Είναι ένας μούτσος σ'ένα καράβι ύψους 40 πόντων μόνο!
Δυστυχισμένος ο μούτσος λόγω ύψους και της μαύρης γκαντεμιάς που έδερνε τη ζωή του γενικότερα, γκρίνιαζε και κλαιγότανε συνέχεια.
Ο καπετάνιος, θες γιατί τον λυπήθηκε, θες γιατί απηύδισε ν'ακούει την κλάψα του, αποφάσισε να του πει ένα μυστικό του.
- Λοιιπόν, επειδή όντως είσαι για λύπηση κι επειδή μ'έπρηξες με την κλάψα σου, τράβα κάτω στο δωμάτιο που είναι δίπλα απ'το μηχανοστάσιο, ξέρεις εκείνο που είναι άδειο. Αν μπεις μέσα, θα δεις ότι υπάρχει ένα σκουριασμένο λυχνάρι. Τριψ'το μέχρι να γυαλίσει και θα βγει ένα τζίνι. Πες του μια ευχή σου και θα στην πραγματοποιήσει. Πρόσεξε μόνο, αυτό που θα ζητήσεις, να το ζητήσεις φωναχτά. Με πολύ δυνατή φωνή. Άντε, τράβα να ησυχάσουμε από σένα.
Πάει ο μούτσος, βρίσκει το λυχνάρι, τρίβει τα χέρια του πρώτα απ'τη χαρά του που επιτέλους θα γίνει η επιθυμία του να πάρει 1.50 μέτρο μπόι! Τρίβει το λυχνάρι και πράγματι εμφανίζεται ένα θεόρατο τζίνι.
-Με ξύπνησες αφέντη. Πρόσταξε μια φορά και η επιθυμία σου θα γίνει
Λέει το τζίνι.
Ο μούτσος σκέφτεται... ρε μπας και δεν χρειάζεται μπόι? Μήπως είναι καλύτερα να'χει τρελά πλούτη? Ναι! Αυτό θα κάνω! Θα του ζητήσω τρελά πλούτη, και τότε δε θα'χει σημασία πόσο κοντός είμαι! Θα τα'χω όλα, όχι μόνο μπόι! Το αποφασίζει λοιπόν και λέει στο τζίνι.
-Θέλω να μου γεμίσεις το δωμάτιο αυτό με χρυσές λίρες!
Πλαφ! Και γεμίζει ολάκερο το δωμάτιο με μπίρες!
Ο μούτσος άρχισε να γκρινιάζει και να κλαίει! Δεν ήταν δίκαιο αυτό! Τι να τις κάνει τόσες μπίρες?
Φτάνει κι ο καπετάνιος που άκουσε το κλάμα και τις φωνές, κι αφού μετά δυσκολίας άνοιξε την πόρτα μπαίνει μέσα...
-Θεέ και κύριε, τι τα'θελες ρε τόσα μπιρόνια? Τι διάολο χαζή ευχή ήταν αυτή?
-Μα αυτό είναι το πρόβλημα καπετάνιε. Δεν του ζήτησα μπίρες, ΛΙΡΕΣ του ζήτησα χρυσές!

Ο καπετάνιος κοντοστέκεται, ξύνει το κεφάλι του και ξάφνου του'ρθε η ιδέα!

-Ρε συ, του ζήτησες φωναχτά - πολύ φωναχτά αυτό που ήθελες όπως σου είπα?
-Ε...όχι καπετάνιε. Δε φτάνει που θα του ζήταγα τέτοια μεγάλη χάρη, να του φώναζα κι από πάνω?
Του πετάει μια μούντζα ο καπετάνιος αγανακτισμένος και του λέει:
-Ώρσε να μη στα χρωστάω!

Εγώ δηλαδή ρε όρνιο, λες να του ζήτησα 40 πόντους μούτσο?
