Ο θρυλικός Κωστάκης του ’40 και το κανόνι του
Στην κορυφή τού μπροστινού μας βουνού ήταν το Μοναστήρι των Ασπραγγέλων. Εκεί ό θρυλικός Κωστάκης, είχε εγκαταστήσει ένα βαρύ κανόνι. Το είχε καμουφλάρει και κτυπούσε με θαυμαστή ακρίβεια τούς Ιταλούς. Τούς ετάραξε.
Τα σμήνη των Ιταλικών αεροπλάνων, πετούσαν επάνω από τούς Ασπραγγέλους, σαν σφήκες και άγρια σερσέγγια, χωρίς να μπορούν να βρουν στόχο και να βουλώσουν το κανόνι...
………………………………………………………….
Στην γραμμή μας με τα πρόχειρα ορύγματα, έπεφταν σαν χαλάζι τα εχθρικά πυρά κι’ ωργώνανε τούς χώρους. Οι Έλληνες όμως αμύνονταν σθναρά, γενναία ακατάβλητα.
Τώρα ό γενναίος αξιωματικός Κωστάκης, με το πυροβολικό του, έκανε θραύσι. Πίσω από το Μοναστήρι τής Βελάς ήταν μονάδα του πυροβολικού του. Άφηνε, λοιπόν, τον εχθρό, όπως μου διηγόταν κατόπιν ό ίδιος, και περνούσε ανενόχλητα την γέφυρα στους Αγιούς, πού ήταν μπροστά από την γραμμή αμύνης του Καλπακιού.
Ή τοποθεσία Αγιούς είναι μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, κοντά στη γέφυρα. Το Ιταλικό ανακοινωθέν έλεγε:
«Εκυριεύσαμε την πόλιν Αγιούς...». Σκεφθήτε τα ψέματά τους για να τονώσουν τούς δικούς τους.
Τότε όμως ό Κωστάκης με τούς θαυμάσιους υπολογισμούς του, χτυπούσε με το πυροβολικό του κι’ έκοβε τη γέφυρα. Έπειτα τούς άρχιζε το χορό. Μιά οβίδα έρριχνε μπροστά, μιά πίσω, μιά στο μέσον... Τούς ετρέλλαινε, τούς απεδεκάτιζε. Ή σύγχυσις των Ιταλών γινόταν απερίγραπτη. Οι νεκροί κάλυπταν τον κάμπο εκείνο. Έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο. Όταν έπειτα από δυό μήνες πέρασα από εκεί, έβλεπα πιο πίσω τον τόπο γεμάτο μνήματα και σταυρούς.
Το Ιταλικό παρατηρητήριο βρισκόταν τότε σε πλεονεκτική θέση. Είχε ανέβη ό παρατηρητής στο καμπαναριό ενός εξωκλησιού. Ή δε θέσις του ήταν τόσο καλή, ώστε έδινε ακριβή στοιχεία στους Ιταλούς και οι βολές του πυροβολικού ζαλίζανε τούς δικούς μας.
—Κύριε Ταγματάρχα, φώναζαν οι πυροβοληταί του Κωστάκη, στο καμπαναριό είναι ό παρατηρητής τους. Να του ρίξωμε...
—Όχι, παιδιά. Εκκλησία δεν κτυπάω εγώ, είπε ό πιστός αξιωματικός.
Το κακό όμως είχε παραγίνει. Καυτό σίδερο ξερνούσε το Ιταλικό πυροβολικό. Τότε ό Κωστάκης κοίταξε το καμπαναριό και καθώρισε συντεταγμένες. Με τα δάχτυλά του υψωμένα, έκανε τον τελευταίο υπολογισμό. Και με μιά οβίδα έκοψε το Καμπαναριό μονάχα, γκρεμίζοντας και εξολοθρεύοντας τον παρατηρητή. Το εκκλησάκι εξακολουθούσε να μένη ανέπαφο στην ερημιά...
Ήταν ένα σύμβολο. Γκρεμίστηκε το καμπαναριό, αλλά όχι ή Εκκλησία. Γίνονται θυσίες, αλλά ή πίστις μένει.
Παροιμιώδης υπήρξε ή ευστοχία του Ελληνικού πυρπολικού και θρύλος έγινε το όνομα του Κωστάκη, με τις επιτυχίες αυτές.
Όταν πέρνανε συσσίτιο οι Ιταλοί, εκείνος έριχνε τις οβίδες του μέσα στο καζάνι.
—Τούς λυπόμουνα σαν ανθρώπους, αλλά τι να έκανα! Όταν έβλεπα να τούς τινάζουν οι οβίδες στον αέρα, ερράγιζε ή καρδιά μου. Αλλά να τούς αφήσω να περάσουν να μάς σκλαβώσουν, να ατιμάσουν τις γυναίκες και τις νέες μάς; Να μάς κάνουν Φράγκους και να χάσωμε την Ορθοδοξία μας; Αυτό ήταν αδύνατο... Δεν το ήθελε ό Θεός.
Πηγή: Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου*, Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα, εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου» Αθήνα Οκτώβριος 1974.
*Σημείωση: ο πατέρας Χαράλαμπος υπηρετούσε τότε την Πατρίδα στο Σώμα τού 39ου Συντάγματος των τσολιάδων της πρώτης γραμμής στην Αλβανία.