Η Δευτέρα Απόδειξις Τής Αθανασίας Τής Ψυχής: Η Μάθησις Ώς Ανάμνησις
Ακολουθεί συζήτησις διά την θεωρίαν τής αναμνήσεως.
« Πρός τούτοις, είπεν ο Κέβης διακόψας, σύμφωνα και πρός εκείνην την διδασκαλίαν Σωκράτη, εάν είναι αληθής, την οποία σύ συχνά συνη-
θίζεις να λέγης, ότι δηλαδή ή μάθησις δέν είναι τίποτε άλλο δι'ημάς απο ανάμνησις, και σύμφωνα πρός αυτήν, νομίζω, είναι ανάγκη είς κά-
ποιον προηγούμενον χρόνον να έχωμεν μάθει εμείς, όσα τώρα ενθυμούμεθα. Τούτο δε θα ήτο αδύνατον, εάν ή ψυχή δεν υπήρχε κάπου πρίν
εισέλθη είς το ανθρώπινον σώμα, ώστε καί δια τούτον τον λόγον φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατος »|. {72e}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Ο Σωκράτης εκκινεί έκ τής Πυθαγορείου αρχής ότι η μάθησις ουδέν άλλο είναι εί μη ανάμνησις, αλλά τούτο θα ήτο αδύνατον άν η ψυχή μας προτού έλθη είς το σώμα δεν υπήρχε κάπου, όπου εγνώρισε αυτό το οποίον ξαναθυμάται. Απόδειξις αυτού είναι ότι οι άνθρωποι, καταλλήλως ερωτώμενοι, ευρίσκουν πολλά πράγματα, λ.χ. τα γεωμετρικά σχήματα. Το αυτό ισχύει καί διά τήν ιδέαν τού "αγαθού" καί τού "καλού" {ωραίου}. Πρόκειται διά μέγα θέμα το οποίον χρειάζεται αναλυτικήν καί είς βάθος πραγμάτευσιν, αρκούμεθα να αναφέρωμε εδώ ότι η πλειάς τών προηγηθεισών ενσαρκώσεων τής ζωής ενός ανθρώπου έδωσαν την αφορμήν στήν ψυχήν να γνωρίση κατά τι μέτρον τάς ιδέας και να σχηματίση κριτήρια βάσει τών οποίων προβαίνει είς αξιολογικάς κρίσεις καί πάσης φύσεως επιλογάς κατά τον παρόντα βίον. Έφ'όσον, λοιπόν, διά τών ανωτέρω δύο αποδείξεων εδείχθη ότι προϋπάρχει ή ψυχή, τώρα μεθοδικώς τίθεται το ερώτημα εάν μετά θάνατον θα διατηρηθή η ψυχή ή θα διαλυθή. Ο Κέβης παρατηρεί ότι βάσει τής πρώτης αποδείξεως, περί "εκ των εναντίων γενέσεως", έφ' όσον η ψυχή μεταβαίνει από τού θανάτου είς την ζωήν καί πάλιν είς τον θάνατον, έπεται ότι διατηρείται καί μετά θάνατον η ψυχή. Το τόσον ζωηρό ενδιαφέρον τού Κέβητος καί τού Σιμμία να ακούσουν εάν διαλύεται η ψυχή άμα εγκαταλείψη το σώμα, το εξηγεί ο Σωκράτης ώς παιδαριώδη φόβον, ο οποίος πρόκειται να διαλυθή διά τής διαλεκτικής-φιλοσοφικής οδού.
Η τρίτη Απόδειξις: Η Ψυχή Ώς Ασύνθετον Καί Μή Διαλυτόν Όν.
Το πρόβλημα είς την ενότητα αυτήν συνοψίζεται είς τα εξής:
α} είς ποίον πράγμα αρμόζει να διαλύεται,
β} αν η ψυχή, λόγω τής συστάσεως της είναι
δυνατόν να υπόκειται είς φθοράν καί
διάλυσιν.
Η διαίρεσις καί η διάλυσις αρμόζει είς τα σύνθετα, τα οποία διαλύονται "είς τα έξ ών συνεθέτησαν", ενώ τα ασύνθετα δέν διαλύονται. Το ασύνθετον ορίζεται ώς το "έχον αεί κατά τα αυτά ωσαύτως", ήτοι είναι αιωνίως αναλλοίωτον, είναι δέ "μονοειδές" {έχει την ιδίαν μορφήν}, είναι αειδές {αόρατον} και γίνεται αντιληπτόν όχι διά τών αισθήσεων, αλλά "τώ λογισμώ τής διανοίας". Το δέ "σύνθετον" ορίζεται ώς το "ουδέποτε κατά τα αυτά έχον", μεταβάλλεται, είναι ορατόν καί γίνεται αντιληπτόν διά τών αισθήσεων. Είς το κεφ.26 {79a-c} διακρίνονται τα όντα είς ορατά καί αόρατα {αειδή}, τα ορατά είναι σύνθετα καί μεταβάλλονται, ενώ τα αόρατα είναι ασύνθετα καί μένουν εντελώς αμετάβλητα. Το σώμα είναι ομοιότερον καί συγγενές πρός το ορατόν, ενώ η ψυχή πρός το αόρατον. Έν συνεχεία αναπτύσσεται {κεφ.27,79d-e} η ιδέα τής γνώσεως διά τής ομοιότητος. Η ψυχή, όταν απαλλάσσεται απο το σωματοειδές, πλησιάζει καί γνωρίζει το καθαρόν, το αιώνιον, το αθάνατον, το αμετάβλητον, την ιδίαν τήν φρόνησιν, άρα είναι ομοία καί συγγενής ουσία πρός εκείνα καί δι'αυτό έχει την ικανότητα να τα γνωρίση, κατά το ορθόν φιλοσοφικόν αξίωμα "τω ομοίω η γνώσις". Είς το κεφάλαιον 28 {80a-b} αναπτύσσεται η ιδέα ότι η ψυχή είναι θεία επειδή άρχει καί ηγεμονεύει. Η ψυχή είναι ομοιοτάτη πρός το θείον, το αθάνατον, το νοητόν, το μονοειδές καί "αεί ωσαύτως καί κατά τα αυτά έχοντι", ενώ το σώμα είναι ομοιότατον πρός το ανθρώπινον, το θνητόν καί πολυειδές καί "ανόητον" και διαλυτόν καί "μηδέποτε κατά τα αυτά έχοντι". Είς το επόμενον κεφάλαιον {29, 80c-81b} εκφράζεται η θέσις πως η ψυχή δέν διαλύεται, αλλά επέρχεται "είς το όμοιον αυτή το αειδές, το θείον, καί αθάνατον καί φρόνιμον". Αφού η ψυχή έχει ιδιότητας μή υποκειμένας είς φθοράν {το αδιάλυτον, το μονοειδές, το νοητόν, το αθάνατον, το θείον}, δέν είναι δυνατόν να διαλύεται καί να αποθνήσκη. Εάν ακόμη και το σώμα, που είναι σύνθετον και διαλυτόν, δύναται να διατηρηθή μερικώς μετά θάνατον διά τής ταριχεύσεως, η ψυχή η οποία είναι ασύνθετος καί αθάνατος δέν είναι δυνατόν να διαλύεται καί να αποθνήσκη, αλλά μεταβαίνει είς τόπον υπέροχον καί καθαρόν καί υπεραισθητόν και είς τόπον θείον καί αθάνατον, "τον λοιπόν χρόνον μετά θεών διάγουσα". Αυτή είναι βεβαίως η βασική αρχή, τα περί της διαφόρου μοίρας τών τεθνεώτων θα εκτεθούν έν συνεχεία.
Κατόπιν Ακολουθεί Αναφορά Περί Της Τύχης Τών Ψυχών Μετά Θάνατον
Είς το κεφάλαιον 30 {81b-e} γίνεται λόγος περί τών μεμιασμένων ψυχών αίτινες έλκονται πρός την γήν. Η μεμιασμένη καί ακάθαρτος ψυχή, η οποία ήτο προσκεκολλημένη είς τάς επιθυμίας καί τάς ηδονάς, γενικώς δέ είς το υλικόν σώμα, βαρύνεται καί έλκεται απο το γεώδες είς τον ορατόν τόπον, περιφέρονται αί τοιαύται ψυχαί ώς "σκιοειδή φαντάσματα" περί τα μνήματα καί τους τάφους. Περιπλανώνται δέ έως ότου ή επιθυμία τού σωματοειδούς τάς ωθήση να τεθούν και πάλιν είς νέον σώμα. Είς το επόμενον κεφάλαιον {31, 81e-82c} αναφέρεται ο Πλάτων είς τάς μετενσαρκώσεις. Ενσαρκούνται δέ, αναλόγως πρός τάς συνηθείας τών, δηλαδή, καί τον χαρακτήρα τών είς διάφορα είδη, λχ. ακόλαστοι καί οι πόται είς όνους, οι άδικοι καί οι τύραννοι και οι άρπαγες είς λύκους καί ιέρακας. Εκείνοι οίτινες εφήρμοσαν την κοινωνικήν καί πολιτικήν αρετήν, την σωφροσύνην καί ην δικαιοσύνην, την απέκτησαν όμως "έξ έθους" και όχι "έκ φιλοσοφίας καί νού", μεταβαίνουν είς γένος οργανομένων κοινονικώς καί ήμερον, ώς το τών μελισσών ή τών σφηκών ή τών μυρμήκων, ή και είς το ανθρώπινον γένος, γενόμενοι άνδρες χρηστοί.
Είς το κεφάλαιον 32 {82b-d} ο Σωκράτης αναφέρεται είς τάς ψυχάς τών φιλοσόφων αίτινες, αντιθέτως πρός τάς ψυχάς τών μεμιασμένων, θα φθάσουν και θα παραμείνουν είς το γένος τών θεών, διότι αύται απέχουν τών σωματικών επιθυμιών, δέν φοβούνται τήν πενίαν, την απώλειαν τής περιουσίας, την αδοξίαν κ.ο.κ. Αί ψυχαί αυτών οίτινες "επιμελούνται τής αρετής" φροντίζουν να απελευθερούνται τού σώματος καί να καθαίρωνται.
« Είς το γένς τών θεών δέν είναι θεμιτόν να μεταβαίνη ένας που δέν εφιλοσόφησε καί δέν απήλθεν απο τον κόσμον τούτον όλως
διόλου καθαρός, ειμή ο φιλομαθής »|. {82b}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Έχει γίνει μεγάλη συζητησις διά το εάν κατά τον Πλάτωνα οί άνθρωποι ενσαρκώνονται είς σώματα ζώων καί έχουν προταθή διάφοροι ερμηνείαι. Όπως εξηγεί ο Δαμάσκιος, υπήρχον τρείς σχολαί ερμηνείας: Οι μέν εδέχοντο τήν αναφοράν ώς κυριολεκτικήν έξ ολοκλήρου, άλλοι εθεώρουν πώς η ψυχή δύναται να "ακολουθή" τά έξωθεν, συνυπάρχουσα μετ'αυτών λόγω ομοιότητος χαρακτήρος, κατ'αντιστοιχίαν δηλαδή πρός το "συνδιατριβείν Θεοίς" ή την "περί τα μνήματα πλάνην". Κατ'άλλους, τούς "ακριβεστέρους" κατά τόν Δαμάσκιον, η ενσάρκωσις είς ζώα είναι μεταφορική, το "μέγιστον τεκμήριον" το οποίον προβάλλουν είναι ότι το "αφικνείσθαι είς θεών γένος" δέν σημαίνει ότι έγιναν θεοί, ούτω και το ότι μεταβαίνυν είς τα γένη τών ζώων δεν σημαίνει ότι γίνονται ζώα {Δαμάσκιος - Είς Πλάτωνος Φαίδωνα 166-167Ν}. Ορισμένοι μελετηταί θεωρούν την αναφοράν "μυθικήν", λόγω της συχνής χρήσεως τού όρου "εικός" « ενδούνται είς τοιαύτα ήθη οποί'άττ άνν καί μεμελετηκυίαι τύχωσιν έν τώ βίω » {81e} είναι μία ένδειξις ότι το χωρίον δέν επιδέχεται εύκολον ερμηνείαν, πώς να εξηγηθή, λ.χ. το γεγονός ότι οι ενάρετοι καί δίκαιοι "έξ έθους" γίνονται μέλισσαι ή σφήκες, λ.χ. αλλά καί "άνδρες χρηστοί".
Είς το κεφάλαιον 33 {82e-83e} παρουσιάζεται ή φιλοσοφία ώς ο δρόμος ο οποίος σύρει την ψυχήν κοντά είς το θείον. Η φιλοσοφία λύνει την ψυχήν έκ τών δεσμών και τής προσκολλήσεως είς το σώμα, της δεικνύει δέ πόσον απατηλή είναι η γνώσις τών αισθήσεων και την πείθει να απομακρύνεται απο το σωματοειδές, να συγκεντρώνεται είς τον εαυτόν της και να μην πιστεύη είς ουδέν άλλο, παρά μόνον είς τον εαυτόν της. Ούτω μόνη της η ψυχή θα εννοήση κατά βάθος κάθε τι τών όντων καί θα πλησιάση το θείον και το καθαρόν, άνευ ηδονών, επιθυμιών, λυπών καί φόβων, τα οποία προσηλώνουν καί προσκολλούν τήν ψυχήν είς το σώμα. Όλα αυτά είναι δυσνόητα δι'ημάς. Δηλαδή προβάλλεται ή απάθεια; Το πρόβλημα είναι το εξής, ώς εξηγεί ό Σωκράτης: Λυπουμένη καί θλιβωμένη η ψυχή νομίζει ότι αυτό διά το οποίον πάσχει ή ευχαριστείται είναι "εναργέστατον τε καί αληθέστατον". Είς την πραγματικότητα όμως δέν είναι, καθ'ότι πρόκειται διά τα ορατά, τα συνδεδεμένα πρός το σωματοειδές. Η φιλοσοφία λοιπόν, είναι ο μόνος δρόμος ο οποίος φέρει την ψυχήν πλησίον τού θείου, τού καθαρού καί τού μονοειδούς.
Είς το κεφάλαιον 34 {83e-84b} αναλύεται πώς η ψυχή τού φιλοσόφου ατενίζει το αληθές καί το θείον: H ψυχή τού φιλοσόφου, άπαξ λυτρωθή έκ τών ηδονών, δέν επανέρχεται είς αυτάς, αλλά συγκρατούσα τόν εαυτόν της μακράν τών ηδονών καί τών λυπών καί ακολουθούσα τόν ηθικόν λόγον, ατενίζει το αληθές, το θείον καί "όντως όν" καί εντρυφά είς αυτό και άμα αποθάνη θα φθάση είς εκείνο όπερ είναι "ξυγγενές καί όμοιον αυτή", δηλαδή τάς ιδέα καί το θείον. Κατόπιν μιάς τοιαύτης ζωής, ώστε ο άνθρωπος να απομακρύνεται έκ τού συνθέτου καί του σωματοειδούς καί να ευρίσκεται πλησίον τών αιωνίων ιδεών καί τού Θεού, δεν υπάρχει προφανώς φόβος να διασκορπισθή ή ψυχή καί αν χαθή μετά θάνατον.
Είς τα επόμενα κεφάλαια {35-56, 84c-107b} ακολουθεί μία τελευταία απόδειξις περί αθανασίας τής ψυχής. Τούτο γίνεται έπ'αφορμή τής απορίας τού Σιμμίου περί του εάν η ψυχή είναι μιά αρμονία τών στοιχείων τού σώματος, οπότε θα έπρεπε μετά θάνατον να εξαφανίζεται, όπως εξαφανίζεται ή αρμονία τής λύρας μετά την καταστροφήν τού μουσικού οργάνου. Ο Σωκράτης αντικρούει τήν γνώμην ταύτην με τα εξής βασικά επιχειρήματα {91χ-95}:
α} Άν μιά ψυχή είναι αρμονία, πώς συμβιβάζεται ή ύπαρξις αγαθής καί κακής ψυχής; Είτε θα είναι αρμονική η ψυχή
είτε όχι. Εάν η αρετή είναι αρμονία καί η κακία αναρμοστία, τότε θα πρέπει η κακή ψυχή να έχη μικροτέραν αρμονία
ή να είναι πλήρως ανάρμοστος, ωστόσον, έφ'όσον η αρμονία είναι μία καί όλαι αί ψυχαί είναι αρμονικαί θα έπρεπε
όλαι αί ψυχαί να είναι αγαθαί. Τούτο όμως δέν συμβαίνει.
β} Η αρμονία είναι συνάρτησις τών στοιχείων έξ ών αποτελείται, ενώ η ψυχή ηγεμονεύει τού σώματος καί δέν εξα-
ρτάται απο τίποτε.
Έν {95a-99d} ο Σωκράτης αναφέρεται είς την γνωριμίαν τού μετά της φυσικής φιλοσοφίας, και δή με την θεωρίαν τού Αναξαγόρου περί νού, η οποία όμως δέν τον ικανοποίησε, ιδίως επειδή, άν και ομιλεί περί νού, προτιμά να εξηγή κάθε τι με επιμερούς φυσιοκρατικάς αιτιολογήσεις, αί οποίαι είναι μάλλον περιγραφαί παρά πραγματικαί αιτολογήσεις. Κατόπιν {100-106} ακολουθεί μία συζήτησις περί τών "ειδών" {ιδεών} καί αποδεικνύεται οριστικώς πώς η ψυχή, ούσα το θάνατον καί ανώλεθρον στοιχείον εντός μας, επιβιώνει τού θανάτου. Δέν πρόκειται να εκθέσωμε εδώ αυτήν την συζήτησιν, καθώς δέν αφορά είς το κυρίως θέμα μας, την μετά θάνατον πορείαν.
Ολοκλήρωσις Συζητήσεως Περί Αθανασίας Τής Ψυχής
Έν συνεχεία {105b-107b} ολοκληρώνεται ή επιχειρηματολογία περί αθανασίας τής ψυχής όπου επιβεβαιούται ότι η ψυχή είναι "αθάνατος" καί "ανώλεθρος" {106b}. Ώς συνέπεια αυτής τής θέσεως τίθεται η παραμονή τών ψυχών είς τα δώματα τού Άδου.
« Αλλά το εξής βεβαίως, είπεν ο Σωκράτης, φίλοι μου, είναι δίκαιον να σκεφθώμεν, ότι αφού βέβαια η ψυχή είναι αθάνατος, έχει ανά-
γκην φροντίδος, ουχί μόνον διά τον χρόνον τούτον, τον οποίον καλούμεν ζωήν, αλλά δι'όλον τόν χρόνον, και ο κίνδυνος τώρα πλέον {α-
φού απεδειχθή ότι η ψυχή είναι αθάνατος} είναι καί δύναται να φανή φοβερός, εάν κάποιος παραμελήση αυτήν. Διότι, άν ο θάνατος ήτο
απαλλαγή όχι μόνον απο το σώμα, αλλά απο κάθε τι που ανήκει είς τον άνθρωπον, ευτύχημα θα ήτο διά τούς κακούς, αφού αποθάνουν,
να απαλλαγούν από του σώματός των καί της κακίας των. Τώρα δέ, αφού είναι φανερόν ότι είναι αθάνατος, ουδεμία δύναται να είναι δι'
αυτήν άλλη αποφυγή τών κακών ούτε σωτηρία, παρά να γίνη όσον το δυνατόν άριστη καί φρονιμωτάτη. Διότι η ψυχή έρχεται είς τον Ά-
δην χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ηθικήν της κατάρτησιν καί τον τρόπον ζωής, καθ'όν ανετράφη, τα οποία θεωρούνται ότι τα μέ-
γιστα ωφελούν ή βλάπτουν τον αποθανόντα, απο της πρώτης στιγμής τής αφίξεώς του εκεί κάτω »|. {107c}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Η Απαρχή Τής Πορείας
Η περιγραφή τής αρχής τής πορείας έχει ώς εξής:
« Η παράδοσις μάλιστα λέγει, ότι, όταν κάποιος αποθάνη, ο δαίμων εκάστου, τον οποίον είχε κληρωθή όσον έζη, αναλαμβάνει να τον οδη-
γήση είς κάποιον τόπον, όπου πρέπει οί συναθροισθέντες, αφού δικασθούν, να πορεύωνται είς τον Άδην με οδηγόν εκείνον, είς τον οποί-
ον βεβαίως έχει δοθή διαταγή να τούς οδηγήση απο την παρούσαν ζωήν είς την μετά θάνατον.Αφού δε εκεί απολαύσουν τα κακά ή τα καλά,
τών οποίων είναι άξιοι, καί μείνουν όσο χρόνον πρέπει,άλλος πάλι δαίμων τούς φέρει είς την παρούσαν ζωής μετά πολλάς και μακράς χρο-
νικάς περιόδους. Είναι δέ η πορεία ουχί όπως ο Τήλεφος τού Αισχύλου την περιγράφει, διότι εκείνος μέν λέγει ότι η οδός που οδηγεί είς
τόν Άδην είναι απλή, μου φαίνεται όμως ότι η οδός αυτή ούτε μία ούτε απλή είναι. Διότι άλλως δεν θα υπήρχεν ανάγκη οδηγών, αφού κα-
νείς δέν ημπορεί να σφάλη όταν η οδός είναι μία. Τώρα όμως φαίνεται ότι διχάζεται συχνά καί έχει πολλάς στροφάς, τούτο δέ λέγω κατά
συμπερασμόν έκ τών συμφώνως πρός τούς θείους νόμους τελουμένων θυσιών καί τών καθιερωμένων εδώ συνηθειών.Η μέν λοιπόν κόσμια
και φρόνιμος ψυχή ακολουθεί τον οδηγόν της καί δέν αγνοεί την τύχην που την περιμένει, εκείνη δέ την οποίαν τα πάθη έχουν προσκολλή-
σει είς το σώμα, όπως είπα προηγουμένως -διότι το σώμα καί το ορατόν κόσμον έχουν ώς αντικείμενον οί πόθοι, που την έκαναν άλλοτε
αλλόφρονα-, αφού εναντιωθή πολύ καί αφού υποφέρη πολλά, με βίαν καί με κόπους υπό του ωρισμένου δαίμονος ταχέως οδηγείται. Όταν δέ
έλθη εκεί όπου είναι αί άλλαι ψυχαί, την μέν ακάθαρτον καί εκείνην, η οποία έχει κάμει κάτι τέτοιο, δηλαδή αδίκους φόνους, ή έχει διαπρά-
ξει άλλα τοιαύτα, τα οποία είναι παρόμοια καί έργα τοιούτων ψυχών, αυτήν μέν {την ακάθαρτον ψυχήν} πάς νεκρός αποφεύγει καί πλαγίως
εκτός τής οδού υποχωρεί καί δέν θέλει ούτε συνοδοιπόρος, ούτε οδηγός της να γίνη, αλλ'αυτή πλανάται κατεχομένη έκ πλήρους αμηχανίας,
έως ότου παρέλθουν χρονικά τινα διαστήματα μετά την πάροδον τών οποίων έξ ανάγκης φέρεται είς την πρέπουσαν κατοικίαν, την δέ ψυ-
χήν η οποία διήλθε τον βίον καθαρώς καί φρονίμως, οι ίδιοι οί θεοί τήν οδηγούν και είναι συνοδειπόροι της καί εγκαθίστανται είς τον αρ-
μόζοντα είς αυτή τόπον »|. {107d}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Προσθέτει δέ, ότι υπάρχουν "πολλοί καί θαυμαστοί τόποι" "της γής", τού "συστήματος", δηλαδή το οποίον αποκαλεί "γήν" και το οποίον αναλύει περαιτέρω.
Βλέπομε είς το ανωτέρω απόσπασμα πώς η οδός πρός τον Άδη δέν είναι απλή, αλλά χρειάζονται οδηγοί προκειμένου να εύρη τον δρόμον της, έν πρώτοις "ο δαίμων εκάστου" {προστατευτικόν πνεύμα}, κατόπιν δέ, αφού δεχθή τάς αναλόγους τιμωρίας ή ανταμοιβάς, άλλος δαίμων, όστις την οδηγεί είς νέαν ενσάρκωσιν. Είναι αξιοσημείωτον ότι περισσότερον βασανίζονται αί πονηραί ψυχαί, διότι αρνούναι να ακολουθήσουν τήν καθωρισμένην πορείαν καί μετά βίας σύρονται. Σημειωτέον ότι, πέραν τής αρχικής αναφοράς είς την "κοσμίαν καί φρόνιμον" ψυχήν, γίνεται εντέλει ιδιαίτερος λόγος διά την "καθαρώς καί μετρίως τον βίον διεξελθούσαν", ήτις καί συνοδειπόρων καί ηγεμόνων θεών τυγχάνει, οδηγουμένη είς τον προσήκοντα αυτή τόπον.
Η Γεωγραφία Τού Επέκεινα
Είς το τμήμα που ακολουθεί {108d-111c} περιγράφει ο Σωκράτης τα θαυμαστά χαρακτηριστικά τής "πραγματικής γής". Η πραγματική αυτή γή διαφορίζεται πρός τα "κοιλώματα" είς τα οποία ζώμεν εμείς οι άνθρωποι τώρα, την "ιδικήν μας" γήν, δηλαδή. Την γήν την περιγράφει σφαίραν με εξαίσια χρώματα, με πλουσιωτέρας καί ωραιοτέρας αποχρώσεις άπ'όσας έχομε συνηθίσεο είς την "γήν" μας. Η ιδική μας γή είναι κοιλώματα εντός τής πραγματικής γής πληρή ύδατος καί αέρος! Οποία αντίθεσις πρός την αληθή γήν με τα ζωηρά χρώματα και τούς στίλβοντας λίθους, τούς έχοντας λειότητα καί διαφάνειαν και χρώματα ωραιότερα απο όσα έχομε συνηθίσει είς την οικείαν μας γήν {110d-e}. Εκεί ζούν άνθρωποι, άλλοι "έν μεσογαία", άλλοι περί τον αέρα {111a}. Ότι δέ είναι δι'ημάς η θάλασσα είναι δι'αυτούς ο αήρ, ότι δέ είναι δι'ημάς ο αήρ, είναι δι'αυτούς ο αιθήρ. Το ζήν διαρκεί πολύ περισσότερον, ενώ καί ώς πρός την όρασιν και την ακοήν και την φρόνησιν εκείνοι υπερέχουν. Διαθέτουν δέ άλση θεών καί ιερά, είς τα οποία οί θεοί είναι τώ όντι οικηταί, και έχουν το προνόμιον να επικοινωνούν μετά του θείου δεχόμενοι "φήμας" καί μαντείας καί επιφανείας τών θεών {111b-c}. Είναι πράγματι ευδαίμονες.
Ολιγώτερον πραγματικά ακούγονται τα περί τών "κοίλων" {φέρουν ενδεχομένως τήν επιρροήν θεωριών τής εποχής περί δομής τής γής}, ωστόσον καί αυτά γίνονται κατανοητά ώς εικόνες, λ.χ. παραπέμποντα είς μίαν διάκρισιν μεταξύ λεπτοφυών αιθερικών καί χονδροειδώς υλικών περιοχών. Η θεωρία τών κοίλων επίσης δύναται καθ'ωρισμένους μελετητάς να στοιχειοθετήση καί μίαν οντολογικήν αντίθεσιν. Η διαφορά μεταξύ τών κοίλων καί της πραγματικής γής παραλληλίζεται πρός αυτήν μεταξύ τού βυθού τής θαλάσσης καί τής επιφανείας αυτής. Όπως δέ κάποιο όν το οποίον ζή είς τον πυθμένα τής θαλάσσης νομίζει ότι αυτός ο χαμηλού φωτός κόσμος είναι το πάν, ούτω καί ημείς παρομοίως θεωρούμεν ότι ο ιδικός μας κόσμος είναι το πάν. Οντολογικός {ίνα μή χρησιμοποιήσουμε τον όρον "μεταφυσικός"} είναι ο συμβολισμός, καθώς προβλέπει την διάκρισιν μεταξύ ενός κόσμου πραγματικού καί ενός κυριαρχουμένου υπό τών "φαινομένων". Ενθυμούμεθα εδώ την παραβολήν τού σπηλαίου είς την "Πολιτείαν" {7, 517b}, όπου ο κόσμος έξω τού σπηλαίου νομίζουν πως ότι βλέπουν αποτελεί την πραγματικότητα. Πόσον "πραγματικός" είναι εντέλει ο κόσμος τής χονδροειδούς ύλης; Αί ψυχαί θα ιδούν τούς θεούς εκεί, όπερ μάς ενθυμίζει τήν περιφοράν τών ψυχών είς τόν "Φαίδρον", όπου αί ψυχαί τών θεών συνοδεύονται υπό ψυχών μελλουσών να ενσαρκωθούν. Είς αμφοτέρους τους διαλόγους προβάλλεται η θέσις ότι αί ψυχαί ήσαν αρχικώς καί κατά τήν ουσίαν τών θείαι, ωστόσον υπάρχει σαφής διαφορά επιπέδου μεταξύ τών ενσαρκωμένων είς θνητά σώματα καί τών θεών. Είναι ενδιαφέρον ότι το τελευταίον χαρακτηριστικόν είς την εικόνα ταύτην τής γενικής ευδαιμονία είναι η θέασις τού ηλίου, τής σελήνης καί τών άστρων, ώς αληθώς είναι. Καθώς έρχεται αυτή η αναφορά μετά την μνείαν τών ανθρώπων οίτινες συνυπάρχουν με τους θεούς, ένας ο οποίος είναι εξοικειωμένος με τον "Τίμαιον" ενθυμείται αυτούς τους "ορατούς, δημιουργημένους θεούς", τούς αστέρας καί τούς πλανήτας {40d-e}, ών η θεότης συμπληρώνει το παραδοσιακόν Πάνθεον.
Υπάρχει όμως και η σπουδαιοτέρα εδώ εσχατολογική πλευρά τού μύθου. Η "πραγματική γή" δέν είναι ο τόπος όπου διαβιούν αί ψυχαί αί οριστικώς εξελθούσαι τού "κύκλου" τών ενσαρκώσεων, παρά μόνον αποτελεί την πρόσκαιρον διαμονήν τών δικαίων ψυχών, αί οποίαι όμως, πρόκειται να επανενσαρκωθούν. Οι πλήρως καθαρθέντες διά τής φιλοσοφίας προορίζονται διά "οικήσεις έτι τούτων καλλίους" {114c}.
Οι Χώροι Τής Τιμωρίας Καί Ο Κλήρος Τών Ευσεβών
Εκτός τών "κοίλων" τής γής, αποτελούντων τήν ιδικήν μας "γήν", υπάρχουν εντός τής γής θερμοί και ψυχροί ποταμοί {111d-e}. Όλοι οί ποταμοί συρρέουν είς ένα μεγάλο, κεντρικό χάσμα τής γής, όπερ καλείται Τάρταρος, έξ αυτού δέ και εκρέουν. Η κυκλοφορία τού ύδατος οφείλεται είς το ότι εντός τού Ταρτάρου αιωρούνται ο αήρ και το υγρόν καί κινούνται άνω και κάτω. Αναλόγως τής κινήσεως του υγρού ενισχύονται δι'ύδατος οί διάφοροι ποταμοί καί προχωρούν φθάνοντες στόν προορισμόν των όπου δημιουργούν λίμνας, ποταμούς καί πηγάς.
Συνεχίζει δέ ο Σωκράτης:
« Τα μέν λοιπόν άλλα ρεύματα είναι πολλά καί μεγάλα καί παντός είδους,μεταξύ δέ τούτων των πολλών ρευμάτων υπάρχουν τέσσερα
ρεύματα,τών οποίων το μέγιστον καί όλως διόλους πρός τα έξω ρέον πέριξ τής γής είναι ό Ωκεανός. Απέναντι τούτου καί κάτ'εναν-
τίαν διεύθυνσιν ρέει ο Αχέρων, ο οποίος διά μέσου καί άλλων ερήμων τόπων ρέων,και μάλιστα κάτωθεν τής γής, πίπτει είς την Αχε-
ρουσιάδα λίμνην, όπου αί ψυχαί τών περισσοτέρων αποθανόντων έρχονται,καί αφού παραμείνουν ωρισμένον χρόνον, άλλαι...μέν μακρό-
τερον,άλλαι δέ βραχύτερον, στέλλονται πάλιν είς την ζωήν διά να εισέλθουν είς τα σώματα άλλων ανθρώπων. Μεταξύ τού Αχέροντος
και τού Ωκεανού πηγάζει τρίτος ποταμός καί πλησίον τού μέρους όπου πηγάζει χύνεται είς τόπον μέγαν,ο οποίος καίεται διά πολλού
πυρός καί σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν απο την ιδικήν μας θάλασσαν, όπου ύδωρ καί πηλός βράζουν. Απο εκεί ο ποταμός προχωρεί
κυκλοειδώς, θόλος καί πηλώδης, περιστρεφόμενος δέ πέριξ τής γής και είς άλλα μέρη έρχεται καί πρός τας άκρας όχθας τής Αχερου-
σιάδος λίμνης,μή ενούμενος όμως με το ύδωρ αυτής,καί περιστραφείς πολλάκις χύνεται κάτωθεν τής γής, πιό κάτω απο τον Τάρταρον.
Ούτος είναι ο ποταμός τον οποίον καλούν, Πυριγλεγέθοντα, καί του οποίου οί ρύακες ρίπτουν την λάβαν των είς όποιο μέρος της γής
πλησιάσουν. Αντικρύ δέ τούτου πάλιν ο τέταρτος ποταμός χύνεται πρώτον είς θέσιν φοβεράν καί αγρίαν, καθώς λέγεται, έχων χρώμα
καθ'όλην την έκτασιν, όπως ο κυανός {πολύτιμος λίθος χρώματος βαθέος κυανού}, ονομάζουν δέ αυτόν Στύγιον, και την λίμνην, την ο-
ποίαν σχηματίζει ο ποταμός εμβάλλων,καλούν Στύγα. Ούτος, αφού πέση εδώ καί λάβη είς το ύδωρ τούτο φοβεράς δυνάμεις,εισδύει κά-
τω απο την γήν, καί περιελισσόμενος προχωρεί απέναντι τού Πυριφλεγέθοντος, καί φθάνει έκ του αντιθέτου μέρους είς την Αχερου-
σιάδα λίμνην, καί τούτου το ύδωρ δέν ενούται πρός άλλο, αλλά καί αυτός κυκλοτερώς περιστραφείς χύνεται είς τον Τάρταρον, αντικρύ
τού Πυριφλεγέθοντος, ούτος δέ ονομάζεται, όπως λέγουν καί οί ποιηταί, Κωκυτός.
Αφού δέ ταύτα έχουν τοιουτοτρόπως, όταν φθάσουν οι αποθανόντες είς τον τόπον όπου ο δαίμων φέρει έκαστον, πρώτον μέν υποβάλλ-
ονται είς δίκην οι καλώς καί οσίως ζήσαντες καί οι μή. Καί όσοι μέν φανούν ότι έζησαν ούτε ιδιαιτέρως καλώς ούτε ιδιαιτέρως κακώς
{μέσως βεβιωκότες}, πορευθέντες είς τον Αχέροντα, αφού αναβούν είς τάς δι'αυτούς προωρισμένας σχεδίας, φθάνουν στην Αχερουσιά-
δα λίμνην και εκεί κατοικούν, καί αφού τιμωρηθούν διά τά αδικήματα που διέπραξαν καί καθαρθούν, απαλλάσσονται,εάν διέπραξε κάποιος
κάποιο αδίκημα,καί διά τάς καλάς των πράξεις λαμβάνουν ανταμοιβήν συμφώνως πρός την αξίαν του έκαστος. Όσοι δέ θεωρηθούν αθερά-
πευτοι ένεκα τού μεγέθους τών αμαρτημάτων,διότι έχουν διαπράξει πολλάς ή μεγάλας ιεροσυλίας ή πολλούς φόνους αδίκους καί παρανό-
μους ή άλλα παρόμοια αδικήματα, αυτοί ευρίσκουν την τύχην που τους αρμόζει,ρίπτονται είς τον Τάρταρον, οπόθεν δέν εξέρχονται ποτέ.
Όσοι δέ φανούν ότι έχουν διαπράξει αμαρτήματα δυνάμενα μέν να θεραπευθούν,αλλά μεγάλα, όταν π.χ. πρός τον πατέρα ή την μητέρα δι-
έπραξαν κάτι βίαιον υπο το κράτος τής οργής, καί έζησαν τον υπόλοιπον βίον έν μεταμελεία, ή καθ'όμοιον τρόπον έχουν φονεύσει άνθρ-
ωπον,ούτοι είναι ανάγκη να πέσουν είς τον Τάρταρον,αφού δέ πέσουν καί διαμείνουν εκεί έν έτος, τους ρίχνει έξω το κύμα,τους μέν φο-
νεύσατας άνθρωπον πρός το μέρος τού Κωκυτού...τούς δέ φονεύσαντας τον πατέρα των ή την μητέραν των, πρός το μέρος τού Πυριφλε-
γέθοντος. Αφού δέ φθάσουν είς την Αχερουσιάδα λίμνην...εδώ φωνάζουν καί προσκαλούν οι μέν εκείνους τούς οποίους εφόνευσαν, οι δέ
εκείνους τούς οποίους ύβρισαν καί τους παρακαλούν καί ικετεύουν να τους αφήσουν να εξέλθουν είς την λίμνην καί να τους δεχθούν,καί
εάν μέν τούς πείσουν...εξέρχονται καί ευρίσκουν τέλος τών δεινών, άλλως φέρονται πάλιν είς τον Τάρταρον καί εκείθεν πάλιν είς τούς
ποταμούς και δέν παύουν να πάσχουν τα κακά αυτά παρά αφού πείσουν εκείνους, τούς οποίους ηδίκησαν. Διότι αυτή είναι η τιμωρία,η ο-
ποία ωρίσθη δι'αυτούς υπό τών έν Άδην δικαστών. Όσοι δέ φανούν ότι έζησαν εξαιρετικώς συμφώνως πρός τούς θείους νόμους... ούτοι
μέν ελευθερώνονται απο τούτους τούς βαθείς τόπους τής γής καί απαλλάσσονται τούτων, σάν να βγαίνουν απο φυλακάς, έρχονται δέ ά-
νω είς τήν καθαράς οίκησιν καί ενοικούν επί τής γής.Όσοι δέ έξ αυτών εκαθάρθησαν ικανώς διά τής φιλοσοφίας,ζούν εντελώς άνευ σω-
μάτων κατά τον μετέπειτα χρόνον καί έρχονται είς κατοικίας καλυτέρας τούτων, τάς οποίας, ούτε εύκολον είναι νά περιγράψωμεν ούτε
υπάρχει επί του παρόντος αρκετός ο χρόνος »|. {112e κ.ε.}
Ι|ΙΙ|ΙΙΙ|
Ας επαναλάβωμεν έν περιλήψει τί συμβαίνει είς τον Άδην: Φθάνοντες είς τον καθωρισμένον τόπον δικάζονται υπό τών κριτών του Άδου, χωρίζονται δέ είς κατηγορίας. Οι μέσως βεβιωκότες, δηλαδή όσοι δέν έκαμον μεγάλα αδικήματα ούτε καί διεκρίθησαν εξαιρετικώς έπ'αρετή, οδηγούνται είς την λίμνην Αχερουσίαν, όπου καθαίρονται τιμωρούμενοι διά τάς αδίκους πράξεις αυτών είτε και επιβραβεύονται διά τάς αγαθάς πράξεις των.
Εκείνοι που ετέλεσαν μεγάλα εγκλήματα πρέπει να υποφέρουν είς τον Τάρταρον, του οποίου η διαρκής κίνησης του ύδατος {112b - "κυμαίνεται άνω και κάτω"} δύναται να παρομοιασθή πρός τον κόσμον των αισθήσεων και την τύχην του αφιλοσοφήτου ατόμου το οποίον δυσπιστεί είς κάθε επιχείρημα καί εμπιστεύεται μόνον τάς αισθήσεις του, στρέφεται δέ άνω και κάτω ωσάν να ήτο είς τον πορθμόν τού Ευρίπου {90c}. Ωστόσον, έξ αυτών μόνον οι ανιάτως έχοντες μένους δια παντός είς τον Τάρταρον, οι λοιποί, οι ιασίμως ημαρτηκότες, όσοι δηλαδή έκαμον σημαντικά μέν αλλά συγχωρήσιμα αδικήματα, εκβάλλονται κατά ετήσια διαστήματα είς τον Κωκυτόν και τον Πυριφλεγέθοντα, αναλόγως του εγκλήματος των: οι έν θερμώ φονείς εκβάλλοναι είς παγωμένον Κωκυτόν, ενώ οι υβρίσαντες τους γονείς είς τον Πυριφλεγέθοντα. Ο συμβολισμός των δύο κατηγοριών δεν είναι σαφής. Πάντως, οι έν λόγω εγκληματίαι πρέπει να περάσουν ένα κύκλον τιμωρίας διά της ανακυκλώσεως αυτών είς το σύστημα των ποταμών το επιστρέφον είς τον Τάρταρον, μέχρις ότου να τους συγχωρήσουν τα θύματά των.
Τέλος, αί ψυχαί αι οποίαι έχουν ζήσει εξαιρετικώς όσιον βίον δέν χρειάζονται κάθαρσιν είς την Αχερουσίαν, αλλ'απελευθερούμεναι των τόπων των "έν τη γή" {ήτοι εντός τών "κοίλων"}, μεταβαίνουν είς την καθαράν οίκησιν "επί γής", την οποίαν περιέγραψε ο Σωκράτης προηγουμένως: είς τον χώρον όπου τα χρώματα είναι λαμπρά, αντί αέρος υπάρχει αιθήρ, όπου τα άλση τών θεών {111a-c}. Εκεί καί αί "νήσοι" εντός του αέρος, αί οποίαι παραπέμπουν συνειρμικώς είς τάς Νήσους τών Μακάρων. Μεταξύ, τώρα, αυτών τών οσίως βεβιωκότων διακρίνεται μία μικροτέρα κατηγορία, οι φιλοσοφία ικανώς καθηράμενοι, οι οποίοι ζούν οριστικώς άνευ σωμάτων καθ'όλον τον μετέπειτα χρόνον καί φθάνουν είς οικήσεις έτι ωραιοτέρας ακόμη και έν σχέσει πρός την "αληθήν γήν", των οποίων η περιγραφή δεν είναι εύκολος, όπως λέγει ο Σωκράτης. Ομιλούμε δηλαδή περί αποθεωθεισών ψυχών.