Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα.

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα.

Δημοσίευση από karipis » Παρ 18 Ιούλ 2008, 00:34

(Ένα απίστευτο κείμενο, όσο η γλώσσα και το πνεύμα του)

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ
Γ. Μ. Βιζυηνού

Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον κατ’ εμέ των όσα έπρεπε να απασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγήτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικωτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. — Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν, ότι θα υπάγωμεν όλοι εις τον διάβολον όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσωμεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια προς ψυχικήν σωτηρίαν οι συγγραφείς πρεσβεύουν ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατόν να γίνει ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων, ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής ει μη δια των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων, και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις. Όχι. Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τούτ’ αυτό την ύπαρξίν της είναι — αλλά καλλίτερα να τον μαντεύσετε μόνοι σας εν τώ μεταξύ αναγινώσκοντες.— Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν, την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανέν από τα ογκώδη βιβλία όσα εγράφησαν εσχάτως περί του ποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων. Ιδού η ιστορία.
Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά — δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπον μας.— Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: - Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείνα όπως αυτή δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω, ότι εγνώριζε καλά καλά ο εις τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησέ ποτε να εννοήσει τι πράγμα ήμην εγώ, όστις έπαιζον τόσο συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ προπάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινι απ’ αυτής αποστάσει με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον. Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσω και αν ημπόρουν όσω και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήταν πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά: αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;...
Όταν έφεραν εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως, ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων, ότι ήτο πολύ καλλίτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου, και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας. — Πώς σε λέγουν εσένα; — Θόδωρο Μπεράτογλου — Όχι, βρε χαϊβάνι Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα πώς σε λέν; — Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.— Όχι, βρε χαϊβάνι: Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.— Και ούτω καθεξής εν μια ημέρα μετέβαλεν ο αθεόφοβος όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα αρσενικά και θηλυκά τοιουτοτρόπως, ώστε αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνην την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών Φιλελλήλων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας. Όπως δήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος έπεισε τον κόσμον, ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωριού μου, αλλά είμαι ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δια την καρδίαν: Το επήρα δι αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ωνόμαζόν ποτε τον εαυτόν μου, και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.
Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιωρίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις ή τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας Εξ ημών δια να ξεβοτανίζωμεν τον κήπου της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθει η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν εν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας¨ χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν τέλος αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς: — Τι πράγμα έν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου. Μηλέα, απεκρίθη εκείνος. —Όχι. απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις. Αυτό ν’ μηλιά: - Ήτο η κακή ώρα που το είπα διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου, με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος — το όνομα το ήξευρον — αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλός μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα. — Πες πως το λεν μηλέα εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από του ωτίου και δεικνύων το δένδρον.
— Μπα, π’ ανάθεμά τον εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα. Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος: Εγώ ποιόν να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας.
- Όχι, δάσκαλε, δεν το ξέρεις απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα, αυτό ν’ μηλιά — Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν. — Και—αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί— μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ, ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα — Τώρα πρέπει να ηξεύρετε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί Θεός, νέος, ωραία κτλ.. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνον να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επιτέλους ότι η μηλιά είναι μηλέα. Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον, ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετουμένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν. Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να μη είπη ότι τα επρόδωσα. Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος. Και πώς να μη με ειπούν ανόητον, και πώς να μη μ’ ελέγξουν αφού αυτό το δένδρον, το οποίον έβλεπον ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα.
Ενθυμούμαι, ότε όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.
Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον έρριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.— Πώς το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως. — Μηλιά, δάσκαλε, απήντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου. Αλλά δεν επρόφθασα να καθήσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισε πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν δια το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να είπω και καλά, ότι η μηλιά είναι μηλέα διότι εννοείται ότι έπρεπεν επιτέλους να ενδώσω και να του είπω άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις, το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μου της μηλιάς, αυτήν δε την επρόδωσα. Και ιδού πώς: Αφού είδον, ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον. Αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις τον κήπον της μητροπόλεως ημπορεί να είναι μηλέα και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά... διότι ο διδάσκαλος δέρνει. Η μηλιά όμως όπου είναι μέσα εις τον κήπον μας είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά. Τιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.
Αλλά έλα τώρα οπού ήρχισε μια τρομερή διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου. Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χορατεύω.
Η μηλιά — δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά — εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις ένα καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλλίτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμαν τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικό της και τους φίλους της και τας φίλας της, παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσος σχέσεις προς αυτός και συγγενείας, βλέπει μίαν ημέραν την κυρά την μηλέα που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου, έξαφνα, έξαφνα, τόσον μοναχή και όμως τόσον ξιππασμένη να της λέγει της μηλιάς “σήκω συ να κάτσω γω”. Μπα. είπεν η μηλιά, και πώς γίνεται αυτό; Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και εφώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι παρακαλώ του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι: απήντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω. έξω ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας δεν σε γνωρίζομεν δεν σε θέλομεν. Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβη εις την ιδιοκτησίαν των άλλων δια της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε, ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του¨ ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών, και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον δια της τοιούτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και έξω. έξω. έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου. Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον, απεκρινόμην, ότι το έλεγον μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακήν κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγον και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα, και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά.
Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνονται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν, ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι ων απαιτούσι να ονομάζωνται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον δια της πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον. Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης, είναι κατ’ εμέ ως είπον ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Πηγή: Ημερολόγιο – Λεύκωμα της Θρακικής Εστίας, Τεύχος πέμπτον, Θεσσαλονίκη 1987-1988.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ελληνική Γλώσσα- Γλωσσολογία”