ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΡΑΚΗΣ – ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ.
Δημοσιεύτηκε: Τετ 24 Μαρ 2010, 01:45
ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΡΑΚΗΣ – ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ.
“Αι φυσικαί δυνάμεις επί μυριάδας ετών εργασθείσαι διεμόρφωσαν κατάλληλον της γης τόπον ούτω, όπως εν αυτώ ενωρίτατα διαμορφωθή λαός προοδευτικός, φιλελεύθερος και γενναίος. Και ως τοιούτον τόπον εξελέξαντο την Ελληνικήν χερσόνησον, εν η ανεπτύχθει το Ελληνικόν πνεύμα, το καύχημα και σέμνωμα του πεπολιτισμένου κόσμου.
Αν δεν υπήρχεν Ελληνική χώρα από του Ίστρου άχρι της Κρήτης και Κύπρου, και από του Ιονίου Πελάγους άχρι του Αντιταύρου και του Αργαίου και πέραν, Ελληνικός πολιτισμός και καθόλου Ευρωπαϊκός θα ήτο αδύνατον να διαμορφωθή και να εκδηλωθεί το πνεύμα, η ψυχή του κόσμου, εν πλήρει τη μεγαλοπρέπεια αυτού. Δόξα, λοιπόν, αϊδιος εις την χώραν ταύτην, ήτις και μετά πάροδον αιώνων διεσώθη ακμαία, το δε κλίμα αυτής ουδεμία υπέστη αλλοίωσιν, αλλ’ υπάρχει αυτό εκείνο, όπερ διέθρεψε τους μεγάλους ημών προγόνους.
Τμήμα της ενδόξου ταύτης χώρας αναπόσπαστον γεωγραφικώς και εθνολογικώς είναι και η Θράκη”.
Μ’ αυτόν τον μεγαλοϊδεάτικο πρόλογο αρχίζει η πραγματεία του “Φυσική Γεωγραφία της Θράκης”, δημοσιευμένη στη Θρακική Επατηρίδα του 1897, ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος. Στην ίδια επετηρίδα, στο σύντομο ανώνυμο δημοσίευμα “Περί καταγωγής των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης” αναφέρεται προλογικά η άποψη του Γ.Ν.Χατζηδάκι ότι “άπασα η χώρα, ήτις νυν υπό των Ελλήνων κατοικείται, δύναται να διαιρεθή εις δύο μέρη, ων το πρώτο και προς βορράν τείνον περιλαμβάνει την Εύβοιαν, Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν, Θράκην, Προποντίδα και τας Βορείους Σποράδας, το Δε δεύτερον το νότιον, περιλαμβάνει τα Μέγαρα, την Αττικήν, τας Κυκλάδας, την Κρήτην, την Χίον, Κύπρον και τας Νοτίους Σποράδας …”.
Τα δύο κείμενα προσδιορίζουν τα πολιτιστικά όρια του ελληνικού κόσμου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Σ’ αυτό τον πολιτισμικό χώρο η Θράκη και η Κύπρος έχουν πλούσια προσφορά. Πρόκειται για δύο χώρους με πολυπολιτισμικές και πολυκοινοτικές παρουσίες που τις ανέδειξαν σε χοάνη πολιτισμικών επιδράσεων, οι οποίες όμως δεν αλλοίωσαν αλλά αντίθετα εμπλούτισαν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Η Θράκη και η Κύπρος συμπορεύτηκαν πολλές φορές στην ανακύκληση των αιώνων και στάθηκαν ακρίτες και προασπιστές μιάς πανάρχαιας ελληνικής κληρονομιάς που λεηλατήθηκε, υπονομεύτηκε και αμφισβητήθηκε χωρίς όμως να τρωθεί. Δύο τόποι που με αίμα και θυσίες έγραψαν και γράφουν την ελληνική τους Ιστορία.
Η μυκηναϊκή εξάπλωση και αργότερα οι αποικιακές και πολιτιστικές διεισδύσεις των Ελλήνων αλλά και οι επιλογές τοπικών αρχόντων και βασιλιάδων διαμόρφωσαν τον ελληνικό χαρακτήρα του ανατολικού ελληνικού τόξου από την Θράκη μέχρι την Κύπρο. Απόηχο αυτών των διαδικασιών αποτελούν οι ελληνικοί μύθοι, ενώ αψευδής μάρτυρας προσέρχεται η αρχαιολογική σκαπάνη, συνεπικουρούμενη από την αρχαία γραμματεία. Την ελληνική και ιδιαίτερα την αθηναϊκή διείσδυση και εγκατάσταση στη Θράκη και στην Κύπρο απηχούν οι μύθοι για τους γιους του Θησέα. Ο Ακάμας και ο Δημοφών, σύμφωνα με τους τρωϊκούς μύθους, ταξίδεψαν στο Ίλιο ως απεσταλμένοι των Ελλήνων, πριν από την παναχαϊκή εκστρατεία, για να ζητήσουν την απόδοση και επιστροφή της Ελένης και της Αίθρας, μητέρας του Θησέα, που είχε απαχθεί μαζί με την Ελένη στην Τροία. Κατά την παραμονή τους στο Ίλιο η κόρη του Πριάμου Λαοδίκη ερωτεύτηκε τον Ακάμα και απέκτησε μαζί του τον Μούνιτο ή Μούνιχο, που πέθανε στη Θράκη κατά το ταξίδι της επιστροφής. Στη συνέχεια οι δύο Θησεϊδες έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Δεν ευτύχησαν όμως να επιστρέψουν στην Αθήνα. Η οργή των θεών, τρικυμίες και αντίθετοι άνεμοι τους έφεραν πρώτα στη Θράκη. Εδώ η μοναχοκόρη του Θράκα βασιλιά του Βισαλτών Φυλλίδα αγάπησε σφοδρά τον Ακάμαντα ή κατ’ άλλους τον αδελφό του Δημοφώντα. Στην προσπάθεια της να τον κρατήσει στην Θράκη του πρόσφερε μετά τον θάνατο του πατέρα της την βασιλεία. Όμως η νοσταλγία της Αθήνας τον οδήγησε στην απόφαση για ένα νέο ταξίδι στο Αιγαίο. Η Φυλλίδα τον έδεσε με όρκους θανάτου ότι θα επέστρεφε στη Θράκη. Ο Ακάμας με τους Αθηναίους και τον Δημοφώντα αναχώρησαν από το λιμάνι των Εννέα Οδών αλλά κατάληξαν τελικά αντί για την Αττική στη βόρεια κυπριακή ακτή, όπου ίδρυσαν την Αίπεια και την Ακαμαντίδα. Μάταια ανέμενε η ερωτευμένη Φυλλίδα τον γιο του Θησέα να επιστρέψει στην Θράκη. Τελικά τον καταράστηκε και έθεσε τέρμα στη ζωή της. Η παραβίαση του όρκου της επιστροφής οδήγησε τον Ακάμαντα ( ή κατ’ άλλους τον Δημοφώντα) στο φόβο και την παραφροσύνη. Ανέβηκε στο άλογο του και έφιππος όρμησε στο δάσος, έπεσε από το άλογο και καρφώθηκε στο ξίφος του. Το μέρος από τότε φέρει το όνομα του, ονομάζεται ως και σήμερα χερσόνησος του Ακάμα.
Η Θράκη και η Κύπρος παρέμειναν πάντα στις επιδιώξεις της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις ελληνικές νίκες κατά των Περσών, ο Κίμωνας, κατ’ εξοχήν εκφραστής μιας πανελλήνιας πολιτικής, έστρεψε τη Συμμαχία προς τα θρακικά και κυπριακά παράλια. Γι’ αυτό βρέθηκε να μάχεται από την Αμφίπολη και την Ηιόνα μέχρι τα παράλια της Παμφυλίας και της Κύπρου. Μαζί του δρούσαν Έλληνες πολεμιστές από την Θράκη. Ένας από αυτούς έπεσε στην Κύπρο και θάφτηκε στην πεδιάδα της Μεσαορίας. “Διονύσιος Καρδιανός Θράξ”, αναγράφει η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στη κατεχόμενη σήμερα Λύση και εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας.
Στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά και στους χρόνους που ακολούθησαν, Θράκη και Κύπρος διαπλέκονται στις διενέξεις των αντιπάλων δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας. Στη Θράκη έγινε η τελική αναμέτρηση Λακεδαιμονίων και Αθηναίων, που οδήγησε στην καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης στους Αιγός Ποταμούς ενώ από την Κύπρο ξεκίνησε η αποκατάσταση της ναυτικής ηγεμονίας των Αθηνών. Το 404 π. Χ, ο αθηναϊκός στόλος, 180 πλοία με επικεφαλής το ναύαρχο Κόνωνα έπλευσε στα θρακικά παράλια για να αντιμετωπίσει το σπαρτιατικό στόλο υπό το Λύσανδρο που είχε καταλάβει και ναυλοχούσε στη Λάμψακο. Οι Αθηναίοι απέρριψαν την εισαγωγή του εξόριστου Αλκιβιάδη να ελλιμενιστούν στη Σηστό και στάθμευσαν στους Αιγός Ποταμούς. Ο Λύσανδρος αφού απέφυγε επιμελώς την ναυμαχία επέπεσε ξαφνικά στο σταθμευμένο στους Αιγός Ποταμούς αθηναϊκό στόλο, ενώ τα πληρώματα βρίσκονταν στη ξηρά. Τα αθηναϊκά πλοία συνελήφθησαν αμαχητί, ενώ συντεταγμένος στρατός που αποβίβασε ο Λύσανδρος κατεδίωξε τα πληρώματα και συνέλαβε περίπου 3.000 αιχμαλώτους. Από την καταστροφή διασώθηκε μόνο η Πάραλος, που έπλευσε στην Αθήνα και ανήγγειλε τη συμφορά και οκτώ τριήρεις υπό τον Κόνωνα. Ο Αθηναίος ναύαρχος αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τον Δήμο και διέφυγε με τα υπολείμματα του στόλου στη Σαλαμίνα της Κύπρου κοντά στο σύμμαχο των Αθηναίων Ευαγόρα. Οι θρακικές πόλεις, που ανήκαν στη συμμαχία των Αθηναίων, το Βυζάντιο, η Σηστός, η Χαλκηδόνα και άλλες παραδόθηκαν στο Λύσανδρο. Δέκα χρόνια αργότερα ο Κόνωνας με την βοήθεια του Σαλαμίνιου βασιλιά Ευαγόρα, επικεφαλής του κυπριακού στόλου συνέτριψε το 394 π. Χ. στη Κνίδο το σπαρτιατικό και αποκατέστησε τη ναυτική ηγεμονία των Αθηναίων. Οι πόλεις του Αιγαίου και των παραλίων της Θράκης κατάργησαν τότε τις φιλολακωνικές ολιγαρχίες, επανέφεραν τα δημοκρατικά πολιτεύματα και επανήλθαν στην αθηναϊκή συμμαχία.
Οι θρακικές και κυπριακές πόλεις διαπλέκονται στη συνέχεια στις πανελλήνιες διαμάχες μέχρι τους χρόνους του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θράκες και Κύπριοι συνέδραμαν υλικά και στρατιωτικά τον Αλέξανδρο στη μεγάλη εκστρατεία. Τρεις από τους εξέχοντες ναυάρχους του Αλεξάνδρου, ο Νέαρχος, ο Αντισθένης και ο Λαομέδων κατάγονταν από την θρακική Αμφίπολη. Αυτούς τους ναυάρχους ενίσχυσε ο κυπριακός στόλος κατά την κατάληψη της Τύρου.
Στους μακεδονικούς χρόνους και στη ελληνιστική περίοδο απέκτησε ξεχωριστή φήμη η θρακική νήσος της Σαμοθράκης με τα ιερά των Μεγάλων Θεών. Εκεί γνώρισε ο Φίλιππος την Ολυμπιάδα, ενώ σχεδόν όλοι οι διάδοχοι και επίγονοι αφιέρωσαν αναθήματα και τα Ιερά της. Το 306 π. Χ ο επιφανέστερος των επιγόνων, ο Δημήτριος ο γιος του Αντιγόνου, μετά τη ναυτική και πεζική του νίκη στη Σαλαμίνα της Κύπρου, η εκπόρθηση της οποίας του απέφερε το προσωνύμιο του Πολιορκητή και την προσαγόρευση του ως βασιλιά από τον πατέρα του Αντίγονο, αφιέρωσε στο ιερό των Καβείρων τη περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης, έργο του ρόδιου γλύπτη Πυθόκριτου. Η επιστροφή της πρέπει ίσως να αποτελέσει όπως και των μαρμάρων του Παρθενώνα εθνικό αίτημα.
Από την Σαμοθράκη καταγόταν και ο τελευταίος προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας με ευρεία λόγια παιδεία, ο Αρίσταρχος που έζησε στην Αίγυπτο στα χρόνια του Πτολεμαίου Στ΄ του Φιλόμητρος. Υπήρξε παιδαγωγός της βασιλικής οικογενείας, υπομνηματιστής, κριτικός και ερμηνευτής της αρχαίας ποίησης. Πέθανε στην Κύπρο όπου κατέφυγε το 144 π. Χ. όταν δολοφονήθηκε ο Πτολεμαίος Η΄, επειδή ήταν ανεπιθύμητος στην Αλεξάνδρεια ως προσκείμενος στον δολοφονημένο βασιλιά.
Οι σχέσεις στα αρχαία χρόνια ήσαν οικονομικές και πολιτιστικές. Αναφέρεται ότι ο φιλόσοφος Ερμαγόρας ο Αμφιπολίτης ήταν μαθητής του Κύπριου φιλόσοφου Περσέα, που καυχιόταν ως μαθητής του Ζήνωνα του Κιτιέα. Το εμπόριο όπως μαρτυρούν πολλές πηγές ήταν έντονα ανεπτυγμένο. Αναφέρω ενδεικτικά ότι ο Ρωμαίος Πλίνιος θεωρούσε την Θάσο και την Κύπρο ως μέρη που έβγαζαν τους καλύτερους ημιπολύτιμους λίθους, αμέθυστο, οπάλιο και τον περίφημο παιδέρωτα. Ο Αθήναιος, γράφει ακόμη ότι τα καλύτερα αμύγδαλα έρχονταν από την Κύπρο και την Θάσο. Μα και της Κύπρου τα πιο εκλεκτά αμύγδαλα ήταν εκείνη η ποικιλία που είχε έρθει “από την Θάσο”, τα αθάσια, όπως τα ονομάζουμε μέχρι σήμερα στην Κύπρο. Είναι η εποχή που η Κύπρος και η Θάσος προσαγορεύονται με το ίδιο όνομα: Αέρια, αέρινη δηλαδή και ομιχλώδης.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια η Κύπρος και η Θράκη θα αποτελέσουν χώρες του Οικουμενικού Ρωμαϊκού κράτους. Ένας από τους κυβερνήτες της Θράκης ο Κλαύδιος Άτταλος θα αναλάβει, μετά την υπηρεσία του στην Βόρεια Ελλάδα κυβερνήτης της Κύπρου. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Κύπρος μαζί με τις βόρειες Ελληνικές περιοχές θα δεχτούν ένα ακόμη δομικό στοιχείο ενίσχυσης των σχέσεων τους: τον Χριστιανισμό. Το ομόγλωσσο και ομόθρησκο θα αποτελέσουν στη συνέχεια την βάση για την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο. Ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος, μετά την πρώιμη έξοδο του προς τους εθνικούς στην Κύπρο, την οποία διέσχισε, διδάσκοντας μαζί με τον Βαρνάβα, από την Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο, θα περάσει σε μια από τις ονομαστές του περιοδείες από την Θράκη και θα συνδέσει το όνομα του με την πόλη των Φιλίππων, στους κατοίκους των οποίων θα απευθύνει μια από τις γνωστότερες επιστολές του. Τη χριστιανική σχέση ενισχύει αργότερη θυσία των Πέντε Αγίων Μαρτύρων της Σαμοθράκης , ο ένας από τους οποίους αναφέρεται ως Κύπριος.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος στα πλαίσια της διοικητικής αναδιάρθρωσης που επέβαλε μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του στην Ανατολή περιέλαβε την Κύπρο μαζί με την Κιλικία, την Καππαδοκία, την Παμφυλία, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη στην μια από τις τέσσερις επαρχίες που δημιούργησε.
Στα δραματικά γεγονότα του τέλους του εβδόμου αιώνα οφείλει τον κυπροθρακικό του τίτλο ο προκαθήμενος της κυπριακής Εκκλησίας “Αρχιεπίσκοπος και πάσης Κύπρου και Νέας Ιουστινιανής”. Νέα Ιουστινιανή ήταν η θρακική Κύζικος που είχε ανοικοδομηθεί από τον Ιουστινιανό Β΄. Ο βυζαντινός αυτός αυτοκράτορας είχε μεταφέρει το 691 μ. Χ. για πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους τον κυπριακό πληθυσμό στην Κύζικο. Με την ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στην αποστέρηση των Αράβων από τους φόρους και γενικά από τον πλούτο της Κύπρου και από την άλλη στην εξασφάλιση πληρωμάτων για το βυζαντινό στόλο. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωάννης έλαβε τότε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και μ’ αυτόν προσυπογράφει τα πρακτικά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 629. Η θρακική περιπέτεια των Κυπρίων με την μετοικεσία τους στον Ελλήσποντο, έληξε λίγα χρόνια αργότερα με την επιστροφή τους όταν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις Βυζαντινών και Αράβων με την συνθήκη του 705
Η Βυζαντινή περίοδος για την Κύπρο τελειώνει το 1191 με την κατάληψη του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ενώ η ίδια περίοδος για την Θράκη λήγει με κάποιες παρενθέσεις οριστικά το 1365 με την τουρκική κατάκτηση. Στην Κύπρο τη βραχύχρονη πρώτη αγγλική κατοχή του 1191 θα διαδεχθούν η σύντομη κυριαρχία των Ναϊτών, η Φραγκοκρατία και η Ενετοκρατία που κράτησε μέχρι το 1571 οπότε το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Η Τουρκοκρατία στην Κύπρο κράτησε από το 1571 μέχρι το 1878 ενώ στη Θράκη από το 1365 μέχρι το 1920 .Στους μακρούς αιώνες της Τουρκοκρατίας σφυρηλατήθηκαν δεσμοί πολιτιστικοί και πνευματικοί, ανάμεσα στις δύο σημαντικές ελληνικές περιοχές.
Στα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού Μακεδόνες ,Θράκες και Κύπριοι πρωτοστάτησαν και συμμετείχαν στις επαναστατικές διαδικασίες. Ανάμεσα στα επιφανή μέλη της Φιλικής Εταιρίας αναφέρονται διαπρεπείς λόγιοι και έμποροι από πόλεις και χωριά των σημερινών νομών της Ροδόπης, της Ξάνθης και του Έβρου αλλά και της Κύπρου που δεν υστέρησε σε παρουσία και συμμετοχή σε όλους τους αγώνες του έθνους. Μαζί με τους Φιλικούς που φυλακίστηκαν στην Οδησσό μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναφέρονται έξι κύπριοι κρατούμενοι και γύρω στους τριάντα από τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Εκεί όμως που θα συναντηθούν οι Θρακιώτες αγωνιστές με τους Κυπρίους εθελοντές είναι οι επαναστατικές επιχειρήσεις στην Εύβοια και η προσπάθεια κατάληψης της Καρύστου. Η θρυλική καπετάνισσα Δόμνα Βιβίζη, αλλά και πολλοί άλλοι καπεταναίοι και πλοιοκτήτες από την Αίνο όπως ο Μαργαρίτης Κουταβός, ο Ελευθέριος Παλαιός και άλλοι υποστήριξαν με τα καράβια τους τις επιχειρήσεις του Διαμαντή Ολυμπίου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και του Μπεϊζαδέ Ηλία Μαυρομιχάλη στα σώματα των οποίων υπηρετούσαν σύμφωνα με τις βεβαιώσεις του Αγώνα πολλοί Κύπριοι και Θρακιώτες. Ο Μαργαρίτης Κούταβος ονόμαζε ένα μάλιστα από τα πλοία του “Λευκωσία”, ενώ σ’ ένα άλλο είχε τοποθετήσει ως κυβερνήτη τον καπετάν Ιωάννη Κύπριο. Στις μάχες της Εύβοιας έλαβαν μέρος οι κύπριοι αγωνιστές. Ο ονομαστός Θρακιώτης οπλαρχηγός Χατζηχρήστος είχε υπό τις οδηγίες του δεκάδες κυπρίους αγωνιστές όπως τον Ιωσήφ Κύπριον από το παλαιοχώρι, τον Θεόδωρο Ιωάννου για τον οποίο αναφέρει ότι: “άμα ήχησεν η σάλπιγξ του Άρεως της αγαπητής ημών πατρίδος Ελλάδος ο Θεόδωρος ούτος οπλίσθη και επαξίως ανδρείας φερόμενος παρευρέθη κατά των εχθρών και καθόλας τας περιστάσεις ατρομήτως μαχόμενος” και ακόμη τον Γεώργιο Φιλίππου για τον οποίο γράφει ότι “άμα ήχησε ο υπέρ της Ελλάδος πόλεμος εγκαταλέιψας την πατρίδαν του Κύπρον από 1822 και προσέφυγεν εν αυτή τη Ελλάδι όπου ενωθείς με τους τότε υπάρχοντας οπλαρχηγούς επολέμει”.
Ο Χατζηχρήστος μαζί με τον Μακρυγιάννη, τον Πετρόμπεη, τον Καλλέργη και τον Κίτσο Τζαβέλλα βεβαιώνουν τα σχετικά με την δράση του Αγγελή Μιχαήλ που πολέμησε κάτω από τις αρχηγίες του Χατζηχρήστου στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο και το Κρομμύδι όπου συνελήφθη από τον Ιμπραήμ. Ο αδελφός του Αγγελή είχε ήδη πέσει στη Μονή του Σέκου μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο.
Μαζί με τους κύπριους συμπολέμησαν σε διάφορα μέρη εκτός από το Χατζηχρήστο και άλλοι Θρακιώτες αγωνιστές όπως ο καπετάν Γιώργης Δημητρίου από την Ξάνθη , ο αντιστράτηγος Χατζή Γεώργης Ανδριανουπολίτης και άλλοι.
Η συρροή εθελοντών από την Κύπρο θα συνεχιστεί σε όλες τις εθνικές εξορμήσεις . Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, συνεχίζει να συγκλονίζει τους κατοίκους του νησιού όλων των κοινωνικών και πνευματικών στρωμάτων. Το 1854 με την επανάσταση στην Ήπειρο, το 1878 με την επανάσταση στην Θεσσαλία και στον ατυχή του 1897 θα σπεύσουν στην Ελλάδα δεκάδες Κύπριοι εθελοντές. Κι’ αν στην Κρήτη ανήκει η τιμή ότι έδωσε τους περισσότερους άνδρες μετά από τους ντόπιους στο Μακεδονικό Αγώνα η Κύπρος διεκδικεί να είναι η δεύτερη από τις εκτός Μακεδονίας περιοχές με αριθμό εθελοντών. Εκεί όμως που πραγματικά η κυπριακή συμμετοχή έφτασε στα όρια της μεγαλουργίας ήσαν οι εθελοντές που έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Στο Κιλκίς και στο Λαχανά και σε μάχες στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη έπεσαν πολλοί Κύπριοι εθελοντές που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της βορειοελλαδικής ελευθερίας. Στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκατοντάδες κύπριοι θα υπηρετήσουν στο περίφημο Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα. Οι Άγγλοι κυρίαρχοι του νησιού θα στρατολογήσουν τους Κυπρίους ρίχνοντας το σύνθημα ότι πολεμώντας στην Βόρεια Ελλάδα πολεμούσαν για την Ελλάδα και την Ένωση. Υποσχέσεις που όπως και αυτές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεχάστηκαν αμέσως μετά την νίκη.
Έμεινε ένας λαϊκός ποιητής να ψάλλει νίκες και γεγονότα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου:
“την Ανδριανούπολη ομού τζιαί την Καβάλα
επήραν την οι Βούλγαροι με κάτι μέρη άλλα”
Στους Βαλκανικούς και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται και το ποίημα που έγραψε ο λαϊκός ποιητής Αριστείδης Νικολάου από την Βάσα Κοιλανίου:
“Τα τέσσερα κρατίδια του Αίμου συμμαχήσαν
και την Τουρκίαν πόλεμον αμέσως αρχινήσαν.
Ελευθερώσασιν αυτήν Θράκην – Μακεδονίαν
Θεσσαλονίκην Ήπειρον έως την Αλβανίαν.”
Πέρα από τον εθελοντισμό στις εθνικές επαναστάσεις και εξορμήσεις στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά το δέκατο ένατο αιώνα οι σχέσεις είναι ιδιαίτερα πυκνές στο χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας , για να γίνουν ιδιαίτερα σημαντικές στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού. Ο κύπριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεράσιμος Γ΄, 1794 – 1797 , με σιγιλλιώδες πατριαρχικό γράμμα στις 14 Μαρτίου 1796 δώρισε ύστερα από αίτηση των προκρίτων της Αίνου την περιουσία του ναού του Αγίου Ιωάννη και της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στη Σχολή της Αίνου. Ανάμεσα στους συνοδικούς αρχιερείς που πήραν την απόφαση ήταν και ο επίσης κύπριος μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης που αργότερα συμμαρτύρησε με τον Γρηγόριο Ε΄.
Ένα από τα πρώτα υποπροξενεία που ιδρύθηκαν από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1834 ήταν εκείνο της Αίνου. Η πόλη, από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες της Θράκης, στις ανατολικές εκβολές του Έβρου, αποτελούσε σημαντικό εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Πρώτος προξενικός αντιπρόσωπος τοποθετήθηκε ο κυπριακής καταγωγής αγωνιστής του 1821 Φίλιππος Βάρδας. Στην αίτηση του για διορισμό του στην προξενική υπηρεσία τον Αύγουστο του 1833 αναφέρει:
“Εγεννήθην τω 1803 εις την Θετταλομαγνησίαν από γονείς Κυπρίους. Συμμεθέξας εις την κατά των Τούρκων επανάστασιν εκείνου του μέρους, ηναγκάσθην μετά την υποδούλλωσιν του να μεταβώ εις την ελευθέραν Ελλάδα, όπου διέμεινα μέχρι σήμερον υπηρετών το έθνος μου … Επιθυμών και εις το εξής να υπηρετήσω την Α.Μ. του Σεβαστού Άνακτα της Ελλάδος, και αισθανόμενος την ικανότητα μου να εκπληρώσω τα καθήκοντα του προξένου της εις την πατρίδα μου Κύπρον, παρακαλώ την Σεβαστήν ταύτην Γραμματείαν να ενεργήση τα ανήκοντα εις το να μοι εμπιστευθή η Κυβέρνησις την διεύθυνσιν του προξενείου τούτου, πεπεισμένη ότι θέλω εκπληρώσει τα καθήκοντα μου με την ανήκουσαν φρόνησις και με την απαιούμενην αξιοπρέπειαν”. Αντί της Κύπρου διορίστηκε το 1834 στην Αίνο.
Κατά την διάρκεια της εκεί υπηρεσίας του ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη τον αποκαλούσε στις αναφορές του “αρχαίον και τίμιον υποπρόξενον εις Αίνον”. Ο ίδιος ο Βάρδας παρόλο που εκτελούσε με συνέπεια και σύνεση τα καθήκοντα του δεν έχανε ευκαιρία να παραπονιέται επειδή, “ ερρίφθη εις την νοσώδη ταύτην γωνίαν της Τουρκίας, ένθα όχι μόνον ως εκ του κλίματος υπενεγκών πολυειδείς κακώσεις επηρώθη τέλος την δεξιάν χείρα, κατέστη ανίκανος εις το να οικονομή εαυτόν αλλά μη έχων ουδεποσώς αρκούσαν πρόσοδον”. Αναγκαζόταν, όπως ισχυρίζεται, για να διατηρεί την εθνική και προξενική του αξιοπρέπεια και για να είναι σε θέση να παρέχει την πρέπουσα προστασία και αρωγή στους Έλληνες υπηκόους, να αποζεί από δάνεια.
Στα χρόνια που υπηρετούσε εκεί ως υποπρόξενος ο Φίλιππος Βάρδας η πόλη βρισκόταν, παρά το νοσηρό κλίμα, σε οικονομική άνθηση. Γι’ αυτό ουδέποτε ζήτησε να μετατεθεί από εκεί αν και μόνιμα μνημονεύει στις αναφορές του το ανθυγιεινό κλίμα, φτάνοντας στο σημείο να αναφέρει ως επακόλουθο των δυσμενών συνθηκών την αναπηρία του χεριού του, παρόλο που σπάνια οι κλιματολογικές συνθήκες προκαλούν παρόμοιες σωματικές βλάβες. Η επιμονή μοιάζει περισσότερο αποτρεπτική για κάθε υποψήφιο διάδοχο του αφού ο ίδιος είχε καλέσει κοντά του τον αδελφό του Παύλο, τον οποίο χρησιμοποιούσε ως αντικαταστάτη ή πράκτορα του στις διάφορες προξενικές εργασίες, χωρίς εκείνος να επηρεασθεί αρνητικά από το κλίμα.
Στο υποπροξενείο της Αίνου άφησε άριστες εντυπώσεις τόσο στον ελληνικό πληθυσμό και στις επιτόπιες τουρκικές αρχές, όσο και στους άμεσους προϊσταμένους του, στους πρεσβευτές της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και στους επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών.
Με την θητεία του Βάρδα στην Αίνο, ή με το εμπόριο των Αινιτών με την Κύπρο ίσως σχετίζεται η εικόνα της Ελεούσας του Κύκκου, αφιέρωμα των συντεχνιών της πόλης, που μετά την μικρασιατική καταστροφή μεταφέρθηκε στην ελεύθερη Θράκη και φυλάσσεται στο Μουσείο της Αλεξανδρούπολης.
Από το 1837 μέχρι το 1855 υπηρέτησε ως μητροπολίτης Βιζύης ο κυπριακής καταγωγής Γρηγόριος Κωνσταντινίδης. Ο κατά τον κόσμον Γρηγόριος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1795 στη Χίο, όπου ο Κύπριος πατέρας του υπηρετούσε ως δάσκαλος. Ο Κωνσταντινίδης ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη όπου τελικά χειροτονήθηκε διάκονος στον Άγιο Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά. Υπηρέτησε στη συνέχεια στη Χίο και στην Κρήτη και το 1829 εξελέγη μητροπολίτης Χίου, απ’ όπου μετατέθηκε στη Βιζύη. Επανήλθε ως μητροπολίτης στη γενέτειρα του το Μάρτιο του1956, όπου πέθανε στις 9 Απριλίου , του ιδίου χρόνου, 19 μέρες μετά την άφιξη του.
Από την Βιζύη στην Κύπρο βρέθηκε λίγα χρόνια αργότερα ο μεγάλος Θρακιώτης ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Βιζυηνός, 1849 – 1896. Κατά τη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη, κέρδισε το ενδιαφέρον και την προστασία του κύπριου προύχοντα Γιάγκου Γεωργιάδη, ο οποίος τον έστειλε το 1867 να φοιτήσει στο σχολαρχείο της Λευκωσίας κοντά στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο. Ο Βιζυηνός έμεινε στη Λευκωσία μια περίπου πενταετία. Ένα ερωτικό επεισόδιο έγινε αφορμή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης.
Το 1890 έφτασε στην Κύπρο για να υπηρετήσει ως γραμματέας του ελληνικού προξενείου ο Ιωάννης Μακούλης από την Στενήμαχο. Γεννημένος το 1861, απόφοιτο της Ριζαρείου, εγκαταστάθηκε τελικά στην Κύπρο όπου διέμεινε μέχρι το θάνατο του το 1913. Ασχολήθηκε για λίγο με το εμπόριο και το 1901 χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως ιεροκήρυκας και εφημέριος του Αγίου Λαζάρου της Λάρνακας. Το 1901 εξέδωσε στη Λευκωσία το πρώτο εβδομαδιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό, το επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου “Απόστολος Βαρνάβας”. Για μια τετραετία, από το 1906 μέχρι το 1910, δίδαξε στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού και μέχρι το θάνατο του υπηρέτησε με ευθύνη την παιδεία και την εκκλησία της Λάρνακας.
Το δρόμο του Μακούλη ακολούθησε μια λαμπρή εκπαιδευτικός και κοινωνική εργάτιδα η Παρασκευή Ιωάννου από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Γεννημένη το 1877, αριστούχος απόφοιτος του Αρσακείου της Αθήνας, προσκλήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση της στην Κύπρο και ανέλαβε το 1898 τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Λάρνακας. Από το 1906 ανέλαβε διευθύντρια του Ευρυβιαδείου παρθεναγωγείου της ίδιας πόλης, μέχρι το 1936, οπότε αφυπηρέτησε. Από τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασης της στην Κύπρο ίδρυσε το Φιλόπτωχο Σύλλογο “Αλεξάνδρα”, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος για πολλά χρόνια. Πέθανε το 1959 έχοντας μέχρι το τέλος της ζωής της τη βαθειά εκτίμηση και το σεβασμό των μαθητριών της.
Την ίδια εποχή υπηρέτησε ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Λευκωσίας η Μαρία Κωνσταντίνογλου από την Φιλιππούπολη.
Από το 1899 μέχρι το 1902 δίδαξε στο Γυμνάσιο Λάρνακος ο μεγάλος Ηπειρώτης φιλόλογος Δημήτριος Σάρρος 1867-1938, ο οποίος στη συνέχεια υπηρέτησε μέχρι το 1908 στο ελληνικό γυμνάσιο Ανδριανουπόλεως.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα υπηρέτησε ως διευθυντής του σημαντικότερου κυπριακού εκπαιδευτηρίου, του Παγκύπριου Γυμνασίου ο Θρακιώτης Λέανδρος Πανδάκης.
Χρυσός κρίκος στις σχέσεις Κύπρου με την Θράκη αποτελεί η διδασκαλία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο του μεγάλου έλληνα λαογράφου Στίλπωνα Κυριακίδη. Γεννημένος στην Κομοτηνή το 1887, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σερρών, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και υπηρέτησε από το 1911 μέχρι το 1914 στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ανακλήθηκε στην Αθήνα όπου το 1914 διορίστηκε συντάκτης στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας και στη συνέχεια διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου. Από το 1926 λάμπρυνε με τη διδασκαλία του στην έδρα της λαογραφίας το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η θητεία του στην Κύπρο του έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει τη γλώσσα, τα έθιμα και το λαϊκό πολιτισμό της Κύπρου. Το 1913 δημοσίευσε στην εφημερίδα Φωνή της Κύπρου το σημείωμα “Λαογραφικά” με σημαντικές επισημάνσεις για την νέα επιστήμη. Το 1914 δημοσίευσε στο Νέο Ελληνομνήμονα τον “Κατάλογο των κωδίκων της βιβλιοθήκης του εν Λευκωσία Παγκυπρίου Γυμνασίου”. Το 1916 στον ετήσιο τόμο Λαογραφικά δημοσίευσε το άρθρο “Οι ποιηταράδες της Κύπρου” ενώ δύο χρόνια αργότερα, στην ίδια επετηρίδα, το κείμενο “Κυπριακαί σπουδαί”, μια συλλογή ευχών από το νησί.
Αντιδωρεά στη μεγάλη προσφορά των θρακών εκπαιδευτικών προς την Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία κυπρίων δασκάλων που μετά τους βαλκανικούς πολέμους ενίσχυσαν τα σχολεία της Μακεδονίας και της Θράκης, ύστερα από πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Επισημαίνεται η υπηρεσία στη Γενική Διοίκηση Θράκης στην περίοδο του μεσοπολέμου της κυπριακής καταγωγής νομικού Θρασύβουλου Μάλη.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου ενισχυμένος δημογραφικά και πνευματικά μπορούσε πια να συμβάλει στην ανάπτυξη της εθνικής παιδείας. Στους τρεις αιώνες της Τουρκοκρατίας είχαν διαμορφωθεί οι πληθυσμιακές αναλογίες στο νησί, η δημογραφική και πολιτιστική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Οι Κύπριοι αποτέλεσαν με την πάροδο του χρόνου δυναμικό στοιχείο του περιφερειακού ελληνισμού. Ο τουρκικός πληθυσμός που κυμαίνονταν ανάμεσα στο 25% έως 30% κατά εποχές, περιορίστηκε βαθμιαία στο 18-20% σύμφωνα με τις επίσημες αγγλικές απογραφές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα.
Στην περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας και της πρώτης Αγγλοκρατίας ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά, και βαθμιαία σχεδόν διπλασιάστηκε. Παράλληλη είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής και η πολυεπίπεδη πρόοδος. Η Εκκλησία και η Παιδεία γίνονται φορείς του μεγαλοϊδεατισμού που μεταλαμπαδεύεται στην Κύπρο από τους Έλληνες δασκάλους και τους Κυπρίους απόφοιτους των ελληνικών σχολών. Παράλληλα ο βαλκανικός εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός θα εκφρασθούν στην Κύπρο με την ραγδαία ανάπτυξη του εθνικού κινήματος που ζητούσε εθνική αποκατάσταση κι’ ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Το ενωτικό κίνημα θα κυριαρχήσει στο νησί για χρόνια πολλά. Οι Κύπριοι ξεσηκώθηκαν το 1931 και το 1955-59 ζητώντας Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στις τοπικές εφημερίδες της εποχής εκείνης των πόλεων της Θράκης μπορεί να δει κανείς την ζέση και την συγκίνηση με την οποία οι κάτοικοι τους αγκάλιασαν τον κυπριακό αγώνα.
Μεταφέρω ενδεικτικά δύο δημοσιεύματα από τον Ταχυδρόμο της Καβάλλας, της 7ης Ιουνίου 1950, τα οποία αναφέρονται στην συγκίνηση που είχε προκαλέσει το ενωτικό δημοψήφισμα και η άφιξη της κυπριακής πρεσβείας στην Ελλάδα. Το πρώτο έχει τίτλο “Η Ξάνθη δια τον αγώνα των Κυπρίων” και αναφέρει:
“Το εργατοϋπαλληλικό Κέντρον Ξάνθης δια τηλεγραφήματος προς την Εθνικήν Αντιπροσωπείαν Κύπρου χαιρετίζει μετά συγκινήσεως την άφιξιν της εις Θεσσαλονίκην, εύχεται ταχείαν την ένωσιν της νήσου μετά της μητρός Ελλάδος και δηλοί ότι θα αγωνισθή δια την πλήρη επιτυχία του αναληφθέντος έργου.
Επίσης η Ένωσις Μηχανικών – Μηχανοδηγών Βιομηχανίας – Γεωργίας Ξάνθης απέστειλε τηλεγράφημα προς την κυπριακήν αντιπροσωπείαν υπό το ανωτέρω πνεύμα”.
Το δεύτερο δημοσίευμα από την ίδια εφημερίδα του 1950 έχει τίτλο “Οι καπνοπαραγωγοί του Νέστου παρά το πλευρό των Κυπρίων” και μας πληροφορεί ότι:
“Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου Καπνοπαραγωγών και Γεωργων Νέστου διά του ψηφίσματος του εκφράζει την συμπάθειαν προς ους υποδούλους αδελφούς Κυπρίους , εύχεται όπως ευοδωθή ο απελευθερωτικός αγών της ελληνικής μεγαλονήσου και δηλοί αδελφικήν συμπαράστασιν εις τον τίμιον, δίκαιον, ιερόν και εθνικόν αγώνα αυτών”.
Λίγο αργότερα ο ένοπλος αγώνας των Κυπρίων για την ένωση με την Ελλάδα συνεπήρε και τον λαό της Θράκης όπως και όλους τους άλλους Έλληνες. Απόηχος εκείνης της συγκίνησης οι δρόμοι με τα ονόματα Κυπρίων αγωνιστών στις πόλεις της Θράκης. Κυπρίων ηρώων, Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου οι κεντρικοί δρόμοι της Ξάνθης θυμίζουν την απαράμιλλη θυσία των Κυπρίων ηρώων που ανέβαιναν στην αγχόνη ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο και ζητωκραυγάζοντας για την ένωση με την Ελλάδα. Ο Μιχαλάκης Καραολής, είκοσι δύο χρονών, από το Παλαιοχώρι Λευκωσίας και ο εικοσιτριάχρονος Ανδρέας Δημητρίου από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού εκτελέστηκαν στις 10 Μαΐου 1956 με απαγχονισμό στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τις σωρούς των στους γονείς για ταφή. Τους έθαψαν στο περιφραγμένο χώρο των φυλακών που από τότε ονομάστηκε Φυλακισμένα Μνήματα. Ο Καραολής συνελήφθη σε ενέδρα ενώ ανέβαινε στο βουνό να ενωθεί με την αντάρτικη ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου . Από την φυλακή έγραφε στους φίλους του:
Τα ελληνόπουλα δεν ξέρουν
μόνο πως πρέπει να ζουν.
Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν
Kαι πως την πατρίδα να τιμούν.
Ένας σεμνός αγωνιστής εκείνου του μεγάλου αγώνα, ο Ανδρέας Βασιλείου, είναι εγκαταστημένος στον Αίγειρο Κομοτηνής. Την νύκτα της 26ης Νοεμβρίου 1957 είχε πρωτοστατήσει στην πιο θεαματική επιχείρηση της ΕΟΚΑ, στην ανατίναξη των αεροπλάνων μέσα στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Ακρωτηρίου στη Λεμεσό. Ήταν εκείνος που με κίνδυνο της ζωής του τοποθέτησε και πυροδότησε τις εκρηκτικές ύλες. Το κατόρθωμα του Ανδρέα Βασιλείου και των συντρόφων του ανύψωσε το ηθικό τόσο των μαχητών όσο και του λαού, μετά από μια σειρά θυσίες και ολοκαυτώματα, όπως ήταν ο θάνατος του Αυξεντίου και ο απαγχονισμός του Παλληκαρίδη. Τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου τίμησε υπέροχα ο Νομός Ξάνθης, μετονομάζοντας το χωριό Παλαιό Κατράμιο σε Αυξέντιο.
Οι νέες δοκιμασίες των Κυπρίων , η συμφορά της εισβολής και της κατοχής βρήκαν δημόσια συμπαράσταση και αρωγή από τον θρακίωτικο λαό, που γνώρισε όμοιες εθνικές δοκιμασίες και θυσίες. Φωτεινός φάρος σε μελανές ενέργειες Ελλήνων στρατιωτικών το 1974, παραμένει ο ηρωισμός του πλωτάρχη του πολεμικού ναυτικού Ελευθερίου Χανδρινού από την Κομοτηνή. Ήταν κυβερνήτης του αρματαγωγού Λέσβος, που το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974 είχε παραλάβει από το λιμάνι της Αμμοχώστου τους αναχωρούντες οπλίτες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου. Την αυγή πληροφορήθηκε από τον ασύρματο την έναρξη της τουρκικής εισβολής στις ακτές της Κερύνειας. Έπλεε στα νερά της Πάφου. Έστρεψε το καράβι προς τις κυπριακές ακτές, αποβίβασε τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ , ενώ με τα πυροβόλα του πλοίου κτύπησε τη δύναμη των Τουρκοκυπρίων της Πάφου που προσπαθούσε να δημιουργήσει στρατιωτικό θύλακα στη νοτιοδυτική Κύπρο. Στις αρχές του 1998 με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Πάφου, έγιναν τα αποκαλυπτήρια τιμητικής στήλης αφιερωμένης στον κυβερνήτη του «Λέσβος», στο πλήρωμα του και στην δύναμη της ΕΛΔΥΚ που μετέφερε, η οποία στη συνέχεια πολέμησε ηρωικά και είχε μεγάλες απώλειες.
Τη συγκίνηση για την Κύπρο κατέγραψαν στο έργο τους πολλοί λογοτέχνες. Ένας από αυτούς, ένας αυτοδίδακτος ποιητής από τη Θράκη, ο Άγγελος Φουκαράς, σ’ ένα ποίημα με τίτλο «Προορισμός» συγχρονίζει το πλου του καραβιού της Κερύνειας και του αρματαγωγού «Λέσβος».
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Καράβι φορτωμένο με πίστη και καρδιά
ανδρώσαμε να πάμε στου ηλίου τα νησιά
μα μπόρα καταιγίδα φουρτούνα στα μισά
μας σπάζει τα κατάρτια μας σπάζει τα κουπιά.
Αδιάφοροι για τούτο φωνάξαμε σκληρά:
«κι αν σπάσαν τα κατάρτια
κι αν σπάσαν τα κουπιά
μας μείνανε τα χέρια
μας μείνανε τα κορμιά».
Γαλήνεψε λίγο η θάλασσα κι αργά
Κινήσαμε τραβώντας τα χέρια για κουπιά.
Μα μπόρα καταιγίδα φουρτούνα στ’ ανοιχτά
μας βρήκε στο ταξίδι ολόιδια ξανά.
Αδιάφοροι και πάλι φωνάξαμε σκληρά:
«κι αν σπάσουνε τα χέρια
κι αν σπάσουν τα κορμιά
θα φθάση η ψυχή μας
στου ηλίου τα νησιά».
Γιώργος Γεωργής
Ξάνθη 19 Μαρτίου 1999
Σημείωση: Η ομιλία αυτή παρουσιάστηκε και σε ειδικό ένθετο στο περιοδικό ΤΕΛΕΙΑ&ΠΑΥΛΑ (Μάρτιος 1999 – τεύχος 6.)
Πηγή: www.e-istoria.com
___________________________________________
Y.Γ. Ανέρτησα το παρών για να βάλω και τον Κουμπάρο στο θέμα μας Παναγιώτη επειδή μπορεί να θεωρεί εαυτό αδικημένο .
“Αι φυσικαί δυνάμεις επί μυριάδας ετών εργασθείσαι διεμόρφωσαν κατάλληλον της γης τόπον ούτω, όπως εν αυτώ ενωρίτατα διαμορφωθή λαός προοδευτικός, φιλελεύθερος και γενναίος. Και ως τοιούτον τόπον εξελέξαντο την Ελληνικήν χερσόνησον, εν η ανεπτύχθει το Ελληνικόν πνεύμα, το καύχημα και σέμνωμα του πεπολιτισμένου κόσμου.
Αν δεν υπήρχεν Ελληνική χώρα από του Ίστρου άχρι της Κρήτης και Κύπρου, και από του Ιονίου Πελάγους άχρι του Αντιταύρου και του Αργαίου και πέραν, Ελληνικός πολιτισμός και καθόλου Ευρωπαϊκός θα ήτο αδύνατον να διαμορφωθή και να εκδηλωθεί το πνεύμα, η ψυχή του κόσμου, εν πλήρει τη μεγαλοπρέπεια αυτού. Δόξα, λοιπόν, αϊδιος εις την χώραν ταύτην, ήτις και μετά πάροδον αιώνων διεσώθη ακμαία, το δε κλίμα αυτής ουδεμία υπέστη αλλοίωσιν, αλλ’ υπάρχει αυτό εκείνο, όπερ διέθρεψε τους μεγάλους ημών προγόνους.
Τμήμα της ενδόξου ταύτης χώρας αναπόσπαστον γεωγραφικώς και εθνολογικώς είναι και η Θράκη”.
Μ’ αυτόν τον μεγαλοϊδεάτικο πρόλογο αρχίζει η πραγματεία του “Φυσική Γεωγραφία της Θράκης”, δημοσιευμένη στη Θρακική Επατηρίδα του 1897, ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος. Στην ίδια επετηρίδα, στο σύντομο ανώνυμο δημοσίευμα “Περί καταγωγής των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης” αναφέρεται προλογικά η άποψη του Γ.Ν.Χατζηδάκι ότι “άπασα η χώρα, ήτις νυν υπό των Ελλήνων κατοικείται, δύναται να διαιρεθή εις δύο μέρη, ων το πρώτο και προς βορράν τείνον περιλαμβάνει την Εύβοιαν, Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν, Θράκην, Προποντίδα και τας Βορείους Σποράδας, το Δε δεύτερον το νότιον, περιλαμβάνει τα Μέγαρα, την Αττικήν, τας Κυκλάδας, την Κρήτην, την Χίον, Κύπρον και τας Νοτίους Σποράδας …”.
Τα δύο κείμενα προσδιορίζουν τα πολιτιστικά όρια του ελληνικού κόσμου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Σ’ αυτό τον πολιτισμικό χώρο η Θράκη και η Κύπρος έχουν πλούσια προσφορά. Πρόκειται για δύο χώρους με πολυπολιτισμικές και πολυκοινοτικές παρουσίες που τις ανέδειξαν σε χοάνη πολιτισμικών επιδράσεων, οι οποίες όμως δεν αλλοίωσαν αλλά αντίθετα εμπλούτισαν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Η Θράκη και η Κύπρος συμπορεύτηκαν πολλές φορές στην ανακύκληση των αιώνων και στάθηκαν ακρίτες και προασπιστές μιάς πανάρχαιας ελληνικής κληρονομιάς που λεηλατήθηκε, υπονομεύτηκε και αμφισβητήθηκε χωρίς όμως να τρωθεί. Δύο τόποι που με αίμα και θυσίες έγραψαν και γράφουν την ελληνική τους Ιστορία.
Η μυκηναϊκή εξάπλωση και αργότερα οι αποικιακές και πολιτιστικές διεισδύσεις των Ελλήνων αλλά και οι επιλογές τοπικών αρχόντων και βασιλιάδων διαμόρφωσαν τον ελληνικό χαρακτήρα του ανατολικού ελληνικού τόξου από την Θράκη μέχρι την Κύπρο. Απόηχο αυτών των διαδικασιών αποτελούν οι ελληνικοί μύθοι, ενώ αψευδής μάρτυρας προσέρχεται η αρχαιολογική σκαπάνη, συνεπικουρούμενη από την αρχαία γραμματεία. Την ελληνική και ιδιαίτερα την αθηναϊκή διείσδυση και εγκατάσταση στη Θράκη και στην Κύπρο απηχούν οι μύθοι για τους γιους του Θησέα. Ο Ακάμας και ο Δημοφών, σύμφωνα με τους τρωϊκούς μύθους, ταξίδεψαν στο Ίλιο ως απεσταλμένοι των Ελλήνων, πριν από την παναχαϊκή εκστρατεία, για να ζητήσουν την απόδοση και επιστροφή της Ελένης και της Αίθρας, μητέρας του Θησέα, που είχε απαχθεί μαζί με την Ελένη στην Τροία. Κατά την παραμονή τους στο Ίλιο η κόρη του Πριάμου Λαοδίκη ερωτεύτηκε τον Ακάμα και απέκτησε μαζί του τον Μούνιτο ή Μούνιχο, που πέθανε στη Θράκη κατά το ταξίδι της επιστροφής. Στη συνέχεια οι δύο Θησεϊδες έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Δεν ευτύχησαν όμως να επιστρέψουν στην Αθήνα. Η οργή των θεών, τρικυμίες και αντίθετοι άνεμοι τους έφεραν πρώτα στη Θράκη. Εδώ η μοναχοκόρη του Θράκα βασιλιά του Βισαλτών Φυλλίδα αγάπησε σφοδρά τον Ακάμαντα ή κατ’ άλλους τον αδελφό του Δημοφώντα. Στην προσπάθεια της να τον κρατήσει στην Θράκη του πρόσφερε μετά τον θάνατο του πατέρα της την βασιλεία. Όμως η νοσταλγία της Αθήνας τον οδήγησε στην απόφαση για ένα νέο ταξίδι στο Αιγαίο. Η Φυλλίδα τον έδεσε με όρκους θανάτου ότι θα επέστρεφε στη Θράκη. Ο Ακάμας με τους Αθηναίους και τον Δημοφώντα αναχώρησαν από το λιμάνι των Εννέα Οδών αλλά κατάληξαν τελικά αντί για την Αττική στη βόρεια κυπριακή ακτή, όπου ίδρυσαν την Αίπεια και την Ακαμαντίδα. Μάταια ανέμενε η ερωτευμένη Φυλλίδα τον γιο του Θησέα να επιστρέψει στην Θράκη. Τελικά τον καταράστηκε και έθεσε τέρμα στη ζωή της. Η παραβίαση του όρκου της επιστροφής οδήγησε τον Ακάμαντα ( ή κατ’ άλλους τον Δημοφώντα) στο φόβο και την παραφροσύνη. Ανέβηκε στο άλογο του και έφιππος όρμησε στο δάσος, έπεσε από το άλογο και καρφώθηκε στο ξίφος του. Το μέρος από τότε φέρει το όνομα του, ονομάζεται ως και σήμερα χερσόνησος του Ακάμα.
Η Θράκη και η Κύπρος παρέμειναν πάντα στις επιδιώξεις της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις ελληνικές νίκες κατά των Περσών, ο Κίμωνας, κατ’ εξοχήν εκφραστής μιας πανελλήνιας πολιτικής, έστρεψε τη Συμμαχία προς τα θρακικά και κυπριακά παράλια. Γι’ αυτό βρέθηκε να μάχεται από την Αμφίπολη και την Ηιόνα μέχρι τα παράλια της Παμφυλίας και της Κύπρου. Μαζί του δρούσαν Έλληνες πολεμιστές από την Θράκη. Ένας από αυτούς έπεσε στην Κύπρο και θάφτηκε στην πεδιάδα της Μεσαορίας. “Διονύσιος Καρδιανός Θράξ”, αναγράφει η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στη κατεχόμενη σήμερα Λύση και εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας.
Στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά και στους χρόνους που ακολούθησαν, Θράκη και Κύπρος διαπλέκονται στις διενέξεις των αντιπάλων δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας. Στη Θράκη έγινε η τελική αναμέτρηση Λακεδαιμονίων και Αθηναίων, που οδήγησε στην καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης στους Αιγός Ποταμούς ενώ από την Κύπρο ξεκίνησε η αποκατάσταση της ναυτικής ηγεμονίας των Αθηνών. Το 404 π. Χ, ο αθηναϊκός στόλος, 180 πλοία με επικεφαλής το ναύαρχο Κόνωνα έπλευσε στα θρακικά παράλια για να αντιμετωπίσει το σπαρτιατικό στόλο υπό το Λύσανδρο που είχε καταλάβει και ναυλοχούσε στη Λάμψακο. Οι Αθηναίοι απέρριψαν την εισαγωγή του εξόριστου Αλκιβιάδη να ελλιμενιστούν στη Σηστό και στάθμευσαν στους Αιγός Ποταμούς. Ο Λύσανδρος αφού απέφυγε επιμελώς την ναυμαχία επέπεσε ξαφνικά στο σταθμευμένο στους Αιγός Ποταμούς αθηναϊκό στόλο, ενώ τα πληρώματα βρίσκονταν στη ξηρά. Τα αθηναϊκά πλοία συνελήφθησαν αμαχητί, ενώ συντεταγμένος στρατός που αποβίβασε ο Λύσανδρος κατεδίωξε τα πληρώματα και συνέλαβε περίπου 3.000 αιχμαλώτους. Από την καταστροφή διασώθηκε μόνο η Πάραλος, που έπλευσε στην Αθήνα και ανήγγειλε τη συμφορά και οκτώ τριήρεις υπό τον Κόνωνα. Ο Αθηναίος ναύαρχος αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τον Δήμο και διέφυγε με τα υπολείμματα του στόλου στη Σαλαμίνα της Κύπρου κοντά στο σύμμαχο των Αθηναίων Ευαγόρα. Οι θρακικές πόλεις, που ανήκαν στη συμμαχία των Αθηναίων, το Βυζάντιο, η Σηστός, η Χαλκηδόνα και άλλες παραδόθηκαν στο Λύσανδρο. Δέκα χρόνια αργότερα ο Κόνωνας με την βοήθεια του Σαλαμίνιου βασιλιά Ευαγόρα, επικεφαλής του κυπριακού στόλου συνέτριψε το 394 π. Χ. στη Κνίδο το σπαρτιατικό και αποκατέστησε τη ναυτική ηγεμονία των Αθηναίων. Οι πόλεις του Αιγαίου και των παραλίων της Θράκης κατάργησαν τότε τις φιλολακωνικές ολιγαρχίες, επανέφεραν τα δημοκρατικά πολιτεύματα και επανήλθαν στην αθηναϊκή συμμαχία.
Οι θρακικές και κυπριακές πόλεις διαπλέκονται στη συνέχεια στις πανελλήνιες διαμάχες μέχρι τους χρόνους του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θράκες και Κύπριοι συνέδραμαν υλικά και στρατιωτικά τον Αλέξανδρο στη μεγάλη εκστρατεία. Τρεις από τους εξέχοντες ναυάρχους του Αλεξάνδρου, ο Νέαρχος, ο Αντισθένης και ο Λαομέδων κατάγονταν από την θρακική Αμφίπολη. Αυτούς τους ναυάρχους ενίσχυσε ο κυπριακός στόλος κατά την κατάληψη της Τύρου.
Στους μακεδονικούς χρόνους και στη ελληνιστική περίοδο απέκτησε ξεχωριστή φήμη η θρακική νήσος της Σαμοθράκης με τα ιερά των Μεγάλων Θεών. Εκεί γνώρισε ο Φίλιππος την Ολυμπιάδα, ενώ σχεδόν όλοι οι διάδοχοι και επίγονοι αφιέρωσαν αναθήματα και τα Ιερά της. Το 306 π. Χ ο επιφανέστερος των επιγόνων, ο Δημήτριος ο γιος του Αντιγόνου, μετά τη ναυτική και πεζική του νίκη στη Σαλαμίνα της Κύπρου, η εκπόρθηση της οποίας του απέφερε το προσωνύμιο του Πολιορκητή και την προσαγόρευση του ως βασιλιά από τον πατέρα του Αντίγονο, αφιέρωσε στο ιερό των Καβείρων τη περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης, έργο του ρόδιου γλύπτη Πυθόκριτου. Η επιστροφή της πρέπει ίσως να αποτελέσει όπως και των μαρμάρων του Παρθενώνα εθνικό αίτημα.
Από την Σαμοθράκη καταγόταν και ο τελευταίος προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας με ευρεία λόγια παιδεία, ο Αρίσταρχος που έζησε στην Αίγυπτο στα χρόνια του Πτολεμαίου Στ΄ του Φιλόμητρος. Υπήρξε παιδαγωγός της βασιλικής οικογενείας, υπομνηματιστής, κριτικός και ερμηνευτής της αρχαίας ποίησης. Πέθανε στην Κύπρο όπου κατέφυγε το 144 π. Χ. όταν δολοφονήθηκε ο Πτολεμαίος Η΄, επειδή ήταν ανεπιθύμητος στην Αλεξάνδρεια ως προσκείμενος στον δολοφονημένο βασιλιά.
Οι σχέσεις στα αρχαία χρόνια ήσαν οικονομικές και πολιτιστικές. Αναφέρεται ότι ο φιλόσοφος Ερμαγόρας ο Αμφιπολίτης ήταν μαθητής του Κύπριου φιλόσοφου Περσέα, που καυχιόταν ως μαθητής του Ζήνωνα του Κιτιέα. Το εμπόριο όπως μαρτυρούν πολλές πηγές ήταν έντονα ανεπτυγμένο. Αναφέρω ενδεικτικά ότι ο Ρωμαίος Πλίνιος θεωρούσε την Θάσο και την Κύπρο ως μέρη που έβγαζαν τους καλύτερους ημιπολύτιμους λίθους, αμέθυστο, οπάλιο και τον περίφημο παιδέρωτα. Ο Αθήναιος, γράφει ακόμη ότι τα καλύτερα αμύγδαλα έρχονταν από την Κύπρο και την Θάσο. Μα και της Κύπρου τα πιο εκλεκτά αμύγδαλα ήταν εκείνη η ποικιλία που είχε έρθει “από την Θάσο”, τα αθάσια, όπως τα ονομάζουμε μέχρι σήμερα στην Κύπρο. Είναι η εποχή που η Κύπρος και η Θάσος προσαγορεύονται με το ίδιο όνομα: Αέρια, αέρινη δηλαδή και ομιχλώδης.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια η Κύπρος και η Θράκη θα αποτελέσουν χώρες του Οικουμενικού Ρωμαϊκού κράτους. Ένας από τους κυβερνήτες της Θράκης ο Κλαύδιος Άτταλος θα αναλάβει, μετά την υπηρεσία του στην Βόρεια Ελλάδα κυβερνήτης της Κύπρου. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Κύπρος μαζί με τις βόρειες Ελληνικές περιοχές θα δεχτούν ένα ακόμη δομικό στοιχείο ενίσχυσης των σχέσεων τους: τον Χριστιανισμό. Το ομόγλωσσο και ομόθρησκο θα αποτελέσουν στη συνέχεια την βάση για την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο. Ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος, μετά την πρώιμη έξοδο του προς τους εθνικούς στην Κύπρο, την οποία διέσχισε, διδάσκοντας μαζί με τον Βαρνάβα, από την Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο, θα περάσει σε μια από τις ονομαστές του περιοδείες από την Θράκη και θα συνδέσει το όνομα του με την πόλη των Φιλίππων, στους κατοίκους των οποίων θα απευθύνει μια από τις γνωστότερες επιστολές του. Τη χριστιανική σχέση ενισχύει αργότερη θυσία των Πέντε Αγίων Μαρτύρων της Σαμοθράκης , ο ένας από τους οποίους αναφέρεται ως Κύπριος.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος στα πλαίσια της διοικητικής αναδιάρθρωσης που επέβαλε μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του στην Ανατολή περιέλαβε την Κύπρο μαζί με την Κιλικία, την Καππαδοκία, την Παμφυλία, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη στην μια από τις τέσσερις επαρχίες που δημιούργησε.
Στα δραματικά γεγονότα του τέλους του εβδόμου αιώνα οφείλει τον κυπροθρακικό του τίτλο ο προκαθήμενος της κυπριακής Εκκλησίας “Αρχιεπίσκοπος και πάσης Κύπρου και Νέας Ιουστινιανής”. Νέα Ιουστινιανή ήταν η θρακική Κύζικος που είχε ανοικοδομηθεί από τον Ιουστινιανό Β΄. Ο βυζαντινός αυτός αυτοκράτορας είχε μεταφέρει το 691 μ. Χ. για πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους τον κυπριακό πληθυσμό στην Κύζικο. Με την ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στην αποστέρηση των Αράβων από τους φόρους και γενικά από τον πλούτο της Κύπρου και από την άλλη στην εξασφάλιση πληρωμάτων για το βυζαντινό στόλο. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωάννης έλαβε τότε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και μ’ αυτόν προσυπογράφει τα πρακτικά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 629. Η θρακική περιπέτεια των Κυπρίων με την μετοικεσία τους στον Ελλήσποντο, έληξε λίγα χρόνια αργότερα με την επιστροφή τους όταν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις Βυζαντινών και Αράβων με την συνθήκη του 705
Η Βυζαντινή περίοδος για την Κύπρο τελειώνει το 1191 με την κατάληψη του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ενώ η ίδια περίοδος για την Θράκη λήγει με κάποιες παρενθέσεις οριστικά το 1365 με την τουρκική κατάκτηση. Στην Κύπρο τη βραχύχρονη πρώτη αγγλική κατοχή του 1191 θα διαδεχθούν η σύντομη κυριαρχία των Ναϊτών, η Φραγκοκρατία και η Ενετοκρατία που κράτησε μέχρι το 1571 οπότε το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Η Τουρκοκρατία στην Κύπρο κράτησε από το 1571 μέχρι το 1878 ενώ στη Θράκη από το 1365 μέχρι το 1920 .Στους μακρούς αιώνες της Τουρκοκρατίας σφυρηλατήθηκαν δεσμοί πολιτιστικοί και πνευματικοί, ανάμεσα στις δύο σημαντικές ελληνικές περιοχές.
Στα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού Μακεδόνες ,Θράκες και Κύπριοι πρωτοστάτησαν και συμμετείχαν στις επαναστατικές διαδικασίες. Ανάμεσα στα επιφανή μέλη της Φιλικής Εταιρίας αναφέρονται διαπρεπείς λόγιοι και έμποροι από πόλεις και χωριά των σημερινών νομών της Ροδόπης, της Ξάνθης και του Έβρου αλλά και της Κύπρου που δεν υστέρησε σε παρουσία και συμμετοχή σε όλους τους αγώνες του έθνους. Μαζί με τους Φιλικούς που φυλακίστηκαν στην Οδησσό μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναφέρονται έξι κύπριοι κρατούμενοι και γύρω στους τριάντα από τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Εκεί όμως που θα συναντηθούν οι Θρακιώτες αγωνιστές με τους Κυπρίους εθελοντές είναι οι επαναστατικές επιχειρήσεις στην Εύβοια και η προσπάθεια κατάληψης της Καρύστου. Η θρυλική καπετάνισσα Δόμνα Βιβίζη, αλλά και πολλοί άλλοι καπεταναίοι και πλοιοκτήτες από την Αίνο όπως ο Μαργαρίτης Κουταβός, ο Ελευθέριος Παλαιός και άλλοι υποστήριξαν με τα καράβια τους τις επιχειρήσεις του Διαμαντή Ολυμπίου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και του Μπεϊζαδέ Ηλία Μαυρομιχάλη στα σώματα των οποίων υπηρετούσαν σύμφωνα με τις βεβαιώσεις του Αγώνα πολλοί Κύπριοι και Θρακιώτες. Ο Μαργαρίτης Κούταβος ονόμαζε ένα μάλιστα από τα πλοία του “Λευκωσία”, ενώ σ’ ένα άλλο είχε τοποθετήσει ως κυβερνήτη τον καπετάν Ιωάννη Κύπριο. Στις μάχες της Εύβοιας έλαβαν μέρος οι κύπριοι αγωνιστές. Ο ονομαστός Θρακιώτης οπλαρχηγός Χατζηχρήστος είχε υπό τις οδηγίες του δεκάδες κυπρίους αγωνιστές όπως τον Ιωσήφ Κύπριον από το παλαιοχώρι, τον Θεόδωρο Ιωάννου για τον οποίο αναφέρει ότι: “άμα ήχησεν η σάλπιγξ του Άρεως της αγαπητής ημών πατρίδος Ελλάδος ο Θεόδωρος ούτος οπλίσθη και επαξίως ανδρείας φερόμενος παρευρέθη κατά των εχθρών και καθόλας τας περιστάσεις ατρομήτως μαχόμενος” και ακόμη τον Γεώργιο Φιλίππου για τον οποίο γράφει ότι “άμα ήχησε ο υπέρ της Ελλάδος πόλεμος εγκαταλέιψας την πατρίδαν του Κύπρον από 1822 και προσέφυγεν εν αυτή τη Ελλάδι όπου ενωθείς με τους τότε υπάρχοντας οπλαρχηγούς επολέμει”.
Ο Χατζηχρήστος μαζί με τον Μακρυγιάννη, τον Πετρόμπεη, τον Καλλέργη και τον Κίτσο Τζαβέλλα βεβαιώνουν τα σχετικά με την δράση του Αγγελή Μιχαήλ που πολέμησε κάτω από τις αρχηγίες του Χατζηχρήστου στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο και το Κρομμύδι όπου συνελήφθη από τον Ιμπραήμ. Ο αδελφός του Αγγελή είχε ήδη πέσει στη Μονή του Σέκου μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο.
Μαζί με τους κύπριους συμπολέμησαν σε διάφορα μέρη εκτός από το Χατζηχρήστο και άλλοι Θρακιώτες αγωνιστές όπως ο καπετάν Γιώργης Δημητρίου από την Ξάνθη , ο αντιστράτηγος Χατζή Γεώργης Ανδριανουπολίτης και άλλοι.
Η συρροή εθελοντών από την Κύπρο θα συνεχιστεί σε όλες τις εθνικές εξορμήσεις . Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, συνεχίζει να συγκλονίζει τους κατοίκους του νησιού όλων των κοινωνικών και πνευματικών στρωμάτων. Το 1854 με την επανάσταση στην Ήπειρο, το 1878 με την επανάσταση στην Θεσσαλία και στον ατυχή του 1897 θα σπεύσουν στην Ελλάδα δεκάδες Κύπριοι εθελοντές. Κι’ αν στην Κρήτη ανήκει η τιμή ότι έδωσε τους περισσότερους άνδρες μετά από τους ντόπιους στο Μακεδονικό Αγώνα η Κύπρος διεκδικεί να είναι η δεύτερη από τις εκτός Μακεδονίας περιοχές με αριθμό εθελοντών. Εκεί όμως που πραγματικά η κυπριακή συμμετοχή έφτασε στα όρια της μεγαλουργίας ήσαν οι εθελοντές που έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Στο Κιλκίς και στο Λαχανά και σε μάχες στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη έπεσαν πολλοί Κύπριοι εθελοντές που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της βορειοελλαδικής ελευθερίας. Στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκατοντάδες κύπριοι θα υπηρετήσουν στο περίφημο Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα. Οι Άγγλοι κυρίαρχοι του νησιού θα στρατολογήσουν τους Κυπρίους ρίχνοντας το σύνθημα ότι πολεμώντας στην Βόρεια Ελλάδα πολεμούσαν για την Ελλάδα και την Ένωση. Υποσχέσεις που όπως και αυτές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεχάστηκαν αμέσως μετά την νίκη.
Έμεινε ένας λαϊκός ποιητής να ψάλλει νίκες και γεγονότα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου:
“την Ανδριανούπολη ομού τζιαί την Καβάλα
επήραν την οι Βούλγαροι με κάτι μέρη άλλα”
Στους Βαλκανικούς και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται και το ποίημα που έγραψε ο λαϊκός ποιητής Αριστείδης Νικολάου από την Βάσα Κοιλανίου:
“Τα τέσσερα κρατίδια του Αίμου συμμαχήσαν
και την Τουρκίαν πόλεμον αμέσως αρχινήσαν.
Ελευθερώσασιν αυτήν Θράκην – Μακεδονίαν
Θεσσαλονίκην Ήπειρον έως την Αλβανίαν.”
Πέρα από τον εθελοντισμό στις εθνικές επαναστάσεις και εξορμήσεις στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά το δέκατο ένατο αιώνα οι σχέσεις είναι ιδιαίτερα πυκνές στο χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας , για να γίνουν ιδιαίτερα σημαντικές στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού. Ο κύπριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεράσιμος Γ΄, 1794 – 1797 , με σιγιλλιώδες πατριαρχικό γράμμα στις 14 Μαρτίου 1796 δώρισε ύστερα από αίτηση των προκρίτων της Αίνου την περιουσία του ναού του Αγίου Ιωάννη και της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στη Σχολή της Αίνου. Ανάμεσα στους συνοδικούς αρχιερείς που πήραν την απόφαση ήταν και ο επίσης κύπριος μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης που αργότερα συμμαρτύρησε με τον Γρηγόριο Ε΄.
Ένα από τα πρώτα υποπροξενεία που ιδρύθηκαν από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1834 ήταν εκείνο της Αίνου. Η πόλη, από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες της Θράκης, στις ανατολικές εκβολές του Έβρου, αποτελούσε σημαντικό εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Πρώτος προξενικός αντιπρόσωπος τοποθετήθηκε ο κυπριακής καταγωγής αγωνιστής του 1821 Φίλιππος Βάρδας. Στην αίτηση του για διορισμό του στην προξενική υπηρεσία τον Αύγουστο του 1833 αναφέρει:
“Εγεννήθην τω 1803 εις την Θετταλομαγνησίαν από γονείς Κυπρίους. Συμμεθέξας εις την κατά των Τούρκων επανάστασιν εκείνου του μέρους, ηναγκάσθην μετά την υποδούλλωσιν του να μεταβώ εις την ελευθέραν Ελλάδα, όπου διέμεινα μέχρι σήμερον υπηρετών το έθνος μου … Επιθυμών και εις το εξής να υπηρετήσω την Α.Μ. του Σεβαστού Άνακτα της Ελλάδος, και αισθανόμενος την ικανότητα μου να εκπληρώσω τα καθήκοντα του προξένου της εις την πατρίδα μου Κύπρον, παρακαλώ την Σεβαστήν ταύτην Γραμματείαν να ενεργήση τα ανήκοντα εις το να μοι εμπιστευθή η Κυβέρνησις την διεύθυνσιν του προξενείου τούτου, πεπεισμένη ότι θέλω εκπληρώσει τα καθήκοντα μου με την ανήκουσαν φρόνησις και με την απαιούμενην αξιοπρέπειαν”. Αντί της Κύπρου διορίστηκε το 1834 στην Αίνο.
Κατά την διάρκεια της εκεί υπηρεσίας του ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη τον αποκαλούσε στις αναφορές του “αρχαίον και τίμιον υποπρόξενον εις Αίνον”. Ο ίδιος ο Βάρδας παρόλο που εκτελούσε με συνέπεια και σύνεση τα καθήκοντα του δεν έχανε ευκαιρία να παραπονιέται επειδή, “ ερρίφθη εις την νοσώδη ταύτην γωνίαν της Τουρκίας, ένθα όχι μόνον ως εκ του κλίματος υπενεγκών πολυειδείς κακώσεις επηρώθη τέλος την δεξιάν χείρα, κατέστη ανίκανος εις το να οικονομή εαυτόν αλλά μη έχων ουδεποσώς αρκούσαν πρόσοδον”. Αναγκαζόταν, όπως ισχυρίζεται, για να διατηρεί την εθνική και προξενική του αξιοπρέπεια και για να είναι σε θέση να παρέχει την πρέπουσα προστασία και αρωγή στους Έλληνες υπηκόους, να αποζεί από δάνεια.
Στα χρόνια που υπηρετούσε εκεί ως υποπρόξενος ο Φίλιππος Βάρδας η πόλη βρισκόταν, παρά το νοσηρό κλίμα, σε οικονομική άνθηση. Γι’ αυτό ουδέποτε ζήτησε να μετατεθεί από εκεί αν και μόνιμα μνημονεύει στις αναφορές του το ανθυγιεινό κλίμα, φτάνοντας στο σημείο να αναφέρει ως επακόλουθο των δυσμενών συνθηκών την αναπηρία του χεριού του, παρόλο που σπάνια οι κλιματολογικές συνθήκες προκαλούν παρόμοιες σωματικές βλάβες. Η επιμονή μοιάζει περισσότερο αποτρεπτική για κάθε υποψήφιο διάδοχο του αφού ο ίδιος είχε καλέσει κοντά του τον αδελφό του Παύλο, τον οποίο χρησιμοποιούσε ως αντικαταστάτη ή πράκτορα του στις διάφορες προξενικές εργασίες, χωρίς εκείνος να επηρεασθεί αρνητικά από το κλίμα.
Στο υποπροξενείο της Αίνου άφησε άριστες εντυπώσεις τόσο στον ελληνικό πληθυσμό και στις επιτόπιες τουρκικές αρχές, όσο και στους άμεσους προϊσταμένους του, στους πρεσβευτές της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και στους επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών.
Με την θητεία του Βάρδα στην Αίνο, ή με το εμπόριο των Αινιτών με την Κύπρο ίσως σχετίζεται η εικόνα της Ελεούσας του Κύκκου, αφιέρωμα των συντεχνιών της πόλης, που μετά την μικρασιατική καταστροφή μεταφέρθηκε στην ελεύθερη Θράκη και φυλάσσεται στο Μουσείο της Αλεξανδρούπολης.
Από το 1837 μέχρι το 1855 υπηρέτησε ως μητροπολίτης Βιζύης ο κυπριακής καταγωγής Γρηγόριος Κωνσταντινίδης. Ο κατά τον κόσμον Γρηγόριος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1795 στη Χίο, όπου ο Κύπριος πατέρας του υπηρετούσε ως δάσκαλος. Ο Κωνσταντινίδης ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη όπου τελικά χειροτονήθηκε διάκονος στον Άγιο Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά. Υπηρέτησε στη συνέχεια στη Χίο και στην Κρήτη και το 1829 εξελέγη μητροπολίτης Χίου, απ’ όπου μετατέθηκε στη Βιζύη. Επανήλθε ως μητροπολίτης στη γενέτειρα του το Μάρτιο του1956, όπου πέθανε στις 9 Απριλίου , του ιδίου χρόνου, 19 μέρες μετά την άφιξη του.
Από την Βιζύη στην Κύπρο βρέθηκε λίγα χρόνια αργότερα ο μεγάλος Θρακιώτης ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Βιζυηνός, 1849 – 1896. Κατά τη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη, κέρδισε το ενδιαφέρον και την προστασία του κύπριου προύχοντα Γιάγκου Γεωργιάδη, ο οποίος τον έστειλε το 1867 να φοιτήσει στο σχολαρχείο της Λευκωσίας κοντά στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο. Ο Βιζυηνός έμεινε στη Λευκωσία μια περίπου πενταετία. Ένα ερωτικό επεισόδιο έγινε αφορμή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης.
Το 1890 έφτασε στην Κύπρο για να υπηρετήσει ως γραμματέας του ελληνικού προξενείου ο Ιωάννης Μακούλης από την Στενήμαχο. Γεννημένος το 1861, απόφοιτο της Ριζαρείου, εγκαταστάθηκε τελικά στην Κύπρο όπου διέμεινε μέχρι το θάνατο του το 1913. Ασχολήθηκε για λίγο με το εμπόριο και το 1901 χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως ιεροκήρυκας και εφημέριος του Αγίου Λαζάρου της Λάρνακας. Το 1901 εξέδωσε στη Λευκωσία το πρώτο εβδομαδιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό, το επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου “Απόστολος Βαρνάβας”. Για μια τετραετία, από το 1906 μέχρι το 1910, δίδαξε στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού και μέχρι το θάνατο του υπηρέτησε με ευθύνη την παιδεία και την εκκλησία της Λάρνακας.
Το δρόμο του Μακούλη ακολούθησε μια λαμπρή εκπαιδευτικός και κοινωνική εργάτιδα η Παρασκευή Ιωάννου από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Γεννημένη το 1877, αριστούχος απόφοιτος του Αρσακείου της Αθήνας, προσκλήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση της στην Κύπρο και ανέλαβε το 1898 τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Λάρνακας. Από το 1906 ανέλαβε διευθύντρια του Ευρυβιαδείου παρθεναγωγείου της ίδιας πόλης, μέχρι το 1936, οπότε αφυπηρέτησε. Από τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασης της στην Κύπρο ίδρυσε το Φιλόπτωχο Σύλλογο “Αλεξάνδρα”, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος για πολλά χρόνια. Πέθανε το 1959 έχοντας μέχρι το τέλος της ζωής της τη βαθειά εκτίμηση και το σεβασμό των μαθητριών της.
Την ίδια εποχή υπηρέτησε ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Λευκωσίας η Μαρία Κωνσταντίνογλου από την Φιλιππούπολη.
Από το 1899 μέχρι το 1902 δίδαξε στο Γυμνάσιο Λάρνακος ο μεγάλος Ηπειρώτης φιλόλογος Δημήτριος Σάρρος 1867-1938, ο οποίος στη συνέχεια υπηρέτησε μέχρι το 1908 στο ελληνικό γυμνάσιο Ανδριανουπόλεως.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα υπηρέτησε ως διευθυντής του σημαντικότερου κυπριακού εκπαιδευτηρίου, του Παγκύπριου Γυμνασίου ο Θρακιώτης Λέανδρος Πανδάκης.
Χρυσός κρίκος στις σχέσεις Κύπρου με την Θράκη αποτελεί η διδασκαλία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο του μεγάλου έλληνα λαογράφου Στίλπωνα Κυριακίδη. Γεννημένος στην Κομοτηνή το 1887, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σερρών, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και υπηρέτησε από το 1911 μέχρι το 1914 στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ανακλήθηκε στην Αθήνα όπου το 1914 διορίστηκε συντάκτης στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας και στη συνέχεια διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου. Από το 1926 λάμπρυνε με τη διδασκαλία του στην έδρα της λαογραφίας το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η θητεία του στην Κύπρο του έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει τη γλώσσα, τα έθιμα και το λαϊκό πολιτισμό της Κύπρου. Το 1913 δημοσίευσε στην εφημερίδα Φωνή της Κύπρου το σημείωμα “Λαογραφικά” με σημαντικές επισημάνσεις για την νέα επιστήμη. Το 1914 δημοσίευσε στο Νέο Ελληνομνήμονα τον “Κατάλογο των κωδίκων της βιβλιοθήκης του εν Λευκωσία Παγκυπρίου Γυμνασίου”. Το 1916 στον ετήσιο τόμο Λαογραφικά δημοσίευσε το άρθρο “Οι ποιηταράδες της Κύπρου” ενώ δύο χρόνια αργότερα, στην ίδια επετηρίδα, το κείμενο “Κυπριακαί σπουδαί”, μια συλλογή ευχών από το νησί.
Αντιδωρεά στη μεγάλη προσφορά των θρακών εκπαιδευτικών προς την Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία κυπρίων δασκάλων που μετά τους βαλκανικούς πολέμους ενίσχυσαν τα σχολεία της Μακεδονίας και της Θράκης, ύστερα από πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Επισημαίνεται η υπηρεσία στη Γενική Διοίκηση Θράκης στην περίοδο του μεσοπολέμου της κυπριακής καταγωγής νομικού Θρασύβουλου Μάλη.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου ενισχυμένος δημογραφικά και πνευματικά μπορούσε πια να συμβάλει στην ανάπτυξη της εθνικής παιδείας. Στους τρεις αιώνες της Τουρκοκρατίας είχαν διαμορφωθεί οι πληθυσμιακές αναλογίες στο νησί, η δημογραφική και πολιτιστική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Οι Κύπριοι αποτέλεσαν με την πάροδο του χρόνου δυναμικό στοιχείο του περιφερειακού ελληνισμού. Ο τουρκικός πληθυσμός που κυμαίνονταν ανάμεσα στο 25% έως 30% κατά εποχές, περιορίστηκε βαθμιαία στο 18-20% σύμφωνα με τις επίσημες αγγλικές απογραφές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα.
Στην περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας και της πρώτης Αγγλοκρατίας ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά, και βαθμιαία σχεδόν διπλασιάστηκε. Παράλληλη είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής και η πολυεπίπεδη πρόοδος. Η Εκκλησία και η Παιδεία γίνονται φορείς του μεγαλοϊδεατισμού που μεταλαμπαδεύεται στην Κύπρο από τους Έλληνες δασκάλους και τους Κυπρίους απόφοιτους των ελληνικών σχολών. Παράλληλα ο βαλκανικός εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός θα εκφρασθούν στην Κύπρο με την ραγδαία ανάπτυξη του εθνικού κινήματος που ζητούσε εθνική αποκατάσταση κι’ ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Το ενωτικό κίνημα θα κυριαρχήσει στο νησί για χρόνια πολλά. Οι Κύπριοι ξεσηκώθηκαν το 1931 και το 1955-59 ζητώντας Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στις τοπικές εφημερίδες της εποχής εκείνης των πόλεων της Θράκης μπορεί να δει κανείς την ζέση και την συγκίνηση με την οποία οι κάτοικοι τους αγκάλιασαν τον κυπριακό αγώνα.
Μεταφέρω ενδεικτικά δύο δημοσιεύματα από τον Ταχυδρόμο της Καβάλλας, της 7ης Ιουνίου 1950, τα οποία αναφέρονται στην συγκίνηση που είχε προκαλέσει το ενωτικό δημοψήφισμα και η άφιξη της κυπριακής πρεσβείας στην Ελλάδα. Το πρώτο έχει τίτλο “Η Ξάνθη δια τον αγώνα των Κυπρίων” και αναφέρει:
“Το εργατοϋπαλληλικό Κέντρον Ξάνθης δια τηλεγραφήματος προς την Εθνικήν Αντιπροσωπείαν Κύπρου χαιρετίζει μετά συγκινήσεως την άφιξιν της εις Θεσσαλονίκην, εύχεται ταχείαν την ένωσιν της νήσου μετά της μητρός Ελλάδος και δηλοί ότι θα αγωνισθή δια την πλήρη επιτυχία του αναληφθέντος έργου.
Επίσης η Ένωσις Μηχανικών – Μηχανοδηγών Βιομηχανίας – Γεωργίας Ξάνθης απέστειλε τηλεγράφημα προς την κυπριακήν αντιπροσωπείαν υπό το ανωτέρω πνεύμα”.
Το δεύτερο δημοσίευμα από την ίδια εφημερίδα του 1950 έχει τίτλο “Οι καπνοπαραγωγοί του Νέστου παρά το πλευρό των Κυπρίων” και μας πληροφορεί ότι:
“Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου Καπνοπαραγωγών και Γεωργων Νέστου διά του ψηφίσματος του εκφράζει την συμπάθειαν προς ους υποδούλους αδελφούς Κυπρίους , εύχεται όπως ευοδωθή ο απελευθερωτικός αγών της ελληνικής μεγαλονήσου και δηλοί αδελφικήν συμπαράστασιν εις τον τίμιον, δίκαιον, ιερόν και εθνικόν αγώνα αυτών”.
Λίγο αργότερα ο ένοπλος αγώνας των Κυπρίων για την ένωση με την Ελλάδα συνεπήρε και τον λαό της Θράκης όπως και όλους τους άλλους Έλληνες. Απόηχος εκείνης της συγκίνησης οι δρόμοι με τα ονόματα Κυπρίων αγωνιστών στις πόλεις της Θράκης. Κυπρίων ηρώων, Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου οι κεντρικοί δρόμοι της Ξάνθης θυμίζουν την απαράμιλλη θυσία των Κυπρίων ηρώων που ανέβαιναν στην αγχόνη ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο και ζητωκραυγάζοντας για την ένωση με την Ελλάδα. Ο Μιχαλάκης Καραολής, είκοσι δύο χρονών, από το Παλαιοχώρι Λευκωσίας και ο εικοσιτριάχρονος Ανδρέας Δημητρίου από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού εκτελέστηκαν στις 10 Μαΐου 1956 με απαγχονισμό στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τις σωρούς των στους γονείς για ταφή. Τους έθαψαν στο περιφραγμένο χώρο των φυλακών που από τότε ονομάστηκε Φυλακισμένα Μνήματα. Ο Καραολής συνελήφθη σε ενέδρα ενώ ανέβαινε στο βουνό να ενωθεί με την αντάρτικη ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου . Από την φυλακή έγραφε στους φίλους του:
Τα ελληνόπουλα δεν ξέρουν
μόνο πως πρέπει να ζουν.
Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν
Kαι πως την πατρίδα να τιμούν.
Ένας σεμνός αγωνιστής εκείνου του μεγάλου αγώνα, ο Ανδρέας Βασιλείου, είναι εγκαταστημένος στον Αίγειρο Κομοτηνής. Την νύκτα της 26ης Νοεμβρίου 1957 είχε πρωτοστατήσει στην πιο θεαματική επιχείρηση της ΕΟΚΑ, στην ανατίναξη των αεροπλάνων μέσα στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Ακρωτηρίου στη Λεμεσό. Ήταν εκείνος που με κίνδυνο της ζωής του τοποθέτησε και πυροδότησε τις εκρηκτικές ύλες. Το κατόρθωμα του Ανδρέα Βασιλείου και των συντρόφων του ανύψωσε το ηθικό τόσο των μαχητών όσο και του λαού, μετά από μια σειρά θυσίες και ολοκαυτώματα, όπως ήταν ο θάνατος του Αυξεντίου και ο απαγχονισμός του Παλληκαρίδη. Τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου τίμησε υπέροχα ο Νομός Ξάνθης, μετονομάζοντας το χωριό Παλαιό Κατράμιο σε Αυξέντιο.
Οι νέες δοκιμασίες των Κυπρίων , η συμφορά της εισβολής και της κατοχής βρήκαν δημόσια συμπαράσταση και αρωγή από τον θρακίωτικο λαό, που γνώρισε όμοιες εθνικές δοκιμασίες και θυσίες. Φωτεινός φάρος σε μελανές ενέργειες Ελλήνων στρατιωτικών το 1974, παραμένει ο ηρωισμός του πλωτάρχη του πολεμικού ναυτικού Ελευθερίου Χανδρινού από την Κομοτηνή. Ήταν κυβερνήτης του αρματαγωγού Λέσβος, που το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974 είχε παραλάβει από το λιμάνι της Αμμοχώστου τους αναχωρούντες οπλίτες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου. Την αυγή πληροφορήθηκε από τον ασύρματο την έναρξη της τουρκικής εισβολής στις ακτές της Κερύνειας. Έπλεε στα νερά της Πάφου. Έστρεψε το καράβι προς τις κυπριακές ακτές, αποβίβασε τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ , ενώ με τα πυροβόλα του πλοίου κτύπησε τη δύναμη των Τουρκοκυπρίων της Πάφου που προσπαθούσε να δημιουργήσει στρατιωτικό θύλακα στη νοτιοδυτική Κύπρο. Στις αρχές του 1998 με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Πάφου, έγιναν τα αποκαλυπτήρια τιμητικής στήλης αφιερωμένης στον κυβερνήτη του «Λέσβος», στο πλήρωμα του και στην δύναμη της ΕΛΔΥΚ που μετέφερε, η οποία στη συνέχεια πολέμησε ηρωικά και είχε μεγάλες απώλειες.
Τη συγκίνηση για την Κύπρο κατέγραψαν στο έργο τους πολλοί λογοτέχνες. Ένας από αυτούς, ένας αυτοδίδακτος ποιητής από τη Θράκη, ο Άγγελος Φουκαράς, σ’ ένα ποίημα με τίτλο «Προορισμός» συγχρονίζει το πλου του καραβιού της Κερύνειας και του αρματαγωγού «Λέσβος».
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Καράβι φορτωμένο με πίστη και καρδιά
ανδρώσαμε να πάμε στου ηλίου τα νησιά
μα μπόρα καταιγίδα φουρτούνα στα μισά
μας σπάζει τα κατάρτια μας σπάζει τα κουπιά.
Αδιάφοροι για τούτο φωνάξαμε σκληρά:
«κι αν σπάσαν τα κατάρτια
κι αν σπάσαν τα κουπιά
μας μείνανε τα χέρια
μας μείνανε τα κορμιά».
Γαλήνεψε λίγο η θάλασσα κι αργά
Κινήσαμε τραβώντας τα χέρια για κουπιά.
Μα μπόρα καταιγίδα φουρτούνα στ’ ανοιχτά
μας βρήκε στο ταξίδι ολόιδια ξανά.
Αδιάφοροι και πάλι φωνάξαμε σκληρά:
«κι αν σπάσουνε τα χέρια
κι αν σπάσουν τα κορμιά
θα φθάση η ψυχή μας
στου ηλίου τα νησιά».
Γιώργος Γεωργής
Ξάνθη 19 Μαρτίου 1999
Σημείωση: Η ομιλία αυτή παρουσιάστηκε και σε ειδικό ένθετο στο περιοδικό ΤΕΛΕΙΑ&ΠΑΥΛΑ (Μάρτιος 1999 – τεύχος 6.)
Πηγή: www.e-istoria.com
___________________________________________
Y.Γ. Ανέρτησα το παρών για να βάλω και τον Κουμπάρο στο θέμα μας Παναγιώτη επειδή μπορεί να θεωρεί εαυτό αδικημένο .