Σελίδα 1 από 1
Ο Παπα-Πασχάλης του Μακ. Αγώνα και άλλοι ήρωες.
Δημοσιεύτηκε: Τρί 05 Αύγ 2008, 00:47
από karipis
ΠΑΠΑΠΑΣΧΑΛΗΣ
Ο Παπαπασχάλης ήταν εφημέριος στη Σακάρσκα (Λιβαδοχώρι) την γενέτειρά του. Οi κομιτατζήδες σκότωσαν τον πατέρα του, την μητέρα του και άλλους συγγενείς του. Έκαψαν το σπίτι του με τις αποθήκες, τούς στάβλους κι’ όλο το περιεχόμενό του. Οι φτωχοί παπάδες ήταν ό κύριος στόχος των ελευθερωτών, όταν δεν δέχονταν να δηλώσουν ότι ήταν Βούλγαροι. Αυτοί, φαίνεται, είχαν κινητοποιήσει τις τουρκικές στρατιές πού εμπόδιζαν να κατεβή απ’ τον βορρά ή «ελευθερία».
Οι Τούρκοι εξ άλλου δεν θέλησαν ούτε απλή άδεια οπλοφορίας να του δώσουν. Ο “στρατάρχης” όπου πήγε να παραπονεθή, τον έδιωξε με βρισιές. Λησμόνησαν οι Τούρκοι ότι είχε κι αυτός βοηθήσει στην εξόντωση τής συμμορίας, πού είχε ό αρχηγός της στη τσάντα του κοντά στ’ άλλα έγγραφα και το περίφημο εκείνο «Τσεκούρι στον Ντόκτορ Γιάννη», «μολύβι, στον Έλληνα πρόξενο κλπ».
Ο Παπαπασχάλης έκαμε τότε μιάν ηρωική χειρονομία. Συγκέντρωσε γύρω του εννιά παλληκάρια, συγγενείς και συγχωριανούς του, και ανακηρύχτηκε αρχηγός με το ψευδώνυμο καπετάν Ανδρούτσος. Αφού οι Βούλγαροι και Τούρκοι τον κυνήγησαν, αποφάσισε να τούς κηρύξη και αυτός διμέτωπο πόλεμο. Μα δεν στάθηκε τυχερός. Έπειτα από τέσσερες μήνες τον Φεβρουάριο του 1907, στο χωριό Νικοσλάν (Νικόκλεια) τής Νιγρίτας κυκλώθηκε από μεγάλη στρατιωτική δύναμη και πολλούς μπασιμπουζούκους με αρχηγό ένα πρώην λήσταρχο. Τον πρόδωσε κάποιος Τούρκος ψευτοφίλος του.
Επιχείρησε αποφασιστική έξοδο. Βρήκε όμως παντού πολλούς Τούρκους, πού είχαν πιάσει όλες τις διαβάσεις. Γύρισε πίσω και οχυρώθηκε σε δυό σπίτια. Οι Τούρκοι του πρότειναν να παραδοθή. Οποιοσδήποτε θα είχε δεχτή. Είχε τίτλους να παρουσιάση στους Τούρκους και κανένα έγκλημα δεν τον βάρυνε. Αποκρίθηκε όμως με τουφεκιές. Άρχισε ή μάχη πού βάσταξε σφοδρή, κοντά τρεις ώρες. Πήρε δυό βαρειά τραύματα. Έπεσαν πλάι του τρεις σύντροφοί του. Ωστόσο εξακολουθούσε να πολεμά. Προσπάθησε να διευκολύνη με τα πυρά του τη διαφυγή τριών άλλων συντρόφων του. Και τα κατάφερε. Γλύτωσαν. Έτριξε όμως και την τελευταία σφαίρα.
Οι Τούρκοι τον βρήκαν μισοπεθαμένο από την αιμορραγία. Τον αποτελείωσαν με μαχαιριές, λογχισμούς, κλωτσιές και τον πέταξαν σ’ ένα λάκκο μαζί με τούς τρεις άλλους νεκρούς σαν σκυλί, χωρίς παπά και άλλη χριστιανική ιεροπραξία. Και σαν να μη έφταναν όλα αυτά, φυλάκισαν τον αδελφό του, άλλους συγχωριανούς και πολλούς προκρίτους από πολλά χωριά. Είχαν και οι Τούρκοι δεκατέσσερις νεκρούς, όπως γράφει στην αναφορά του ό πρόξενος. Ήταν πραγματικά ό Παπαπασχάλης μιά ηρωϊκή όσο και αγνή μορφή, πού είχε από τότε λησμονηθή. Θα είχε απομείνει ολότελα άγνωστος, αν έλειπε ή έκθεση του προξένου τής 27 Φεβρουαρίου του 1907.
Πηγή: Γεωργίου Μόδη, Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, εκδ. Β’ Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2007.[/color]
Re: Ο Παπα-Πασχάλης του Μακ. Αγώνα και άλλοι ήρωες.
Δημοσιεύτηκε: Τρί 05 Αύγ 2008, 18:12
από ILLUVATAR85
Μέγιστη αυτοθυσία, οι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν, ανοίγουν τον δρόμο για άλλους.
Re: Ο Παπα-Πασχάλης του Μακ. Αγώνα και άλλοι ήρωες.
Δημοσιεύτηκε: Τρί 05 Αύγ 2008, 19:22
από karipis
Οι λόγοι της ελληνικής επικράτησης στην Μακεδονία και ο ρόλος της Εκκλησίας
(Ήτοι ο ρόλος Κρητών, των γυναικών και των ιερέων στον Μακεδονικό Αγώνα)
Αναντίρρητα η ελληνική ένοπλη δράση στη μετά το 1904 ήταν κατ’ ουσίαν μια άμυνα απέναντι στη βουλγαρική τρομοκρατία των προηγούμενων ετών. Όπως, όμως, συμβαίνει σε κάθε ένοπλη σύγκρουση, υπήρξαν εκατέρωθεν ακρότητες, οι οποίες δεν απουσίασαν ούτε από την ελληνική πλευρά, όταν η διαμάχη κατέστη ολική και «υπέρ πάντων αγών». Βιαιότητες σε βάρος εξαρχικών καταλογίσθηκαν συχνά σε Έλληνες αντάρτες, ιδίως Κρητικούς, οι οποίες όμως απείχαν κατά πολύ από τις σκληρές βουλγαρικές ωμότητες. Οι εκτελέσεις και οι βασανισμοί που καταμαρτυρήθηκαν από τη βουλγαρική πλευρά συνήθως δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά αντίποινα, από αυτά που καθίστανται αναγκαία κατά τη διάρκεια μακροχρόνιων διεθνικών συγκρούσεων. Την απερίγραπτη σκληρότητα με την οποία μεταχειρίσθηκαν σι συμμορίες των κομιτατζήδων τον σλαβόφωνο μακεδονικό ελληνισμό ομολόγησαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης σαφώς δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποσκοπεί στην απαλλαγή της Μακεδονίας από την οθωμανική κυριαρχία. Σκοπός δεν ήταν η απελευθέρωση εδαφών, την οποία μόνο ένας οργανωμένος τακτικός στρατός Θα μπορούσε να αναλάβει, όπως Πράγματι συνέβη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1 91 3. Ο στόχος τον οποίο έθεσε η ελληνική πλευρά με την αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία ήταν η στήριξη του πληθυσμού, η ανύψωση του ηθικού του και ο περιορισμός της βουλγαρικής τρομοκρατίας. Οι επιδιώξεις, δηλαδή, των Ελλήνων εντάσσονταν σε αυτό που σήμερα καλείται «ψυχολογικός πόλεμος» και όχι στην επίτευξη αμιγώς στρατιωτικών στόχων. Η τόνωση της ψυχολογίας των πληθυσμών που παρέμεναν προσανατολισμένοι στο Πατριαρχείο και την Ελλάδα απαιτούσε ανταπόδοση των βουλγαρικών βιαιοτήτων, παρά τις αναπόφευκτες παρεκτροπές, όπως αυτές οι οποίες συνέβησαν στο Ζέλενιτς (Σκλήθρο) της Φλώρινας, όταν, το 1904, εισήλθαν στο χωριό Έλληνες Μακεδονομάχοι, ή τις εκτελέσεις στη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα).
Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς σημείωνε σε μια έκθεσή του τον Μάιο του 1904: «Το πνεύμα της υπαίθρου Θέλει φόνους!». Και, αναφερόμενος στην αντιβουλγαρική έξαψη των χωρικών, σημείωνε ένα έτος αργότερα: «Έχουσιν ανάγκη να ίδουσιν θύματα των αντιθέτων ίνα έλθη η ψυχή των εις τον τόπον της».
Έτσι, μετά από ένα σημείο η ελληνική αντίδραση κινήθηκε στη λογική των αντιποίνων. απέναντι στην ασύδοτη ως τότε τρομοκρατία συμμοριών της ΕΜΕΟ. Παρότι η ελληνική κυβέρνηση και το «Μακεδονικό Κομιτάτο» απηύθυναν συνεχείς εκκλήσεις στους οπλαρχηγούς να υπερβαίνουν ορισμένα όρια εκθέτοντας διεθνώς την Ελλάδα, στην πράξη ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποφευχθούν οι ακρότητες. Σε έναν ανηλεή πόλεμο εξόντωσης μεταξύ Ελλήνων Βουλγάρων μάλλον δεν υπήρχε περιθώριο »πολιτισμένους» τρόπους και συμπεριφορές στα πεδία των μαχών.
Στα σκληρά χρόνια της εθνοτικής σύγκρουσης στη Μακεδονία φονεύθηκαν περισσότεροι
από 2.000 ένοπλοι από την ελληνική πλευρά ντόπιοι ή από την «παλαιά» Ελλάδα, με πρωτομάρτυρες τον Παύλο Μελά και τους Κρητικούς Καπετάνιους. Ο αριθμός αυτός αφορά τους επώνυμους, ο τόπος και οι συνθήκες της θυσίας των οποίων έχουν καταγραφεί επακριβώς με βάση ιστορικές μαρτυρίες. Παράλληλα, όμως, με τους Επώνυμους νεκρούς Μακεδονομάχους, υπήρξαν και χιλιάδες ανώνυμοι, απλοί σλαβόφωνοι χωρικοί στην πλειοψηφία τους, για τους οποίους οι ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή καθιστούσαν συχνά αδύνατη την καταγραφή των δραματικών συμβάντων στα οποία Είχαν συμμετοχή. Αντίστοιχες ή και υψηλότερες απώλειες είχε και η βουλγαρική πλευρά, ιδίως μετά το 1904, οπότε οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση. Τα κομιτάτα, όμως, της ΕΜΕΟ θρήνησαν πολλές απώλειες και από τις διώξεις των τουρκικών αποσπασμάτων.
Ως προς τους Έλληνες Μακεδονομάχους, συγκεκριμένα, που έφεραν τη στρατιωτική ιδιότητα, εάν επιχειρηθεί μια στατιστική εκτίμηση της 3υμμετοχής τους, διαπιστώνεται ότι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που έδρασαν στη Μακεδονία ως αρχηγοί αντάρτικων ομάδων μεταξύ του 1903 και του 1908, ανήλθαν σε 62. Παράλληλα, όπως, με τους ανωτέρω, έδρασαν και υψηλόβαθμοι απόστρατοι, όπως ο Βασίλειος Παπακώστας υποστράτηγος) και οι Κρητικοί Παύλος Γύπαρης αντισυνταγματάρχης), Μανώλης Σκουνδρής ταγματάρχης) και Ευθύμιος Καούδης και Μανώλης Νικολούδης (λοχαγοί). Συνολικά έως το 1908,
οπότε έληξε ο ένοπλος αγώνας, έπεσαν στα πεδία των μαχών 70 Καπετάνιοι (στρατιωτικοί και ιδιώτες). Οι περισσότεροι φονεύθηκαν το 1906 και το 1907, γεγονός ενδεικτικό της σφοδρότητας που έλαβαν κατά τη διετία αυτή οι συγκρούσεις με τους Βουλγάρους.
Η βουλγαρική ιστοριογραφία, παλαιά και σύγχρονη, διογκώνει την παρουσία και τη δράση ένοπλων σωμάτων από την ελεύθερη Ελλάδα, ώστε να υποβαθμίσει την κυρίαρχη πληθυσμιακή Παρουσία των Ελλήνων στη νότια και μεσαία μακεδονική ζώνη. Στη συνείδηση των περισσότερων Βουλγάρων ακόμη και σήμερα η Μακεδονία είναι μια βουλγαρική επαρχία. Τέτοιες ιδεοληψίες αναπαράγονταν επί μακρόν μετά από συστηματική καλλιέργεια, με κορύφωση το »Νέο Βουλγαρικό Δόγμα», το οποίο εξέδωσε η βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών το 1998. Στο πόνημα αυτό τονίζεται ότι η Βουλγαρία συνορεύει »με τον εαυτό της». Κατ’ ουσίαν οι βουλγαρικές θεωρήσεις αρνούνται να δεχθούν πραγματικότητες που καταγράφηκαν από τρίτους, όπως τις οθωμανικές στατιστικές ή τις μαρτυρίες Ευρωπαίων ιστορικών και περιηγητών, όπως του Παγιαρέ. Ούτε, εξάλλου, απαντούν στο ερώτημα Πώς τα αντάρτικα ελληνικά σώματα που έφθαναν στη Μακεδονία διατηρούντο »εν ζωή», αφού, κατά τους Βουλγάρους, η ελληνική πληθυσμιακή παρουσία ήταν ισχνή. Η αλήθεια ήταν ότι χωρίς την παρουσία και τη στήριξη των ελληνικών πληθυσμών, που ίδρυσαν κέντρα και επιτροπές άμυνας σε κάθε πόλη και χωριό, τα ένοπλα ελληνικά σώματα δεν Θα μπορούσαν να παραμείνουν στη Μακεδονία και να ξεκινήσουν τη δράση τους.
Δυτικές πηγές, όπως αυτές των Προξενείων των Μεγάλων Δυνάμεων στον μακεδονικό χώρο, υπογράμμισαν επανειλημμένα αυτή την πραγματικότητα. Ο Αυστριακός πρόξενος στο Μοναστήρι ισχυριζόταν σε μια αναφορά του το 1906 ότι ελληνικά ένοπλα σώματα ενισχύονταν αυθόρμητα από τους χωρικούς, ενώ τα βουλγαρικά απαιτούσαν συχνά με βίαιο τρόπο τρόφιμα και χρήματα, ληστεύοντας κατ’ ουσίαν τους εξαθλιωμένους χωρικούς. Όταν η βουλγαρική πίεση χαλάρωνε, ολόκληρα χωριά, τα οποία είχαν προηγουμένως εξαναγκασθεί από τους κομιτατζήδες
προσχωρήσουν στην Εξαρχία, επέστρεφαν αυθόρμητα στο Πατριαρχείο.
Το πολυπληθές και πολύπαθο σλαβόφωνο στοιχείο έκανε τελικά την πλάστιγγα να γείρε. υπέρ του ελληνισμού. Οι αφοσιωμένοι στο Πατριαρχείο «γραικομάνοι», παρότι είχαν απολέσει την ελληνοφωνία τους από αιώνες, διατήρησαν αλώβητη την πίστη τους. Μεταξύ των δεκάδων εκατοντάδων αγωνιστών υπέρ της εθνικής επιβίωσης του μακεδονικού ελληνισμού αξίζει να επισημανθούν οι κορυφαίοι, αυτοί που έφεραν το βάρος της στρατιωτικής και Πολιτικής δράσης δίχως αυτή η επισήμανση να θεωρηθεί σκόπιμη υποβάθμιση των χιλιάδων, επώνυμων και ανωνύμων, που αγωνίσθηκαν και Θυσιάσθηκαν.
Στο οργανωτικό — πολιτικό επίπεδο κυριάρχησε αναμφίβολα το Μακεδονικό Κομιτάτο και άτομα του κύκλου του, μαζί με τα ελληνικά Προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου. Εκ των ων ουκ άνευ υπήρξε η Παρουσία και δράση του ακάματου προξένου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά, ο οποίος είχε την τύχη να πλαισιωθεί από ένα ικανότατο επιτελείο αξιωματικών και οξυδερκείς συναδέλφους, όπως τον Ίωνα Δραγούμη, τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη και άλλους. Ως προς τους Μακεδονομάχους, Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να «ιεραρχηθούν», γιατί αυτοί υλοποίησαν έμπρακτα τα σχέδια των Προξενείων και ανέκοψαν στα πεδία των μαχών τη βουλγαρική δράση.
Εξέχουσα μορφή μεταξύ τους δύναται να θεωρηθεί ο Καπετάν Βάρδας (Γεώργιος Τσόντος), με πλούσια δράση στη δυτική Μακεδονία. Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, η παρουσία του προκαλούσε ενθουσιασμό στα χωριά και τις κωμοπόλεις από τις οποίες περνούσε. Σύντομα ο Καπετάν Βάρδας εξελίχθηκε σε ένα είδος «συντονιστή» όλων των ελληνικών σωμάτων που δρούσαν δυτικά της Βέροιας και της Έδεσσας, μέχρι την Κορυτσά και τις Πρέσπες. Δίπλα στον Βάρδα στάθηκε επάξια ο συμπατριώτης του Παύλος Γύπαρης. Εκτός από την προσφορά των δύο Κρητικών οπλαρχηγών στα πεδία των μαχών, τεράστια αρχειακή αξία εμπεριέχουν τα απομνημονεύματα τα οποία συνέγραψαν και άφησαν ως παρακαταθήκη.
Εξέχουσα Θέση στο πάνθεον των μορφών του Μακεδονικού Αγώνα κατέλαβαν γυναίκες επώνυμες και ανώνυμες, αστές αλλά και αγρότισσες. Οι τοπικές επιτροπές άμυνας των χωριών στηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος στη συνδρομή του γυναικείου πληθυσμού: περίθαλψη τραυματιών, μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσία αντάρτικων ομάδων, προώθηση εμπιστευτικών εγγράφων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα, οι οποίες καταγράφηκαν στην Ιστορία και η ανάμνηση της εθνικής δράσης των οποίων διατηρήθηκε ως σήμερα στις μνήμες των Μακεδόνων. Μεταξύ εκατοντάδων άλλων αξίζει να μνημονευθούν η Αγλαΐα Σχοινά, η οποία διηύθυνε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης, η Χριστίνα Παπαθεοδώρου από τον Κολινδρό και η Ελένη Ζωγράφου από τη Στρώμνιτσα. Στην κορυφή στέκουν οι δασκάλες που έδωσαν τη ζωή τους, αρνούμενες να υποκύψουν στους εκβιασμούς των Βουλγάρων και οι οποίες δολοφονήθηκαν.
Ειδικά η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου αποτελεί μια από τις πλέον γνωστές όσο και τραγικές περιπτώσεις. Υπηρετούσε ως δασκάλα στο χωριό Γκρίτσιστα της Γευγελής και απειλήθηκε επανειλημμένα από τις συμμορίες των κομιτατζήδων που δρούσαν στην περιοχή και οι οποίες την διέταξαν να εγκαταλείψει το σχολείο και το χωριό της. Στις 14 Οκτωβρίου 1904 μια βουλγαρική συμμορία προσέβαλε την Γκρίτσιστα και έκαψε ζωντανούς έξι Έλληνες, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Παράλληλα με αυτή αξίζει να μνημονευθούν η Λιλή Βλάχου (δολοφονήθηκε μέσα στο σχολείο της), η Βελίκα Τράικου από τον Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης, η οποία κατακρεουργήθηκε και η Αγγελική Φιλιππίδου από τη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία έλαβε μέρος στη φονική μάχη της Αγριανής, όπου και τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Εκτός από τις δασκάλες, τον αγώνα πλαισίωσαν δεκάδες επώνυμες γυναίκες, αφού οι ανώνυμες της μακεδονικής υπαίθρου έμειναν στην αφάνεια. Αξίζει να μνημονευθούν οι πλέον γνωστές περιπτώσεις, όπως η Ελένη Παπάζογλου από τη Θεσσαλονίκη, γνωστή με το ψευδώνυμο Μπουμπουλίνα, η οποία αποτέλεσε μια πολύτιμη συνεργάτιδα του προξένου Λάμπρου Κορομηλά. Ακόμη, η Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο, η Μαρία Κυράτσου από τη Βέροια, η οποία δολοφονήθηκε από βουλγαρική συμμορία, η Άννα Σωτηριάδου από τη Στρώμνιτσα και η Αικατερίνη Βαρελά. Η τελευταία δολοφονήθηκε στο σπίτι της, στα Γιαννιτσά, τον Δεκέμβριο του 1906, ενώ η κόρη της, Ελισάβετ, εντάχθηκε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Γκόνου και πολέμησε στο πλευρό του.
Η συμβολή του κλήρου στην εθνική επιβίωση του Μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε εκ των ων ουκ άνευ. Η Εκκλησία αναδείχθηκε σε κυματοθραύστη της βουλγαρικής επιβουλής, προκαλώντας τη μήνη των κομιτάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως ηγεσία όλων των Ορθοδόξων προσπάθησε πριν από το 1900 να τηρήσει ισορροπημένη στάση. Ήταν, εξάλλου, δύσκολο να ελέγχει απομακρυσμένες μητροπόλεις, όπου επίσκοποι και μητροπολίτες εμφανίζονταν ευάλωτο ή και δεκτικοί στις βουλγαρικές (ή σπανιότερα στις σερβικές) πιέσεις. Οι διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων, ιδίως στην άνω και τη δυτική Μακεδονία, εξανάγκασαν το Πατριαρχείο να συμπεριφερθεί πιο «φιλελληνικά». Έτσι, αντικαταστάθηκαν ορισμένοι μητροπολίτες που θεωρήθηκαν ύποπτοι συνδιαλλαγής με τον βουλγαρικό παράγοντα, ενώ σι Κωνσταντίνος Ε’ κα. Ιωακείμ Γ’, πατριάρχες κατά την περίοδο 1897- 1901 και 1901-1912 αντίστοιχα, κινήθηκαν δραστήρια κατά της απειλής την οποία αντιπροσώπευε η βουλγαρική Εξαρχία.
Καίρια υπήρξε η συμβολή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να ανανεώσει πολλές μητροπολιτικές έδρες, απομακρύνοντας μητροπολίτες σι οποίοι με την αμφιλεγόμενη δράση τους ευνοούσαν, άμεσα ή έμμεσα, τα βουλγαρικά σχέδια. Ο Ιωακείμ επέλεξε νέους σε ηλικία ιερωμένους, που προωθήθηκαν στις μητροπόλεις εκείνες στις οποίες η εξαρχική δραστηριότητα εμφανιζόταν ιδιαίτερα απειλητική. Έτσι, μητροπολίτης στην έπαλξη του μακεδονικού Βορρά, το Μοναστήρι, τοποθετήθηκε ο Ιωακείμ Φορόπουλος, στη Δράμα. Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (ο οποίος μαρτύρησε στην καιόμενη Σμύρνη το 1922), τα Γρεβενά ο Αιμιλιανός και στην Καστοριά ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν Θα συνιστούσε υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στην πρώιμη ιδίως φάση του Μακεδονικού Αγώνα η Εκκλησία υποκατέστησε κατά κάποιον τρόπο το μικρό ελληνικό κράτος ως προς το έμπρακτο ενδιαφέρον για την προάσπιση του μακεδονικού ελληνισμού. Η αποφασιστικότητα του Γερμανού Καραβαγγέλη ήταν μοναδική. Ο ίδιος ήταν αποφασισμένος, έχοντας επίγνωση των κινδύνων, να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Βουλγάρων. Ιδού πώς αφηγήθηκε τα σχετικά στην Αντιγόνη Μπέλου, γραμματέα της Πηνελόπης Δέλτα:
«Είχα πει πολλές φορές και στο Προξενείο και στον Πρωτοσύγγελλό μου και σε άλλα έμπιστα πρόσωπα, ότι αν ποτέ με έβρισκαν σκοτωμένο, να μην υποθέσουν ότι φονεύθηκα από βουλγάρικο βόλι. Διότι είχα σκοπό, όταν θα τελείωναν τα φυσέκια μου, να φυλάξω το τελευταίο για να αυτοκτονήσω. Και είχα δώσει την εντολή να κοιτάξουν μέσα στο στόμα μου, για να βρουν το σημάδι της σφαίρας».
Η αγωνιστικότητα και το άκαμπτο φρόνημα των μητροπολιτών αποτυπώθηκε όχι μόνο στη δράση τους αλλά και στα κηρύγματά τους, που λειτουργούσαν ως ενέσεις ηθικού στους ταλαιπωρημένους χωρικούς της μακεδονικής υπαίθρου. Ακρως δεικτικές υπήρξαν οι παραινέσεις του Χρυσοστόμου Δράμας προς το ποίμνιό του:
«Πωλησάτω τα ιμάτια και τα υπάρχοντα και αγορασάτω μάχαιραν». Και ο ιδιαίτερα μαχητικός μητροπολίτης Μοναστηρίου, Ιωακείμ, διακήρρυτε:
«Όχι οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδό-
ντας αντί οδόντος».
Τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, όπως και όλοι οι λοιποί μητροπολίτες, αποτυπώνει η παρακάτω φράση του Χρυσοστόμου, από επιστολή του (της 16ης Μαΐου 1907) προς ένα φιλικό του πρόσωπο:
«Πλήθος κυνών και σπείρα κακών ζητεί την κεφαλήν μου... Να πέσω τουλάχιστον ως αετός και ουχί να αποθάνω ως όρνις... Μη έχων έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής Πατρίδος, ας δώσω το αίμα μου».
Βαρύς ήταν ο φόρος αίματος που κατέθεσαν οι Έλληνες ιεράρχες στη Μακεδονία. Το 1902 εκτελέσθηκαν δεκάδες ιερείς, στα χωριά βόρεια της Φλώρινας. Ιδιαίτερα φρικώδες υπήρξε το τέλος του παπα-Γιώργη Ζήκου από το Λέχοβο Φλώρινας, τον οποίο ο αρχικομιτατζής Πομόλωφ έθαψε ζωντανό, μαζί με τον γιο του. Μια άλλη τραγική περίπτωση υπήρξε αυτή του παπα-Δημήτρη από το Στρέμπενο της Καστοριάς. Στενός συνεργάτης του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και θείος του περίφημου Μακεδονομάχου Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, ο παπα-Δημήτρης συνέβαλε δραστικά στο να παραμείνουν τα χωριά της Καστοριάς πατριαρχικά, αποτρέποντας έτσι αφελληνισμό τους. Ο παπα-Δημήτρης δολοφονήθηκε τη νύκτα της 7ης προς 8η Νοεμβρίου κοντά στο χωριό του. Αξίζει να προστεθεί σ α το σημείο ότι Πολλοί ιερείς εκτελέσθηκαν χωριά των Σερρών από τους αρχικομιτατζήδες Ιβάν Καρασούλ και Σαντάνσκι.
Σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ιερέας Σταύρος Τσάμης, από το Πισοδέρι της Φλώρινας, με πλούσιο εθνικό έργο στην περιοχή του. Συνεργάτης του Παύλου Μελά, ο παπα- Σταύρος ήταν αυτός που τον έθαψε, μετά τον φόνο του στη Στάτιστα (σήμερα Μελάς). Στις 15 Ιουλίου 1906 και ενώ κατευθυνόταν προς τη Σιάτιστα, έπεσε σε ενέδρα βουλγαρικής συμμορίας η οποία τον εκτέλεσε. Επίσης, στην Περιοχή του βάλτου των Γιαννιτσών, πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα προσέφερε ο ιερέας Δημήτρης Οικονόμου, γραμματέας στην τοπική οργάνωση άμυνας των Γιαννιτσών, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1905 από μια συμμορία κομιτατζήδων, κοντά στο χωριό Μπάπιανι (Λάκκα). Τέλος, ένας από τους ιερείς που έγραψαν ιστορία δίπλα σε εκατοντάδες άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, ήταν ο παπα- Δράκος, κατά κόσμον Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης. Σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εγκατέλειψε τις σπουδές του και βρέθηκε στις ορεινές περιοχές της Καστοριάς. Εντάχθηκε στο σώμα του Καπετάν Βάρδα (Γεωργίου Τσόντου) και πολέμησε λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες.
Από το 1905, οπότε τα ελληνικά σώματα άρχισαν να σημειώνουν τις πρώτες τους επιτυχίες κατά των Βουλγάρων, εντάθηκε η δράση των μητροπολιτών της Μακεδονίας, ιδίως σε συντονιστικό επίπεδο. Ιδιαίτερα πλούσια δραστηριότητα σημείωσαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, Δράμας Χρυσόστομος, Μοναστηρίου Ιωακείμ και Κορυτσάς Φώτιος, με προεξάρχοντα τον στυλοβάτη του αγώνα στη δυτική Μακεδονία, Καστοριάς Γερμανό. Τη δράση τους αυτή ορισμένοι πλήρωσαν με τη ζωή τους, είτε στα μακεδονικά είτε σε άλλα χώματα. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος δολοφονήθηκε σε ενέδρα κομιτατζήδων στο χωριό Μπραβίδιτσα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1906. Τελευταίος εκτελέσθηκε, ενώ είχαν περιορισθεί οι συγκρούσεις λόγω του Νεοτουρκικού κινήματος, ο Γρεβενών Αιμιλιανός. Την 1η Οκτωβρίου 1911 κατακρεουργήθηκε από μια συμμορία κομιτατζήδων, κοντά στο χωριό Σνίχοβο, το οποίο έκτοτε ονομάσθηκε προς τιμή του Αιμιλιανός. Όσο αφορά τον Χρυσόστομο Δράμας, η πορεία του κορυφώθηκε με το τραγικό του τέλος στον μαύρο για τον ελληνισμό Αύγουστο του 1922, στη Σμύρνη.
Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου σημαντική υπήρξε η προσφορά των διάσπαρτων μοναστηριών του μακεδονικού χώρου. Οι μονές αποτέλεσαν συχνότατα χώρους περίθαλψης και ξεκούρασης αγωνιστών ή λειτούργησαν ως τόποι εξόρμησης αντάρτικων σωμάτων. Γι’ αυτό τα Ορθόδοξα μοναστήρια συγκέντρωσαν από πολύ νωρίς τη μήνη των βουλγαρικών συμμοριών. Δεκάδες ηγούμενοι και μοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Ιδιαίτερη μνεία θα άξιζε να γίνει στον Άνθιμο. ηγούμενο της μονής Αγίου Νικολάου στην Περιοχή της Καστοριάς, ο οποίος εκτελέσθηκε με φρικτό τρόπο από μια βουλγαρική συμμορία στις 8 Μαρτίου 1905. Ομοίως δολοφονήθηκε ο ηγούμενος της μονής Αγίων Αναργύρων Γαβριήλ. επειδή αρνήθηκε να λειτουργήσει στη βουλγαρική γλώσσα. Άλλη μια ηρωική μορφή, με εθνική δράση στην περιοχή του Κρουσόβου, ήταν ο μοναχός Ιωάννης, ο οποίος συνελήφθη από κομιτατζήδες και εκτελέσθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1907, μαζί με τον εκπαιδευτικό Περικλή Αστεριάδη.
Ανάμεσα στα δεκάδες μοναστήρια της Μακεδονίας που λειτούργησαν ως θεματοφύλακες των ελληνικών παραδόσεων και ιδεών και διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο κατά την περίοδο του αγώνα, ήταν τα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου στη Ροδόπολη Σερρών και των Αγίων Πάντων στο Βλάντοβο (Άγρας), ο Άγιος Νικόλαος στο Τσιρίλοβο Καστοριάς, οι Άγιοι Ανάργυροι στη Χόλιστα (Μελισσότοπο) Καστοριάς και η μονή Ταξιαρχών στην Ξάνθη. Κομβικός και πολύτιμος υπήρξε ο ρόλος του Μετοχίου της μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, στο Λιβάδι του Ολύμπου. Το μοναστήρι αυτό εξελίχθηκε σε κέντρο μεταφοράς και προώθησης όπλων και πυρομαχικών από την ελεύθερη Θεσσαλία στη Μακεδονία.
ΠΗΓΗ: Σταύρος Καρκαλέτσης, Μακεδονικός Αγώνας, εκδ. περιοδικό «Ιστορικά θέματα».
Re: Ο Παπα-Πασχάλης του Μακ. Αγώνα και άλλοι ήρωες.
Δημοσιεύτηκε: Τετ 13 Αύγ 2008, 16:50
από karipis
Η δράση του Γερμανού Καραβαγγέλη στον Πόντο
«Το πρωί τής 25ης Μαρτίου τού 1908 τό πλοίο, πού μ’ έφερνε στή νέα μου Επαρχία μπήκε σημαιοστόλιστο στό λιμάνι τής Αμισού, τής πιό εμπορικής πόλης τού Πόντου, πού ήταν συγχρόνως καί έδρα τής μητροπόλεως. Στην παραλία χιλιάδες κόσμος μέ τούς προξένους καί τούς κατοίκους τών γύρω χωριών μέ υποδέχτηκαν μέ συγκινητικές εκδηλώσεις χαράς κι ενθουσιασμού. Μέ βάρκες ήρθαν καί μέ παρέλαβαν άπ’ τό πλοίο καί μέ πήγαν εν πομπή κατευθείαν στή Μητρόπολη, όπου λειτούργησα τήν πρώτη μου λειτουργία καί στό τέλος χαιρέτησα τό ποίμνιό μου μ’ ένα πατριωτικό λόγο.
Χρειάστηκαν μερικές μέρες γιά νά κατατοπιστώ στή νέα αποστολή μου κι αμέσως έπειτα αρχίζει τό ανορθωτικό μας έργο. Πρώτα-πρώτα τά σχολεία. Όσα υπήρχαν, ήταν ανεπαρκή καί βρισκόντουσαν σ’ ελεεινή κατάσταση καί από απόψεως κτηρίου καί από απόψεως οργανώσεως. Έπειτα όλη ή ύπαιθρος ήταν τελείως παραμελημένη, προπάντων τά τουρκόφωνα χωριά. Κι ή ίδια ή μεγαλώνυμη κοινότητα τής Αμισού σπαραζόταν διαρκώς εδώ κι είκοσι χρόνια από κομματικές έριδες.
Πρώτη μου φροντίδα ήταν νά συντάξω νέους αυστηρούς κανονισμούς, επί τή βάσει τών οποίων νά εκλέγονται τά νόμιμα διοικητικά συμβούλια τών διαφόρων σωματείων. Συγχρόνως καταστρώνω λεπτομερές πρόγραμμα αναπτύξεως τής Επαρχίας μου, πού τό παρουσιάζω σ’ έκτακτη γενική συνέλευση καί τό βάζω αμέσως σ’ εφαρμογή.
Προάγω τίς σχολές Αμισού σέ τέλειο γυμνάσιο, πού αμέσως αναγνωρίζεται απ’ τό εθνικό μας πανεπιστήμιο καί καταφέρνω τόν Τζινέκη νά αναγείρει τό κτήριο τού γυμνασίου, ενώ ό Πηνιέτογλου μέ δικά του έξοδα κτίζει παραπλεύρως, μέσα στή μεγάλη αυλή τής εκκλησίας, τό μεγαλύτερο τής Τουρκίας γυμναστήριο μ’ απέραντο υπόστεγο. Μέ δικές μου πάλι ενέργειες τό γυμναστήριο εξοπλίζεται μέ τ’ αναγκαία όργανα γυμναστικής κι αθλητισμού, πού μάς στέλνονται άπ’ τήν Αθήνα. Τή διεύθυνση τέλος τού γυμναστηρίου ανέθεσα σέ ικανότατο γυμναστή, πού εκκάλεσα άπ’ τήν Κωνσταντινούπολη.
Μέ συνδρομές πλουσίων ομογενών ιδρύω καί δεύτερη αστική σχολή στή συνοικία Κουτσούρη.
Επειδή καί τό νεκροταφείο μας βρισκόταν δίπλα στό δημόσιο δρόμο ατείχιστο, αγόρασα ένα μεγάλο οικόπεδο έξω άπ’ τήν πόλη, σ’ ωραιότατη τοποθεσία, πάνω σέ ύψωμα, τό περιτείχισα, τό ρυμοτόμησα, κι αυτό έγινε τό νέο μας νεκροταφείο. Μέσα στόν περίβολο του έκτισα ωραία βυζαντινή εκκλησία. Όλο τό έργο εστοίχισε χιλιάδες χρυσές λίρες, πού τίς εξοικονόμησα μέ δάνειο. Γρήγορα όμως εξόφλησα τό χρέος μέ τήν πώληση οικογενειακών τάφων.
Μέ συνδρομές τής υπαίθρου χώρας κτίζω μητροπολιτικό μέγαρο μέ πέτρα πελεκητή κι Ιωνικό πρόπυλο, τ’ ωραιότερο καί μεγαλοπρεπέστερο κτήριο τής πόλεως, πού στοίχισε εν συνόλω δεκατέσσερις χιλιάδες λίρες. Τό παλιό κτήριο είχε μόνο πέντε δωμάτια, κι αυτά στενά κι εντελώς ακατάλληλα. Τό νέο μέγαρο, κτισμένο μέσα σέ καταπράσινο κι απλόχωρο κήπο τεσσάρων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, είχε στό ισόγειο γραφείο κι αίθουσα υποδοχής τού μητροπολίτη, γραφεία επισκόπου, πρωτοσύγκελου, γραμματέως καί ταμίου, καθώς καί μαγειρείο κι εστιατόριο, καί δωμάτια κλητήρα, Ιπποκόμου, μαγείρου καί τού υπόλοιπου προσωπικού. Στό επάνω πάτωμα μεγάλες αίθουσες υποδοχής καί συνεδριάσεων, τούς κοιτώνες
τού μητροπολίτη, τού επισκόπου, τού πρωτοσυγκέλλου καί τών ξένων, μικρό ναΐσκο καί βιβλιοθήκη.
Καί ή Κοινότητα πιά τής Αμισού μέ τά σωματεία της εργάζεται ομαλά σά ρολόι.
Τρεις μήνες ύστερ’ άπ’ τήν άφιξή μου στόν Πόντο, έκανα τήν πρώτη μου περιοδεία αρχίζοντας άπ’ τήν Πάφρα, μικρή, μά πολύ σημαντική γιά τό εμπόριο καί τή ναυτιλία της πόλη, εννιά ώρες άπ’ τήν Αμισό, στά νοτιοδυτικά της. Η επαρχία αυτή είχε τότε πάνω από σαράντα ανθηρά ελληνικά χωριά. Στήν Πάφρα κτίζω μέ συνδρομές ημιγυμνάσιο καί δίπλα επισκοπεϊο, πού στοίχησαν καί τά δυό μαζί πέντε χιλιάδες περίπου λίρες Τουρκίας. Αλλά καί στά χωριά δίνω ώθηση πρός τά γράμματα κι αναζωογονώ τή μελέτη τής ελληνικής γλώσσας κτίζοντας παντού μέ δαπάνες τών ίδιων τών χωρικών κτήρια γιά σχολεία καί στέλνοντάς τους δασκάλους καί νηπιαγωγούς. Τό ίδιο κάνω σ’ όλη μου τήν Επαρχία, πού απλώνεται σ’ αχανείς εκτάσεις κι επισκέπτομαι τήν Κάφτα, τή Σινώπη, τόν Τσαρσαμπά, τή Μερζεφούντα, τήν Αμάσεια, τό Λαδίκ κι άλλες σημαίνουσες πόλεις τού Πόντου.
Επισκέφθηκα τότε καί τά πιό απόμακρα ορεινά χωριά ιδρύοντας σ’ αυτά σχολεία καί δίνοντας γενικά παντού άπ’ όπου περνούσα μιάν εθνική πνοή.
Σέ αναφορά προς τό υπουργείο του ό πρόξενος κ. Τζαννέτος κατά τό έτος 1911-12 μιλώντας για την κίνηση αυτή γράφει, εκτός άπ’ όλα τ’ άλλα, ότι μέσα στό σύντομο αυτό διάστημα τών τριών τελευταίων χρόνων κτίστηκαν κι ιδρύθηκαν πάνω από εκατόν δεκαπέντε καινούργιες σχολές καί σχολεία στίς πόλεις καί στα χωριά τής υπαίθρου.
Το 1911 μέ προσκαλεί ό πατριάρχης στήν Κωνσταντινούπολη σά μέλος τής Ιεράς Συνόδου καί παίρνω μέρος στίς διάφορες συσκέψεις, ενώ παράλληλα εκλέγομαι πρόεδρος εθνικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, τής Εφορίας τής θεολογικής σχολής Χάλκης καί τού Ιωακειμείου παρθεναγωγείου. Το1913, ύστερ’ από τό θάνατο τού Ιωακείμ Γ, εκλέγομαι τοποτηρητής τού Οικουμενικού Θρόνου καί μετά δυό μήνες διενεργώ τήν εκλογή νέου πατριάρχη.
Σύμφωνα μέ τούς εθνικούς κανονισμούς τόν κατάλογο των υποψηφίων καταρτίζανε τά ψηφοδέλτια όλων τών μητροπολιτών τού Οικουμενικού Θρόνου. Απ’ τά ψηφοδέλτια αυτά πήρα εγώ είκοσι τέσσερεις ψήφους, ό Χαλκηδόνος δεκαπέντε, ό Αδριανουπόλεως τρεις κι οι άλλοι από μιά ως δύο ψήφους. Απ’ τόν κατάλογο τών υποψηφίων η εκατονταμελής εθνοσυνέλευση, πού τήν αποτελούσαν όσοι μητροπολίτες βρισκόντουσαν εκείνη τή στιγμή στήν Κωνσταντινούπολη, τά μέλη τού μικτού συμβουλίου, οι λογάδες, οί οφικιάλιοι καί μερικοί πρόκριτοι τού Γένους, ψήφισε τούς τρεις οριστικούς υποψηφίους, εμένα, τόν Χαλκηδόνος καί τόν Αδριανουπόλεως, κι άπ’ αυτούς τούς τρεις έπρεπε ή Ιερά Σύνοδος κι οι παρεπιδημούντες μητροπολίτες νά εκλέξουν τόν πατριάρχη. Όταν συνάχθηκαν όλοι στό ναό τού πατριαρχείου, εγώ, σαν τοποτηρητής τού Οικουμενικού Θρόνου, στάθηκα μπροστά στήν Αγία Τράπεζα, επάνω στήν οποία γινόταν ή ψηφοφορία, καί τούς προέτρεψα νά ψηφίσουν ομοφώνως τό γηραιό, ογδόντα δύο καί πλέον ετών, μητροπολίτη Χαλκηδόνος, γιά τίς πολυετής καί πολύτιμες πρός τό Έθνος υπηρεσίες του. Κι εγώ ό ίδιος έδωσα ανοιχτό τό ψηφοδέλτιό μου υπέρ τού Χαλκηδόνος Γερμανού.
Τόν Απρίλη τού 1914, όταν έληξε ή δική μου συνοδική περίοδος, πήγα στή Γερμανία νά κάνω λουτροθεραπεία καί νά ξεκουραστώ λίγο. Κι εκεί μιά μέρα διαβάζω στίς εφημερίδες μιά τρομερή είδηση. Οι Νεότουρκοι άρχισαν νά εκτοπίζουν γιά τήν Ελλάδα τούς ελληνικούς πληθυσμούς τής Θράκης καί τής Μικράς Ασίας καί νά εγκαθιστούν εκεί Τούρκους πρόσφυγες από τά χαμένα γι’ αυτούς εδάφη τής ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ένα σωρό χωριά γύρω άπ’ τήν Αδριανούπολη, τήν Καλλίπολη καί τή Ραιδεστό εξεκενώθησαν άπ’ τούς ελληνικούς πληθυσμούς των καί κατελήφθησαν άπ’ τούς Τούρκους. Τό ίδιο γινόταν σ’ ολόκληρο τόν Αδραμυττηνό κόλπο καί στά χωριά τής Σμύρνης. Καί τό κακό θά γενικευόταν σύμφωνα μέ τό Πρόγραμμα τού νεοτουρκικού κομιτάτου. Τότε έγινε καί στόν Πόντο πρώτη απόπειρα εγκαταστάσεως Τούρκων προσφύγων στά ελληνικά χωριά. Μά επειδή οι κάτοικοι αντιστάθηκαν κι οί Τούρκοι πρόσφυγες δέν μπόρεσαν νά μπουν καί νά εγκατασταθούν εκεί, ό μουτεσαρίφης αποφάσισε νά τούς εγκαταστήσει διά τής βίας μέ τή χωροφυλακή. Στό χωριό Δεύκερη, όπου στάλθηκε ή πρώτη προσφυγική ομάδα, οί Έλληνες κάτοικοι κατέλαβαν τό δρόμο μέ τά παιδιά καί τίς γυναίκες τους κι εμπόδισαν μέ τά στήθη τους τήν είσοδο τών Τούρκων. Τότε ή χωροφυλακή έκανε χρήση τών όπλων καί σκοτώθηκε ένας άπ’ τούς χωρικούς μας, πού οί συχωριανοί του τόν εκήδεψαν επιδεικτικά, σά σέ συλλαλητήριο, στήν Αμισό. Τό επεισόδιο αυτό καί τό θάρρος τών χωρικών έσωσε τότε τόν Πόντο.
Μόλις διάβασα στίς γερμανικές εφημερίδες αυτές τίς ειδήσεις, διέκοψα αμέσως τή λουτροθεραπεία μου καί παίρνοντας τό τραίνο έφτασα στό Kronberg, όπου ήξερα ότι έμενε τότε ή βασίλισσα τής Ελλάδος Σοφία.
Μέ δέχτηκε αμέσως καί μ’ άκουσε μέ προσοχή, καθώς τής εξηγούσα το φοβερό κίνδυνο γιά τούς ελληνικούς πληθυσμούς προοιώνιζαν αυτές οί ειδήσεις. Στό τέλος πρόσθεσα ότι μόνον τό στιβαρό χέρι τού αδερφού της Γουλιέλμου θά μπορούσε ν’ ανακόψει τήν ορμή τών Νεοτούρκων.
Μού υποσχέθηκε πώς θά έκανε ό,τι μπορούσε κι ότι θά τηλεφωνούσε ή ίδια στόν αδερφό της. Συγχρόνως μού έδωσε κι ένα γράμμα για το Γουλιέλμο, Πού έπρεπε νά τό παραδώσω αυτοπροσώπως στόν πρεσβευτή μας, γιά νά τό διαβιβάσει στόν αυτοκράτορα. Μέ τό γράμμα τής Σοφίας έφυγα αμέσως γιά τή Φρανκφούρτη, όπου συνάντησα τόν πρεσβευτή μας κ. Θεοτόκη. Παραδίνοντάς του τό γράμμα, τού διεβίβασα συγχρόνως καί τήν εντολή τής Σοφίας νά τό παραδώσει αυτοπροσώπως στόν αδερφό της, προβαίνοντας κι ό ίδιος σ’ οποιαδήποτε άλλη ενέργεια έκρινε αυτός σκόπιμη ως εκ τής θέσεώς του.
Διακόπτοντας οριστικά τή λουτροθεραπεία μου επιστρέφω ανήσυχος στήν Κωνσταντινούπολη καί περιμένω. Μά δέν περίμενα πολύ. Σέ λίγες μέρες ήρθε διαταγή στούς πρέσβεις τών Μεγάλων Δυνάμεων νά στείλουν τούς γενικούς προξένους στή Σμύρνη, γιά νά εξετάσουν τήν κατάσταση πού είχε δημιουργηθεί, καί ν’ ανακόψουν τόν τουρκικό εκτροχιασμό. Έτσι σταμάτησε ό διωγμός.
Τόν Ιούνιο τού 1914 έφτασα στήν Επαρχία μου. Αλλά δυστυχώς, ύστερ’ από λίγες εβδομάδες, κηρύχτηκε ό Παγκόσμιος πόλεμος κι άρχισε ή νέα τραγωδία τού ελληνισμού.
Οι Τούρκοι επιστράτευσαν όλους τούς νέους Ποντίους από είκοσι ενός έως σαράντα πέντε ετών καί τούς έστειλαν τόν Ιούλιο τού 1914 στό εσωτερικό τής Ανατολής, στό Σού-Σεχίρ τής περιφερείας τής Σεβάστειας, στά εργατικά τάγματα, νά φτιάχνουν δήθεν τούς δρόμους μεταξύ Ερζερούμ καί Σεβάστειας, στήν πραγματικότητα όμως γιά νά τούς εξοντώσουν μέ τήν πείνα καί τίς κακουχίες.
Αλλά τήν πιό συστηματική εξόντωση υπέστησαν πρώτοι οί Αρμένιοι. Όπως είναι γνωστό, τό 1913 οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, επωφελούμενες άπ’ τήν ήττα τής Τουρκίας στούς βαλκανικούς πολέμους, τής επέβαλαν μεγάλες μεταρρυθμίσεις υπέρ τών Αρμενίων στά έξι ιδίως ανατολικά βιλαέτια, πού θ’ αποτελούσαν μελλοντικά μιά χωριστή αυτοδιοίκηση, ένα είδος αρμενικής ηγεμονίας. Πριν προστάσουν όμως νά εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις, ξέσπασε ό παγκόσμιος πόλεμος. Τότε δυό απαίσιας μνήμης Τούρκοι, ό Ταλαάτ κι ό Εμβέρ, αποφάσισαν τή σφαγή τού αρμενικού πληθυσμού, γιά νά ματαιώσουν κάθε νέα επέμβαση τών Ευρωπαίων υπέρ των Αρμενίων.
Τόν Ιούνιο τού 1915 οί βαλήδες διετάχθησαν νά στείλουν στή Συρία καί τή Μεσοποταμία όλο τόν αρμενικό πληθυσμό. Άλλη μυστική διαταγή όριζε, έξω από τίς πόλεις, δήμιοι, οργανωμένοι άπ’ τό κράτος, νά σκοτώνουν τούς άντρες, ενώ τά γυναικόπαιδα νά τά μεταφέρουν συνεχώς από τόπο σέ τόπο, ώσπου νά εξοντωθούν τελείως. Μέσα σέ δεκαπέντε μέρες σφάχτηκε ολόκληρο έθνος. Οι άντρες έπεσαν κάτω άπ’ τό μαχαίρι τών δημίων, τά γυναικόπαιδα περπατώντας συνέχεια γιά μήνες καί μήνες εξολοθρεύτηκαν. Τίς όμορφες κοπέλες τις άρπαζαν άπ’ τήν αγκαλιά τής μάνας τους οι χωρικοί, όσοι είχαν ανάγκη από γυναίκα ή ερωμένη, ενώ πολλά μωρά καί μικρά παιδιά τά πετούσαν οί ίδιες οι μάνες τους στά ποτάμια, γιά νά τά γλιτώσουν άπ’ τό μαρτύριο. Οι Τούρκοι υπάλληλοι εκόρεσαν τίς κτηνώδεις ορέξεις τους πάνω στ’ ανυπεράσπιστα πλάσματα. Μαζί τους όμως κι όλος σχεδόν ό άλλος τουρκικός πληθυσμός όχι μόνον ασέλγησε πάνω στά ετοιμοθάνατα θύματα, αλλά καί πολλοί πλούτηναν αρπάζοντας τά χρήματα καί τά τιμαλφή, πού οι δυστυχισμένες εκείνες γυναίκες κουβαλούσαν μαζί τους σά μιά τελευταία σανίδα σωτηρίας.
Στίς πόλεις οι χοτζάδες κι οι έμποροι παντρεύτηκαν μέ τό ζόρι τις πιό όμορφες κοπέλες τών αρχοντικών οικογενειών. Στήν ύπαιθρο όμως ξετυλίχτηκαν σκηνές αφάνταστης φρίκης.
Εναν ολόκληρο λαό δύο καί πλέον εκατομμυρίων τόν είχαν θέσει εκτός νόμου καί χάθηκε άπ’ τό πρόσωπο τής γης μέσα σε δυο βδομάδες. Έτσι ή Μεγάλη Αρμενία έμεινε χωρίς Αρμενίους.
Μερικές χιλιάδες άπ’ αυτούς, γιά νά σωθούν, ασπάστηκαν τό μωαμεθανισμό. Μά ούτε κι έτσι γλίτωσαν, γιατί ύστερ’ από λίγο μέ διαταγή τού Ταλαάτ είχαν τήν ίδια μέ τούς άλλους τύχη.
Σ’ αυτό τό μεταξύ πολλές αρμενικές οικογένειες τής Επαρχίας μου μού παρέδωσαν εκατοντάδες παιδιά γιά νά τά σώσω. Κι εγώ τά μοίρασα αμέσως σ’ ελληνικά σπίτια. Κι όσα δέν μπόρεσα νά τοποθετήσω κάπου ασφαλώς, τά έκρυψα στή Μητρόπολη. Ακόμα κι ό πρόξενος τής Γερμανίας, επειδή φοβήθηκε νά κρατήσει στό σπίτι του μιά εικοσάχρονη Αρμενοπούλα, τήν έφερε καί μού τήν παρέδωσε. Αλλά καί πολλούς νέους, πού ήταν ικανοί νά φέρουν όπλα, άρχισα νά τούς στέλνω στά ελληνικά αντάρτικα σώματα. Μά γιά όλ’ αυτά θά μιλήσουμε μέ περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω.
Όταν ή κυβέρνηση έμαθε —καί δέν άργησε δυστυχώς νά τό μάθει— πώς κρύβονται στήν Αμισό Αρμενόπαιδα, τοιχοκόλλησε παντού προκηρύξεις, πού έλεγαν ότι όποιος άπ’ τούς Έλληνες έκρυβε παιδιά Αρμενίων, θά τόν κρεμούσαν μαζί μ’ αυτά άπ’ τήν πόρτα τού σπιτιού του.
Κατατρομαγμένος ό πληθυσμός μού επέστρεψε όλα τά παιδιά καί τίς γυναίκες, πού τούς είχα εμπιστευθεί. Έτσι γέμισαν ασφυχτικά όλες οί αίθουσες τού μητροπολιτικού μεγάρου. Αλλά κι αυτό το ‘μαθε ή τουρκική διοίκηση κι ό μουτεσαρίφης ζήτησε νά τού τά παραδώσω.
Υστερ’ από μακριά συζήτηση καί μέ τολμηρά επιχειρήματα κατόρθωσα νά τόν πείσω νά μην εκτοπίσει τά δυστυχισμένα πλάσματα. Κι αφού πήρα τή ρητή υπόσχεση του, τού τά παρέδωσα. Ο μουτεσαρίφης κράτησε τό λόγο του κι έτσι σώθηκαν από βέβαιο θάνατο ή εξισλαμισμό πολλά Αρμενόπουλα κι Αρμενοπούλες.
Μετά τήν εξόντωση τών Αρμενίων, οί περιουσίες τους κηρύχτηκαν, τραγική ειρωνεία, “εγκαταλελειμμέναι”. Κι οι Τούρκοι τις αγόρασαν αντί πινακίου φακής. Οι βαρκάρηδες κι οι χαμάληδες έγιναν εκατομμυριούχοι.
Τώρα ερχόταν ή σειρά τών Ελλήνων. Υστερ’ όμως άπ’ το θόρυβο πού ξέσπασε στόν ευρωπαϊκό κι αμερικανικό τύπο εξαιτίας τού αφανισμού τών Αρμενίων, οι Τούρκοι δέν τόλμησαν στήν αρχή νά προβούν σ’ αθρόες σφαγές, αλλά σοφίστηκαν τή λευκή σφαγή (le massacre blanc).
Τό 1916 άρχισαν οι εκτοπισμοί τών Ελλήνων μέ σκοπό το θάνατο άπ’ τήν πείνα καί τίς κακουχίες. Οι άντρες τών πόλεων στέλνονταν μακριά, στό εσωτερικό, δήθεν νά εργαστούν, μά εκεί οί περισσότεροι πέθαιναν άπ’ τίς κακουχίες καί τον εξανθηματικό τύφο. Σέ λίγο άρχισε κι ό εκτοπισμός στά χωριά. Μά Τά γυναικόπαιδα υποχρεωμένα νά περνούνε ψηλά χιονισμένα βουνά μέσα στήν καρδιά τού χειμώνα —ήταν Γενάρης— παθαίναν σωρηδόν στό δρόμο άπ’ τό κρύο, τήν πείνα καί τίς αρρώστιες.
Ξαφνικά ό πρόξενος τής Αυστρίας, καλός μου φίλος, μέ ειδοποιεί ότι έφτασε κρυπτογραφικό τηλεγράφημα, πού τού γνωστοποιούσε ότι αποφασίστηκε ή αθρόα μετατόπιση ολόκληρου τού ελληνικού πληθυσμού τού Πόντου στό εσωτερικό τής χώρας.
Γιά νά προλάβω τήν καταστροφή, φεύγω αμέσως γιά τά ρωσοτουρκικά σύνορα κι ύστερα από αγωνιώδες καί γεμάτο κινδύνους ταξίδι δώδεκα ήμερών, φτάνω στό Σού-Σεχίρ, όπου είχε τό στρατόπεδό του ό στρατάρχης Βεχήπ πασάς. Αυτόν τόν Βεχήπ τόν είχα πολλές φορές φιλοξενήσει στή Μητρόπολη ηγεμονικά κι ό ελληνικός πληθυσμός τής Αμισού τού είχε επιδαψιλεύσει εξαιρετικές τιμές καί τού είχε προσφέρει πλούσια δώρα.
Έμεινα κοντά του τρεις μέρες καί τρεις νύχτες. Κι υπενθυμίζοντας του τις περιποιήσεις καί τήν αγάπη, μέ τήν οποία Τόν περιέβαλαν οι Έλληνες τού Πόντου, καθώς καί τή θερμή κι ελληνικότατη φιλοξενία, πού είχε απολαύσει στήν Αθήνα σαν αιχμάλωτος τού Μπιζανίου, τού παρέστησα, όσο μπορούσα καλύτερα, τόν τρομερό κίνδυνο του ελληνικού πληθυσμού από τόν επικείμενο εκτοπισμό.
Ο πασάς συγκινημένος μού υποσχέθηκε νά κάνει ό,τι τού ήταν δυνατόν, για ν’ αποτρέψει τήν πλήρη εκτέλεση τών διαταγών τής κυβερνήσεως. Καί πραγματικά επέτυχε πολλά καί προπάντων τή διάσωση τής πλούσιας Αμισού.
Δυστυχώς όμως είχε κιόλας διαταχθεί ό εκτοπισμός από τά χωριά τής Κερασούντος κι οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες έφθαναν κατά χιλιάδες στή Σεβάστεια.
Εδώ, καθώς βρέθηκα ανάμεσα σ’ αυτή τήν τρικυμισμένη ανθρωποθάλασσα, πού μού ζητούσε απελπισμένα βοήθεια χωρίς εγώ νά μπορώ νά τής προσφέρω ούτε τήν πιό μικρή ανακούφιση στά δεινά της, ζήτησα νά συναντήσω τόν αιμοβόρο βαλή Μουαμέρ μπέη, τό σφαγέα τών Αρμενίων, καί τόν παρακάλεσα νά μού επιτρέψει νά μοιράσω λίγα χρήματα στούς πρόσφυγες. Αυτός όμως αρνήθηκε λέγοντας ειρωνικά ότι έτσι θά τούς συνηθίζαμε στήν τεμπελιά. Φυσικά αυτός τούς είχε κιόλας καταδικάσει σέ θάνατο από πείνα κι αρρώστια. Έτσι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες άφησαν τά κόκαλά τους στήν έρημο.
Στή Σεβάστεια έτυχε νά γνωρίσω δυό εγκληματικές φυσιογνωμίες, τό Ραφέτ πασά, όργανο τού Εμβέρ, πού τόν έστελναν άπ’ τό Βάν στήν Αμισό μ’ απόλυτη πληρεξουσιότητα, καί μαζί μ’ αυτόν κι έναν άλλο, πολιτικόν υπάλληλο, τό Βαχαδεδίν, πού είχε τά ίδια αιμοβόρα ένστικτα μέ τό Ραφέτ. Αυτοί οί δυό, στό δρόμο τους γιά τήν Αμισό πυρπόλησαν πολλά ελληνικά χωριά, εκτοπίσανε τόν πληθυσμό τους κι έγιναν μέ μιά λέξη οί δήμιοι τής επαρχίας. Κι ετοίμαζαν πιά τόν εκτοπισμό τών κατοίκων τής πλούσιας Αμισού γιά νά προβούν έπειτα στή δήμευση καί διαρπαγή τών μεγάλων περιουσιών, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε στήν Αμισό ό αρχιστράτηγος Ιτζέτ πασάς, ό έπειτα πρωθυπουργός τής Τουρκίας. Υποδέχτηκα τόν Ιτζέτ έξω από τήν πόλη μέ όλο σχεδόν τόν ελληνικό πληθυσμό, τά κοριτσάκια τού προσφέρανε λουλούδια καί πρός τιμήν του έγιναν εσπερίδες κι ηγεμονικά γεύματα στή Μητρόπολη. Σ’ αυτά έλαβαν μέρος εβδομήντα περίπου άτομα, αξιωματικοί, ανώτεροι κυβερνητικοί υπάλληλοι, πρόξενοι κι όλη ή συνοδεία τού πασά.
Εκείνο πού ζητούσαμε, τό πετύχαμε: τήν εύνοια τού Ιτζέτ. Κι ό υπασπιστής του, πού ήταν Γερμανός αξιωματικός καί πολλές φορές μιλούσαμε μαζί φιλικά, μού εκμυστηρεύτηκε πώς ό πασάς είχε στείλει στήν κυβέρνηση ευνοϊκότατο τηλεγράφημα γιά τήν πόλη μας.
Κι έτσι γιά δεύτερη φορά σώθηκε ή ζωή τής Αμισού.
Αλλά οι περιποιήσεις μας στόν Ιτζέτ φαίνεται πώς δυσαρέστησαν τό Ραφέτ, μ’ όλο πού είχε λάβει κι ό ίδιος μέρος σ’ αυτές. Γι’ αυτό παρά τις ρητές διαταγές τού Ιτζέτ βρήκε τρόπο νά εκδικηθεί την πόλη αμέσως την άλλη κιόλας μέρα, πού έφυγε ό αρχιστράτηγος, απαγχονίζοντας σαράντα πέντε νέους
Έλληνες φυγόστρατους σέ μιά άπ’ τίς πλατείες τής Αμισού.
Ή γυναίκα του Βαχαδεδίν, σωστή μαινόμενη Ηρωδιάδα, μαζί μέ άλλες Τουρκάλες καί μέ τή συνοδεία τού αντρός της καί τού Ραφέτ, ήρθαν στόν τόπο τής εκτελέσεως, γιά ν’ απολαύσουν τό θέαμα. Κι επειδή οί χωροφύλακες είχαν κιόλας κατεβάσει μερικά σώματα, ό Ραφέτ διέταξε καί ξανακρέμασαν τούς νεκρούς. Κι έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι, αφού εκόρεσαν τά αιμοχαρή τους ένστικτα.
Εδώ πρέπει νά προσθέσω πώς καί πριν άπ’ αυτόν τον ομαδικό απαγχονισμό, μά κι έπειτα άπ’ αυτόν, ως τό τέλος τού πολέμου, δέν περνούσε σχεδόν ημέρα χωρίς νά κλάψουμε νέα θύματα. Δεν μπορεί νά ζήσει κανείς πιό τραγικές στιγμές. Ολ’ αυτά έγιναν αφορμή νά γεννηθούν τ’ αντάρτικα σώματα τών Ποντίων. Πολλοί, αντιδρώντας καί ζητώντας νά γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο, δραπέτευαν άπ’ τά εργατικά τάγματα καί κατέφευγαν στά βουνά, όπου ζούσαν κατά μικρές ομάδες στήν παρανομία σαν φυγόστρατοι. Αυτές οι μικρές ομάδες, πού συχνά κατέβαιναν ως τά χωριά τους, εφοδιάστηκαν σιγά-σιγά μέ όπλα καί πολεμοφόδια κι έτσι μπορούσαν τώρα ν’ αποκρούουν τίς επιθέσεις τών Τούρκων. Τούς φυγόστρατους εφοδίαζαν μέ τρόφιμα κι όπλα οι οικογένειές τους. Μ’ αυτή τή δικαιολογία ό τουρκικός στρατός μπαίνοντας στά χωριά “έθυσε καί απώλεσε”, ενώ τά γύρω τουρκικά χωριά επωφελούμενα άρπαζαν καί λεηλατούσαν τίς περιουσίες τών Ελλήνων κα προπάντων τά ζώα.
Φυσικά οί πρώτοι αντάρτες-δραπέτες ήταν εντελώς ή σχεδόν εντελώς άοπλοι μέ μόνα πρωτόγονα όπλα μιά σκαπάνη, πού παίρναν μαζί τους φεύγοντας, ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι ή καμιά σπασμένη τούρκικη ξιφολόγχη, πού τή στερέωναν όπως-όπως σέ μιά μακριά ξύλινη σούβλα. Μά σά φτάναν στά δικά τους χωριά κλέβοντας ζώα άπ’ τούς Τούρκους, τά δίναν στίς γυναίκες τους, πού τά πουλούσαν αμέσως καί μέ τά χρήματα αυτά, καθώς καί μ’ όσα κατόρθωναν νά οικονομήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες καί πλούσιους Τούρκους εμπόρους, αγόραζαν σύγχρονα όπλα καί πολεμοφόδια άπ’ τούς Λαζούς κοντραμπατζήδες. Έτσι συγκροτήθηκαν οι πρώτες αντάρτικες ομάδες.
Αυτές τις μικρές κι άτακτες στήν αρχή ομάδες άρχισα νά οργανώνω σέ τακτικά κι αξιόμαχα αντάρτικα σώματα μέ τή μακρά πείρα πού είχα αποκτήσει άπ’ τόν Αγώνα μας στή Μακεδονία. Τά σώματα αυτά γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Κι αφού απέκτησαν άξιους κι εμπειροπόλεμους αρχηγούς, πού εγώ ό ίδιος τούς έδινα τό χρίσμα, εξελίχτηκαν σέ πραγματικά στρατιωτικά σώματα, πού είχε τό καθένα υπό τήν προστασία του καί τήν απόλυτη δικαιοδοσία του ένα τμήμα τής Επαρχίας.
Έτσι σιγά-σιγά σχηματίστηκε ένας ολόκληρος ανταρτικός στρατός, καλά οργανωμένος κι οπλισμένος, είκοσι χιλιάδων ανδρών, πού ό Κεμάλ στ’ απομνημονεύματά του τόν χαρακτηρίζει “έργο καί όργανο τού Καραβαγγέλη” κι ανεβάζει τόν αριθμό του σέ τριάντα χιλιάδες.
Τά σώματα αυτά, πού είχαν απλωθεί σά δίχτυ σ’ όλη τήν Επαρχία Αμασείας καί πολλές φορές καί στή γύρω άπ’ αυτήν περιοχή, ερχόντουσαν συχνά σέ σύγκρουση μέ τόν τουρκικό στρατό καί πάντα νικούσαν, Πρώτα εξαιτίας τής παλικαριάς τους, έπειτα γιατί πολεμούσαν πραγματικά “υπέρ βωμών καί εστιών” καί τέλος χάρη στήν καλή τους οργάνωση καί στίς οχυρές θέσεις πού κατείχαν. Έτσι κατά τή διάρκεια τού πολέμου δημιουργήθηκε τό μικρότερο πολεμικό μέτωπο τών συμμάχων, πού αγωνίστηκε ολόκληρα χρόνια αγώνες θριάμβου τών ελληνικών όπλων.
Πολλοί ήταν οι οπλαρχηγοί, πού διακρίθηκαν σ’ αυτό τόν αγώνα καί θ’ αναφέρω εδώ όσους θυμάμαι. Καί Πρώτα- Πρώτα τόν Αντών αγά, πού οί Τούρκοι τόν έλεγαν Αντών πασά καί κυριολεκτικά τόν έτρεμαν. Ήταν ένα παλικάρι μόλις είκοσι δυό χρονών άπ’ τό χωριό Κουρού-Κουκτσές, πραγματικά ατρόμητος, μιά αληθινά στρατηγική ιδιοφυία. Ο πιό παλιός κι εξίσου γενναίος οπλαρχηγός ήταν ό Βόν Ιστίλ. Κι ακόμα ό Δ. Χαραλαμπίδης, ό Βασίλ Ουστάς, ό Παντελής, ό Πίτς Βασίλ, ό Λάζαρος, ό Βαρθολομαίος, ό Ιορδάνης κι ένα σωρό άλλοι πού δέν θυμάμαι πιά τά ονόματά τους.
Σε μιά μάχη, πού δόθηκε άπ’ τόν Αντών αγά κοντά στό χωριό του καί κράτησε είκοσι τέσσερεις ολόκληρες ώρες, σκοτώθηκαν εννέα Τούρκοι αξιωματικοί κι αμέτρητοι στρατιώτες. Στήν κηδεία τών αξιωματικών, πού έγινε στήν Αμισό, οί Τούρκοι διοργάνωσαν συλλαλητήριο, πού πέρασε μπρος άπ’ τή Μητρόπολη κραυγάζοντας διάφορα συνθήματα καί προπάντων “εκδίκηση”. Κι ο χοτζάδες κι ό Ραφέτ πασάς έβγαλαν πάνω στούς τάφους εμπρηστικούς λόγους.
Άλλοτε πάλι στό χωριό Καραπερσίν ό Χαραλαμπίδης μέ τόν Παντελή πιάνοντας τά μονοπάτια άπ’ όπου θά περνούσε καταδιωκτικό απόσπασμα, τό διασκορπίσανε. Ο Βαρθολομαίος σ’ άλλο βουνό πολεμώντας γενναία άρπαξε στό τέλος κι ένα ορεινό τηλεβόλο τών Τούρκων καί μ’ αυτό τούς έτρεψε σέ άτακτη φυγή. Άλλος στό χωριό Κιζίλ-Γκιόλ, πού τόν κυκλώσανε μέσα στό σπίτι του μαζί μέ τή γυναίκα του, τήν αδερφή του κι άλλες γυναίκες, αφού είδε πώς ήταν μάταιη κάθε αντίσταση, ανατίναξε μέ βόμβα τό σπίτι του, σώζοντας έτσι τουλάχιστον τήν οικογενειακή του τιμή. Στό ηρωικό Καπού-Καγιά τής Πάφρας δέν τόλμησε γιά χρόνια ολόκληρα ν’ ανέβει τουρκικός στρατός. Καί στά χωριά της Κάφτας, Μερζεφούντας καί Ερμπαα οί αντάρτες διαρκώς πολεμούσαν καί τά έσωζαν άπ’ τούς τουρκικούς βανδαλισμούς.
Στό μεταξύ ό ρωσικός στρατός είχε καταλάβει τήν Τραπεζούντα, αλλά σταμάτησε εκεί, καρφωμένος στό Σού-Σεχίρ καί Ερζενκιάν, χωρίς νά κάνει ούτε βήμα πρός τά εμπρός, μ’ όλο πού ή δύναμη τού σχεδόν διαλυμένου τουρκικού στρατού ήταν εντελώς ασήμαντη. Φαίνεται ότι από τότε, τό 1915, είχε αρχίσει νά εισχωρεί στά ρωσικά στρατεύματα ό μπολσεβικισμός κι οί στρατιώτες αρνιόντουσαν νά πολεμήσουν. Γι’ αυτό έστειλα επιστολές στό ναύαρχο τού στόλου τής Μαύρης Θάλασσας καί στόν αρχιστράτηγο Γιούντενιτς μέ τούς οπλαρχηγούς Χαραλαμπίδη καί Βασίλ-Ουστά, πού πήγαν κρυφά μέ ιστιοφόρο στήν Τραπεζούντα. Σ’ αυτά τά γράμματα διεκτραγωδώντας την τύχη τού αρμενικού λαού κι εκθέτοντας τήν εξίσου επισφαλή θέση τών Ελλήνων, παρακαλούσα τούς πανίσχυρους συμμάχους μας νά καταλάβουν τήν Αμισό καί τήν ενδοχώρα, γιά νά σωθεί τουλάχιστον ό υπόλοιπος χριστιανικός πληθυσμός. Μά δυστυχώς δέν έγινε τίποτα, γιατί ό στρατός, όπως είπα καί πιό πάνω, δέν πειθαρχούσε πιά κι αρνιόταν νά κινητοποιηθεί. Κάπου-κάπου μόνον εμφανιζόταν κανένα τορπιλικό στά λιμάνια, έριχνε μερικές βολές στήν πόλη ή στ’ αραγμένα ιστιοφόρα, έπαιρνε μερικούς αντάρτες, τούς μετέφερε στήν Τραπεζούντα καί τούς ξανάφερνε πίσω εφοδιασμένους μέ όπλα. Αυτό γινόταν νύχτα, αλλά πολλές φορές καί μέρα μεσημέρι.
Έτσι έγινα σιγά-σιγά ό στόχος τών Τούρκων, όταν ξαφνικά τό 1917 έφτασε εντολή του πρωθυπουργού Ταλαάτ πασά νά μέ απελάσουν στήν Πόλη μέσω Αγκύρας. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα καί καταπτόησε τόν ελληνικό πληθυσμό. Καί μαζί μέ τή διαταγή τής εκτοπίσεως δέν μού δόθηκε καμιά προθεσμία νά προετοιμαστώ, παρά αμέσως μέ παρέλαβαν καί μέ τή συνοδεία μόνον ενός αστυνόμου καί μέσα από χίλιους δυό κινδύνους έφτασα μετά από οκταήμερο ταξίδι στήν Άγκυρα. Από κει μέ στείλανε σιδηροδρομικώς στήν Πόλη καί μέ ρίξανε στίς κεντρικές φυλακές.
Ευτυχώς στή διάρκεια τού ταξιδιού μου συνάντησα κάποιο γνωστό, πού φτάνοντας στήν Πόλη ειδοποίησε αμέσως τό Πατριαρχείο. Έτσι μέ σύντονες ενέργειες ό πατριάρχης κατόρθωσε νά μ’ αποφυλακίσει μόλις ύστερ’ από κάμποσες ημέρες καί νά μέ παραλάβει στό Πατριαρχείο.
Στήν Πόλη είχε σταλεί τότε καί ό Σμύρνης Χρυσόστομος μ’ ενέργειες τού βαλή Ραχμή πασά καί τού Νουρεντίν, τού μετέπειτα φονιά τού Εθνομάρτυρα. Ο Σμύρνης, πού είχε υποστηρίξει άλλοτε θερμά τή δική μου υποψηφιότητα γιά τόν Πατριαρχικό Θρόνο, σχημάτισε μαζί μ’ άλλους ιεράρχες μιά επιτροπή, πού σέ επανειλημμένες μακρές συνεδριάσεις συνέταξε πρόγραμμα μεταρρυθμιστικό των Πατριαρχείων, γιά νά εφαρμοστεί σ’ ευθετότερο χρόνο. Μά δυστυχώς δέν τό είδε ποτέ νά εφαρμόζεται.
Όταν τελείωσε ό πόλεμος, γύρισα αμέσως πίσω στήν έδρα μου στήν Αμισό. Μέ μετέφερε εκεί αγγλικό αντιτορπιλικό κι ό λαός τής Επαρχίας μου μού επεφύλαξε αποθεωτική υποδοχή. Οι Τούρκοι είχαν κρυφτεί στά σπίτια τους, ό στρατός είχε διαλυθεί κι οι αποθήκες όπλων καί πολεμοφοδίων σφραγίστηκαν άπ’ τίς αγγλικές αρχές κατοχής. Τά τηλεβόλα τά είχαν καταστήσει άχρηστα κι ή Τουρκία, τό φοβερό ως τότε θηρίο, έμοιαζε σώμα πού σφαδάζει κάτω άπ’ τή φτέρνα τού νικητή.
Τά ελληνικά σώματα κατέβαιναν πιά ελεύθερα στά χωριά καί στίς πόλεις κι έμπαιναν ένοπλα καί καμαρωτά στή μητρόπολη. Οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί ξαναγύριζαν σέ κακή κατάσταση στά σπίτια τους, γιά νά ζήσουν ή νά πεθάνουν κοντά στούς δικούς τους. Σ’ αυτούς έστρεψα όλη τήν προσοχή μου τούς βοήθησα μ’ όσο χρήμα καί μέσα διέθετα.
Τότε έφτασε πάνω σ’ ελληνικό πολεμικό κι ό αρχίατρος τού Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κ. Αντύπας φέρνοντας χρήμα καί ρουχισμό πού μοιράσαμε στούς εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Μέ τό ίδιο αυτό πολεμικό συνοδεύοντας τήν ελληνική αποστολή πήγα κι εγώ στήν Κερασούντα καί στήν Τραπεζούντα, όπου μοιράστηκαν πρώτες βοήθειες κι ιδρύθηκαν παραρτήματα τού Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Υστερ’ άπ’ τήν Τραπεζούντα πήγαμε όλοί μαζί στή Ρωσία κι επισκεφθήκαμε τίς ελληνικές κοινότητες άπ’ τό Βατούμ ως τό Σουχούμ. Εκείνοι ήταν κιόλας έτοιμοι νά επιστρέψουν στίς εστίες τους πυκνώνοντας έτσι τόν ελληνικό πληθυσμό τού Πόντου.
Μέ τό ίδιο πλοίο γύρισα στήν Αμισό κι από κει πάλι σέ λίγο πήγα στήν Τραπεζούντα, όπου μαζί μέ τό μητροπολίτη συντάξαμε υπόμνημα πρός τούς συμμάχους ζητώντας τήν ανεξαρτησία τού Πόντου. Τό βαρυσήμαντο αυτό έγγραφο στείλαμε αμέσως για τά περαιτέρω, μ’ έμπιστο πρόσωπο από τήν Αμισό, στόν Έλληνα αρμοστή στήν Κωνσταντινούπολη.
Αυτή ήταν ή κατάσταση κι ή Τουρκία υπέγραψε ταπεινωτική γι’ αυτήν συνθήκη, όταν στίς αρχές τού 1919 έφτασε στήν Αμισό άπ’ τήν Κωνσταντινούπολη ένας Τούρκος συνταγματάρχης, ό Μουσταφά Κεμάλ, μαζί μέ μερικούς άλλους αξιωματικούς, απεσταλμένος μ’ επίσημη πληρεξουσιότητα από τό σουλτάνο. Ο Κεμάλ μού έγραψε αμέσως επιστολή καί μέ προσκαλούσε μαζί μέ τούς προκρίτους νά πάμε νά τόν συναντήσουμε στό διοικητήριο. Αλλά σ’ εποχή εθνικών θριάμβων κι εξευτελισμού τής Τουρκίας θεωρήθηκε εντελώς περιττή κάθε επαφή μας μέ τούς Τούρκους. Καί γι’ αυτό δέν πήγε Κανένας μας στό διοικητήριο. Άλλωστε τι σκοπό μπορούσε να ‘χει αυτή ή συνάντηση, αφού είχε πιά αποφασισθεί ό διαμελισμός τής Τουρκίας; Ίσως γιά νά ζητήσει, όπως είχε γίνει κι άλλοτε, καμιά εξυπηρέτηση από τούς συμμάχους. Κανένας δέν μπορούσε τότε νά φανταστεί μέ τι πρόγραμμα ερχόταν στήν Ανατολή ό Κεμάλ. Έπειτα κι από τό Κέντρο είχαμε οδηγίες ν’ αποφεύγουμε στό εξής κάθε επικοινωνία μέ τούς Τούρκους.
Ο Κεμάλ, αφού έμεινε είκοσι μέρες στήν Αμισό, έφυγε γιά τό εσωτερικό καί πήγε στήν Κάφτα καί τήν Αμάσεια. Από κει σέ λίγες μέρες μαθεύτηκε πώς καλούσε τούς Τούρκους σέ μυστικές συνεδριάσεις καί τούς προέτρεπε νά φροντίσουν νά εξοπλισθούν μέ κάθε τρόπο, γιά νά διώξουν τόν εχθρό από τά τουρκικά εδάφη.
Φεύγοντας άπ’ τήν Αμάσεια πήγε στή Σεβάστεια, άπ’ όπου σέ λίγο άρχισαν νά εμφανίζονται οί πρώτες τουρκικές συμμορίες οργανωμένες άπ’ τόν ίδιο. Δυστυχώς πολύ αργά καταλάβαμε ποιος ήταν ό σκοπός τής περιοδείας του, γιατί ήταν πολύ εύκολο στό δρόμο ανάμεσα άπ’ τήν Αμισό καί τήν Κάφτα νά εξαφανιστεί τελείως ό Κεμάλ μέ τήν ομάδα του, αφού όλοι οι δρόμοι ήταν πιασμένοι από χιλιάδες Έλληνες αντάρτες. Ήταν αλήθεια πολύ αργά. Όταν το κατάλαβα, το πουλί είχε πετάξει μέσ’ άπ’ τά χέρια μου.
Μέσα σέ λίγο διάστημα οργανώθηκαν πάμπολλες τουρκικές συμμορίες, πού σκότωναν καί λήστευαν Έλληνες χωρικούς. Κάποια μέρα μάλιστα, ενώ ό επίσκοπος τής μητροπόλεως Ευθύμιος επέστρεφε άπ’ τήν Πάφρα, ή συμμορία κάποιου Μεχμέτ έπιανε στό δρόμο τίς άμαξες ψάχνοντας νά τόν βρει. Αλλά ή δική του άμαξα κατά καλή του τύχη κατάφερε νά ξεφύγει κι ή συμμορία του Μεχμέτ αρκέστηκε να τούς πυροβολεί από μακριά, μά χωρίς νά τούς πετύχει. Κι έτσι σώθηκε ό επίσκοπος από βέβαιο θάνατο.
Τότε πιά άρχισα κι εγώ με μακρά υπομνήματα να εκθέτω, όπου νόμιζα σκόπιμο, τήν κατάσταση, πού είχε δημιουργηθεί καί νά ζητώ άμεση επέμβαση των αρχών κατοχής. Κι έτσι οι Άγγλοι μάς έστειλαν στήν Αμισό στρατιωτική δύναμη από δύο χιλιάδες άντρες τών αποικιών καί παράλληλα υποχρέωσαν το σουλτάνο ν’ ανακαλέσει τον Κεμάλ. Αυτός όμως δεν επειθάρχησε στη διαταγή τής κυβερνήσεως του καί γι’ αυτό κηρύχθηκε αντάρτης. Τότε συνεκάλεσε μεγάλα συνέδρια στή Σεβάστεια, στο Ερζερούμ, στήν Άγκυρα καί τελικά σχημάτισε άλλη, δική του κυβέρνηση, στήν οποία υποτάχτηκαν όλα τα βιλαέτια τής Ανατολής. Έτσι οι Τούρκοι είχαν δύο κυβερνήσεις, μια στήν Κωνσταντινούπολη υπό τον σουλτάνο κι άλλη στήν Άγκυρα υπό τον Κεμάλ. Αυτής τής τελευταίας ή εξουσία απλωνόταν σχεδόν καί σ’ όλη τή Μικρά Ασία εκτός άπ’ το κομμάτι πού είχε παραχωρηθεί οριστικά στήν Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών.
Εδώ πρέπει νά υπενθυμίσω πώς όταν ό Κεμάλ έφτασε στην Αμισό στις αρχές του 1919, ή Σμύρνη κι ή ενδοχώρα της δεν είχαν ακόμα καταληφθεί άπ’ τον ελληνικό στρατό.
Κατά τά μέσα τού 1920 λαβαίνω ένα τηλεγράφημα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, πού μέ καλούσε νά πάω αμέσως στήν Πόλη, γιά νά πάρω μέρος σαν μέλος τής Ιεράς Συνόδου στήν εκλογή τού οικουμενικού πατριάρχη. Μαζί όμως μέ τό τηλεγράφημα του πατριαρχείου έλαβα κι ένα σωρό τηλεγραφήματα καί γράμματα φίλων, πού μέ παρακαλούσαν νά φύγω όσο μπορούσα πιο γρήγορα, γιά νά λάβω ενεργό μέρος στήν πατριαρχική εκλογή. Έτσι, αφού ετακτοποίησα βιαστικά τις υποθέσεις τής μητροπόλεως κι ανέθεσα τη διαχείριση των εθνικών ζητημάτων στο βοηθό επίσκοπο Ευθύμιο καί στον πρωτοσύγκελλό μου Πλάτωνα, ανεχώρησα για τήν Κωνσταντινούπολη. Τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου ήταν ό Προύσης Δωρόθεος. Εμένα μ’ εξέλεξαν πρόεδρο τού μικτού συμβουλίου, καθώς καί τών επιτροπών, πού είχαν συσταθεί γιά τή σύνταξη τών υπομνημάτων τού εθνικού Κέντρου πρός τά συνέδρια τής ειρήνης, όπου διεξεδικούντο τα εθνικά μας δίκαια. Αλλά καί προφορικά εξέθεσα επανειλημμένως στούς αρμοστές τών συμμάχων στήν Κωνσταντινούπολη τή νέα κατάσταση στήν Ανατολή καί τούς παρακινούσα νά πάρουν δραστικά μέτρα, γιά νά προλάβουν καί νέα επιδείνωση τής καταστάσεως. Δέν πέρασε όμως πολύς καιρός καί τά λιμάνια τού Πόντου καί τής Μαύρης Θάλασσας αποκλείστηκαν εντελώς, κάθε προσωπική επικοινωνία μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Πόντου διεκόπη, καί στήν αλληλογραφία επεβλήθη αυστηρότατη λογοκρισία.
Τότε άρχισα νά συγκεντρώνω στό σπίτι μου τούς δυσαρεστημένους Τούρκους, Κούρδους καί Κιρκασίους καί νά τούς προτρέπω νά εισβάλουν στήν Ανατολή καί νά δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στό παράνομο κράτος τού Κεμάλ σχηματίζοντας Ισχυρά αντάρτικα σώματα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ό Κούρδος Μουσταφά πασάς, πρόεδρος του στρατοδικείου, πού καταδίκασε σέ θάνατο τόν κακούργο μουτεσαρίφη τού Υοσγάτ, το σφαγέα των Αρμενίων. Άλλος ήταν ό Ριφάτ βέης Μεβλανζαδές, ιδιοκτήτης καί διευθυντής τής εφημερίδας “Σερμπεστί”, ό Αβδούλ-Καδίρ, Κούρδος γερουσιαστής, πού αργότερα απαγχονίστηκε άπ’ τόν Κεμάλ, οί Κιρκάσιοι τής Νικομήδειας, ό γιατρός Τζεμάλ βέης άπ’ το Τσορούμ, ένας άπ’ τούς οργανωτές τής επαναστάσεως τού Υοσγάτ, ό Δελή-Μπάς Μεχμέτ αγάς άπ’ το Ικόνιο, πού κατόρθωσε νά τό καταλάβει μ’ επανάσταση, μά όταν τήν κατέστειλε ό Κεμάλ, κατέφυγε γιά νά σωθεί στή Μερσίνα, πού διατελούσε τότε υπό γαλλική Κατοχή. Όταν όμως επρόκειτο νά παραδοθεί ή Κιλικία στον Κεμάλ, αυτός με δεκαπέντε ένοπλους οπαδούς του έφυγε κι ήρθε στήν Κωνσταντινούπολη. Δέν πέρασαν όμως πολλές μέρες κι ένα άλλο σώμα δικό του πού κατευθυνόταν κι αυτό στήν Κωνσταντινούπολη, συνελήφθη στό λιμάνι τής Αττάλειας πάνω στο ατμόπλοιο άπ’ το στρατό τού Κεμάλ κι απαγχονίστηκε.
Ύστερ’ από επανειλημμένες συνεδριάσεις υπό τήν προεδρία μου, στις οποίες έλαβαν μέρος πενήντα περίπου Τούρκοι αντιπολιτευόμενοι, αποφασίστηκε νά επιτύχουμε διά μέσου τής αρμοστείας νά διευκολυνθεί από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές ή είσοδος τους στο τουρκικό έδαφος διά μέσου τών συνόρων μας.
Εδώ πρέπει νά σημειώσω πώς ύστερ’ από τήν πτώση τής κυβερνήσεως τού Βενιζέλου το Νοέμβριο τού 1920, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο διέκοψε τις σχέσεις του μέ τή νέα κυβέρνηση τής Ελλάδας, τής οποίας τήν εκλογή θεωρούσε καταστρεπτική για τις εθνικές μας υποθέσεις. Εγώ όμως, αν καί δεδηλωμένος βενιζελικός, θεώρησα υποχρέωσή μου εθνική, άσχετα με τις αποφάσεις του πατριαρχείου, πούχε διακόψει
κάθε σχέση ακόμα καί με τις στρατιωτικές ελληνικές αρχές στήν Κωνσταντινούπολη, νά βοηθήσω προσωπικά το έργο τής νέας κυβερνήσεως. Αφού λοιπόν συνεννοήθηκα μέ τόν καινούργιο αρμοστή μας Βότση, στείλαμε διά Πανόρμου τό Μεχμέτ αγά μέ τούς οπαδούς του στον αρχιστράτηγο Παπούλα, κι αυτός τούς διευκόλυνε τήν είσοδο τους στήν Ανατολή. Δυστυχώς, μόλις έφτασε στά περίχωρα τού Ικονίου, προδόθηκε άπ’ τόν άλλοτε συνεπαναστάτη του Αλί βέη άπ’ τήν Καραμανία. Κι αφού τόν έπιασαν κι αυτόν καί τό σώμα του, τούς απαγχόνισαν στό Ικόνιο.
Οι Κιρκάσιοι πήγαν απέναντι στή Νικομήδεια, όπου είχε κιόλας επαναστατήσει κατά τού Κεμάλ ό Ανζαβούρ. Απ’ τούς Κούρδους στείλαμε μόνον τό Μουσταφά πασά διά τού Περσικού κόλπου στό Σουλεϊμανιέ, για νά συνεννοηθεί εκεί μέ τούς Κούρδους φυλάρχους καί νά προετοιμάσει τό έδαφος γιά επανάσταση.
Σ’ αυτό τό μεταξύ θέλοντας κι εγώ νά σχηματίσω δική μου γνώμη γιά τήν κατάσταση τού μετώπου έφυγα καί πήγα διά μέσου Προύσας στό Έσκή-Σεχίρ. Επέστρεψα όμως μέ όχι καλές εντυπώσεις γιά τό ηθικό τού στρατού μας. Αντίθετα, ή δύναμη του Κεμάλ όλο καί μεγάλωνε. Όλοι ήταν πρόθυμοι νά τόν βοηθήσουν, ακόμα κι οί παλιοί μας σύμμαχοι. Νύχτα άνοιγαν οι αποθήκες όπλων στήν Κωνσταντινούπολη άπ’ τούς ανθρώπους του Κεμάλ καί τά πολεμοφόδια έφευγαν αδιάκοπα διά θαλάσσης προς τη Γιάλοβα κι άλλα λιμάνια τής Μικράς Ασίας, πού ουσιαστικά βρισκόντουσαν πια υπό τήν εξουσία του.
Εγώ μη μπορώντας νά κάνω τίποτ’ άλλο οργάνωσα ένα είδος κατασκοπείας χρησιμοποιώντας δυό αφοσιωμένους μου ανθρώπους, έναν Τζεμάλ κι έναν Λαζό Σουκρή άπ’ τήν Κερασούντα, θανάσιμο εχθρό του διαβόητου Οσμάν αγά. Καί προτού ξεκινήσουν τα καράβια άπ’ το λιμάνι, ειδοποίησα τον Κούτση, μα αυτός δυστυχώς δεν έκανε τίποτα. Μόνο λίγα πλοία κατασχέθηκαν αλλά κι αυτά από τις αγγλικές αρχές.
Από τήν άλλη πάλι μεριά ό Κεμάλ καλούσε στήν Άγκυρα όλους τούς Τούρκους αξιωματικούς, πού κυριολεκτικά πεθαίναν τής πείνας στήν Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πού έφευγαν διά μέσου Μπονσταντζίκ πρός τά μέρη τής Νικομήδειας ήταν κι ό κακούργος Ραφέτ πασάς, πού πήγαινε τώρα κι αυτός νά ενωθεί με τον Κεμάλ. Στό δρόμο όμως τόν αναγνώρισε κάποιος Έλληνας άπ’ τήν Αμισό καί τον παρέδωσε στήν αγγλική αστυνομία. Αμέσως με ειδοποίησαν τηλεφωνικώς καί μόλις τον είδα, τον αναγνώρισα με τήν πρώτη ματιά, μ’ όλο πού έκρυβε με μεγάλη επιμέλεια τήν ταυτότητά του. Τόσο βαθιά ήταν εντυπωμένη μέσα μου ή εγκληματική μορφή του άπ’ τα θλιβερά εκείνα επεισόδια τής Αμισού καί προπάντων άπ’ τον απαγχονισμό των σαράντα πέντε νέων Ελλήνων φυγοστράτων. Δεν θυμάμαι τι του είπα. Το μόνο πού θυμάμαι είναι πώς δεν μπόρεσα νά συγκροτηθώ καί τον εχαστούκισα. Ύστερα τον παρέλαβα μαζί με δύο Άγγλους αστυνόμους καί τον μεταφέραμε στο Μόδι όπου φυλακίστηκε. Αργότερα οι Άγγλοι τον έστειλαν εξόριστο στη Μάλτα.
Τό 1921 σέ συνεδρίαση τών δύο σωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερ’ από μακρά συζήτηση καί μέ υπόδειξη δική μου, αποφασίστηκε νά κατεβώ στήν Αθήνα, για νά συναντήσω τό Γούναρη, παλιό συμφοιτητή μου στή Γερμανία, καί νά τόν πείσω νά σταλεί ένα σύνταγμα στρατού στήν Αμισό, πού ενωμένο με τούς δικούς μας αντάρτες θ’ αποτελούσε ένα σοβαρό αντιπερισπασμό στα νώτα του Κεμάλ. Αφού μάλιστα τήν εποχή εκείνη είχε αρχίσει νά συζητείται ή προέλαση του ελληνικού στρατού στήν Άγκυρα.
Φεύγοντας πήρα μαζί μου καί τέσσερεις Κούρδους, τό Ριφάτ βέη καί τρεις αξιωματικούς, πού τούς απεβίβασα στη Σμύρνη, γιά νά τραβήξουν εκείνοι για το Κουρδιστάν με σκοπό νά ξεσηκώσουν τό λαό σ’ επανάσταση. Εδώ προτρέχοντας πρέπει νά πω ότι όταν αυτοί, ύστερ’ από μακρύ καί περιπετειώδες ταξίδι κατόρθωσαν νά φθάσουν στό Σουλεϊμανιέ, είχε κιόλας αρχίσει ή υποχώρηση του ελληνικού στρατού κι έτσι δεν κατάφεραν τίποτα. Γιατί οί Τούρκοι έμαθαν εγκαίρως τι ετοιμαζόταν κι επειδή είχαν καί στρατό διαθέσιμο, έστειλαν εκεί ισχυρά δύναμη καί πρόλαβαν κάθε κίνημα.
Φτάνοντας στή Σμύρνη έμαθα πώς ό Γούναρης μέ τό Θεοτόκη βρίσκονταν εκεί κι είχαν πάει μάλιστα στήν Κιουτάχεια, πού μόλις είχε καταληφθεί. Αντί λοιπόν νά συνεχίσω τό ταξίδι μου για τήν Αθήνα, αποβιβάστηκα κι εγώ στη Σμύρνη. Εκεί με φιλοξένησε ό φίλος μου Χρυσόστομος καί τήν άλλη μέρα έφυγα καί μέσω Τουμλού-Μπουνάρ έφτασα στήν Κιουτάχεια.
Συναντήθηκα αμέσως με το Γούναρη καί κατόρθωσα νά τόν πείσω γιά τήν αποτελεσματικότητα τού σχεδίου μου. Μά τήν άλλη μέρα μ’ εκάλεσαν σε συμβούλιο, όπου ξανασυζητήθηκε τό ζήτημα. Στό συμβούλιο έλαβαν μέρος ό Γούναρης, ό Θεοτόκης, ό Δούσμανης κι άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί. Τότε με πληροφόρησαν πώς είχε κιόλας αποφασισθεί ή προέλαση τού στρατού μας ως τήν Άγκυρα μέσα άπ’ τήν έρημο. Κι εγώ αναπτύσσοντας γιά δεύτερη φορά τό σχέδιό μου μπροστά σέ όλους εκείνους τούς στρατιωτικούς, τούς τόνισα πώς αποστολή ενός συντάγματος στόν Πόντο, πού ζητούσα, θά ήταν ευεργετική όχι μόνο γιά τό χριστιανικό πληθυσμό τού Πόντου, αλλά καί γιά τήν δια τήν προέλαση τού στρατού. Γιατί ό Κεμάλ αναγκασμένος νά στείλει δυνάμεις στόν Πόντο θά τις απέσυρε άπ’ τό μέτωπο, πού έτσι θα εξασθενούσε. Το δε σπουδαιότερο, ακόμα καί σέ περίπτωση ήττας του, εάν δέν είχε δημιουργηθεί ό αντιπερισπασμός τού Πόντου, ό Κεμάλ θ’ αποσυρόταν κανονικά στήν Καισάρεια, εν ανάγκη κι ως τη Σεβάστεια καί το Ερζερούμ. Κι έτσι ό πόλεμος δέν θά τελείωνε ποτέ. Ενώ αντιθέτως, εάν το σύνταγμα του ελληνικού στρατού, πού ενωμένο με τούς αντάρτες θα έφτανε τις είκοσι πέντε χιλιάδες άνδρες, προήλαυνε διά τής αμαξιτής οδού προς τα νώτα τού Κεμάλ τη στιγμή πού ό ελληνικός στρατός θα πλησίαζε στήν Άγκυρα, ό Κεμάλ θά διέτρεχε τόν κίνδυνο, καθώς θά βρισκόταν ανάμεσα σε δυό πυρά, νά πιαστεί αιχμάλωτος. Κι έτσι αυτομάτως θα σταματούσαν οι εχθροπραξίες.
Ο Δούσμανης όμως αντιτάχτηκε με πείσμα στις προτάσεις μου, λέγοντας ότι δέν εννοεί νά στείλει ούτε ένα στρατιώτη στόν Πόντο, γιατί σ’ ένα μήνα αυτός θα ήταν κιόλας στήν Άγκυρα, θα έκαιγε όλες τις αποθήκες πολεμοφοδίων του εχθρού, θα κατάστρεφε τη σιδηροδρομική γραμμή καί θά γύριζε πίσω, αφού θα είχε εξασφαλισθεί από κάθε μελλοντική ενόχληση από μέρους τού Κεμάλ.
Έτσι γύρισα κι εγώ άπρακτος καί μέ κακά προαισθήματα στήν Κωνσταντινούπολη.
Ύστερ’ άπ’ τήν αναπόφευκτη ήττα μας μπροστά στά στενά τής Αγκύρας οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν καί ξέσπασαν τή μανία τους στόν ανυπεράσπιστο πληθυσμό του Πόντου. Οκτώ ολόκληρους μήνες βρισκόντουσαν στις φυλακές τής Αμάσειας ό βοηθός μου επίσκοπος Ευθύμιος, ό ηρωικός κι αφοσιωμένος άπ’ το Μακεδονικό ακόμα Αγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων κι εκατοντάδες άλλοι εξέχοντες ομογενείς άπ’ τήν Αμισό, τήν Πάφρα, τό Αλάτζαμ, Μερζεφούντα, Βεζύρ Κιοπρού, καθώς κι άπ’ τίς επαρχίες Τραπεζούντος, Κερασούντος καί Νεοκαισαρείας, πού αποτελούσαν το άνθος των ελληνικών κοινοτήτων. επιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες κι ό,τι άλλο εκλεκτό είχε νά επιδείξει ό Πόντος. Καί σάπιζαν αδίκαστοι μέσα στα μπουντρούμια, γιατί οί Τούρκοι Φοβόντουσαν νά τούς σκοτώσουν πριν άπ’ τήν τελική έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Μόλις όμως μαθεύτηκε ή ήττα κι ή οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, στέλνεται άπ’ τήν Άγκυρα στήν Αμάσεια ό Αμισηνός κακούργος δικηγόρος Εμίν βέης, άλλοτε Νεότουρκος καί τώρα φανατικός οπαδός του Κεμάλ. Καί μέσα σέ μιά νύχτα μέ συνοπτική διαδικασία, χωρίς νά επιτρέψει καμιά απολογία, τούς καταδικάζει όλους σέ θάνατο. Καί μαζί μ’ αυτούς κι όλους τούς μητροπολίτες του Πόντου, καί πρώτα-πρώτα εμένα. Έτσι τήν ίδια νύχτα απαγχονίζεται ό γηραιός πρωτοσύγκελος Πλάτων μέ εβδομήντα προύχοντες. Καί τίς επόμενες νύχτες είχαν τήν ίδια τύχη πολλές εκατοντάδες επιφανείς ομογενείς. Σώθηκε μόνον ό επίσκοπος Ευθύμιος, γιατί είχε προφτάσει νά πεθάνει λίγες μέρες πριν στη Φυλακή από εξανθηματικό τύφο. Σώθηκα κι εγώ, γιατί βρισκόμουν συμπωματικά σά συνοδικός στό Φανάρι. Τό ίδιο κι οι άλλοι μητροπολίτες, πού είχαν εκτοπισθεί πριν από καιρό στήν Κωνσταντινούπολη.
Συνεχίζοντας οι Τούρκοι τήν εξόντωση τού ελληνικού στοιχείου, προβαίνουν σε νέες συλλήψεις τής νεολαίας τής Αμισού καί των άλλων πόλεων τού Πόντου μέ τήν πρόφαση τι θά τούς μεταφέρουν δήθεν στό εσωτερικό. Έξι ώρες όμως έξω άπ’ τήν Αμισό περίμενε κοντά στό Καβάκ ό απαίσιος κακούργος άπ’ τήν Κερασούντα Τοπάλ Οσμάν αγάς με τη συμμορία του. Αυτός πέφτοντας απάνω στους άοπλους νέους, τούς θανάτωνε σωρηδόν. Σέ μιά μόνο μέρα σκότωσε πάνω από χίλιους πεντακόσιους. Μιά άλλη πάλι αποστολή από στρατεύσιμους νέους τής αριστοκρατίας τής Αμισού εξαφανίστηκε ανάμεσα Μερζεφούντα καί Τσορούμ, χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος της. Απ’ το Καβάκ ό Οσμάν αγάς μπήκε στήν Κάφτα, όπου πιάνοντας τούς άντρες τούς θανάτωνε μέ τά ίδια του τα χέρια πνίγοντάς τους μέ σχοινιά[(…)]. Το ίδιο είχε κάνει στήν Κερασούντα καί σ’ άλλες πόλεις.
Απ’ τήν άλλη μεριά ό Νουρεντίν πασάς εισέβαλε με πολυάριθμο στρατό στήν επαρχία Αμασείας, για νά καταδιώξει τ’ αντάρτικα σώματα. Μά τό μόνο πού κατόρθωσε ήταν νά εξοντώσει σ’ επανειλημμένες μάχες πολλές χιλιάδες γυναικόπαιδα, πού από πολύν καιρό ζούσαν πάνω στά χιονισμένα βουνά, κοντά στους καταυλισμούς των ανταρτών, για νά γλιτώσουν άπ’ τίς σφαγές τών Τούρκων. Σύμφωνα μ’ επίσημες τουρκικές πληροφορίες μόνον ανάμεσα Λαδίκ καί Κάφτας σκότωσε εφτακοσίους αντάρτες. Μα στήν πραγματικότητα ήταν γυναικόπαιδα, γιατί οι αντάρτες δεν είχαν σοβαρές απώλειες. Ένα μάλιστα ανταρτικό σώμα από τριάντα άντρες, μαζί μέ τά γυναικόπαιδα, κυνηγημένο, αναγκάστηκε νά πάρει τό δρόμο γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ύστερ’ από νυκτερινή οδοιπορία δύο μηνών κι αφού έδωσε επανειλημμένες λυσσώδεις μάχες ανάμεσα στα τουρκικά χωριά, όπου έχασε πολλούς άντρες, έφτασε στη Νικομήδεια κι από κει πέρασε στήν Κωνσταντινούπολη. Ήταν αληθινά μια ηρωική στρατηγική επιχείρηση πού μάς θυμίζει τήν Κάθοδο των Μυρίων του Ξενοφώντα.
Βλέποντας πώς του ήταν αδύνατον νά εξοντώσει τούς αντάρτες ό Νουρεντίν πασάς, αφού ξέσπασε όλη του τη μανία πάνω στα γυναικόπαιδα, γύρισε στήν Άγκυρα.
Τότε οι αντάρτες, εκδικούμενοι αυτές τις θηριωδίες, κατέβηκαν κι αυτοί στα τουρκικά χωριά τής Αμισού, Πάφρας καί Κάφτας κι έκαψαν περίπου εκατό, σκοτώνοντας πολλούς άπ’ τούς κατοίκους. Ο Τούρκοι χωρικοί για νά γλιτώσουν, εδήλωσαν υποταγή στους αντάρτες κι άρχισαν νά τούς προμηθεύουν αλεύρι, τρόφιμα κι άλλα απαραίτητα είδη. Αλλά κι ό μουτεσαρίφης Αμισού αναγκάστηκε νά συνθηκολογήσει με τούς αντάρτες επιτρέποντας τήν ελεύθερη είσοδό τους στις πόλεις καί τη μεταφορά τροφίμων στα χωριά τους, υπό τον όρο νά πάψουν κι αυτοί νά χτυπούν τα τουρκικά χωριά καί ν’ αρπάζουν κτήνη καί τρόφιμα.
Το Πατριαρχείο, πού έβλεπε ότι θ’ αργούσε ακόμα νά τελειώσει ό πόλεμος, αποφάσισε νά προβεί στήν εκλογή νέου Πατριάρχη. Το Σεπτέμβριο του 1921 έγιναν οι προκαταρκτικές ενέργειες κι αποφασίστηκε άπ’ τα δύο σώματα νά λάβουν μέρος στήν εκλογή κι οι μητροπολίτες των Νέων Χωρών, καθώς καί λαϊκοί αντιπρόσωποί τους. Το Πατριαρχείο έστειλε καί τα πιττάκια στους αρχιερείς με τήν εντολή νά στείλουν τα ψηφοδέλτιά τους για τήν ανάδειξη των υποψηφίων. Η ελληνική κυβέρνηση σ’ αυτή τήν περίπτωση δήλωσε στον αρμοστή Βότση Πώς δέν θ’ ανακατευόταν στήν εκλογή, ίσως γιατί ό Βότσης τήν είχε προειδοποιήσει ότι ή εκλογή θ’ απέβαινε υπέρ του Αμάσειας κι ότι μολονότι βενιζελικός, αλλά συνάμα καλός πατριώτης, θα έκανε μία καλή πατριαρχία.
Ενώ όλα πήγαιναν καλά, ένας άπ’ τούς αντιβενιζελικούς μητροπολίτες πήγε στήν Αθήνα κι έπεισε μέ ποιος ξέρει τι επιχειρήματα, τήν κυβέρνηση νά επέμβει στήν εκλογή απαγορεύοντας στους μητροπολίτες των Νέων Χωρών νά πάνε στήν Κωνσταντινούπολη. Ή ενέργεια αυτή τής κυβερνήσεως εξόργισε ολόκληρη τήν Κωνσταντινούπολη καί τά δύο σώματα αποφάσισαν νά προβούν αμέσως στήν εκλογή καί χωρίς τή συμμετοχή των μητροπολιτών των Νέων Χωρών. Ορίστηκε μάλιστα κι ή μέρα τής εκλογής. Συνέπεια αυτής τής αποφάσεως ήταν ν’ αποσυρθούν άπ’ τήν Ιερά Σύνοδο επτά βασιλικοί μητροπολίτες καί ν’ αντικαταστούν από άλλους.
Από κει καί πέρα τά πράγματα πήγαν ομαλά καί τήν παραμονή όλα έδειχναν πώς ή δική μου εκλογή ήταν βεβαία, αν κι υπήρχαν μερικές δυσαρέσκειες εξαιτίας των φιλικών μου σχέσεων μέ τόν αρμοστή. Όταν ξαφνικά τη νύχτα φτάνει στό σπίτι μου μια τριμελής επιτροπή τής Εθνικής Αμύνης καί με θερμοπαρακαλεί ν’ αποσύρω τήν υποψηφιότητά μου υπέρ του Μελετίου. Αυτός, έλεγαν, θά έφερνε άπ’ τήν Αμερική εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από έρανο για τις ανάγκες των Πατριαρχείων κι επειδή είχε φιλικότατες σχέσεις μέ τόν Άγγλο αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας καί τούς Αμερικανούς επισκόπους, θα φαινόταν πολύ χρήσιμος στήν εθνική υπόθεση. Γι’ αυτό ήταν επιτακτική εθνική ανάγκη νά εκλεγεί ό Μελέτιος. Αυτή ήταν άλλωστε κι ή επιθυμία, όπως έλεγαν, τού Βενιζέλου.
Ύστερ’ από μικρή σκέψη τούς είπα πώς δέν μπορούσα νά τούς απαντήσω αμέσως. Μά πώς τήν άλλη μέρα, πριν άπ’ τή συγκρότηση τής Εθνοσυνελεύσεως, θά τούς έδινα τήν απάντηση. Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Αναμέτρησα καί πάλι όλες τίς οικονομικές δυσκολίες τών Πατριαρχείων καί τών εθνικών Φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Οι πατριαρχικοί υπάλληλοι είχαν εννέα ολοκλήρους μήνες νά πάρουν μισθό καί τά Φιλανθρωπικά μας Ιδρύματα βρισκόντουσαν σέ αδιέξοδο. Γιατί ή κυβέρνηση τών Αθηνών είχε διακόψει από πολύν καιρό τήν αποστολή τών επιδομάτων καί πόροι άπ’ αλλού δέν υπήρχαν. Αναλογίστηκα πώς θά βρισκόμουν μπροστά σέ οικονομικό χάος. Άλλωστε είχε διαδοθεί ευρύτατα πώς ό Μελέτιος θά έφερνε μαζί του άφθονο χρήμα γιά τήν επούλωση των οικονομικών πληγών, όπως έγραφε ό Τσολαϊνός άπ’ την Αμερική σε αξιωματικούς τής Εθνικής Αμύνης, πού κι αυτή είχε εξίσου μεγάλη ανάγκη οικονομικής βοήθειας. Μπροστά σε όλα αυτά τα προβλήματα και καθώς ήξερα καί τήν Κίνηση τών απόστρατων αξιωματικών τής Αμύνης, πού είχαν ταχθεί στο πλευρό τού Μελετίου, αφού σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα ολομόναχος όλη τη νύχτα, πήρα τήν απόφασή μου: θά υποχωρούσα και θα υποστήριζα την υποψηφιότητα του Μελετίου, όπως είχα κάνει άλλοτε γιά τό γηραιό μητροπολίτη Χαλκηδόνος. Άλλωστε στο βάθος τής καρδιάς μου έμενε πάντοτε μιά αμυδρή ελπίδα πώς, αν έπεφτε για οποιοδήποτε λόγο ό Μελέτιος σίγουρα θά ήμουν εγώ ό διάδοχός του.
Τήν άλλη μέρα λοιπόν γνωστοποίησα, όπως είχα υποσχεθεί, την απόφασή μου. Μερικοί είπαν πώς φοβήθηκα τούς αξιωματικούς τής Εθνικής Αμύνης. Γελοίος ισχυρισμός. Ο άνθρωπος, πού δέν είχε φοβηθεί χρόνια ολόκληρα τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, θα φοβόμουν τώρα μία χούφτα Έλληνες αξιωματικούς, πού μάλιστα οι περισσότεροι ήταν παλιοί συνεργάτες και φίλοι μου άπ’ τό Μακεδονικό Αγώνα; Άλλοι ψιθύριζαν πώς είχα δωροδοκηθεί. Αισχροί συκοφάντες.
Ή αλήθεια είναι πώς ένας φίλος μου λαϊκός, πού ζει και κατοικεί σήμερα στην Αθήνα, μου πρότεινε ποσόν δέκα χιλιάδων λιρών και πλέον, γιά νά κάνω ό,τι εγώ μόνος μου αυθόρμητα είχα αποφασίσει με μόνη σκέψη μου τό εθνικό συμφέρον. Φυσικά απέρριψα με αγανάκτηση και βδελυγμία την πρότασή του. Δέν ήταν δυνατόν νά σβήσω με μιά μονοκοντυλιά το άσπιλο κι αδέκαστο παρελθόν μου.
τά τέλη Νοεμβρίου τού 1921 ανοίχτηκαν μπροστά στην εθνοσυνέλευση τα ψηφοδέλτια των μητροπολιτών κι άπ’ αυτά καταρτίστηκε κατάλογος τών υποψηφίων, άπ’ τούς οποίους και πάλι είχα εγώ τίς περισσότερες ψήφους. Απ’ τον κατάλογο αυτόν ή Εθνοσυνέλευση με μυστική ψηφοφορία έλεξε τούς τρεις οριστικούς υποψηφίους, τό Μελέτιο, τόν Καισαρείας κι εμένα. Κι άπ’ αυτούς τούς τρεις, σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς, ή Ιεραρχία κατεβαίνοντας στο ναό τού Πατριαρχείου θα εξέλεγε τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Οι μητροπολίτες πού θά λάβαιναν μέρος στην τελευταία εκλογή ήταν δεκαεπτά. Μά άπ’ αυτούς οι έξι, επειδή ήταν άρρωστοι ή απουσίαζαν άπ’ τήν Κωνσταντινούπολη, είχαν αναθέσει τις ψήφους των επιτροπικός σ’ εμένα. Αλλά κι άλλοι μητροπολίτες είχαν κηρυχτεί αναφανδόν υπέρ τής δικής μου υποψηφιότητας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ό Χαλκηδόνος Γρηγόριος, πού έγινε αργότερα Οικουμενικός Πατριάρχης, καί ό Νικαίας Βασίλειος, πού είναι σήμερα Οικουμενικός Πατριάρχης. Μόνον ό Καισαρείας ήταν δεδηλωμένος υπέρ τού εαυτού του, ενώ ό Αγκύρας αμφιταλαντευόταν. Έτσι άπ’ τις δεκαεπτά ψήφους οι δεκαπέντε αν όχι οι δεκαέξι ήταν δικές μου.
Επάνω στην Αγία Τράπεζα πρώτος έδωσα εγώ τις ψήφους μου ανοιχτές, μ’ ακολούθησαν πολλοί άπ’ τούς φίλους μου κι έτσι εξελέγη ό Μελέτιος.
Όταν ό Μελέτιος ήρθε άπ’ τήν Αμερική, μου πρότεινε πρώτα τήν αρχιεπισκοπή πάσης Ευρώπης κι έπειτα τής Αμερικής.
Μα εγώ αρνήθηκα και τη μιά και την άλλη, γιατί δεν εννοούσα να εγκαταλείψω το στάδιο της δράσεώς μου.
Τό Μάρτιο του 1922 το Πατριαρχείο μ’ έστειλε στό Βελιγράδι, γιά νά επιδώσω τον Πατριαρχικό Τόμο τής χειραφετήσεως των νέων Σερβικών Επαρχιών και τής αναγνωρίσεως του μητροπολίτη Βελιγραδίου σαν Πατριάρχη. Τό Μάιο του ιδίου χρόνου μ’ έστειλαν πάλι στό Βελιγράδι, σαν αντιπρόσωπο των Πατριαρχείων στους γάμους των βασιλέων τής Γιουγκοσλαβίας, και το Σεπτέμβριο στο Βουκουρέστι, πάλι σαν αντιπρόσωπο του Οικουμενικού Θρόνου στις τελετές τής στέψεως τών βασιλέων τής Ρουμανίας Φερδινάνδου καί Μαρίας, πού έγινε στις 15 Οκτωβρίου στην Alba-Julia.
Απ’ το Βουκουρέστι ξαναπήγα στό Βελιγράδι, γιά να παραλάβω τα καθυστερούμενα τής σερβικής κυβερνήσεως προς τα Πατριαρχεία κι αφού με πολλούς κόπους κατόρθωσα να μου δοθεί συνάλλαγμα ενός εκατομμυρίου Φράγκων, επέστρεφα διά μέσου Κωνστάντζας στήν Κωνσταντινούπολη.
Δυστυχώς λίγες μέρες πριν είχαν μπει στην Πόλη τα κεμαλικά στρατεύματα. Κι επειδή ό Κεμάλ μέ είχε καταδικάσει σέ θάνατο, ό πατριάρχης από φόβο μήπως συλληφθώ κατά τήν αποβίβασή μου άπ’ τό πλοίο, έσπευσε νά ρωτήσει τις αρμοστείες των Μεγάλων Δυνάμεων αν θά μπορούσαν νά εξασφαλίσουν τή ζωή μου. Μετά τήν αρνητική τους απάντηση ή Ιερά Σύνοδος μ’ εψήφισε μητροπολίτη Ιωαννίνων, ενώ βρισκόμουν ακόμα εν πλω.
Όταν μπήκαμε στο λιμάνι τής Κωνσταντινουπόλεως ανέβηκε στο πλοίο κατ’ εντολήν τού Πατριάρχη ό αρχιγραμματέας τής Συνόδου, γιά νά προλάβει νά εμποδίσει τήν αποβίβασή μου. Μού παρέδωσε γράμματα του πατριάρχη, πού έφερνε μαζί του καί τά έγγραφα τού διορισμού μου.
Αποχαιρέτησα λοιπόν από μακριά καί μέ πόση θλίψη τήν Κωνσταντινούπολη! Κι ύστερ’ από δύο μέρες έφτανα στήν Αθήνα. Εκεί πολλοί φίλοι και διάφοροι παράγοντες ισχυροί υπέβαλαν τήν υποψηφιότητα μου σαν αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Μα ό κύριος Γονατάς, πρωθυπουργός τής επαναστατικής κυβερνήσεως, εκκάλεσε τούς συνοδικούς καί τούς έπεισε νά ψηφίσουν τόν αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο, πού ήταν γείτονας καί φίλος του.
Απογοητευμένος άπ’ την ωραία αυτή χειρονομία του Γονατά έφυγα για τα Γιάννενα. Εκεί άρχισα αμέσως νά μελετώ ανάγκες τής Ηπείρου. Κι αποφάσισα νά δώσω βιομηχανική ώθηση στον άγονο τόπο, ώστε ν’ αναχαιτιστεί τό ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών.
Πρώτα-πρώτα, αφού απελευθέρωσα το Παπαζόγλειο μέγαρο άπ’ τη στρατιωτική κατοχή, το μετέτρεψα σε σχολή ταπητουργίας, όπου γυναίκες πρόσφυγες άπ’ τή Σμύρνη κι άλλα μέρη τής Μικράς Ασίας εδίδασκαν στις Ηπειρώτισσες τη φημισμένη τους τέχνη. Μιά όμοια σχολή ίδρυσα και στην κωμόπολη Ζίτσα κι ετοιμαζόμουν νά κάνω τό ίδιο και με μιά μονή τών Τζουμέρκων. Τή μονή Δουρούτης, τήν πιό πλούσια σε γαίες και κτήνη τής περιοχής, προόριζα γιά γεωργική σχολή και κατόρθωσα να πείσω την κυβέρνηση ν’ αναγνωρίσει το ίδρυμα και να το αναλάβει υπό την προστασία της. Επιπλέον πέτυχα να επανιδρυθεί στο νησί των Ιωαννίνων ή εκεί ιερατική σχολή, πού είχε πάψει νά λειτουργεί πριν από πολλά χρόνια. Καί μιάν άλλη μονή τών Ζαγορίων τήν προόριζα για σχολή σηροτροφίας. Έτσι με την ταπητουργία, τή σηροτροφία και τη θαυμαστή ηπειρώτικη μεταλλοτεχνία πίστευα πώς γρήγορα ό τόπος θά γνώριζε μιά οικονομική άνθηση.
Αλλά τον Απρίλιο τού 1924, δηλαδή μόλις ένα χρόνο ύστερ’ άπ’ την άφιξή μου στά Γιάννενα, λαβαίνω τηλεγράφημα τού υπουργείου των Εξωτερικών, πού μού γνωστοποιούσε ότι τό Πατριαρχείο κατόπιν δικής του υποδείξεως μέ ψήφισε μητροπολίτη Ουγγαρίας!
Ή Επαρχία Ιωαννίνων διεμαρτύρετο κι εγώ ό ίδιος κατεβαίνοντας στην Αθήνα προσπάθησα με κάθε τρόπο νά τούς δώσω νά καταλάβουν ότι αυτό ήταν ένα σωστό πραξικόπημα. Η μητρόπολη Ουγγαρίας μέ επτά όλο-όλο ελληνικές οικογένειες στή Βουδαπέστη, πού κι αυτές είχαν εξουγγρισθεί, ήταν αληθινός εμπαιγμός καί τέχνασμα τού πρώην Ιωαννίνων και τώρα Αμάσειας Σπυρίδωνος, γιά νά μέ διώξει άπ’ τά Γιάννενα καί νά ξαναγυρίσει ό ίδιος στήν παλιά του θέση. Σε τίποτα όμως δεν ωφέλησαν οι διαμαρτυρίες μου. Καί τό Πατριαρχείο πού κατάλαβε το λάθος του, έσπευσε νά καταργήσει τή μητρόπολη Ουγγαρίας στα σπάργανά της κι έτσι εγώ έμενα απλώς πρώην Ουγγαρίας. Μα και ή κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας επιτέλους το αδίκημα, πού είχε διαπράξει, επρότεινε στο Πατριαρχείο ν’ αποσπάσει τις κοινότητες τής Κεντρώας Ευρώπης άπ’ την εξαρχία τής Ευρώπης και να δημιουργήσει μ’ αυτές νέα εξαρχία, την εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης. Σ’ αυτήν να διορίσει εμένα, τον πρώην Ουγγαρίας, με την υπόσχεση ότι αυτό, το υπουργείο, θα αναλάμβανε την αξιοπρεπή μου συντήρηση!
Αφού έμεινα εννέα ολόκληρους μήνες στην Αθήνα, βλέποντας πώς ούτε οί δικές μου διαμαρτυρίες ούτε οί διαμαρτυρίες τής Επαρχίας μου έφεραν κανένα αποτέλεσμα και καταλαβαίνοντας ότι στο τέλος θα έμενα άνεργος καί πάμπτωχος στους πέντε δρόμους πρός μεγάλη χαρά τών Τούρκων, αναγκάστηκα να δεχτώ. Κι έφυγα για τη Βιέννη, τόν τόπο τής εξορίας μου.
Δέν πέρασε όμως χρόνος κι ό Πάγκαλος, καταλαμβάνοντας ξαφνικά την εξουσία σαν δικτάτωρ, ανάμεσα στις άλλες παρανομίες, μου έκοψε και το επίδομα του εξάρχου κεντρώνας Ευρώπης. Άλλος εξευτελισμός! Μένοντας έτσι ξένος μέσα σέ ξένους χωρίς κανένα πόρο ζωής ούτε καν κατοικία —οι ελληνικές κοινότητες τής εξαρχίας μου, πού περιελάμβανε μόνο τη Βιέννη και τις κοινότητες τής Ιταλίας, βρισκόντουσαν, ύστερ’ άπ’ τόν πόλεμο, σέ οικονομική παρακμή και μαρασμό— αναγκάζομαι να κατεβώ στην Αθήνα. Εδώ αρχίζει νέο μαρτύριο. Διαμαρτύρομαι πρός όλες τίς κατευθύνσεις, μένω επί μήνες χωρίς μισθό κρούοντας μάταια τίς θύρες. Καί μόλις κατορθώνω στό τέλος νά μου αναγνωρισθεί μισθός πενήντα λιρών, δηλαδή ούτε τό μισό του αρχικού μου μισθού. Κι άπ’ αυτό το γλίσχρο ποσόν ήμουν υποχρεωμένος να πληρώνω για μόνιμη κατοικία, τροφή, έξοδα περιοδείας (έξοδα κινήσεως καί ξενοδοχεία), καθώς και για έξοδα παραστάσεως.
Με την ελπίδα ότι γρήγορα θ’ άλλαζαν τα πράγματα, έφυγα γιά τή Βιέννη. Καί ξαναγύρισα μετά τήν πτώση του Παγκάλου, επί κυβερνήσεως Κονδύλη, πού μου παρεχώρησε γενναιόδωρα άλλες δεκαπέντε λίρες γιά έξοδα κατοικίας κλπ. Μ’ άλλα λόγια ό μισθός μου μόλις έφτανε τό μισό του αρχικού. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός καί επί οικουμενικής κυβερνήσεως το υπουργείο περιορίζει τη μισθοδοσία μου σέ τριάντα πέντε μόνο λίρες! Καί μ’ αυτές έπρεπε να συντηρούμαι αξιοπρεπώς σύμφωνα με την υπόσχεση, πού είχε δώσει το ίδιο το υπουργείο στα Πατριαρχεία.
Αρχίζουν νέες απογοητεύσεις. Επιστρέφω στην Αθήνα. Κρούω και πάλι τις θύρες των αρμοδίων. Αλλά άδικα. Μόλις μετά δέκα μήνες κατορθώνω να ιδώ τον υπουργό, στο πόδι, για να μου πει πώς αφού δεν μου επαρκεί ό μισθός μου, μπορώ ν’ αποσυρθώ σ’ ένα μικρό προάστιο ή χωριό τής Βιέννης κι εκεί να ζήσω αξιοπρεπώς με το ποσόν των τριάντα πέντε λιρών. Ωραίος προορισμός!
Τελικά με τη μεσολάβηση ισχυρού παράγοντος, ό μισθός μου αυξήθηκε σε εξήντα λίρες, δηλαδή στο μισό περίπου του αρχικού μου μισθού.
Απογοητευμένος πια εντελώς ξαναγύρισα στη Βιέννη περιμένοντας καινούργιες δοκιμασίες.
Παρ’ όλα αυτά επανειλημμένως περιόδευσα την εξαρχία μου. Στή Γένοβα αγόρασα μ’ έρανο εκκλησία και κατοικία του εφημερίου αξιοπρεπεστάτη. Στο Λιβόρνο εξασφάλισα την περιουσία τής κοινότητας, πού είχε διαλυθεί, αναλαμβάνοντας ό ίδιος τη διαχείρισή της καί σώζοντας αυτήν από δύο απατεώνες, πού την ελυμαίνοντο ανενόχλητοι.
Κι έτσι σήμερα κατάντησα νά περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ’ ερείπια, εξόριστος απ’ την Καστοριά, απ’ την Αμάσεια, απ’ την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές τό μαρτυρικό θάνατο στήν Τουρκία, καί τελικά εξόριστος κι απ’ την Ελλάδα, πού υπηρέτησα με αυταπάρνηση σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Αυτή ήταν ή αμοιβή των θυσιών κι εθνικών αγώνων ενός κληρικού, πού αφιέρωσε όλη του τή ζωή κι όλες του τις δυνάμεις με πρωτοφανή αλτρουισμό κι ανιδιοτέλεια στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Ο κληρικός αυτός φαίνεται πώς δεν θα ήταν χρήσιμος πιά στήν Εκκλησία τής Ελλάδος και γι’ αυτό έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελισθεί και να εξορισθεί τέλος άπ’ τήν ίδια του την πατρίδα, γιά νά πεθάνει μακριά της εξόριστος στην ξένη γη !»
Εδώ τελειώνουν τ’ απομνημονεύματα τού Γερμανού Καραβαγγέλη, του μεγάλου Έλληνα καί μεγάλου Ιεράρχη, πού πέθανε εκεί στήν εξορία του, μόνος κι έρημος, ένα παγωμένο πρωινό του Φλεβάρη του 1935, σέ ηλικία μόλις εξήντα οκτώ ετών, με τήν ψυχή «περίλυπη έως θανάτου» γιά τή μαύρη αχαριστία, πού του έδειξε ή πατρίδα μας, όπως τό συνηθίζει άπ’ τά πανάρχαια χρόνια γιά όσα παιδιά της πάρα πολύ τήν αγάπησαν μ’ έργα κι όχι μέ λόγια.
ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από το υπέροχο έργο «μορφές μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», εκδ. τροχαλία της Αντιγόνης Μπέλλου – Θρεψιάδη.
Υ.Γ. Ο ρόλος καθώς και το έργο του Γ. Καραβαγγέλη στον Μακ. Αγώνα θεωρώ πως είναι λίγο-πολύ γνωστός και γι' αυτό δεν τον αναφέρω.
Re: Ο Παπα-Πασχάλης του Μακ. Αγώνα και άλλοι ήρωες.
Δημοσιεύτηκε: Δευ 08 Σεπ 2008, 23:13
από karipis
«ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ: Εθνάρχης του Ελληνισμού»
Γράφει ο
κ. ΣΤΑΘΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Δ. Μακεδονίας
Ο τίτλος φαίνεται ευρύτερος του πραγματικού. Διότι ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ, συνήθως είναι γνωστός ως Ιεράρχης και Εθνάρχης των Ποντίων, όχι όλων των Ελλήνων. Με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσω να δείξω και να τεκμηριώσω τη λαμπρή ιεραρχική και εθναρχική του δραστηριότητα (αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν) πολύ πέραν των ορίων του Πόντου και της κυρίως Ελλάδος, σε χρονικό διάστημα που ξεπερνά το μισό αιώνα.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την εκκλησιαστική από την εθνική δραστηριότητα ενός Ιεράρχη. Στην περίπτωση όμως του Χρύσανθου θα λέγαμε άνετα ότι οι δύο ιδιότητες λειτουργούν ως παράλληλες και παραπληρωματικές εκλάμψεις μιας χαρισματικής και ταλαντούχου προσωπικότητας, κατά τρόπο που η εθνική εξαγιάζεται δια της εκκλησιαστικής, ενώ η εκκλησιαστική ενεργοποιείται δια της εθνικής.
Ασφαλώς, η μεγαλειώδης και θαυματουργή αυτή συλλειτουργία του άξιου ιεράρχη και του λαμπρού εθνικού ηγέτη δεν είναι τυχαία και ανερμήνευτη. Νέος, σπουδαστής ακόμη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903), πέρα από τη θεολογική παιδεία που καρπώθηκε, είχε επιδοθεί και στην εκμάθηση δύο ξένων γλωσσών, Γαλλικής και Γερμανικής, θυσιάζοντας ακόμη και τις θερινές διακοπές. Ως κάτοχος και γνώστης των δύο αυτών ευρωπαϊκών γλωσσών, κατόρθωσε να προσεγγίσει, από τη νεαρή εκείνη ηλικία των 18-20 χρόνων (γεννήθηκε το 1881 στην Κομοτηνή), τα περίφημα φιλοσοφικά και φιλολογικά έργα της γαλλικής και γερμανικής διανόησης (Wecklein, Meyer, Wundt κ.ά.) και να μυηθεί στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Όμως, με τη δυναμική των δύο ξένων γλωσσών, ο Χρύσανθος περνά στην πραγματική υπέρβαση 4 χρόνια μετά τις βασικές θεολογικές σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Πράγματι, οι ανώτερες σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και της Λωζάνης (1908-1911), με την οικονομική στήριξη των Τραπεζουντίων Τραπεζιτών Φωστηρόπουλου και Θεοφύλακτου, προσέφεραν στον 27χρονο επιστήμονα ιερωμένο (από το 1903) σπάνιες ευκαιρίες και δυνατότητες ευρύτερης πνευματικής και κοινωνικής καλλιέργειας, μέσω της διδασκαλίας μεγάλων καθηγητών της εποχής (Zoon, Mitteisg, Both, Bruggemann, Paretto, Siruen), αλλά και μέσω των πολιτιστικών δρώμενων, τα οποία παρακολουθούσε στις δύο αυτές ευρωπαϊκές πόλεις.
Ταυτόχρονα, ήρθε σε επαφή και με την πιο σύγχρονη ελληνική διανόηση μέσω των νέων Ελλήνων λογοτεχνών και κοινωνιολόγων που σπούδαζαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη (Κώστας Χατζόπουλος, Γεώργιος Σκληρός—Κωνσταντινίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Πηνελόπη Δέλτα κ. ά.). Ακόμη και με τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Αντιλαμβανόμαστε με πόσο ευρύτερο, βαθύτερο και ουσιαστικότερο μορφωτικό οπλισμό επέστρεψε, το 1911, ο Χρύσανθος στην Κων/πολη από την Ευρώπη. Αλλά και πόσα ηθικά και πνευματικά εφόδια διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κατοπινού άξιου Ιεράρχη και λαμπρότατου Εθνάρχη, τόσο στην προ της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), όσο και στη μετά τον ξεριζωμό περίοδο των δραστηριοτήτων του.
Α) ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ (1922)
α) Ο Χρύσανθος ως Αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντος (1903-1907)
Παρότι πολύ νέος (22 χρόνων) διορίζεται από το Μητροπολίτη Κωνστάντιο Β’ Καρατζόπυλος ως Γενικός Επίτροπος, με δικαίωμα συμμετοχής στο Δ/κό Συμβούλιο του Βιλαετίου Τραπεζούντος.
Από τη θέση αυτή διεκπεραιώνει σημαντικές υποθέσεις, με ευρύτερο εθνικό νόημα:
1) Ρυθμίζει καυτά κοινοτικά ζητήματα που είχαν σχέση με την εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή της πόλης.
2) Προβαίνει σε δύο σημαντικές, εθνικού ενδιαφέροντος, ενέργειες. Από τη μια συμβάλλει, ώστε βιβλιοπώλης της Τραπεζούντος που συνελήφθη με την κατηγορία ότι είχε στο κατάστημά του εικόνες και σημαίες των αγωνιστών του 1921, να απαλλαγεί και να αφεθεί ελεύθερος. Από την άλλη, κατορθώνει ώστε Ελληνίδα της περιοχής Ματσούκας, η οποία απήχθη και απειλείτο με εξισλαμισμό, να απελευθερωθεί και να αποδοθεί στου ς οικείους της.
3) Πέρα από τα παραπάνω, αναλαμβάνει και φέρνει σε αίσιο πέρας δύο σημαντικές ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ. Κατά πρώτο, ύστερα από επιτόπια επίσκεψη, ως Έξαρχος του Οικουμενικού Θρόνου, στην Ι. Μονή Παναγίας Σουμελά, ρυθμίζει θέματα κοινοβιακά, αλλά και άλλα ζητήματα της Μονής που είχαν σχέση με περιουσιακά και οργανωτικά ζητήματα (1907). Κατά δεύτερο, με την ίδια ιδιότητα επισκέπτεται τη Βενετία, κατ’ εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, και κατορθώνει, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, να φέρει την ειρήνευση ανάμεσα στην ιστορική ελληνική κοινότητα και στην τοπική Εκκλησία, υποβάλλοντας και σχετική εκτενή έκθεση στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την προσωπική του επιτυχία στην εκλογή του Κων/νου Αράμπογλου, ως νέου Μητροπολίτη Τραπεζούντος, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου Β’ (1906), αντιλαμβανόμαστε ότι το καρποφόρο ξεκίνημα του νεαρού Χρύσανθου, ως Αρχιδιακόνου Τραπεζούντος (1903-1907), πριν ακόμη από τις ανώτερες σπουδές του στην Ευρώπη, ανοίγει ευνοϊκότατες προοπτικές για το ξεδίπλωμα των ικανοτήτων του στις επόμενες φάσεις της ιερατικής του διαδρομής, και μάλιστα φάσεις κρισιμότατες για το γένος.
β) Ως Αρχειοφύλακας και Αρχισυντάκτης της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας»
(1911-1913)
Οι δραστηριότητες του Χρύσανθου σ’ αυτή την τριετία συμπίπτουν με την πρώτη περίοδο της νεοτουρκικής «πολυκοιρανίας» (πολυτυραννία), όπως την αποκαλεί ο ίδιος) (1908-1912).
Πρόκειται για την περίοδο, η οποία σημαδεύεται από τα μυστικά σχέδια των Νεότουρκων για εξόντωση ή εκτουρκισμό του Γένους των Ελλήνων, σύμφωνα με απόφαση της Αυγούστου 1910: «Θάττον ή βράδιον δέον να εκτουρκισθώσιν, άπαντες οι μη μουσουλμάνοι Οθωμανοί υπήκοοι. Επειδή όμως τούτο δεν δύναται να επιτευχθεί δια της πειθούς, είναι ανάγκη να γίνει χρήσις των όπλων». Από την άλλη, το νεοτουρκικό κατεστημένο νομιμοποιεί αυθαίρετες καταλήψεις ορθόδοξων εκκλησιών από βουλγαρικές συμμορίες, παρά την τυπική λήξη του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), και προωθεί εκπαιδευτικά σχέδια του αρχικομιτατζή Σαντάνσκι για κοινά σχολεία Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων μαθητών, προς άλωση και αλλοτρίωση της Ελληνορθόδοξης Παιδείας.
Με πόνο ψυχής σημειώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου υποβάλλονται απανωτά υπομνήματα διαμαρτυρίας από Μητροπολίτες των επαρχιών: «Τα συμβαίνοντα εν απάσαις ταις επαρχίαις ατοπήματα καταδεικνύουσιν ότι υπάρχει μυστικόν σχέδιον της συνταγματικής κυβερνήσεις, χείρον της απολυταρχίας καταπολεμούν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και το ελληνικό Γένος».
Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη, για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Γένος περίοδο, ο ρόλος του Χρύσανθου από την έπαλξη της «Εκκλησιαστικής Αληθείας», κύριου δημοσιογραφικού Οργάνου του Πατριαρχείου, λειτουργεί ως ασπίδα λύτρωσης και προάσπισης των εθνικών συμφερόντων έναντι της βουλγαρικής και νεοτουρκικής επιβουλής. Πράγματι, μας εντυπωσιάζουν οι τολμηρές ενέργειες και τα φλογερά πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα του Χρύσανθου κατά της βουλγαρικής ύπουλης προπαγάνδας, του σλαβικού, γενικά κινδύνου.
Κατά πρώτο, έρχεται σε επαφή με τους πρωτοπόρους Μακεδονομάχους της «Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης» Ίωνα Δραγούμη και Αθανάσιο Σουλιώτη/Νικολαϊδη και καταστρώνουν κοινά σχέδια δράσης. Έπειτα, όταν μετά το β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Αύγ. 1913) η Δυτ. Θράκη περιέρχεται στη Βουλγαρία, πραγματοποιεί επιτόπιες επισκέψεις και αποστολές σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, συγκροτεί επιτροπές αντίδρασης, συντάσσει και υποβάλλει υπομνήματα στο Βενιζέλο για αναθεώρηση της Συνθήκης και αυτονόμηση της περιοχής. Βέβαια, οι τολμηρές αυτές πρωτοβουλίες δε δικαιώνονται τότε, αλλά έξι χρόνια αργότερα, με τη συνθήκη του Νεϋγί (1919), η οποία ενσωματώνει την περιοχή στον εθνικό ελληνικό κορμό.
Παράλληλα, στιγματίζει τα βουλγαρικά εγκλήματα του β’ Βαλκανικού Πολέμου με το φλογερό του άρθρο «Αίμα και πυρ» (1/6/1913), αλλά και με το άρθρο «Γεώργιος ο Α’», λίγο μετά τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη.
Από την άλλη, απανωτά είναι τα τολμηρά άρθρα κατά της αφομοιωτικής εθνοτικής πολιτικής των Νεοτούρκων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το κύριο άρθρο «Στώμεν καλώς» (10/9/1911), παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, όπου δηλώνει με καθαρό και ξάστερο τρόπο, το ύψιστο χρέος των Βαλκανικών χριστιανικών κρατών να συνασπιστούν σε έναν κοινό αγώνα κατά των Νεοτούρκων, επειδή ο κίνδυνος ήταν κοινός.
Το άρθρο αυτό στάθηκε η αιτία να διακοπεί για μεγάλο διάστημα, η έκδοση του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια».
γ) Ο Χρύσανθος Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1923)
Αν θα τολμούσαμε να στήσουμε κάποια ορόσημα στην ιεραρχική και εθναρχική διαδρομή του Χρύσανθου, ως Μητροπολίτη Τραπεζούντος, θα ξεχωρίζαμε, συμβατικά, τις παρακάτω περιόδους:
γ.1) 1913-1918: Ιεράρχης και Εθνάρχης του Ποντιακού Ελληνισμού,
στον Πόντο και στις Παρευξείνιες περιοχές
Μπαίνουμε στην κύρια φάση της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής, φάση που σημαδεύεται από τους μαζικούς και εξοντωτικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων Θράκης, Μικράς Ασίας και Πόντου, στα βάθη της Ανατολής (1914 1918, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Ασφαλώς το θεσμικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο του 33χρονου Μητροπολίτη Τραπεζούντος (ανανέωση / αναβάθμιση της Δημογεροντίας και ρύθμιση των κοινοτικών ζητημάτων, αναδιοργάνωση του Συμβουλείου των Σχολείων, αναδιοργάνωση των φιλανθρωπικών φορέων (Φιλοπτώχου Αδελφότητος, Μέριμνας, Ποντίων Κυριών), ανέγερση νέου Παρθεναγωγείου, προσφορά βοήθειας σε Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους, διαχείριση οικονομικών ενισχύσεων από ομογενείς της Ρωσίας κ.ά.) συμβάλλει σημαντικά στην ηθική και πολιτιστική στήριξη του Ελληνισμού του Πόντου. Αυτό σημαίνει ότι έχει και την ανάλογη Εθνική του σημασία.
Όμως, στις κρίσιμες εκείνες ώρες που περνά ο αλύτρωτος Ελληνισμός σε Θράκη, Μ. Ασία και Δυτικό Πόντο, έχει πολύ μεγάλη εθνική σημασία το γεγονός ότι ο Ελληνισμός του ανατολικού Πόντου δεν αντιμετωπίζει, στον ίδιο βαθμό και στην ίδια έκταση, το πρόβλημα των εκτοπισμών και της Γενοκτονίας.
Και αυτό, όχι μόνο λόγω της ρωσικής στρατιωτικής κατοχής της Τραπεζούντας και της ευρύτερης περιοχής (Απρ. 1916- Φεβρ. 1918), αλλά και λόγω των κατάλληλων χειρισμών και ενεργειών του Χρυσάνθου, ο οποίος είχε την αίσθηση ότι, αν και λειτουργούσε Ελληνικό Υποπροξενείο στην πόλη, ωστόσο ήταν ο μόνος που έπρεπε να ασκήσει έργο πραγματικού εθνάρχη του ελληνισμού της περιοχής, με ενεργοποίηση της Ιεραρχικής του ιδιότητας.
Έτσι, οι άριστες σχέσεις που αναπτύσσει με το Γενικό Διοικητή Τραπεζούντος Τζεμάλ Αζμή Μπέη μειώνουν σημαντικά τις αρνητικές επιπτώσεις των διωγμών του Ελληνισμού στην περιοχή, στην κορυφαία φάση της Γενοκτονίας, 1914-1918.
Έπειτα, όταν, στην περίοδο της Ρωσοκρατίας (1916-1918) ο Χρύσανθος αναλαμβάνει, ως Γενικός Διοικητής Τραπεζούντος, τη διοίκηση του αυτόνομου αυτού κράτους, με συνδιοίκηση Ελλήνων και Τούρκων, είναι αξιοθαύμαστες και αξιέπαινες οι κοινωνικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες που αναπτύσσει όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους Τούρκους και τους Αρμένιους της πόλης.
Και όταν, το Φεβρουάριο του 1918, οι Ρώσοι αποχωρούν από τον πόλεμο και από τον Πόντο, και είναι «επί θύραις» ο κίνδυνος της καταστροφικής επέλασης Τούρκων στρατιωτών και τσετέδων, είναι να θαυμάζει κανείς τους επιδέξιους χειρισμούς του εθνάρχη Μητροπολίτη, προκειμένου να προστατεύσει το χριστιανικό ποίμνιο από την επερχόμενη καταιγίδα. Σημαντικός, μάλιστα, αναδείχθηκε σ’ αυτή τη φάση ο ρόλος της «Εθνικής Ένωσης Νέων», που ίδρυσε ο ίδιος ο Χρύσανθος ένα χρόνο νωρίτερα (1917).
Και δεν εξαντλούνται σ’ αυτό το σημείο οι δραστηριότητες του μεγάλου Ιεράρχη και Εθνάρχη των Ποντίων. Ανάλογος προβάλλει ο προστατευτικός του ρόλος και για τους Αρμένιους της περιοχής, στη μαύρη περίοδο της αρμενικής γενοκτονίας (1915-1917):
- με παραστάσεις στο Βαλή Τραπεζούντος, για αποτροπή σφαγών και εξώσεων
- με την ίδρυση φιλανθρωπικής αρμενικής επιτροπής και επιτροπής προσφύγων
- με την ίδρυση ορφανοτροφείου για Αρμενόπουλα
- με την οργάνωση της περίθαλψης των Αρμενίων
- με ενεργοποίηση του Αρμένιου Πατριάρχη Κων/πολης, του Ζαβέν.
Πέρα από το κοινωνικό, σημαντικό ήταν και το πνευματικό του έργο σ’ αυτή την περίοδο. Πράγματι η πνευματική ζωή της Τραπεζούντος, γίνεται πλουσιότερη στη διετία 1916-1918, με την έκδοση και κυκλοφορία του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΟΙ ΚΟΜΝΗΝΟΙ». Πρόκειται για Περιοδικό «Ιδρυθέν υπό της Α. Σ. του Μητροπολίτου Τραπεζούντος ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ».
Τα κείμενα, όλα δικά του, δίνουν την εικόνα των κύριων θεμάτων που ενδιέφεραν την Τραπεζουντιακή κοινωνία:
1)ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΣ ΡΗΘΕΙΣ ΤΗ 29η ΜΑΪΟΥ (11/6/1916)
2)Η ΚΡΙΣΙΣ (18/6/1916)
3) ΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (9/7/1916)
4) ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ (4/8/1916)
5)ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΝ ΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ(1/9/1916)
6) Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ (1/10/1916)
7) ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ (15/10/1916)
8) ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΦΥΛΗΣ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΓΙΟΙ (10/12/1916)
9) Ο ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (7/1/1917)
10) ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (4/3/19 17)
11) Ο ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ(28/4/1917)
12) ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ (12/10/1918)
γ. 2) 1919-1923: Ιεράρχης και Εθνάρχης του αλύτρωτου Ελληνισμού της Ανατολής
Πράγματι, σ’ αυτή την περίοδο ο Μητροπολίτης Χρύσανθος αναδεικνύεται ο άξιος
Εθνάρχης του Ελληνισμού της Ανατολής (Μ. Ασίας, Πόντου, Καππαδοκίας, Θράκης) με δύο σημαντικές και διεθνούς εμβέλειας ενέργειες.
Πρώτα- πρώτα, συμμετέχει στην Επιτροπή, την οποία συγκροτεί, ο Πρόεδρος των Αλύτρωτων Ελλήνων, ο Τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσας Δωρόθεος, και συντάσσει το Υπόμνημα που θα υποβληθεί στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος 1919).
Με το εν λόγω Υπόμνημα, η Επιτροπή διεκδικεί από τους Μεγάλους Συμμάχους (Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) τα δίκαια του Αλύτρωτου Ελληνισμού (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά) με δύο κορυφαία κριτήρια: Από τη μία, το βαθμό εγγύτητας, της κάθε περιοχής από την κυρίως Ελλάδα και, από την άλλη, το μέγεθος και την πολιτιστική ποιότητα του επιμέρους Ελληνισμού, στην ιστορική και στη σύγχρονή του διάσταση.
Με βάση, λοιπόν, τα δύο αυτά κριτήρια, η Επιτροπή, στην οποία κυρίαρχος είναι ο ρόλος του Χρύσανθου, προβάλλει τις παρακάτω διεκδικήσεις.
1) Περιοχή του Πόντου: Αυτονομία της περιοχής υπό την Κ.Τ.Ε. Δεν προτείνεται το αίτημα της ανεξαρτησίας παρά τον ελληνικό χαρακτήρα του πολιτισμού του, το μέγεθος των 800.000 Ελλήνων (545.000 στον Πόντο και 250.000 στον Καύκασο), για μόνο το λόγο ότι ο Πόντος είναι πολύ μακριά από την Ελλάδα. Όμως, εδώ διαβλέπει κανείς την κρυφή προοπτική της μετεξέλιξης της αυτονομίας σε ανεξαρτησία.
2) Περιοχή της Καππαδοκίας: Από τη μία το περιορισμένο κάπως πληθυσμιακό μέγεθος των 172.000 Ελλήνων, από την άλλη η μακρινή απόσταση από την Ελλάδα, ανάγκασαν την Επιτροπή να περιοριστεί στη διεκδίκηση οικονομικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών.
3) Μ. Ασία- Ανατ. Θράκη: Εδώ προβάλλεται το αίτημα της πλήρους ανεξαρτησίας και της ένωσης με την κυρίως Ελλάδα, διότι η περιοχή εκτός του ότι γεφυρώνεται, δια του Αιγαίου, με τον εθνικό κορμό, επιπλέον, διαθέτει και πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό και πλούσιο ζωντανό ελληνικό στοιχείο 2.300.000 ατόμων. Ο ελληνικός αυτός πληθυσμός, αν ενισχυθεί και με τους 300.000 Αρμένιους, ξεπερνά τους 2.400.000 Μουσουλμάνους αυτού του χώρου, όπου οι καθαρά Τουρκογενείς δεν ξεπερνούν τις 500.000.
Αυτά ήταν τα τολμηρά, αλλά και ρεαλιστικά οράματα του Αλύτρωτου Ελληνισμού για τη μελλοντική του πορεία, όπως τα συνέλαβαν οι ίδιοι οι Έλληνες και τα διαμόρφωσε σε συγκεκριμένα σχήματα η χαρισματική διάνοια του Χρύσανθου.
Δυστυχώς, τα οράματα αυτά και αυτές οι ελπίδες του 1919, βούλιαξαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή στο λιμάνι της Σμύρνης, το 1922.
Ίδια ακριβώς ήταν η κατάληξη και της δεύτερης εθναρχικής ενέργειας του Μητροπολίτη Τραπεζούντος. Έχει όμως, ιδιαίτερη ιστορική σημασία αυτή η ενέργεια, ειδικά για την περιοχή του Πόντου. Πράγματι, το Υπόμνημα που υποβάλλει στους Μεγάλους ο Χρύσανθος (12 Μαΐου 1919) για τη μελλοντική προοπτική του Πόντου, παρά την ατυχή του κατάληξη, αποτελεί αδιάσειστο ιστορικό τεκμήριο για την ιστορική ταυτότητα της περιοχής.
Κατ’ αρχήν, ανατρέπει προηγούμενο Υπόμνημα του Βενιζέλου (Δεκέμβ. 1918), όπου ο ελληνικός Πόντος, με πληθυσμό μόνο 350.000 ατόμων, προσαρτάται στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος. Τα πραγματικά όμως, ιστορικά στοιχεία του Πόντου, κατά το Υπόμνημα του Χρύσανθου, είναι πολύ διαφορετικά και σωστά τεκμηριωμένα. Πρώτα- πρώτα, ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, με κριτήριο τους 6 βουλευτές (1 βουλευτής ανά 100.000 άτομα) υπολογίζεται, βάσιμα, γύρω στις 600.000 ψυχές, οι οποίες ενισχυμένες με 250.000 Έλληνες από Καύκασο και Ν. Ρωσία, ανεβαίνουν στους 850.000. Αν στους παραπάνω προσθέσαμε και τους 250.000 εξισλαμισμένους Ελληνόφωνους Οφλήδες, Τογιαλήδες, Σταυριώτες, είναι σίγουρο ότι ξεπερνούμε τους 1.068.000 μουσουλμάνους.
Όλα αυτά τεκμηριώνουν το αίτημα της αυτονομίας του Πόντου.
Όμως, αξίζει να παρακολουθήσουμε την οδυσσειακή διαδρομή του Χρύσανθου, ως πραγματικού Εθνάρχη αυτού του Ελληνισμού σε Δύση και Ανατολή.
Στη Δύση: επισκέπτεται, στη γαλλική πρωτεύουσα, όλους τους Μεγάλους, για να τους ενημερώσει ως προς την πραγματική εικόνα του Πόντου, ο οποίος ήταν ή άγνωστος ή παραγνωρισμένος: Τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας, Γαλλίας, Αγγλίας και τους Προέδρους των ΗΠΑ (Ουΐλσων) και Γαλλίας (Κλεμανσώ).
Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο Λονδίνο (Ιούλιος 1919), όπου πραγματοποιεί επαφές με εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, για το ίδιο θέμα.
Στην Ανατολή: το ίδιο όραμα, της αυτονομίας του Πόντου, οδηγεί τα βήματα και τις ενέργειές του:
- στην Ελλάδα (Σεπτ. 1919)
- στην Κων/πολη (Οκτ. 1919)
- στην Τραπεζούντα (26 Οκτ. 1919)
- στο Βατούμ (Νοέμ. 1919): Επαφές με το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου (Πρόεδρος ο Β. Ιωαννίδης) και την Εθνοσυνέλευση (Πρόεδρος ο Ν. Λεοντίδης)
- στην Τιφλίδα: ρυθμίζει το Αυτοκέφαλο της Γεωργιανής Εκκλησίας
- στο Εριβάν της Αρμενίας (Ιούν. 1920): για την Ποντοαρμενική Ομοσπονδία, η οποία αποτυγχάνει.
- Κωνσταντινούπολη: τελική κατάληξη, λόγω κεμαλικών εγκλημάτων στην περιοχή του Πόντου.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1921 καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο από τα Δικαστήρια της Αμάσειας.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε ανατρέπονται τα παραπάνω οράματα και σβήνουν όλες οι ελπίδες, ο εθνάρχης πρώην Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος καταφεύγει στην Αθήνα, όπως ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως θα συνεχίσει την μετά τον ξεριζωμό εθναρχική του δράση (1926-1938).
Είναι να θαυμάζει κανείς την ηρωική πορεία του γενναίου Μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος πραγματώνει την Εθναρχική του αποστολή στην τελευταία φάση των αγώνων του για την αυτονομία του Πόντου, κατά τρόπο που ούτε ένας σύγχρονος ηγέτης θα μπορούσε να προσεγγίσει.
Ας καμαρώσουμε το Πανόραμα της ιστορικής του διαδρομής:
ΜΑΡΤΙΟΣ 1919- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1922
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ (1919) — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ — ΠΑΡΙΣΙ — ΛΟΝΔΙΝΟ — ΑΘΗΝΑ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ— ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ— ΒΑΤΟΥΜ— ΤΙΦΛΙΔΑ — ΕΡΙΒΑΝ— ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ— ΑΘΗΝΑ (1922).
Β) ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΞΕΡΙΖΩΜΟ (1924 κ.ε.)
είναι γνωστό ότι οι Μητροπολίτες του Πόντου συνέχισαν, και μετά τον ξεριζωμό, την αρχιερατική τους δράση στην κυρίως Ελλάδα, όπως ο Χαλδίας Λαυρέντιος και ο Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, οι οποίοι τοποθετήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις Μητροπόλεις Δράμας και Ξάνθης. Από την άλλη, ο Μακεδονομάχος Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, συνέχισε την εκκλησιαστική και εθνική του δράση, ως Μητροπολίτης Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα την Βιέννη της Αυστρίας.
Ο Χρύσανθος ήταν ο μόνος Ιεράρχης, ο οποίος ανέλαβε και έφερε σε πέρας ευρύτερες εκκλησιαστικές και εθνικές αποστολές. Κατ’ αρχήν σε ταλανιζόμενα, εκτός Ελλάδος, τμήματα του Ελληνισμού, στη συνέχεια στον ίδιο τον Ελλαδικό χώρο, που υπέστη την ανίερη επίθεση του Άξονα.
Στην πρώτη περίπτωση, ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1926-1938), στη δεύτερη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (Δεκ. 1938- Ιούλ. 1941).
α) Ο Χρύσανθος ως Αποκρισάριος
του Οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Ο μέχρι προ τινος Ιεράρχης και Εθνάρχης του Ελληνισμού της Ανατολής αναλαμβάνει τώρα δραστηριότητες που θα τον αναδείξουν σε Εθνάρχη του Οικουμενικού Ελληνισμού, καθώς οι δραστηριότητες του εξακτινώνονται σε Δύση, Βορρά και Νότο.
Ασφαλώς, οι δραστηριότητές τους σ’ αυτή τη φάση είναι καθαρά εκκλησιαστικές. Όμως, έχει διαπιστωθεί από την ιστορία ότι, τα θέματα της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, έχουν άμεση και λειτουργική σχέση με την όλη πορεία, προκοπή και ανάπτυξη του εκεί Ελληνισμού.
Με βάση αυτό το κριτήριο η συμβολή του Μητροπολίτη Χρύσανθου, με την ιδιότητα του Αποκρισάριου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι πολύ σημαντική στην αποκατάσταση της ομαλότητας του εκκλησιαστικού βίου και στην προώθηση της εθνικής κουλτούρας των Ελλήνων του Εξωτερικού, οι οποίοι διαβιούσαν υπό ιδιάζουσες και κρίσιμες συνθήκες.
Και πρώτα- πρώτα στην Αλβανία. Εδώ στην ορθόδοξη Εκκλησία, που κινδύνευε να εξαλβανιστεί, επικρατούσε, στη 10ετία του 1920, σωστή εκκλησιαστική αναρχία, λόγω αποσχιστικών κινήσεων Αλβανών, Σέρβων, Ρουμάνων και Ουνιτών της περιοχής. Η θαυματουργή, λοιπόν, παρουσία και επέμβαση του Χρύσανθου, με το κύρος και τη φήμη που διέθετε και με τους επιδέξιους χειρισμούς του, αποκαθιστά την εκκλησιαστική ενότητα και ηρεμία, αλλά και ενισχύει τα μειονοτικά δικαιώματα του ιστορικού ελληνισμού της Β. Ηπείρου (Ιούνιος 1926).
Έπειτα, στην Κύπρο. Η Μεγαλόνησος ταλανίζεται από το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, μετά το θάνατο του Αρχ/που Κυρίλλου και την έξωση τριών Μητροπολιτών (Πάφου, Κιτίου, Κηρύνειας) από τις αγγλικές αρχές, στη 10ετία του 1930. Την κατάσταση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το έντονο επαναστατικό κλίμα που διαμορφώνεται στο νησί, για την ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες αυτές, ο Χρύσανθος περνάει στην υπέρβαση και, με τη βοήθεια των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καταφέρνει να συγκροτήσει Κανονική Σύνοδο, η οποία ανοίγει το δρόμο στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Λεοντίου Γ’ (1947).
Αλλά και στην Αυστραλία (Αντίποδες του Νότου), όπου ξέσπασε έντονη διαμάχη μεταξύ κοινοτήτων και Ορθόδοξης εκκλησίας, σχετικά με την κατοχή και την ιδιοκτησιακή χρήση ορθόδοξων ναών, οι εξ αποστάσεως παραινέσεις και ενέργειες του Χρύσανθου έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα της ουσιαστικής προσέγγισης και ειρήνευσης. Σταθμό, μάλιστα, στον εκκλησιαστικό και εθνικό βίο, του εκεί Ελληνισμού αποτελεί η εκλογή του Θεοφύλακτου Παπαθανασόπουλου, ως Μητροπολίτη Αυστραλίας, με τη στήριξη και προώθηση του Χρύσανθου (1947).
Δεν είναι μικρότερης εθνικής σημασίας η σθεναρή αντίδραση του δραστήριου Αποκρισάριου του Πατριαρχείου, στη συστηματική προπαγάνδα της Καθολικής Εκκλησίας, στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, με στόχο να περάσει το Καθολικό Δόγμα στους εκεί ορθόδοξους Έλληνες (10ετία του 1930). Θεωρώ πολύ σημαντική αυτή την ενέργεια. Είναι βέβαιο ότι η αλλαγή του δόγματος, Θα άνοιγε μελλοντικά το δρόμο στην αλλοτρίωση των Ελλήνων, ό,τι δηλαδή συνέβη, επί Τουρκοκρατίας, στον Ελληνισμό της Βιέννης και εν μέρει της Βενετίας.
Από το Νότο, περνάμε στους Αντίποδες του Βορρά, στον Ελληνισμό δηλ. της Αμερικής (Βορείου και Νοτίου).
Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ότι η πνευματική εποπτεία του εκεί Ελληνισμού,
όπως και όλου του εν Διασπορά Ελληνισμού (Αμερικής, Ευρώπης, Αυστραλίας) εκχωρείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ελλαδική Εκκλησία, με Τόμο της 18/3/1908.
Με βάση τη νέα κατάσταση, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε την ευθύνη αντιμετώπισης των προβλημάτων και θεμάτων των Ελληνορθόδοξων Εκκλησιών του Εξωτερικού.
Στα τέλη της 10ετίας του 1920 η Εκκλησία της Αμερικής κλυδωνίζεται από ξένες προπαγάνδες, με άμεσο τον κίνδυνο της υπαγωγής του ελληνορθόδοξου ποιμνίου σε άλλα ορθόδοξα πατριαρχεία (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας). Δυστυχώς, η επιτόπια επίσκεψη του Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, εκ μέρους της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας και του Αρχιεπισκόπου Μελετίου, χειροτέρεψε την κατάσταση στην Αρχιεπισκοπή της Αμερικής.
Την κρίσιμη κατάσταση ανατρέπουν οι προτάσεις του Χρύσανθου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Ελληνική Κυβέρνηση: 1) Όλες οι Ορθόδοξες παροικίες και εκκλησίες της διασποράς να ξαναϋπαχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, 2) να ανακληθεί αμέσως από την Αμερική ο Δαμασκηνός, 3) να εκλεγεί, χωρίς καθυστέρηση, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο Μητροπολίτης Κερκύρας Αθηναγόρας. Από τότε (1931) όλοι οι Ελληνορθόδοξοι το εξωτερικού υπάγονται, μέχρι και σήμερα, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πόλεως. Ακόμη και αλλοεθνείς ορθόδοξοι υπάγονται σ’ αυτό το Πατριαρχείο, όπερ αδύνατο, αν υπάγονταν στην ελλαδική εκκλησία (έγγραφα Χρυσάνθου 3/2/1931 και 15/ 8/1931).
Ένα χρόνο αργότερα (1932) ο Χρύσανθος αποτρέπει τις επιβουλές των Παλιοημερολογητών της Αμερικής, υπό τον καθηρημένο Αρχιμανδρίτη Βασίλειο Λεβέντη, οι οποίοι στοχεύουν στην άλωση ορθόδοξου ποιμνίου και ορθόδοξων Ναών. Με έγγραφό του, της 30/12/1932, ενεργοποιούνται, σ’ αυτή την κατεύθυνση, Οι Υπουργοί Παιδείας και Εξωτερικών της Ελλάδος.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις αποστολές του Χρύσανθου, ως Αποκρισάριου, στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στη Βαρσοβία, στη Δαμασκό, για επίλυση κρίσιμων εσωτερικών ζητημάτων των εκεί Ορθόδοξων Εκκλησιών, αντιλαμβανόμαστε τη συμβολή της χαρισματικής αυτής προσωπικότητας στη διεθνή προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως Μητέρας Εκκλησίας όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών του Κόσμου. Ταυτόχρονα, συνειδητοποιούμε πόσο, με τις εν λόγω δραστηριότητες, περιβάλλεται ο Χρύσανθος με το κύρος της διεθνώς αναγνωρισμένης προσωπικότητας. Πόσο δηλ. ανεβαίνει, από Εθνάρχης των Ελλήνων, σε επίπεδα πνευματικού ηγέτη με διεθνή καταξίωση.
β) Ο Χρύσανθος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
και Πάσης Ελλάδος (Δεκ. 1938 — Ιούλ. 1941)
Περνάμε στην τελευταία και κορυφαία φάση των δραστηριοτήτων του μεγάλου Ιεράρχη και Εθνάρχη. Οι δραστηριότητες, μάλιστα, αυτής της περιόδου κλιμακώνονται καθώς περνάμε από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (Οκτ. 1940-Απρ. 1941) στην ύπουλη γερμανική εισβολή και στην τριπλή κατοχή της χώρας.
Στην πρώτη περίοδο (ελληνοϊταλικός πόλεμος) θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε στο πρόσωπο του Χρύσανθου, τον μεγάλο Ιεράρχη και στοργικό Πατέρα του μαχόμενου, στρατευμένου και μη, ελληνικού λαού.
Στη δεύτερη (γερμανική εισβολή- Κατοχή) ο Χρύσανθος ορθώνεται όχι μόνο ως Λυτρωτής Ιεράρχης, αλλά και ως ο κατεξοχήν Εθνάρχης των Ελλήνων, δεδομένου ότι οι ταγοί της Πολιτείας (βασιλεύς και Κυβέρνηση) είχαν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα και βρίσκονταν στη Μ. Ανατολή.
β.1. Ιεράρχης και Πατέρας
στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Συγκινητικές και καίριες οι ενέργειες του Χρύσανθου. Πρώτα — πρώτα, απευθύνει επιστολή καταγγελίας της απρόκλητης ιταλικής επίθεσης σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες (16/11/1940).
Ταυτόχρονα οργανώνει και ενεργοποιεί έναν ολόκληρο μηχανισμό προσφοράς βοήθειας και ηθικής στήριξης στους μαχόμενους στρατιώτες. Συγκεκριμένα:
- Με την οργάνωση «ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ» συγκέντρωσε, μέσω 2.000 εθελοντών, πολλά εκατομμύρια δρχ., για την ενίσχυση των οικογενειών των στρατευμένων.
- Ο ίδιος προσωπικά και ειδική ομάδα ιερέων επισκέπτονταν τακτικά τα νοσοκομεία, για την τόνωση του ηθικού των τραυματιών.
- Για την τόνωση του ηθικού των στρατιωτών του μετώπου, συχνή ήταν και η αποστολή Γραμμάτων Παρηγοριάς, αλλά και θρησκευτικών εντύπων.
Β.2. Ιεράρχης και Εθνάρχης
στη γερμανική εισβολή- Κατοχή
Είναι να θαυμάζει κανείς το γενναίο Διάγγελμα της Ι. Συνόδου, προς τον Ελληνικό
λαό και το στρατό, για την ανίερη γερμανική επίθεση και, μάλιστα, την ημέρα της εισβολής (6 Απριλ. 1941). Το Διάγγελμα αυτό εξέπεμψε το πρώτο μεγάλο Ηθικό και Εθνικό Μήνυμα της αδούλωτης Ελλαδικής Εκκλησίας στη γερμανοκρατούμενη, αλλά αδούλωτη Ελλάδα.
Όμως η μεγαλοσύνη του Χρύσανθου σ’ αυτή τη φάση δε φαίνεται τόσο από τα όσα έγραψε, όσα από τα όσα έπραξε.
Αρνείται να συμμετάσχει στην επιτροπή υποδοχής των Γερμανών (μαζί με το Νομάρχη, το Δήμαρχο και το Φρούραρχο) κατά την είσοδό τους στην Αθήνα. «Έργο του Αρχιεπισκόπου δεν είναι να υποδουλώνει, αλλά να απελευθερώνει» ήταν η γενναία του απάντηση. Κατ’ επέκταση, αρνήθηκε να αρχιερατήσει στη «Δοξολογία» για τη γερμανική κατοχή της πόλης.
Αλλά και την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου αρνήθηκε να ορκίσει. «Η Κυβέρνησις την οποία όρκισα εξακολουθεί να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω» (29/4/1941).
Δεν σταματούν εδώ οι εθναρχικές του δραστηριότητες. Δεδομένου ότι η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι υποχείρια των κατοχικών δυνάμεων, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η έντονη διαμαρτυρία του Χρύσανθου στον πληρεξούσιο του Γ’ Ράιχ, για τα βουλγαρικά εγκλήματα στην Αν. Μακεδονία.
Όμως, και μετά την αντικανονική καθαίρεσή του (6 Ιουλ. 1941) από εγκάθετους αρχιερείς, με τη στήριξη των γερμανικών Αρχών, συνέχισε την εθνική του δράση, παρά την ταλανιζόμενη υγεία του, από το σπίτι του (Σουμελά 4):
Σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής κρατούσε τακτική επαφή με την Κυβέρνηση της Μ. Ανατολής, μέσω μυστικού ασυρμάτου, με την ιδιότητα του προεδρεύοντος της «Εθνικής Επιτροπής» για την οργάνωση και προώθηση Ομάδων Εθνικής Αντίστασης.
Την ανθοδέσμη της ιεραρχικής και εθναρχικής ακτινοβολίας του Χρύσανθου, μετά τον ξεριζωμό, διανθίζουν και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες δίνουν υψηλή ποιότητα στην όλη προσφορά του στην Εκκλησία και στο Γένος.
Ως πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και Δ/ντής του επιστημονικού Περιοδικού «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» (1927-1949), αλλά και ως συγγραφέας του περισπούδαστου έργου «Η Εκκλησία της Τραπεζούντας» (1933), για το οποίο εξελέγη Ακαδημαϊκός από την Ακαδημία Αθηνών (1939), θα λέγαμε ότι και εδώ στην Ελλάδα συνέχισε το έργο του Εθνάρχου των Ποντίων σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Διότι τόσο η «Επιτροπή», όσο και το περιοδικό, λειτουργούν, μέχρι και σήμερα, ως η καλύτερη κιβωτός διάσωσης και καλλιέργειας της κουλτούρας του ιστορικού Πόντου.
ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Μοναδικός, πραγματικά αναδείχθηκε ο Χρύσανθος, ως Ιεράρχης και ως Εθνάρχης των Ελλήνων, σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης.
Και όμως, η ιστορία τον κράτησε μόνο μεταξύ των Ποντίων, παρόλο που ο ζωτικός του χώρος ήταν πολύ ευρύτερος.
Πηγές:
. Γεώργ. Τασούδης (επιμέλ.), Βιογραφικαί Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ του από Τραπεζούντος (1970).
. Γεώργ. Τασούδης, Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος.
. Γεώργ. Τασούδης, Άρθρα Και Μελέται Χρυσάνθου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Τραπεζούντος, 1911-1949. (1977).
[Πηγή: Το εξαιρετικό άρθρο του Κου Πελαγίδη για τον Εθνάρχη Χρύσανθο το βρήκαμε στο τριμηνιαίο περιοδικό του ‘’Ιδρύματος Παναγία Σουμελά’’, «Ποντιακή Εστία», τεύχη 155 και 156]