Η Πλατωνική – Σωκρατική μεταθανάτια κρίση.
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 08 Ιούλ 2010, 02:57
από karipis
Το είχα ξανασηκώσει παλαιότερα εδώ αλλά δεν το βρίσκω πουθενά. Θεωρώ πως είναι πολύ χρήσιμο να υπάρχει και γι' αυτό σας το αφιερώνω με όλη μου την καρδιά.
________________________________________________
Η Πλατωνική – Σωκρατική μεταθανάτια κρίση.
…Τα βραβεία επομένως, είπα εγώ, οι ανταμοιβές και τα δώρα που Παίρνει στην διάρκεια της ζωής του ο δίκαιος από τους θεούς κι από ανθρώπους, πέρα από τα αγαθά που του προσέφερε αυτή καθ’ αυτή η δικαιοσύνη, θα είναι τέτοιου είδους.
Και θα είναι, είπε, πολύ όμορφα πράγματα και σίγουρα.
Αυτά ωστόσο, είπα εγώ, δεν είναι τίποτα, ούτε ως προς το πλήθος ούτε ως προς το μέγεθος, μπροστά σε εκείνα που περιμένουν τον καθένα από τους δύο, όταν πεθάνει. Κι αυτά είναι ανάγκη να τα ακούσουν, ώστε και ο δίκαιος και ο άδικος να πάρουν από την συζήτηση όλα όσα επιβάλλεται να ακούσει καθένας τους.
Λέγε τα, τότε, είπε, γιατί δεν υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που θα άκουγα με περισσότερη ευχαρίστηση.
Μην περιμένεις, είπα εγώ, να σου πω κανένα μακρόσυρτο παραμύθι σαν του Αλκίνοου, θα σου πω το παραμύθι ενός γενναίου ανθρώπου, του Ηρός, του γιου του Αρμένιου, από το γένος των Παμφύλων. Ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι όταν την δέκατη μέρα σήκωσαν τους νεκρούς, σε αποσύνθεση πια, αυτόν τον βρήκαν άθικτο. Τον πήγαν στον τόπο του για να τον θάψουν, και την δωδέκατη μέρα από τον θάνατό του, εκεί που τον είχαν πάνω στην πυρά, αυτός ξαναζωντάνεψε και, γυρίζοντας πάλι στην ζωή, ανιστορούσε όσα είδε εκεί. Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν σ’ έναν τόπο δαιμονικό, όπου υπήρχαν δυο ανοίγματα της γης, δίπλα-δίπλα το ένα με το άλλο, και απέναντί τους επάνω στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσα σε αυτά καθόταν δικαστές, οι οποίοι κάθε φορά που τελείωναν τη δίκη, τους μεν δίκαιους τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν το δρόμο που έβγαζε προς τα δεξιά και προς τα πάνω μέσα από τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν στο στήθος σημάδια της απόφασης που είχαν βγάλει, ενώ τους άδικους τους έστελναν από τον δρόμο που ήταν αριστερά και οδηγούσε προς τα κάτω. Είχαν και αυτοί κρεμασμένα πίσω τους σημάδια για όλα όσα έπραξαν. Όταν παρουσιάστηκε και αυτός στους δικαστές, του είπαν ότι έπρεπε να γίνει αγγελιαφόρος και να πει στους ανθρώπους ότι συνέβαινε εκεί, και του έδωσαν την εντολή να ακούσει και να κοιτάει με προσοχή τα πάντα σ’ εκείνο τον τόπο. Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα δύο ανοίγματα του ουρανού κ της γης., αφού πια είχαν κριθεί, ενώ στα δυο άλλα ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, φεύγοντας από τη γη λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, και από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές. Και οι ψυχές που έφταναν κάθε φορά έδιναν την εντύπωση πως ερχόταν από δρόμο μακρινό, και με ευχαρίστηση τραβούσαν κατά το λιβάδι κι εκεί κατασκήνωναν, όπως σε ένα πανηγύρι, και χαιρετιόνταν η μια με την άλλη, όσες γνωρίζονταν, κι αυτές που έρχονταν από την γη ζητούσαν να μάθουν από τις άλλες για τα πράγματα εκεί, κι εκείνες πάλι που ερχόταν από τον ουρανό ρωτούσαν τις άλλες για τα δικά τους. Κι ανιστορούσαν οι μεν στις δε, άλλες κλαίγοντας και οδυρόμενες, καθώς ξαναθυμόταν όσα είδαν κι έπαθαν στην πορεία τους κάτω από την γη –κι η πορεία αυτή είχε κρατήσει χίλια χρόνια-, κι οι άλλες πάλι που έφταναν από τον ουρανό διηγούνταν όσα ευχάριστα δοκίμασαν εκεί και την άφατη ομορφιά που είχαν αντικρύσει. Ήταν πολλά πράγματα, Γλαύκων, και θα ‘παιρνε χρόνο πολύ να τα διηγηθεί κανείς. Το ποιο σπουδαίο όμως που είπε είναι μ’ ένα λόγο τούτο. Για όσες αδικίες διέπραξαν, ο καθένας τους, και για όσους αδίκησαν πλήρωσαν για όλα με την τιμωρία που έπρεπε, δέκα φορές για το καθένα –παει να πει, για κάθε εκατό χρόνια, γιατί τόσο είναι το διάστημα της ανθρώπινης ζωής-, ώστε το τίμημα που κατέβαλαν να είναι Δεκαπλάσιο από το αδίκημα. Αν κάποιοι, λ.χ., έγιναν η αιτία για τον θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε επειδή πρόδωσαν πολίτες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους στη σκλαβιά ή ήταν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε, πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν κάνει κάποιες καλοσύνες κι αν είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους. Έλεγε επίσης κάτι άλλα για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούμε σ’ αυτά. Και για την ασέβεια ή τον σεβασμό απέναντι στους θεούς και τους γονείς καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο που ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύρρανος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε. Είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματά μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύρρανοι. Ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια και αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από εκείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στεκόταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από τον δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους επάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο» κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που ‘χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως και ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να ΄ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς ανέβαιναν πάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.
Πηγή: Κάπου μέσα στην Πολιτεία ...πάρτε την από την αρχή και κάπου θα το βρείτε
Re: Η Πλατωνική – Σωκρατική μεταθανάτια κρίση.
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 08 Ιούλ 2010, 20:12
από Divine Sinner
Επισης αυτό απο αλλη μετάφραση.
THE REPUBLIC
by Plato
(360 B.C.)
translated by Benjamin Jowett.
Well, I said, I will tell you a tale; not one of the tales
which Odysseus tells to the hero Alcinous, yet this too is a tale
of a hero, Er the son of Armenius, a Pamphylian by birth.
He was slain in battle, and ten days afterwards, when the bodies
of the dead were taken up already in a state of corruption, his body
was found unaffected by decay, and carried away home to be buried.
And on the twelfth day, as he was lying on the funeral pile,
he returned to life and told them what he had seen in the other world.
He said that when his soul left the body he went on a journey
with a great company, and that they came to a mysterious place at
which there were two openings in the earth; they were near together,
and over against them were two other openings in the heaven above.
In the intermediate space there were judges seated, who commanded
the just, after they had given judgment on them and had bound
their sentences in front of them, to ascend by the heavenly way
on the right hand; and in like manner the unjust were bidden
by them to descend by the lower way on the left hand; these also
bore the symbols of their deeds, but fastened on their backs.
He drew near, and they told him that he was to be the messenger
who would carry the report of the other world to men, and they bade
him hear and see all that was to be heard and seen in that place.
Then he beheld and saw on one side the souls departing at either
opening of heaven and earth when sentence had been given on them;
and at the two other openings other souls, some ascending
out of the earth dusty and worn with travel, some descending
out of heaven clean and bright. And arriving ever and anon they
seemed to have come from a long journey, and they went forth with
gladness into the meadow, where they encamped as at a festival;
and those who knew one another embraced and conversed, the souls
which came from earth curiously enquiring about the things above,
and the souls which came from heaven about the things beneath.
And they told one another of what had happened by the way,
those from below weeping and sorrowing at the remembrance of the things
which they had endured and seen in their journey beneath the earth
(now the journey lasted a thousand years), while those from above
were describing heavenly delights and visions of inconceivable beauty.
The Story, Glaucon, would take too long to tell; but the sum was this:--
He said that for every wrong which they had done to any one they
suffered tenfold; or once in a hundred years--such being reckoned
to be the length of man's life, and the penalty being thus paid ten
times in a thousand years. If, for example, there were any who had been
the cause of many deaths, or had betrayed or enslaved cities or armies,
or been guilty of any other evil behaviour, for each and all of their
offences they received punishment ten times over, and the rewards
of beneficence and justice and holiness were in the same proportion.
I need hardly repeat what he said concerning young children dying
almost as soon as they were born. Of piety and impiety to gods
and parents, and of murderers, there were retributions other and
greater far which he described. He mentioned that he was present
when one of the spirits asked another, `Where is Ardiaeus the Great?'
(Now this Ardiaeus lived a thousand years before the time of Er:
he had been the tyrant of some city of Pamphylia, and had murdered
his aged father and his elder brother, and was said to have committed
many other abominable crimes.) The answer of the other spirit was:
`He comes not hither and will never come. And this,' said he,
`was one of the dreadful sights which we ourselves witnessed.
We were at the mouth of the cavern, and, having completed all
our experiences, were about to reascend, when of a sudden Ardiaeus
appeared and several others, most of whom were tyrants; and there
were also besides the tyrants private individuals who had been
great criminals: they were just, as they fancied, about to return
into the upper world, but the mouth, instead of admitting them,
gave a roar, whenever any of these incurable sinners or some one
who had not been sufficiently punished tried to ascend; and then
wild men of fiery aspect, who were standing by and heard the sound,
seized and carried them off; and Ardiaeus and others they bound head
and foot and hand, and threw them down and flayed them with scourges,
and dragged them along the road at the side, carding them on thorns
like wool, and declaring to the passers-by what were their crimes,
and that they were being taken away to be cast into hell.'
And of all the many terrors which they had endured, he said that there
was none like the terror which each of them felt at that moment,
lest they should hear the voice; and when there was silence,
one by one they ascended with exceeding joy. These, said Er,
were the penalties and retributions, and there were blessings as
great.
Now when the spirits which were in the meadow had tarried seven days,
on the eighth they were obliged to proceed on their journey, and,
on the fourth day after, he said that they came to a place where
they could see from above a line of light, straight as a column,
extending right through the whole heaven and through the earth,
in colour resembling the rainbow, only brighter and purer;
another day's journey brought them to the place, and there,
in the midst of the light, they saw the ends of the chains of heaven
let down from above: for this light is the belt of heaven,
and holds together the circle of the universe, like the under-girders
of a trireme. From these ends is extended the spindle of Necessity,
on which all the revolutions turn. The shaft and hook of this
spindle are made of steel, and the whorl is made partly of steel
and also partly of other materials. Now the whorl is in form
like the whorl used on earth; and the description of it implied
that there is one large hollow whorl which is quite scooped out,
and into this is fitted another lesser one, and another, and another,
and four others, making eight in all, like vessels which fit
into one another; the whorls show their edges on the upper side,
and on their lower side all together form one continuous whorl.
This is pierced by the spindle, which is driven home through the centre
of the eighth. The first and outermost whorl has the rim broadest,
and the seven inner whorls are narrower, in the following proportions--
the sixth is next to the first in size, the fourth next to the sixth;
then comes the eighth; the seventh is fifth, the fifth is sixth,
the third is seventh, last and eighth comes the second.
The largest (of fixed stars) is spangled, and the seventh (or sun)
is brightest; the eighth (or moon) coloured by the reflected
light of the seventh; the second and fifth (Saturn and Mercury)
are in colour like one another, and yellower than the preceding;
the third (Venus) has the whitest light; the fourth (Mars) is reddish;
the sixth (Jupiter) is in whiteness second. Now the whole spindle
has the same motion; but, as the whole revolves in one direction,
the seven inner circles move slowly in the other, and of these
the swiftest is the eighth; next in swiftness are the seventh,
sixth, and fifth, which move together; third in swiftness appeared
to move according to the law of this reversed motion the fourth;
the third appeared fourth and the second fifth. The spindle turns
on the knees of Necessity; and on the upper surface of each circle
is a siren, who goes round with them, hymning a single tone or note.
The eight together form one harmony; and round about, at equal intervals,
there is another band, three in number, each sitting upon her throne:
these are the Fates, daughters of Necessity, who are clothed in white
robes and have chaplets upon their heads, Lachesis and Clotho
and Atropos, who accompany with their voices the harmony of the sirens--
Lachesis singing of the past, Clotho of the present, Atropos of the future;
Clotho from time to time assisting with a touch of her right hand
the revolution of the outer circle of the whorl or spindle, and Atropos
with her left hand touching and guiding the inner ones, and Lachesis
laying hold of either in turn, first with one hand and then with the
other.
When Er and the spirits arrived, their duty was to go at once to Lachesis;
but first of all there came a prophet who arranged them in order;
then he took from the knees of Lachesis lots and samples
of lives, and having mounted a high pulpit, spoke as follows:
`Hear the word of Lachesis, the daughter of Necessity.
Mortal souls, behold a new cycle of life and mortality.
Your genius will not be allotted to you, but you choose your genius;
and let him who draws the first lot have the first choice,
and the life which he chooses shall be his destiny. Virtue is free,
and as a man honours or dishonours her he will have more or less
of her; the responsibility is with the chooser--God is justified.'
When the Interpreter had thus spoken he scattered lots indifferently
among them all, and each of them took up the lot which fell near him,
all but Er himself (he was not allowed), and each as he took his lot
perceived the number which he had obtained. Then the Interpreter
placed on the ground before them the samples of lives; and there were
many more lives than the souls present, and they were of all sorts.
There were lives of every animal and of man in every condition.
And there were tyrannies among them, some lasting out the tyrant's life,
others which broke off in the middle and came to an end in poverty
and exile and beggary; and there were lives of famous men,
some who were famous for their form and beauty as well as for
their strength and success in games, or, again, for their birth
and the qualities of their ancestors; and some who were the reverse
of famous for the opposite qualities. And of women likewise;
there was not, however, any definite character them, because the soul,
when choosing a new life, must of necessity become different.
But there was every other quality, and the all mingled with one another,
and also with elements of wealth and poverty, and disease and health;
and there were mean states also. And here, my dear Glaucon,
is the supreme peril of our human state; and therefore the utmost
care should be taken. Let each one of us leave every other kind
of knowledge and seek and follow one thing only, if peradventure
he may be able to learn and may find some one who will make him
able to learn and discern between good and evil, and so to choose
always and everywhere the better life as he has opportunity.
He should consider the bearing of all these things which have been
mentioned severally and collectively upon virtue; he should know
what the effect of beauty is when combined with poverty or wealth
in a particular soul, and what are the good and evil consequences
of noble and humble birth, of private and public station, of strength
and weakness, of cleverness and dullness, and of all the soul,
and the operation of them when conjoined; he will then look at the nature
of the soul, and from the consideration of all these qualities he
will be able to determine which is the better and which is the worse;
and so he will choose, giving the name of evil to the life which will
make his soul more unjust, and good to the life which will make
his soul more just; all else he will disregard. For we have seen
and know that this is the best choice both in life and after death.
A man must take with him into the world below an adamantine faith
in truth and right, that there too he may be undazzled by the desire
of wealth or the other allurements of evil, lest, coming upon tyrannies
and similar villainies, he do irremediable wrongs to others and suffer
yet worse himself; but let him know how to choose the mean and avoid
the extremes on either side, as far as possible, not only in this
life but in all that which is to come. For this is the way of
happiness.
And according to the report of the messenger from the other world this
was what the prophet said at the time: `Even for the last comer,
if he chooses wisely and will live diligently, there is appointed
a happy and not undesirable existence. Let not him who chooses first
be careless, and let not the last despair.' And when he had spoken,
he who had the first choice came forward and in a moment chose the
greatest tyranny; his mind having been darkened by folly and sensuality,
he had not thought out the whole matter before he chose, and did
not at first sight perceive that he was fated, among other evils,
to devour his own children. But when he had time to reflect,
and saw what was in the lot, he began to beat his breast and lament
over his choice, forgetting the proclamation of the prophet;
for, instead of throwing the blame of his misfortune on himself,
he accused chance and the gods, and everything rather than himself.
Now he was one of those who came from heaven, and in a former life
had dwelt in a well-ordered State, but his virtue was a matter
of habit only, and he had no philosophy. And it was true of others
who were similarly overtaken, that the greater number of them came
from heaven and therefore they had never been schooled by trial,
whereas the pilgrims who came from earth, having themselves
suffered and seen others suffer, were not in a hurry to choose.
And owing to this inexperience of theirs, and also because the lot
was a chance, many of the souls exchanged a good destiny for an evil
or an evil for a good. For if a man had always on his arrival
in this world dedicated himself from the first to sound philosophy,
and had been moderately fortunate in the number of the lot,
he might, as the messenger reported, be happy here, and also his
journey to another life and return to this, instead of being rough
and underground, would be smooth and heavenly. Most curious,
he said, was the spectacle--sad and laughable and strange;
for the choice of the souls was in most cases based on their experience
of a previous life. There he saw the soul which had once been Orpheus
choosing the life of a swan out of enmity to the race of women,
hating to be born of a woman because they had been his murderers;
he beheld also the soul of Thamyras choosing the life of a nightingale;
birds, on the other hand, like the swan and other musicians,
wanting to be men. The soul which obtained the twentieth lot chose
the life of a lion, and this was the soul of Ajax the son of Telamon,
who would not be a man, remembering the injustice which was
done him the judgment about the arms. The next was Agamemnon,
who took the life of an eagle, because, like Ajax, he hated
human nature by reason of his sufferings. About the middle came
the lot of Atalanta; she, seeing the great fame of an athlete,
was unable to resist the temptation: and after her there followed
the soul of Epeus the son of Panopeus passing into the nature of a
woman cunning in the arts; and far away among the last who chose,
the soul of the jester Thersites was putting on the form of a monkey.
There came also the soul of Odysseus having yet to make a choice,
and his lot happened to be the last of them all. Now the recollection
of former tolls had disenchanted him of ambition, and he went
about for a considerable time in search of the life of a private
man who had no cares; he had some difficulty in finding this,
which was lying about and had been neglected by everybody else;
and when he saw it, he said that he would have done the had
his lot been first instead of last, and that he was delighted
to have it. And not only did men pass into animals, but I
must also mention that there were animals tame and wild who
changed into one another and into corresponding human natures--
the good into the gentle and the evil into the savage, in all sorts
of combinations.
All the souls had now chosen their lives, and they went in the order
of their choice to Lachesis, who sent with them the genius whom
they had severally chosen, to be the guardian of their lives
and the fulfiller of the choice: this genius led the souls first
to Clotho, and drew them within the revolution of the spindle
impelled by her hand, thus ratifying the destiny of each;
and then, when they were fastened to this, carried them to Atropos,
who spun the threads and made them irreversible, whence without
turning round they passed beneath the throne of Necessity;
and when they had all passed, they marched on in a scorching heat
to the plain of Forgetfulness, which was a barren waste destitute
of trees and verdure; and then towards evening they encamped
by the river of Unmindfulness, whose water no vessel can hold;
of this they were all obliged to drink a certain quantity,
and those who were not saved by wisdom drank more than was necessary;
and each one as he drank forgot all things. Now after they had gone
to rest, about the middle of the night there was a thunderstorm
and earthquake, and then in an instant they were driven upwards
in all manner of ways to their birth, like stars shooting.
He himself was hindered from drinking the water. But in what
manner or by what means he returned to the body he could not say;
only, in the morning, awaking suddenly, he found himself lying on
the pyre.
And thus, Glaucon, the tale has been saved and has not perished,
and will save us if we are obedient to the word spoken; and we
shall pass safely over the river of Forgetfulness and our soul
will not be defiled. Wherefore my counsel is that we hold fast ever
to the heavenly way and follow after justice and virtue always,
considering that the soul is immortal and able to endure every sort
of good and every sort of evil. Thus shall we live dear to one another
and to the gods, both while remaining here and when, like conquerors
in the games who go round to gather gifts, we receive our reward.
And it shall be well with us both in this life and in the pilgrimage
of a thousand years which we have been describing.
YΓ. αυτα δεν τα βρήκα ψαχνοντας για την λεξη reincarnation. Δεν εψαξα δηλαδη κατι που να επιβεβαιωνει το οτι ο πλατωνας μιλουσε για μετενσαρκωση.
Απλα εψαξα για plato republic
Re: Η Πλατωνική – Σωκρατική μεταθανάτια κρίση.
Δημοσιεύτηκε: Παρ 09 Ιούλ 2010, 10:29
από Exciter
Divine Sinner έγραψε:exiled έγραψε:Δεν μπορεί να είναι το ίδιο για σένα η απόδοση στη Νέα Ελληνική, με τη μετάφραση στα Αγγλικά, εκτός και αν είσαι δίγλωσσος (όπως η Αρέλα και ο Rio)... πέραν φυσικά του ζητήματος του ότι με όσα γράφεις δείχνεις ότι δεν θεωρείς (όπως εγώ) την Ελληνική μία γλώσσα.
Δηλαδη εσυ που τη θεωρεις μια μπορεις να μου μεταφρασεις το κειμενο;
Έτερον εκάτερον. Στέκεσαι στο δεύτερο, το οποίο είναι δευτερεύον (αφού εισάγεται με το "πέραν του") και δε λες τίποτε για το πρωτεύον, πάνω στο οποίο συνέχισα και με τη δεύτερη παράγραφο που έγραψα. Είναι η Αγγλική γλώσσα που καταλαβαίνεις εξίσου καλά με τη (Νέα) Ελληνική και, το σημαντικότερο, είναι οι συνομιλητές σου, πέραν των δύο που ανέφερα, εξίσου καλοί γνώστες της Ελληνικής όσο της Αγγλικής;
Divine Sinner έγραψε:Τοτε γιατι ο καριπης που του εδωσα μια φραση στα αρχαια Ελληνικα δεν μπορεσε να την μεταφρασει επι τοπου;
Δεν γνωρίζω δεν απαντώ, αν και όπως προείπα δεν είναι αυτό το σημαντικό... συνήθως προσπαθείς να μιλήσεις στη γλώσσα που καταλαβαίνει καλύτερα ο δέκτης, για να σου το πω και με όρους μάρκετινγκ, όταν θες να συζητήσεις.
Το παρακάτω από που το παραθέτεις; Δεν το βλέπω σ'αυτό το νήμα, τεσπα (μάλλον έχεις μπλέξει τα quote, τεσπα).
Divine Sinner έγραψε:Δεν θεωρω οτι προσεβαλα κανεναν. ολοι πηγαμε σχολειο και 5 αγγλικα ξερουμε.
οποιος δεν θελει να απαντησει στο κειμενο επειδη ειναι αγγλικο απλα ακολουθει την τακτικη του "στρειβειν δια των αγγλικων".
Μπορείς να θεωρείς ό,τι θες, αλλά το να βάζεις αγγλικά κατεβατά σε ελληνικό φόρουμ όταν μπορείς να βάλεις ελληνικά είναι τουλάχιστον αγένεια. Χώρια που π.χ. εγώ δεν έκανα καθόλου αγγλικά στο σχολείο (και αν ήταν σαν τα γαλλικά που έκανα στο σχολείο, τότε ασ'τα να πάνε).
Divine Sinner έγραψε:Λυπαμαι. με αυτην την εννοια ενα φιλοσοφικο κειμνο (ελληνικο) αυτο καθ αυτο θα επρεπε να προσβάλει καποιον που δεν εχει ιδεα απο φιλοσοφια ακριβως οπως προσβαλει κατα την αποψη σου ενα κειμενο στα αγγλικα καποιον που δεν ξερει αγγλικα.
Αυτος που δεν ξερει αγγλικα ειναι μειοψηφια.
Δεν προσβάλλει το κείμενο... η αγενής χρήση του είναι το πρόβλημα, χώρια του ότι έδωσες τη λαβή για το "στρίβειν δια τον αγγλικών". Τα περί σεβασμού στις μειοψηφίες απλώς θα τα υπομνήσω, χώρια που είναι παράλογο να λες ότι θες να επικοινωνήσεις και να προτιμάς μία γλώσσα που κάποιοι συνομιλητές σου δεν γνωρίζουν καλά, όταν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη μητρική τους.
Divine Sinner έγραψε:Τα συγκεκριμενα κειμενα που παρεθεσα τα παρεθεσα γιατι ειναι αξιοπιστα.
Ειναι κειμενα δεκτα απο πανεπιστημια.
Νομιζω πως οι περισσοτεροι Ελληνες γνωρίζουμε λιγο πολυ αγγλικα.
Δεν μπορεί, αστειεύεσαι. Τι σημασία έχει πόσο αξιόπιστο είναι ένα κείμενο, όταν ο αναγνώστης του έχει περιορισμένη ικανότητα να το κατανοήσει; Λες και δεν υπάρχουν αξιόπιστες αποδόσεις στη Νέα Ελληνική.
Χώρια που συνήθως έχουν και τους αριθμούς των κεφαλαίων/παραγράφων οι καλές μεταφράσεις/αποδόσεις, για να μπορείς να κοιτάξεις και το πρωτότυπο αν θες.
Divine Sinner έγραψε:Εξαλου τα σημαντικα τα υπογράμμησα. δεν ειπα σε κανεναν να διαβασει ολο το κειμενο.
Ούτε είπες "κοίτα τα υπογραμμισμένα"... εγώ απλώς το προσπέρασα το αγγλικό κείμενο... όσο και καλά αγγλικά να ξέρω, δουλειά γραφείου στο UK κάνω, ποτέ δεν θα είναι για μένα το ίδιο με τα Ελληνικά.
Divine Sinner έγραψε:Παντως υπαρχει και το google translate για οσους δεν ξερουν.
Τώρα σίγουρα κάνεις πλάκα... μηχανική μετάφραση προτείνεις; Έλεος! Πόσα παραδείγματα θες να σου βάλω με ακατανόητες μεταφράσεις από την google translate;
Divine Sinner έγραψε:Εγω αυτά τα βιβλια διαβαζω. αυτα και παραθετω.
Δηλαδη εσυ διαβαζεις ενα βιβλιο και παραθετεις ενα αλλο;
Το βιβλίο είναι ο Πολιτεία του Πλάτωνος. Σκοπός είναι να γίνει συζήτηση. Το λογικό και ευγενικό είναι να παραθέτεις στη γλώσσα που κατανοεί ο συνομιλητής σου, εφόσον σου είναι εύκολο να βρεις (και στην προκειμένη περίπτωση είναι).
Αν δεν θες να το παίξεις "κάπως" και να εκμεταλλευτείς την ξενομανία, θα κάνεις τη διαφήμιση στην Αγγλική ή την Ελληνική απευθυνόμενος σε Ελληνικό κοινό;