Δημοσίευση
από Ιπτάμενος » Σάβ 05 Ιούλ 2008, 20:44
Πάει ένας πιτσιρίκος στο ψιλικατζίδικο να πάρει τροφή για τις κότες:
- Έχεις κότες; ρωτάει ο ψιλικατζής.
- Ναί, έχω, απαντάει ο μικρός.
- Ε, τότε φέρε μου μία να δώ, να βεβαιωθώ ότι έχεις κότες και θα σου δώσω τροφή.
Γυρνάει σπίτι ο μικρός, παίρνει μία κότα, πάει και την δείχνει στον ψιλικατζή, και αυτός του δίνει τροφή.
Την άλλη μέρα πάει και ζητάει τροφή για τα κουνέλια:
- Έχεις κουνέλια; ρωτάει ο ψιλικατζής.
- Ναί, έχω, απαντάει ο μικρός.
- Ε, τότε φέρε μου ένα να δώ.
Γυρνάει σπίτι ο μικρός, παίρνει ένα κουνέλι, πάει και το δείχνει στον ψιλικατζή, και αυτός του δίνει τροφή.
Μετά από μερικές μέρες τον στέλνει ο πατέρας του να πάρει χαρτί υγείας.
Πηγαίνει ο μικρός στο ψιλικατζίδικο με μία σακούλα:
- Τί θέλεις πάλι; ρωτά ο ψιλικατζής.
- Βάλε το χέρι σου μέσα στην σακούλα, λέει ο μικρός, και θα καταλάβεις.
Βάζει το χέρι του ο ψιλικατζής μέσα στην σακούλα και πιάνει σκατά!
Όπως το βγάζει γρήγορα εξαγριωμένος, του λέει ο μικρός:
- Θέλω να αγοράσω ένα χαρτί υγείας..
---------------------
- Πώς λέγεται ο πρόεδρος της ισπανικής ΔΕΗ;
- Σαντιάγκο Κιλοβατόρες!
- Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος δικηγόρος;
- Τον έπνιξε το δίκιο!
- Πώς πέθανε το τελευταίο Πόντιο καρότο;
- Πηγε τουρισμό στο Λαγονήσι!
---------------------
Μια μέρα ήτανε ο Τοτός και η γιαγιά του και περπατούσαν... Ο Τοτός βρήκε ένα 50 ευρώ κάτω στο δρόμο και το σήκωσε...
-Τοτέ, μην πιάνεις ότι βρίσκεις στο δρόμο... λέει η γιαγιά του.
- ΟΚ! λέει ο Τοτός και το αφήνει...
Μετά απο λίγο η γιαγιά του πέφτει κάτω...
-Τοτέ, σήκωσε με! λέει η γιαγιά.
Και ο Τοτός απαντάει:
- Γιαγιά, εσύ δεν μου είπες πως ότι βρίσκω κάτω να μην το πιάνω;
---------------------
Ρωτά η κυρία τα παιδάκια:
- Έχουμε 3 πουλάκια σε ένα δέντρο και ένας κυνηγός πάει και σκοτώνει το ένα. Πόσα πουλάκια έχουν μείνει; Πές μας εσύ, Ελενίτσα.
- Δύο, λέει η Ελενίτσα.
- Μπράβο, Ελενίτσα!
Ο Τοτός συνεχίζει να σηκώνει επίμονα το χέρι του.
- Για πες μας, Τοτέ.
- Δεν θα μείνει κανένα, κυρία! Τα άλλα δύο πουλάκια θα ακούσουν το πυροβολισμό και θα φύγουν.
- Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι, Τοτό, αλλά τώρα κάνουμε αριθμητική.
- Κυρία, να σας κάνω και εγώ μία ερώτηση;
- Κάθονται 3 κυρίες σε ένα παγκάκι και τρώνε παγωτό. Η μία το γλύφει, η άλλη το δαγκώνει και η τρίτη το βάζει όλο μέσα. Ποιά είναι η παντρεμένη;
- Αυτή που το βάζει όλο μέσα; λέει αυθόρμητα η δασκάλα.
- Όχι, κυρία. Παντρεμένη είναι εκείνη που φοράει βέρα. Πάντως μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε!
---------------------
Δύο φίλες είχαν πάει σε μια καφετέρια για να μιλήσουν. Ξαφνικά λέει η μία στην άλλη:
- Aκουσε τι έγινε χτες το βράδυ. Γύρισε ο Γιάννης μου από την δουλειά του κατακουρασμένος και του λέω: "Γιάννη, πήγαινε να κάνεις μπάνιο και μόλις βγεις σου έχω μια έκπληξη!" Βγαίνει που λες από το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα, του τα πιάνω και του λέω: "Γιάννη μου γιατί σου είναι κρύα; Έλα να στα ζεστάνω εγώ!" Και μετά στο σπίτι έγινε κόλαση!
Λέει τότε κι η φίλη της:
- Αφού είναι εγγυημένο θα το κάνω και εγώ!
Ξανασυναντιούνται την επόμενη μέρα και βλέπει την φίλη της με μαυρισμένο το μάτι και μες στις μελανιές και την ρωτάει:
- Τι έγινε μωρή και είσαι έτσι; Δεν έκανες ότι σου είπα;
- Πως! Γύρισε ο Κώστας μου απο την δουλειά κατακουρασμένος και του είπα: "Τι έχεις Κώστα μου και είσαι έτσι; Πήγαινε και κάνε ένα μπάνιο και μετά σου έχω μια έκπληξη!" Βγαίνει απο το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα και του λέω: " Γιατί Κώστα μου, σου είναι ζεστά; Του Γιάννη ήταν κρύα! "
---------------------
Ένα πρωί. Ο μικρός Γιωργάκης, μπαίνει στην τάξη του καθυστερημένος και με το ένα μάτι του πρησμένο. Η δασκάλα του μόλις τον βλέπει, τον ρωτά τι συμβαίνει:
- Άστα καλέ κυρία, λέει κλαίγοντας ο Γιωργάκης, με πλάκωσε στο ξύλο ο πατέρας μου!
- Δεν μπορεί, κάτι θα του έκανες. Για πες μου τι έγινε δηλαδή; ξαναρωτά η δασκάλα.
- Δεν έκανα τίποτα καλέ κυρία. Εγώ, ξέρετε, επειδή τα βράδια φοβάμαι να κοιμάμαι μόνος μου, κοιμάμαι στο δωμάτιο των γονιών μου, στο διπλό κρεββάτι, ανάμεσα στον μπαμπά και στην μαμά. Χθες το βράδυ λοιπόν, και ενώ κοιμόμασταν και οι τρεις μας, λέει η μαμά στον μπαμπά:
-Αγάπη μου κοιμήθηκε ο Γιωργάκης;
Και εγώ που δεν είχα κοιμηθεί ακόμα τους λέω:
-Όχι βρε παιδιά, δεν κοιμάμαι. Και σηκώνεται τότε ο πατέρας μου και με πλακώνει στις σφαλιάρες! Έτσι έγινε...
Η δασκάλα απορημένη, δεν είπε τίποτα.
Την επομενη μέρα, ο Γιωργάκης ξαναέρχεται καθυστερημένος και με το άλλο μάτι του πρησμένο, με γδαρσίματα στο πρόσωπο και κουτσαίνοντας ελαφρώς. Τον ρωτά η δασκάλα τι έγινε και λέει ότι τον ξαναχτύπησε το βράδυ ο πατέρας του χωρίς να καταλάβει γιατί. Και εξιστορεί την ίδια φάση...
Η δασκάλα, μην μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει και τρώει ξύλο ο Γιωργάκης κάθε βράδυ από τον πατέρα του, του λέει:
- Άκου να δεις τι θα κάνεις: Σήμερα το βράδυ που θα ξαναπέσετε για ύπνο και ρωτήσει η μαμά σου τον μπαμπά αν κοιμάσαι, εσύ, και να μην κοιμάσαι δεν θα πεις τίποτα. ?εν θα μιλήσεις καθόλου, τουλάχιστον να γλιτώσεις το ξύλο.
- Λέτε καλέ κυρία;
- Kάνε ότι σου λέω και να δεις πως αύριο όλα θα πάνε καλά, απαντά η δασκάλα.
Το επόμενο πρωί έκπληκτη η δασκάλα βλέπει τον μικρό Γιωργάκη να μπαίνει κλαίγοντας στην τάξη σε άθλια κατάσταση με πατερίτσες και σε γύψο το χέρι και το πόδι του και της λέει:
- Αχ! καλέ κυρία τι ήθελα και σας άκουσα, με σάπισε στο ξύλο χθες βράδυ ο πατέρας μου... Αχ τι έπαθα...
- Μα έκανες ότι σου είπα; ρωτά η δασκάλα.
- Ακριβώς ότι μου είπατε! λέει ο Γιωργάκης.
- Για πες μου τι έγινε χθες βράδυ; ρωτά η δασκάλα.
- Χθες, και ενώ είχαμε πέσει πάλι για ύπνο με εμένα να βρίσκομαι στο κρεβάτι ανάμεσα στον μπαμπά και στην μαμά, ρωτά η μαμά τον μπαμπά:
-Aγάπη μου κοιμήθηκε το παιδί;
Εγώ παρόλο που δεν κοιμόμουνα δεν μίλησα, όπως μου είχατε πει. Και λέει ο μπαμπάς:
-Όχι, όχι ακόμα...
Μετά από λίγο, ξαναρωτά η μαμά τον μπαμπά:
-Αγάπη μου κοιμήθηκε το παιδί;
-Εγώ που δεν κοιμόμουνα, δεν μίλησα. Λέει ξανά ο μπαμπάς:
-Όχι, όχι ακομα...
Μετά από λίγο ξαναρωτά η μαμά τον μπαμπά:
-Αγάπη μου, κοιμήθηκε το παιδί;
Εγώ πάλι δεν μίλησα.
Και λέει τότε ο μπαμπάς: -Nαι, μου φαίνεται ότι κοιμάται.
Και του λέει η μαμά: -Αχ! έλα έλα, πάρε με τώρα...
Και πετάγομαι τότε εγώ και τους λέω: -Πού πάτε ρε παιδιά; Πάρτε και μένα...!!!
---------------------
Τρεις σκληροτράχηλοι καουμπόυδες κάθονταν ένα βράδυ γύρω από τη φωτιά και λέγανε ιστορίες για το πόσο σκληρόπετσοι και πόσο άφοβοι είναι.
Λέει ο πρώτος:
-Χθες που περπάταγα στο μονοπάτι του Νεκρού, από κάτω από μια πέτρα βγαίνει ένας κροταλίας 4 μέτρα .Τον αρπάζω, του δαγκώνω και του κόβω το κεφάλι και του ρουφάω όλο το δηλητήριο.Και όπως βλέπετε είμαι εδώ και σας το λέω.
-Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει ο δεύτερος. Εγώ την περασμένη εβδομάδα πέρναγα έξω από τη φάρμα του Μπιλ. Εκείνη την ώρα το είχε σκάσει ένας ταύρος 250 κιλά, ο οποίος είχε σκοτώσει το Μπιλ,τη γυναίκα του και 3 περαστικούς. Εγώ τον αρπάζω από τα κέρατα, τον γυρνάω ανάποδα και του δένω τα πόδια για να μην πειράξει κανέναν άλλο.
Ο τρίτος παρέμενε σιωπηλός, σκαλίζοντας που και που τα κάρβουνα με το πουλί του.
Up there. With the best of the best