Σελίδα 1 από 1
Τάλαινα Ελλάς...
Δημοσιεύτηκε: Παρ 22 Φεβ 2008, 15:28
από karipis
Τάλαινα Ελλάς!
«Μερικοί των Κ. Κ. Βουλευτών κοντά εις τα άλλα πλεονεκτήματα του συρμού και της ευγενείας όσα έχουν, οίον ομματοϋάλια, χειρόκτια και κομβολόγια, παρετηρήθη ότι φέρουν μαζί των και σκυλάκια μικρά, καλλωπισμένα με περιδέραιον εις τον λαιμόν από κουδούνια, τα οποία έμαθον να τους ακολουθούν εις τας αγυιάς, εις τα καφεννεία, και ως εις αυτό το Βουλευτήριον αποκαλούντες αυτά με θεία ονόματα, άλλο Ερμήν και άλλο Απόλλωνα κτλ. δια να δείξουν την αρχαιότητα και προπατορικήν ημών δόξαν και εύκλειαν.
Τάλαινα και δυστυχής Ελλάς, πως κατήντησες’ οι θεοί σου να είναι σκύλοι και οι σκύλοι σου θεοί!!!»
«Ελπίς», 2 Σεπτ. 1848.
Πηγή: Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, εκδ. Εστία, 2002.
Re: Τάλαινα Ελλάς... (συνέχεια ανεκδότων...)
Δημοσιεύτηκε: Παρ 29 Φεβ 2008, 16:19
από karipis
*Ο Κολοκοτρώνης και ο προφήτης…
«Ένας ανεψιός του Αλή Φαρμάκη (πριν από το 1821), όταν ήσαν κλεισμένοι εις τον πύργον του θείου του, έλεγε προς τον Κολοκοτρώνη:
— »Κρίμας οπού δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα
γίνοσουν.
— »Αν γένω Τούρκος, θα με σουνετέψουν;
— »Βέβαια.
— » Εμάς όταν μας βαφτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά τής κεφαλής μας τρίχες και ταις βάζουν εις το εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, εις τον άλλον κόσμον θα με τραβούν Χριστός από τα μαλλιά και ό Μωάμεθ από την ......, και δεν θέλω να βάλω εις παρόμοια διαφορά δύο τέτοιους προφητάδες»
«Ο Γέρων Κολοκοτρώνης», σ. 278 (από το Γ. Τερτσέτη).
* Ο τίτλος που δίνει ο Βλαχογιάννης στο βιβλίο του είναι: «Δυό τέτοιους προφητάδες»
Υ.Γ. Στα πλαίσια της απαγόρευσεις ύβρεων στην σελίδα, κόψαμε την ..... του Κολοκοτρώνη!!
Re: Τάλαινα Ελλάς...
Δημοσιεύτηκε: Δευ 03 Μαρ 2008, 11:34
από karipis
Τα Ξουρίσματα…!
Όταν ήρθε ό Καποδίστριας, αποφάσισε κι’ ό γέρο-Πανουριάς, ό Κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβή από του Παρνασού τα κάρκαρα και να πάη να παρουσιαστή στον Κυβερνήτη. Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά πούρριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Είδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, πού δεν τούς φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και γένεια και μουστάκια, και ήταν έτσι σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους:
— Τι μ’σουδες (μούρες) ειν’ αυτές; είπε στο γέρο-Δυοβουνιώτη, πού είχε έρθει κι’ αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.
— Δεν τούς βλέπεις; Τσ’ ήφερε ου Κυβερνήτ’ς να μας φουτίσουν.
— Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένουντ’ έτσ’ πλειό διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κ’ εγώ να τα ξουρίσω να γίνου σουφός κ’ εγώ...
— Και δεν τα ξουρίζεις; Εδώ παρακάτ’ είν’ ου χαμζάς (κουρέας). Μα δεν κουτάς. Πώς θα γυρί’ης, μαύρε, στου χουριό;
— Πλερώνεις εσύ τα ξουριστ’κά;
— Πλερώνου... μα δε θ’ αποκουτί’ης τέτοιου πράμα...
— Βάν’ς και τα βιουλιά μαζί;
— Τι τα θέλ’ς τα βιουλιά;
— Έτσ’, θέλου να γίνη τού πράμα πανηγύρ’.
— Ας είναι κ’ τσ’.
Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελε ό γέρο-σύντροφός του. Ξέχανε τα παλιά του τα καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, κλαρίτης, ήξερε να λέη τα πράματα και να τα κάνη πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι’ αρχίζουν το παιγνίδι, κ’ ετοιμάζει ό κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλη χέρι στου γέρο-στρατηγού τα μούτρα, κι’ αυτός,
— Τράβα τού χέρ’ σ’ απού κει! του λέει.
Πετάει πέρα τη φουστανέλλα και μένει όπως τον έκαμε ή μαννούλα του από τη μέση και κάτου...
Κι’ αρχίζει ό κουρέας, θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξουρίζει... Και παίζουν τα βιολιά... Κι’ ό κόσμος όλο και μαζεύεται...
— Αί, τώρα μοιάζ’νε με μούτρα φράγκικα! είπε ό γέρος αφού τελείωσε το ξύρισμα.
Κι’ όλα αυτά τάκαμε, για να σατυρίση τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια, πού είχανε κοπιάσει άπ’ τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαίικο.
Δ. Γ. Δημητρακάκη ανέκδοτα απομνημονεύματα.