Δημοσίευση
από ρωμηός » Σάβ 12 Ιαν 2008, 10:41
Και μια, νομίζω, σωστή τοποθέτηση από τα παλιά...αλλά αξίζει να τη θυμηθούμε και να ανιχνεύσουμε το πνεύμα της...
Του Ηλία Βενέζη, Εκ βαθέων [Η αναγκαιότητα της μνήμης]
(από το βιβλίο του “Μικρασία χαίρε”)
Αποκρίθηκα δημοσία σε έναν Τούρκο συγγραφέα:
“Όλοι μας πιστεύουμε πως πρέπει να κλείση η εποχή του μίσους ανάμεσα στους λαούς μας. Ό,τι έγινε, έγινε. Στους αρχαίους χρόνους της ιστορίας μας είχαμε την κοιτίδα μας εκεί: στη Μικρασία. Ο αγαπητός φίλος της νιότης μας, ο Pierre Amandry (σημ.: Δ/ντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών), σκάβοντας στην Ιερά Οδό των Δελφών βρήκε τα χρυσελεφάντινα αναθήματα, καταχωσμένα απ’ τους αιώνες, αυτά που φέρνανε οι Έλληνες απ’ την Ιωνία, δείγματα της τέχνης που έμελλε αργότερα να την πάρουν στα χέρια τους οι Αθηναίοι και να την κάμουν δόξα του κόσμου. Εκεί, στην Ανατολή, είχαμε την κοιτίδα του Βυζαντίου. Όταν ήρθε η αναπότρεπτη ώρα της ιστορίας, εκεί την περιμέναμε, με τον τελευταίο αυτοκράτορα, στα τείχη της Βασιλεύουσας. Από τότε όλο και πηγαίναμε να γονατίσουμε και ν’ αφανιστούμε – τόσα ήταν τα βάσανα στον καιρό της δουλείας μας.
»Τέλος ήρθε η ώρα μας ν’ αναστηθούμε ως έθνος. Τότε αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα. Οι πατέρες μας τα λέγανε Μεγάλη Ιδέα, λέγανε ν’ αναστήσουνε το παλαιικό μας κλέος, να επεκταθούμε ως κράτος στις αρχαίες κοιτίδες του ελληνισμού, εκεί που ακοίμητες δυνάμεις του Γένους περίμεναν λέγοντας τραγούδια για κυρα–Δέσποινες, βλέποντας οράματα με αρχαγγέλους και ρομφαίες.
»Ώσπου ήρθε η ώρα, με το τέλος του πρώτου μεγάλου πολέμου, κι άρχισε να πραγματοποιήται το όνειρο. Βάσταξε ελάχιστες στιγμές της ιστορίας. Κι ύστερα έγινε ό,τι γίνονται τα όνειρα: φλόγες και αίμα. Ξεκινήσαμε τότε κοπάδια – κοπάδια, αφήνοντας τη γη μας στην Ανατολή και, φορτωμένοι έναν μπόγο ρούχα ο καθένας και τα σπιτικά μας εικονίσματα, μαζευτήκαμε όλοι να ριζώσουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά μας. Είχαμε τότε ανάμεσά μας έναν προφήτη, που είχε κατεβή απ’ τα κρητικά βουνά. Μας είπε: “Τέλειωσε”. Δεν γινόταν να κάνουμε τίποτα άλλο, ακολουθήσαμε τον προφήτη μας. Έγινε τότε εκείνη η άγρια πράξη που λέγεται ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών.
»Είπαμε στους Τούρκους:
»– Δεν έχουμε πια να μοιράσουμε τίποτα. Ας γίνουμε φίλοι.
»– Μας είπαν:
»– Πρέπει, πρώτα, να τα σβήσετε όλα. Έχετε μια κλεισμένη πόρτα στο Φανάρι. Τι τη θέλετε;
»Δεν άφηναν να κυκλοφορούν βιβλία ελληνικά που περιγράφανε την περιπέτεια του ελληνισμού. Απαγορεύανε στους συγγραφείς τους να επισκεφθούνε στη Μικρασία τον τόπο που γεννήθηκαν. Η ιστορία που διδάσκανε στα σχολειά τους έλεγε ό,τι ήθελε. Θέλαν να σβήσουμε κι απ’ τη δική μας ιστορία την αλήθεια και τα παθήματά μας.
»Τους είπαμε:
»Επειδή ειλικρινά θέλουμε να συμφιλιωθούμε, αισθανόμαστε την ανάγκη να εξηγηθούμε μια για πάντα σ’ αυτό το σημείο. Είμαστε ένας τόπος που η μοίρα του είναι να πληρώνει την κίνηση της ιστορίας με πόνο και αίμα. Απ’ τους παλαιούς μας χρόνους έρχονται οι ενθυμήσεις, τα παραμύθια και τα δάκρυα. Οι μητέρες μας, για ν’ αποκοιμίσουν τα παιδιά τους, δεν έχουν να τους λένε χαρούμενα παραμύθια για πουλιά και για δάση. Τους λένε για αραπάδες και για κουρσάρους, για σφαγές και για πείνα. Τα τραγούδια μας έχουν τον αυστηρό ρυθμό της πικρής μας μοίρας, και τα πουλιά και τα δέντρα μιλάνε στα τραγούδια μας για ν’ αλαφρώσουν την καρδιά μας, μα και για να μας θυμίσουν. Όλα σ’ εμάς εδώ υπάρχουν για να θυμίζουν. Είμαστε ένας λαός της μνήμης. Αυτό είναι η πηγή της λύπης και της περηφάνιας μας. Πηγή και εκείνης της άλλης δύναμης, που μας βοηθά να μη γονατίζουμε, να σηκωνόμαστε όρθιοι, όσο βίαιοι κι αν είναι οι άνεμοι, όσο άγρια κι αν είναι η θύελλα. Κάθε κομμάτι της γης που πατούμε, κάθε δέντρο, κάθε βουνό, κάθε πέτρα, κάθε κάβος – όλα έχουν να πουν για μεγαλείο και δάκρυα. Περνούν από μητέρα σε μητέρα, από πάππο προς πάππο, στους απλούς ανθρώπους της γης μας και της θάλασσάς μας – και αυτό είναι που τους δίνει την ίσια ματιά, τη λίγο θλιμμένη, τη γεμάτη αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση.
"Λοιπόν – λέμε στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου – αν ζητάτε να σβήσουμε την ιστορία μας, το συναξάρι και το μαρτυρολόγιό μας – αυτό δεν το μπορούμε. Όμως ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο τίμιο και βαθύ: μπορούμε να μη μνησικακούμε. Γι’ αυτό, χωρίς να σβήσουμε την ιστορία μας, εμείς τη συναδελφοσύνη των λαών μας θα τη βοηθήσουμε έτσι: θα βάλουμε στο μερίδιό μας όλα όσα υποφέραμε, τόσους αιώνες μίσους, τη λύπη μας και τον ξερριζωμό μας. Και απ’ την άλλη θα βάλουμε την αγάπη μας για την ειρήνη, τη συνείδηση της ανάγκης να μη βρεθούνε πια οι λαοί μας σε πόλεμο και εξολοθρεμούς.”