Ομήρου Οδύσσεια - Ραψωδία χ (ΜΝΗΣΤΗΡΟΦΟΝΙΑ)
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή
Πηγη:
http://nationalpride.files.wordpress.com
.
- Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ' τα κουρέλια
22- και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι
και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε:
5 «Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα, να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.»
Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει,
10 μαλαματένια, δίχερη, όμορφη' την έπαιζε στα χέρια κιόλας, κρασί να πιεί, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του' ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε, άσκημο θάνατο θα του 'δινε κι ασβρλωμένη μοίρα!
15 Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας, απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο' και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του 'φυγε απ' το χέρι η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ' τα ρουθούνια
το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι
20 κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος' κι απ' τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε, κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε'
25 μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι. Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν: «Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ' δοκίμι πια άλλο δε βλέπεις' άωρα αξέφευγο καρτερά το χαμό σου! τι έχεις σκοτώσει απ' τ' αρχοντόπουλα που ζουνε στην Ιθάκη
30 το πιο τρανό, κι οι αγιούπες σίγουρα δω πέρα θα σε φανέ!» Με τέτοια λόγια τον απόπαιρναν, θαρρώντας άθελα του τον νιο πως σκότωσεν — οι ανέμυαλοι δεν το 'χαν νιώσει ακόμα πως όλους τώρα θα τους έπιαναν του χαλασμού τα δίχτυα! Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους:
35 «Σκυ πια , που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω πια από την Τροία, γι' αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου, και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες, κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο, και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη,
40 μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα 'ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα! Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!»
Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα, κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει. Μόνος απ' όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε:
45 «Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης, σωστά μας τα 'πες, τόσα που 'καναν οι Αργίτες κάθε μέρα, ένα σωρό αδικίες στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα. Μα ο πρώτος φταίχτης σ' όλα κοίτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις, ο Αντίνοος' όσα μας μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του'
50 κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος, μον' άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου ωστόσο δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης. Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα
55 δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ' το λαό' θα πάρεις κι απανωτίμι απ' τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια ν' αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει
μέσα η καρδιά σου' ως τότε χόλιαζε, και μ' όλο σου το δίκιο!»
60 Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον: «Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μου δώστε, όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε, μηδ' έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ' το φόνο, πριχού οι μνηστήρες μου πλερώσετε τις ανομίες σας όλες.
65 ∆ιαλεχτέ τώρα: θέτε αντίκρα μου να χτυπηθείτε; θέτε στα πόδια να το βάλτε; — κι όποιος σας γλιτώσει από το χάρο!
Μα το χαμό, θαρρώ, κανένας σας τον άγριο δεν ξεφεύγει!»
Αυτά είπε, κι εκείνων τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά τους' κι αναμεσό τους πήρε ο Ευρύμαχος ξανά και τους μιλούσε:
70 «Φίλοι, τα χέρια του τ' ανίκητα δε θα κρατήσει τούτος' τ' ώριο δοξάρι μια και φούχτωσε και το σαγιτολόγο, στο μαγλινό κατώφλι στέκοντας θα μας δοξεύει, ως όλους νεκρούς μας ρίξει. Μα να δείξουμε και μεις την αντριγιά μας! Σύρτε σπαθιά, και στις σαγίτες του τις γοργοθανατούσες
75 βάλτε προπύργι τα τραπέζια σας, κι όλοι μαζί ας χυθούμε, απ' το κατώφλι να τον σπρώξουμε να φύγει, κι απ' την πόρτα. Κι αν τότε τρέχοντας ασκώναμε συντάραχο στην πόλη, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του
80 το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε' κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι
85 αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα και το διπλόγουβο ποτήρι του κι αυτός ψυχομαχώντας πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του
90 κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα, την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη' μα πρόφτασε από πίσω και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι μεσοπλατίς, κι αυτό του διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα. Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω.
95 Μα το μακρόισκιωτο ο Τηλέμαχος δεν έβγαλε κοντάρι απ' τον Αμφίνομο, μον' έφυγε, τι εσκιάχτη μήπως κάποιος, καθώς σκυμμένος το μακρόισκιωτο θ' ανάσερνε κοντάρι, τον έκρουε με σπαθί για το 'μπήγε χιμώντας στο κορμί του. Κι ως το 'βαλε στα πόδια, βρέθηκε μεμιάς κοντά στον κύρη,
100 και στάθη πλάι του κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: Σκουτάρι θα σου φέρω, κύρη μου, και δυο κοντάρια τώρα, κι ολόχαλκο, στα δυο μελίγγια σου που να ταιριάζει κράνος' κι ατός μου θα φορέσω τ' άρματα, και στο χοιροβοσκό μας θα δώσω, κι άλλα στο βουκόλο μας' καλά ν' αρματωθούμε!»
105 Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: «Τρεχάτος φέρτα, όσο μου βρίσκουνται σαγίτες, να κρατήσω' από την πόρτα μη με διώξουνε, σαν απομείνω μόνος.»
Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο' τρέχει στην κάμαρα, κει που 'κρυβε τις ξακουστές του αρμάτες,
110 και σήκωσε σκουτάρια τέσσερα, κι οχτώ κοντάρια πήρε, κι ακόμα τέσσερα αλογόφουντα, χαλκοντυμένα κράνη, και κουβαλώντας τα στον κύρη του σε μια στιγμή ξανάρθε' κι ατός του πρώτος πρώτος φόρεσε τη χάλκινη του αρμάτα' μαζί κι οι δυο τους δούλοι τ' άρματα ζώστηκαν τα πανώρια,
115 και δίπλα στον πανούργο στάθηκαν, αντρόκαρδο Οδυσσέα. Κι αυτός, σαγίτες όσο του 'μεναν, κρατιόταν και χτυπουσε όλο κι από 'ναν απ' τους νιούτσικους στο αρχοντικό του μέσα, σημάδι βάνοντας τον, κι έπεφταν απανωτοί οι μνηστήρες.
Μα σαν τις ξόδεψε όλες ρίχνοντας ο ρήγας τις σαγίτες,
120 στης πόρτας, που 'βγαζε απ' την κάμαρα, τον παραστάτη απάνω το τόξο του έγειρε, στο λιόφωτο να στέκει τοίχο αντίκρυ' και πέρασε το τετραβόδινο στους ώμους του σκουτάρι, στο δυνατό κεφάλι φόρεσε το αλογουρίσιο κράνος,
το στέριο, κι από πάνω ανέμιζεν όλο φοβέρα η φούντα' 125 μετά και τα γερά, χαλκόμυτα χεράκωσε κοντάρια.
Ήταν στον τοίχο τον καλόχτιστο ψηλά ένα παραπόρτι, που τα σφιχτά του σανιδόφυλλα σε μακρυνάρι άνοιγαν, στου κατωφλιού το ψήλος σύρριζα του στέριου του αντρωνίτη. Τότε ο Οδυσσέας τον Εύμαιο πρόσταξε το παραπόρτι τουτο
130 στο νου του να 'χει, δίπλα ως έστεκε, τι μια μπασιά είχε μόνο.
Ωστόσο ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν' ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, κανείς μας αν ανέβαινε στο παραπόρτι, να 'βγει να κράξει το λαό, ν' ασκώναμε συντάραχο μεγάλο, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
135 Τότε ο Μελάνθιος του αποκρίθηκεν, ο γιδολάτης, κι είπε: «Αγέλαε, μην το λες, δε γίνεται' πολύ σιμά είναι οι πόρτες που ανοίγουν στην αυλή, κι αβόλετο να βγει απ' το μακρυνάρι κανείς μας' κι ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους. Σταθείτε, από τη μέσα κάμαρα να κουβαλήσω αρμάτες,
140 να τις ζωστείτε' εκεί φαντάζουμαι — που αλλού; — πως ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο παινεμένος τ' άρματα μας κρύψαν του πολέμου.»
Σαν είπε αυτά ο γιδάρης, κίνησε κι' απ' του αντρωνίτη ανέβη τ' ανοίγματα γοργά, στις κάμαρες να τρέξει του Οδυσσέα. Σκουτάρια πήρε εκείθε δώδεκα και δώδεκα κοντάρια,
145 κι ακόμα δώδεκα αλογόφουντα, χαλκοδεμένα κράνη, και στους μνηστήρες τα κουβάλησε γοργά γυρνώντας πίσω. Και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του, να τους θωρεί ν' αρματοζώνουνται, και τα μακριά κοντάρια να σείουν στα χέρια' τώρα το 'νιωθε, βαριά πως θα παλέψει.
150 Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε: «Κάποια απ' τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας τώρα βαρύ μας ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.»
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε: «Κύρη, δικό μου είναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος,
155 που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερα μας. Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις, και ιδές αν είναι, κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη, για ο Μελανθέας — αυτός φαντάζουμαι πως θα 'ναι, ο γιος του ∆όλιου.»
160 Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ο Μελανθέας ξανά, ο γιδοβοσκός, στην κάμαρα να πάει κινούσε γι' άλλες ώριες αρμάτες, κι ο αρχοντόγεννος χοιροβοσκός τον είδε, και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
165 ο άνθρωπος να 'τον ο κατάρατος, που βάζαμε στο νου μας, τραβάει να πάει στη μέσα κάμαρα. Μα πες μου αλήθεια τώρα, αν τον νικήσω αντιπαλεύοντας, να τον σκοτώσω θέλεις, για να στον φέρω εδώ, τις άμετρες μπροστά σου να πλερώσει τις ανομίες, που στο παλάτι σου σοφίστηκε να κάνει;»
170 Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: «Αλήθεια, εγώ με τον Τηλέμαχο τους αντρειανούς μνηστήρες στο αρχονταρίκι θα κρατήσουμε, με όση κι αν έχουν λύσσα. Και σεις οι δυο και χέρια στρίφτε του και πόδια, και σανίδα πίσω του δέστε, και στην κάμαρα πετάτε τον δεμένο,
175 και με τριχιά πλεμένη ζώστε τον, κι από την άλλην άκρη στην αψηλή κολόνα συρτέ τον, να φτάσει ως τα δοκάρια,
που ζωντανός πολληώρα μέτωρος φριχτά να τυραννιέται.»
Είπε, κι αυτοί γρικώντας σύγκλιναν στο λόγο του, κι ως ήρθαν, μέσα στην κάμαρα τον πέτυχαν, όμως ανένιωστά του'
180 Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι' άρματα στης κάμαρας το βάθος, στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι' και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη, με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος, στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας,
185 που το φορούσεν ο αντροδύναμος στα νιάτα του Λαέρτης, μα τώρα πεταμένο κοίτουνταν, με τις ραφές λυμένες — χιμίξαν πάνω του, τον άρπαξαν κι απ' τα μα πια τον σύραν μέσα ξανά, στη γη τον έριξαν τον πολυπικραμένο,
και με άγριο δέσιμο τον έδεσαν, τα χέρια και τα πόδια
190 σφιχτά σφιχτά ξωπίσω στρίβοντας, ως ήταν του Οδυσσέα, του αρχοντικού, του πολυβάσανου γιου του Λαέρτη, η διάτα, και με πλεχτή τριχιά τον έζωσαν, κι από την άλλην άκρη ως τα δοκάρια τον ανάσυραν στην αψηλή κολόνα.
Φώναξες τότε αναγελώντας τον, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
195 «Μια χαρά λέω τη νύχτα ολάκερη, Μελάνθιε, θα περάσεις σε κλίνη μαλακιά πλαγιάζοντας, καθώς και σου ταιριάζει! Κι η πουρνογέννητη, χρυσόθρονη σα φτάσει Αυγή απ' το ρέμα του Ωκεανού, θα σε 'βρει ξάγρυπνο, την ώρα που τις γίδες πηγαίνεις στους μνηστήρες, να 'χουνε να τρων στο αρχοντικό μας.»
200 Έτσι τον αφήκαν, ανέσπλαχνα δεμένο, κρεμασμένο, Κι αυτοί αρματώθηκαν, και κλείνοντας τη στραφταλούσα πόρτα κίνησαν κι ήρθαν στο δολόπλοκο, τον αντρειανό Οδυσσέα. Εκεί φωτιά γεμάτοι εστέκουνταν αντίκρυ — στο κατώφλι οι τέσσερείς τους, και στην κάμαρα πολλοί κι αρχοντεμένοι.
205 Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη, το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο. Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αυτά μιλώντας είπε: «Βόηθα μας, Μέντορα, στον κίντυνο! Τον ακριβό σου ακράνη,το συνομήλικο, που σου 'καμα πολλά καλά, θυμήσου!»
210 Αυτά είπε, κι ας ψυχανεμίζουνταν την Αθηνά Παλλάδα. Μα κι οι μνηστήρες της εφώναζαν στο αρχονταρίκι μέσα' κι ο Αγέλαος πρώτος τη φοβέρισεν, ο γιος του ∆αμαστόρου: «Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα, ν' ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις!
215 Άκου τι λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει: Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα, θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα τέτοιες δουλειές' με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα. Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου,
220 ό,τι στα ξώμερα σου βρίσκεται κι ό,τι στο σπίτι μέσα, με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε' και μες στο αρχοντικό σου να ζουν οι γιοί σου δε θ' αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης.» Είπε, και της Παλλάδας σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα,
225 και λόγια αγκιδωμένα πέταξε στον Οδυσσέα γυρνώντας: «∆εν έχεις πια, Οδυσσέα, τη δύναμη μηδέ και το κουράγιο, σαν τότε που τους Τρώες αδιάκοπα χρόνους εννιά πολέμας για την Ελένη την αρχόντισσα, τη χιονοβραχιονάτη, κι άντρες στην άγρια μάχη εσκότωνες πολλούς, κι ήταν δικιά σου βουλή,
230 το κάστρο το πλατύδρομο που επάρθη του Πριάμου. Τώρα στο σπίτι σου, στα πλούτη σου φτασμένος τι θρηνιέσαι μπρος στους μνηστήρες; ∆εν μπιστεύεσαι στην αντριγιά σου τάχα; Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώρειε τι θα κάμω, για να κατέχεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, τις χάρες
235 που του 'χουν κάμει στους αντίμαχους μπροστά τις ξεπλερώνει!»
Αυτά είπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα, τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρεία η Παλλάδα και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του. Γι αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο
240 ∆οκάρι της στέγης πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω.
Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του ∆αμαστόρου κι ο Ευρύνομος κι ο ∆ημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος' τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ' τους μνηστήρες όλους,
245 όσοι 'ταν ζωντανοί και πάλευαν για τη ζωή τους τώρα. Οι άλλοι νεκροί απ' το τόξο εκοίτουνταν και τις πολλές σαγίτες. Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν' ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, τα χέρια του τ' ανίκητα γοργά θα παραλύσουν του 'φυγε ο Μέντορας' παινέματα μονάχα κούφια του 'πε,
250 κι αυτοί ξανά απόμειναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι. Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα'
σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο ∆ίας να δώσει τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος' για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!»
255 Αυτά είπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει, με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστράτισαν όλα' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη, κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο.
260 Κι ως έτσι απ' των μνηστήρων γλίτωσαν τις κονταριές εκείνοι, γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας: «Φίλοι, η σειρά μας ήρθε! Θα 'λεγα στο πλήθος των μνηστήρων τώρα κι εμείς να κονταρέψουμε, που να μας θανατώσουν αραθυμούν, σαν να μην έφταναν οι τόσες αδικίες τους.»
265 Αυτά είπε, κι όλοι, σημαδεύοντας, τους ρίξαν τα κοντάρια' νεκρός σωριάστη ο ∆ημοπτόλεμος απ' του Οδυσσέα το χέρι, κι ο γιος του τον Ευρυάδη σκότωσε, τον Πείσαντρο ο βουκόλος Φιλοίτιος, κι ο Έλατος χτυπήθηκεν απ' του Εύμαιου το κοντάρι. Κι ως όλοι αυτοί τη γης την άμετρη δάγκωσαν κι οι μνηστήρες
270 πισωποδίζοντας εστάθηκαν στο βάθος του αντρωνίτη, οι άλλοι, χιμώντας, τα κοντάρια τους απ' τούς νεκρούς τράβηξαν.
Ξανά οι μνηστήρες ρίξαν πάνω τους με σουβλερά κοντάρια, τα πιότερα όμως τα ξεστράτισε της Αθηνάς το χέρι' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη,
275 κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο' μα απ' το κοντάρι του Αμφιμέδοντα στο χεραρμό χτυπήθη ξυστά ο Τηλέμαχος, και ξώσαρκα του γδάρθηκε το δέρμα. Κι ο νώμος του Εύμαιου με του Χτήσιππου χαράχτη το κοντάρι,
280 που διάβη πάνω απ' το σκουτάρι του, πριν πέσει απά στο χώμα.
Κι εκείνοι, γύρω απ' τον πολύβουλο, τον αντρειανό Οδυσσέα, στο πλήθος των μνηστήρων έριξαν ο καστροπολεμάρχος βρήκε Οδυσσέας τον Ευρυδάμαντα, κι ο θείος χοιροβοσκός του βρήκε τον Πόλυβο' ο Τηλέμαχος ο γιος του πάλε βρήκε
285 τον Αμφιμέδοντα, και πέτυχε το Χτήσιππο ο βουκόλος κατάστηθα, και, καμαρώνοντας αυτά τα λόγια του 'πε: «Υγιέ του Πολυθέρση, πια άλλοτε μη βγάλεις, αναμπαίχτη, μεγάλο λόγο μες στην τρέλα σου, μον' στους θεούς μπιστεύου
το κάθε τι, γιατί ειν' οι αθάνατοι πολύ τρανότεροι μας.
290 ∆ώρο είναι αυτό για το που χάρισες στον Οδυσσέα βοδίσιο ποδάρι, ως τριγυρνούσε ζήτουλας στο αρχοντικό του μέσα!» Είπε ο βουκόλος των στριφτόκερων βοδιών μετά ο Οδυσσέας σιμάθε τον Αγέλαο πέτυχε με το μακρύ κοντάρι'
κι ο Λειώκριτος, ο γιος του Ευήνορα, χτυπήθη στο λαγγόνι
295 απ' τον Τηλέμαχο, και χώθηκε βαθιά ο χαλκός στα σπλάχνα, κι ως πίστομα σωριάστη, βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα. Τότε η Αθηνά το ανθρωποφόνο της ψηλά σκουτάρι ασκώνει απ' τη στέγη, κι αυτών εσάλεψαν τα φρένα' και σκόρπισαν στο αρχονταρίκι μέσα τρέχοντας σαν κοπαδιού γελάδες,
300 που τις ξιπάζει η μύγα, ακούραστα πετώντας γύρωθέ τους, καιρό της άνοιξης, σαν άρχισαν οι μέρες να μακραίνουν. Κι οι άλλοι, ως αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι, που σε που πια χιμούν, ξεκόβοντας απ' τα βουνά, κι εκείνα τρέχουν να φύγουν απ' τα σύγνεφα, να κατέβουν στον κάμπο'
305 μα απ' τους αγιούπες δε γλιτώνουνε, τι δεν μπορούν να φύγουν μηδέ ν' αντιφερθούν, και χαίρουνται μ' έτοιο κυνήγι οι άνθρωποι όμοια κι αυτοί με ορμή δεξόζερβα χτυπουσαν τους μνηστήρες στο αρχονταρίκι' κι ως τους άνοιγαν χτυπώντας τα κεφάλια, βαρύς γρικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ' το γαίμα.
310 Ο Λειώδης τότε εχύθη κι έπιασε τα γόνα του Οδυσσέα και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω! Εγώ ποτέ μες στο παλάτι σου δεν πείραξα γυναίκα
με πράξη για με λόγο αταίριαστο, και τους μνηστήρες, όσοι
315 τέτοιες δουλειές έκαμαν άνομες, ζητούσα ν' αντισκόψω. Μα αυτοί δε μ' άκουαν, από τ' άδικο να τραβηχτούν, για τούτο άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν απ' τ' άνομα τους έργα. Μα εγώ ήμουν μάντης στα θυμιάματα, και τώρα αθώος θα πέσω, τι αλήθεια το καλό που κάνουμε καμιά δε βρίσκει χάρη!»
320 Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: Αν στα θυμιάματα τους πέτεσαι πως σ' είχαν μάντη αλήθεια, πόσες φορές μες στα παλάτι μου θα ευκήθης δίχως άλλο να μη χαρώ ποτέ την όμορφη του γυρισμού μου μέρα, κι έτσι να πάρεις τη γυναίκα μου, παιδιά να σου γεννήσει.
325 Πως θες λοιπόν τον πικροθάνατο να τον γλιτώσεις τώρα;» Αυτά είπε, κι από κάτω σήκωσε με το βαρύ του χέρι
του Αγέλαου το σπαθί, που ως έπεφτε νεκρός εκείνος, του' χε φύγει απ' το χέρι, και τον χτύπησε καταμεσίς στο σβέρκο, κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του.
330 Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του. Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια στο παραπόρτι εβρέθη' δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε:
να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του ∆ία του τρισμεγάλου,
335 που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; για κάλλιο να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα; Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι, να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει.
340 Τη βαθουλή κιθάρα απίθωσε λοιπόν στο χώμα κάτω, αναμεσής στο ασημοκάρφωτο θρονί και στο κροντήρι, κι εκείνος χύθηκε στα γόνατα να πέσει του Οδυσσέα, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω!
345 Καημό και συ θα το 'χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω. Μόνος μου τα 'μαθα' μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια κάποιος Θεός στα φρένα' μου 'ρχεται να τραγουδήσω ομπρός σου, σαν να 'σουνα θεός' μη μελετάς λοιπόν το χαλασμό μου!
350 Γι' αυτά θα μπόρειε κι ο Τηλέμαχος να σου μιλήσει, ο γιος σου, πως άθελα μου, δίχως διάφορο δικό μου, τους μνηστήρες έσμιγα εδώ, κι ως ήταν πιότεροι κι η δύναμη τους πλήθια, μεβιάς με φέρναν, στις ξεφάντωσες τραγούδια να τους ψάλω.»
Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσε ο αντρειωμένος,
355 και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: «Μην τον χτυπάς με το κοντάρι σου, κι είναι άφταιγος! Κρατήσου! Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα' ξον ο Φιλοίτιος αν τον σκότωσε, για κι ο Εύμαιος, για κι ατός σου,
360 αν βρέθηκε μπροστά σου, ως χίμιζες στο αρχονταρίκι μέσα.»
Είπε, κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε ζαρώσει κάτω από 'να κάθισμα και κοίτουνταν χωμένος σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει.
Μεμιάς ξεπρόβαλε απ' το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι,
365 κι έτρεξε αμέσως στου Τηλέμαχου τα γόνατα να πέσει, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Εδώ είμαι! Την ορμή σου κράτησε, καλέ, και του κυρού σου μίλησε, μη μου δώσει θάνατο στην πλήθια δύναμη του με κοφτερό χαλκό, μανιάζοντας που ρήμαξαν το βιος του
370 στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες οι άμυαλοι, και σένα σε αψηφούσαν.»
Αχνογελώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: «Τούτος σου στάθηκε και γλίτωσες' κάνε λοιπόν κουράγιο, για να κατέχεις πια στα φρένα σου, να 'χεις να λες και σ' όλλους, παρά κακό πόσο καλύτερο να κάνεις καλοσύνες.
375 Μα τώρα στην αυλή να κάτσετε, κι εσύ κι ο φουμισμένος τραγουδιστής, μακριά απ' τα γαίματα κι από το αρχονταρίκι, ως να τελέψω μες στο σπίτι μου το που 'ναι χρεία να γένει.»
Είπε, κι αυτοί κινώντας γρήγορα το αρχονταρίκι αφήκαν και στου τρανού του ∆ία καθίσανε πλάι το βωμό, κι ολούθε
380 τα μάτια γύριζαν, προσμένοντας κάθε στιγμή το Χάρο. Μα κι ο Οδυσσέας τα μάτια εγύριζε στο αρχονταρίκι ολούθε, κανένας ζωντανός μην κρύβουνταν, του Χάρου να γλιτώσει. Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες πεσμένους πλήθος, ψάρια θα 'λεγες που τα 'συραν ψαράδες
385 στο βαθουλό γιαλό απ' τη θάλασσα την αφροκυματούσα μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τα 'ριξαν στον άμμο' κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πελάγου το κύμα λαχταρούνε, ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει. Παρόμοια κι οι μνηστήρες κοίτουνταν ο ένας απά στον άλλο.
390 Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος μιλώντας στον υγιό του: «Τη βάγια την Ευρύκλεια κράξε μου, Τηλέμαχε, εδώ πέρα' κάτι έχω να της πω, που μέσα μου πολύ το συλλογιέμαι.»
Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο, κι αυτά στη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, χτυπώντας της την πόρτα:
395 «Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια να 'ρθεις μέσα' σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.»
Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ' ανέμου' βγηκεν η βάγια απ' του καλόφτιαστου την πόρτα γυναικίτη
400 και τράβηξε, με τον Τηλέμαχο μπροστά, στο αρχονταρίκι. Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο — σαν το λιόντα, που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι
το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα
405 λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλύει η τρομάρα. Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια. Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα, τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει
από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της,
410 και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της: «Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις' δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους! Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ' άνομά τους έργα
τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ' τους ανθρώπους
415 τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος, κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους. Μον' έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες. ποιές απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.»
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
420 «Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια: Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες σκλάβες' αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν, να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους. Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντρ πια μεγάλη,
425 μήτε και μένα πια γάριαζαν μηδέ και την κυρά τους την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας, και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν' αφεντεύει. Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ' ανέβω, να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ' ύπνο ρίξει.»
430 Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη: «Μην τη ξυπνάς ακόμα' πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα εδώ να' ρθουν — αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.»
Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε, στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να' ρθουν.
435 Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
«Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν.
440 Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, τις δούλες έξω απ' το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ' όλες
να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν, 445 που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»
Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι. Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια, και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω
450 τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ' του Οδυσσέα την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους. Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια. Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους
455 με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι. κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω. Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, τις δούλες σύραν όξω απ' τ' όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,
460 μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν. Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε: «Όχι, σ' αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο— που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»
465 Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ' αυτό το θόλο γύρα, ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν. Πως όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν
470
να φτάσουν στη φω πια τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη,
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα — όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες θε πια είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο, και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο.
Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη
475 μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό του κόψαν μύτη κι αφτιά, κι όλο θυμό του τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια, και τ' αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν, για να τα φαν ωμά' κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια έπλυναν
και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν.
480 Κι εκείνος στην Ευρύκλεια μίλησε, την μπιστεμένη βάγια: «Φέρε μου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει, και φέρε και φωτιά, την κάμαρα τρογύρα να θειαφίσω. Καί συ την Πηνελόπη φώναξε να 'ρθεϊ, μαζί κι οι βάγιες, κι όλες τις δούλες στο παλάτι μου ξεσήκωσε τις να 'ρθουν.»
485 Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: «Παιδί μου, τούτα που μολόγησες σωστά και δίκια είν' όλα, μα να σου φέρω πρώτα πρόσμενε χλαμύδα και χιτώνα' έτσι, μες στο ίδιο το παλάτι σου μη στέκεις, με κουρέλια τους φαρδιούς ώμους σου σκεπάζοντας' ντροπή μεγάλη θα 'ταν!»
490 Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε: «Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!»
Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο' φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας, το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ' άλλο σπίτι.
495 Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ' τ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα, στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν. Κι αυτές, ως βγήκαν απ' την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια, στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντας τον'
κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους,
500 τα χέρια σφίγγοντας του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος για κλάματα και βόγγους, τι όλες τους τις γναφιζε η καρδιά του.