ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΔΑΜΑΡΤΟΣ ἤ ΓΥΝΑΙΚΟΣ

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
ΑΙΘΕΡΟΔΡΟΜΟΣ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΔΑΜΑΡΤΟΣ ἤ ΓΥΝΑΙΚΟΣ

Δημοσίευση από ΑΙΘΕΡΟΔΡΟΜΟΣ » Κυρ 15 Μαρ 2009, 11:49

Ἡ λέξις "Δάμαρ" ἥτις ἀπαντᾷται στην ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ γραμματεία (ὁ Εὐριπίδης τὴν χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον) σημαίνει τὴν γυναίκα, τὴν σύζυγο, τὴν δομεστική νοικοκυρά κλπ.

Δεικνύει τὴν πρὸς τὰς γυναίκας ὀπτικὴν τῶν προγόνων μας, ὀπτικὴ τῆς γυναικός ὡς "δαμάσιμο" ἤ "δαμασμένο" ἤ "πρός/ὑπό δάμασιν" ὄν.

Τό θέμα εἶναι τό γνωστοῦν ΔΑ-ΓΑ ἤτοι ἀρχεγόνως ΔΑΜΑΩ=ΓΑΜΑΩ=ΔΑΜΑΖΩ=ΓΑΜΑΖΩ, Γάμος=Δάμος (ὄχι ὅμως Γᾶμος/Γῆμος=Δᾶμος/Δῆμος) καί οὔτῳ καθ' ἑξ ᾗς διά τα ὑπόλοιπα παράγωγα (Δαμέτης, Δαμάλιον, Δαμιόλα, Δαμηστερός κλπ).

Ἐπίσης τό λατινογενές "Dama" προέρχεται ἐκεῖθεν.

Ἡ κατάληξις "ρ" ἀντί "ς" εἶς τινάς λέξεις ἦταν γνώρισμα τῆς Ἠλειακῆς διαλέκτου:




Ἠλειακή διάλεκτος - λοιπαὶ Ἑλληνικαὶ διάλεκτοι

Φρέαρ - Φρέας
Δάμαρ - Δάμας
Κρέαρ - Κρέας
Χυμόρ - Χυμός
Ἰχώρ - Ἰχώς
Στέαρ - Στέας
Κέαρ - (Κέας)
(Κέραρ) - Κέρας
Δέραρ - Δέρας
κοκ





Ὑπ' ὄψιν ὅτι ἐκ τοῦ ΧΥΜΟΣ ἤ ΧΥΜΟΡ προέρχεται τό HUMOR.



Ἄνοιξα τα λεξικὰ να τσεκάρω. Τό "Μέγα Ἑτυμολογικόν" γράφει:

Δάμαρ: ἡ γαμετή. παρὰ τὸν γάμον, γάμαρ καὶ δάμαρ, ἡ παρὰ τὸ δαμάζεσθαι και ὑπεζεῦχθαι ἀνδρί· γυνή, φίλη"

ΓΑΜΟΣ= παρά το δαμώ. το δαμάζω, γίνεται δάμος, και γάμος, ο δαμαστικός των θηλειών. όθεν και τας παρθένους αδαμάστους λέγει Ομηρος. οίον, - παρθένος αδμής.


Μπορῇτε να κατεβάσῃτε τὸ ἐξαίρετον τοῦτον λεξικὸν ἐξ αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου:

http://books.google.com/books?id=Fm4GAA ... l#PPA17,M1
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ελληνική Γλώσσα- Γλωσσολογία”