Δεικνύει τὴν πρὸς τὰς γυναίκας ὀπτικὴν τῶν προγόνων μας, ὀπτικὴ τῆς γυναικός ὡς "δαμάσιμο" ἤ "δαμασμένο" ἤ "πρός/ὑπό δάμασιν" ὄν.
Τό θέμα εἶναι τό γνωστοῦν ΔΑ-ΓΑ ἤτοι ἀρχεγόνως ΔΑΜΑΩ=ΓΑΜΑΩ=ΔΑΜΑΖΩ=ΓΑΜΑΖΩ, Γάμος=Δάμος (ὄχι ὅμως Γᾶμος/Γῆμος=Δᾶμος/Δῆμος) καί οὔτῳ καθ' ἑξ ᾗς διά τα ὑπόλοιπα παράγωγα (Δαμέτης, Δαμάλιον, Δαμιόλα, Δαμηστερός κλπ).
Ἐπίσης τό λατινογενές "Dama" προέρχεται ἐκεῖθεν.
Ἡ κατάληξις "ρ" ἀντί "ς" εἶς τινάς λέξεις ἦταν γνώρισμα τῆς Ἠλειακῆς διαλέκτου:
Ἠλειακή διάλεκτος - λοιπαὶ Ἑλληνικαὶ διάλεκτοι
Φρέαρ - Φρέας
Δάμαρ - Δάμας
Κρέαρ - Κρέας
Χυμόρ - Χυμός
Ἰχώρ - Ἰχώς
Στέαρ - Στέας
Κέαρ - (Κέας)
(Κέραρ) - Κέρας
Δέραρ - Δέρας
κοκ
Φρέαρ - Φρέας
Δάμαρ - Δάμας
Κρέαρ - Κρέας
Χυμόρ - Χυμός
Ἰχώρ - Ἰχώς
Στέαρ - Στέας
Κέαρ - (Κέας)
(Κέραρ) - Κέρας
Δέραρ - Δέρας
κοκ
Ὑπ' ὄψιν ὅτι ἐκ τοῦ ΧΥΜΟΣ ἤ ΧΥΜΟΡ προέρχεται τό HUMOR.
Ἄνοιξα τα λεξικὰ να τσεκάρω. Τό "Μέγα Ἑτυμολογικόν" γράφει:
Δάμαρ: ἡ γαμετή. παρὰ τὸν γάμον, γάμαρ καὶ δάμαρ, ἡ παρὰ τὸ δαμάζεσθαι και ὑπεζεῦχθαι ἀνδρί· γυνή, φίλη"
ΓΑΜΟΣ= παρά το δαμώ. το δαμάζω, γίνεται δάμος, και γάμος, ο δαμαστικός των θηλειών. όθεν και τας παρθένους αδαμάστους λέγει Ομηρος. οίον, - παρθένος αδμής.
Μπορῇτε να κατεβάσῃτε τὸ ἐξαίρετον τοῦτον λεξικὸν ἐξ αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου:
http://books.google.com/books?id=Fm4GAA ... l#PPA17,M1