Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Aiolos
Aνενεργός χρήστης
Δημοσιεύσεις: 1370
Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 02:22
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Μακεδονία - Ελλάς
Έλαβε Likes: 2 φορές
Επικοινωνία:

Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη

Δημοσίευση από Aiolos » Κυρ 03 Αύγ 2008, 12:27

Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη:
«Θα ήταν αρκετό να περιμένετε λίγο ακόμα, Αθηναίοι, κι ο θάνατος θα ερχόταν μόνος του για να σας απαλλάξη από τον Σωκράτη. Αλλά με τη βιασύνη σας, πράξατε κάτι που προσβάλλει όλη την πόλη. Με καταδικάσατε όχι γι’ αυτά που αναφέρει η κατηγορία, αλλά γιατί σεβάστηκα τον εαυτό μου, γιατί ντράπηκα να σας πω ό,τι θα σας ήταν ευχάριστο, γιατί δεν καταδέχτηκα να κλάψω, να ξεπέσω σε καμώματα ανάξια, που εσείς τάχατε συνηθίσει από τους άλλους".
Ένας σύντομος ψίθυρος διατρέχει το πλήθος. «Δε θέλησα όμως, επειδή αντιμετωπίζω το θάνατο, να κάνω κάτι αταίριαστο για έναν ελεύθερο άνθρωπο. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στη δίκη, δεν πρέπει κανείς να σκέφτεται πώς θ’ αποφύγη με κάθε τρόπο το θάνατο. Κι αλήθεια, στον πόλεμο υπάρχουν τέτοιοι τρόποι: αρκεί να πετάξη κανείς τα όπλα και να ικετέψη ταπεινά τους διώκτες του. Κι άλλα παρόμοια. Προσέξτε όμως, Αθηναίοι, γιατί η κακία τρέχει πιο γρήγορα από το θάνατο. Και τώρα, εμένα, επειδή είμαι και γέρος και αργοκίνητος, με πρόλαβε ο θάνατος. Τους κατηγόρους μου όμως, επειδή είναι νέοι και σβέλτοι, τους πρόλαβε η γρηγορώτερη, η κακία. Εγώ θα φύγω καταδικασμένος από σας σε θάνατο, αυτοί θα φύγουν καταδικασμένοι από την αλήθεια σαν ένοχοι κακότητας και αδικίας. Θέλω, όμως, τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά στο θάνατο, να κάνω μια πρόβλεψη…».
Στην Αγορά, όλοι κρατούν την ανάσα τους. Ο Σωκράτης κοιτάζει μακριά, κατακεί που υψώνονται οι λαμπροί ναοί της Ακρόπολης που διαγράφονται καθαρά στη διάφανη ατμόσφαιρα της βραδιάς. «Σήμερα»,συνεχίζει ο Σωκράτης, «με καταδικάσατε νομίζοντας ότι θα γλιτώσετε έτσι από την υποχρέωση να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Εγώ όμως σας προλέγω ότι το αποτέλεσμα θα είναι αντίθετο. Γιατί θα είναι περισσότεροι εκείνοι που θα σας ελέγχουν – κι όχι μόνο περισσότεροι αλλά και πιο επίμονοι, όσο πιο νέοι θα είναι. Και σεις θα θυμώνετε περισσότερο. Μη φαντασθήτε πως θα λείψουν εκείνοι που θα αμφισβητούν τον τρόπο της ζωής σας. Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια σ’ αυτούς που με καταδίκασαν».
Τώρα ο Σωκράτης στρέφεται προς τους δικαστές που έδωσαν αθωωτική ψήφο: «Σήμερα, μου συνέβη κάτι εξαιρετικό. Ξέρετε για το δαιμόνιο που μιλά μέσα μου, γι’ αυτήν τη φωνή που με σταματά κάθε φορά, όταν δεν πρέπει να κάνω κάτι, ακόμα και στη μέση μιας συζήτησης. Ε, λοιπόν, ούτε σήμερα το πρωί που έβγαινα από το σπίτι μου, ούτε όταν έμπαινα στο δικαστήριο, ούτε σε κανένα σημείο της απολογίας μου, όταν πήγαινα να πω κάτι, μου εναντιώθηκε. Πράγμα που σημαίνει ένα μόνο: πως ό,τι έγινε, έχει γίνει για το καλό μου και δεν μπορεί να είναι σωστή η γνώμη εκείνων που νομίζουν ότι ο θάνατος είναι κάτι κακό. Γιατί για μένα υπάρχει η απόδειξη».
Ώστε ο θάνατος είναι κάτι καλό; Ο Σωκράτης συνεχίζει:
«Ναι, αυτή είναι η μεγάλη μου ελπίδα. Γιατί ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνη σχετικά με το θάνατο: ή είναι η απόλυτη αναισθησία του μηδενός, σαν ένας βαθύς ύπνος, δίχως τέλος, ή η μετανάστευση της ψυχής, από τη γη σ’ έναν άλλον κόσμο, που κυβερνιέται από τους υπέρτατους νόμους της οικουμενικής δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, δε με φοβίζει, γιατί μια μεγάλη αλήθεια με παρηγορεί: τίποτα κακό δεν μπορεί να πάθη ένας δίκαιος άνθρωπος, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο. Γι’ αυτό, δεν κρατώ κακία ούτε για τους κατηγόρους μου, ούτε για τους δικαστές που με καταδίκασαν».
Οι έντεκα δεσμοφύλακες έχουν τώρα ανέβει στο βήμα όπου στέκει ο κατάδικος.
«Ώρα να φεύγωμε»,λέει ο Σωκράτης, «εγώ για να πεθάνω, εσείς να ζήσετε. Ποιος από μας βαδίζει προς ένα καλύτερο πεπρωμένο, αυτό μονάχα ο Θεός το ξέρει».

Δικαστές και δικαστήρια στην αθηναϊκή δημοκρατία

Υπέρτατος δικαστής στην αθηναϊκή δημοκρατία είναι ο λαός, που ψηφίζει τους νόμους και τις αποφάσεις, εκλέγει τους άρχοντες, αποφασίζει για τις ποινές στις δίκες. Αλλά με την ίδια αυστηρότητα προστατεύονται και τα δικαιώματα του ατόμου. Μόνο η συγκεκριμένη κατηγορία από έναν άλλο πολίτη μπορεί πράγματι να οδηγήση στο δικαστήριο έναν Αθηναίο, που πρέπει να υπερασπίση τον εαυτό του απευθείας, πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατήγορο. Δεν υπάρχει, με δύο λόγια, δημόσιος κατήγορος, που να παίρνη άμεσα πρωτοβουλία σαν εκπρόσωπος της κοινωνίας. Στους άρχοντες αφήνεται μόνο το καθήκον να προετοιμάσουν την ανάκριση και να προεδρεύσουν κατά τη δίκη. Αν αργότερα ο κατήγορος αποφασίση ν’ αποσύρη την κατηγορία ή αν δεν πάρη τουλάχιστον το ένα πέμπτο των ψήφων, καταδικάζεται με τη σειρά του σε βαρύ πρόστιμο χιλίων δραχμών και χάνει το δικαίωμα να διατυπώση άλλες κατηγορίες της ίδιας μορφής.
Όλοι οι πολίτες μπορούν να γίνουν δικαστές, αρκεί να είναι τουλάχιστον τριάντα χρόνων και να μην έχουν στερηθή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Το σώμα των δικαστών αποτελείται από έξι χιλιάδες πολίτες, που έχουν εκλεγή με κλήρο από τις δέκα φυλές στις οποίες είναι χωρισμένη η Αθήνα, ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων. Για κάθε δίκη, οι δικαστές παίρνουν αποζημίωση δύο οβολούς, ποσό που αντιστοιχεί, περίπου, με το μέσο ημερομίσθιο ενός εργάτη. Πριν πάρουν θέση στο δικαστήριο δίνουν όρκο σ’ αυτόν: «Θ’ αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του αθηναϊκού λαού και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δε θα ψηφίσω ποτέ υπέρ του τυραννικού πολιτεύματος, ούτε υπέρ του ολιγαρχικού. Αν κανείς, θέλοντας να καταλύση το δημοκρατικό πολίτευμα, προπαγανδίζη με λόγια ή ψηφίζη υπέρ της αλλαγής πολιτεύματος, εγώ δε θ’ ακούσω τη γνώμη του. Δε θα δεχθώ να ακυρωθούν τα ιδιωτικά χρέη, ούτε να ξαναμοιραστούν τα κτήματα και τα σπίτια των Αθηναίων… Ούτε θα καταδιώξω κανέναν από τους πολίτες που ζουν στην πολιτεία, παραβιάζοντας έτσι τους νόμους και τα ψηφίσματα του λαού και της Βουλής κι ούτε θα επιτρέψω σε άλλον κανέναν να καταδιώξη, παραβιάζοντας τους νόμους, οποιονδήποτε πολίτη… Δεν θα δεχτώ δώρα ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε μέσω άλλου προσώπου.. Θ’ ακούσω με αμεροληψία τον κατηγορούμενο και τον μηνυτή… και θα ψηφίσω ό,τι είναι σωστό και δίκαιο…».
Η δίκη έπρεπε να τελειώση μέσα σε μια μέρα, εκτός αν επενέβαινε κάποια «διοσημεία», μια απροσδόκητη καταιγίδα ή ένας σεισμός, που θ’ ανάγκαζε τον πρόεδρο ν’ αναβάλη τη συνεδρίαση. Κι επειδή ο χρόνος της δίκης είναι περιορισμένος («Δεν ειν’ εύκολο, σε τόσο σύντομο διάστημα, ν’ απαλλαγή κανείς από τόσο σοβαρές κατηγορίες», λέει ο Σωκράτης στην απολογία του), η διάρκεια των αγορεύσεων είναι αυστηρά ρυθμισμένη με την κλεψύδρα. Όσο κρατά η συζήτηση, οι δικαστές μένουν σιωπηλοί και απαθείς ωσότου ο κήρυκας τους καλέση να ψηφίσουν. Αν η κατηγορία απορριφθή, ο κατηγορούμενος αθωώνεται κι όλα τελειώνουν, εκτός αν επιβληθή πρόστιμο στον κατήγορο. Αντίθετα, σε περίπτωση καταδίκης, απαιτείται νέα διαδικασία για τον καταλογισμό της ποινής (όταν αυτή δεν προβλέπεται ρητά από το νόμο). Κατήγορος και κατηγορούμενος προτείνουν ο καθένας μια ποινή και οι δικαστές ψηφίζουν υπέρ της μίας ή της άλλης, χωρίς να μπορούν να υιοθετήσουν μέση ποινή. Με λίγα λόγια, δε γίνεται ιδιαίτερη σύσκεψη των δικαστών, ούτε για να εκτιμήσουν τα τυχόν ελαφρυντικά, ούτε για να αποφασίσουν το μέγεθος της ποινής που πρέπει να επιβάλουν. Υπάρχει λοιπόν ένας κίνδυνος, προπάντων στις πολιτικές δίκες: να μετατραπή το δικαστήριο σ’ ένα είδος λαϊκής συνελεύσεως, όπου οι πιο ικανοί δημαγωγοί καταφέρνουν να επιβάλουν τις απόψεις τους.
Οι ποινές είναι θανατικές ή χρηματικές. Η φυλάκιση αντιμετωπίζεται μόνο σαν επικουρική ποινή, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχη να πληρώση το πρόστιμο. Είναι φανερό, πως με το σύστημα αυτό της ψηφοφορίας για την ποινή δεν υπάρχει ομοιόμορφη νομολογία και το ίδιο έγκλημα μπορεί να τιμωρηθή με θάνατο ή μ’ ένα ασήμαντο πρόστιμο.
Έτσι επικράτησε και η συνήθεια να προετοιμάζεται από ρήτορες-συνηγόρους η απολογία, που ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να την αποστηθίση για να την απαγγείλη στο ακροατήριο. Οι συνήγοροι αυτοί ή «λογογράφοι», είναι πρόσωπα σπουδαία κι όταν ακόμα δεν έχουν πραγματικό δικό τους ρόλο στις δίκες (ακριβώς επειδή λείπει η μορφή του δημόσιου κατήγορου – εισαγγελέα και την υπεράσπιση έχει αναλάβει ο ίδιος ο κατηγορούμενος). Το αποκλειστικό έργο τους είναι να γράφουν αγορεύσεις.
Αυτό όμως δεν είναι έργο ανώνυμο, ούτε σκοτεινό. Έξω από το δικαστήριο υπάρχει μια ολόκληρη κλίμακα επαγγελματιών δικηγόρων, που η αξία τους υπολογίζεται με βάση τις δίκες που έχουν κερδίσει. Οι πιο καλοί λογογράφοι είναι διάσημοι και ζητούν υπέρογκες αμοιβές. Για να επιτύχουν την αθώωση των πελατών τους καταφεύγουν σ’ όλα τα μέσα, ακόμα και σε υπερβολές, ψέματα ή εκκλήσεις προς τα αισθήματα των δικαστών. Άλλωστε, είναι κοινή συνήθεια να φέρνουν οι κατηγορούμενοι στις δίκες τις γυναίκες τους, τις μητέρες τους ή τα παιδιά τους για να επηρεάσουν τους δικαστές με κλάματα και θρήνους τους.
Έναν τέτοιο λοιπόν τύπο διαδικασίας ο Σωκράτης δεν δέχεται ν’ ακολουθήση.
[img]http://t1.gstatic.com/images?q=tbn:-CPF ... omeis8.jpg[/img]
"Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυροτέρων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς" - Θουκυδίδης
Απάντηση

Επιστροφή στο “Φιλοσοφία”