική διεργασία, εάν δεν υπάρχη αντιστοιχία καί αντιστρόφος κυκλική γένεσις μεταξύ τών αντιθέτων, αλλ'ήτο μόνον ευθεία η γένεσις, τότε κατά λογικήν συνέπειαν θα απέθνησκον όλα ή θα εκοιμώντο τον ύπνον τού Ενδυμίωνος.

Καταλήγουμε λοιπόν είς το συμπέρασμα:

« Διότι Κέβη, είπε, ώς νομίζω, έτσι έχει περισσότερον απο κάθε άλλο το πράγμα καί ημείς συμφωνούμεν είς αυτά ταύτα χωρίς να εξαπατώμεν
τούς εαυτούς μας, αλλ'υπάρχει πράγματι και το επανέρχεσθαι είς την ζωήν, και το ότι πράγματι έκ τών τεθνεώτων οι ζώντες γίνονται καί αι
ψυχαί τών τεθνεώτων υπάρχουν, και η τύχη των ψυχών τών αγαθών ειναι καλυτέρα, των δέ κακών χειροτέρα....
»|. {72d}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Άβαταρ μέλους
Acid{RFE}
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 558
Εγγραφή: Δευ 08 Σεπ 2008, 16:56
Irc ψευδώνυμο: Acid{RFE}
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Land Of Freedom
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 1 φορά

Re: Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος

Δημοσίευση από Acid{RFE} » Δευ 08 Μαρ 2010, 03:07

Η Δευτέρα Απόδειξις Τής Αθανασίας Τής Ψυχής: Η Μάθησις Ώς Ανάμνησις


Ακολουθεί συζήτησις διά την θεωρίαν τής αναμνήσεως.

« Πρός τούτοις, είπεν ο Κέβης διακόψας, σύμφωνα και πρός εκείνην την διδασκαλίαν Σωκράτη, εάν είναι αληθής, την οποία σύ συχνά συνη-
θίζεις να λέγης, ότι δηλαδή ή μάθησις δέν είναι τίποτε άλλο δι'ημάς απο ανάμνησις, και σύμφωνα πρός αυτήν, νομίζω, είναι ανάγκη είς κά-
ποιον προηγούμενον χρόνον να έχωμεν μάθει εμείς, όσα τώρα ενθυμούμεθα. Τούτο δε θα ήτο αδύνατον, εάν ή ψυχή δεν υπήρχε κάπου πρίν
εισέλθη είς το ανθρώπινον σώμα, ώστε καί δια τούτον τον λόγον φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατος
»|. {72e}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Ο Σωκράτης εκκινεί έκ τής Πυθαγορείου αρχής ότι η μάθησις ουδέν άλλο είναι εί μη ανάμνησις, αλλά τούτο θα ήτο αδύνατον άν η ψυχή μας προτού έλθη είς το σώμα δεν υπήρχε κάπου, όπου εγνώρισε αυτό το οποίον ξαναθυμάται. Απόδειξις αυτού είναι ότι οι άνθρωποι, καταλλήλως ερωτώμενοι, ευρίσκουν πολλά πράγματα, λ.χ. τα γεωμετρικά σχήματα. Το αυτό ισχύει καί διά τήν ιδέαν τού "αγαθού" καί τού "καλού" {ωραίου}. Πρόκειται διά μέγα θέμα το οποίον χρειάζεται αναλυτικήν καί είς βάθος πραγμάτευσιν, αρκούμεθα να αναφέρωμε εδώ ότι η πλειάς τών προηγηθεισών ενσαρκώσεων τής ζωής ενός ανθρώπου έδωσαν την αφορμήν στήν ψυχήν να γνωρίση κατά τι μέτρον τάς ιδέας και να σχηματίση κριτήρια βάσει τών οποίων προβαίνει είς αξιολογικάς κρίσεις καί πάσης φύσεως επιλογάς κατά τον παρόντα βίον. Έφ'όσον, λοιπόν, διά τών ανωτέρω δύο αποδείξεων εδείχθη ότι προϋπάρχει ή ψυχή, τώρα μεθοδικώς τίθεται το ερώτημα εάν μετά θάνατον θα διατηρηθή η ψυχή ή θα διαλυθή. Ο Κέβης παρατηρεί ότι βάσει τής πρώτης αποδείξεως, περί "εκ των εναντίων γενέσεως", έφ' όσον η ψυχή μεταβαίνει από τού θανάτου είς την ζωήν καί πάλιν είς τον θάνατον, έπεται ότι διατηρείται καί μετά θάνατον η ψυχή. Το τόσον ζωηρό ενδιαφέρον τού Κέβητος καί τού Σιμμία να ακούσουν εάν διαλύεται η ψυχή άμα εγκαταλείψη το σώμα, το εξηγεί ο Σωκράτης ώς παιδαριώδη φόβον, ο οποίος πρόκειται να διαλυθή διά τής διαλεκτικής-φιλοσοφικής οδού.


Η τρίτη Απόδειξις: Η Ψυχή Ώς Ασύνθετον Καί Μή Διαλυτόν Όν.


Το πρόβλημα είς την ενότητα αυτήν συνοψίζεται είς τα εξής:

α} είς ποίον πράγμα αρμόζει να διαλύεται,
β} αν η ψυχή, λόγω τής συστάσεως της είναι
δυνατόν να υπόκειται είς φθοράν καί
διάλυσιν
.

Η διαίρεσις καί η διάλυσις αρμόζει είς τα σύνθετα, τα οποία διαλύονται "είς τα έξ ών συνεθέτησαν", ενώ τα ασύνθετα δέν διαλύονται. Το ασύνθετον ορίζεται ώς το "έχον αεί κατά τα αυτά ωσαύτως", ήτοι είναι αιωνίως αναλλοίωτον, είναι δέ "μονοειδές" {έχει την ιδίαν μορφήν}, είναι αειδές {αόρατον} και γίνεται αντιληπτόν όχι διά τών αισθήσεων, αλλά "τώ λογισμώ τής διανοίας". Το δέ "σύνθετον" ορίζεται ώς το "ουδέποτε κατά τα αυτά έχον", μεταβάλλεται, είναι ορατόν καί γίνεται αντιληπτόν διά τών αισθήσεων. Είς το κεφ.26 {79a-c} διακρίνονται τα όντα είς ορατά καί αόρατα {αειδή}, τα ορατά είναι σύνθετα καί μεταβάλλονται, ενώ τα αόρατα είναι ασύνθετα καί μένουν εντελώς αμετάβλητα. Το σώμα είναι ομοιότερον καί συγγενές πρός το ορατόν, ενώ η ψυχή πρός το αόρατον. Έν συνεχεία αναπτύσσεται {κεφ.27,79d-e} η ιδέα τής γνώσεως διά τής ομοιότητος. Η ψυχή, όταν απαλλάσσεται απο το σωματοειδές, πλησιάζει καί γνωρίζει το καθαρόν, το αιώνιον, το αθάνατον, το αμετάβλητον, την ιδίαν τήν φρόνησιν, άρα είναι ομοία καί συγγενής ουσία πρός εκείνα καί δι'αυτό έχει την ικανότητα να τα γνωρίση, κατά το ορθόν φιλοσοφικόν αξίωμα "τω ομοίω η γνώσις". Είς το κεφάλαιον 28 {80a-b} αναπτύσσεται η ιδέα ότι η ψυχή είναι θεία επειδή άρχει καί ηγεμονεύει. Η ψυχή είναι ομοιοτάτη πρός το θείον, το αθάνατον, το νοητόν, το μονοειδές καί "αεί ωσαύτως καί κατά τα αυτά έχοντι", ενώ το σώμα είναι ομοιότατον πρός το ανθρώπινον, το θνητόν καί πολυειδές καί "ανόητον" και διαλυτόν καί "μηδέποτε κατά τα αυτά έχοντι". Είς το επόμενον κεφάλαιον {29, 80c-81b} εκφράζεται η θέσις πως η ψυχή δέν διαλύεται, αλλά επέρχεται "είς το όμοιον αυτή το αειδές, το θείον, καί αθάνατον καί φρόνιμον". Αφού η ψυχή έχει ιδιότητας μή υποκειμένας είς φθοράν {το αδιάλυτον, το μονοειδές, το νοητόν, το αθάνατον, το θείον}, δέν είναι δυνατόν να διαλύεται καί να αποθνήσκη. Εάν ακόμη και το σώμα, που είναι σύνθετον και διαλυτόν, δύναται να διατηρηθή μερικώς μετά θάνατον διά τής ταριχεύσεως, η ψυχή η οποία είναι ασύνθετος καί αθάνατος δέν είναι δυνατόν να διαλύεται καί να αποθνήσκη, αλλά μεταβαίνει είς τόπον υπέροχον καί καθαρόν καί υπεραισθητόν και είς τόπον θείον καί αθάνατον, "τον λοιπόν χρόνον μετά θεών διάγουσα". Αυτή είναι βεβαίως η βασική αρχή, τα περί της διαφόρου μοίρας τών τεθνεώτων θα εκτεθούν έν συνεχεία.



Κατόπιν Ακολουθεί Αναφορά Περί Της Τύχης Τών Ψυχών Μετά Θάνατον



Είς το κεφάλαιον 30 {81b-e} γίνεται λόγος περί τών μεμιασμένων ψυχών αίτινες έλκονται πρός την γήν. Η μεμιασμένη καί ακάθαρτος ψυχή, η οποία ήτο προσκεκολλημένη είς τάς επιθυμίας καί τάς ηδονάς, γενικώς δέ είς το υλικόν σώμα, βαρύνεται καί έλκεται απο το γεώδες είς τον ορατόν τόπον, περιφέρονται αί τοιαύται ψυχαί ώς "σκιοειδή φαντάσματα" περί τα μνήματα καί τους τάφους. Περιπλανώνται δέ έως ότου ή επιθυμία τού σωματοειδούς τάς ωθήση να τεθούν και πάλιν είς νέον σώμα. Είς το επόμενον κεφάλαιον {31, 81e-82c} αναφέρεται ο Πλάτων είς τάς μετενσαρκώσεις. Ενσαρκούνται δέ, αναλόγως πρός τάς συνηθείας τών, δηλαδή, καί τον χαρακτήρα τών είς διάφορα είδη, λχ. ακόλαστοι καί οι πόται είς όνους, οι άδικοι καί οι τύραννοι και οι άρπαγες είς λύκους καί ιέρακας. Εκείνοι οίτινες εφήρμοσαν την κοινωνικήν καί πολιτικήν αρετήν, την σωφροσύνην καί ην δικαιοσύνην, την απέκτησαν όμως "έξ έθους" και όχι "έκ φιλοσοφίας καί νού", μεταβαίνουν είς γένος οργανομένων κοινονικώς καί ήμερον, ώς το τών μελισσών ή τών σφηκών ή τών μυρμήκων, ή και είς το ανθρώπινον γένος, γενόμενοι άνδρες χρηστοί.

Είς το κεφάλαιον 32 {82b-d} ο Σωκράτης αναφέρεται είς τάς ψυχάς τών φιλοσόφων αίτινες, αντιθέτως πρός τάς ψυχάς τών μεμιασμένων, θα φθάσουν και θα παραμείνουν είς το γένος τών θεών, διότι αύται απέχουν τών σωματικών επιθυμιών, δέν φοβούνται τήν πενίαν, την απώλειαν τής περιουσίας, την αδοξίαν κ.ο.κ. Αί ψυχαί αυτών οίτινες "επιμελούνται τής αρετής" φροντίζουν να απελευθερούνται τού σώματος καί να καθαίρωνται.

« Είς το γένς τών θεών δέν είναι θεμιτόν να μεταβαίνη ένας που δέν εφιλοσόφησε καί δέν απήλθεν απο τον κόσμον τούτον όλως
διόλου καθαρός, ειμή ο φιλομαθής
»|. {82b}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Έχει γίνει μεγάλη συζητησις διά το εάν κατά τον Πλάτωνα οί άνθρωποι ενσαρκώνονται είς σώματα ζώων καί έχουν προταθή διάφοροι ερμηνείαι. Όπως εξηγεί ο Δαμάσκιος, υπήρχον τρείς σχολαί ερμηνείας: Οι μέν εδέχοντο τήν αναφοράν ώς κυριολεκτικήν έξ ολοκλήρου, άλλοι εθεώρουν πώς η ψυχή δύναται να "ακολουθή" τά έξωθεν, συνυπάρχουσα μετ'αυτών λόγω ομοιότητος χαρακτήρος, κατ'αντιστοιχίαν δηλαδή πρός το "συνδιατριβείν Θεοίς" ή την "περί τα μνήματα πλάνην". Κατ'άλλους, τούς "ακριβεστέρους" κατά τόν Δαμάσκιον, η ενσάρκωσις είς ζώα είναι μεταφορική, το "μέγιστον τεκμήριον" το οποίον προβάλλουν είναι ότι το "αφικνείσθαι είς θεών γένος" δέν σημαίνει ότι έγιναν θεοί, ούτω και το ότι μεταβαίνυν είς τα γένη τών ζώων δεν σημαίνει ότι γίνονται ζώα {Δαμάσκιος - Είς Πλάτωνος Φαίδωνα 166-167Ν}. Ορισμένοι μελετηταί θεωρούν την αναφοράν "μυθικήν", λόγω της συχνής χρήσεως τού όρου "εικός" « ενδούνται είς τοιαύτα ήθη οποί'άττ άνν καί μεμελετηκυίαι τύχωσιν έν τώ βίω » {81e} είναι μία ένδειξις ότι το χωρίον δέν επιδέχεται εύκολον ερμηνείαν, πώς να εξηγηθή, λ.χ. το γεγονός ότι οι ενάρετοι καί δίκαιοι "έξ έθους" γίνονται μέλισσαι ή σφήκες, λ.χ. αλλά καί "άνδρες χρηστοί".

Είς το κεφάλαιον 33 {82e-83e} παρουσιάζεται ή φιλοσοφία ώς ο δρόμος ο οποίος σύρει την ψυχήν κοντά είς το θείον. Η φιλοσοφία λύνει την ψυχήν έκ τών δεσμών και τής προσκολλήσεως είς το σώμα, της δεικνύει δέ πόσον απατηλή είναι η γνώσις τών αισθήσεων και την πείθει να απομακρύνεται απο το σωματοειδές, να συγκεντρώνεται είς τον εαυτόν της και να μην πιστεύη είς ουδέν άλλο, παρά μόνον είς τον εαυτόν της. Ούτω μόνη της η ψυχή θα εννοήση κατά βάθος κάθε τι τών όντων καί θα πλησιάση το θείον και το καθαρόν, άνευ ηδονών, επιθυμιών, λυπών καί φόβων, τα οποία προσηλώνουν καί προσκολλούν τήν ψυχήν είς το σώμα. Όλα αυτά είναι δυσνόητα δι'ημάς. Δηλαδή προβάλλεται ή απάθεια; Το πρόβλημα είναι το εξής, ώς εξηγεί ό Σωκράτης: Λυπουμένη καί θλιβωμένη η ψυχή νομίζει ότι αυτό διά το οποίον πάσχει ή ευχαριστείται είναι "εναργέστατον τε καί αληθέστατον". Είς την πραγματικότητα όμως δέν είναι, καθ'ότι πρόκειται διά τα ορατά, τα συνδεδεμένα πρός το σωματοειδές. Η φιλοσοφία λοιπόν, είναι ο μόνος δρόμος ο οποίος φέρει την ψυχήν πλησίον τού θείου, τού καθαρού καί τού μονοειδούς.

Είς το κεφάλαιον 34 {83e-84b} αναλύεται πώς η ψυχή τού φιλοσόφου ατενίζει το αληθές καί το θείον: H ψυχή τού φιλοσόφου, άπαξ λυτρωθή έκ τών ηδονών, δέν επανέρχεται είς αυτάς, αλλά συγκρατούσα τόν εαυτόν της μακράν τών ηδονών καί τών λυπών καί ακολουθούσα τόν ηθικόν λόγον, ατενίζει το αληθές, το θείον καί "όντως όν" καί εντρυφά είς αυτό και άμα αποθάνη θα φθάση είς εκείνο όπερ είναι "ξυγγενές καί όμοιον αυτή", δηλαδή τάς ιδέα καί το θείον. Κατόπιν μιάς τοιαύτης ζωής, ώστε ο άνθρωπος να απομακρύνεται έκ τού συνθέτου καί του σωματοειδούς καί να ευρίσκεται πλησίον τών αιωνίων ιδεών καί τού Θεού, δεν υπάρχει προφανώς φόβος να διασκορπισθή ή ψυχή καί αν χαθή μετά θάνατον.

Είς τα επόμενα κεφάλαια {35-56, 84c-107b} ακολουθεί μία τελευταία απόδειξις περί αθανασίας τής ψυχής. Τούτο γίνεται έπ'αφορμή τής απορίας τού Σιμμίου περί του εάν η ψυχή είναι μιά αρμονία τών στοιχείων τού σώματος, οπότε θα έπρεπε μετά θάνατον να εξαφανίζεται, όπως εξαφανίζεται ή αρμονία τής λύρας μετά την καταστροφήν τού μουσικού οργάνου. Ο Σωκράτης αντικρούει τήν γνώμην ταύτην με τα εξής βασικά επιχειρήματα {91χ-95}:

α} Άν μιά ψυχή είναι αρμονία, πώς συμβιβάζεται ή ύπαρξις αγαθής καί κακής ψυχής; Είτε θα είναι αρμονική η ψυχή
είτε όχι. Εάν η αρετή είναι αρμονία καί η κακία αναρμοστία, τότε θα πρέπει η κακή ψυχή να έχη μικροτέραν αρμονία
ή να είναι πλήρως ανάρμοστος, ωστόσον, έφ'όσον η αρμονία είναι μία καί όλαι αί ψυχαί είναι αρμονικαί θα έπρεπε
όλαι αί ψυχαί να είναι αγαθαί. Τούτο όμως δέν συμβαίνει
.

β} Η αρμονία είναι συνάρτησις τών στοιχείων έξ ών αποτελείται, ενώ η ψυχή ηγεμονεύει τού σώματος καί δέν εξα-
ρτάται απο τίποτε
.

Έν {95a-99d} ο Σωκράτης αναφέρεται είς την γνωριμίαν τού μετά της φυσικής φιλοσοφίας, και δή με την θεωρίαν τού Αναξαγόρου περί νού, η οποία όμως δέν τον ικανοποίησε, ιδίως επειδή, άν και ομιλεί περί νού, προτιμά να εξηγή κάθε τι με επιμερούς φυσιοκρατικάς αιτιολογήσεις, αί οποίαι είναι μάλλον περιγραφαί παρά πραγματικαί αιτολογήσεις. Κατόπιν {100-106} ακολουθεί μία συζήτησις περί τών "ειδών" {ιδεών} καί αποδεικνύεται οριστικώς πώς η ψυχή, ούσα το θάνατον καί ανώλεθρον στοιχείον εντός μας, επιβιώνει τού θανάτου. Δέν πρόκειται να εκθέσωμε εδώ αυτήν την συζήτησιν, καθώς δέν αφορά είς το κυρίως θέμα μας, την μετά θάνατον πορείαν.


Ολοκλήρωσις Συζητήσεως Περί Αθανασίας Τής Ψυχής


Έν συνεχεία {105b-107b} ολοκληρώνεται ή επιχειρηματολογία περί αθανασίας τής ψυχής όπου επιβεβαιούται ότι η ψυχή είναι "αθάνατος" καί "ανώλεθρος" {106b}. Ώς συνέπεια αυτής τής θέσεως τίθεται η παραμονή τών ψυχών είς τα δώματα τού Άδου.

« Αλλά το εξής βεβαίως, είπεν ο Σωκράτης, φίλοι μου, είναι δίκαιον να σκεφθώμεν, ότι αφού βέβαια η ψυχή είναι αθάνατος, έχει ανά-
γκην φροντίδος, ουχί μόνον διά τον χρόνον τούτον, τον οποίον καλούμεν ζωήν, αλλά δι'όλον τόν χρόνον, και ο κίνδυνος τώρα πλέον {α-
φού απεδειχθή ότι η ψυχή είναι αθάνατος} είναι καί δύναται να φανή φοβερός, εάν κάποιος παραμελήση αυτήν. Διότι, άν ο θάνατος ήτο
απαλλαγή όχι μόνον απο το σώμα, αλλά απο κάθε τι που ανήκει είς τον άνθρωπον, ευτύχημα θα ήτο διά τούς κακούς, αφού αποθάνουν,
να απαλλαγούν από του σώματός των καί της κακίας των. Τώρα δέ, αφού είναι φανερόν ότι είναι αθάνατος, ουδεμία δύναται να είναι δι'
αυτήν άλλη αποφυγή τών κακών ούτε σωτηρία, παρά να γίνη όσον το δυνατόν άριστη καί φρονιμωτάτη. Διότι η ψυχή έρχεται είς τον Ά-
δην χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ηθικήν της κατάρτησιν καί τον τρόπον ζωής, καθ'όν ανετράφη, τα οποία θεωρούνται ότι τα μέ-
γιστα ωφελούν ή βλάπτουν τον αποθανόντα, απο της πρώτης στιγμής τής αφίξεώς του εκεί κάτω
»|. {107c}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Η Απαρχή Τής Πορείας


Η περιγραφή τής αρχής τής πορείας έχει ώς εξής:


« Η παράδοσις μάλιστα λέγει, ότι, όταν κάποιος αποθάνη, ο δαίμων εκάστου, τον οποίον είχε κληρωθή όσον έζη, αναλαμβάνει να τον οδη-
γήση είς κάποιον τόπον, όπου πρέπει οί συναθροισθέντες, αφού δικασθούν, να πορεύωνται είς τον Άδην με οδηγόν εκείνον, είς τον οποί-
ον βεβαίως έχει δοθή διαταγή να τούς οδηγήση απο την παρούσαν ζωήν είς την μετά θάνατον.Αφού δε εκεί απολαύσουν τα κακά ή τα καλά,
τών οποίων είναι άξιοι, καί μείνουν όσο χρόνον πρέπει,άλλος πάλι δαίμων τούς φέρει είς την παρούσαν ζωής μετά πολλάς και μακράς χρο-
νικάς περιόδους. Είναι δέ η πορεία ουχί όπως ο Τήλεφος τού Αισχύλου την περιγράφει, διότι εκείνος μέν λέγει ότι η οδός που οδηγεί είς
τόν Άδην είναι απλή, μου φαίνεται όμως ότι η οδός αυτή ούτε μία ούτε απλή είναι. Διότι άλλως δεν θα υπήρχεν ανάγκη οδηγών, αφού κα-
νείς δέν ημπορεί να σφάλη όταν η οδός είναι μία. Τώρα όμως φαίνεται ότι διχάζεται συχνά καί έχει πολλάς στροφάς, τούτο δέ λέγω κατά
συμπερασμόν έκ τών συμφώνως πρός τούς θείους νόμους τελουμένων θυσιών καί τών καθιερωμένων εδώ συνηθειών.Η μέν λοιπόν κόσμια
και φρόνιμος ψυχή ακολουθεί τον οδηγόν της καί δέν αγνοεί την τύχην που την περιμένει, εκείνη δέ την οποίαν τα πάθη έχουν προσκολλή-
σει είς το σώμα, όπως είπα προηγουμένως -διότι το σώμα καί το ορατόν κόσμον έχουν ώς αντικείμενον οί πόθοι, που την έκαναν άλλοτε
αλλόφρονα-, αφού εναντιωθή πολύ καί αφού υποφέρη πολλά, με βίαν καί με κόπους υπό του ωρισμένου δαίμονος ταχέως οδηγείται. Όταν δέ
έλθη εκεί όπου είναι αί άλλαι ψυχαί, την μέν ακάθαρτον καί εκείνην, η οποία έχει κάμει κάτι τέτοιο, δηλαδή αδίκους φόνους, ή έχει διαπρά-
ξει άλλα τοιαύτα, τα οποία είναι παρόμοια καί έργα τοιούτων ψυχών, αυτήν μέν {την ακάθαρτον ψυχήν} πάς νεκρός αποφεύγει καί πλαγίως
εκτός τής οδού υποχωρεί καί δέν θέλει ούτε συνοδοιπόρος, ούτε οδηγός της να γίνη, αλλ'αυτή πλανάται κατεχομένη έκ πλήρους αμηχανίας,
έως ότου παρέλθουν χρονικά τινα διαστήματα μετά την πάροδον τών οποίων έξ ανάγκης φέρεται είς την πρέπουσαν κατοικίαν, την δέ ψυ-
χήν η οποία διήλθε τον βίον καθαρώς καί φρονίμως, οι ίδιοι οί θεοί τήν οδηγούν και είναι συνοδειπόροι της καί εγκαθίστανται είς τον αρ-
μόζοντα είς αυτή τόπον
»|. {107d}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|

Προσθέτει δέ, ότι υπάρχουν "πολλοί καί θαυμαστοί τόποι" "της γής", τού "συστήματος", δηλαδή το οποίον αποκαλεί "γήν" και το οποίον αναλύει περαιτέρω.

Βλέπομε είς το ανωτέρω απόσπασμα πώς η οδός πρός τον Άδη δέν είναι απλή, αλλά χρειάζονται οδηγοί προκειμένου να εύρη τον δρόμον της, έν πρώτοις "ο δαίμων εκάστου" {προστατευτικόν πνεύμα}, κατόπιν δέ, αφού δεχθή τάς αναλόγους τιμωρίας ή ανταμοιβάς, άλλος δαίμων, όστις την οδηγεί είς νέαν ενσάρκωσιν. Είναι αξιοσημείωτον ότι περισσότερον βασανίζονται αί πονηραί ψυχαί, διότι αρνούναι να ακολουθήσουν τήν καθωρισμένην πορείαν καί μετά βίας σύρονται. Σημειωτέον ότι, πέραν τής αρχικής αναφοράς είς την "κοσμίαν καί φρόνιμον" ψυχήν, γίνεται εντέλει ιδιαίτερος λόγος διά την "καθαρώς καί μετρίως τον βίον διεξελθούσαν", ήτις καί συνοδειπόρων καί ηγεμόνων θεών τυγχάνει, οδηγουμένη είς τον προσήκοντα αυτή τόπον.


Η Γεωγραφία Τού Επέκεινα


Είς το τμήμα που ακολουθεί {108d-111c} περιγράφει ο Σωκράτης τα θαυμαστά χαρακτηριστικά τής "πραγματικής γής". Η πραγματική αυτή γή διαφορίζεται πρός τα "κοιλώματα" είς τα οποία ζώμεν εμείς οι άνθρωποι τώρα, την "ιδικήν μας" γήν, δηλαδή. Την γήν την περιγράφει σφαίραν με εξαίσια χρώματα, με πλουσιωτέρας καί ωραιοτέρας αποχρώσεις άπ'όσας έχομε συνηθίσεο είς την "γήν" μας. Η ιδική μας γή είναι κοιλώματα εντός τής πραγματικής γής πληρή ύδατος καί αέρος! Οποία αντίθεσις πρός την αληθή γήν με τα ζωηρά χρώματα και τούς στίλβοντας λίθους, τούς έχοντας λειότητα καί διαφάνειαν και χρώματα ωραιότερα απο όσα έχομε συνηθίσει είς την οικείαν μας γήν {110d-e}. Εκεί ζούν άνθρωποι, άλλοι "έν μεσογαία", άλλοι περί τον αέρα {111a}. Ότι δέ είναι δι'ημάς η θάλασσα είναι δι'αυτούς ο αήρ, ότι δέ είναι δι'ημάς ο αήρ, είναι δι'αυτούς ο αιθήρ. Το ζήν διαρκεί πολύ περισσότερον, ενώ καί ώς πρός την όρασιν και την ακοήν και την φρόνησιν εκείνοι υπερέχουν. Διαθέτουν δέ άλση θεών καί ιερά, είς τα οποία οί θεοί είναι τώ όντι οικηταί, και έχουν το προνόμιον να επικοινωνούν μετά του θείου δεχόμενοι "φήμας" καί μαντείας καί επιφανείας τών θεών {111b-c}. Είναι πράγματι ευδαίμονες.

Ολιγώτερον πραγματικά ακούγονται τα περί τών "κοίλων" {φέρουν ενδεχομένως τήν επιρροήν θεωριών τής εποχής περί δομής τής γής}, ωστόσον καί αυτά γίνονται κατανοητά ώς εικόνες, λ.χ. παραπέμποντα είς μίαν διάκρισιν μεταξύ λεπτοφυών αιθερικών καί χονδροειδώς υλικών περιοχών. Η θεωρία τών κοίλων επίσης δύναται καθ'ωρισμένους μελετητάς να στοιχειοθετήση καί μίαν οντολογικήν αντίθεσιν. Η διαφορά μεταξύ τών κοίλων καί της πραγματικής γής παραλληλίζεται πρός αυτήν μεταξύ τού βυθού τής θαλάσσης καί τής επιφανείας αυτής. Όπως δέ κάποιο όν το οποίον ζή είς τον πυθμένα τής θαλάσσης νομίζει ότι αυτός ο χαμηλού φωτός κόσμος είναι το πάν, ούτω καί ημείς παρομοίως θεωρούμεν ότι ο ιδικός μας κόσμος είναι το πάν. Οντολογικός {ίνα μή χρησιμοποιήσουμε τον όρον "μεταφυσικός"} είναι ο συμβολισμός, καθώς προβλέπει την διάκρισιν μεταξύ ενός κόσμου πραγματικού καί ενός κυριαρχουμένου υπό τών "φαινομένων". Ενθυμούμεθα εδώ την παραβολήν τού σπηλαίου είς την "Πολιτείαν" {7, 517b}, όπου ο κόσμος έξω τού σπηλαίου νομίζουν πως ότι βλέπουν αποτελεί την πραγματικότητα. Πόσον "πραγματικός" είναι εντέλει ο κόσμος τής χονδροειδούς ύλης; Αί ψυχαί θα ιδούν τούς θεούς εκεί, όπερ μάς ενθυμίζει τήν περιφοράν τών ψυχών είς τόν "Φαίδρον", όπου αί ψυχαί τών θεών συνοδεύονται υπό ψυχών μελλουσών να ενσαρκωθούν. Είς αμφοτέρους τους διαλόγους προβάλλεται η θέσις ότι αί ψυχαί ήσαν αρχικώς καί κατά τήν ουσίαν τών θείαι, ωστόσον υπάρχει σαφής διαφορά επιπέδου μεταξύ τών ενσαρκωμένων είς θνητά σώματα καί τών θεών. Είναι ενδιαφέρον ότι το τελευταίον χαρακτηριστικόν είς την εικόνα ταύτην τής γενικής ευδαιμονία είναι η θέασις τού ηλίου, τής σελήνης καί τών άστρων, ώς αληθώς είναι. Καθώς έρχεται αυτή η αναφορά μετά την μνείαν τών ανθρώπων οίτινες συνυπάρχουν με τους θεούς, ένας ο οποίος είναι εξοικειωμένος με τον "Τίμαιον" ενθυμείται αυτούς τους "ορατούς, δημιουργημένους θεούς", τούς αστέρας καί τούς πλανήτας {40d-e}, ών η θεότης συμπληρώνει το παραδοσιακόν Πάνθεον.

Υπάρχει όμως και η σπουδαιοτέρα εδώ εσχατολογική πλευρά τού μύθου. Η "πραγματική γή" δέν είναι ο τόπος όπου διαβιούν αί ψυχαί αί οριστικώς εξελθούσαι τού "κύκλου" τών ενσαρκώσεων, παρά μόνον αποτελεί την πρόσκαιρον διαμονήν τών δικαίων ψυχών, αί οποίαι όμως, πρόκειται να επανενσαρκωθούν. Οι πλήρως καθαρθέντες διά τής φιλοσοφίας προορίζονται διά "οικήσεις έτι τούτων καλλίους" {114c}.


Οι Χώροι Τής Τιμωρίας Καί Ο Κλήρος Τών Ευσεβών

Εκτός τών "κοίλων" τής γής, αποτελούντων τήν ιδικήν μας "γήν", υπάρχουν εντός τής γής θερμοί και ψυχροί ποταμοί {111d-e}. Όλοι οί ποταμοί συρρέουν είς ένα μεγάλο, κεντρικό χάσμα τής γής, όπερ καλείται Τάρταρος, έξ αυτού δέ και εκρέουν. Η κυκλοφορία τού ύδατος οφείλεται είς το ότι εντός τού Ταρτάρου αιωρούνται ο αήρ και το υγρόν καί κινούνται άνω και κάτω. Αναλόγως τής κινήσεως του υγρού ενισχύονται δι'ύδατος οί διάφοροι ποταμοί καί προχωρούν φθάνοντες στόν προορισμόν των όπου δημιουργούν λίμνας, ποταμούς καί πηγάς.

Συνεχίζει δέ ο Σωκράτης:

« Τα μέν λοιπόν άλλα ρεύματα είναι πολλά καί μεγάλα καί παντός είδους,μεταξύ δέ τούτων των πολλών ρευμάτων υπάρχουν τέσσερα
ρεύματα,τών οποίων το μέγιστον καί όλως διόλους πρός τα έξω ρέον πέριξ τής γής είναι ό Ωκεανός. Απέναντι τούτου καί κάτ'εναν-
τίαν διεύθυνσιν ρέει ο Αχέρων, ο οποίος διά μέσου καί άλλων ερήμων τόπων ρέων,και μάλιστα κάτωθεν τής γής, πίπτει είς την Αχε-
ρουσιάδα λίμνην, όπου αί ψυχαί τών περισσοτέρων αποθανόντων έρχονται,καί αφού παραμείνουν ωρισμένον χρόνον, άλλαι...μέν μακρό-
τερον,άλλαι δέ βραχύτερον, στέλλονται πάλιν είς την ζωήν διά να εισέλθουν είς τα σώματα άλλων ανθρώπων. Μεταξύ τού Αχέροντος
και τού Ωκεανού πηγάζει τρίτος ποταμός καί πλησίον τού μέρους όπου πηγάζει χύνεται είς τόπον μέγαν,ο οποίος καίεται διά πολλού
πυρός καί σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν απο την ιδικήν μας θάλασσαν, όπου ύδωρ καί πηλός βράζουν. Απο εκεί ο ποταμός προχωρεί
κυκλοειδώς, θόλος καί πηλώδης, περιστρεφόμενος δέ πέριξ τής γής και είς άλλα μέρη έρχεται καί πρός τας άκρας όχθας τής Αχερου-
σιάδος λίμνης,μή ενούμενος όμως με το ύδωρ αυτής,καί περιστραφείς πολλάκις χύνεται κάτωθεν τής γής, πιό κάτω απο τον Τάρταρον.
Ούτος είναι ο ποταμός τον οποίον καλούν, Πυριγλεγέθοντα, καί του οποίου οί ρύακες ρίπτουν την λάβαν των είς όποιο μέρος της γής
πλησιάσουν. Αντικρύ δέ τούτου πάλιν ο τέταρτος ποταμός χύνεται πρώτον είς θέσιν φοβεράν καί αγρίαν, καθώς λέγεται, έχων χρώμα
καθ'όλην την έκτασιν, όπως ο κυανός {πολύτιμος λίθος χρώματος βαθέος κυανού}, ονομάζουν δέ αυτόν Στύγιον, και την λίμνην, την ο-
ποίαν σχηματίζει ο ποταμός εμβάλλων,καλούν Στύγα. Ούτος, αφού πέση εδώ καί λάβη είς το ύδωρ τούτο φοβεράς δυνάμεις,εισδύει κά-
τω απο την γήν, καί περιελισσόμενος προχωρεί απέναντι τού Πυριφλεγέθοντος, καί φθάνει έκ του αντιθέτου μέρους είς την Αχερου-
σιάδα λίμνην, καί τούτου το ύδωρ δέν ενούται πρός άλλο, αλλά καί αυτός κυκλοτερώς περιστραφείς χύνεται είς τον Τάρταρον, αντικρύ
τού Πυριφλεγέθοντος, ούτος δέ ονομάζεται, όπως λέγουν καί οί ποιηταί, Κωκυτός.

Αφού δέ ταύτα έχουν τοιουτοτρόπως, όταν φθάσουν οι αποθανόντες είς τον τόπον όπου ο δαίμων φέρει έκαστον, πρώτον μέν υποβάλλ-
ονται είς δίκην οι καλώς καί οσίως ζήσαντες καί οι μή. Καί όσοι μέν φανούν ότι έζησαν ούτε ιδιαιτέρως καλώς ούτε ιδιαιτέρως κακώς
{μέσως βεβιωκότες}, πορευθέντες είς τον Αχέροντα, αφού αναβούν είς τάς δι'αυτούς προωρισμένας σχεδίας, φθάνουν στην Αχερουσιά-
δα λίμνην και εκεί κατοικούν, καί αφού τιμωρηθούν διά τά αδικήματα που διέπραξαν καί καθαρθούν, απαλλάσσονται,εάν διέπραξε κάποιος
κάποιο αδίκημα,καί διά τάς καλάς των πράξεις λαμβάνουν ανταμοιβήν συμφώνως πρός την αξίαν του έκαστος. Όσοι δέ θεωρηθούν αθερά-
πευτοι ένεκα τού μεγέθους τών αμαρτημάτων,διότι έχουν διαπράξει πολλάς ή μεγάλας ιεροσυλίας ή πολλούς φόνους αδίκους καί παρανό-
μους ή άλλα παρόμοια αδικήματα, αυτοί ευρίσκουν την τύχην που τους αρμόζει,ρίπτονται είς τον Τάρταρον, οπόθεν δέν εξέρχονται ποτέ.
Όσοι δέ φανούν ότι έχουν διαπράξει αμαρτήματα δυνάμενα μέν να θεραπευθούν,αλλά μεγάλα, όταν π.χ. πρός τον πατέρα ή την μητέρα δι-
έπραξαν κάτι βίαιον υπο το κράτος τής οργής, καί έζησαν τον υπόλοιπον βίον έν μεταμελεία, ή καθ'όμοιον τρόπον έχουν φονεύσει άνθρ-
ωπον,ούτοι είναι ανάγκη να πέσουν είς τον Τάρταρον,αφού δέ πέσουν καί διαμείνουν εκεί έν έτος, τους ρίχνει έξω το κύμα,τους μέν φο-
νεύσατας άνθρωπον πρός το μέρος τού Κωκυτού...τούς δέ φονεύσαντας τον πατέρα των ή την μητέραν των, πρός το μέρος τού Πυριφλε-
γέθοντος. Αφού δέ φθάσουν είς την Αχερουσιάδα λίμνην...εδώ φωνάζουν καί προσκαλούν οι μέν εκείνους τούς οποίους εφόνευσαν, οι δέ
εκείνους τούς οποίους ύβρισαν καί τους παρακαλούν καί ικετεύουν να τους αφήσουν να εξέλθουν είς την λίμνην καί να τους δεχθούν,καί
εάν μέν τούς πείσουν...εξέρχονται καί ευρίσκουν τέλος τών δεινών, άλλως φέρονται πάλιν είς τον Τάρταρον καί εκείθεν πάλιν είς τούς
ποταμούς και δέν παύουν να πάσχουν τα κακά αυτά παρά αφού πείσουν εκείνους, τούς οποίους ηδίκησαν. Διότι αυτή είναι η τιμωρία,η ο-
ποία ωρίσθη δι'αυτούς υπό τών έν Άδην δικαστών. Όσοι δέ φανούν ότι έζησαν εξαιρετικώς συμφώνως πρός τούς θείους νόμους... ούτοι
μέν ελευθερώνονται απο τούτους τούς βαθείς τόπους τής γής καί απαλλάσσονται τούτων, σάν να βγαίνουν απο φυλακάς, έρχονται δέ ά-
νω είς τήν καθαράς οίκησιν καί ενοικούν επί τής γής.Όσοι δέ έξ αυτών εκαθάρθησαν ικανώς διά τής φιλοσοφίας,ζούν εντελώς άνευ σω-
μάτων κατά τον μετέπειτα χρόνον καί έρχονται είς κατοικίας καλυτέρας τούτων, τάς οποίας, ούτε εύκολον είναι νά περιγράψωμεν ούτε
υπάρχει επί του παρόντος αρκετός ο χρόνος
»|. {112e κ.ε.}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Ας επαναλάβωμεν έν περιλήψει τί συμβαίνει είς τον Άδην: Φθάνοντες είς τον καθωρισμένον τόπον δικάζονται υπό τών κριτών του Άδου, χωρίζονται δέ είς κατηγορίας. Οι μέσως βεβιωκότες, δηλαδή όσοι δέν έκαμον μεγάλα αδικήματα ούτε καί διεκρίθησαν εξαιρετικώς έπ'αρετή, οδηγούνται είς την λίμνην Αχερουσίαν, όπου καθαίρονται τιμωρούμενοι διά τάς αδίκους πράξεις αυτών είτε και επιβραβεύονται διά τάς αγαθάς πράξεις των.

Εκείνοι που ετέλεσαν μεγάλα εγκλήματα πρέπει να υποφέρουν είς τον Τάρταρον, του οποίου η διαρκής κίνησης του ύδατος {112b - "κυμαίνεται άνω και κάτω"} δύναται να παρομοιασθή πρός τον κόσμον των αισθήσεων και την τύχην του αφιλοσοφήτου ατόμου το οποίον δυσπιστεί είς κάθε επιχείρημα καί εμπιστεύεται μόνον τάς αισθήσεις του, στρέφεται δέ άνω και κάτω ωσάν να ήτο είς τον πορθμόν τού Ευρίπου {90c}. Ωστόσον, έξ αυτών μόνον οι ανιάτως έχοντες μένους δια παντός είς τον Τάρταρον, οι λοιποί, οι ιασίμως ημαρτηκότες, όσοι δηλαδή έκαμον σημαντικά μέν αλλά συγχωρήσιμα αδικήματα, εκβάλλονται κατά ετήσια διαστήματα είς τον Κωκυτόν και τον Πυριφλεγέθοντα, αναλόγως του εγκλήματος των: οι έν θερμώ φονείς εκβάλλοναι είς παγωμένον Κωκυτόν, ενώ οι υβρίσαντες τους γονείς είς τον Πυριφλεγέθοντα. Ο συμβολισμός των δύο κατηγοριών δεν είναι σαφής. Πάντως, οι έν λόγω εγκληματίαι πρέπει να περάσουν ένα κύκλον τιμωρίας διά της ανακυκλώσεως αυτών είς το σύστημα των ποταμών το επιστρέφον είς τον Τάρταρον, μέχρις ότου να τους συγχωρήσουν τα θύματά των.

Τέλος, αί ψυχαί αι οποίαι έχουν ζήσει εξαιρετικώς όσιον βίον δέν χρειάζονται κάθαρσιν είς την Αχερουσίαν, αλλ'απελευθερούμεναι των τόπων των "έν τη γή" {ήτοι εντός τών "κοίλων"}, μεταβαίνουν είς την καθαράν οίκησιν "επί γής", την οποίαν περιέγραψε ο Σωκράτης προηγουμένως: είς τον χώρον όπου τα χρώματα είναι λαμπρά, αντί αέρος υπάρχει αιθήρ, όπου τα άλση τών θεών {111a-c}. Εκεί καί αί "νήσοι" εντός του αέρος, αί οποίαι παραπέμπουν συνειρμικώς είς τάς Νήσους τών Μακάρων. Μεταξύ, τώρα, αυτών τών οσίως βεβιωκότων διακρίνεται μία μικροτέρα κατηγορία, οι φιλοσοφία ικανώς καθηράμενοι, οι οποίοι ζούν οριστικώς άνευ σωμάτων καθ'όλον τον μετέπειτα χρόνον καί φθάνουν είς οικήσεις έτι ωραιοτέρας ακόμη και έν σχέσει πρός την "αληθήν γήν", των οποίων η περιγραφή δεν είναι εύκολος, όπως λέγει ο Σωκράτης. Ομιλούμε δηλαδή περί αποθεωθεισών ψυχών.
Άβαταρ μέλους
Acid{RFE}
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 558
Εγγραφή: Δευ 08 Σεπ 2008, 16:56
Irc ψευδώνυμο: Acid{RFE}
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Land Of Freedom
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 1 φορά

Re: Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος

Δημοσίευση από Acid{RFE} » Δευ 08 Μαρ 2010, 03:07

Τα Μετά Θάνατον Είς Το Πλαίσιον Τής Παραδόσεως


Ολίγαι μαρτυρίαι υπάρχουν πρό του Πλάτωνος διά την παραδοσιακήν ιδέαν τής κρίσεως τών νεκρών, υπάρχουν, ωστόσον, αρκεταί ενδείξεις οτι δέν πρόκειται ούτε διά περιθωριακήν ιδέαν ούτε δι'επινόησην τού Πλάτωνος. Η έννοια της διαφοροποιήσεως της τύχης των νεκρών απαντά ήδη παρ'Ομήρω, είς μεν την Νεκυίαν τής Οδυσσείας {λ 576 κ.ε} αναφέρονται αί τιμωρίαι είς τάς οποίας υποβάλλονται ο Τάνταλος, ο Τιτυός καί ο Σίσυφος, ενώ είς την Ιλιάδα οι επιορκήσαντες τιμωρούνται μετά θάνατον υπό των Ερινύων {Ι'278, Ι 259}. Το ότι η ιδέα της μεταθανατίου τιμωρίας ήτο διαδεδομένη δηλούται είς την "Πολιτείαν" {330d} όπου ο Κέφαλος περιγράφει πως ένας ηλικιωμένος, ετοιμοθάνατος, άνδρας αρχίζει να ανερωτ΄ται εάν υπάρχει αλήθεια είς τάς τοιαύτας ιστορίας: "οί τε γάρ λεγόμενοι μύθοι περί των έν Αιδου, ώς τον ενθάδε αδικήσανται δεί εκεί διδόνται δίκην". Η ιδέα βεβαίως της μεταθανατίου κρίσεως και της αποκαταστάσεως των ευσεβών γνωρίζομε ότι ήτο αλήθεια τών Ελευσινίων μυστηρίων, αλλά και έν γένει Ορφική καί Πυθαγόρειος διδασκαλία. Έν αντιθέσει πρός τους εσχατολογικούς μύθους του "Γοργίου" καί της "Πολιτείας" είς τον "Φαίδωνα" ο Πλάτων δεν εστιάζει είς την διαδικασίαν της κρίσεως, ούτε περιγράφει τον τόπον αυτής, είναι απλώς ο τόπος "οί ο δαίμων έκαστον κομίζει". Αί αναφοραί είς τάς "τριόδους" επί των οποίων πορεύεται η ψυχή {108a4} ανακαλεί τας περιγραφάς του τόπου της κρίσεως είς τα δύο προαναφερθέντα έργα, έν τούτοις το μοτίβον της τριόδου χρησιμοποιείται περισσότερον διά να δοθή έν συνεχεία η ευκαιρία διά μακροσκελή αναφοράν είς την τύχην τής ακαθάρτου ψυχής καθώς εγκαταλείπει τον κόσμον τών ζώντων.

Το πλέον κοινόν όνομα διά την επικράτειαν τών νεκρών είναι Άδης, ή μάλλον ή χώρα τού Άδου, όστις κείται πέραν τού Ωκεανού, τού μεγάλου ποταμού όστις ρέει κυκλικώς πέριξ τής Γής, είναι τόπος σκότους καί σκιών. Ο Πυριφλεγέθων, ο Αχέρων και η Στύξ αποτελούν τμήματα της γεωγραφίας του Άδου: "ένθα μεν είς Αχέροντα Πυριφλεγέθων τε ρέουσι Κωκυτός θ',ός δή Στυγός ύδατος έστιν απορρώξ, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμών εριδούπων".{Οδ. κ.513-5}, και οι τέσσερις μεγάλοι ποταμοί του Κάτω Κόσμου είναι Ομηρικοί. Δέν είναι βέβαιον πόσον μέρος του μύθου του "Φαίδωνος" αποτελεί πρωτότυπον συνεισφοράν τού Πλάτωνος. Ενδεχομένως η μη σύνδεσις τού Πυριφλεγέθοντος και του Κωκυτού μετά της Αχερουσιάδας λίμνης επενοήθη ύπ'αυτού προκειμένου να αποκλείση τούς "ιατούς" ημαρτικότας έκ της περιοχής τών αθώων θυμάτων, μέχρις ότου η ικεσία των διά συγχώρησιν να γίνη δεκτή. Πλέον σημαντική, ωστόσον, είναι η εισαγωγή της εννοίας της συγχωρήσεως διά τής εκφράσεως "εάν μέν πείσωσιν" {114Β 2}.

Είς τούς μύθους τού "Γοργίου" και τής "Πολιτείας", αντί πέντε, διακρίνονται μόνον τρείς κατηγορίαι ψυχών: Οι ανιάτως ημαρτικότες, οί ιάσιμα ημαρτηκότες και οι δίκαιοι. Είς τον "Φαίδωνα" έχομε επίσης τούς "αδιαφόρως καλούς" και τούς "κεκαθαρμένους φιλοσοφία". Οι τελευταίοι εισάγονται ώς αι πλέον επίλεκτοι μεταξύ των ψυχών. Η απουσία της κατηγορίας αυτής έκ τής "Πολιτείας" εξηγείται καθώς εκεί γινεται λόγος διά την μεταθανάτιον κρίσιν, επομένως δεν έχουν θέσιν όσοι είναι έτοιμοι να εξέλθουν του κύκλου τών μετενσαρκώσεων.

Είς τον "μύθον" του "Γοργίου" {523α κ.εξ.} περιγράφονται οι θεσμοί τής ανταμοιβής και του σωφρονισμού τών ψυχών μετά θάνατον. Η βασική αρχή είναι ότι όστις διήλθε τον βίον του "δικαίως καί οσίως", όταν τελευτήση, θα μεταβή είς τάς νήσους τών Μακάρων όπου θα οικήσει "έν πάση ευδαιμονία", ενώ όποιος έζησε "αδίκως καί αθέως" θα υπάγη είς τον χώρον τής τιμωρίας, τον Τάρταρον. Κατά δε τον μύθον παλαιά εδικάζοντο οι άνθρωποι προτού αποθάνουν, επειδή όμως οι ζώντες εδύναντο να παραπλανήσουν τους κριτάς των, καλύπτοντες την ψυχικήν των μοχθηρίαν δι'εξωτερικών γνωρισμάτων, μετάβαιναν στά Ηλύσια πεδία άνθρωποι ανάξιοι τούτων. Τώρα όμως δικάζονται μόνον αναλόγως τής ψυχής των, ήτις γυμνή καί απηλλαγμένη όως τών γηΐνων κτήσεών της, κρίνεται βάσει τής ποιότητος αυτής. Δικασταί δε είναι ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς καί ο Αιακός. Αυτοί δικάζουν την ψυχήν είς τον λειμώνα, είς την τρίοδον, έκ της οποία άρχονται δύο οδοί: μία η οποία οδηγεί είς τάς νήσους τών μακάρων και η ετέρα η οποία οδηγεί είς τον Τάρταρον.

Επιστρέφοντες τώρα είς την Ομηρικήν εικόνα τού Άδου πρέπει να σημειώσωμε ότι η σκιώδης ύπαρξις εντός αυτού αποτελεί μεν τον κανόνα, δεν λείπουν όμως καί αι εξαιρέσεις, χαρακτηριστικαί τοιαύται είναι ο Τάνταλος, ο Τιτυός καί ο Σίσυφος, των οποίων το μαρτύριον βλέπει ο Οδυσσεύς κατά την μετάβασίν του είς τον Κάτων Κόσμον. Τα εγκλήματα των τριών αυτών όντων δεν είναι αδικήματα συνήθη τελούμενα υπο των ανθρώπων, αλλά πράξεις υβριστικαί στρεφόμεναι κατά των θεών {επί παραδείγματι, ο Τάνταλος επεχείρησε να κλέψη την αμβροσίαν απο τους θεούς}. Είς την κλασσικήν εποχήν όμως, έχομε πηγάς όπου εμφανίζονται να κολάζωντι είς τον Άδην και άνθρωποι οι οποίοι διέπραξαν συνήθη αδικήματα αυτού του κόσμου, ο περίφημος ζωγραφικός πίναξ τού Πολυγνώτου {περιγραφόμενος υπό του Παυσανίου 10.28} απεικονίζει λ.χ. ώς τιμωρουμένους έναν ληστήν Ιερού ο οποίος υποχρεούται να λάβη δηλητήριον αλλά και τον Όκνον {προσωποποίησιν τής ραθυμίας} όστις διαρκώς πλέκει ένα σχοινί το οποίον τρώγει ένας όνος. Βεβαίως, είς ένα άλλον επίπεδον εικόνες όπως αυτή του Όκνου δύναται να ερμηνευθούν ώς συμβαίνουσαι είς τον ειδικόν μας κόσμον, τον σκοτεινόν ή ετερόφωτον έν σχέσει πρός τους θείους κόσμους {είναι προφανής ο συμβολισμός της εικόνος}. Πρέπει εδώ να επισημανθή, ωστόσον, ότι η αντιστοίχησις του Άδου πρός τον ιδικόν μας κόσμος, δεν σημαίνει πως δέν υπάρχει πράγματι ο Άδης, ο χώρος όπου μεταβαίνουν μετά θάνατον αί ψυχαί, ούτε ότι κάθε μυθολογική εικών του Άδου επιδέχεται μονοσήμαντον ερμηνείαν.

Είναι σαφές λοιπόν ότι η γενική εικών του Άδου είς τον Φαίδωνα είναι παραδοσιακή. Υπο τον Άδη τώρα υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα, το οποίον είναι γνωστόν παρ'Ομήρω καί Ησιόδω ώς Τάρταρος, κατά τον Ησίοδον είναι τοιούτον το βάθος του, ώστε εάν πέση κανείς θα πίπτη επι ένα πλήρες έτος μέχρι να φθάση είς τον πυθμένα. Κατ'αμφοτέρους τούς ποιητάς έχουν φυλακισθή οι Τιτάνες εντός αυτού. Παρά την ζοφώδη εξεικόνισιν τού Άδου απαντά σαφώς παρ'Ομήρω η άποψις ότι ωρισμένους ανθρώπους τους περιμένει μία ευδαίμων ζωή μετά θάνατον, προϋποθέσεις διά μίαν τοιαύτην εξέλιξιν είναι η τέλεσις ηρωϊκών πράξεων, ο δίκαιος βίος, η ευσεβής στάσις, η μύησις. Είς την Οδύσσειαν ο Πρωτεύς προφητεύεις είς τον Μενέλαον ευδαίμονα ζωήν είς το Ηλύσιον:

«...αλλά θα σε στείλουν οι Αθάνατοι στά Ηλύσια πεδία, στην άκρη της γής, εκεί όπου βρίσκεται
ο ξανθός Ραδάμανθυς, κι όπου η ζωή των ανθρώπων κυλάει πάρα πολύ άνετα, δεν πέφτει χιόνι
εκεί, ούτε χειμώνας δυνατός γίνεται ούτε βροχή, μα πάντοτε ο Ωκεανός στέλνει επάνω το φύ-
σημα του Ζεφύρου, που πνέει δυνατά στούς ανθρώπους δροσιά
»|. {δ 563-8}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Αλλά και κατά την Αιθιοπίδα ο Αχιλλεύς μεταφέρεται υπο της Θέτιδος στάς Νήσους τών Μακάρων. Η προσδοκία της μεταβάσεως είς φωτεινοτέρους κόσμους απαντά φυσικά και είς τας ορφικάς χρυσάς πινακίδας, όπου υπογραμμίζεται η συγγένεια πρός το θείον, όπως και είς τον επικήν διήγησιν: Ο Μενέλαος είναι σύζυγος τής Ελένης, ο Αχιλλεύς υιός τής Θέτιδος. Παρόμοιον περιγραφήν παρέχει ο Πίνδαρος είς τον Β'Ολυμπιόνικον, εκεί οι όλβιοι έχουν ενασχολήσει ομοίας με των ζώντων: φροντίζουν τούς ίππους, γυμνάζονται, παίζουν λύρα, λατρεύουν θεούς, "παρά δέ σφισιν ευανθής άπας τέθαλεν όλβος" λέγει ωραία ο ποιητής. η ευδαίμων διαβίωσις τών ευσεβών είς τάς νήσους τών Μακάρων εθεωρήθη ότι περιλαμβάνει καί συμπόσιον, το "συμπόσιον τών οσίων" κατά την Πολιτείαν: « Είς Άιδου γάρ αγαγόντες τώ λόγω καί κατακλίναντες και συμπόσιον τών οσίων κατασκευάσαντες εστεφανωμένους ποιούσιν τον άπαντα χρόνον ήδη διάγειν μεθύοντας, ηγησάμενοι κάλλιστον αρετής μισθόν μέθην αιώνιον »|. {363c4-d2}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Βλέπομε λοιπόν πως είναι μέρος τής παραδόσεως η όλη σύλληψις τών ειδών τής μεταθανατίου ζωής, όπως εμφανίζεται είς τον Φαίδωνα. Ουσιαστικώτερον όμως και αυτών είναι το γεγονός ότι η βασική ιδέα, δηλαδή ότι η ανθρώπινη οντότης σύγκειται έκ ψυχής καί σώματος, έξ ών η μέν πρώτη "οίχεται απιούσα", ενώ το σώμα απλώς αποσυντίθεται ή καίεται, ΔΕΝ ήτο εσωτερική τις άποψις, μεταδιδόμενη είς τα Μυστήρια, ή έστω είς περιωρισμένους Ορφικούς ή άλλους κύκλους, αλλ'ήτο κοινόν κτήμα. Τούτο αποδεικνύεται απο την ύπαρξιν επιταφίων επιγραμμάτων τα οποία αποτυπώνουν την ιδέαν αυτήν: Το σπουδαιότερον τεκμήριον {επειδή αποτελεί δημόσιον αφιέρωμα} είναι το επίγραμμα πρός τιμήν τών νεκρών τής Ποτιδαίας {5ος αιών.}: « Αιθήρ μέν ψυχάς υποδέξατο, σώματα δέ χθών ». Η αυτή ιδέα απαντά και είς λογοτεχνίαν {επί παραδείγματι Ευριπίδου - Ικέτιδας 1140-43}. Το λογοτεχνικόν καί φιλοσοφικόν επίτευγμα τού Φαίδωνος είναι η διατύπωσις ενός πλήρους μυθικού οικοδομήματος αναφορικώς πρός τόπους όπου καταλήγουν αί ψυχαί τών τεθνεώτων μετά την κρίσιν, απο τα απερίγραπτα βάθη τού Ταρτάρου εώς τάς Νήσους τών Μακάρων.


Φιλοσοφία Και Μυστηριακή Διδασκαλία


Πρέπει εδώ να σημειώσωμεν ότι, όπως τονίζεται και είς την Πολιτείαν {363d} η συμμετοχή είς τελετάς δεν πρέπει να νοείται ώς υπολατάστατον της ψυχικής ποιότητος και της ευσεβείας, δεν δύναται να παραγράψουν τελεσθένται εγκλήματα αί τελεταί, όπως ισχυρίζοντο διάφοροι "αγύρται". Η έννοια της τελετής ώς τρόπος λυτρώσεως, ώς παρουσιάζεται είς τάς Ορφικάς πινακίδας -ειπείν Φερσεφόνα σ'ότι Βάκχιος αυτός έλυσε {P1.2}- έχει νόημα μόνον δι'όποιον πράγματι αξίζει τοιαύτην λύτρωσιν. Επίσης υπάρχει και η εξής παρεξήγησις, ενίοτε παρουσιάζονται οι αμύητοι είς τον Άδην να υφίστανται βασάνους, τούτο είναι εύλογον μεν επειδή πάς ο "ημαρτικώς" είναι έξ ορισμού αμύητος, όμως είς την δεδομένην περίπτωσιν αγνοείται και η ερμηνεία η οποία θέλει τον Άδην εικόνα του παρόντος, ετεροφώτου, κόσμου τής "γενέσεως", όπως ανεφέραμε ήδη. Γνωρίζομε τον πίνακα τού Πολυγνώτου {Παυσανίας 10.41. 9-11} όπου γυναίκες αγωνιζόμεναι να μεταφέρουν ύδωρ είς δοχεία με οπάς συνοδεύονται υπο τις επιγραφής "αμύητοι", δύναται να ερμηνευθή η παράστασις ώς εικών ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται ασκόπως είς τον παρόντα βίον, μή δυνάμενοι να αντιληφθούν ότι σκορπούν ματαίως δυνάμεις, επαναλαμβάνουν δέ τα σφάλματά των, μή δυνάμενοι να σκορπίσουν το πέπλον της πλάνης.

Η ίδια φιλοσοφία λοιπόν, είς τον Φαίδωνα νοείται ώς "μύησις" τρόπον τινά είς το "μυστήριον" του βίου, δεν αποτελεί γεροντικήν ενασχόλησιν και τρόπον διαφθοράς των νέων {όπως κατηγορήθη ο Σωκράτης}, αλλά δείγμα αρετής και πράξιν αληθώς ηρωϊκήν. Ηρωϊκήν, καθώς μάλιστα παροιμοιάζονται τόσον ο ίδιος ο Σωκράτης, όσον και οι συνομιληταί του με Ομηρικούς ήρωας {95b}, οι οποίοι δίδουν μάχην προκειμένου να κατοχυρώσουν την ορθότητα τών επιχειρημάτων των. Ταυτοχρόνως, παρομοιάζεται εμμέσως ο Σωκράτης με την Θησέα, έφ'όσον η συζήτησις λαμβάνει χώραν χάρις είς την αποστολήν του Ιερού πλοίου είς την Δήλον και την αναμονήν τής αφίξεώς του. Όπως ο Θησεύς φονεύει τον Μινώταυρον ευρίσκων την διέξοδον διά μέσου τού Λαβυρίνθου, ούτω και ο Σωκράτης υποδεικνύει είς τους μαθητάς του την λύτρωσιν μέσα απο τον ιλιγγιώδη κόσμον τών αισθήσεων. Και ο Οδυσσεύς αποτελεί πρότυπον ήρωος, έν 94d παραθέτει ο Σωκράτης δύο στίχους τής Οδυσσείας {υ 17-18} όπου εμφανίζεται ο ήρως να ζητή απο την ψυχήν του Οδυσσέως είναι η μόνη η οποία επιλέγει σωφρόνως ένα νέον βίον. Επίσης παραλληλίζεται είς τον Φαίδωνα, υπο του Σιμμίου, η φιλοσοφική θεωρία με την σχεδίαν του Οδυσσέως: « επι τούτου οχούμενον ώσπερ επί σχεδίας κινδυνεύοντα διαπλεύσαι τον βίον » {85d}.

Η φιλοσοφία παρουσιάζεται, λοιπόν, θετικώς ώς αληθώς ηθική συμπεριφορά, δέν αρκούμεθα πλέον απλώς είς την αποφυγήν τής αδικίας. Η φιλοσοφική οδός περιλαμβάνει, την ανδρείαν, την ελευθερίαν και την αλήθειαν, αί οποίαι είναι ο αληθής στολισμός {"κόσμος"} τής ψυχής, και όχι αί ηδοναί, αίτινες αποτελούν "κόσμον αλλότριον". Ο Πλάτων συνδυάζει την παράδοσιν τών μυστηρίων και την συνακόλουθον διάκρισιν μεταξύ μεμυημένων καί αμυήτων μετά τής διακρίσεως μεταξύ πεφιλοσοφηκότων ορθώς και μή. Ούτως η φιλοσοφία ώς μελέτη θανάτου διασταυρώνεται με την μυστηριακής ιδεολογίαν. "Τέλος" σημαίνει τέλος, αλλά και σκοπός. Υπ'αυτήν την έννοιαν η τελευτή, ο θάνατος είναι πράγματι το "τέλος" διά τον πεφιλοσοφηκότα, αλλά και "τετελεσμένον".

Είναι επίσης αξιοσημείωτον ότι, όπως ο τελούμενος είς τα μυστήρια αναπτύσσει ιδιαιτέραν σχέσιν με έναν θεόν, ούτω και ο Σωκράτης περιγράφει τον εαυτόν ώς "Ιερόν τού Απόλλωνος", αφιερωμένον είς τον Θεόν, αλλά και "ομόδουλον" του Θεού με τους κύκνους, οι οποίοι, όταν πλησιάζει ο θάνατος των τραγουδούν απο χαράν που θα συναντήσουν τον Κύριόν τών {85d}. Εξάλλου η εκτέλεσις του Σωκράτους αναβάλλεται διότι δεν εγίνοντο θανατώσεις κατά την ιεράν χρονικήν περίοδον ότε η Πάραλος, το ιερόν πλοίον, επισκέπτεται την Δήλον λόγω τής αναμνηστικής εορτής πρός τιμήν τής νίκς του Θησέως επί του Μινωταύρου, στέφει δέ την πρύμνην του άμα τη αναχωρήσει ο ιερεύς τού Απόλλωνος {58c}. Επιπλέον δε, κατ'αυτό το διάστημα, ο Σωκράτης συνέθεσε μεταξύ άλλων έναν ύμνον του Απόλλωνος υπακούων είς ενύπνια όπου εδέχετο την περίφημον εντολήν "μουσικήν ποίει καί εργάζου" {60e}.



Αί Έννοιαι "Μύθος" Καί "Λόγος"


Ένα ερώτημα πλανάται έφ'όλης τής αναλύσεως μας, τι άπ'όσα λέγονται πρέπει να ληφθή κυριολεκτικώς και τί όχι; Ότι περιγράφεται είς τον Φαίδωνα είναι μέχρις κεραίας αληθές; Ώς έχοντες χριστιανικόν υπόβραθρον αντιμετωπίζομε αγωνιωδώς έν ερώτημα το οποίον δέν ήτο ασφαλώς πιεστικόν διά τους αρχαίους Έλληνας. Ωστόσον δέν ήτο και εντελώς ανύπαρκτον, διό και ο Σωκράτης δέν παραλείπει να δώση έπ'αυτού απάντησιν, δεδομένου μάλιστα ότι ήδη έξ αρχής έχει τεθή είς τον διάλογον η διάκρισις μεταξύ "μύθου" καί "λόγου". Λέγει λοιπόν, ο Σωκράτης:

« To να βεβαιώσωμεν λοιπόν ότι ταύτα ούτω πράγματι έχουν, όπως εγώ εξέθεσα, δέν αρμόζει είς άνθρωπον έχοντα νούν, ότι όμως ταύτα συμβαίνουν ή παρόμοια διά τάς ψυχάς ημών και τας κατοικίας τών ψυχών, αφού βεβαίως η ψυχή είναι αθάνατος, τούτο μου φαίνεται ότι αρμόζει να διϊσχυρισθή άνθρωπος συνετός και ότι αξίζει να διακινδυνεύση κανείς να πιστεύση ότι τούτο τοιουτοτρόπως έχει. Διότι ωραίος είναι ο κίνδυνος και πρέπει τις ώς μαγικάς ωδάς να λέγη πρός τον εαυτόν του τους τοιούτους ισχυρισμούς, διά τούτο και εγώ βεβαίως απο πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον »|. {11d}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Μας δίδει λοιπόν, ένα σαφές σήμα ο Πλάτων ότι δέν πρέπει να λαμβάνωμε κάθε τι κατά γράμμα, τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι περιέχονται είς τον μύθον ανακρίβειαι, παρά μόνον ότι η πραγματικότης την οποίαν αποδίδει ο μύθος δεν πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται κυριολεκτικώς καί μονοσημάντως. Όσον αντιλαμβάνεται κανείς, τούτο αρκεί, εκείνο που δεν χρειάζεται είναι να μαχώμεθα περί τάς επιμερούς ερμηνείας παραβλέποντες το όλον και το υψηλόν και ελπιδοφόρον μύνημα το οποίον μεταδίδει.

Διατί όμως αποκαλεί την περιγραφήν του Κάτω Κόσμου "μύθον" ο Πλάτων; Ο μύθος δύναται κατά τον Πλάτωνα να είναι και απατηλός, ώς οι μύθοι τους οποίους καταδικάζει ο Πλάτων είς την Πολιτείαν. Ωστόσον, είς την ιδίαν την Πολιτείαν ο Πλάτων προχωρεί είς την διήγησιν του μύθου του Ηρός, επομένως, είναι σαφές ότι υπάρχουν χρήσιμοι μύθοι. Ούτω και είς τον Φαίδωνα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σωκράτης διηγείται τον μύθον του προσδίδει ιδιαίτερον κύρος, όπως και το γεγονός ότι καλεί τους φίλους του να τον επαναλαμβάνουν. Παρομοίως, είς τον Γοργίαν {523a} υπερασπίζεται την διήγησιν περί του Κάτω Κόσμου όχι ώς "Μύθον" {όπως θα θελήση να την εκλάβη ο Καλλικλής}, αλλ'ώς "λόγον".

Ωρισμένοι μελετηταί ηθέλησαν να ιδούν τους μύθους ώς χαμηλοτέρου, δήθεν, επιπέδου διηγήσεις, τάς οποίας δέν εννούσε ο Πλάτων ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρώς ή τους απη'υθυνε στούς αφιλοσοφήτους. Άλλοι, πλησιέστεροι πρός την αλήθειαν, βλέπουν τον "μύθον" ώς ανώτερον του "λόγου", είτε επειδή δύναται να εκφράση αληθείας, συνήθως αξιωματικάς, δυσκόλως επιδεχομένας γλωσσικήν περιγραφήν, είτε επειδή είναι το πρόφορον μέσον διά την πραγμάτευσιν ζητημάτων της ψυχής και της πορείας της. Κατ'άλλους δε, μόνον ο μύθος δύναται ν'αναρριπίση "υπερβατικά αισθήματα".

Αναμφιβόλως άπαντες ούτοι οι αποδίδοντες εξέχουσαν αξίαν είς τον μύθον έχονται τής αληθείας, ωστόσον θα πρέπει να προσέχωμεν ώστε να μη χαράσσωμεν ριζικήν τινά και πλήρη διάκρισιν μεταξύ μύθου και λόγου. Δεν υφίσταται συστηματική τοιαύτη διάκρισις, καθώς ούτε ο ίδιος ο Πλάτων μας παρέχει τοιαύτην. Θα είμεθα ίσως πλησιέστερα πρός την αλήθεια εάν αντελαμβανόμεθα τον μύθον είς πλείστας περιπτώσεις ώς παραδοσιακήν διήγησιν, ήτις χρησιμεύει είς την εναργεστέραν εξεικόνισιν στοιχείων προβαλλομένων κατά την διαλεκτικήν επιχειρηματολογίαν, καθώς μάλιστα αποτελεί μέσον πειστικώτερον και πλέον ευμνημόνευτον του "λόγου". Ο παραδοσιακός δε χαρακτήρ του "μύθου" δίδει είς τον Πλάτωνα την δυνατότητα να αξιοποιήση γνωστά και μεστά συνειρμών ονόματα περιοχών ή μυθολογικών μορφών. Πρέπει δε να ενθυμούμεθα ότι είς την σύγχρονον ου Πλάτωνος κοινωνίαν ο μύθος ήτο μία έκ των λογοτεχνικών μορφών τών φερουσών μεγαλυτέραν αυθεντίαν.

Επι του προκειμένου, ο Πλάτων επιτυγχάνει να μας περιγράψη το αιθερικόν περιβάλλον της γής και την φύσιν του επέκεινα με ένα τρόπον, ο οποίος είναι αριστοτεχνικός, καθώς προσφέρει πάμπολλας και κυριολεκτικάς πληροφορίας, βασιζόμενος όμως είς μίαν μεταφοράν. "Μεταφορά" εδώ δεν σημαίνει φανταστικήν διήγησιν, αλλ'εικόνα εύγλωττον, η οποία διά να κατανοηθή χρειάζεται αναγωγάς και παραλληλισμούς. Η διαφορά λ.χ. του ιδικού μας κόσμου πρός τα αιθερικά πεδία όπου μεταβαίνουν οι οσίως βεβιωκότες, προσδιορίζεται ώς διαφορά μεταξύ κοιλοτήτων πλήρων ύδατος και αέρος και επιφανείας υπο λαμπράν αιθρίαν. Και πάλιν, αυτό είναι μόνον ένα παράδειγμα, δέν υπάρχει ένα μοναδικόν απλουστευτικόν σχήμα, ο "μύθος" περιέχει μέγα ερμηνευτικόν βάθος και απαιτεί διαρκεί μελέτην καί εγρήγορσιν. Επίσης, η διήγησις είναι μεταφορική ώς προς ωρισμένα σημεία, όχι ώς προς το σύνολον αυτής {το δηλούν εξάλλου τα "ώς" και "ώσπερ"} λ.χ. κατά την παράδοσιν πράγματι οι "οσίως βεβιωκότες" μεταβαίνουν είς περιοχήν με αιθερικάς νήσους. Άν ενστερνισθώμεν το μύνημα ότι η αιθερική κατάστασις είναι πλέον πραγματική τής χονδροειδούς, τότε διευκολυνώμεθα είς την ζήτησίν μας.


Οι Τελευταίοι Λόγοι Του Σωκράτους


Το κεφάλαιον 63 {114c - 115a} αποτελεί το γενικόν συμπέρασμα της αναφοράς είς την μετά θάνατον ζωήν. Ήδη παρεθέσαμε τα περί της πραγματικότητος του "μύθου", αξίζει όμως να παραθέσωμεν εδώ και τα εξής χωρία, τα οποία περικλείουν την περί αληθεία αναφοράν και περιέχουν το δίδαγμα της όλης διδασκαλίας.

« Αλλ'άπ'όσα έως τώρα συνεζητήσαμε, Σιμμία, εξάγεται η υποχρέωσις να προπαθώμεν με κάθε δύναμιν να μετέχωμεν κατά την ζωήν
μας της αρετής και τής φρονήσεως, διότι η ανταμοιβή είναι ωραία και η ελπίς μεγάλη
»|. {114c}

Καταλήγει δέ ο Σωκράτης

« Ένεκα λοιπόν τούτων των λόγων πρέπει να έχη θάρρος διά την ψυχήν του ένας άνθρωπος, ο οποίος είς τον βίον του τάς μέν τέρψ-
εις του σώματος και τους στολισμούς περιεφρόνησε, με την πεποίθησην ότι είναι ξένοι και ότι προξενούν μεγαλύτερον κακόν, με ζήλον
δε επεδίωξε τάς τέρψεις τής γνώσεως καί στολίσας την ψυχήν του ουχί διά ξένου, αλλά διά τού αρμόζοντος είς αυτήν στολισμού, με σ-
ωφροσύνην, δικαιοσύνην,καί ανδρείαν και ελευθερίαν και αληθείαν,περιμένει να μεταβή είς τον Άδην, όταν η ειμαρμένη τον προσκαλέση.
Σείς λοιπόν,Σιμμία και Κέβη και σείς οι λοιποί, αγαπητοί μου φίλοι, θα ξεκινήσετε διά την πορείαν ταύτην,όταν έλθη η ώρα διά κάθε έ-
να απο σάς. Όσον αφορά είς εμέ,ιδού η ειμαρμένη με καλεί, όπως θα έλεγεν ένας Τραγικός ποιητής,και μετ'ολίγον θα έλθη η ώρα να δι-
ευθυνθώ πρός το λουτρόν,διότι μου φαίνεται ότι είναι καλύτερον, αφού λουσθώ, να πίω το φάρμακον και να μη παράσχω ενοχλήσεις είς
τάς γυναίκας να λούουν ένα νεκρόν
»|. {114c}

Είς την μετέπειτα συζήτησιν ο Σωκράτης καλεί τους μαθητάς του να εφαρμόσουν τα πορίσματα τής προηγηθείσης συζητήσεως και επιμένει είς το ότι το αληθές "εγώ" του ανθρώπου δεν είναι το σώμα του.

« Ότε λοιπόν είπεν αυτά ο Σωκράτης, ο Κρίτων, έστω, είπε, Σωκράτη, αλλά τι παραγγέλεις είς τούτους ή είς εμέ διά τα παιδιά σου, ή διά
κάτι άλλο, το οποίον πράττοντες ημείς θα σου επροξενούσεν μεγίστην ευχαρίστησην;-Όσα, είπε,κάθε φορά λέγω, Κρίτων, τίποτε νεώτερον,
ότι δηλαδή φροντίζοντας διά τον εαυτόν σας,και είς εμέ και είς τους οικείους μου και είς σάς τους ιδίους θα προξενήσετε ευχαρίστησην,δι'
όσα επράττετε,έστω και άν τώρα δεν μου υποσχεθήτε τίποτε.Εάν όμως δέν φροντίζετε διά τον εαυτόν σας και δέν συμφωνήσετε να ζήτε α-
κολουθούντες κατ'ίχνη τα τώρα και προηγουμένως λεχθέντα, και άν ακόμη συμφωνήσετε είς πολλά σήμερον και πάρα πολύ μάλιστα, δέν θα
κατορθώσετε τίποτε-. Δι'αυτά λοιπόν, απεκρίθη ο Κρίτων, θα δείξωμεν προθυμίαν, ώστε να θέλετε, είπεν, αν με εύρετε και δεν σας φύγω.
Γελάσας δέ συγχρόνως ήσυχα και στρέψας το βλέμμα πρός ημάς είπε:Δεν πείθω,φίλοι μου, τον Κρίτωνα, ότι εγώ είμαι αυτός εδώ ο Σωκρά-
της, ο οποίος τώρα ομιλεί και διευθύνει την συζήτησιν διά το κάθε ένα έκ των συζητουμένων, αλλά νομίζει, ότι είμαι εκείνος, τον οποίον θα
ίδη ολίγον βραδύτερον νεκρόν, και με ερωτά κατά ποίον τρόπο να με θάψη. Όσα δέ εγώ απο πολλού ήδη διεξοδικώς έχω αναπτύξει, ότι δη-
λαδή, αφού πίω το δηλητήριον, δεν θα μείνω πλησίον σας αλλά θα φύγω γρήγορα δια να απολαύσω την ευτυχίαν τών ευδαιμόνων, νομίζω ότι
ματαίως δι'αυτόν τα έλεγον,παρηγορών άφ'ενός μεν σάς, αφ'ετέρου δέ τον εαυτόν μου.Δώσατε λοιπόν σείς εγγύησιν πρός τον Κρίτωνα, δια-
φορετικήν απο εκείνην, την οποίαν ούτος ήθελε να δώση είς τους δικαστάς. Ούτος μέν ηγγυάτο ότι εγώ βεβαίως θα παραμείνω, σείς δε δώ-
σατε εγγύησιν, ότι βεβαίως δεν θα παραμείνω, αφού αποθάνω, αλλά θα απέλθω ταχέως, ίνα ο Κρίτων ευκολώτερον υποφέρη την λύπιν του
και μην αγανακτή χάριν εμού, βλέπων το σώμα μου καιόμενον και θαπτόμενον, διότι πάσχω φοβερά, μηδέ να λέγη κατά την ταφήν ότι εκθέτει
δημοσία τον νεκρόν του Σωκράτους ή τον κηδεύει ή τον θάπει. Διότι γνώριζε καλώς, καλέ μου Κρίτων,είπεν, ότι το μή ορθώς λέγειν δέν εί-
ναι μόνον αυτό καθ'εαυτό εσφαλμένον, αλλά κάμνει και κακόν είς τάς ψυχάς. Αλλά πρέπει να έχης θάρρος και να λέγης ότι θάπτεις το σώμα
μου και να το θάψης όπως σου φαίνεται καλόν και κατά τον τρόπον που πιστεύεις ότι είναι σύμφωνος πρός την συνήθειαν
»|. {115b κ.εξ}

Ο τελευταίος αυτός λόγος τού Σωκράτους περιέχει υποθήκην διαχρονικής αξίας, ο νεκρός δεν ταυτίζεται πρός το λείψανόν του. Ο νεκρός είναι η ψυχή, η οποία ζητεί βεβαίως και αυτή το ιδικόν τής μερίδιον φροντίδος. Βεβαίως, δεν "οίχεται απιούσα" με αυτοσυνείδησίαν ελευθερίας όπως αυτή τού Σωκράτους, αλλ'ώς συμβαίνει με την πλειοψηφίαν τών τεθνεώτων, καταγίνεται με τον κόσμον σημασίαν ώστε να ανακουφίσουν μεν, να διευκολύνουν δε άφ'ετέρου κατά το δυνατόν την ψυχήν είς την πορείαν της πρός το Επέκεινα. Ωστόσον, η υποθήκη τού Σωκράτους αναφορικώς πρός την ταφήν διατηρεί είς το ακέραιον τήν αξίαν τη δι'όλους μας, το σώμα πρέπει να αποτίθεται ώς είθισται, όπως μας φαίνεται καλύτερον και κατά τα "νόμιμα" τής κοινωνία. Το σώμα δεν είναι το πάν, αλλά του αντιστοιχούν αί προσηκούσαι τιμαί, ιδίως έφ'όσον τάς περιμένει ο νεκρός.

Η ευσέβεια, τέλος, του Σωκράτης, η ήρεμος και ιδεώδης σχέσις του προς το θείον, αναδεικνύεται διά της τελευταίας παραγγελίας του πρός τον Κρίτωνα, να μη λησμονήσουν να προσφέρουν έναν αλεκτρυόνα είς τον Ασκληπιόν:

« Ώ Κρίτων, έφη, τώ Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα, αλλ'απόδοτε και μη αμελήσετε »|. {118α}
Του Παναγιώτη Μαρίνη
Άβαταρ μέλους
Acid{RFE}
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 558
Εγγραφή: Δευ 08 Σεπ 2008, 16:56
Irc ψευδώνυμο: Acid{RFE}
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Land Of Freedom
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 1 φορά

Re: Η Μετά Θάνατον Ζωή Είς Τον Φαίδωνα Του Πλάτωνος

Δημοσίευση από Acid{RFE} » Δευ 08 Μαρ 2010, 03:08

Τα Μετά Θάνατον Είς Το Πλαίσιον Τής Παραδόσεως


Ολίγαι μαρτυρίαι υπάρχουν πρό του Πλάτωνος διά την παραδοσιακήν ιδέαν τής κρίσεως τών νεκρών, υπάρχουν, ωστόσον, αρκεταί ενδείξεις οτι δέν πρόκειται ούτε διά περιθωριακήν ιδέαν ούτε δι'επινόησην τού Πλάτωνος. Η έννοια της διαφοροποιήσεως της τύχης των νεκρών απαντά ήδη παρ'Ομήρω, είς μεν την Νεκυίαν τής Οδυσσείας {λ 576 κ.ε} αναφέρονται αί τιμωρίαι είς τάς οποίας υποβάλλονται ο Τάνταλος, ο Τιτυός καί ο Σίσυφος, ενώ είς την Ιλιάδα οι επιορκήσαντες τιμωρούνται μετά θάνατον υπό των Ερινύων {Ι'278, Ι 259}. Το ότι η ιδέα της μεταθανατίου τιμωρίας ήτο διαδεδομένη δηλούται είς την "Πολιτείαν" {330d} όπου ο Κέφαλος περιγράφει πως ένας ηλικιωμένος, ετοιμοθάνατος, άνδρας αρχίζει να ανερωτ΄ται εάν υπάρχει αλήθεια είς τάς τοιαύτας ιστορίας: "οί τε γάρ λεγόμενοι μύθοι περί των έν Αιδου, ώς τον ενθάδε αδικήσανται δεί εκεί διδόνται δίκην". Η ιδέα βεβαίως της μεταθανατίου κρίσεως και της αποκαταστάσεως των ευσεβών γνωρίζομε ότι ήτο αλήθεια τών Ελευσινίων μυστηρίων, αλλά και έν γένει Ορφική καί Πυθαγόρειος διδασκαλία. Έν αντιθέσει πρός τους εσχατολογικούς μύθους του "Γοργίου" καί της "Πολιτείας" είς τον "Φαίδωνα" ο Πλάτων δεν εστιάζει είς την διαδικασίαν της κρίσεως, ούτε περιγράφει τον τόπον αυτής, είναι απλώς ο τόπος "οί ο δαίμων έκαστον κομίζει". Αί αναφοραί είς τάς "τριόδους" επί των οποίων πορεύεται η ψυχή {108a4} ανακαλεί τας περιγραφάς του τόπου της κρίσεως είς τα δύο προαναφερθέντα έργα, έν τούτοις το μοτίβον της τριόδου χρησιμοποιείται περισσότερον διά να δοθή έν συνεχεία η ευκαιρία διά μακροσκελή αναφοράν είς την τύχην τής ακαθάρτου ψυχής καθώς εγκαταλείπει τον κόσμον τών ζώντων.

Το πλέον κοινόν όνομα διά την επικράτειαν τών νεκρών είναι Άδης, ή μάλλον ή χώρα τού Άδου, όστις κείται πέραν τού Ωκεανού, τού μεγάλου ποταμού όστις ρέει κυκλικώς πέριξ τής Γής, είναι τόπος σκότους καί σκιών. Ο Πυριφλεγέθων, ο Αχέρων και η Στύξ αποτελούν τμήματα της γεωγραφίας του Άδου: "ένθα μεν είς Αχέροντα Πυριφλεγέθων τε ρέουσι Κωκυτός θ',ός δή Στυγός ύδατος έστιν απορρώξ, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμών εριδούπων".{Οδ. κ.513-5}, και οι τέσσερις μεγάλοι ποταμοί του Κάτω Κόσμου είναι Ομηρικοί. Δέν είναι βέβαιον πόσον μέρος του μύθου του "Φαίδωνος" αποτελεί πρωτότυπον συνεισφοράν τού Πλάτωνος. Ενδεχομένως η μη σύνδεσις τού Πυριφλεγέθοντος και του Κωκυτού μετά της Αχερουσιάδας λίμνης επενοήθη ύπ'αυτού προκειμένου να αποκλείση τούς "ιατούς" ημαρτικότας έκ της περιοχής τών αθώων θυμάτων, μέχρις ότου η ικεσία των διά συγχώρησιν να γίνη δεκτή. Πλέον σημαντική, ωστόσον, είναι η εισαγωγή της εννοίας της συγχωρήσεως διά τής εκφράσεως "εάν μέν πείσωσιν" {114Β 2}.

Είς τούς μύθους τού "Γοργίου" και τής "Πολιτείας", αντί πέντε, διακρίνονται μόνον τρείς κατηγορίαι ψυχών: Οι ανιάτως ημαρτικότες, οί ιάσιμα ημαρτηκότες και οι δίκαιοι. Είς τον "Φαίδωνα" έχομε επίσης τούς "αδιαφόρως καλούς" και τούς "κεκαθαρμένους φιλοσοφία". Οι τελευταίοι εισάγονται ώς αι πλέον επίλεκτοι μεταξύ των ψυχών. Η απουσία της κατηγορίας αυτής έκ τής "Πολιτείας" εξηγείται καθώς εκεί γινεται λόγος διά την μεταθανάτιον κρίσιν, επομένως δεν έχουν θέσιν όσοι είναι έτοιμοι να εξέλθουν του κύκλου τών μετενσαρκώσεων.

Είς τον "μύθον" του "Γοργίου" {523α κ.εξ.} περιγράφονται οι θεσμοί τής ανταμοιβής και του σωφρονισμού τών ψυχών μετά θάνατον. Η βασική αρχή είναι ότι όστις διήλθε τον βίον του "δικαίως καί οσίως", όταν τελευτήση, θα μεταβή είς τάς νήσους τών Μακάρων όπου θα οικήσει "έν πάση ευδαιμονία", ενώ όποιος έζησε "αδίκως καί αθέως" θα υπάγη είς τον χώρον τής τιμωρίας, τον Τάρταρον. Κατά δε τον μύθον παλαιά εδικάζοντο οι άνθρωποι προτού αποθάνουν, επειδή όμως οι ζώντες εδύναντο να παραπλανήσουν τους κριτάς των, καλύπτοντες την ψυχικήν των μοχθηρίαν δι'εξωτερικών γνωρισμάτων, μετάβαιναν στά Ηλύσια πεδία άνθρωποι ανάξιοι τούτων. Τώρα όμως δικάζονται μόνον αναλόγως τής ψυχής των, ήτις γυμνή καί απηλλαγμένη όως τών γηΐνων κτήσεών της, κρίνεται βάσει τής ποιότητος αυτής. Δικασταί δε είναι ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς καί ο Αιακός. Αυτοί δικάζουν την ψυχήν είς τον λειμώνα, είς την τρίοδον, έκ της οποία άρχονται δύο οδοί: μία η οποία οδηγεί είς τάς νήσους τών μακάρων και η ετέρα η οποία οδηγεί είς τον Τάρταρον.

Επιστρέφοντες τώρα είς την Ομηρικήν εικόνα τού Άδου πρέπει να σημειώσωμε ότι η σκιώδης ύπαρξις εντός αυτού αποτελεί μεν τον κανόνα, δεν λείπουν όμως καί αι εξαιρέσεις, χαρακτηριστικαί τοιαύται είναι ο Τάνταλος, ο Τιτυός καί ο Σίσυφος, των οποίων το μαρτύριον βλέπει ο Οδυσσεύς κατά την μετάβασίν του είς τον Κάτων Κόσμον. Τα εγκλήματα των τριών αυτών όντων δεν είναι αδικήματα συνήθη τελούμενα υπο των ανθρώπων, αλλά πράξεις υβριστικαί στρεφόμεναι κατά των θεών {επί παραδείγματι, ο Τάνταλος επεχείρησε να κλέψη την αμβροσίαν απο τους θεούς}. Είς την κλασσικήν εποχήν όμως, έχομε πηγάς όπου εμφανίζονται να κολάζωντι είς τον Άδην και άνθρωποι οι οποίοι διέπραξαν συνήθη αδικήματα αυτού του κόσμου, ο περίφημος ζωγραφικός πίναξ τού Πολυγνώτου {περιγραφόμενος υπό του Παυσανίου 10.28} απεικονίζει λ.χ. ώς τιμωρουμένους έναν ληστήν Ιερού ο οποίος υποχρεούται να λάβη δηλητήριον αλλά και τον Όκνον {προσωποποίησιν τής ραθυμίας} όστις διαρκώς πλέκει ένα σχοινί το οποίον τρώγει ένας όνος. Βεβαίως, είς ένα άλλον επίπεδον εικόνες όπως αυτή του Όκνου δύναται να ερμηνευθούν ώς συμβαίνουσαι είς τον ειδικόν μας κόσμον, τον σκοτεινόν ή ετερόφωτον έν σχέσει πρός τους θείους κόσμους {είναι προφανής ο συμβολισμός της εικόνος}. Πρέπει εδώ να επισημανθή, ωστόσον, ότι η αντιστοίχησις του Άδου πρός τον ιδικόν μας κόσμος, δεν σημαίνει πως δέν υπάρχει πράγματι ο Άδης, ο χώρος όπου μεταβαίνουν μετά θάνατον αί ψυχαί, ούτε ότι κάθε μυθολογική εικών του Άδου επιδέχεται μονοσήμαντον ερμηνείαν.

Είναι σαφές λοιπόν ότι η γενική εικών του Άδου είς τον Φαίδωνα είναι παραδοσιακή. Υπο τον Άδη τώρα υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα, το οποίον είναι γνωστόν παρ'Ομήρω καί Ησιόδω ώς Τάρταρος, κατά τον Ησίοδον είναι τοιούτον το βάθος του, ώστε εάν πέση κανείς θα πίπτη επι ένα πλήρες έτος μέχρι να φθάση είς τον πυθμένα. Κατ'αμφοτέρους τούς ποιητάς έχουν φυλακισθή οι Τιτάνες εντός αυτού. Παρά την ζοφώδη εξεικόνισιν τού Άδου απαντά σαφώς παρ'Ομήρω η άποψις ότι ωρισμένους ανθρώπους τους περιμένει μία ευδαίμων ζωή μετά θάνατον, προϋποθέσεις διά μίαν τοιαύτην εξέλιξιν είναι η τέλεσις ηρωϊκών πράξεων, ο δίκαιος βίος, η ευσεβής στάσις, η μύησις. Είς την Οδύσσειαν ο Πρωτεύς προφητεύεις είς τον Μενέλαον ευδαίμονα ζωήν είς το Ηλύσιον:

«...αλλά θα σε στείλουν οι Αθάνατοι στά Ηλύσια πεδία, στην άκρη της γής, εκεί όπου βρίσκεται
ο ξανθός Ραδάμανθυς, κι όπου η ζωή των ανθρώπων κυλάει πάρα πολύ άνετα, δεν πέφτει χιόνι
εκεί, ούτε χειμώνας δυνατός γίνεται ούτε βροχή, μα πάντοτε ο Ωκεανός στέλνει επάνω το φύ-
σημα του Ζεφύρου, που πνέει δυνατά στούς ανθρώπους δροσιά
»|. {δ 563-8}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Αλλά και κατά την Αιθιοπίδα ο Αχιλλεύς μεταφέρεται υπο της Θέτιδος στάς Νήσους τών Μακάρων. Η προσδοκία της μεταβάσεως είς φωτεινοτέρους κόσμους απαντά φυσικά και είς τας ορφικάς χρυσάς πινακίδας, όπου υπογραμμίζεται η συγγένεια πρός το θείον, όπως και είς τον επικήν διήγησιν: Ο Μενέλαος είναι σύζυγος τής Ελένης, ο Αχιλλεύς υιός τής Θέτιδος. Παρόμοιον περιγραφήν παρέχει ο Πίνδαρος είς τον Β'Ολυμπιόνικον, εκεί οι όλβιοι έχουν ενασχολήσει ομοίας με των ζώντων: φροντίζουν τούς ίππους, γυμνάζονται, παίζουν λύρα, λατρεύουν θεούς, "παρά δέ σφισιν ευανθής άπας τέθαλεν όλβος" λέγει ωραία ο ποιητής. η ευδαίμων διαβίωσις τών ευσεβών είς τάς νήσους τών Μακάρων εθεωρήθη ότι περιλαμβάνει καί συμπόσιον, το "συμπόσιον τών οσίων" κατά την Πολιτείαν: « Είς Άιδου γάρ αγαγόντες τώ λόγω καί κατακλίναντες και συμπόσιον τών οσίων κατασκευάσαντες εστεφανωμένους ποιούσιν τον άπαντα χρόνον ήδη διάγειν μεθύοντας, ηγησάμενοι κάλλιστον αρετής μισθόν μέθην αιώνιον »|. {363c4-d2}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Βλέπομε λοιπόν πως είναι μέρος τής παραδόσεως η όλη σύλληψις τών ειδών τής μεταθανατίου ζωής, όπως εμφανίζεται είς τον Φαίδωνα. Ουσιαστικώτερον όμως και αυτών είναι το γεγονός ότι η βασική ιδέα, δηλαδή ότι η ανθρώπινη οντότης σύγκειται έκ ψυχής καί σώματος, έξ ών η μέν πρώτη "οίχεται απιούσα", ενώ το σώμα απλώς αποσυντίθεται ή καίεται, ΔΕΝ ήτο εσωτερική τις άποψις, μεταδιδόμενη είς τα Μυστήρια, ή έστω είς περιωρισμένους Ορφικούς ή άλλους κύκλους, αλλ'ήτο κοινόν κτήμα. Τούτο αποδεικνύεται απο την ύπαρξιν επιταφίων επιγραμμάτων τα οποία αποτυπώνουν την ιδέαν αυτήν: Το σπουδαιότερον τεκμήριον {επειδή αποτελεί δημόσιον αφιέρωμα} είναι το επίγραμμα πρός τιμήν τών νεκρών τής Ποτιδαίας {5ος αιών.}: « Αιθήρ μέν ψυχάς υποδέξατο, σώματα δέ χθών ». Η αυτή ιδέα απαντά και είς λογοτεχνίαν {επί παραδείγματι Ευριπίδου - Ικέτιδας 1140-43}. Το λογοτεχνικόν καί φιλοσοφικόν επίτευγμα τού Φαίδωνος είναι η διατύπωσις ενός πλήρους μυθικού οικοδομήματος αναφορικώς πρός τόπους όπου καταλήγουν αί ψυχαί τών τεθνεώτων μετά την κρίσιν, απο τα απερίγραπτα βάθη τού Ταρτάρου εώς τάς Νήσους τών Μακάρων.


Φιλοσοφία Και Μυστηριακή Διδασκαλία


Πρέπει εδώ να σημειώσωμεν ότι, όπως τονίζεται και είς την Πολιτείαν {363d} η συμμετοχή είς τελετάς δεν πρέπει να νοείται ώς υπολατάστατον της ψυχικής ποιότητος και της ευσεβείας, δεν δύναται να παραγράψουν τελεσθένται εγκλήματα αί τελεταί, όπως ισχυρίζοντο διάφοροι "αγύρται". Η έννοια της τελετής ώς τρόπος λυτρώσεως, ώς παρουσιάζεται είς τάς Ορφικάς πινακίδας -ειπείν Φερσεφόνα σ'ότι Βάκχιος αυτός έλυσε {P1.2}- έχει νόημα μόνον δι'όποιον πράγματι αξίζει τοιαύτην λύτρωσιν. Επίσης υπάρχει και η εξής παρεξήγησις, ενίοτε παρουσιάζονται οι αμύητοι είς τον Άδην να υφίστανται βασάνους, τούτο είναι εύλογον μεν επειδή πάς ο "ημαρτικώς" είναι έξ ορισμού αμύητος, όμως είς την δεδομένην περίπτωσιν αγνοείται και η ερμηνεία η οποία θέλει τον Άδην εικόνα του παρόντος, ετεροφώτου, κόσμου τής "γενέσεως", όπως ανεφέραμε ήδη. Γνωρίζομε τον πίνακα τού Πολυγνώτου {Παυσανίας 10.41. 9-11} όπου γυναίκες αγωνιζόμεναι να μεταφέρουν ύδωρ είς δοχεία με οπάς συνοδεύονται υπο τις επιγραφής "αμύητοι", δύναται να ερμηνευθή η παράστασις ώς εικών ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται ασκόπως είς τον παρόντα βίον, μή δυνάμενοι να αντιληφθούν ότι σκορπούν ματαίως δυνάμεις, επαναλαμβάνουν δέ τα σφάλματά των, μή δυνάμενοι να σκορπίσουν το πέπλον της πλάνης.

Η ίδια φιλοσοφία λοιπόν, είς τον Φαίδωνα νοείται ώς "μύησις" τρόπον τινά είς το "μυστήριον" του βίου, δεν αποτελεί γεροντικήν ενασχόλησιν και τρόπον διαφθοράς των νέων {όπως κατηγορήθη ο Σωκράτης}, αλλά δείγμα αρετής και πράξιν αληθώς ηρωϊκήν. Ηρωϊκήν, καθώς μάλιστα παροιμοιάζονται τόσον ο ίδιος ο Σωκράτης, όσον και οι συνομιληταί του με Ομηρικούς ήρωας {95b}, οι οποίοι δίδουν μάχην προκειμένου να κατοχυρώσουν την ορθότητα τών επιχειρημάτων των. Ταυτοχρόνως, παρομοιάζεται εμμέσως ο Σωκράτης με την Θησέα, έφ'όσον η συζήτησις λαμβάνει χώραν χάρις είς την αποστολήν του Ιερού πλοίου είς την Δήλον και την αναμονήν τής αφίξεώς του. Όπως ο Θησεύς φονεύει τον Μινώταυρον ευρίσκων την διέξοδον διά μέσου τού Λαβυρίνθου, ούτω και ο Σωκράτης υποδεικνύει είς τους μαθητάς του την λύτρωσιν μέσα απο τον ιλιγγιώδη κόσμον τών αισθήσεων. Και ο Οδυσσεύς αποτελεί πρότυπον ήρωος, έν 94d παραθέτει ο Σωκράτης δύο στίχους τής Οδυσσείας {υ 17-18} όπου εμφανίζεται ο ήρως να ζητή απο την ψυχήν του Οδυσσέως είναι η μόνη η οποία επιλέγει σωφρόνως ένα νέον βίον. Επίσης παραλληλίζεται είς τον Φαίδωνα, υπο του Σιμμίου, η φιλοσοφική θεωρία με την σχεδίαν του Οδυσσέως: « επι τούτου οχούμενον ώσπερ επί σχεδίας κινδυνεύοντα διαπλεύσαι τον βίον » {85d}.

Η φιλοσοφία παρουσιάζεται, λοιπόν, θετικώς ώς αληθώς ηθική συμπεριφορά, δέν αρκούμεθα πλέον απλώς είς την αποφυγήν τής αδικίας. Η φιλοσοφική οδός περιλαμβάνει, την ανδρείαν, την ελευθερίαν και την αλήθειαν, αί οποίαι είναι ο αληθής στολισμός {"κόσμος"} τής ψυχής, και όχι αί ηδοναί, αίτινες αποτελούν "κόσμον αλλότριον". Ο Πλάτων συνδυάζει την παράδοσιν τών μυστηρίων και την συνακόλουθον διάκρισιν μεταξύ μεμυημένων καί αμυήτων μετά τής διακρίσεως μεταξύ πεφιλοσοφηκότων ορθώς και μή. Ούτως η φιλοσοφία ώς μελέτη θανάτου διασταυρώνεται με την μυστηριακής ιδεολογίαν. "Τέλος" σημαίνει τέλος, αλλά και σκοπός. Υπ'αυτήν την έννοιαν η τελευτή, ο θάνατος είναι πράγματι το "τέλος" διά τον πεφιλοσοφηκότα, αλλά και "τετελεσμένον".

Είναι επίσης αξιοσημείωτον ότι, όπως ο τελούμενος είς τα μυστήρια αναπτύσσει ιδιαιτέραν σχέσιν με έναν θεόν, ούτω και ο Σωκράτης περιγράφει τον εαυτόν ώς "Ιερόν τού Απόλλωνος", αφιερωμένον είς τον Θεόν, αλλά και "ομόδουλον" του Θεού με τους κύκνους, οι οποίοι, όταν πλησιάζει ο θάνατος των τραγουδούν απο χαράν που θα συναντήσουν τον Κύριόν τών {85d}. Εξάλλου η εκτέλεσις του Σωκράτους αναβάλλεται διότι δεν εγίνοντο θανατώσεις κατά την ιεράν χρονικήν περίοδον ότε η Πάραλος, το ιερόν πλοίον, επισκέπτεται την Δήλον λόγω τής αναμνηστικής εορτής πρός τιμήν τής νίκς του Θησέως επί του Μινωταύρου, στέφει δέ την πρύμνην του άμα τη αναχωρήσει ο ιερεύς τού Απόλλωνος {58c}. Επιπλέον δε, κατ'αυτό το διάστημα, ο Σωκράτης συνέθεσε μεταξύ άλλων έναν ύμνον του Απόλλωνος υπακούων είς ενύπνια όπου εδέχετο την περίφημον εντολήν "μουσικήν ποίει καί εργάζου" {60e}.



Αί Έννοιαι "Μύθος" Καί "Λόγος"


Ένα ερώτημα πλανάται έφ'όλης τής αναλύσεως μας, τι άπ'όσα λέγονται πρέπει να ληφθή κυριολεκτικώς και τί όχι; Ότι περιγράφεται είς τον Φαίδωνα είναι μέχρις κεραίας αληθές; Ώς έχοντες χριστιανικόν υπόβραθρον αντιμετωπίζομε αγωνιωδώς έν ερώτημα το οποίον δέν ήτο ασφαλώς πιεστικόν διά τους αρχαίους Έλληνας. Ωστόσον δέν ήτο και εντελώς ανύπαρκτον, διό και ο Σωκράτης δέν παραλείπει να δώση έπ'αυτού απάντησιν, δεδομένου μάλιστα ότι ήδη έξ αρχής έχει τεθή είς τον διάλογον η διάκρισις μεταξύ "μύθου" καί "λόγου". Λέγει λοιπόν, ο Σωκράτης:

« To να βεβαιώσωμεν λοιπόν ότι ταύτα ούτω πράγματι έχουν, όπως εγώ εξέθεσα, δέν αρμόζει είς άνθρωπον έχοντα νούν, ότι όμως ταύτα συμβαίνουν ή παρόμοια διά τάς ψυχάς ημών και τας κατοικίας τών ψυχών, αφού βεβαίως η ψυχή είναι αθάνατος, τούτο μου φαίνεται ότι αρμόζει να διϊσχυρισθή άνθρωπος συνετός και ότι αξίζει να διακινδυνεύση κανείς να πιστεύση ότι τούτο τοιουτοτρόπως έχει. Διότι ωραίος είναι ο κίνδυνος και πρέπει τις ώς μαγικάς ωδάς να λέγη πρός τον εαυτόν του τους τοιούτους ισχυρισμούς, διά τούτο και εγώ βεβαίως απο πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον »|. {11d}

Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|


Μας δίδει λοιπόν, ένα σαφές σήμα ο Πλάτων ότι δέν πρέπει να λαμβάνωμε κάθε τι κατά γράμμα, τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι περιέχονται είς τον μύθον ανακρίβειαι, παρά μόνον ότι η πραγματικότης την οποίαν αποδίδει ο μύθος δεν πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται κυριολεκτικώς καί μονοσημάντως. Όσον αντιλαμβάνεται κανείς, τούτο αρκεί, εκείνο που δεν χρειάζεται είναι να μαχώμεθα περί τάς επιμερούς ερμηνείας παραβλέποντες το όλον και το υψηλόν και ελπιδοφόρον μύνημα το οποίον μεταδίδει.

Διατί όμως αποκαλεί την περιγραφήν του Κάτω Κόσμου "μύθον" ο Πλάτων; Ο μύθος δύναται κατά τον Πλάτωνα να είναι και απατηλός, ώς οι μύθοι τους οποίους καταδικάζει ο Πλάτων είς την Πολιτείαν. Ωστόσον, είς την ιδίαν την Πολιτείαν ο Πλάτων προχωρεί είς την διήγησιν του μύθου του Ηρός, επομένως, είναι σαφές ότι υπάρχουν χρήσιμοι μύθοι. Ούτω και είς τον Φαίδωνα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σωκράτης διηγείται τον μύθον του προσδίδει ιδιαίτερον κύρος, όπως και το γεγονός ότι καλεί τους φίλους του να τον επαναλαμβάνουν. Παρομοίως, είς τον Γοργίαν {523a} υπερασπίζεται την διήγησιν περί του Κάτω Κόσμου όχι ώς "Μύθον" {όπως θα θελήση να την εκλάβη ο Καλλικλής}, αλλ'ώς "λόγον".

Ωρισμένοι μελετηταί ηθέλησαν να ιδούν τους μύθους ώς χαμηλοτέρου, δήθεν, επιπέδου διηγήσεις, τάς οποίας δέν εννούσε ο Πλάτων ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρώς ή τους απη'υθυνε στούς αφιλοσοφήτους. Άλλοι, πλησιέστεροι πρός την αλήθειαν, βλέπουν τον "μύθον" ώς ανώτερον του "λόγου", είτε επειδή δύναται να εκφράση αληθείας, συνήθως αξιωματικάς, δυσκόλως επιδεχομένας γλωσσικήν περιγραφήν, είτε επειδή είναι το πρόφορον μέσον διά την πραγμάτευσιν ζητημάτων της ψυχής και της πορείας της. Κατ'άλλους δε, μόνον ο μύθος δύναται ν'αναρριπίση "υπερβατικά αισθήματα".

Αναμφιβόλως άπαντες ούτοι οι αποδίδοντες εξέχουσαν αξίαν είς τον μύθον έχονται τής αληθείας, ωστόσον θα πρέπει να προσέχωμεν ώστε να μη χαράσσωμεν ριζικήν τινά και πλήρη διάκρισιν μεταξύ μύθου και λόγου. Δεν υφίσταται συστηματική τοιαύτη διάκρισις, καθώς ούτε ο ίδιος ο Πλάτων μας παρέχει τοιαύτην. Θα είμεθα ίσως πλησιέστερα πρός την αλήθεια εάν αντελαμβανόμεθα τον μύθον είς πλείστας περιπτώσεις ώς παραδοσιακήν διήγησιν, ήτις χρησιμεύει είς την εναργεστέραν εξεικόνισιν στοιχείων προβαλλομένων κατά την διαλεκτικήν επιχειρηματολογίαν, καθώς μάλιστα αποτελεί μέσον πειστικώτερον και πλέον ευμνημόνευτον του "λόγου". Ο παραδοσιακός δε χαρακτήρ του "μύθου" δίδει είς τον Πλάτωνα την δυνατότητα να αξιοποιήση γνωστά και μεστά συνειρμών ονόματα περιοχών ή μυθολογικών μορφών. Πρέπει δε να ενθυμούμεθα ότι είς την σύγχρονον ου Πλάτωνος κοινωνίαν ο μύθος ήτο μία έκ των λογοτεχνικών μορφών τών φερουσών μεγαλυτέραν αυθεντίαν.

Επι του προκειμένου, ο Πλάτων επιτυγχάνει να μας περιγράψη το αιθερικόν περιβάλλον της γής και την φύσιν του επέκεινα με ένα τρόπον, ο οποίος είναι αριστοτεχνικός, καθώς προσφέρει πάμπολλας και κυριολεκτικάς πληροφορίας, βασιζόμενος όμως είς μίαν μεταφοράν. "Μεταφορά" εδώ δεν σημαίνει φανταστικήν διήγησιν, αλλ'εικόνα εύγλωττον, η οποία διά να κατανοηθή χρειάζεται αναγωγάς και παραλληλισμούς. Η διαφορά λ.χ. του ιδικού μας κόσμου πρός τα αιθερικά πεδία όπου μεταβαίνουν οι οσίως βεβιωκότες, προσδιορίζεται ώς διαφορά μεταξύ κοιλοτήτων πλήρων ύδατος και αέρος και επιφανείας υπο λαμπράν αιθρίαν. Και πάλιν, αυτό είναι μόνον ένα παράδειγμα, δέν υπάρχει ένα μοναδικόν απλουστευτικόν σχήμα, ο "μύθος" περιέχει μέγα ερμηνευτικόν βάθος και απαιτεί διαρκεί μελέτην καί εγρήγορσιν. Επίσης, η διήγησις είναι μεταφορική ώς προς ωρισμένα σημεία, όχι ώς προς το σύνολον αυτής {το δηλούν εξάλλου τα "ώς" και "ώσπερ"} λ.χ. κατά την παράδοσιν πράγματι οι "οσίως βεβιωκότες" μεταβαίνουν είς περιοχήν με αιθερικάς νήσους. Άν ενστερνισθώμεν το μύνημα ότι η αιθερική κατάστασις είναι πλέον πραγματική τής χονδροειδούς, τότε διευκολυνώμεθα είς την ζήτησίν μας.


Οι Τελευταίοι Λόγοι Του Σωκράτους


Το κεφάλαιον 63 {114c - 115a} αποτελεί το γενικόν συμπέρασμα της αναφοράς είς την μετά θάνατον ζωήν. Ήδη παρεθέσαμε τα περί της πραγματικότητος του "μύθου", αξίζει όμως να παραθέσωμεν εδώ και τα εξής χωρία, τα οποία περικλείουν την περί αληθεία αναφοράν και περιέχουν το δίδαγμα της όλης διδασκαλίας.

« Αλλ'άπ'όσα έως τώρα συνεζητήσαμε, Σιμμία, εξάγεται η υποχρέωσις να προπαθώμεν με κάθε δύναμιν να μετέχωμεν κατά την ζωήν
μας της αρετής και τής φρονήσεως, διότι η ανταμοιβή είναι ωραία και η ελπίς μεγάλη
»|. {114c}

Καταλήγει δέ ο Σωκράτης

« Ένεκα λοιπόν τούτων των λόγων πρέπει να έχη θάρρος διά την ψυχήν του ένας άνθρωπος, ο οποίος είς τον βίον του τάς μέν τέρψ-
εις του σώματος και τους στολισμούς περιεφρόνησε, με την πεποίθησην ότι είναι ξένοι και ότι προξενούν μεγαλύτερον κακόν, με ζήλον
δε επεδίωξε τάς τέρψεις τής γνώσεως καί στολίσας την ψυχήν του ουχί διά ξένου, αλλά διά τού αρμόζοντος είς αυτήν στολισμού, με σ-
ωφροσύνην, δικαιοσύνην,καί ανδρείαν και ελευθερίαν και αληθείαν,περιμένει να μεταβή είς τον Άδην, όταν η ειμαρμένη τον προσκαλέση.
Σείς λοιπόν,Σιμμία και Κέβη και σείς οι λοιποί, αγαπητοί μου φίλοι, θα ξεκινήσετε διά την πορείαν ταύτην,όταν έλθη η ώρα διά κάθε έ-
να απο σάς. Όσον αφορά είς εμέ,ιδού η ειμαρμένη με καλεί, όπως θα έλεγεν ένας Τραγικός ποιητής,και μετ'ολίγον θα έλθη η ώρα να δι-
ευθυνθώ πρός το λουτρόν,διότι μου φαίνεται ότι είναι καλύτερον, αφού λουσθώ, να πίω το φάρμακον και να μη παράσχω ενοχλήσεις είς
τάς γυναίκας να λούουν ένα νεκρόν
»|. {114c}

Είς την μετέπειτα συζήτησιν ο Σωκράτης καλεί τους μαθητάς του να εφαρμόσουν τα πορίσματα τής προηγηθείσης συζητήσεως και επιμένει είς το ότι το αληθές "εγώ" του ανθρώπου δεν είναι το σώμα του.

« Ότε λοιπόν είπεν αυτά ο Σωκράτης, ο Κρίτων, έστω, είπε, Σωκράτη, αλλά τι παραγγέλεις είς τούτους ή είς εμέ διά τα παιδιά σου, ή διά
κάτι άλλο, το οποίον πράττοντες ημείς θα σου επροξενούσεν μεγίστην ευχαρίστησην;-Όσα, είπε,κάθε φορά λέγω, Κρίτων, τίποτε νεώτερον,
ότι δηλαδή φροντίζοντας διά τον εαυτόν σας,και είς εμέ και είς τους οικείους μου και είς σάς τους ιδίους θα προξενήσετε ευχαρίστησην,δι'
όσα επράττετε,έστω και άν τώρα δεν μου υποσχεθήτε τίποτε.Εάν όμως δέν φροντίζετε διά τον εαυτόν σας και δέν συμφωνήσετε να ζήτε α-
κολουθούντες κατ'ίχνη τα τώρα και προηγουμένως λεχθέντα, και άν ακόμη συμφωνήσετε είς πολλά σήμερον και πάρα πολύ μάλιστα, δέν θα
κατορθώσετε τίποτε-. Δι'αυτά λοιπόν, απεκρίθη ο Κρίτων, θα δείξωμεν προθυμίαν, ώστε να θέλετε, είπεν, αν με εύρετε και δεν σας φύγω.
Γελάσας δέ συγχρόνως ήσυχα και στρέψας το βλέμμα πρός ημάς είπε:Δεν πείθω,φίλοι μου, τον Κρίτωνα, ότι εγώ είμαι αυτός εδώ ο Σωκρά-
της, ο οποίος τώρα ομιλεί και διευθύνει την συζήτησιν διά το κάθε ένα έκ των συζητουμένων, αλλά νομίζει, ότι είμαι εκείνος, τον οποίον θα
ίδη ολίγον βραδύτερον νεκρόν, και με ερωτά κατά ποίον τρόπο να με θάψη. Όσα δέ εγώ απο πολλού ήδη διεξοδικώς έχω αναπτύξει, ότι δη-
λαδή, αφού πίω το δηλητήριον, δεν θα μείνω πλησίον σας αλλά θα φύγω γρήγορα δια να απολαύσω την ευτυχίαν τών ευδαιμόνων, νομίζω ότι
ματαίως δι'αυτόν τα έλεγον,παρηγορών άφ'ενός μεν σάς, αφ'ετέρου δέ τον εαυτόν μου.Δώσατε λοιπόν σείς εγγύησιν πρός τον Κρίτωνα, δια-
φορετικήν απο εκείνην, την οποίαν ούτος ήθελε να δώση είς τους δικαστάς. Ούτος μέν ηγγυάτο ότι εγώ βεβαίως θα παραμείνω, σείς δε δώ-
σατε εγγύησιν, ότι βεβαίως δεν θα παραμείνω, αφού αποθάνω, αλλά θα απέλθω ταχέως, ίνα ο Κρίτων ευκολώτερον υποφέρη την λύπιν του
και μην αγανακτή χάριν εμού, βλέπων το σώμα μου καιόμενον και θαπτόμενον, διότι πάσχω φοβερά, μηδέ να λέγη κατά την ταφήν ότι εκθέτει
δημοσία τον νεκρόν του Σωκράτους ή τον κηδεύει ή τον θάπει. Διότι γνώριζε καλώς, καλέ μου Κρίτων,είπεν, ότι το μή ορθώς λέγειν δέν εί-
ναι μόνον αυτό καθ'εαυτό εσφαλμένον, αλλά κάμνει και κακόν είς τάς ψυχάς. Αλλά πρέπει να έχης θάρρος και να λέγης ότι θάπτεις το σώμα
μου και να το θάψης όπως σου φαίνεται καλόν και κατά τον τρόπον που πιστεύεις ότι είναι σύμφωνος πρός την συνήθειαν
»|. {115b κ.εξ}

Ο τελευταίος αυτός λόγος τού Σωκράτους περιέχει υποθήκην διαχρονικής αξίας, ο νεκρός δεν ταυτίζεται πρός το λείψανόν του. Ο νεκρός είναι η ψυχή, η οποία ζητεί βεβαίως και αυτή το ιδικόν τής μερίδιον φροντίδος. Βεβαίως, δεν "οίχεται απιούσα" με αυτοσυνείδησίαν ελευθερίας όπως αυτή τού Σωκράτους, αλλ'ώς συμβαίνει με την πλειοψηφίαν τών τεθνεώτων, καταγίνεται με τον κόσμον σημασίαν ώστε να ανακουφίσουν μεν, να διευκολύνουν δε άφ'ετέρου κατά το δυνατόν την ψυχήν είς την πορείαν της πρός το Επέκεινα. Ωστόσον, η υποθήκη τού Σωκράτους αναφορικώς πρός την ταφήν διατηρεί είς το ακέραιον τήν αξίαν τη δι'όλους μας, το σώμα πρέπει να αποτίθεται ώς είθισται, όπως μας φαίνεται καλύτερον και κατά τα "νόμιμα" τής κοινωνία. Το σώμα δεν είναι το πάν, αλλά του αντιστοιχούν αί προσηκούσαι τιμαί, ιδίως έφ'όσον τάς περιμένει ο νεκρός.

Η ευσέβεια, τέλος, του Σωκράτης, η ήρεμος και ιδεώδης σχέσις του προς το θείον, αναδεικνύεται διά της τελευταίας παραγγελίας του πρός τον Κρίτωνα, να μη λησμονήσουν να προσφέρουν έναν αλεκτρυόνα είς τον Ασκληπιόν:

« Ώ Κρίτων, έφη, τώ Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα, αλλ'απόδοτε και μη αμελήσετε »|. {118α}
Του Παναγιώτη Μαρίνη
Απάντηση

Επιστροφή στο “Φιλοσοφία”