ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ (από Αίολος)

Συντονιστής: kostas

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Aiolos
Aνενεργός χρήστης
Δημοσιεύσεις: 1370
Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 02:22
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Μακεδονία - Ελλάς
Έλαβε Likes: 2 φορές
Επικοινωνία:

ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ (από Αίολος)

Δημοσίευση από Aiolos » Πέμ 19 Απρ 2007, 10:59

Posted: Sat Dec 16, 2006 4:31 pm Post subject: ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Από Αίολος


Προπαγάνδα

Η προπαγάνδα αποτελεί σήμερα, στην εποχή της υποτιθέμενης ελεύθερης ροής της πληροφορίας και της πολυμέρειας της ενημέρωσης, έννοια με έντονα αρνητική σημασία. Συνήθως συνδέεται με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ώστε φράσεις, όπως "κομμουνιστική", "φασιστική" ή "εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα" να ακούγονται αυτονόητες περιγραφές μιας πολιτικής πραγματικότητας, ενώ φράσεις ¨δημοκρατική προπαγάνδα" ή "προπαγάνδα ειρήνης" να ηχούν ως παράδοξες διατυπώσεις. Ωστόσο, η προπαγάνδα, τεχνική γνωστή από την Αρχαιότητα, συστηματοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις δημοκρατίες, συγκεκριμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον 20ό αιώνα. Ως μέθοδος αφορά την προβολή ορισμένων θεμελιωδών εννοιών, απαραιτήτων για την προώθηση των σκοπών ενός κράτους και την επικράτηση σε μια πολεμική αναμέτρηση.
Η προπαγάνδα αποτέλεσε για πρώτη φορά σε πεδίο συστηματοποιητικής μελέτης και εφαρμογής στις Ηνωμένες πολιτείες, ώστε να δικαιολογηθεί η είσοδος μιας ανερχόμενης αμερικανικής υπερδύναμης στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο στη Ρώσική αυτοκρατορία η επανάσταση των μπολσεβίκων σηματοδότησε την έναρξη της περιόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που συμπληρώθηκε από τον ιταλικό φασισμό το 1922 και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό το 1933. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κατέστησαν την προπαγάνδα βασική παράμετρο της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής τους, αναδεικνύοντας την σε επιστημονικό μέγεθος και βασική ιδεολογική παράμετρο του συστήματός τους. Οι αστικές δημοκρατίες αντέδρασαν επιτείνοντας εκ νέου την διαδικασία παραγωγής και ελέγχου πληροφοριών, όμως έως την είσοδό τους στον πόλεμο ουσιαστικά αμύνονταν απέναντι στα αναθεωρητικά ολοκληρωτικά συστήματα. Με την έναρξη του πολέμου και τη διεύρυνσή του σε παγκόσμιο επίπεδο, το 1941, η προπαγάνδα των δημοκρατιών επιτάχθηκε, έχοντας εν τω μεταξύ συμμαχήσει με τον κομμουνισμό. Η τελική ήττα των δυνάμεων του Άξονα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα επιτεύγματα της συμμαχικής προπαγάνδας, ενώ ακόμη πιο καθοριστική ήταν η συμβολή της τελευταίας στην εικόνα που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά για τα γεγονότα της περιόδου 1939-45.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τόσο οι επιπτώσεις της έκβασης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και η επιτυχία της συμμαχικής προπαγάνδας αντανακλώνται ακόμη και σήμερα στην ίδια τη χρήση της ορολογίας από ευρύ κοινό, αλλά και από την ιστοριογραφική κοινότητα. Για παράδειγμα, γίνεται πάντοτε λόγος για "ναζισμό", ακόμη και για "γερμανικό φασισμό" αντί για τον ορθό ιστορικό όρο "εθνικοσοσιαλισμός". Οι πρώτοι όροι μάς αποκαλύπτουν αρκετά για τον τρόπο και με τον οποίο αντιμετώπιζαν την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τους πολίτες της οι αστικές δημοκρατικές χώρες και η κομμουνιστική ΕΣΣΔ, ελάχιστα όμως για την εικόνα των ίδιων των Γερμανών για τους εαυτούς τους και τα κίνητρα δράσης τους. Από αυτή την άποψη παρεμβάλουν ένα σύνολο λανθασμένων κατηγοριών, το οποίο λειτουργεί κατ' εξοχήν διαθλαστικά, ανάμεσα στα πραγματικά κίνητρα δράσης ενός κοινωνικού συνόλου και στις υποτιθέμενες επιδιώξεις του κράτους αυτού. Μετά από την άκριτη αποδοχή τέτοιων κατασκευών, που προέρχονται από τα αντίπαλα προπαγανδιστικά επιτελεία, είναι φυσικό να απλοποιείται βολικά η διαδικασία της γένεσης του πολέμου σε πρόχειρα στερεότυπα, όπως "Ο Χίτλερ ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο" ή "ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας προκάλεσε τον παγκόσμιο πολεμο", διατυπώσεις τόσο χαρακτηριστικές για τη σύγχηση εννοιών και αποτελεσμάτων ή μεθόδων και σκοπών.
Συνεπώς, δεν υπάρχει "ναζισμός" αλλά "εθνικοσοσιαλισμός", δεν υπάρχει "εβραιομπολσεβικισμός" αλλά "κομμουνισμός" και "μπολσεβικισμός", δεν υπάρχουν "πλουτοκρατίες" αλλά "δημοκρατίες". Οι όροι που εδώ απορρίπτονται ως διαστρεβλωτικοί και ακατάλληλοι για την ιστοριογραφία, χρησιμεύουν μόνο όταν εφαρμόζονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ή ως μέρος συγκεκριμένων αναφορών, όχι στην τυπική, ρέουσα αφήγηση. Ανακτώντας ή μάλλον εφαρμόζοντας μία νηφάλια, ψυχρή τυπολογική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία θα χρησιμοποιούνται καθιερωμένοι όροι και ονομασίες και δεν θα εκφράζεται προτίμηση προς κάποια πλευρά των εμπολέμων, η ιστοριογραφία θα έχει την δυνατότητα να διαμορφώσει μια πληρέστερη εικόνα για τον σημαντικότερο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, χωρίς επιμέρους δαιμονοποιήσεις και κατασκευές.

Ιωάννης Κωτούλας, Ιστορικός. Περιοδικόν "Η προπαγάνδα κατά των Β' Παγκόσμιο Πόλεμο". Εκδόσεις "Περισκόπιο".

Αναμένετε συνέχεια...

"Παρακίνηση είναι η τέχνη να κάνεις τους ανθρώπους να κάνουν ό,τι θέλεις, επειδή θα θέλουν να το κάνουν".
(Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ).


Τυπολογία και χαρακτηριστικά της προπαγάνδας.

Ο όρος "προπαγάνδα" (propaganda) είναι νεολατινικής προέλευσης και αφορά τη διάδοση της χριστιανικής καθολικής πίστης. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Καθολική Εκκλησία κατά την Αντιμεταρρύθμιση, τον ιδεολογικό αγώνα κατά του προτεσταντισμού. Σε μεταγενέστερες περιόδους, ιδίως από τον 19ο αιώνα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει αντίστοιχα φαινόμενα στο πεδίο πολιτικής. Με τη μορφή που είναι πλέον γνωστή και μελετάται η πτοπαγάνδα διαμορφώθηκε το α' τέταρτο του 20ού αιώνα.
Η προπαγάνδα συνιστά μια μέθοδο προσεταιρισμού, διαμόρφωσης και άσκησης ελέγχου επί της κοινής γνώμης. Μια τεχνική για την πρόκληση των επιθυμητών ανθρώπινων αντανακλαστικών με τη χρήση των κατάλληλων λεκτικών και οπτικών σημάτων. Τέλος, μια επιστημονική τεχνική διάδοσης ιδεών ή μιας σκόπιμα διευθετημένης παρουσίασης της κατάστασης, με σκοπό την επιρροή της κοινής γνώμης και τον προσηλυτισμό στις απόψεις του πομπού.
Η προπαγάνδα διακρίνεται σε επι μέρους κατηγορίες, με κριτήριο την προέλευσή της, σε λευκή, μαύρη και φαιά. Η λευκή προπαγάνδα προέρχεται από μια πηγή που προσδιορίζεται άμεσα, ουσιαστικά τον κρατικό φορέα. Η φαιά προπαγάνδα είναι δυνατόν να προέρχεται από μια εχθρική πηγή που εμφανίζεται ως φιλική ή ουδέτερη. Η προέλευσή της αποκρύπτεται και δεν αναγνωρίζεται επίσημη πατρότητα. Η μαύρη προπαγάνδα προέρχεται από μια πλαστή, κατασκευασμένη πηγή. Ενώ υποτίθεται ότι προέρχεται από φιλική πηγή, ουσιαστικά εκπορεύεται από τον αντίπαλο ή, ενώ υποτίθεται ότι παρουσιάζει απόψεις του αντιπάλου, ουσιαστικά εκπορεύεται από τις φίλιες δυνάμεις. Η προπαγάνδα μπορεί να απευθύνεται στο λογικό, τη νόηση, είτε στο ένστικτο, τα συναισθήματα. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται ο τύπος της πειθούς, δηλαδή η προβολή μιας άποψης με ορθολογικά επιχειρήματα. Στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιείται η μέθοδος της υποβολής, η οποία προσιδιάζει κυρίως σε ευρείες συγκεντρώσεις ανθρώπων, τη λεγόμενη μάζα. Ο Αδόλφος Χίτλερ ανέφερε σχετικά: "Η προπαγάνδα απευθύνεται στις αμόρφωτες μάζες και όχι στους διανοούμενους. Σκοπός της είναι όχι να διαφωτίσει το άτομο, αλλά να επιβάλλει το θέμα της τόσο καθαρά και τόσο έντονα στην ψυχή του λαού, ώστε να δημιουργήσει τη γενική πεποίθηση ότι ένα γεγονός είναι πραγματικό, αναγκαίο ή δίκαιο. Η πλειοψηφία της μάζας είναι θηλυκή. Γι' αυτό η προπαγάνδα απευθύνεται όχι στη λογική, αλλά στο συναίσθημά της".

Η επιστημονική οργάνωση της προπαγάνδας.

Οι τεχνικές της προπαγάνδας τυποποιήθηκαν για πρώτη φορά και εφαρμόστηκαν με τεχνικό, επιστημονικό τρόπο από τους Αμερικανούς κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, υπεύθυνοι για την οργάνωση και την εφαρμογή της προπαγάνδας ήταν ο δημοσιογράφος Ουώλτερ Λίπμαν (Walter Lippman 1899-1974) και ο ψυχολόγος Έντουαρντ Μπερνάυς (Edward Bernays, 1891-1995), ανιψιός του Εβραίου ψυχολόγου Ζίγκμουντ Φρόυντ. Οι δύο άνδρες, μαζί με το επιτελείο τους, τέθηκαν επικεφαλής από του Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson, 1856-1924), πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών (1913-1921), της Επιτροπής Δημοσίων Πληροφοριών (Commitee on Public Information), που είχε επιμεληθεί την αντιγερμανική προπαγάνδα κατά τα έτη 1914-18. Η συγκεκριμένη επιτροπή, που προωθούσε την ιδέα της αμερικανικής εισόδου στον πόλεμο, αποτέλεσε το πρότυπο για την ανάπτυξη των αντίστοιχων υπηρεσιών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η υπηρεσία αυτή υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματική και προκάλεσε αντιγερμανική υστερία, η οποία αργότερα επέτρεψε την απαξίωση του γερμανικού κράτους με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ο Μπερνάυς κατηύθυνε την επιστημονική τεχνική της διαμόρφωσης και διαχείρισης της κοινής γνώμης, την οποία ο ίδιος ονόμαζε "μηχανική της συναίνεσης" (engineering of consent). Στο βασικό του έργο, "Προπαγάνδα" (1928), αναφέρει: "Η συνειδητή και επιδέξια χειραγώγηση των οργανωμένων συνηθειών και απόψεων των μαζών συνιστά σημαντικό στοιχεό της δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτοί που χειρίζονται αυτόν τον αθέατο μηχανισμό της κοινωνίας αποτελούν μια αόρατη διακυβέρνηση, που είναι η πραγματική άρχουσα δύναμη της χώρας μας. Διοικούμαστε, η σκέψη μας διαμορφώνεται, οι ιδέες μας υποβάλλονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα, για τα οποία δεν έχουμε ακούσει τίποτε. Αυτή η κατάσταση είναι η λογική συνέπεια του τρόπου με τον οποίον είναι οργανωμένη η δημοκρατική μας κοινωνία. Πολυάριθμοι άνθρωποι πρέπει να συνεργαστούν με αυτό τον τρόπο, εάν πρόκειται να ζήσουν μαζί ως μια κοινωνία που λειτουργεί ομαλά".
Μια συνολική εξέταση της προπαγάνδας των εμπολέμων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο συμβάλλει στην κατανόηση των ιδιοτυπιών τόσο της φύσης της προπαγάνδας ανάμεσα στα διάφορα καθεστώτα, όσο και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούσε η εκάστοτε χρήση της. Τα ολοκληρωτικά συστήματα (φασισμός, εθνικοσοσιαλισμός και κομμουνισμός) διέθεταν εμφανές πλεονέκτημα έναντι των αστικών δημοκρατιών στη χρήση και την επεξεργασία της κατευθυνόμενης πληροφορίας. Και αυτό διότι ως κοινωνίες κλειστού τύπου σε οποιονδήποτε βαθμό διέθεταν αυξημένες δυνατότητες επιβολής της πολιτικής τους κατεύθυνσης, υπαγωγής της οικονομίας στις επιλογές του πολιτικού τους προγραμματισμού, επιβολής της λογοκρισίας και ανατροφοδότησης της προπαγάνδας. Η φύση των θεσμών τους, με τον έλεγχο τους κόμματος επί του κράτους, επέτρεπε την πρόκριση των ιδεολογικών, επιλογών έναντι των τυπικά ωφελιμιστικών, ώστε να επιτυγχάνεται η παραταση της ύπαρξης του καθεστώτος. Για αυτούς τους λόγους τα δύο κύρια ολοκληρωτικά καθεστώτα, ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός, αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικά σε περιόδους κρίσης, αποτρέποντας επί μακρόν την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.


Η δαιμονοποίηση του Εθνικοσοσιαλισμού και η κοινωνική αναμόρφωση της Ιαπωνίας.

Δύο γενεές μετά τον πόλεμο, ο εθνικοσοσιαλισμός παραμένει θέμα ταμπού όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρήση της σβάστικας απαγορεύεται σε πολλές χώρες, όχι όμως του σφυροδρέπανου, αν και ο κομμουνισμός είναι υπεύθυνος για περισσότερα από 100.000.000 θύματα παγκοσμίως, ενώ η ιστορική κοινότητα αδυνατεί να προβεί σε «ιστορικοποίηση» του φαινομένου και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί αφενός επιχειρήματα ηθικολογικής υφής, αφετέρου μια συνειδητά μεροληπτική ανάγνωση των ιστορικών δεδομένων, ουσιαστικά υποστηρίζοντας η μία την άλλη πλευρά των εμπολέμων. Παρατηρείται μια τάση εξορκισμού του παρελθόντος με νομικές απαγορεύσεις που τείνουν να διαμορφώσουν την ιστορική αντίληψη, όπως, για παράδειγμα, οι νόμοι που τιμωρούν την ιστορική επανεξέταση του πολέμου.
Θεμέλιο λίθο της μεταπολεμικής αντίληψης του εθνικοσοσιαλισμού συνιστά η Δίκη της Νυρεμβέργης που, όπως ήταν εύλογο, υπήρξε μια δίκη των νικητών, αλλά και κάτι περισσότερο, μια δίκη με μελλοντική προβολή και ιδεολογική ισχύ. Το δικαστήριο, αν και αυτοχαρακτηρίσθηκε «διεθνές», στην πραγματικότητα ήταν ένα διασυμμαχικό κατοχικό δικαστήριο, γεγονός που αναιρεί την αξιοπιστία του. Η ίδια η επιλογή της πόλης ως τόπου διεξαγωγής της δίκης έφερε προπαγανδιστικό περιεχόμενο, ως μια απόπειρα ταπείνωσης της ιδεολογικής πρωτεύουσας του εθνικοσοσιαλισμού από τις Δημοκρατίες και τον κομμουνισμό. Όπως υποστήριξε ο Αμερικανός επικεφαλής του δικαστηρίου Ρόμπερτ Τζάκσον, «εδώ στη Νυρεμβέργη, όπου ο Χίτλερ κάποτε χαρακτήρισε τη δημοκρατία παρηκμασμένη, οι δημοκρατίες είναι κυρίαρχες και εδώ, όπου οι Ναζί διακύρηξαν ότι δεν θα έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει ο νόμος, οι νικητές θα εγκαθιδρύσουν ξανά το κράτος του δικαίου».
Η Δίκη της Νυρεμβέργης υπήρξε διάτρητη από άποψης δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, καθώς παραβίασε δύο θεμελιώδεις αρχές, δύο βασικά αξιώματα του νομικού πολιτισμού. Πρώτον, την αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου για πράξεις που δεν θεωρούντο εγκλήματα όταν τελέστηκαν (ex post facto) και, δεύτερον, την αρχή ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εγκληματική ενέργεια, ούτε να επιβληθεί ποινή αν δεν προβλέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο (nullum crimen nulla poena sine lege). Η Δίκη της Νυρεμβέργης, δηλαδή, αποτελούσε αισθητή αντίφαση σε σχέση με τη μεταγενέστερη Οικουμενική Διακύρηξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), άρθρο 11, παρ. 2: «Κανείς δεν μπορεί να κρίνεται ένοχος οποιασδήποτε ποινικής παράβασης εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης που δεν συνιστούσε ποινική παράβαση, σύμφωνα με το εθνικό ή διεθνές δίκιο, κατά τον χρόνο τον οποίο διαπράχθηκε».
Επίσης, καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο αντικαταστάθηκε από το τεκμήριο ενοχής, αφού θεωρείτο δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι - γι' αυτό άλλωστε καθαιρέθηκαν από τα αξιώματά τους - οπότε η δίκη μεταβλήθηκε σε διαδικασία τιμωρίας. Ταυτοχρόνως εφαρμόσθηκε η αρχή της συλλογικής αντικειμενικής ευθύνης, καθώς ποινικοποιήθηκε η συμμετοχή στις εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις, καθώς και η έννοια της προσωπικής ευθύνης για ευρύτερες ενέργειες, αφού οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν για τις πράξεις ενός ολόκληρου κράτους.
Η παρεμπόδιση του έργου της υπεράσπισης, η κατάσχεση των αρχείων του γερμανικού κράτους, η επιλεκτική χρήση μαρτύρων, η εφαρμογή φυσικών και ψυχικών βασανιστηρίων, οι επεμβάσεις των κυβερνήσεων των νικητών στην άσκηση της δικαιοσύνης, η σύγχυση μεταξύ νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, ο ελεύθερος καθορισμός των ποινών, η ποινικοποίηση της ιδεολογίας, αποτέλεσαν κηλίδες που επιφέρουν συνολική απαξίωση της διαδικασίας.
(...)Με βάση το κατηγορητήριο της δίκης, πάντως οι Σύμμαχοι, ιδίως οι Σοβιετικοί, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν και να καταδικαστούν και για τις τέσσερις κατηγορίες και σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, πολύ ευκολότερα από τους Γερμανούς. Τα συμμαχικά εγκλήματα πολέμου υπερβαίνουν κατά πολύ τα αντίστοιχα της Γερμανίας, αν αναλογιστεί κανείς απλώς και μόνο τους μαζικούς βομβαρδισμούς αμάχων. Στην πραγματικότητα η Δίκη της Νυρεμβέργης αποτέλεσε την τελευταία πράξη προπαγάνδας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μια έσχατη διακήρυξη σύμφωνη με το πνεύμα του ουαί τοις ηττημένοις (vae victis).
Μια ακόμη πιο προωθημένη προσέγγιση, βασιζόταν στις αρχές του πολιτικού ρεαλισμού, θα διατύπωνε την άποψη ότι δεν υπάρχουν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», διότι όλα τα έθνη πραγματοποιούν πολεμικές προετοιμασίες, και ότι δεν υπάρχουν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», διότι απλούστατα δεν υπάρχει ανθρωπότητα ούτε «ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά αυτά αποτελούν κατασκευασμένες έννοιες, στις οποίες συναίνεσε ο δυτικός κόσμος αρχικά και οι κομμουνιστικές χώρες αργότερα. Οι παρατηρήσεις του Παναγιώτη Κονδύλη παραμένουν επίκαιρες: «Η δύναμη μετατροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ' ένα νέο πεδίο έντασης συνάπτεται μ' ένα κεφαλαιώδες γεγονός, το οποίο όμως ελάχιστα γίνεται αντιληπτό, γιατί όλες οι πλευρές ταυτίζουν αυθόρμητα τους δικούς τους σκοπούς με τους σκοπούς ολόκληρης της ανθρωπότητας. Πρόκειται για το γεγονός ότι με δεδομένη τη σημερινή συγκρότηση της παγκόσμιας κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα strito sensu.[...] Ανθρώπινα δικαιώματα ως ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσε να δώσει μονάχα η ανθρωπότητα ως συντεταγμένο και ενιαίο πολιτικό υποκείμενο».
Ενδιαφέρον θα παρουσίαζε ένας παραλληλισμός ανάμεσα στο τέλος του πολέμου και τη μετέπειτα τύχη του ιαπωνικού συστήματος και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ιαπωνία οι στρατιωτικοί αντιπροσώπευαν την ακραία εθνικιστική μερίδα και ο αυτοκράτορας τη μετριοπαθή, ενώ στη Γερμανία συνέβαινε το αντίθετο. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ιαπωνία διατηρήθηκε ο αυτοκράτορας ως σύμβολο συνέχειας των θεσμών, ενώ στη Γερμανία η συνέχεια των θεσμών εξασφαλίστηκε με τη μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό, εξέλιξη στην οποία επιδίωκαν οι πραξικοπηματίες στρατιωτικοί του 1944. Για αυτό τον λόγο μεταπολεμικά ο Χιροχίτο διατηρήθηκε και απαλλάχθηκε από την εικόνα του εγκληματία πολέμου, ενώ ο Χίτλερ, αμετανόητος εχθρός των Συμμάχων και του διεθνούς οικονομικού συστήματος και υπέρμαχος μιας ακραίας εθνικής αυτονομίας, δαιμονοποιήθηκε απόλυτα. Ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί συνέπεια της προπαγάνδας του πολέμου, επιβεβαιώνεται από ένα μυστικό σχετικό υπόμνημα της αμερικανικής υπηρεσίας OSS (6 Σεπτεμβρίου 1943), στο οποίο καθορίζεται η ενδεδειγμένη προσέγγιση του προσώπου του Χίτλερ: «Πρέπει να καταστρέψουμε τον μύθο του Χίτλερ και να τον μειώσουμε στο επίπεδο ενός απλού αρχηγού κόμματος, να τονίσουμε τα ανθρώπινα ελαττώματα και τις αδυναμίες του Φύρερ.[...] Ο Χίτλερ να απεικονιστεί ως εντελώς αδιάφορος για τις απώλειες των ανθρωπίνων ζωών και τα βάσανα των Γερμανών πολιτών. [...] Να διαδώσουμε την αντίληψη ότι ο Χίτλερ είναι παρανοϊκός».Αντιλαμβάνεται κανείς, επομένως, σε ποιον βαθμό αποτελεί κατασκευή η μεταπολεμική εικόνα του Χίτλερ ως παρανοϊκού Δικτάτορα, ακριβώς όπως αποτελούσε κατασκευή η εικόνα του ως σχεδόν θεϊκής μορφής από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι η ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία θεωρείται από την ευρεία κοινή γνώμη αποτρόπαια πράξη, ενώ οι αγγλοαμερικανικοί βομβαρδισμοί κατά των αμάχων της Γερμανίας, που προκάλεσαν περισσότερα θύματα, δεν αναφέρονται συχνά ή μόνο εν παρόδω, καθώς η αντίληψη για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία προέρχεται περισσότερο από μια κατασκευασμένη και συντηρούμενη αρνητική εικόνα παρά από μια ορθολογιστική, ιστορικοποιημένη προσέγγιση.
Η υποτέλεια της μεταπολεμικής Ιαπωνίας στην αμερικανική επιρροή τεκμηριώθηκε και νομικά, με το νέο σύνταγμα της χώρας, που επιβλήθηκε από τους Αμερικανούς το 1946. Στο κεφάλαιο 2, άρθρο 9, προβλέπεται η ριζική μεταβολή του προσανατολισμού του ιαπωνικού κράτους: «Αποβλέποντας ειλικρινά στη διεθνή ειρήνη, ο λαός της Ιαπωνίας παραιτείται για πάντα από τον πόλεμο ως υπέρτατο δικαίωμα του έθνους και από την απειλή ή χρήση βίας ως μέσο επίλυσης των διεθνών διαφορών. Συνεπής σε αυτό τον σκοπό, δεν θα διατηρήσει ένοπλες δυνάμεις ξηράς, θαλάσσης και αέρος ή κάθε άλλο πολεμικό μέσο. Το δικαίωμα του εμπολέμου δεν θα αναγνωριστεί στο κράτος».
Ο σιντοϊσμός καταργήθηκε από επίσημη θρησκεία, ενώ η μεταπολεμική ιαπωνική ιδεολογία χαρακτηρίζεται από καταναγκαστική ηττοπάθεια και ειρηνοφιλία, συνέπεια της ήττας και της ατομικής καταστροφής. Στη Χιροσίμα, πόλη που καταστράφηκε από την επίθεση των Αμερικανών, το Μνημείο των Θυμάτων φέρει την επιγραφή: «Ας αναπαυθούν οι ψυχές τους εν ειρήνη, διότι δεν θα επαναλάβουμε το Κακό». Η ευθύνη της καταστροφής αποδίδεται, δηλαδή, αποκλειστικά στην ίδια την Ιαπωνία, όχι στην αμερικανική επίθεση, αντίληψη που εξυπηρετεί την παρατεινόμενη υπαγωγή της Ιαπωνίας στην αμερικανική πολιτική επιρροή.

Ιωάννης Κωτούλας, Ιστορικός.


Ο Αμερικανός βετεράνος του πολέμου Έντγκαρ Τζόουνς (Edgar Jones) παρέθεσε μια εικόνα των αναμετρήσεων, διαφορετική από αυτή που παρείχε κάθε εμπόλεμη προπαγάνδα. Σε άρθρο του 1946, που καλούσε στην ύφεση της νέας, παγκόσμιας έντασης, αυτή τη φορά μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και της ΕΣΣΔ, ο Τζόουνς εν πολλοίς απέδωσε μια ακριβή εικόνα της ψυχολογίας της μάχης, όπου η επιβίωση προηγείται της ηθικής και η νίκη των ημιμέτρων. Η οπτική του απλού στρατιώτη διαφέρει από την εκατέρωθεν δαιμονοποίηση του αντιπάλου και τον καταλογισμό όλων των πολεμικών ευθυνών μονομερώς στον ηττημένο αντίπαλο: «Εμείς οι Αμερικάνοι διαθέτουμε την επικίνδυνη τάση στις διεθνείς μας σχέσεις να υιοθετούμε μια ιεραποστολική στάση έναντι των άλλων εθνών. Θεωρούμε ότι είμαστε ευγενέστεροι και τιμιότεροι από τους άλλους λαούς και συνεπώς σε καλύτερη θέση να αποφασίσουμε τι είναι σωστό και τι λανθασμένο στον κόσμο. Τι είδους πόλεμο νομίζουν ότι διαπράξαμε, άλλωστε, οι πολίτες; Εκτελέσαμε αιχμαλώτους με απόλυτη ψυχραιμία, ισοπεδώσαμε νοσοκομεία, βυθίσαμε ναυαγοσωστικές λέμβους, σκοτώσαμε ή κακομεταχειριστήκαμε πολίτες του εχθρού αποτελειώσαμε τους τραυματίες του εχθρού, πετάξαμε τους ετοιμοθάνατους σε τρύπες μαζί με τους ζωντανούς. Στον Ειρηνικό Ωκεανό βγάλαμε τη σάρκα από τα κρανία των εχθρών μας, για να κάνουμε διακοσμητικά τραπεζιών για τις αγαπημένες μας ή σκαλίσαμε τα οστά τους κάνοντάς τα χαρτοκόπτες. Φθάσαμε στην κορύφωση των βομβαρδισμών και του εμπρησμού πολιτών του εχθρού, με τη ρίψη ατομικών βομβών σε δύο σχεδόν ανυπεράσπιστες πόλεις, κερδίζοντας την καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στην αυτόματη μαζική σφαγή.
Ως νικητές του πολέμου έχουμε το προνόμιο να δικάσουμε τους ηττημένους αντιπάλους μας για τα εγκλήματά τους κατά της ανθρωπότητας. Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε αρκετά ρεαλιστές, ώστε να αντιληφθούμε ότι, εάν ήμασταν εμείς αυτοί που δικαζόμασταν για παραβίαση διεθνών νόμων, θα μας έβρισκαν ενόχους για ένα σωρό περιπτώσεις. Πραγματοποιήσαμε έναν πόλεμο χωρίς τιμή, επειδή η ηθική δεν αποτελούσε άμεση προτεραιότητα στη μάχη. Όσο πιο σκληρή ήταν η μάχη, τόσο πιο δύσκολο να διατηρείται η ευπρέπεια, και στις αναμετρήσεις του Ειρηνικού είδαμε την ανθρωπότητα να φθάνει στα σκοτεινότερα βάθη της κτηνωδίας.
Δεν ήταν όλοι οι Αμερικάνοι στρατιώτες ούτε ακόμη το 1% των στρατευμάτων μας, που διέπραξε ηθελημένα ακρότητες χωρίς εξουσιοδότηση, και το ίδιο ισχύει και για τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες. Η επείγουσα κατάσταση του πολέμου προκάλεσε πολυάριθμες πράξεις που αποκλήθηκαν εγκλήματα, ενώ οι υπόλοιπες ενέργειες θα μπορούσαν να αποδοθούν στις πνευματικές διαστρεβλώσεις που παρήγαγε ο πόλεμος. Όμως προλάβαμε κάθε απάνθρωπη πράξη των αντιπάλων μας και λογοκρίναμε οποιαδήποτε αναγνώριση της δικής μας ηθικής αστάθειας σε στιγμές απελπισίας.
Ρώτησα, για παράδειγμα, αρκετούς πολεμιστές, για ποιον λόγο χρησιμοποιήσαμε τα φλογοβόλα με τέτοιον τρόπο, ώστε οι στρατιώτες του εχθρού που πυρπολούντο να πεθαίνουν αργά και επώδυνα, αντί να σκοτωθούν αμέσως με μια βολή καιγόμενου λαδιού. Ήταν επειδή μισούσαν τόσο ολοκληρωτικά τον εχθρό; Η απάντηση ήταν πάντοτε: «Όχι, δεν μισούμε συγκεκριμένα αυτούς τους πτωχούς μπάσταρδους. Απλώς μισούμε όλη την αναθεματισμένη κατάσταση και πρέπει να ξεσπάσουμε πάνω σε κάποιον»[...].
Η μάχη δεν καθορίζει ποιος έχει δίκιο. Μόνο ποιος θα επιζήσει. Καταστρέψαμε φασίστες, όχι τον φασισμό, ανθρώπους, όχι ιδέες. Οι θρίαμβοί μας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα για τον κόσμο, ακριβώς όπως οι ρωσικές νίκες δεν αποδεικνύουν ότι ο κομμουνισμός αποτελεί ιδανικό σύστημα για όλη την ανθρωπότητα».
[img]http://t1.gstatic.com/images?q=tbn:-CPF ... omeis8.jpg[/img]
"Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυροτέρων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς" - Θουκυδίδης
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορία”