Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ [ΣΤΑ 1600-1700]
Α. Η ΕΞΟΡΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Προς τις εστίες της ορθοδοξίας.
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των καθολικών και διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων τής ορθοδοξίας. Ήταν αυτός πού είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τούς καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, πού συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ό μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ό Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στό Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ό ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ό Χριστός, με του όποιου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν εκκλησίαν, αν ίσως και ό δεσμός τής αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τούς χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Ή απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα ή ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, όπού ήταν άλλες φορές το άλας και ό ήλιος τής οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, πού αποτελούσαν την κύρια εστία τής ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν ή Ανατολική Ευρώπη, ή Πολωνία, ή Τσεχία, ή Σλοβακία κ. λ., ή Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων τής συνόδου τής Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τούς μοναχούς του τάγματος τού Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο τής εργασίας των καθολικών, πού καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ό Antonio Rossevino καί ό πολύς ιδρυτής τής θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες καθολικών, πού εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται ή καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη ή και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ό οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico τής Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια καθολικοί επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρα, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ..
Η Ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ό Λατίνος πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του καθολικισμού.
2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων.
Πραγματικά ή καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αί, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, πρό πάντων τής ανατολικής εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τούς λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, τής Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.
Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς τής Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, πού επισημαίνουν τούς τόπους και καθοδηγούν τούς μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μιά ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, πού φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μιά ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τούς πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού τής Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαϊές κατέστρεφαν κάθε μέρα —εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων— πολύτιμα χειρόγραφα.
Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τούς Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ό Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη πού ν’ αποτελήται από αρχαία χειρόγραφα πού να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της ανατολικής εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τούς οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…». Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών ‘Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ό μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».
Οι Έλληνες, κατά τούς καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τούς ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τούς άλλους χριστιανούς τής Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τούς Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον τής ρωμαϊκής εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα— ή γνωστή ερμηνεία της παρακμής τού βυζαντινού κράτους.
Τώρα λοιπόν οι ορθόδοξοι βρίσκονται σε μιά συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία πού γεννιέται ή πού κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τούς σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τούς σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, πού υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση τής μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων πού μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μιά ατελείωτη σειρά ανθρώπων, πού εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τούς Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο πού δεν μπορούν να πάνε μαζί με τούς άλλους χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυό θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή πού ευλογεί ό ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους πού κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό τής Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία πού βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους χριστιανούς: έτσι ό Θεός τούς επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα τής Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πώς μπόρεσε να επιζήση ό χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας και πρό πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς τής Εκκλησίας, πού θυμίζουν τούς διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι χριστιανοί (εννοεί βέβαια τούς ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τούς αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μιά καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα ή πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές πού τούς παρουσιάζουν, αντί να τούς εγκαρδιώνουν, τούς εκθηλύνουν και τούς κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ό Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα τής χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τούς ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τούς πιστούς σε μιά νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και ή σιμωνία, ή αχίλλεια φτέρνα τής ορθόδοξης εκκλησίας, φαινόμενο πού παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πώς όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα πού γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ό Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις• πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ό πιο φοβερός απ’ όλους τούς εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ό Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ό Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο τού ανταγωνιστή του• το ίδιο παρατηρείται με όλους τούς παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα πού γράφτηκαν εναντίον τους
να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, πού δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τούς αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου ή γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή ή διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα•
σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία Πού έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως ή μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τούς «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά τής Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε ή πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τούς ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τούς οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς πού έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής πού είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»
Και έτσι, με την υποστήριξη τού πρεσβευτή τής Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων ή άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές Της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τούς πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους —κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις πού μας δίνουν.
Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι ή βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, πού ήταν στην υπηρεσία του σελιχτάρ αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα πού είχαν όλα σχεδόν τυπωθή.
Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τούς τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην, έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.
Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως ή σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ό Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), πού έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε• θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη• κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, πού ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τούς καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές πού βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές πού ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος πού θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ό Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρή τις επιγραφές πού τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ό χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή τής αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρή αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας τής πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι ή Σπάρτη είναι ή πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου πού έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και ή Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του ‘Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα πού θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μιά πόλη πού είχε κτιστή από τούς προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τούς σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση πού προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τούς Τούρκους να θαυμάζουν, τούς Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τούς Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος...». Αξιοσημείωτη είναι ή αντίδραση των Ελλήνων, πού δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ό ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τούς καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.
Β. Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΜΙΣΣΙΟΝΑΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
1. Η εγκατάσταση των Ιησουιτών στο Πέραν, στην Χίο και στο Άγιον Όρος.
1. Την εξόρμηση του καθολικισμού προς την καρδιά τής ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ό πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν τα 1583 στην Κωνσταντινούπολη ό Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τούς συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια —περιποιούμενοι πανωλοβλήτους— πεθαίνουν ό ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέση κανείς τον Mancinelli πού ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αί. η Γαλλία —συγκεκριμένα ό Ερρίκος Δ’— εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίση την Πύλη, για να διατηρήση και διευρύνη τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τούς αποπέμψουν, αλλά ό Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνον αυτόν. Επίσης ό τότε οικουμενικός πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.
Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μιά ζωηρή εστία καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «... Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ό πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους» . Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και ορθόδοξοι. Ιερωμένοι, ό κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ό γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός πατριάρχης, ό μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ό μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ό λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τούς σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.
Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ό Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής τού ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
Ή δράση των ιησουιτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των χριστιανών σκλάβων, πού βρίσκονται τις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες πού είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπον εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, ή τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τούς δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τούς κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.
Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες πού ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων πού απελευθερώνονταν ή πού δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.
Οι καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του θεού με γραφικές λιτανείες μέσ’ από τούς στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά—πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς διαμαρτυρομένους ή ορθοδόξους, πού έμεναν μόνοι τους,
χωρίς καμιά βοήθεια από τούς δικούς των ιερείς ή μοναχούς.
2. Δεύτερος στόχος των ιησουιτών ήταν ή Χίος, που ζωντανή ήταν ακόμη ή φραγκική ανάμνηση με την καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο (βλ. Πίν. ΧΙΧ, 1*), το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani (Πίν. ΧΥΙΙ, 1 καί 2*), των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων πού περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, πού θυμίζει ιταλικό χώρο.
Ή Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση των ιησουιτών. Το έδαφός της αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει ή φραγκοκρατία, πού μόλις πρόσφατα είχε καταλυθή (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια πού περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν ή ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του καθολικισμού.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή ή ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τούς οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί πού ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλλονται στην Μεσσήνη στην Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο ή στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου ως θερμοί κήρυκες του καθολικισμού.
Το σχολείο της Χίου φαίνεται πώς ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ό εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και ιταλικά.
Η κατάσταση όμως των καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α’ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθή αχαλίνωτος ό βρασμός των Τούρκων εναντίον των χριστιανών (ιδίως εναντίον των καθολικών), να τούς διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τούς κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβη στους χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε την θέση τους.
Τελικά πραΰνεται ή οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες πού είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 καθολικοί πού κατοικούσαν στο προάστειο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστειο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες «Βλέποντας (τούς καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη τής Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες τής Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τούς τρόπους ζωής τους».
Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον καθολικισμό, ώστε ό Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση τής αποστολής καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli, pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά ή έγκριση δεν αργεί και έτσι ό στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.
Παράλληλα δρουν και μοναχές, δομηνικανές, φραγκισκανές κ. λ., πού διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων.
Οι μισσιονάριοι τής Χίου με τον ζήλο τής πρώτης ορμής είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν ή επιβολή του καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο ορθόδοξος επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, δομηνικανοί, ιησουίτες και καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές πού δεν κάνουν κήρυγμα κ. λ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.
Ο πατριάρχης Κύριλλος ό Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των ιησουιτών πού «έσυραν τούς ήμισυ παπάδες και χριστιανούς εις την γνώμην τως. . . ». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: να στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύω τις διάφορες α δ ε λ φ ό τ η τ ε ς πού διευκολύνουν πολύ το έργο των μισιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσηλύτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7.000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ό ιεραπόστολος Richard . Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4.000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, ή μητρόπολη, ό Αγ. Νικόλαος, ό Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των καπουκίνων και μία των ιησουιτών. Πάντως αρκεί να διαβάση κανείς όσα γράφει ό αποστολικός επισκέπτης Sebastiani για την καθολική κοινότητα τής Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, πού είχαν αναπτύξει εκεί οι καθολικοί μοναχοί.
Οι πρόοδοι αυτοί του καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στην «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ό Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα ώστε ν’ απασχολή σοβαρά την Congregazione di propaganda ή ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τούς ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι ορθόδοξοι (ακόμη και ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των ιησουιτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τούς έβλεπαν σαν πράκτορες τής μεγάλης προστάτριάς τους, τής Γαλλίας. Έτσι ό στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυό - δυό στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους πού φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η ακτινοβολία όμως το καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί ή Σικελία πού ήταν επιφορτισμένη με την «mission» τής Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί ή αντίδραση πού έβρισκαν οι ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνη με το πέρασμα των χρόνων.
Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες το δυτικού δόγματος ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αί, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, ή ορθόδοξη εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα ή θέση της καθολικής εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.
3. Επιφανής στόχος των ιησουιτών είναι επίσης ή ίδια ή εστία της ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ό γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628 : «Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα τής ανατολικής εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τούς μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση τής εκκλησίας αυτής με την δυτική• κι’ αυτό γιατί τούς μοναχούς αυτούς τούς έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι επίσκοποι και ο πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πώς αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως ή Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους μοναχούς αυτούς και τούς συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».
Οι σχέσεις ιησουιτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αί, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των ιησουιτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των ιησουιτών Θεσσαλονίκης, όπου τούς αποδέχονται φιλόξενα.
Τότε ή Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνη την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται ή αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα. Αποτέλεσμα:
ή Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθή εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ό ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Ιγνάτιος, πού επισκέπτεται την Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των καπουκίνων Peres Joseph καί Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.
Έτσι την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ό αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, πού είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κε.), είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυό χρόνια θεολογία. Πραγματικά ό Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21) μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα ό πρώην πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια ότι θα προχωρήση στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβή στον θρόνο.
Σε λίγο όμως, στα 1641, ή κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι πού μέσα σε μιά ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τούς Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, πού έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού πού είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία• υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ό Έλληνας ηγούμενος τής μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς πού ακολουθούσαν τον δρόμο του θεού.
Στην Θεσσαλονίκη ό Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούση τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.
Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μάς δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, πού συμπληρώνουν εκείνες πού παραθέσαμε στον προηγούμενο τόμο* για την εσωτερική οργάνωση του Άθω, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια πού δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς πού έγιναν χριστιανοί, προς τούς νέους πού ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια πού δεν τα κατονομάζει και τα αίτια τής παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα πού την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων• για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιάς τυραννικής εξουσίας• για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας• για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στην Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια ή για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας πού δεν το εξαφάνισε ή φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα τής Τουρκοκρατίας, πού εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.
Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση ιησουιτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα ή Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνη την προσέλευση ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 - 1641 δυο μοναχούς το Άθω, τον Βενιαμίν και Δημήτριο, καθώς και να διάκο από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.
Τα σχέδια όμως των ιησουιτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά ό Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση τής καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών το Αγ. Όρους με τούς ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, ή μονή τής Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μιά μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά ή αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθή και ό τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.
Ο d’ Autry, θέλοντας να φανή ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του πού έθετε την μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος ό d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τούς μοναχούς το Άθω — και προ πάντων τής Λαύρας — να ιδρύση μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθή από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ό Pere Francois Richard, πού έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.
Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή τής καθολικής εκκλησίας τής Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή . Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει την σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου,
του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657 - 1719) 1, οποίος υπήρξε ό τελευταίος ίσως απόγονος τής αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών.
2. Η εγκατάσταση των καπουκίνων στον ελληνικό Χώρο.
Εκτός από τούς ιησουίτες, με την πρωτοβουλία του Pere Joseph de Paris εγκαθίστανται και καπουκίνοι, στην Κωνσταντινούπολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακας στα 1637), στην Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρα (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ. λ., όπου ιδρύουν μοναστήρια (βλ. χάρτη). Οι καπουκίνοι, πού ας σημειωθή ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τούς τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού τής Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί ή φτώχεια, ή έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρα, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον καθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι καπουκίνοι είναι οι πρώτοι πού εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, την διδασκαλία θηλέων. Οι Γάλλοι, ιδίως με τούς καπουκίνους, θέτουν τα θεμέλια της πολιτικής τους αίγλης και επιρροής στην Ανατολή. «Όλη ή καθολική νεολαία, πού γεννιέται σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους, τονίζει ανήσυχος ό βάιλος Alv. Contarini στα 1640, ανατρέφεται και μορφώνεται από Γάλλους καπουκίνους».
Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώση σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάση την ψυχή των νέων σύμφωνα με το πνεύμα της καθολικής εκκλησίας. Η κύρια ξένη γλώσσα πού δίδασκαν ήταν ή ιταλική, ή γλώσσα όχι μόνο της καθολικής εκκλησίας, αλλά και του εμπορίου στην Ανατολή. Και στον 17 αι. ακόμη ή γλώσσα αυτή εξακολουθούσε να είναι ή πιο διαδεδομένη στην Ανατολή, υπόλειμμα της εμπορικής και πολιτικής δραστηριότητας της Βενετίας, Γένουας, Πίζας, καθώς και των μικρών ιταλικών κρατιδίων, πού ιδρύθηκαν στις ελληνικές χώρες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Από τα μέσα όμως του 17 αί., με την βαθμιαία παρακμή των εμπορικών εκείνων δημοκρατιών και την παράλληλη εξάπλωση των Γάλλων και Άγγλων στην Ανατολή, αρχίζει να διαδίδεται ή γαλλική γλώσσα.
Οι μισσιονάριοι αυτοί, όπως και οι Ιησουίτες, προσφέρουν ακόμη τις ιατρικές τους συμβουλές και γνώσεις με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση στους ταλαιπωρημένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, όπου οι αρρώστιες και οι επιδημίες βέβαια δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Γενικώς δεν είναι φανατικοί, επομένως δεν είναι αντιπαθείς, όπως οι Ιησουίτες. Ορισμένοι μάλιστα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητοί.
Γι’ αυτό ίσως ή εγκατάσταση των καπουκίνων προκαλεί την δυσφορία και δυσαρέσκεια των Ιησουιτών, με τούς οποίους έρχονται και σε προστριβές και διενέξεις σε ορισμένους τόπους, εκδηλώσεις πού τούς εκθέτουν στα μάτια των Ελλήνων. Οι Γάλλοι βασιλείς, Ερρίκος Δ’ (1589-1610) και οι διάδοχοί
του με τις Capitulations υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τόσο τούς ιησουίτες, όσο και τούς καπουκίνους, γιατί έτσι υποβοηθούν όχι μόνον την εξάπλωση του καθολικισμού, αλλά και την ακτινοβολία του γαλλικού ονόματος. Αποτέλεσμα να στερεώνεται συνεχώς ή θέση της Γαλλίας στην Ανατολή και ν’ αποκτά τις συμπάθειες των χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν ό Λουδοβίκος ΙΓ’ (1610 - 1643) παραγγέλλει στον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη και στους προξένους του στα μεγάλα κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τούς προστατεύουν και να τούς βοηθούν κάθε φορά πού θ’ αντιμετώπιζαν δυσκολίες και θα είχαν την ανάγκη τους.
Ιδίως ό πρεσβευτής τής Γαλλίας Philippe de Harlay, comte de Cesy, κατά το μακροχρόνιο διάστημα της παραμονής του στην Τουρκία (1619 - 1641) δείχθηκε θερμότατος υποστηρικτής των καθολικών μισσιοναρίων, ιησουιτών, καπουκίνων κ. λ. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την παπική αυλή, παρακολουθούσε άγρυπνα τις κινήσεις των προτεσταντών και τις σχέσεις τους με την ορθόδοξη εκκλησία και είναι αυτός κυρίως, πού με τις συνεχείς μηχανορραφίες του προκάλεσε την πτώση του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, όπως θα έχουμε την ευκαιρία ν’ αναπτύξουμε αργότερα στο οικείο κεφάλαιο*. Στην εγκατάσταση μάλιστα των καπουκίνων, ή συμπαράσταση και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Cesy είχαν εκδηλωθή τόσο θερμά, ώστε συχνά να προκαλούν την ευγνωμοσύνη του P. Joseph.
Ή ευνοϊκή αυτή μεταχείριση των καπουκίνων από τον Γάλλο πρεσβευτή αντανακλούσε ασφαλώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βασιλιά, χωρίς την βοήθεια του οποίου οι καπουκίνοι θα ήταν να μεγάλο βάρος για την Propaganda Fide, όπως ομολογούσε ό P. Joseph. Ήταν και αυτός ακόμη ένας λόγος, για τον οποίο οι ιησουίτες αντιδρούσαν στις ελληνικές χώρες.
Οι δυσκολίες πού συναντούσαν οι καπουκίνοι και ό ανταγωνισμός των ιησουιτών κούρασαν πολλούς και τούς έκαναν να λιποψυχήσουν. Και εφόσον ζούσε ό P. Joseph, οι καπουκίνοι, παρά τις αδυναμίες πού παρουσίαζε το τάγμα τους, μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με τον θάνατό του όμως χάνουν να πολύτιμο στήριγμα και οργανωτικό πνεύμα. Έτσι οι ιησουίτες με την σιδερένια πειθαρχία τους παραμένουν οι κύριοι στρατιώτες του καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή. Είναι οι πιο πολλοί και οι πιο φανατικοί.
Γενικές παρατηρήσεις για την δράση των μισσιοναρίων.
Οι μισσιονάριοι βρήκαν θερμούς προστάτες στην Ανατολή τούς πειρατές της Μάλτας, δηλαδή τούς μοναχούς ιππότες του Αγ. Ιωάννου, πού εξακολουθούσαν ακόμη να εμπνέωνται από τις ιδέες για ένα ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων και για την κραταίωση τής καθολικής πίστης. Η ευλαβική αυτή στάση των ιπποτών απέναντι των μισσιοναρίων έβρισκε μιμητές και μερικούς άλλους καθολικούς πειρατές . Γι’ αυτούς, καθώς και για τούς δυτικοευρωπαίους ναυτικούς και ταξιδιώτες, ήταν απερίγραπτα συγκινητικό να συναντούν στην μακρινή και ξένη γη δικούς των ανθρώπους και ν’ ακούουν τις γνώριμες από την τρυφερή τους ηλικία μελωδίες της θείας λειτουργίας. Ιδίως οι Γάλλοι πειρατές και στρατιωτικοί πού έπαιρναν μέρος στο πλευρό των Βενετών κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κρήτη, καταδιωκόμεναι κάποτε, έβρισκαν άσυλο μέσα στις εκκλησίες και εκεί κρύβονταν ώσπου να περάση ό κίνδυνος. Μέσα στην ειρηνική και ειδυλλιακή συνήθως γωνιά των ερημητηρίων απολάμβαναν την γλυκιά ανάπαυση ύστερ’ από την τόσο ταραγμένη ζωή τους μέσα στην θάλασσα. Σπάνια βέβαια, αλλά συνέβαινε κάποτε, κάποιος από τούς τυχοδιώκτες εκείνους ν’ αλλάζη την αρματωσιά του πολεμιστή με το ράσο του μοναχού.
Από το άλλο μέρος οι ιεραπόστολοι, ιδίως οι Γάλλοι, θαύμαζαν το πληθωρικό θάρρος και τούς ηρωισμούς των σκληρόκαρδων εκείνων ανθρώπων, ήταν περήφανοι γι’ αυτούς — ιδίως όταν ήταν γόνοι ευγενών —και εγκωμίαζαν τα κατορθώματά τους. Τα αισθήματα λοιπόν φιλίας και αγάπης ιεραποστόλων και ιδίως Γάλλων πειρατών ήταν αμοιβαία έτσι πού οι πρώτοι είχαν το θάρρος να συμβουλεύουν τούς δεύτερους, όταν πια κουράζονταν από την μακροχρόνια θαλασσινή πορεία τους, «ν’ αρχίσουν στο έξης έναν άλλο δρόμο χωρίς ν’ αναπαυθούν και χωρίς να σταθούν, ώσπου να κατακτήσουν τον αιώνιο στέφανο. . . .Sic currite, ut comprehendatis» .
Το έργο τους όμως δεν ήταν εύκολο, δεν είχε ως το τέλος επιτυχίες. Μάλιστα επειδή ό προσηλυτισμός στην Τουρκία απαγορευόταν, συχνά εργάζονταν και στα κρυφά. Πολλές φορές πάλι ήταν αναγκασμένοι να το ξαναρχίσουν από την αρχή, γιατί στο δρόμο τους βρισκόταν ένας αγράμματος, αλλά φλογερός μοναχός από το Αγ. Όρος ή από την Ιερουσαλήμ πού σκόρπιζε γαλήνη στις ψυχές των νησιωτών πού κλονίζονταν ή τις αναστάτωνε και παρακινούσε σε αναβαπτισμό εκείνους πού είχαν προσέλθει στον καθολικισμό. Ένας σιωπηλός ανταγωνισμός συνεχιζόταν επί αιώνες.
Αν εξαιρέσουμε τούς μοναχούς αυτούς, ο εντόπιοι ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τούς μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τούς επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τούς ακούσουν ή τούς άφηναν, αλλά συχνά τούς καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495 - 1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι ορθόδοξοι επίσκοποι) και να εξομολογούν. Έτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και Ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19 αί. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο τού θεού, ομολογεί ό Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τούς επαναφέρουμε στην υποταγή τής Αγίας Έδρας». Θα ανέχονταν άραγε οι δυτικοί παρόμοια κηρύγματα ορθοδόξων στην Δύση: Γενικά οι Ιεραπόστολοι βρίσκουν θρησκευτική ανοχή στα νησιά, εκτός αν θίξουν τούς κατοίκους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία πού αφορούν το δόγμα ή τούς αγίους των, όπως π. χ. τα επεισόδια και ή αναταραχή πού προκάλεσε κατά τα μέσα του 17 αί. στις Κυκλάδες ό P. Franccois Rossiers τής Σαντορίνης με τις επιθέσεις του εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά.
Οι Ιεραπόστολοι ενόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τούς δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τούς κατώτερους κληρικούς, να τούς εξομολογούν, να τούς κάνουν κηρύγματα και να τούς διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».
Η φτώχεια των νησιωτών είναι πραγματικά ολοφάνερη, όπως άλλωστε έχουμε δει. Μόνο μέσα στην Σαντορίνη ζούσαν 500 άτομα, πού περνούσαν δυό και τρεις μήνες, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους και τρέφονταν σαν τούς ερημίτες με άγρια χόρτα, πού φύτρωναν στους αγρούς ύστερ’ από τα πρωτοβρόχια (ραφανίδες, κάρδαμο, αγριοσέλινο κ. λ.). Και οι ιεραπόστολοι, ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι, για να τούς βοηθήσουν. Η φτώχεια έσπρωχνε και τις γυναίκες στην εκπόρνευση. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι οι κλοπές και οι απάτες ήταν σχεδόν άγνωστες. Έκλυση ηθών από φτώχεια, αλλά και εγκληματικότητα παρατηρούμε μόνο στα πειρατοκρατούμενα νησιά.
Μολαταύτα ή θρησκευτικότητα των νησιωτών κάνει εντύπωση. Οι ιεραπόστολοι θαυμάζουν την ευλάβειά τους, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη λατρεία πού τρέφουν προς την Παναγία, την οποία εκδηλώνουν με τις εικόνες, με τα λόγια, με τις πράξεις τους, με τα ποικίλα γνωστά ως σήμερα ακόμη επίθετά της και γραπτά εγκώμια. Εντύπωση τούς κάνουν επίσης οι νηστείες τους, οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι πολλές εκκλησίες (οι περισσότερες στο όνομα τής Παναγίας) και τα παρεκκλήσια τους (μόνο στην Σαντορίνη πάνω από 50, που στις ημέρες των γιορτών μοίραζαν μερίδες φαγητού στους πολλούς φτωχούς ή τουλάχιστον ψωμί και κρασί), οι δωρεές κτημάτων στις εκκλησίες κ. λ..
Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, πού είχε συνυφάνει καθολικούς και ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα τής καθολικής εκκλησίας, δεν αντιδρούν ή δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την ορθόδοξη εκκλησία ή και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π. χ. Έλληνες τής Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στην γιορτή τής Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν ή υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τούς δρόμους (βλ. πιν. ΧΧΙ*). Κανείς ορθόδοξος δεν εργάζεται ή δεν τολμά να εργαστή την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάση το αρτοφόριο από πάνω τους οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ που θα περάση ή πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα τον Χριστό να τούς θεραπεύση. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, πού τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, πως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξη. Η συστηματική διερεύνηση των αμοιβαίων σχέσεων αποτελεί ενδιαφέρον θέμα της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Εκτός από τις επιδράσεις τής δυτικής εκκλησίας στον αιγαιοπελαγιτικό χώρο, πρέπει να σημειωθή και ή επιρροή των μεγάλων καθολικών δυνάμεων της εποχής, της Βενετίας και ιδίως της Γαλλίας. Επειδή οι περισσότεροι μισσιονάριοι είναι γαλλικής καταγωγής, προβάλλουν μαζί με την παρεχόμενη παιδεία και το όνομα της Γαλλίας, καλλιεργούν τις συμπάθειες των Αιγαιοπελαγιτών, ιδίως των Κυκλαδιτών, προς την δύναμη αυτή και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της επιρροής της. Το γεγονός αυτό δεν μένει απαρατήρητο από τούς Βενετούς πού ενδιαφέρονται άμεσα για τον ζωτικόν αυτό χώρο. Έτσι ό βάιλος Giovanni Morosini στα 1680 εφιστούσε την προσοχή της βενετικής γερουσίας στο σημείο αυτό σημειώνοντας ότι οι ιησουίτες και οι καπουκίνοι «όλοι Γάλλοι. . . συναγωνιζόμενοι ό ένας τον άλλον στο καίριο σημείο τής παιδείας κάνουν προσφιλές το όνομα της Γαλλίας στις ψυχές εκείνων των κατοίκων».
Παρά την δραστηριότητα και τον ζήλο πού ανέπτυξαν οι καθολικοί ιεραπόστολοι ως ιερείς, ως διδάσκαλοι, γιατροί, κήρυκες, ως παρηγορητές των σκλάβων και παρά την ηθική και υλική ενίσχυσή τους από την Αγία Έδρα και από τούς Φράγκους άρχοντες και από τούς Γάλλους πειρατές, δεν εσημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην αποστολή τους• όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν, να μεγαλώσουν τα ποίμνια των πιστών, αλλά ούτε καν να συγκρατήσουν την διαρροή τους προς την ορθοδοξία. Η κατάλυση μάλιστα της φραγκικής κυριαρχίας είχε επιδράσει αισθητά στην μείωση του αριθμού των καθολικών. Όπου μάλιστα υπήρχαν λίγοι, όπως π. χ. στην Κέα, αυτοί αποσύρονται στα άλλα νησιά, όπου υπήρχε πυκνός πληθυσμός ομοδόξων. Ακόμη και μέσα στην Τήνο, πού μόνη από τα νησιά το Αιγαίου έμεινε υπό την βενετική κυριαρχία, πολλοί καθολικοί ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα και γίνονται πολλά συνοικέσια χωρίς την νόμιμη άδεια. Το σπουδαίο μάλιστα είναι, όπως ομολογεί ό ίδιος ό καθολικός επίσκοπος Περπινιάν γύρω στα 1614, ότι ανάμεσα στους καθολικούς είχε επικρατήσει ή αντίληψη ότι ή μετάβασή τους στο ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν ατόπημα.
Ενώ ή νέα κατάσταση μετά την τουρκική κατάκτηση δεν ευνοεί την επιβολή τής φραγκικής μειονότητας, από το άλλο ή φανατική αντίδραση τής ορθόδοξης πλειοψηφίας και ή κατά παράδοση διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου από τούς καθολικούς για λόγους εμπορικούς (αν εξαιρέση κανείς τούς δυτικούς της Νάξου, Σύρας και Τήνου) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την βαθμιαία θρησκευτική αφομοίωση των Φράγκων ή Ελλήνων καθολικών. Στην περίπτωση αυτή οι μεικτοί γάμοι έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο. Εξακολουθεί λοιπόν και μετά την επιβολή των Τούρκων ή βαθμιαία προσέλευση των δυτικών στην ορθοδοξία, γεγονός πού διαπιστώσαμε και κατά τούς τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου.
Μιά σιωπηλή πάλη διεξάγεται ανάμεσα στα δύο δόγματα, στο ανατολικό και στο δυτικό. Οι ορθόδοξοι μπορεί να παρακολουθούν τις κοινές λειτουργίες, ν’ ακούουν τα κηρύγματα των μισσιοναρίων, να εξομολογούνται σ’ αυτούς, να θαυμάζουν την πολυμερή μόρφωσή τους και να τούς εμπιστεύωνται τα παιδιά τους, αλλά δεν μετατοπίζονται εύκολα από το πάτριο έδαφος. Δεν τούς συγκρατεί μόνο το ευαίσθητο θρησκευτικό συναίσθημα και ή υποβλητική φωνή της παράδοσης, πού την εκφράζουν οι αγράμματοι, αλλά θερμοί ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί. Είναι και οι παράλληλα εξελισσόμενοι πολιτικοί και οικονομικοί όροι, πού ευνοούν την άνοδο και επικράτηση των ορθοδόξων, πού άλλωστε είναι και οι περισσότεροι. Οι πολλοί λοιπόν θ’ απορροφήσουν τούς λίγους με τούς μεικτούς γάμους, πού μάταια αποδοκιμάζονται και αποκηρύσσονται και από τις δύο πλευρές. Έτσι συνεχίζονται ακατάπαυτα οι προσελεύσεις των δυτικών προς το ορθόδοξο δόγμα. Επομένως οι μισσιονάριοι είναι σαν ν’ αγωνίζωνται αντίθετα προς το ρεύμα και την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλες λοιπόν οι προσπάθειές τους και όλα τα μέτρα τους είναι φυσικό να ναυαγήσουν εμπρός στην νέα πραγματικότητα πού προβάλλει.
Μολαταύτα δεν μπορεί κανείς να μη βυθιστή σε σκέψεις εμπρός στον ζήλο, στην καρτερικότητα και στην επιμονή των ιεραποστόλων αυτών, πού άφησαν τα εγκόσμια, το Παρίσι τις άλλες πόλεις τής Γαλλίας και Ιταλίας, και κατοίκησαν στα απομονωμένα νησιά του Αιγαίου για την πραγμάτωση ενός ιδανικού.
Οι μισσιονάριοι στις ελληνικές ακτές τής Ευρώπης και τής Ασίας.
Η δραστηριότητα των μισσιοναρίων δεν περιορίζεται μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά εκτείνεται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Μονή Σινά, πού συντηρεί στενές σχέσεις με τον πάπα, στην Αλεξάνδρεια κ. λ., καθώς και στο εσωτερικό τής Βαλκανικής. Έτσι π.χ. στα 1581 ό πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ στέλνει στον Λίβανο και στην Κύπρο δυό μοναχούς πού έχουν επιτυχίες. Επίσης από τις αρχές του 17 αί. ιησουίτες μοναχοί επισκέπτονται, κατά καιρούς, διάφορες χώρες τής Εγγύς Ανατολής, την Μιγγρελία στα 1614, την Κύπρο, την Σόφια και Φιλιππούπολη και σκέπτονται πολύ την εγκατάστασή τους στην Μ. Ασία . Πραγματικά στα 1624 εγκαθίστανται στην Σμύρνη. Εκεί βρίσκουν έδαφος ευνοϊκό και ανάμεσα στους ξένους εμπόρους, αλλά κυρίως ανάμεσα στους εντόπιους Έλληνες και εποίκους από τα νησιά του Αιγαίου, Χίο, Νάξο, Τήνο, Σαντορίνη, Πάρο κ. λ. Όλοι αυτοί, δυτικοί και ορθόδοξοι, πού είχαν εγκατασταθή στο μεγάλο αυτό λιμάνι τής Μ. Ασίας (τα διάφορα άρθρα των διομολογήσεων εγγυόταν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων), εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στους μισσιοναρίους. Ακόμη και ό ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Ιάκωβος συνηγορεί στον βασιλιά τής Γαλλίας να τούς δοθούν καταλύματα και μέσα διατροφής .
Γενικά κατά τα μέσα του 17 αι. ή Σμύρνη θεωρείται ή μόνη πόλη της Τουρκίας, που ή άσκηση τής λατρείας των χριστιανών, ορθοδόξων και Καθολικών, γίνεται με την μεγαλύτερη ελευθερία, ώστε οι θρησκευτικές πομπές των καθολικών να περνούν ήσυχα μέσα από τούς δρόμους. Η ελευθερία έφθανε σε τέτοιο σημείο, ώστε μερικοί ορθόδοξοι την Μεγάλη Πέμπτη κατά την περιφορά του Επιταφίου ν’ αυτομαστιγώνωνται ή να ξεσχίζουν τις σάρκες τους από τούς ώμους ως την μέση τους τόσο άγρια, ώστε να τούς πλημμυρίζουν τα αίματα. Ή μεγάλη αυτή πόρτα τής απέραντης και άγνωστης Ανατολής, προσφέρει στους μισσιοναρίους «ένα ευρύχωρο πεδίο, όπου έχει κανείς πολλές σοδειές», όπως γράφει αργότερα (αρχές 18 αί) παραστατικά ανώνυμος μισσιονάριος προς τον Pere Fleuriau.
Στα 1627 εγκαθίστανται και καπουκίνοι στην Σμύρνη , οι οποίοι εξομολογούν τούς ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του οικουμενικού πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη την Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν τον θάνατο επάνω στην φωτιά.
Με τόλμη και θερμό ζήλο οι μισσιονάριοι αναλαμβάνουν επικίνδυνες ιεραποστολές μέσα από την Τραπεζούντα ως τα βάθη τής Μ. Ασίας, της Αρμενίας, Περσίας, της Μεσοποταμίας ή και σ’ αυτήν ακόμη την Αιθιοπία. Έτσι Ιησουίτες μοναχοί έχουν εγκατασταθή στην Μογγολία, στο Θιβέτ, στο Χαλέπι, στην Δαμασκό, μιά αλυσίδα ζηλωτών του τάγματος αυτού, πού δεν παραλείπουν να βρίσκωνται σε επαφή ό ένας με τον άλλο.
Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση ή ενίσχυση των ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο.
Στο Ναύπλιο εγκαθίστανται στα 16402. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ανατολή de la Haye στέλνει εκεί τον ιησουίτη Francois Blaiseau και τον Rene de la Saint-Cosme, για να εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες 500 καθολικών σκλάβων, Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Γερμανών, Πολωνών, πού δούλευαν στην γαλέρα του μπέη του Ναυπλίου και είχαν 20 - 30 χρόνια ν’ ακούσουν θεία λειτουργία ή να εξομολογηθούν. Εκεί μερικοί επίσης καθολικοί κάτοικοι, πού είχαν δεχθή την ορθοδοξία, υπόσχονταν να ξαναγυρίσουν στους κόλπους του καθολικισμού, αν είχαν μόνιμο καθολικό ιερέα. Οι ιησουίτες φιλοδοξούν να ιδρύσουν σταθμούς και σε ορισμένα άλλα σημεία της Πελοποννήσου. Στα 1642 βρίσκουμε επίσης στο Ναύπλιο εγκαταστημένους και καπουκίνους, πού περιέρχονται διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και κηρύττουν σ’ αυτές τον θείο λόγο. Ιδιαίτερα επισκέπτονται την Πάτρα, όπου έμεναν λίγοι καθολικοί.
Τον Δεκέμβριο του 1641 ό Francois Blaiseau εμφανίζεται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη πού το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Εκεί γίνεται δεκτός με πολλήν εκτίμηση από Έλληνες και Τούρκους, πού θέλουν να τον κρατήσουν και του διευκολύνουν την εγκατάσταση. Οι νέοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα μαθηματικά πού διδάσκει.
Οι ιησουίτες δεν έμειναν πολύν καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως ή έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, ή απουσία πολλών καθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τούς αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι το Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν ή αρχή της ιστορίας της μονής των καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», πού έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου ως την επανάσταση του 1821. Είναι ή μονή, όπου φιλοξενήθηκε ό λόρδος Βύρων κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα (1810-1811) . Ο Francois Blaiseau λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα επισκέπτεται την Χαλκίδα. Εκεί οι ιησουίτες έχουν να κάνουν πολλά για τούς Έλληνες και Αλβανούς, και ιδίως για τούς Ευρωπαίους σκλάβους των γαλερών, Γάλλους, Ιταλούς, Μαλτέζους, Πολωνούς κ. λ. «Quelle musique ce m’ est que le leurs fers» γράφει ό εκεί Ιησουίτης Francois Lucas.
Μολαταύτα οι αλλεπάλληλοι θάνατοι, πολλών Ιησουιτών λόγω του ανθυγιεινού κλίματος της εποχής εκείνης, όπως αναφέρεται, ανάγκασαν τούς μισσιοναρίους αυτούς ν’ αναστείλουν το έργο τους και να το ασκούν μόνο σε υγιεινότερες εποχές του έτους. Στα μέσα του 17 αί. εκτελεί ολομόναχος τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο μεγάλο νησί ό Pere Francois Lucas με επιτυχία και ζητεί την συνδρομή και άλλων για ν’ ανταποκριθή στο παρηγορητικό του έργο. Σ’ αυτόν εξομολογούνται και Έλληνες ακόμη.
Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί στα 1706. Ψυχή της τελευταίας αυτής αποστολής είναι ό Pere Bracconier από την Champagne, ό οποίος είχε το δώρο να μαθαίνη γρήγορα ξένες γλώσσες και γενικά έγινε ό supereur όλων των αποστολών στις ελληνικές χώρες. Ο Bracconier• επισκέπτεται το Αγ. Όρος, την Καβάλα, την Θάσο, την Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη οι ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν να βήμα και μέσα στο θρησκευτικόν αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, πού πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους. Τον Bracconier διαδέχθηκε ό Pere Francois Tarillon.
Άρρηκτα συνδεδεμένες με το θρησκευτικό και εκπαιδευτικό έργο των καθολικών ιεραποστολών είναι οι υπηρεσίες τους και στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι δογματικές διαφωνίες τους με τούς προτεστάντες, με το Port - Royal ή με τούς Ζανσενιστές, θα τούς κάνουν ν’ αναζητήσουν και να μελετήσουν τα έργα των θεολόγων της ορθοδοξίας, να διευρύνουν τις θεολογικές και φιλοσοφικές τους γνώσεις και έτσι να διαποτίσουν το πετρωμένο πεδίο τής θεολογικής επιστήμης και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα. Μέσα στην χώρα των κλασσικών αναμνήσεων είτε μόνοι τους είτε και με την παρακίνηση επίσημων προσώπων τής πατρίδας τους ή και εταιρειών αναζητούν χειρόγραφα όχι μόνο των πατέρων τής εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων συγγραφέων, μελετούν αντικείμενα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και έτσι συμβάλλουν και αυτοί κατά το μέρος τους όχι μόνο στην αναζωπύρωση της αρχαιολατρείας, αλλά και στην γένεση της βυζαντινολογίας. Έτσι οι πιο καλοί εργάτες του νέου αυτού φιλολογικού κλάδου θα γίνουν οι δομηνικανοί και ιησουίτες, πού θα ετοιμάσουν ένα λαμπρό πεδίο με νέους πνευματικούς ορίζοντες.
Ακόμη ή ανάγκη να μάθουν την γλώσσα των κατοίκων των ελληνικών χωρών, όπου πήγαιναν να διδάξουν, και μάλιστα την γλώσσα του λαού, τούς έκανε να εγκύψουν στην μελέτη της δημοτικής και της γραμματικής. Οι ιησουίτες προ πάντων μοναχοί, ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις τής συνόδου του Trento, πού παραγγέλλει την χρήση της γλώσσας του λαού, όταν έρχωνται στις ελληνικές χώρες, για να μπορέσουν να γνωρίσουν καλά τον τόπο και τούς ανθρώπους, για να μιλήσουν μαζί τους, να τούς διδάξουν και να τούς κάνουν το θρησκευτικό κήρυγμα στις εκκλησίες τους, ρίχνονται με ζήλο στην σπουδή της και μερικοί σημειώνουν εκπληκτικές προόδους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλοι πάλι μελετούν συστηματικά την γραμματική και το λεξιλόγιό της με την επιθυμία να διευκολύνουν τούς σπουδαστές της, πρώτα πρώτα βέβαια τούς ομοϊδεάτες τους μοναχούς. Μέσ’ απ’ αυτές τις ανάγκες είδε το φως το πιο παλαιό ιταλοελληνικό λεξικό και ή στοιχειώδης γραμματική το ιησουίτη μοναχού Gerolamo Germano. Το βιβλίο του, παρά τις ατέλειές του, πρόσφερε υπηρεσίες στους καθολικούς μοναχούς πού έφταναν στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθούν έπειτα και άλλες γραμματικές της δημοτικής, Ελλήνων και ξένων, πού είτε δημοσιεύθηκαν είτε έμειναν ανέκδοτες. Αξίζει να μνημονευθή ή γραμματική του Έλληνα Σίμωνος Πορτίου, πού είναι ουνίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Την γραμματική του αυτή την εκδίδει στα 1638 και την αφιερώνει στον πανίσχυρο καρδινάλιο Richelieu. Στην αφιέρωσή του (όπου του παρουσιάζει την αγνώριστη πια νέα Ελλάδα, πεσμένη ικετευτικά στα πόδια του) του εξομολογείται ανάμεσα στα άλλα και τον μεγάλο καϋμό των σκλαβωμένων: «Συμπάθησε, παρακαλώ σε, εξοχώτατε άρχοντα, την πολλά ζεστήν δούλεψιν και προσκύνησιν της Ελλάδας σου• κάμε μόνον ότι, ως καθώς εκείνη με την λάμψιν σου δοξασμένη απολαύει το κοινόν φως του ηλίου με τον τύπον, έτσι παραδοσμένη στα χέρια σου, κάμε να μεταστρέψη στην παλαιά της λαμπρότητα και ελευθερίαν».
Ορισμένοι καθολικοί μοναχοί γράφουν μερικά έργα τους με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με τα λεγόμενα φ ρ α γ κ ο χ ι ώ τ ι κ α, για να ευκολύνουν την ανάγνωση και την διάδοση των γραπτών τους. Πραγματικά το φραγκοχιώτικο αλφάβητο με την εύκολη ορθογραφία του προσείλκυσε τούς καθολικούς, ιδίως τούς ξένους τούς εγκαταστημένους στην Εγγύς Ανατολή, τούς κοινώς ονομαζομένους φραγκολεβαντίνους, τούς παρακίνησε στην σπουδή τής ελληνικής και συνέβαλε στην διατήρηση και εξάπλωσή της ανάμεσά τους.
6. Ανταγωνισμός των δυτικών θρησκευτικών ιδεών κατά τα τέλη του 16 και κατά το πρώτο μισό το 17 αι. και ή απέναντι αυτών στάση των ορθόδοξων ιεραρχών.
Οι έντονες ζυμώσεις, έρριδες και πόλεμοι καθολικών και διαμαρτυρομένων στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και ή δραστηριότητα τής προπαγάνδας τους στην Ανατολή, προκαλούν, πως είναι επόμενο, ποικιλότροπες επιδράσεις στα πνεύματα των ορθόδοξων θεολόγων του 16 και ιδίως του 17 αι. Η ορθόδοξη εκκλησία συγκλονίζεται από την σφοδρότητα των νέων κυμάτων. Οι Θεολόγοι της, εκτεθειμένοι μέσα στην θύελλα, οφείλουν όχι μόνον να πάρουν θέση, αλλά και ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι και να καθοδηγήσουν το πλήρωμά τους. Οι περισσότεροι, μολονότι έχουν κάνει τις σπουδές τους μένουν στην Ιταλία και γνωρίζουν πολύ καλά τούς αντιπάλους και τις μεθόδους των, δοκιμάζουν για πρώτη φορά την ορμή των ιδεών μιας Ευρώπης πού περνά βαθύτατη κρίση και βαίνει προς την διαμόρφωσή της. Οι Έλληνες βρίσκονται ανέτοιμοι και μάλλον αμύνονται. Ο μόνος ισχυρός φορέας φιλοσοφικών ιδεών είναι, όπως είδαμε στον δεύτερα τόμο*, ό Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, περισσότερο κοσμικός φιλόσοφος παρά θεολόγος, ό οποίος προετοιμάζει το έδαφος της Ανατολής για την διείσδυση τής δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολαταύτα ή πάλη των ιδεών και οι ανάγκες των τότε συνθηκών γονιμοποιούν την διάνοια των Ελλήνων θεολόγων και οξύνουν την μαχητικότητά τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς, ευφυείς και μορφωμένοι, μελετούν τις νέες θρησκευτικές ιδέες και επηρεάζονται λίγο ή πολύ απ’ αυτές ή τις απορρίπτουν και εξελίσσονται σε κορυφαίους προμάχους τής ορθοδοξίας. Ο καθένας τους διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα και κάτι έχει να προσφέρη. Τα έργα τους, τα περισσότερα αντιρρητικά, αναζωογονούν την θεολογική φιλολογία, αποτελούν την πρώτη ορμητική εκδήλωσή της στα χρόνια τής τουρκοκρατίας και φέρνουν το προδρομικό μήνυμα τής εποχής του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτήν ακριβώς την προσφορά των πιο αξιόλογων θεολόγων στην υπόθεση τής εκκλησίας και του έθνους πρέπει ν’ αναζητήσουμε.
α) Γαβριήλ Σεβήρος και Μάξιμος Μαργούνιος.
Ορισμένοι μετριοπαθείς και φωτισμένοι άνδρες έχουν την γνώμη ότι μερικά βήματα θα μπορούσαν να γίνουν προς το μέρος τής δυτικής εκκλησίας, χωρίς να ζημιώσουν το πνεύμα τής ορθοδοξίας. Έτσι ό προϊστάμενος τής ελληνικής κοινότητας Βενετίας μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1541 - 1616)2, μολονότι φανατικός πρόμαχος τής ορθοδοξίας και των παραδεδομένων, νομίζει ότι θα έπρεπε ν’ αποφεύγεται ή χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών βιβλίων της ανατολικής εκκλησίας που έθιγαν τους καθολικούς, προ πάντων ή ακολουθία του Γρηγορίου του Παλαμά, και τα άλλα ν’ αποκαθαρθούν από ορισμένες δυσφημιστικές εκφράσεις. Επίσης, έχοντας υπ’ όψη του την ορθότητα των μεταρρυθμίσεων του γρηγοριανού ημερολογίου και επηρεαζόμενος ασφαλώς από το ορθολογιστικό περιβάλλον της βενετικής πολιτείας και από τους ανώτατους εκπροσώπους τής καθολικής εκκλησίας, προτείνει επανειλημμένα στον πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό την εισαγωγή του και στις χώρες των ορθόδοξων εκκλησιών. Ο πατριάρχης όμως με την επιστολή του της 6 Ιουλίου 1583 τον επιτιμά για τις λογικές, αλλά πρωτόφαντες για την εποχή εκείνη, προτάσεις του και του συνιστά εμμονή στα παραδεδομένα. Και συνεχίζει με τα παρακάτω, που σκοπό έχουν να του δώσουν θάρρος, αν υφίσταται πιέσεις απ’ έξω: «Εί δ’ αυτοί, ως εκ των γεγραμμένων ημίν τεκμαίρεται, σκοπόν έχουσιν ενοχλήσαι, όπερ (οίμαι) απίθανον, φέρειν οφείλετε• ό μεν γάρ παρών καιρός οδυνών και θλίψεων, ό δε μέλλων χαράς και ανταποδόσεως».
Τολμηρότερα ήταν τα βήματα του επίσης εγκαταστημένου στην Βενετία Κρητικού Μαξίμου Μαργουνίου (1549 - 1602), επιφανούς θεολόγου τής εποχής, επισκόπου Κυθήρων. Η πυκνή αλληλογραφία του με διακεκριμένες προσωπικότητες του ορθόδοξου και δυτικού κόσμου, όπως με τον Ιερεμία Β’ τον Τρανό, τον Μελέτιο Βλαστό, τους ανθρωπιστές David Hoeschel, Friedrich Syburg, Ascanio Persio κ.α., καθώς και τα ποικίλα θέματα που τον απασχολούν, δείχνουν το κύρος και την βαθιά θεολογική και φιλολογική του μόρφωση. Επομένως οι επιστολές του, πολλές από τις οποίες είναι ανέκδοτες, αποτελούν πηγές για την γνώση τής πνευματικής ιστορίας τής εποχής του και ειδικά των ελληνικών χωρών. Ο Μαργούνιος είναι γνωστός επίσης ως εκδότης πολλών φιλολογικών και θεολογικών κειμένων, τα οποία έκαναν εντύπωση στους δυτικούς λογίους και έδωσαν κάποια αίγλη στο αμαυρωμένο ελληνικό όνομα. Αξίζει να μνημονεύσουμε την μετάφρασή του του έργου του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος στην δημοτική γλώσσα (χαρακτηριστική είναι ή αφιερωτική του επιστολή προς τον πατριάρχη Ιερεμία Β’), καθώς και διαφόρων συναξαρίων με σύντομους βίους αγίων (Βενετία 1607). Η συλλογή των συναξαρίων αυτών, πού γνώρισε έξι εκδόσεις μέσα στον 17 αι, χρησίμευσε ως βάση για παρόμοια μεταγενέστερα έργα.
Ο Μαργούνιος, καθαρός και άμεμπτος, είναι από τις σπάνιες εκείνες φυσιογνωμίες του ελληνικού κόσμου, πού συγκεντρώνουν μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα: την πολυμάθεια, την ευρύτητα των ιδεών και την έμμονή στις αρχές τους, αλλά και την έλλειψη δογματισμού και την ανοχή των ιδεών των άλλων. Μέσα του, όπως και στον Χρυσολωρά και στον Βησσαρίωνα, είχε συντελεσθή ή αρμονική σύλληψη και σύνθεση του ελληνοχριστιανικού κόσμου.
Ο Μαργούνιος είχε την γνώμη ότι θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθή ή ένωση των εκκλησιών, αν γινόταν «ή του δόγματος θεραπεία», αν δηλαδή τα δύο μέρη συμβιβάζονταν ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η αντίληψή του όμως αυτή παρεξηγήθηκε και προκάλεσε, στα 1583, την αντίδραση του ευερέθιστου Γαβριήλ Σεβήρου, του οποίου το πάθος τον σκοτίζει τόσο, ώστε να κατηγορήση τον Μάξιμο ότι λατινοφρονεί. Έτσι ξέσπασε μεταξύ τους μιά οξεία διένεξη, την οποία με πολύ κόπο και παρακλήσεις κατόρθωσαν να κατασιγάσουν οι Ιερεμίας Β’ και προ πάντων ό Μελέτιος Πηγάς. Ο Πηγάς καταλαβαίνει καλά πόσα δεινά μπορεί να προκύψουν από την έριδα των δύο αυτών επιφανών θεολόγων, οι οποίοι κατά την έκφρασή του αποτελούν τας «ιεράς και ζώσας πλάκας της του Χριστού Εκκλησίας» και τον «δίδυμον οφθαλμόν της ορθοδόξου πίστεως». «Ω πόνοι μάταιοι, γράφει προς τον Φιλαδελφείας Σεβήρο, φροντίδες έωλοι! Ξένοι και πάροικοι άμφω ούκ αισχύνεσθε περί της παροικίας φιλονεικούντες; Αλλά καταλλάγητε, προς Θεού, μη γίνεσθε το φως υμείς σκότος, εν καιροίς ούτω χαλεποίς όποι των πραγμάτων πάντων δεινή τις γίνεται εξέτασις. Οι διαπληκτιζομένους υμάς δρώντες τους προέχοντας Γραικών, ούτως ατόπως, ούτως εκθύμως, τι περί των Γραικών νομιούσιν;... Μη προσταράττετε το ταλαίπωρον γένος καταχρησάμενοι και τα της ευσεβείας αυτής και αυτόν τον Χριστόν εις τας υμετέρας κενάς δόξας. Ελαβήθητε το φοβερόν βήμα, ένθα τα κρυπτά κρίνεται δίχα παραπετασμάτων».
Μέσα στην ταραχή αυτή των πνευμάτων πολύ αισθητός γίνεται ό θάνατος του Ιερεμία Β’ (1595)• «Οίμοι, γράφει στον θρήνο του ό Πηγάς, πολλαί και μεγάλαι αί τω αθλίω ημών επισκήψασαι γένει συμφοραί τε και δυστυχίαι (δηλ. ή κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ή Άλωση, οι πολυειδείς διωγμοί και κακώσεις του Γένους, ή ταπείνωση της Εκκλησίας και ή περιφρόνησή της από οικείους και ξένους, ή εξαφάνιση των λογίων κ. λ.). Αλλ’ ή νυν δυστυχία τας προγεγενημένας εκείνας πάσας δεινώς υπερήρεν, ως ό σφοδρότατος τον ελάσσονα πόνος. . . Σεσίγηκεν ή καθ’ εκάστην υπέρ ημών αγωνιζομένη γλώττα.
β) Μελέτιος Πηγάς.
Τώρα ή μόνη δυνατή προσωπικότητα, πού θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ό μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ό Πηγάς (1549 - 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ό Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της καθολικής προπαγάνδας. Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ό γέρος πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τούς Κόπτες στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ό Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε. Για τούς μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», πού διαιρείται σε 3 μέρη• 1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωρισή με επιφανείς προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός ) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και ή σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της ορθοδοξίας. Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται ή καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, ή «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ό «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 - 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυό φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι ή Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι πού είχαν παρασυρθή από την καθολική προπαγάνδα. Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην ορθοδοξία. Είναι ή εποχή των νέων κλυδωνισμών τής Εκκλησίας από την απήχηση του γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», πού συντάσσει ό Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τούς κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου• από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο• από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (πού είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο πού κατείχε τότε ό Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ό σάλος της εκκλησίας, όταν ό Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 - 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι ή ορθόδοξη εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυό χρόνια (1586 - 1587) ό Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, πού είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τούς κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ό Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυό φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (ή οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τούς κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο οικουμενικό πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών. Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας... βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των ιησουιτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (εί γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τούς υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι ιησουίτες, όπως είδαμε (βλ. σ. 395*), είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον (ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Ή παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των ιησουιτών, πού αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ό Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, πού κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της ορθοδοξίας.
Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ό Μελέτιος με μεγάλη λύπη της ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων• «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει• «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει».
Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (πού είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 - 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των ιησουιτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση τού οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ό νέος πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ό περιηγητής Dousa, πού μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση τής ανατολικής εκκλησίας• γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων».
Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα τής τοποτηρητείας του ό Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο, πού εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα τής Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τούς εράνους και συνδρομές των χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους, πού το ονόμαζε «θηρίον τής Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως πού προκαλούσε ή ανεξαρτησία της γνώμης του και ή αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και ή αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μιά ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν πατριάρχη. Απογοητευμένος ό Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 15991. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ότι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό.
Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 - 1638), πού μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του καθολικισμού.
Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί ή υπεράσπιση των θέσεων της ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του ή «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, πού είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και άπλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, πού πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και — παραμελώντας τούς καθιερωμένους κανόνες τού είδους αυτού της γραμματείας — αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει να δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους πού δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση.
Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν να ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη• καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, πού οδηγούν τούς νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία• στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες πού τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ., ή εκείνες πού πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε..., τι ελπίζεις να πάθης εσύ, όπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος διά να μεθύση, άλλος διά να σπαταλήση, άλλος διά να λαμπροφορέση, άλλος διά να κερδίση, λέγει, θρόνους — ξεύρω για τι θρόνους — να δοξασθή και να κλονήται ή εκκλησία του θεού, διά να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τούς ασεβείς, εις τούς εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την εκκλησίαν, διά να στήση το θέλημά του». Με αυστηρότητα καυτηριάζει τούς ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του θεού, χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πώς να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες [τες] σοδομιτικές, ώ ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος ιερωσύνην ή αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Η δεν γνωρίζεις πώς είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και ή στιγμή τής κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ό κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;»
Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τούς Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, ο ι ό π ο ί ο ι ή σ α ν Έ λ λ η ν ε ς, τ ο γ ν ή σ ι ο ν γ έ ν ο ς σ α ς. Α π ό ε κ ε ί ν ο υ ς δ έ ε ι ς τ ο ύ ς Ρ ω μ α ί ο υ ς, α π ό τα ο ύ ς ο π ο ί ο υ ς ε σ ε ί ς κ α ι κ ρ α τ ά τ ε κ α ι λ έ γ ε σ θ ε.
Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την ορθοδοξίαν τής Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς τής βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα τής ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων τής πίστεως και τούς θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν τής θεαρέστου ζωής. Όλος ό κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου».
Όπως βλέπουμε, ό ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές τής πνευματικής και τής εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους πού έγινε περίπαιγμα των λαών τής Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»: «Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, διά να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, όπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πώς δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πώς την στέργομεν».
Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι ή σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία τής μετάνοιας προς την απαξία τής αμαρτίας: «Η αμαρτία εξορίζει, ή μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει ή μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, ή μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει ή αμαρτία, καλλωπίζει [ή μετάνοια]. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς». Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται ή σωτηρία τους: «. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος διά τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ό λαός του θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πώς σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς.
Αναθυμήσου, πώς και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα τής επαγγελίας, παρέδωκεν ό Θεός ό δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ό αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών...
Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, διά να παρακινηθή ογληγορήτερα ό Θεός, διά την εργασίαν των καλών μας έργων, διά την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων τής βασιλείας των ουρανών. . . ».
Απέραντη ή πίστη του στην ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τούς Έλληνες: «Μόνον μ η α μ ε λ ή σ ω μ ε ν, α δ ε λ φ ο ί, τ ο ι ς ί χ ν ε σ ι ν ε π ι β α ί ν ε ι ν των π ρ ο γ ό ν ω ν η μ ώ ν, ε ι δ ό τ ε ς, ό τ ι ο υ π ρ ο σ φ ά τ ο ι ς π ό μ ε θ α δ ό γ μ α σ ι ν, α λ λ’ α ρ χ α ί ο ι ς και π α τ ρ ο π α ρ α δ ό τα ο ι ς, τ ο ν Σ ω τ ή ρ α Χ ρ ι σ τ ό ν έ χ ο υ σ ι ν ο μ ο δ ό τ η ν κ α ι ν ο μ ο θ έ τ η ν, τ ο ύ ς Α π ο σ τ ό λ ο υ ς δ ε κ α ι τ ο ύ ς Α γ ί ο υ ς Π α τ έ ρ α ς ε κ φ ά ν τ ο ρ α ς...». Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του —• φράση πού υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του μουσουλμανισμού.
Ύστερ’ από όσα αναφέραμε παραπάνω, ήταν επόμενο, οι τρεις κορυφαίοι κληρικοί, ό Μελέτιος Πηγάς, ό Γαβριήλ Σεβήρος και ό Μάξιμος Μαργούνιος να θεωρηθούν πρόμαχοι τής ορθοδοξίας από τις μάζες των ορθοδόξων και ή φήμη τους να σκορπιστή και στις ορθόδοξες χώρες τής Βαλκανικής, κυρίως στην Ρουμανία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ό Ματθαίος Μυρέων συνέθεσε «Ακολουθίαν εις τούς νεοφανείς αστέρας και θεολόγους και διδασκάλους της Εκκλησίας Μελέτιον πατριάρχην Αλεξανδρείας, τον από Κρήτης και Γαβριήλ Φιλαδελφείας, τον από Μονεμβασίας, και Μάξιμον Κυθήρων τον Μαργούνιον, τον και αυτόν από Κρήτης, τούς εν ένί καιρέ έπί στηριγμ τών τής Εκκλησίας δογμάτων και πατρικών παραδόσεων διαλάμψαντας».
γ) Ο Κύριλλος Λούκαρις και οι αγώνες του.
1. Τον Μελέτιο Πηγά διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο τής Αλεξανδρείας ό ανεψιός του Κύριλλος Λούκαρις σε ηλικία 29 χρόνων (βλ. πίν. ΧΧΙΙ*). Ο Λούκαρις, μαθητής και αυτός του μοναχού Μελέτιου Βλαστού, είναι ή πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17 αι. Τις σπουδές του στα ελληνικά, καθώς και τα λατινικά, τις συμπληρώνει στην Βενετία με οδηγό και δάσκαλο τον καλοκάγαθο συμπατριώτη του Μάξιμο Μαργούνιο και αργότερα, στα 17 του χρόνια, το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε 6 ολόκληρα χρόνια μέσα σ’ ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, πού το δεσπόζουν οι φυσιογνωμίες των καθηγητών Piccolomini και Cremonini. Ακολουθούν οι δύο αλλεπάλληλες αποστολές του στην Πολωνία, κατά την διάρκεια των οποίων γνώρισε καλά τις μεθόδους και επιτυχίες των ιησουιτών εκεί. Ήταν ή πρώτη φάση τής πάλης του Λούκαρι, πού έληξε με την επιβολή των καθολικών.
Τώρα με την εκλογή του ως πατριάρχη αρχίζει ή δεύτερη φάση, πιο σκληρή και μέσα στο ίδιο το πάτριο έδαφος. Αμέσως μεταφέρει την έδρα του στο Κάιρο (ποιος είναι ό λόγος δεν έχει ακόμη εξακριβωθή) και από τότε αρχίζει να μελετά συστηματικά όχι μόνον τούς ορθοδόξους, αλλά και τούς δυτικούς εκκλησιαστικούς πατέρες και αυτούς ακόμη τούς αντιπροσωπευτικούς δογματικούς των εκκλησιών του Λουθήρου και του Καλβίνου, όπως το αποδεικνύουν μερικά από τα ανέκδοτα κηρύγματά του των ετών 1589 - 1626, πού μελέτησε ό G. Hofman. Η συστηματική μελέτη τους, κοντά στην βοήθεια πού μας προσφέρουν οι επιστολές του, θα μας διευκολύνη ασφαλώς να εντοπίσουμε την έκταση και το βάθος των επιδράσεων των δυτικοευρωπαϊκών εκκλησιών, και να σχηματίσουμε μιά ευκρινέστερη εικόνα για το πρόσωπο του Λούκαρι και για τούς κλυδωνισμούς της ψυχής του μέσα στην ταραγμένη εκείνη εποχή.
Οι μελέτες και οι σκέψεις του τον έφεραν αντιμέτωπο με τούς καθολικούς και ιδίως με τούς Ιησουίτες, οι οποίοι, μέσα στην ίδια την έδρα της ορθοδοξίας με τον θερμό τους ζήλο, τον συνδυασμένο με την πλατιά θεολογική και κοσμική παιδεία, με την προσήνεια, με την συστηματική άσκηση του διδασκαλικού τους έργου, με την γνώση της ελληνικής και με τα κηρύγματά τους στις εκκλησίες του Πέραν προκαλούσαν συνήθως ευμενή σχόλια στον λαό και δημιουργούσαν ρεύμα συμπαθείας, πού γονιμοποιούσε το έδαφος για την προσέγγιση και την ένωση των εκκλησιών. Ή ευνοϊκή αυτή ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σ’ αυτούς ακόμη τούς κύκλους του οικουμενικού πατριαρχείου. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι λατινόφρονες Έλληνες, ιδίως ό ζήλος ορισμένων αποφοίτων του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης. Συγκεκριμένα ό Φραγκίσκος Κόκκος είχε τόσο επηρεάσει τον Πατριάρχη Ραφαήλ Β’ (1603 - 1608), ώστε να δεχθή να τον διορίση καθηγητή της πατριαρχικής σχολής και τελικά να δεχθή το πρωτείο του πάπα, ενώ ό Νικηφόρος Μελισσηνός με την προπαγάνδα και των ιησουιτών είχε επιβληθή τόσο στο πνεύμα του Νεοφύτου Β’ (1608- 1612), ώστε ν’ αποστείλη στις 6 Αυγούστου 1608 στον Πάπα Παύλο Ε’ (1605- 1621) και ομολογία πίστεως, με την οποία αναγνώριζε όχι μόνο το πρωτείο του πάπα, αλλά και την διδασκαλία τής δυτικής εκκλησίας.
Η φανερή όμως αυτή απόκλιση του Πατριάρχη Νεοφύτου Β’ προς τον καθολικισμό, και ή συμπάθειά του προς τούς ιησουίτες καθώς και άλλα αίτια, προκάλεσαν την εξέγερση του κλήρου και του λαού, ό οποίος επέτυχε να τον απομακρύνη τον Νοέμβριο του 1612. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ό Λούκαρις για ζητήματα πού αφορούσαν τον ταραχοποιό και παράνομο αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, καθώς και για άλλα πού σχετίζονταν με τούς ορθοδόξους τής Ρωσίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ότι στην ανατροπή του Νεοφύτου Β’ επρωτοστάτησε ό Λούκαρις, αν λάβουμε υπ’ όψη την εχθρότητά του προς τούς ιησουίτες και γενικά προς τούς καθολικούς, την εκτίμηση πού του είχε το ορθόδοξο πλήρωμα, καθώς και τις σαφείς καταγγελίες των καθολικών. Ίσως έτσι εξηγείται και ή εκλογή του αμέσως κατόπιν ως «επιτηρητού», δηλαδή τοποτηρητή, του πατριαρχικού θρόνου ως την εκλογή του νέου πατριάρχη.
Ακολουθεί όμως ή αντεπίθεση. Τότε, όπως ειρωνεύεται ό ίδιος ό Λούκαρις, οι «άξιοι» ανώτατοι κληρικοί, ό Παλαιών Πατρών Τιμόθεος, ό Παίσος Θεσσαλονίκης, ό Τιμόθεος Λαρίσης και ό πρώην Μονεμβασίας Γερμανός επέβαλαν τον λατινόφρονα Τιμόθεο Β’ ως πατριάρχη ανεβάζοντας το πεσκέσι προς τον σουλτάνο σε 8.000 χρυσά νομίσματα και αυξάνοντας το χαράτσι από 3.000 σε 4.000.
Ο Λούκαρις αποσύρεται στο Αγ. Όρος και απ’ εκεί στην Βλαχία, απ’ όπου εξαπολύει σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον της προπαγάνδας των καθολικών, οι οποίοι έχουν πια κυριαρχήσει μέσα στα πατριαρχεία. Πραγματικά ό νέος πατριάρχης στις 13 Μαΐου 1615 πληροφορεί τον πάπα Παύλο Ε’ ότι τον αναγνωρίζει ως κεφαλή της Εκκλησίας και τον παρακαλεί να ιδρύση στην Κωνσταντινούπολη ένα θεολογικό σεμινάριο για την θρησκευτική μόρφωση των νέων και ν’ ανατεθή ή λειτουργία του σε ιησουίτες.
Ήταν επόμενο να εκδηλωθή σφοδρή ή αντίδραση του Λούκαρι. Ανάμεσα στις εξαίρετες σελίδες του ανήκουν οι εξής: «Ημπορούσι, γράφει σε μιά από τις πραγματείες του που στρέφεται εναντίον του παπικού πρωτείου, να ειπούν οι Λατίνοι• χειρότεροι είσθε σεις οι ανατολικοί παρά ημάς, διατί βασιλείαν δεν έχετε, διά την υπερηφάνειάν σας την επήρεν ό Θεός, δεύτερον ιερωσύνην δεν έχετε, διατί την αγοράζετε από τούς Τούρκους, τρίτον μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είσθε δούλοι και έχετε τούς Τούρκους επάνω εις τα κεφάλια σας, τα οποία όλα σας τα έδωκεν ό Θεός διά το να μη υποτάσσησθε της εκκλησίας τής παλαιάς Ρώμης, και με όλον τούτο δεν παύετε να γειρεύετε την ταλαιπωρίαν σας, αμή ακόμα εμάς τόσον καταφρονάτε και διασύρετε. Ταύτα ημπορούσι να μας ειπούν καθώς τα λέγουν οι Λατίνοι, πλην με ταύτα δεν μας φοβίζουν. . . Πώς ή ανατολική Εκκλησία να είναι κακά καταστεμένη δεν το αρνούμεθα. Αλήθεια βασιλείαν δεν έχομεν, ότι έτζη ηθέλησε να μας παιδεύση ό Θεός, διά τας αμαρτίας οπού κάμνομεν, όχι διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Είναι πολλαί βασιλείαι την σήμερον όπου τον Πάπαν όχι μόνον δεν υποτάσσονται, αμή εις τα έθνη τον κηρύττουσι διά Αντίχριστον και εις τα συγγράματά τους και εις τα βιβλία τους οπού γράφουν εναντίον του Πάπα δεν είναι άξιοι όλοι οι διδάσκαλοι να τούς αποκριθούσιν και όταν αποκριθούσι έτζη διαλέγονται προς εκείνους όσον τινάς οπού να γροικά συγκρίνοντας να ευρίσκη τούς διδασκάλους του Πάπα φλυαρούντας και τούς εναντίους και φιλοσόφους και θεολόγους. Και όποιος θέλει από τούς Λατίνους ημείς τούς το δείχνομεν εις τα ομμάτια μέσα. Όμως οι τοιούτοι με όλον ότι κηρύττουσι τον Πάπαν αντίχριστον και την εκκλησίαν της Ρώμης Βαβυλώνα και καθέδραν του Αντιχρίστου, με τούτο όλον ευτυχούσι και αυτοί και αι βασλείαις τους και ημείς λέγουσιν οι Λατίνοι πώς εχάσαμεν την βασιλείαν μας διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Μάλιστα διά να συμφωνήσωσι με τον Πάπαν εις την ψεματικήν σύνοδον της Φλωρεντίας οι άγνωστοι εκείνοι όπού ήσαν εκεί, διά τούτο ό Θεός επαραχώρησε και εχάθη ή βασιλεία, ότι δεν ήλπισαν εις τον Θεόν, αμή έκαμαν συμφωνίαν με τον Πάπαν, διά να τούς δώση βοήθειαν και ό Θεός άλλως επαραχώρησε και ήλθε μέγας αφανισμός. Λοιπόν εις τούτο το μέρος δεν έχουν δίκαιον να μας λέγουν ότι εχάσαμεν την βασιλείαν διά λόγου τους. Όσον πώς δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δύο πράγματα οι λατίνοι, πρώτον ότι τον καιρόν τον παλαιόν όσον ή σοφία πολιτεύετον εις την Ελλάδα τούς λατίνους οι Έλληνες είχαν διά βαρβάρους• και τώρα αν βαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν παράξενον δεν είναι• ή πτωχεία και ή αφαίρεσης της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν δεύτερον, ας λογιάσουν ότι αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν χάριτι. Χριστού σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, ή οποία στολίζει την ορθόδοξόν μας πίστιν και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τούς λατίνους, εις τούς κόπους, εις τας σκληραγωγίας• και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας διά την πίστιν και αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ό Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες• και εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διά να στέκουν εις την πίστιν τους και λάμπει ή πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω ομπρός εις τον σταυρόν του Χριστού, κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο τον σταυρόν του Χριστού προτιμώ» .
2. Κύριος στόχος των επιθέσεων του Λούκαρι είναι ο ιησουίτες, ο οποίοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν σημειώσει αξιοθαύμαστη πρόοδο στο προπαγανδιστικό τους έργο. Αυτών ακριβώς τις ενέργειες καυτηριάζει ό Λούκαρις με οξύτητα στον διάλογό του «Ζηλωτής και Φιλαλήθης»: «Όταν μας ομιλώσι με γλυκά λόγια, και εκεί κρύπτουσι το φαρμάκι• όταν μας τιμώσι, τότε μας γελώσι εις τον εαυτόν τως• όταν μας διδάσκουσι, τότε μας πραγματεύονται, όταν μας χαρίζουν ή χαρτάκια κομποσχοίνια, τότε μας παγιδεύουσι• όταν κάμνουν κωμωδίες ή άλλα θέατρα και μας προσκαλούν να πηγαίνωμεν, τότε μας μυκτηρίζουσιν ως αγνώστους και λωλούς και ουτιδανούς. Με τούτο όλον θεωρώ, άνδρες Έλληνες, πώς πολλοί κρατούσι μαζί τως, δεν γνωρίζοντας ταύτα. Ετούτο είναι εκείνο όπού καίει την καρδίαν, πώς έπεσεν εις ημάς τόση αγνωσία και δεν είμασθεν άξιοι να κρίνωμεν το κακόν όπού μας κυνηγά. . . Διά τούτο όταν σας λέγουσι «ή εκκλησία της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως είναι μία, και δεν είναι ανά μέσον μας διαφορά», με κακήν διάθεσιν σας το λέγουν• διατί αυτοί όλοι, και Γεζουίται και οι λοιποί Φράροι, εις τα βιβλία οπού γράφουν και εις τες διδαχές όπού κάμνουν ημάς τούς Έλληνας μας κράζουν σχισματικούς και αιρετικούς, αποστάτας, ψεύστας και κάθε άλλο κακόν όνομα, και πώς εκκλησίαν δεν έχομεν, μόνον συναγωγήν, σαν τούς Εβραίους.
Ο φανατισμός των ορθοδόξων, προ πάντων των μοναχών, εναντίον των δυτικών φτάνει ως το σημείο, ώστε και σ’ αυτές ακόμη τις κωμοπόλεις και πόλεις των επαρχιών, όπως π. χ. της Μυτιλήνης, ν’ ακούη κανείς ότι, αν κάποτε στο μέλλον πρόκηται να κυριαρχήσουν στην Κωνσταντινούπολη οι Λατίνοι, πολύ καλύτερα είναι να μείνουν οι Τούρκοι.
Η αμοιβαία αποστροφή και ή κατηγορία των μεν εναντίον των δε ως σχισματικών είναι κάτι το συνηθισμένο. Ο καπουκίνος πατήρ Arcangelo γράφει: «Δεν υπάρχει έθνος πού μας είναι τόσο βαθιά μισητό όσο οι Έλληνες, γιατί είναι γένος αμαθές, διαφθαρμένο και αλαζονικό• εμείς δεν μπορούμε να τούς πλησιάσουμε».
Πραγματικά ό κατώτερος κλήρος εξακολουθεί να είναι αμόρφωτος, όπως και μετά την Άλωση, και ουσιαστικά δεν προσφέρει σπουδαία πνευματική τροφή στο ποίμνιό του, πράγμα πού προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια των καθολικών ιερωμένων ή των ξένων πού περιηγούνται τις ελληνικές χώρες, αλλά — πράγμα πολύ σπουδαίο — στέκεται πολύ κοντά του, παίρνει μέρος στους αγώνες του, συνυποφέρει και ασκεί άμεση επίδραση επάνω του. Έτσι με την δραστηριότητα της δυτικής εκκλησίας και με την αντίδραση της ανατολικής αναζωογονούνται και πάλιν οι έριδες με αποτέλεσμα να ιδούν το φως νέες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων, οι οποίες πλουτίζουν την θρησκευτική φιλολογία.
Στον αγώνα αυτόν τής ορθοδοξίας ζητεί ό Λούκαρις και έχει την συμπαράσταση των προτεσταντών, με τούς οποίους αλληλογραφεί και συζητεί διάφορα θέματα. Ακριβώς ή ιδεολογική αυτή επικοινωνία και οι υποχωρήσεις του σε ορισμένες απόψεις των διαμαρτυρομένων υπήρξαν οι αιτίες να κατηγορηθή πολύ νωρίς ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου. Η επιθυμία του μάλιστα να κάνη στενώτερους τούς δεσμούς του με τούς διαμαρτυρομένους και να γνωρίση καλύτερα την εκκλησία τους τον έκανε να στείλη στα 1617 (ανταποκρινόμενος σε παράκληση του αρχιεπισκόπου του Canterbury George Abbot) συν Αγγλία τον ευφυή και φιλομαθή πρεσβύτερο Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589 - 1639) από την Βέροια, πού τον είχε γνωρίσει ως μοναχό στο Άγιον Όρος.
Η ώρα όμως του Λούκαρι για τούς μεγάλους και σκληρούς αγώνες του εσήμανε, όταν στις 4 Νοεμβρίου 1620 ή σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου τιμώντας την αρετή και την σοφία του τον εξέλεξε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αμέσως, φαίνεται, ύστερ’ από την εκλογή φεύγει από την έδρα του ό φιλοκαθολικός μητροπολίτης Ίμβρου Αθανάσιος, ό οποίος επί χρόνια τριγυρίζει, μηχανορραφεί εναντίον του και ζητεί την επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Έντονη είναι ή αντίδραση εναντίον του Λούκαρι, εφόσον μάλιστα οι ιησουίτες, ή Αγία Έδρα και πίσω απ’ αυτούς οι ενδιαφερόμενες καθολικές δυνάμεις Αυστρία και Γαλλία τον υποπτεύονταν ως καλβινιστή. Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ό «αποστολικός επισκέπτης» Ρ. Demarchis τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1622 σχετικά με τα τότε σχέδια των καθολικών: «Για να ξανακερδίσουμε την ελληνική Εκκλησία, πρέπει πρώτα πρώτα να φύγη αυτός ό πατριάρχης, ό Κύριλλος,. . . σαν ό μεγαλύτερος εχθρός τής καθολικής εκκλησίας, επειδή, μολυσμένος από την λουθηρανική και καλβινική αίρεση, απομακρύνει και αποξενώνει, όσο μπορεί, τούς Έλληνες από τούς καθολικούς και προσπαθεί να εκμηδενίση το κύρος του (Λατίνου) πατριάρχη και του τοποτηρητή του».
Πραγματικά τον Απρίλιο κιόλας το 1623 απομακρύνεται ό Λούκαρις από τον θρόνο με την επέμβαση του πρεσβευτή της Γαλλίας Fhillippe de Cesy, ύστερ’ από διαβήματα του αποστολικού νουντσίου στο Παρίσι Ορσινι στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ’. Στην θέση του εκλέγεται στις 28 Μαΐου ό Αμασείας Γρηγόριος, «λατινόφρων», ό επονομαζόμενος «Στραβοαμασείας» και ύστερ’ από ένα μήνα, 25 Ιουνίου, ό μητροπολίτης Άνθιμος, αλλά στις 2 Οκτωβρίου ανεβαίνει και πάλι στον θρόνο ό Λούκαρις χάρη στην υποστήριξη των πρεσβευτών Ολλανδίας Haga (βλ. πίν. ΧΧΙΙΙ, 1*) και τής Αγγλίας Sir Thomas Rowe.
Η πρόσφατη δημοσίευση αποσπασμάτων από τις επιστολές του πατριάρχη προς τον Sir Thomas Rowe (γραμμένες μεταξύ Ιουνίου 1625 - Μαρτίου 1628) αποδεικνύει ότι ό Λούκαρις είχε συνδεθή πια στενά μαζί του, ότι του ζητούσε την αρωγή στις δύσκολες στιγμές και ότι τον κατατόπιζε στις ενέργειες των καθολικών μέσα στην Κωνσταντινούπολη, τούς οποίους παραπλανούσε ως προς τα πραγματικά του αισθήματα απέναντί τους. Έτσι π. χ. τον ενημερώνει στις συζητήσεις του με τον Έλληνα καθολικό Κανάκη Ρώση, ό οποίος επιφορτισμένος με ειδικές οδηγίες από την Προπαγάνδα Πίστεως και από τον πρόεδρό της καρδινάλιο Bandini είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1625 και επιδίωκε να τού αποσπάση — έναντι ανταλλαγμάτων — την αποκήρυξη των καλβινικών του ιδεών και ομολογία πίστεως στον πάπα: «. . . Επιζητεί να διαφθείρη το ποίμνιόν μας και εμέ τον ίδιον με θαυμαστά τεχνάσματα και με πολλάς κολακείας επιχειρεί να κατακτήση. Επί τέλους μου έδειξε τας οδηγίας πού έχει δι’ εμέ. . .». Από απόσπασμα της επόμενης επιστολής του πρέπει να συμπεράνουμε ότι ό Λούκαρις δεν ψυχραίνει τον ζήλο των συνομιλητών του, αλλά ότι τούς βαυκαλίζει με ελπιδοφόρες υποσχέσεις και έτσι παρελκύει το θέμα με εσκεμμένη εφεκτικότητα και αδράνεια: «Εν τω μεταξύ θα δεικνύω περίσκεψιν κατά τας μετά των ανθρώπων αυτών διαπραγματεύσεις• και αν προτείνουν άλλο τι μετά ταύτα, θα το αναφέρω εις την υμετέραν εξοχότητα• άνευ της συμβουλής σας ουδέν θα πράξω... Εν ευθέτω θα συναντηθώμεν και θα συνεννοηθώμεν προφορικώς περί των λοιπών.. .» (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1625)2. Το ζήτημα έληξε με την συμβουλή πού το έδωσε ό Sir Thomas Rowe: να μη δώση ρητή απάντηση στις προτάσεις των αντιπροσώπων της Προπαγάνδας Πίστεως, εφόσον δεν του τις υποβάλλουν γραπτά.
Ο Rowe θεωρεί τον Λούκαρι καλβινιστή: «Όσο για τον ίδιο τον πατριάρχη δεν αμφιβάλλω, πώς στην θρησκευτική του συνείδηση δεν είναι παρά, όπως τον χαρακτηρίζουμε, ένας καθαρός καλβινιστής και σαν τέτοιον οι ιησουίτες τον στιγματίζουν». Ο πρεσβευτής φαίνεται υπεραισιόδοξος. Στην πραγματικότητα όμως ό Κύριλλος έμενε σταθερός στην ορθοδοξία και δεν είχε ακόμη κατασταλάξει σε άλλες πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ακόμη το θάρρος να τις διακηρύξη. Απόδειξη το ναυάγιο των προσπαθειών του
εφημερίου της Ολλανδικής πρεσβείας Piscator, πού απέβλεπαν στην ένωση των εκκλησιών των διαμαρτυρομένων και των ορθοδόξων: ό ίδιος απογοητευμένος έλεγε στον διάδοχό του Ant. Leger, τον Ιούλιο του 1628 στην Βενετία, ότι είχε χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα.
Ο βάιλος, ό οποίος επίσης έχει αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Λούκαρι, με άκρο ενδιαφέρον παρακολουθεί όλες αυτές τις κινήσεις κι ενημερώνει τον δόγη, αποφεύγοντας ν’ αναμειχθή στις μηχανορραφίες. «Εγώ, γράφει στις 4 Σεπτεμβρίου 1627, δεν είμαι εδώ εκκλησιαστικός ιεροδικαστής και δεν ανεμείχθην ποτέ ούτε θα αναμειχθώ υπέρ του ενός ή του άλλου εις τας διαπραγματεύσεις μεταξύ πατριάρχου, ελληνικού έθνους και των πρέσβεων του πάπα εις την χώραν ταύτην• ούτε επαινώ, ούτε κατηγορώ, αλλά μόνον ίσταμαι υψηλότερα και παρατηρώ τα συμβαίνοντα και τούτο μέχρις ότου ή υμετέρα σύνεσις κρίνη σκόπιμον να μου αναθέση καμμίαν εντολήν. . .».
Η διαμάχη λοιπόν των καθολικών και των διαμαρτυρομένων εντείνεται. Οι βλέψεις τους είναι πώς να ματαιώσουν την επικράτηση των αντιπάλων τους και να επιτύχουν την διάδοση του οικείου δόγματος. Ας μη ξεχνούμε τι οι θρησκευτικοί πόλεμοι εξακολουθούσαν ακόμη ν’ αναστατώνουν τα ευρωπαϊκά κράτη και επομένως ή προσέλκυση της ανατολικής εκκλησίας προς τον καθολικισμό προς τον προτεσταντισμό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο όχι μόνο στην κίνηση των θρησκευτικών ιδεών, αλλά και στην επιβολή της πολιτικής επιρροής τους. Γι’ αυτό και το ζωηρό ενδιαφέρον των ηγεμόνων και κυβερνήσεων να στηρίξουν τις κινήσεις των κληρικών τους και να επηρεάσουν τούς ορθοδόξους, ιδίως το περιβάλλον του πατριάρχη και τον ίδιο τον Πατριάρχη.
3. Την εποχή ακριβώς αυτή ό Λούκαρις αισθάνεται έντονη την ανάγκη να φωτιστή το έθνος με έντυπα, την ανάγκη δηλαδή ενός τυπογραφείου, και ενεργεί με τον Μητροφάνη Κριτόπουλο να μεταφερθή κατά τα μέσα του 1627 στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλωνίτη λόγιου μοναχού Νικοδήμου Μεταξά. Το τυπογραφείο στεγάζεται στο σπίτι του μοναχού και αρχίζει σε λίγο να βάλλη εναντίον των απόψεων των καθολικών εντύπων, που κυκλοφορούσαν στην Ανατολή. Σχετικά μας πληροφορεί ό Βενετός βάιλος στις 13 Νοεμβρίου 1627• «Φαίνεται ότι τώρα εκτυπώνονται μερικά κηρύγματα ενός Μαργουνίου, τον οποίον εκτιμούν πάρα πολύ. Οι ιησουίται διαδίδουν ότι διασπείρουν τας αιρέσεις του αρχιεπισκόπου του Spalato και επειδή ομιλούν ασυστόλως, εξερεθίζουν έτι μάλλον τον πατριάρχην και όλον το έθνος. Διότι αυτοί δεν ασχολούνται τώρα με δογματικά συγγράμματα ούτε επιδιώκουν να εισαγάγουν καινοτομίας, αλλ’ επιδιώκουν διά του τυπογραφείου να αποσκορακίσουν την τόσην αμάθειαν πού βασιλεύει μεταξύ των και να αφυπνίσουν τον λαόν κατά των ιησουϊτών, υπό των οποίων συνεχώς ενοχλούνται. Ο πατριάρχης κηρύττει κάθε Κυριακήν εις την εκκλησίαν του εναντίον των και ελπίζω από το μέρος τούτο να αναφυή καμμία καλή ευκαιρία διά το ζήτημα αυτό των ιησουιτών, το οποίον βλέπω ότι θεωρείται επείγον και πολύ δικαίως από την Εξοχωτάτην Γερουσίαν..
Με την λειτουργία του τυπογραφείου συνδέεται μιά από τις πιο σπουδαίες φάσεις του λυσσαλέου ανταγωνισμού καθολικών από το ένα μέρος και ορθοδόξων - διαμαρτυρομένων από το άλλο. Η δραστηριότητα του τυπογραφείου ταράζει τούς καθολικούς ηγήτορες και προκαλεί τις αντιδράσεις τους. Και τελικά, τον Ιανουάριο του 1628, μηχανορραφίες και καταγγελίες των μεν εναντίον των δε προς τούς Τούρκους είχαν ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες του, αλλά και ν’ απελαθούν οι ιησουίτες από την Κωνσταντινούπολη, προσωρινά βέβαια, χάρη στην επέμβαση του Γάλλου πρεσβευτή de Cesy. Σχολιάζοντας την υπόθεση αυτή γράφει ό Λούκαρις προς τον Sir Thomas Rowe: «...Ο Θεός είναι δίκαιος: εις άλλους έσκαπτον τον λάκκον, αλλά έπεσαν οι ίδιοι. Εξοχώτατε, είναι ανάγκη όπως ό εκλαμπρότατος βάιλος προβή εις έντονον διάβημα διά να απελαθούν σώοι, χωρίς να πειραχθούν. Διότι θα μας δυσαρεστήση αν υποφέρουν ακόμη, μολονότι το αξίζουν. Είναι βέβαιον ότι αυτοί δεν θα εδείκνυον οίκτον υπέρ ημών, εάν ευρισκώμεθα εις την εξουσίαν των. . .».
Ποια είναι ή στάση τού βαίλου ύστερ’ απ’ αυτή την κρίση, το βλέπουμε στην έκθεσή του τής 15 Απριλίου 1628: «.. . ελπίζω ότι θα πεισθή (ένν. ό πατριάρχης) να μη κάμη πλέον χρήσιν του τυπογραφείου, διότι αντελήφθη ότι ταιαύτη είναι και ή θέλησις τής Υμετέρας Γαληνότητος. Όμως ελπίζω ότι θα παύσουν και αί εκ Ρώμης ενέργειαι και είναι ευχής έργον να τεθή τέρμα εις ταύτας, επ’ ωφελεία της ημετέρας Αγίας Θρησκείας. Θα έχω όμως πάντοτε υπ’ όψει μου να μη θιγούν τα συμφέροντα του Μεταξά, αρκετά ήδη ζημιωθέντος, ούτε και αί σχέσεις πού πρέπει να διατηρώ με τον νυν πατριάρχην ως και με το ελληνικόν έθνος. . .». Και πραγματικά τα καταφέρνει πολύ καλά ό βάιλος στον ρόλο του.
Λίγους μήνες αργότερα, ή αναχώρηση του Rowe από την Κωνσταντινούπολη στέρησε τον πατριάρχη από έναν ισχυρό προστάτη. Με την ευκαιρία αυτή ό Λούκαρις του παραδίδει ως δώρο προς τον βασιλιά Κάρολο Α’ τον περίφημο «Αλεξανδρινό κώδικα», κτήμα τώρα του Βρεττανικού Μουσείου.
4. Από την εποχή αυτή περισσότερο αισθητή γίνεται ή επιρροή του περιβάλλοντος τής Ολλανδικής πρεσβείας: τον Οκτώβριο του 1628 φθάνει ό νέος εφημέριος της Ολλανδικής πρεσβείας Antoine Leger, ό οποίος εφοδιασμένος με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, κατάλληλα για την αποστολή του, έρχεται να συνεχίση το έργο του προκατόχου του και να σημειώση αρκετές επιτυχίες εκεί όπου εκείνος είχε τελείως αποτύχει.
Οι πρώτες του επαφές με τον πατριάρχη τον απογοητεύουν. Γι’ αυτό ίσως και δεν τον συμπαθεί. Τον κατηγορεί για την «υπερβολικά σχολαστική του περίσκεψη», την χλιαρότητα και την βραδύτητα των ενεργειών του. Με τον υπερβολικό του ζήλο να παρουσιάση επιτυχίες κατακρίνει κάθε πράξη του πατριάρχη, πού αποθαρρύνει ή επιβραδύνει τις ενέργειές του. Προβαίνει επίσης σε ορισμένες διαπιστώσεις: «Η άγνοια του λαού και τής πλειοψηφίας του κλήρου, γράφει στην Σύνοδο των Ποιμένων και των καθοδηγητών της Εκκλησίας στην Γενεύη, είναι κάτι το απίστευτο... Και το χειρότερο είναι, πώς μέσα στον λαό μπορεί να βρή πολύ μικρή επιθυμία, αν όχι τέλεια απροθυμία, να διδαχθή τα πνευματικά πράγματα». Βελτίωση τής κατάστασης αυτής θα γινόταν με την έκδοση τής Αγ. Γραφής σε γλώσσα πού να την καταλαβαίνη ό λαός, με «μιά μικρή κατήχηση κι’ άλλα στοιχειώδη βοηθήματα για τα παιδιά και με την ίδρυση ενός σεμιναρίου μάλλον θεολογικού χαρακτήρος». Οι συστάσεις του Leger φαίνεται ότι εισακούστηκαν, γιατί τον Μάρτιο κιόλας του 1629, ό μοναχός Μάξιμος Καλλιουπολίτης, με την επίβλεψη του Λούκαρι, έχει αναλάβει να μεταφράση την Καινή Διαθήκη στα νεοελληνικά• επίσης ό πατριάρχης είχε ετοιμάσει και παραδώσει στα χέρια του Leger την περίφημη «Ομολογία» του, πού είναι περισσότερο καλβινική παρά ορθόδοξη. Ή Καινή Διαθήκη τυπώθηκε το 1638 στην Γενεύη με πρόλογο του ίδιου του Πατριάρχη, ενώ ή «Ομολογία» του στον ίδιο τόπο τον Μάρτιο του 1629 σε λατινική μετάφραση, αφιερωμένη στον Ολλανδό πρεσβευτή Κορνήλιο Haga και το 1631 στην ελληνική και λατινική. Ενώ ό Κύριλλος συντάσσει και παραδίδει στα χέρια του Leger την περιβόητη «Ομολογία», από το άλλο μέρος ενισχύει την Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως με την πρόσκληση του συμπατριώτη του Μελετίου Συρίγου, καταδικασμένου σε θάνατο από τούς Βενετούς τής Κρήτης για την σφοδρότητα, με την οποία υποστήριζε τις θέσεις τής ορθοδοξίας εκεί, και του εμπιστεύεται την εκκλησία τής Χρυσοπηγής. Ο άμβωνάς της είναι το ελεύθερο βήμα, απ’ όπου τώρα πια απερίσπαστος ό Συρίγος εξαπολύει τούς μύδρους του εναντίον των πολεμίων τής ορθοδοξίας.
Η δημοσίευση της «Ομολογίας» προκαλεί κατάπληξη στους κύκλους των ορθοδόξων και την αντίδραση των καθολικών, κυρίως του πρεσβευτή τής Γαλλίας de Marcheville, ό οποίος ανήσυχος ζητεί να βεβαιωθή, αν πραγματικά Κύριλλος εμμένει στις ιδέες πού αναπτύσσει στο βιβλίο του. Και ό πατριάρχης δεν διστάζει καθόλου ν’ απαντήση με αξιοπρέπεια και να κλείση την συζήτηση με τα εξής αξιομνημόνευτα: «. . . στο ζήτημα των πεποιθήσεων μου και τής αιώνιας σωτηρίας μου δεν θα υπακούσω ούτε τον βασιλιά τής Γαλλίας, ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο, αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις τής συνείδησής μου».
Ειδική κατήχηση, βασισμένη στην «Ομολογία» του και γραμμένη στα νεοελληνικά, δεν γράφτηκε. Επίσης δεν ιδρύθηκε και το σεμινάριο, το «φροντιστήριον», πού προσδοκούσε ο Leger. Ίσως ό Λούκαρις υπολόγιζε στην άφιξη του Κριτοπούλου, πού — ύστερ’ από πενταετή περιοδεία στις λουθηρανικές και καλβινικές χώρες, Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία — βρισκόταν πια στον τελευταίο σταθμό του προς την Ελλάδα, στην Βενετία. Γεγονός όμως είναι ότι ό Κριτόπουλος χρονοτριβεί στην Βενετία, χωρίς να βιάζεται να επιστρέψη στην Κωνσταντινούπολη. Ούτε όμως και ό πατριάρχης τον καλεί. Τι συμβαίνει άραγε; Τι έχει μεσολαβήσει μεταξύ τους; Ο Καρμίρης υποθέτει βάσιμα ότι «ό Κριτόπουλος εζήτησε και επέτυχε την νέαν αναβολήν, διά να ευρίσκεται μακράν τής Κωνσταντινουπόλεως κατά τον εγερθέντα εκεί συνεπεία της κατά το αυτό έτος 1629 εκδόσεως της καλβινικής Λουκαρείου Ομολογίας δεινόν σάλον και αποφύγη πάσαν και κατ’ αυτού, ως προστατευομένου του πατριάρχου και παρά τοις διαμαρτυρομένοις σπουδάσαντος, υπόνοιαν επί προτεσταντισμώ, λόγον διά τον οποίον ηναγκάσθη πιθανώς να διακόψη τελείως και την μετά των εν Γερμανία διαμαρτυρομένων φίλων του αλληλογραφίαν από τής εποχής ακριβώς ταύτης».
Τελικά ό Λούκαρις καλεί τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα ύστερ’ από εισηγήσεις, φαίνεται, του Legerκαι του Haga. Έτσι αδέσμευτος ό Κριτόπουλος επιστρέφει κατά το τέλος του 1630 στην Αίγυπτο, όπου τον δέχεται με μεγάλη χαρά ό γέρος πια πατριάρχης Γεράσιμος Σπαρταλιώτης και το 1631 ή 1632 τον ονομάζει μέγαν αρχιμανδρίτη Αλεξανδρείας και τον Νοέμβριο του 1633 τον χειροτονεί μητροπολίτη «Μέμφεως και Αιγύπτου». Από τότε ό Κριτόπουλος διευθύνει επιτροπικά το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, επειδή ό πατριάρχης ανήμπορος πια, έχει αποσυρθή στην μονή του Αγ. Σάββα. Τέλος τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1636 ό Κριτόπουλος εκλέγεται πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη, ό ερεθισμός των πνευμάτων εντείνεται συνεχώς. Το 1629 έχει φθάσει εκεί ως πρεσβευτής της Αυστρίας ό Rudolf Schmid, ό οποίος συνεχίζει τον αγώνα πού είχε αρχίσει Cesy. Θα ήταν πολύ ανιαρό και αηδιαστικό να εξιστορήση κανείς διεξοδικά τις μηχανορραφίες των αντιπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων και τής δυτικής Εκκλησίας, τις συσκέψεις με τα όργανά τους, ασυνείδητους ανώτερους ορθόδοξους κληρικούς, τον φανατισμό και την αγριότητα σε βάρος των αντιπάλων τους, τις εξαγορές συνειδήσεων, τις συνεχείς δωροδοκίες των ισχυρών Τούρκων και του σουλτάνου με αποτέλεσμα το ανεβοκατέβασμα των πατριαρχών, τις αλλεπάλληλες εξώσεις του Λούκαρι για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια και την τρομακτική αύξηση του πατριαρχικού χρέους.
Οι Τούρκοι επίσημοι τρίβουν τα χέρια τους: «Οι εδώ υπουργοί, γράφει ό βάιλος στις 2 Μαΐου 1634, ανεκάλυψαν και εκμεταλλεύονται συνεχώς το μεταλλείον τούτο της αλλαγής των πατριαρχών, το οποίον τοις προσπορίζει μεγάλα χρηματικά ποσά».
5. Την κατάσταση την επιδεινώνει και ένα άλλο σπουδαίο ζήτημα, πού μπαίνει τώρα σε οξεία φάση: οι διενέξεις ορθοδόξων και καθολικών για την κατοχή των Ιερών Ιδρυμάτων στους Αγίους Τόπους. Οι έριδες αυτές, πού είχαν αρχίσει κυρίως μετά την κατάκτηση της Συρίας και τής Παλαιστίνης από τον Σελίμ Α’ (1517), παρουσίασαν πολλές φάσεις με την πρόσκαιρη επιβολή άλλοτε των μεν και άλλοτε των δε, την οποία εξασφάλιζαν με παρασκηνιακές ενέργειες κοντά στον σουλτάνο στους ισχυρούς του διβανίου και με την καταβολή μεγάλων ποσών χρυσού προς αυτούς. Στα 1633 ή έριδα για την κατοχή των Αγίων Τόπων οξύνεται επικίνδυνα.
Στην υπεράσπιση των προσκυνημάτων των ορθοδόξων και των απόψεών τους μεγάλη πρωτοβουλία και δραστηριότητα ανέπτυξαν οι πατριάρχες των Ιεροσολύμων, ή Αγιοταφική Αδελφότης και οι Αγιοταφίτες μοναχοί, πού περιέτρεχαν συνεχώς τις ελληνικές χώρες και με τα φλογερά τους κηρύγματα συγκινούσαν τον ελληνικό λαό. Έτσι πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και γίνονταν «χατζήδες», ενώ παντού ίδρυαν «αδελφάτα» γι’ αυτόν, έκαναν δωρεές σε κτήματα ή χρήματα και με κοινές εισφορές ανοικοδομούσαν τα ιερά ιδρύματα.
Και στο ζήτημα αυτό ό Λούκαρις έδειξε την γνωστή του ευλυγισία, διπλωματικότητα και επιμονή. Η επιτυχής όμως αντίδρασή του στα σχέδια των δυτικών, κληρικών και διπλωματών επρόκειτο να ξεσηκώση άγρια διαμάχη, στην οποία παίρνουν μέρος και οι λατινόφρονες υποψήφιοι μνηστήρες του πατριαρχικού θρόνου και εχθροί του Κυρίλλου Λούκαρι, ό φιλοχρήματος και ασυνείδητος ‘Αθανάσιος Πατελλάρος και ό θρασύς και σκληρός Κύριλλος Κονταρής. Ο Λούκαρις βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Για να κρατηθή στην θέση του, είναι αναγκασμένος συχνά όχι μόνον να προβαίνη σε ορισμένες παραχωρήσεις στους διαμαρτυρομένους, όσες το επιτρέπει ή συνείδησή του, αλλά και να πολιτεύεται απέναντι και αυτών ακόμη των καθολικών. Η στάση του αυτή βέβαια προκαλεί την ανησυχία και την οργή των καθολικών, αλλά και την δυσφορία κάποτε των διαμαρτυρομένων, πού βιάζονται να ιδούν επιτέλους την πραγματοποίηση του ονείρου τους, δηλαδή την ένωση τής εκκλησίας τους με την ορθόδοξη. Επόμενο λοιπόν ήταν οι πρώτοι να τον κατηγορούν για διπροσωπία και απάτη, ενώ οι δεύτεροι για αδράνεια.
Χαρακτηριστική για την κατάπτωση και εξαγρίωση των ηθών κληρικών, διπλωματών και πολιτικών είναι ή τελευταία φάση τής διαμάχης (Απρίλιος 1636 - 31 Ιουλίου 1638). Επειδή οι Λατίνοι μοναχοί του τάγματος του Αγ. Φραγκίσκου καταβάλλοντας 20.000 ρεάλια στον σουλτάνο και 5.000 στους υπουργούς του είχαν κατορθώσει να γίνουν κύριοι των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων, οι ορθόδοξοι με την ίδια πρακτική, αλλά επιζήμια μέθοδο και με πρωτοβουλία των πατριαρχών Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως κατορθώνουν να τ’ ανακτήσουν. Η επιτυχία των Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι ενέργειες τής παπικής αυλής σε βάρος των Ελλήνων, κυρίως των εμπόρων, τούς οποίους θα καταδιώκουν και θα ληστεύουν τα καθολικά κράτη με τα καράβια τους.
Αξίζει να παρατεθή το πρώτο άρθρο του σχετικού υπομνήματος της παπικής αυλής
προς τούς καθολικούς πρέσβεις (1637):
«Α’. Να γίνη γνωστόν, διά των πρεσβευτών των χριστιανών πριγκίπων εν Κωνσταντινουπόλει, προς τούς δύο πατριάρχας, Αθανάσιον Πατελλάρον και Κύριλλον Βεροίας και διά τούτων εις άλλους μητροπολίτας τούς κυριωτέρους ότι, αν θέλουν να βοηθή ή Δυτική Εκκλησία την Ανατολικήν, δεν πρέπει να εξερεθίζουν τούς Λατίνους εις τόσον σπουδαίον ζήτημα και αν οι Ιεροί Τόποι δεν αποδοθούν, ή Ελλάς θα υποστή μεγίστην ζημίαν και ιδία οι αρχιερείς ελληνορθόδοξοι, οι οποίοι θα εκδιώκωνται από την χριστιανωσύνην και θα χάσουν πάσαν βοήθειαν, ούτε θα γίνωνται δεκτοί οι Έλληνες εις το Κολλέγιον της Ρώμης, αλλά μόνον οι Ρουθήνοι και οι Έλληνες τής Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, τι ό καθολικός βασιλεύς θα απαγορεύση εντελώς την συλλογήν εράνου πού οι Έλληνες ενεργούν εις την επικράτειάν του και ότι οι πρίγκηπες πού έχουν πολεμικά πλοία θα καταδιώκουν ακόμη περισσότερον τούς Έλληνας. Δι’ όλα τα ανωτέρω πρέπει οι δύο πατριάρχαι με τούς μητροπολίτας φίλους των να φροντίσουν, ώστε να επανέλθουν τα πράγματα εις την προτέραν των κατάστασιν».
Κατά τα τέλη του 1637 έρχεται στην Κωνσταντινούπολη ό Μητροφάνης Κριτόπουλος ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, βρίσκει τον παλαιό του προστάτη Λούκαρι αγωνιζόμενο εναντίον τής καθολικής προπαγάνδας και παρακολουθεί τρομαγμένος την πτώση του. Πραγματικά οι καθολικοί στρέφονται τώρα με μανία εναντίον του και κατορθώνουν με σουλτανική διαταγή να τον καθαιρέσουν συκοφαντώντας τον ότι δήθεν είχε ειδοποιήσει τις χριστιανικές δυνάμεις για την αναχώρηση του σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη, ότι συνεννοούνταν με τούς «Μοσκόβους και Κοζάκους» κ. λ.. Οι συκοφαντίες τους εναντίον του Λούκαρι ήταν τέτοιες, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγη την θανάτωση. Κύριο όργανο των καθολικών και πρωταγωνιστής στην τραγωδία αυτή ήταν ό διάδοχός του Κύριλλος Κονταρής από την Βέροια, γνωστός για τις σχέσεις του με την ρωμαϊκή αυλή. Χαρακτηριστικά για την ευθύνη και τούς χαρακτήρες του Schmid και του Κονταρή είναι όσα αφηγείται ό πρώτος: «Καθώς είχαμε βρεθή πάλι μαζί, ό πατριάρχης (Κονταρής) μου είπε στο αυτί: «Ο πράκτοράς μου (ό παπάς Λαμέρνος κοντά στον μεγάλο βεζίρη Μπαϊράμ πασά στην Μ. Ασία) μου γράφει από την Ασία ότι ό Λούκαρις δύσκολα θα ξεφύγη τον θάνατο• τι σκέπτεσθε γι’ αυτό ;» Του απάντησα πώς κατά την γνώμη μου ό πατριάρχης δεν έπρεπε να εργαστή ούτε κατά ούτε υπέρ, αλλά ν’ αφήση τα γεγονότα ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Ο πατριάρχης άρχισε τότε να χαμογελάη και δεν μου ξαναμίλησε πια γι’ αυτό το ζήτημα». Έτσι σιωπηλά υπέγραψαν την καταδίκη του Λούκαρι. Τον Κονταρή θεώρησε υπεύθυνο από την πρώτη στιγμή ό ελληνικός λαός, όπως αναφέρει στον δόγη ό Βενετός πρεσβευτής: «Εις τούς Έλληνας δεν ήρεσεν αυτό το τέλος, το οποίον αποδίδουν εις τον νέον πατριάρχην, εις τρόπον ώστε ούτος εφεξής θα διάγη με πολύν τρόμον». Ο βάιλος αποκαλύπτει και άλλα φοβερά πράγματα για τον χαρακτήρα του Κονταρή, που έρχονται σε άκρα αντίθεση με το εγκωμιαστικό πορτραίτο του πού του είχε κάνει άλλοτε, στα 1618, στα 25 του χρόνια, ό ιησουίτης ηγούμενος και δάσκαλός του Dionys Guiller . Γράφει λοιπόν ό βάιλος: «Ο νέος πατριάρχης εφρόντισεν αμέσως να συνομιλήση με τον αντιπρόσωπον του Πάπα, ό οποίος ήλθεν αμέσως και με κατέστησεν ενήμερον της συνομιλίας πού διεξήχθη. Ο νέος πατριάρχης εζήτησε να το δοθή χρηματική βοήθεια εκ Ρώμης, ω ς π ο λ λ ά κ ι ς τ ο υ τα η ν ε ί χ ο ν υ π ο σ χ ε θ ή, α ν ε ξ ε δ ί ω κ ε τ ό ν Κ ύ ρ ι λ λ ο ν. Ο αντιπρόσωπος του πάπα του απήντησεν ότι δεν είχε καμμίαν σχετικήν διαταγήν εκ Ρώμης και εγώ τον συνεβούλευσα ν’ αποφύγη την ανάμειξιν εις παρόμοια ζητήματα, διότι σήμερον με την γενικήν σύγχυσιν και διαίρεσιν των Ελλήνων, δεν ημπορεί κανείς να υπηρετήση έναν, χωρίς να δυσαρεστήση εκατόν.. ». Τα 4.000 τάλληρα πού είχαν υποσχεθή στον Κονταρή τα έδωσαν αργότερα σε εμπορεύματα μέσω εμπόρων της Ραγούζας.
Σ’ ενέργειες του νέου Πατριάρχη αποδίδει τον στραγγαλισμό του Λούκαρι (Ιούνιος 1638) και ό μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Πατελλάρος, ό οποίος δείχνει θερμά φιλοκαθολικά αισθήματα και επιδιώκει μάλιστα να γίνουν γνωστά στον πάπα, γιατί ερωτοτροπεί με τον πατριαρχικό θρόνο. Την φιλοκαθολική του διάθεση και προπαγάνδα την παρακολουθεί στην Θεσσαλονίκη και την κάνει γνωστή με αλλεπάλληλα γράμματα στον καρδινάλιο Ingoli ό γνωστός μας ουνίτης μοναχός Νικόλαος Ρώσης, ό οποίος ύστερ’ από ολιγόχρονη διδασκαλία στο Αγ. Όρος, όπως είδαμε, είχε αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Στην επιστολή του μάλιστα τής 16 Απριλίου 1641 γράφει επί λέξει: «. . . δεν βρίσκεται σε όλη την Ανατολή ιεράρχης άξιος και πιο αφοσιωμένος απ’ αυτόν στην αγία ρωμαϊκή εκκλησία και ό οποίος μπορεί να κάνη αξιοσημείωτα έργα, όταν διαταχθή από την αγία εκκλησία».
Ποια είναι τώρα ή αλήθεια του αινίγματος πού παρουσιάζει προσωπικότητα του Λούκαρι; Νομίζω ότι ό μάρτυρας πατριάρχης, παρά την φανερή συμπάθειά του προς τον προτεσταντισμό, δεν προχωρεί πέρα από τις προαναφερμένες υποχωρήσεις και γενικά δεν αφίσταται από την θέση τής ορθοδοξίας, την οποίαν διακηρύσσει στα 1628 στον βάιλο ότι «ό ίδιος δεν είχεν ούτε έχει άλλην πίστιν ή δόγμα, εκτός από εκείνο πού είχον οι άγιοι Έλληνες πατέρες τής Εκκλησίας και ότι ή κρηπίς της ανατολικής εκκλησίας είναι αυτή και μόνη ή δοξασία, ή αληθής και ορθόδοξος», και χρόνια αργότερα, στα 1633, στους δύο Ρουθηνούς ηγουμένους Ησαϊα Trophimus καί Λεόντιο Ssyzikowskij‚ όταν αυτοί του εκφράζουν τις ζωηρές τους ανησυχίες για τον φημολογούμενα καλβινισμό του: «Sember declarabo in vocatione mea arthodoxum: stabilem et intrepidum, qui unus per dei gratiam supra ceteros in Oriente fidem orthodoxam profiteor».
Ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης, κατά τα τέλη το ίδιου αιώνα, σχολιάζοντας τον θάνατο του Λούκαρι τον χαρακτηρίζει σαν έναν ηγέτη μορφωμένο, τολμηρό, σταθερό, ικανό για μεγάλα έργα, αλλ’ ακατάλληλο να διοικήση μιά τόσο ταλαιπωρημένη Εκκλησία. Τον αδική όμως πολύ όταν λέγη ότι ήταν φιλόδοξος και δεν σκεπτόταν παρά μόνο τον πατριαρχικό του θρόνο και το μεγαλείο του. Ως προς την περίφημη «Ομολογία του» ό αρχιεπίσκοπος την απέρριπτε και την θεωρούσε νέοι και σφαλερή και ήταν πεπεισμένος ότι ούτε και ό ίδιος ό Λούκαρις δεν την επίστευε. Ισχυριζόταν ότι ό πατριάρχης έκανε πολιτική, για να έχη την εύνοια των πρεσβευτών Ολλανδίας και Αγγλίας και με την βοήθειά τους ν’ αντιμετωπίση τούς καθολικούς και προ πάντων τούς ιησουίτες τούς οποίους περιφρονούσε, αλλά δεν τούς γνώριζε καλά. Και ό Σμύρνης τερμάτιζε τις κρίσεις του με τα εξής επιγραμματικά: «. . . είναι επικίνδυνο να προκαλής το μίσος και την οργή του φοβερού αυτού τάγματος, πού με την παραμικρή του κίνηση μπορεί να κλονίση και τούς πιο γεροθεμελιωμένους θρόνους». Ο ελληνικός λαός λοιπόν και οι κληρικοί έκριναν τον Λούκαρι με συμπάθεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ό Ευγένιος Γιαννούλης, πού αναγνώριζε ότι ό δάσκαλός του, ό Θ. Κορυδαλλεύς, «ούκ ήν ορθοποδών όλως προς την αλήθειαν», ετόλμησε να γράψη «ακολουθίαν» για τον μάρτυρα πατριάρχην εγκωμιάζοντάς τον ως άγιο. Η πράξη του όμως αυτή αποδοκιμάστηκε από τον Ιεροσολύμων Δοσίθεο και ό ίδιος ό Γιαννούλης χαρακτηρίστηκε ως «καλβινίζων».
Μετά τον τραγικό θάνατο του Λούκαρι ό Κονταρής συγκαλεί στις 24 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1638 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, ή οποία καταδικάζει τον καλβινισμό του Λούκαρι και αναθεματίζει τον ίδιο. Οδυνηρή ήταν ή θέση του Κριτοπούλου, που βρέθηκε στην ανάγκη να υπογράψη την καταδίκη του άλλοτε προστάτη του. Ίσως τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα και οι αλλεπάλληλες δυνατές συγκινήσεις και τύψεις τον έφεραν στον τάφο ύστερ’ από λίγους μήνες στην Βλαχία.
Ο Κονταρής ως πατριάρχης υπογράφει στις 25 Δεκεμβρίου 1639 εμπρός στον πρεσβευτή της Αυστρίας Schmid και στον τοποτηρητή του Λατίνου πατριάρχη Sonnino την καθολική ομολογία πίστεως, σύμφωνα με υπόδειγμα του Ουρανού Η’, ή οποία σώζεται ακόμη στα αρχεία το Βατικανού. Τον Ιούνιο όμως του 1638 απομακρύνεται από τον θρόνο και εξορίζεται στην Αλγερία, όπου και απαγχονίζεται ύστερ’ από ένα χρόνο ακριβώς. Ο θάνατός του ακούστηκε στις ελληνικές χώρες σαν δίκαιη τιμωρία για όσα είχε κάνει.
Στην θέση του Κονταρή ανεβαίνει ό Παρθένιος Α’, ό οποίος εκδηλώνεται σαφώς κατά του καλβινισμού και επιβεβαιώνει την απόφαση τής συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως (1638) με την σύνοδο του Ιασίου του 1642 (όπου πρωτοστατεί ό μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας), αλλά δεν προσχωρεί, όπως ό προκάτοχός του, στην υπογραφή ομολογίας πίστεως προς τον καθολικισμό και προς την ένωση των Εκκλησιών. Την στάση των δύο τελευταίων πατριαρχών την θεωρεί ό Hofmann σαν την «οριστική νίκη» της ορθόδοξης εκκλησίας κατά του προτεσταντισμού.
Το έντονο αυτό αντικαλβινικό πνεύμα τής ορθόδοξης Εκκλησίας εκφράζουν
και τα πρακτικά της συνόδου τής Λευκωσίας στα 1668, στην οποία έγινε συζήτηση για τα μυστήρια γενικά, για την αρχιερωσύνη κ. λ.. Τα πρακτικά της τα συνέταξε ό γνωστός ιερομόναχος και αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιλαρίων Κιγάλας. Την καταδίκη του καλβινισμού του Λούκαρι την επιβεβαίωσαν και οι σύνοδοι Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως στα 1672.
δ) Μητροφάνης Κριτόπουλος
Με το πρόσωπο του Κυρίλλου Λούκαρι συνδέεται, όπως είπαμε, και ό Μητροφάνης Κριτόπουλος, ό οποίος ύστερ’ από πενταετείς ευδόκιμες σπουδές στην Οξφόρδη είχε αρχίσει — με την εντολή ασφαλώς του Λούκαρι — μιά περιοδεία άλλων πέντε ετών (1623 - 1627) στις σπουδαιότερες χώρες του μεταρρυθμιστικού κινήματος, στην Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία, από την οποία αποκόμισε ιδιαίτερο λεύκωμα με ενδιαφέροντα αυτόγραφα των διαπρεπέστερων φίλων του, λογίων της εποχής, την ονομαστή «φιλοθήκη» του. Σκοπός του ήταν να μελετήση από κοντά τις διάφορες προτεσταντικές εκκλησίες, τον αγγλικανισμό, λουθηρανισμό και τον καλβινισμό, να γνωρίση τις θεολογικές σχολές, να συγκεντρώση τα σχετικά με τις απόψεις και τις ιδέες τους βιβλία και να προπαρασκευάση το έδαφος για διαπραγματεύσεις, πού θα είχαν αντικείμενο την προσέγγιση και την ένωση ορθοδόξων και διαμαρτυρομένων. Πραγματικά ό Κριτόπουλος είχε την ευκαιρία να εξετάση επί τόπου την κατάσταση των Εκκλησιών αυτών, να κάνη γνωστό στους εκπροσώπους των το πνευματικό περιεχόμενο και την οργάνωση της ορθόδοξης εκκλησίας, να την υπερασπίση εναντίον των σπερμολογιών των δυτικών, να συζητήση με τούς διαμαρτυρομένους διάφορα θεολογικά θέματα και να δεχθή ή ν’ αποκρούση ορισμένες απόψεις τους.
Οι συμπάθειές του προς τούς «εκλαμπροτάτους και μεγαλοπρεπεστάτους Γερμανούς», τούς «ανέκαθεν» φίλους του ελληνικού γένους και της ορθοδοξίας, και ή απόκλισή του προς τις μεταρρυθμιστικές τους ιδέες τον κάνουν να νομίζη ότι οι διαφορές ορθοδόξων και διαμαρτυρομένων είναι λίγες και «ιάσιμοι» και να πιστεύη τι ή ένωσή τους δεν θ’ αργήση να πραγματοποιηθή. Έτσι του «προμηνύει το πνεύμα το άγιον».
Πραγματικά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι οι επαφές και οι συζητήσεις του Κριτοπούλου με διαπρεπείς Γερμανούς θεολόγους τον είχαν πείσει τι ή ένωση είναι δυνατή. Στις συζητήσεις αυτές ό Κριτόπουλος — Παρά την σταθερή έμμονή του στα δόγματα της ορθοδοξίας — φαίνεται ότι, επηρεασμένος από το περιβάλλον και κουρασμένος ίσως από την συνεχή προβολή των ιδεών των διαμαρτυρομένων, δείχθηκε διαλλακτικός και υποχωρητικός εμπρός σε μερικές απόψεις τους. Με το πνεύμα αυτό έχει γραφή και ή «Ομολογία» του. Χαρακτηριστικό είναι τι και ό Ελβετός ιερέας Ant. Leger την θεωρεί συγκεχυμένη από τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και τον ίδιο ακόμη ταλαντευόμενο.
Γενικά όμως μεγάλες υποχωρήσεις δεν έγιναν ούτε από το ένα ούτε και από το άλλο μέρος και έτσι οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα, πως και οι παλαιότερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και στους θεολόγους τής Βυρτεμβέργης. Εκκρεμείς επίσης έμειναν και οι συζητήσεις του Κριτοπούλου με τούς εκπροσώπους τής καλβινικής εκκλησίας, στην Βασιλεία, Βέρνη, Γενεύη και Ζυρίχη.
Όπως άλλοτε ό Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, έτσι και ό Μητροφάνης Κριτόπουλος θαυμάζει την ακμή της αρχαίας ελληνικής παιδείας στην Γερμανία και την οικείωση των κατοίκων με το ελληνικό πνεύμα πού τούς φέρνει ως τον ταυτισμό τους με τούς αρχαίους Έλληνες. Ο Κριτόπουλος συγκινείται και ενθουσιάζεται από την άνθηση αυτή των κλασσικών σπουδών στην ξένη χώρα και περιμένει να γίνουν και στην Ελλάδα πολλά, ή μάλλον τα πάντα, από την αναβίωσή τους. Δεν έχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό• είναι απόλυτα αισιόδοξος. Η λατρεία του αυτή για τούς αρχαίους Έλληνες εκφράζεται με έναν ύμνο (οι Έλληνες πρώτοι απ’ όλους πλησίασαν πάρα πολύ την αλήθεια και πρώτοι δέχθηκαν τον ευαγγελικό λόγο, αλλά το άστατο και αβέβαιο της τύχης έφεραν την κατάπτωσή τους) στον πρόλογο τής γραμματικής τής δημοτικής, τής αφιερωμένης στον καθηγητή το Στρασβούργου Bernegger, από την οποία βλέπουμε ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες μιλούσαν, ακριβώς όπως κι’ εμείς.
Αν τώρα ο Κριτόπουλος τούς συμπατριώτες του τούς ονομάζει συνεχώς «ιδιώτας και αγραμμάτους», το κάνει από αγανάκτηση για την κατάντια τους, από πόνο, από πρόθεση να τούς πληγώση, να τούς λυπήση και έτσι να προκαλέση την αντίδρασή τους, την αφύπνισή τους και να τούς αναγκάση ν’ αρχίσουν να διορθώνουν «την παρακεκομμένην και άσημον ταύτην διάλεκτον (δηλαδή την δημοτική) επί το πρεπωδέστερον και γλαφυρώτερον συνελαύνοντας σφας αυτούς επί την πάτριον και έμφυτον ευφράδειαν».
Ή αρχαιολατρεία του, όπως βλέπουμε, τον κάνει να βλέπη την γεμάτη από ξένες λέξεις δημοτική τής εποχής του σαν ασήμαντη (αντίθετα προς τον Νικ. Σοφιανό (16 αί.), πού δεν την θεωρεί κατώτερη από την αρχαία ελληνική του Πλάτωνος, του Δημοσθένη και του Ξενοφώντος ) και να νομίζη ότι είναι ανάγκη να την διορθώσουμε βαθμιαία με σκοπό να την φέρουμε κοντά προς την αρχαία— σκέψεις πού επρόκειτο να επικρατήσουν κατά τα τέλη του 18 αί. με το κύρος του Κοραή και να οδηγήσουν στην κάθαρση της δημοτικής και στην δημιουργία τής καθαρεύουσας.
Αν έφτασε στην κατάσταση αυτή ή ελληνική γλώσσα αιτία είναι ή σκλαβιά: «Ο δε εποίησαν οι δυσμενείς τούτο έστιν ότι ημάς τής πατρίου φωνής μικρού απεξένωσαν τω τε κωλύειν τα ελληνικά μαθήματα ελληνιστί παραδίδοσθαι και τω τας βίβλους ημών αφανίσαι τε και κατακρύψαι... Αύτη εστίν αιτία τού τούς νυν Έλληνας απολέσαι μεν την πάτριον διάλεκτον, την πασών των επί γης διαλέκτων ωραιοτέραν προς πάσας τε τας ελευθερίους τέχνας και επιστήμας επιτηδειοτέραν, αντί δε αύτης χρήσθαι τη νυν αλλοκότω και ασήμω, ή πολλά μεν οθνεία και βάρβαρα προσίεται λεξείδια, ά δε κατέχει εκ τής ελληνικής ούτω κολοβά και διεφθαρμένα προφέρει, ως μηδέ γιγνώσκεσθαι το παράπαν ότι ελληνικά έστι».
ε) Ιωάννης Καρυοφύλλης.
Ανάμεσα στους Έλληνες κληρικούς και λογίους πού καταγγέλλονται για καλβινισμό πρέπει να μνημονευθή και ό Ιωάννης Καρυοφύλλης, πού ακολουθούσε προφανώς τον δάσκαλό του Θεόφ. Κορυδαλλέα. Συγκεκριμένα ό Καρυοφύλλης δεν δέχεται τον λατινικό όρο transubstantio (μετουσίωσις), δηλαδή το μυστήριο του μετασχηματισμού του άρτου και οίνου σε γνήσιο σώμα και αίμα του Χριστού, ζήτημα πού είχε προκαλέσει στην Γαλλία νέες έριδες μεταξύ των καθολικών, προ πάντων του Porte-Royale πού υποστηρίζουν την μετουσίωση, και των προτεσταντών Glaude, Aymon, καθώς και των Αγγλικανών πού την αρνούνται. Τις απόψεις των αρνητών της μ ε τ ο υ σ ι ώ σ ε ω ς υποστηρίζει και ό ιερέας της βρεττανικής πρεσβείας, μεταξύ 1670 - 1677, στην Κωνσταντινούπολη John Covel, ό οποίος είχε γνωρίσει πολλούς εξέχοντες Έλληνες λαϊκούς και κληρικούς, ίσως και τον Ιωάννη Καρυοφύλλη, και είχε ανανεώσει από το 1670 τις προσπάθειες για την προσέγγιση της αγγλικανικής και ορθόδοξης εκκλησίας, όπως άλλωστε πριν από 100 χρόνια είχε μεσολαβήσει ό St. Gerlach για την έναρξη των συζητήσεων των θεολόγων τής Τυβίγγης με τούς κύκλους του οικουμενικού πατριαρχείου.
Ο Καρυοφύλλης, ό οποίος είχε πλουτίσει και εξελιχθή σε σπουδαία προσωπικότητα (είχε καταλάβει το ένα ύστερ’ από το άλλο πολλά αξιώματα και τελευταία του μ ε γ ά λ ο υ λ ο γ ο θ έ τ ο υ), καταδικάζεται στα 1691 ως αιρετικός από σύνοδο πού συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατακρημνίζεται απότομα από την υψηλή του θέση, όταν δημοσιεύη στο Βουκουρέστι να μικρό βιβλίο για την Θεία Πρόνοια, πού κρίθηκε επηρεασμένο από τον καλβινισμό. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούν ό πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και ό άλλοτε μαθητής του Καρυοφύλλη Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ό εξ απορρήτων, ό οποίος επιδίωκε να του πάρη το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτου. Αυτός μάλιστα, την επαύριο, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μολονότι ό δάσκαλός του είχε αποκηρύξει τα γραφόμενά του και είχε υπογράψει μάλιστα τον όρο τής συνόδου, τον έδιωξε από την πατριαρχική εκκλησία χτυπώντας τον με τις γροθιές. Και κάποιος, φαίνεται από τούς εκκλησιαζομένους, καταπικραμένος από την κατάπτωση της Εκκλησίας, ονόμασε την ημέρα εκείνη Κυριακή τής γ ρ ο ν θ ο δ ο ξ ί α ς. Τρομοκρατημένος ό Καρυοφύλλης κατέφυγε στην Βλαχία, στον ευσεβή και καλοκάγαθο ηγεμόνα της Κωνσταντίνο Basarab, ορθόδοξο, ό οποίος εκτιμώντας την σοφία του δεν τον θεώρησε αιρετικό, αλλά θύμα μηχανορραφιών.
Το επεισόδιο Καρυοφύλλη είναι ή μόνη ασθενής ηχώ φιλοκαινικών τάσεων στους λόγιους ορθοδόξους ύστερ’ από τον θάνατο του Κυρίλλου Λούκαρι.
Χαρακτηριστικό της ταραχής πού δημιούργησαν στα πνεύματα των ορθοδόξων τα προβλήματα και τα ζητήματα πού έθεσε ή Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση, του σφοδρού ανταγωνισμού των οπαδών των διαφόρων δογμάτων στην Ανατολή, τής σύγχυσης και ρευστότητας των συνειδήσεων πολλών ορθοδόξων είναι ή εμφάνιση κατά τον 17 αί. ποικίλων, μικρών ή μεγάλων, ομολογιών πίστεως ορθοδόξων, επηρεασμένων από την απόκλιση των συντακτών τους ή προς τον καθολικισμό ή προς τον προτεσταντισμό. Πίσω από τις γραμμές τους διακρίνει κανείς την ανάγκη των ομολογητών να εδραιώσουν οι ίδιοι πρώτα τις δικές τους πεποιθήσεις πού κλονίζονται με την πνοή των δύο μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων. Οι ομολογίες όμως αυτές αποτελούν την έκφραση προσωπικών γνωμών, εφόσον δεν περιβάλλονται με το κύρος μιας οικουμενικής συνόδου. Είναι ανάγκη να γίνη ειδική μελέτη πού να διερευνήση τις συνθήκες, μέσα από τις οποίες πρόβαλαν οι ομολογίες αυτές.
Η κατάσταση αυτή κατά τα μέσα του 17 αί. ευνοεί την άνοδο ευπροσάρμοστων και καιροσκόπων κληρικών, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να κινηθούν άλλοτε προς την μία κατεύθυνση και άλλοτε προς την άλλη μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τους ούτε όσια ούτε και ιερά παρά μόνο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και τα συνυφασμένα με αυτές υλικά συμφέροντα. Από τα πιο γνωστά μάλιστα πρόσωπα, πού μολονότι είχαν προσέλθει στον καθολικισμό παρουσιάζονταν στις ελληνικές χώρες και γενικότερα στην Ανατολή ως ορθόδοξοι, ήταν οι δύο όμοιοι ως προς τις υψηλές πνευματικές τους ικανότητες, αλλά και συγγενείς ως προς τον ελεεινό τους χαρακτήρα λόγιοι, ό μαθητής του ιησουϊτικού σχολείου του Πέραν Κύπριος μοναχός Αθανάσιος ό Ρήτωρ (1571 - 1663), ό λεηλάτης των βιβλιοθηκών των ελληνικών μονών, και ο τρόφιμος επίσης του αντίστοιχου σχολείου της Χίου φιλοχρήματος Παϊσιος Λιγαρίδης (1610 - 1678), ό οποίος κατορθώνει τον Σεπτέμβριο του 1652 να χειροτονηθή μητροπολίτης Γάζης και αργότερα, μεταξύ 1662 - 1678, να παρουσιαστή στην Ρωσία ως σύμβουλος του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς και υπέρμαχος της ορθοδοξίας, ενώ σύγχρονα διατηρεί την αλληλογραφία του με τούς καθολικούς! Η αναίδεια των δύο αυτών προσώπων έφτασε ως το σημείο να καταγγείλη ό ένας τον άλλον για διπροσωπία.
Ενώ συχνά θαυμάζει κανείς την έξαρση ανθρώπων του λαού ως την αυτοθυσία, όταν έχουν να εκλέξουν ανάμεσα στην εξωμοσία και στην σωτηρία, από το άλλο μέρος θλίβεται. παρακολουθώντας την κατάπτωση ορισμένων ηγετών της ορθοδοξίας: πόσο ασταθείς είναι στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, πώς παρασύρονται από την πνοή του μεταρρυθμιστικό ή αντιμεταρρυθμιστικού ανέμου, πόσο οι φιλοδοξίες ν’ ανεβούν ή να παραμείνουν στον πατριαρχικό ή στον μητροπολιτικό θρόνο ή άλλα πιο ταπεινά ακόμη ελατήρια, ν’ αποκτήσουν δηλαδή προσοδοφόρες εκκλησιαστικές επαρχίες ή και χρήματα, τούς κάνουν να προσφεύγουν προς τούς διπλωματικούς αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων με αποτέλεσμα να μπλέκωνται στα δίχτυα αυτών και των εκκλησιών τους.
Πηγή: Το ανεξάντλητο έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.