Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΑ 1866
Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Μαρ 2010, 01:03
ΚΡΗΤΗ 1866.
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Ο «Κεντρικός Φιλανθρωπικός Σύλλογος εν Δακία», σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος, συνεγείρει τούς “Έλληνες τής Ρουμανίας για την οικονομική ενίσχυσι τής Κρητικής Επαναστάσεως και την αποστολή πολεμικού υλικού στην Μεγαλόνησο. Το κείμενο εγράφη για την «‘Ιστορία» από τον Έλληνορρουμάνο Διευθυντή των Γεν. Αρχείων τής Ρουμανίας κ Δημ. Λιμόνα.
ΕΝΑ από τα επαναστατικά Κινήματα, πού εξεδηλώθησαν κατά τον 19ον αιώνα, από χριστιανικών υποδούλων λαών, εναντίον τής «ουσίας τής ‘Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήτο και εκείνο τής Κρήτης, κατά το 1866. Ή εξέγεργερσις αύτη, ή οποία είχεν ως αφορμήν την άρνησιν τής Πύλης όπως ικανοποιήση το αίτημα των Κρητών περί μετριάσεως των φόρων και ελαττώσεως τού ποσού εξαγοράς τής στρατιωτικής θητείας και απέβλεπεν εις την αττελευθέρωσιν τής ηρωικής μεγαλονήσου, έλαβεν ταχέως διαστάσεις, χάρις εις την δυναμικήν συμμετοχήν των επαναστατών ηγετών Καλλέργη, Κορωναίου, Ζυμπρακάκη, Κόρακα και άλλων διακεκριμένων αγωνιστών. Ή επαναστατική Έθνοσυνέλευσις, ή οποία συνήλθεν εις τα Σφακιά, ανεκήρυξε, την 2αν Σεπτεμβρίου 1866, την «αδιάρρηκτον και αιωνίαν ένωσιν τής Κρήτης μετά τής ‘Ελλάδος». Διά την καταστολήν τής επαναστάσεως, τα τουρκικά στρατεύματα τής νήσου, ή οποία είχε 150.000 Έλληνας κατοίκους και
50.000 Μωαμεθανούς, ηυξήθησαν από 6.000 εις αριθμόν υπερβαίνοντα τας 40.000 ανδρών. Τα αντίποινα εις τα οποία προέβη ό Ομέρ - Πασάς και ό αποκλεισμός πού διέταξεν ό Άγγλος μισθοφόρος των Τούρκων Χόμτταρτ, συγκινούν όλον τον κόσμον και αφυπνίζουν τα αισθήματα αλληλεγγύης των απανταχού ‘Ελλήνων προς τούς ττάσχοντας συμπατριώτας των. Την συνεισφοράν των Ελλήνων των ρουμανικών ηγεμονιών εις τον απελευθερωτικόν αγώνα των Κρητών, απεικονίζει το Άρχείον ‘Ιωάννου Στάμμου, ενός εκ των επιφανεστέρων εμπόρων τής εποχής, ό οποίος κατήγετο από το Μέτσοβον τής ‘Ηπείρου και είχεν εγκατασταθή εις Βουκουρέστιον προ τού 1820. Η αλληλογραφία τού Ίωάννου Στάμμου μετά μελών τινων τής «Φιλικής ‘Εταιρίας» των ‘Αθηνών, καθώς και ή εσωτερική του αλληλογραφία μεθ’ ωρισμένων ομογενών, οι οποίοι ειργάζοντο εις τας ρουμανικάς ηγεμονίας, ως έμποροι ή ενοικιασταί κτημάτων, αποτελεί πολύτιμον πηγήν ενημερώσεως επί τού θέματος τούτου.
Μία ομάς Ελλήνων πατριωτών, εξ ων οι περισσότεροι είχον καταφύγει εις Ρουμανίαν εκ των εισέτι υποδούλων ελληνικών εδαφών, ‘Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, επιλέγουν μίαν επωνυμίαν με βαθείαν απήχησιν εις την καρδίαν οιουδήποτε Έλληνος — αναγεννώντες κατ’ ουσίαν μίαν ιδέαν ή οποία πηγάζει από το ιδεολογικόν κίνημα τού Ρήγα Φεραίου τού Βελεστινλή και το εθνικόν κίνημα τού ‘Αλεξάνδρου Υψηλάντη, το 1821 — και συγκροτούν εις Αθήνας, το 1866, μίαν νέαν «Φιλικήν Έταιρίαν», με σκοπόν όχι μόνον την υποστήριξιν των Κρητών αγωνιστών, άλλα και την επέκτασιν τής εξεγέρσεως και εις τας υπολοίπους υποδούλους περιοχάς.
Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1866, ή Κεντρική Επιτροπή των Αθηνών απέστειλεν εις Βουκουρέστιον τον Κωνσταντίνον Φωστηρόπουλον, με αποστολήν να ιδρύση επιτροπάς εις τα κυριώτερα κέντρα των ρουμανικών ηγεμονιών, προς διενέργειαν εράνων διά την συγκέντρωσιν χρηματικών και άλλης φύσεως αρωγών προς εττέκτασιν της επαναστάσεως εις ‘Ηπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν και άλλας «περιοχάς τής Τουρκίας». Σχεδόν ταυτοχρόνως, ό μητροπολίτης Κερκύρας Αθανάσιος απευθύνει και
αυτός ανάλογον έκλησιν προς τούς «συμττατριώτας και φιλέλληνας των πόλεων εκείθεν τού Δουνάβεως». Παραλλήλως, ό πρίγκιψ Γρηγόριος ‘Υψηλάντης, απεσταλμένος τού βασιλέως των ‘Ελλήνων Γεωργίου Α’, ανέτττυσσεν εις Βουκουρέστιον διπλωματικήν δραστηριότητα παρά τω ηγεμόνι Καρόλω, προσπαθών να τον επηρεάση εις συμμαχίαν κατά των Τούρκων. ‘Αλλά οι προτάσεις τού Υψηλάντου ήσαν τόσον ανεδαφικαί, όσον και εκείναι περί ρουμανοβουλγαρικής «‘Ιεράς Συμμαχίας», αί οποίαι είχον γίνει ολίγους μήνας ενωρίτερον, δεδομένου ότι ό τουρκικός κίνδυνος είχεν εκλείψει προσωρινώς διά τας ρουμανικάς ηγεμονίας, μετά το ταξίδιον τού πρίγκιπος Καρόλου εις Κωνσταντινούπολιν και την αττόσπασιν τού φιρμανίου τής αναγορεύσεώς του, έφ’ όσον και αι Μεγάλαι Δυνάμεις δεν επέτρεπον καμμίαν χειρονομίαν ανοικτής εχθρότητος εις την Άνατολήν, ούτε ανελάμβανον την ευθύνην ενός νέου πολέμου. Κατά συνέπειαν, ή συνάντησις Καρόλου - Υψηλάντου περιωρίσθη τελικώς εις την απόσττασιν εγκρίσεως διά την σύνταξιν ενός σχεδίου προκηρύξεως διά την διενέργειαν εράνου «πρός βοήθειαν των σκληρός δοκιμαζομένων συμπατριωτών». Η προκήρυξις, ορμωμένη από την πάντα προσφιλή εις την «Εταιρίαν» ιδέαν, ότι ή ‘Ελλάς αποτελεί την αφετηρίαν ενός νέου πολιτισμού τής ‘Ανατολής, κάμνει έκλησιν «εις τον οβολόν τής χήρας και εις το τάλαντον τού πλουσίου», τα οποία έμελλε να κατατεθούν από κοινού εις την Έθνικήν Τράπεζαν τής Ελλάδος. Το αρχικόν σχέδιον προβλέπει, εις τον β’ όρον, ότι τα συγκεντρωθέντα ποσά «θα εξυπηρετήσουν στρατιωτικόν ίδρυμα τής χώρας», αλλά με παρέμβασιν τού πρίγκιπος Καρόλου ή φράσις παίρνει την διατύπωσιν ότι «θα εξυπηρετήσουν εθνικήν τινα ανάγκην». Ή αίτησις τού Ύψηλάντου, όπως τον έρανον εγκαινιάση ό Κάρολος, δεν έγινεν αποδεκτή. ‘Ο Κάρολος, αφού διεβεβαίωσε τον Ύψηλάντην διά την κοινότητα ιδεών και αισθημάτων, ή οποία υφίσταται μεταξύ τού ρουμανικού και τού ελληνικού λαού, ετόνισεν ότι «αι σημεριναί περιστάσεις μας αναγκάζουν να εκφράσωμεν την συμπάθειάν μας μέ την μεγαλυτέραν επιφύλαξιν. Αι εγκάρδιοι σχέσεις, αι οποίαι υπάρχουν μεταξύ τής Υψηλής Πύλης και τής κυβρνήσεώς μου, μέ αναγκάζουν να μη προβώ εις πράξεις αί οποίαι θα ηλλοίωναν ή θα εφαίνετο ότι αλλοιώνουν τας καλάς αυτάς σχέσεις».
Τα διαβήματα τής Κεντρικής Επιτροπής τής «Φιλικής ‘Εταιρίας» των ‘Αθηνών, διά τού απεσταλμένου της Φωστηροπούλου, καθώς και ή παρουσία τού Γρηγορίου Υψηλάντου εις Βουκουρέστιον, συμβάλλουν εις την ίδρυσιν τού Κεντρικού Φιλανθρωπικού Συλλόγου εν Δακία. ‘Ο Σύλλογος, ό οποίος μέ την επωνυμίαν του κολακεύει τούς πόθους των Ρουμάνων δι’ εθνικήν ενότητα, καλύπτει υπό τον όρον «φιλανθρωπικός» τούς παραπλησίους εθνικώς σκοπούς του. Εις τας 19 Δεκεμβρίου 1866, ό Σύλλογος συντάσσει το καταστατικόν του και εκλέγει πρόεδρον τον πρίγκιπα Κωνσταντίνον Γρηγορίου Σούτζον και ταμίαν τον Θ. Σιμωνίδην. Το καταστατικόν του προβλέπει την ίδρυσιν επιτροπών εις διαφόρους πόλεις των ηγεμονιών. Αι εττιτροπαί, καθώς και ό Κεντρικός Σύλλογος του Βουκουρεστίου, λειτουργούν βάσει προκηρύξεως πού υπέγραψεν ό πρίγκιψ Υψηλάντης. Συμφώνως πρός το καταστατικόν, τα χρηματικά ποσά, τα οποία συνεκέντρωναν αί εττιτροπαί, επρόκειτο να κατατεθούν εις το Ταμείου τού Κεντρικού Συλλόγου, άλλα δεν θα εχρησιμοποιούντο, εάν δεν συνεκεντρούτο πρώτα ένα σημαντικόν ποσόν. Μεταξύ των δεκατεσσάρων υπογραψάντων το καταστατικόν, συγκαταλέγεται, μετά τού Κ. Σούτζου και τού Υψηλάντου, και ό έμπορος ‘Ιωάννης Στάμμου, εις το ‘Αρχείον τού οποίου βρέθησαν τα σχετικά έγγραφα.
Ήδη, από του Νοεμβρίου 1866, αμέσως μετά την πρώτην επίσκεψιν τού Φωστηροπούλου εις Βουκουρέστιον, αρχίζουν να κυκλοφορούν εις την Ρουμανίαν εγκύκλιοι τής Κεντρικής ‘Επιτροπής των Αθηνών και εν συνεχεία, καθ’ όλον το έτος 1867, προκηρύξεις και επιστολαί τού Συλλόγου τού Βουκουρεστίου, εις τας οποίας, αφού αναφέρεται το «Ιερόν κάλεσμα τής πατρίδος» και «ή τέφρα των προγόνων, ή οποία στενάζει υπό τον ξενικόν ζυγόν», γίνεται επίκλησις εις τα «ευγενή αισθήματα και τον έρωτα τής ελευθερίας πού πάντοτε εχαρακτήριζον τούς Έλληνας, και απευθύνονται εκκλήσεις πρός ίδρυσιν επιτροπών και διενέργειαν εράνων. Έπιστολαί απευθύνονται και πρός τούς Τ. Νεγρεπόντην εκ Γιούργεβου, Νικόλαον Μιχαήλ και Ι. Χατζιάδην εκ Κραγιόβας (οι δύο τελευταίοι ήσαν, εξ άλλου, μέλη τού Συλλόγου, υπογράψαντες το καταστατικόν). Ομοίως πρός Ιωάννην Τσιολάκην εκ Ρίμνικου Βίλτσεα και πολλούς Ήπειρώτας διασκορπισμένους ανά την Ρουμανίαν. Όλοι παροτρύνονται διά τής υποδείξεως τού ποσού το οποίον κατέβαλον οι Ήπειρώται Μ. Ξάνθος, Δ. Πολυμερίδης και Ιωάννης Στεργίου. ‘Επίσης, διατηρείται αλληλογραφία μετά τού Κωνσταντίνου Δάλλα εκ Κισινέφ, ‘Ιωάννου Τσιολάκη και Στεφάνου Κασσέ εκ Μπαλτένι. ‘Εν συνεχεία, ιδρύονται επιτροπαί εις Πλοέστιον, Βραίλαν, Γιούργεβον και Σορόκαν και συγκεντρούνται σημαντικά ποσά. Μόνον αί καταθέσεις του εράνου εις Βουκουρέστιον ανέρχονται, ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου 1867, εις το ποσόν των 8.180 φλωρίων και 20 γροσίων, δηλαδή 261.780 γροσίων. ‘Εκ των δωρητών, τα μεγαλύτερα ποσά κατέθεσαν οι ‘Υψηλάντης 2.000 φλωρία, Κ. Γ. Σούτζος 1.000 φλωρία, μερικοί ανώνυμοι, διάφορα άλλα πρόσωπα ελληνικής εθνικότητος, αλλά και Ρουμάνοι φιλέλληνες, ώς οι Σ. Κρετσουλέσκου, Ντ. Πορφυρέσκου, Γκ. Τζιουβάρα κ.ά. Τα ποσά τα οποία συνέλεξαν αι επαρχιακαί επιτροπαί δεν αναγράφονται, διότι, λόγω υπερβολικού ζήλου, αι εν λόγω επιτροπαί ήλθον εις απ’ ευθείας επαφήν μέ την Κεντρικήν Έπιτροπήν των ‘Αθηνών και απέστειλαν εκεί τα ποσά, ή εις την διεύθυνσιν τού μητροπολίτου Κερκύρας. Εις τας 24 Φεβρουαρίου 1867, ό Κεντρικός Σύλλογος τού Βουκουρεστίου ενημέρωσε τον Γρηγόριον Υψηλάντην, όστις είχεν αναδειχθή εν τω μεταξύ πρεσβευτής τού Βασιλέως Γεωργίου εις τας Αυλάς της Βιέννης και τού Βερολίνου, αλλά παρέμενεν ό ρυθμιστής τού Συλλόγου, ιδία επί τής διαθέσεως των συγκεντρωθέντων ποσών, εκφράζων την επιθυμίαν όπως τα συγκεντρωθέντα εις Βουκουρέστιον χρήματα, περί τας 10.000 φλωρία, αποσταλούν εις αυτόν διά την αγοράν όπλων. ‘Ο έν Δακία Σύλλογος εφρόνει ότι ή πρότασίς του συμβιβάζεται πρός την σύστασιν τής Κεντρικής Επιτροπής των ‘Αθηνών, όπως τα 2]3 των εισφορών διατεθούν διά την αγοράν όπλων και το 1/3 τεθή εις την διάθεσιν τής Επιτροπής ‘Αθηνών, μέσω ‘Εθνικής Τραπέζης ‘Ελλάδος, δεδομένου ότι αί επαρχιακαί επιτροπαί απέστειλλαν τα χρήματά των κατ’ ευθείαν εις ‘Αθήνας.
Πρέπει να σημειωθή ότι οι Έλληνες και φιλέλληνες των ρουμανικών ηγεμονιών εδέχοντο ταυτοχρόνως εκκλήσεις βοηθείας διά τας πολλαπλάς ανάγκας τής πατρίδος, όχι μόνον από την «Φιλικήν ‘Εταιρίαν» των Αθηνών, αλλά και από διάφορα άλλα ελληνικά ιδρύματα, όπως ή Κεντρική ‘Επιτροπή διά την σύστασιν εθνικού στόλου. Αύτη επληροφόρει, διά των Κολοκοτρώνη, Τρικούπη κ.ά., τούς Μύρωνα Βλαστόν, Μ. Ξάνθον, Σ. Φιλίττην, Σ. Καλεντέρην, Ίωάννην Στάμμου κ.ά. εις Βουκουρέστιον, ότι εξελέγησαν μέλη τής έν λόγω Επιτροπής, μέ την παρότρυνσιν όπως ιδρύσουν Συλλόγους και Επιτροπάς διά την συγκέντρωσιν χρημάτων πρός δημιουργίαν ελληνικού στόλου.
Πρέπει να τονισθή, επίσης, ότι ή οικονομική κατάστασις των ‘Ελλήνων τής Ρουμανίας, οι οποίοι κατά το πλείστον ησχολούντο μέ την ενοικίασιν κτημάτων, δεν ήτο ανθηρά την εποχήν εκείνην, εξ αιτίας τής ξηρασίας των τελευταίων τεσσάρων ετών. ‘Εν τούτοις, ούτοι, καταφεύγοντες ενίοτε εις δάνεια, ανταπεκρίθησαν γενναιοδώρως εις το κάλεσμα τής πατρίδος. Μεταξύ ‘Ιουλίου - ‘Οκτωβρίου, ούτοι συνεκέντρωσαν, δι’ εράνου, σίτον, και τον Νοέμβριον τού 1867 εφόρτωσαν εις Βραϊλαν πλοίον μέ 200 χιλιάδας περίπου οκάδας σίτου, πρός βοήθειαν των οικογενειών αι οποίαι είχον καταφύγει εις την ελευθέραν πατρίδα από την Κρήτην, Θεσσαλίαν και ‘Ηπειρον.
Τον Φευρουάριον τού 1867, ο Σύλλογος τού Βουκουρεστίου ασκούσε πιέσεις επί τού ευρισκομένου εις Βιέννην Υψηλάντου, όπως ούτος αγοράση όπλα και αποστείλη αυτά εις Πρίντεζι και από εκεί διά θαλάσσης εις Κέρκυραν και Λευκάδα, πρός εξοπλισμόν των Ηπειρωτών. ‘Ως επιχείρημα αναφέρεται ότι ό ελληνικός πληθυσμός δεν ήτο δυνατόν να μείνη άοπλος έν μέσω τού φανατισμένου τουρκικού, τον οποίον εξώπλισεν ή οθωμανική κυβέρνησις. Ότι οι εξεγερθέντες εις Ήπειρον και Θεσσαλίαν πρέπει να βοηθηθούν, ώστε να διατηρήσουν και διαδώσουν την φλόγα τής επαναστάσεως. Ότι ή ευρωπαϊκή διπλωματία θα περιορισθή εις την επιβολήν νέων «χάττι - χουμαγιούμ», ενώ οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν να πείσουν την Ευρώπην ότι οι Έλληνες διαβιούν ευτυχείς υπό την πατρικήν των εξουσίαν, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ή Ήπειρος ή Θεσσαλία και ή Μακεδονία θα έμεναν ήρεμοι. Τον Μάρτιον, ό Σύλλογος τού Βουκουρεστίου αγγέλλει εις τας ‘Αθήνας ότι ό πρόεδρός του Κ. Σούτζος παρήγγειλεν εις Παρισίους, διά των χρημάτων πού συνεκέντρωσεν, έν χαλύβδινον πυροβόλον νέας εφευρέσεως, πράγμα το οποίον δεν εσήμαινεν απλήν συμβολικήν χειρονομίαν, δεδομένου ότι ή ‘Ελλάς δεν διέθετε τότε περισσότερα από τριάντα πυροβόλα. Τον Οκτώβριον, ή ελληνική κυβέρνησις διαβιβάζει τας ευχαριστίας της πρός τον Σύλλογον, διά το δωρηθέν πυροβόλον. ‘Εκ τής αλληλογραφίας των Κ. Σούτζον και Ιωάννου Στάμμου πρός τούς Β. Νικολαϊδην και Στέφανον Ξένον, αττεσταλμένων τής ελληνικής κυβερνήσεως εις Παρισίους και Λονδίνον διά την αγοράν όπλων και ττολεμικών σκαφών, ττροκύπτει ότι ό Σύλλογος τού Βουκουρεστίου απέστειλε, μέ έγκρισιν των Σούτζον και Υψηλάντου, το ποσόν των 10.500 φράγκων εις τον Νικολαϊδην διά την αγοράν 600 βαρελίων πιρίτιδος, τα οποία και απεστάλησαν εις Σύρον. Εις τας επιστολάς του ό Νικολαϊδης παραθέτει λεπτομερείας αναφορικώς μέ την προμήθειαν εξοπλισμού εξ ‘Αγγλίας και Γαλλίας, την προσφοράν τού ‘Αμερικανού μηχανικού ‘Ατζερ, όπως πωλήση εις την Ελλάδα το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τελειοποιημένου τινός όπλου, «το οποίον βάλλει εις απόστασιν 1. 800 ποδών και εκτοξεύει 40.000 - 50.000 βλήματα ανά ημίσειαν ώραν, την ποιότητα και το κόστος τής πυρίτιδος αγγλικής κατασκευής, το συμβόλαιον διά 1.500 βαρέλια πυρίτιδος, ποσόν αρκετόν πρός ετοιμασίαν 2 εκατομμυρίων φυσιγγίων κλπ. ‘Ο Σύλλογος Βουκουρεστίου αποστέλλει, επίσης, εις τον Υψηλάντην 29.000 φράγκα διά την αγοράν όπλων, μέ την υπόσχεσιν ότι θα τού στείλη και άλλα.
‘Η συνέχισις όμως τής εξεγέρσεως εις Κρήτην απαιτεί τεραστίας θυσίας εκ μέρους τού ελληνικού κράτους. Ανταποκριτής εις τας ‘Αθήνας πληροφορεί τον Ιωάννην Στάμμου, ότι τα έξοδα διά την Κρήτην ανέρχονται εις το ποσόν τού 1.500.000 δραχμών μηνιαίως και διερωτάται εάν υπό παρομοίας συνθήκας είναι δυνατή ή οργάνωσις εξεγέρσεων και εις άλλας περιοχάς. Μικραί απόπειραι μιμήσεως τού παραδείγματος τής Κρήτης έγιναν εις Άγραφα, Συκά και Λίσχραν, αλλά αύται απετέλουν, κατά τον χρακτηρισμόν ενός ανταποκριτού, μάλλον επεισόδια μεμονωμένων τμημάτων κλεφτών, επειδή ό πληθυσμός τής ‘Ηπείρου, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας ήτο τελείως ήδη άοπλος, από τας εξεγέρσεις τού 1854, ενώ οι Τούρκοι διετήρουν συγκεντρωμένα εις τας περιοχάς αυτάς πολυάριθμα στρατιωτικά τμήματα. Η εκπαίδευσις εις Αθήνας ενίων οπλαρχηγών εκ των περιοχών αιτών, καθώς και ή υποστήριξις των εκεί μικρών κινημάτων αποσκοπούσε κυρίως εις την συντήρησιν, ώς «αναμμένον δαυλόν», των αντιοθωμανικών αισθημάτων, τα οποία επρομήνυον την επανάστασιν. ‘Η αναβολή τής εξεγέρσεως εις τας έν λόγω περιοχάς — γράφει ό Φωστηρόπουλος εις τον Ίωάννην Στάμμον — οφείλεται εις την ανάγκην όπως συγκεντρωθούν όλα τα μέσα εις Κρήτην, καθώς και το γεγονός ότι οι Άγγλοι προμηθευταί οπλισμού, υπό την πίεσιν τής αγγλικής κυβερνήσεως, ή οποία υποστηρίζει τα οθωμανικά συμφέροντα, δέν εδέχθησαν ώς πληρωμήν διά τα προμηθευόμενα όπλα τας μετοχάς δανείου πού εξέδωκε το ελληνικόν κράτος. ‘Υπό αυτάς τας συνθήκας, τα χρηματικά ποσά πού συνεκέντρωσεν ό Σύλλογος Βουκουρεστίου, καθώς και τα όπλα και πολεμεφόδια, τα οποία ηγοράσθησαν διά την προετοιμασίαν τής επαναστάσεως εις ‘Ηπειρον, Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν, παρεχωρήθησαν εις τούς αγωνιστάς τής Κρήτης, κατόπιν αιτήσεως Ελλήνων τινών βουλευτών και ενός κρητικού συνδέσμου.
Παρά τας θυσίας τας οποίας υπέστησαν οι απανταχού Έλληνες κατά την περίοδον 1866 - 1868, ή Κρήτη παρέμεινεν ακόμη ολίγας δεκαετίας υπό τον οθωμανικόν ζυγόν. Κινήματα μεταξύ των βαλκανικών χωρών, εις τα οποία εστήριζον οι Έλληνες τόσας ελπίδας, ότι θα ηκολούθουν την επανάστασιν τής Κρήτης, δέν εσημειώθησαν, εκτός μιάς ασημάντου αποπείρας των Βουλγάρων, και ό αγών των Κρητών έμεινεν ό μόνος. Τα οικονομικά συμφέροντα τής Αγγλίας εις την Όθωμανικήν Αυτοκραταρίαν και οι ανταγωνισμοί των άλλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων διά την κυριαρχίαν εις τα Βαλκάνια, έκαμον ώστε ή αρχή των εθνοτήτων, ή οποία έτεινε να εφαρμοσθή εις Κρήτην, να παραγνωρισθή. Άπειλουμένη μέ πόλεμοι εντός τής επικρατείας της, ή Ελλάς ηναγκάσθη το δεχθή την απόφασιν τής Συνδιασκέψεως των Παρισίων, τον Ιανουαρίου τού 1869. Εις επιστολήν του τής 27ης Μαρτίου 1869, ό Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ αναφέρει τα εξής πρός τον ηγεμόνα τής Ρουμανίας Κάρολον:
«Ευρισκόμενος προ τής κακής θελήσεως τής Ευρώπης έναντι τού ηρωικού αγώνος τής Κρήτης και προ τού ενδεχομένου να αφήσω την επανάστασιν να σβήση εις την νήσον άνευ πρακτικού δι’ αυτήν αποτελέσματος, ή να ενεργήσω κατά τής Τουρκίας πόλεμον, ό οποίος εμφανίζεται ώς άκρως μειονεκτικός διά την ‘Ελλάδα, δέν εδίστασα να δεχθώ την απόφασιν τής Συνδιασκέψεως των Παρισίων. Ή απόφασις αύτη υπήρξε βαρεία, άλλά δέν θα είναι στείρα, διότι θα αποδείξη εις τα χριστιανικά έθνη τής Ανατολής ότι το Ευρωπαϊκόν Συμβούλιον θέλει να καταπνίξη πάσαν τοπικήν εξέγερσιν, ή οποία θα ηδύνατο να διαταράξη το τουρκικόν κράτος, και ότι, κατά συνέπειαν, τα έν λόγω έθνη δέν δύνανται να πραγματοποιήσουν τούς πόθους των, εάν δέν αποκτήσουν πρώτα την δύναμιν, ή οποία θα τα βοηθήση να θριαμβεύσουν διά των όπλων».
Μέ το μήνυμα τούτο έρχεται εις Βουκουρέστιον ό ‘Υψηλάντης, όπου διεξάγει διαπραγματεύσεις μετά τού πρίγκιπος Καρόλου, διά την σύναψιν συμμαχίας, έν όψει μελλοντικής κοινής ενεργείας διά την ανεξαρτησίαν τής Ρουμανίας και την απελευθέρωσιν των ελληνικών ετταρχιών από την τουρκικήν κυριαρχίαν. Από τας διαπραγματεύσεις αυτάς έμεινεν εις τα ρουμανικά βασιλικά αρχεία το προσχέδιον ελληνορρουμανικής συμμαχίας.
Όσον αφορά εις τον αγώνα των Κρητών κατά την περίοδον 1866 - 1868, το μοναδικόν θετικόν αποτέλεσμα υπήρξεν ή απόκτησις νέου Συντάγματος, το οποίον, εκτός από την μείωσιν των φόρων και την απαλλαγήν από την στρατιωτικήν θητείαν, εθέσπιζεν εθνικόν και θρησκευτικόν δυαδισμόν, μέ αντιπροσώπευσιν τόσον εις το ανώτατον Συμβούλιον, όσον και εις το διοικητικόν, την αναγνώρισιν τής ελληνικής ώς επισήμου γλώσσης παραλλήλως πρός την τουρκικήν, τον διορισμόν Χριστιανών δικαστών παραλλήλως πρός τούς κατήδες, Χριστιανών συμβούλων παραλλήλως πρός τούς Μουσουλμάνους κ.α.
Κατόπιν νέων αγώνων, κατά το 1888 και 1897, ή Κρήτη θα κατακτήση την αυτονομίαν της και, τέλος, το 1908, θα αποβή αναπόσπαστον μέρος τής ‘Ελλάδος, αλλά νομικώς τούτο θα αναγνωρισθή μόνον το 1913, μετά την Συνθήκην τού Λονδίνου.
DUMITRU LIMONA
Διευθυντής των Γενικών Αρχείων τής Ρουμανίας
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ιστορία, τευχ. 73, Ιούλιος 1974.
Πηγή: www.e-istoria.com
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Ο «Κεντρικός Φιλανθρωπικός Σύλλογος εν Δακία», σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος, συνεγείρει τούς “Έλληνες τής Ρουμανίας για την οικονομική ενίσχυσι τής Κρητικής Επαναστάσεως και την αποστολή πολεμικού υλικού στην Μεγαλόνησο. Το κείμενο εγράφη για την «‘Ιστορία» από τον Έλληνορρουμάνο Διευθυντή των Γεν. Αρχείων τής Ρουμανίας κ Δημ. Λιμόνα.
ΕΝΑ από τα επαναστατικά Κινήματα, πού εξεδηλώθησαν κατά τον 19ον αιώνα, από χριστιανικών υποδούλων λαών, εναντίον τής «ουσίας τής ‘Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήτο και εκείνο τής Κρήτης, κατά το 1866. Ή εξέγεργερσις αύτη, ή οποία είχεν ως αφορμήν την άρνησιν τής Πύλης όπως ικανοποιήση το αίτημα των Κρητών περί μετριάσεως των φόρων και ελαττώσεως τού ποσού εξαγοράς τής στρατιωτικής θητείας και απέβλεπεν εις την αττελευθέρωσιν τής ηρωικής μεγαλονήσου, έλαβεν ταχέως διαστάσεις, χάρις εις την δυναμικήν συμμετοχήν των επαναστατών ηγετών Καλλέργη, Κορωναίου, Ζυμπρακάκη, Κόρακα και άλλων διακεκριμένων αγωνιστών. Ή επαναστατική Έθνοσυνέλευσις, ή οποία συνήλθεν εις τα Σφακιά, ανεκήρυξε, την 2αν Σεπτεμβρίου 1866, την «αδιάρρηκτον και αιωνίαν ένωσιν τής Κρήτης μετά τής ‘Ελλάδος». Διά την καταστολήν τής επαναστάσεως, τα τουρκικά στρατεύματα τής νήσου, ή οποία είχε 150.000 Έλληνας κατοίκους και
50.000 Μωαμεθανούς, ηυξήθησαν από 6.000 εις αριθμόν υπερβαίνοντα τας 40.000 ανδρών. Τα αντίποινα εις τα οποία προέβη ό Ομέρ - Πασάς και ό αποκλεισμός πού διέταξεν ό Άγγλος μισθοφόρος των Τούρκων Χόμτταρτ, συγκινούν όλον τον κόσμον και αφυπνίζουν τα αισθήματα αλληλεγγύης των απανταχού ‘Ελλήνων προς τούς ττάσχοντας συμπατριώτας των. Την συνεισφοράν των Ελλήνων των ρουμανικών ηγεμονιών εις τον απελευθερωτικόν αγώνα των Κρητών, απεικονίζει το Άρχείον ‘Ιωάννου Στάμμου, ενός εκ των επιφανεστέρων εμπόρων τής εποχής, ό οποίος κατήγετο από το Μέτσοβον τής ‘Ηπείρου και είχεν εγκατασταθή εις Βουκουρέστιον προ τού 1820. Η αλληλογραφία τού Ίωάννου Στάμμου μετά μελών τινων τής «Φιλικής ‘Εταιρίας» των ‘Αθηνών, καθώς και ή εσωτερική του αλληλογραφία μεθ’ ωρισμένων ομογενών, οι οποίοι ειργάζοντο εις τας ρουμανικάς ηγεμονίας, ως έμποροι ή ενοικιασταί κτημάτων, αποτελεί πολύτιμον πηγήν ενημερώσεως επί τού θέματος τούτου.
Μία ομάς Ελλήνων πατριωτών, εξ ων οι περισσότεροι είχον καταφύγει εις Ρουμανίαν εκ των εισέτι υποδούλων ελληνικών εδαφών, ‘Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, επιλέγουν μίαν επωνυμίαν με βαθείαν απήχησιν εις την καρδίαν οιουδήποτε Έλληνος — αναγεννώντες κατ’ ουσίαν μίαν ιδέαν ή οποία πηγάζει από το ιδεολογικόν κίνημα τού Ρήγα Φεραίου τού Βελεστινλή και το εθνικόν κίνημα τού ‘Αλεξάνδρου Υψηλάντη, το 1821 — και συγκροτούν εις Αθήνας, το 1866, μίαν νέαν «Φιλικήν Έταιρίαν», με σκοπόν όχι μόνον την υποστήριξιν των Κρητών αγωνιστών, άλλα και την επέκτασιν τής εξεγέρσεως και εις τας υπολοίπους υποδούλους περιοχάς.
Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1866, ή Κεντρική Επιτροπή των Αθηνών απέστειλεν εις Βουκουρέστιον τον Κωνσταντίνον Φωστηρόπουλον, με αποστολήν να ιδρύση επιτροπάς εις τα κυριώτερα κέντρα των ρουμανικών ηγεμονιών, προς διενέργειαν εράνων διά την συγκέντρωσιν χρηματικών και άλλης φύσεως αρωγών προς εττέκτασιν της επαναστάσεως εις ‘Ηπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν και άλλας «περιοχάς τής Τουρκίας». Σχεδόν ταυτοχρόνως, ό μητροπολίτης Κερκύρας Αθανάσιος απευθύνει και
αυτός ανάλογον έκλησιν προς τούς «συμττατριώτας και φιλέλληνας των πόλεων εκείθεν τού Δουνάβεως». Παραλλήλως, ό πρίγκιψ Γρηγόριος ‘Υψηλάντης, απεσταλμένος τού βασιλέως των ‘Ελλήνων Γεωργίου Α’, ανέτττυσσεν εις Βουκουρέστιον διπλωματικήν δραστηριότητα παρά τω ηγεμόνι Καρόλω, προσπαθών να τον επηρεάση εις συμμαχίαν κατά των Τούρκων. ‘Αλλά οι προτάσεις τού Υψηλάντου ήσαν τόσον ανεδαφικαί, όσον και εκείναι περί ρουμανοβουλγαρικής «‘Ιεράς Συμμαχίας», αί οποίαι είχον γίνει ολίγους μήνας ενωρίτερον, δεδομένου ότι ό τουρκικός κίνδυνος είχεν εκλείψει προσωρινώς διά τας ρουμανικάς ηγεμονίας, μετά το ταξίδιον τού πρίγκιπος Καρόλου εις Κωνσταντινούπολιν και την αττόσπασιν τού φιρμανίου τής αναγορεύσεώς του, έφ’ όσον και αι Μεγάλαι Δυνάμεις δεν επέτρεπον καμμίαν χειρονομίαν ανοικτής εχθρότητος εις την Άνατολήν, ούτε ανελάμβανον την ευθύνην ενός νέου πολέμου. Κατά συνέπειαν, ή συνάντησις Καρόλου - Υψηλάντου περιωρίσθη τελικώς εις την απόσττασιν εγκρίσεως διά την σύνταξιν ενός σχεδίου προκηρύξεως διά την διενέργειαν εράνου «πρός βοήθειαν των σκληρός δοκιμαζομένων συμπατριωτών». Η προκήρυξις, ορμωμένη από την πάντα προσφιλή εις την «Εταιρίαν» ιδέαν, ότι ή ‘Ελλάς αποτελεί την αφετηρίαν ενός νέου πολιτισμού τής ‘Ανατολής, κάμνει έκλησιν «εις τον οβολόν τής χήρας και εις το τάλαντον τού πλουσίου», τα οποία έμελλε να κατατεθούν από κοινού εις την Έθνικήν Τράπεζαν τής Ελλάδος. Το αρχικόν σχέδιον προβλέπει, εις τον β’ όρον, ότι τα συγκεντρωθέντα ποσά «θα εξυπηρετήσουν στρατιωτικόν ίδρυμα τής χώρας», αλλά με παρέμβασιν τού πρίγκιπος Καρόλου ή φράσις παίρνει την διατύπωσιν ότι «θα εξυπηρετήσουν εθνικήν τινα ανάγκην». Ή αίτησις τού Ύψηλάντου, όπως τον έρανον εγκαινιάση ό Κάρολος, δεν έγινεν αποδεκτή. ‘Ο Κάρολος, αφού διεβεβαίωσε τον Ύψηλάντην διά την κοινότητα ιδεών και αισθημάτων, ή οποία υφίσταται μεταξύ τού ρουμανικού και τού ελληνικού λαού, ετόνισεν ότι «αι σημεριναί περιστάσεις μας αναγκάζουν να εκφράσωμεν την συμπάθειάν μας μέ την μεγαλυτέραν επιφύλαξιν. Αι εγκάρδιοι σχέσεις, αι οποίαι υπάρχουν μεταξύ τής Υψηλής Πύλης και τής κυβρνήσεώς μου, μέ αναγκάζουν να μη προβώ εις πράξεις αί οποίαι θα ηλλοίωναν ή θα εφαίνετο ότι αλλοιώνουν τας καλάς αυτάς σχέσεις».
Τα διαβήματα τής Κεντρικής Επιτροπής τής «Φιλικής ‘Εταιρίας» των ‘Αθηνών, διά τού απεσταλμένου της Φωστηροπούλου, καθώς και ή παρουσία τού Γρηγορίου Υψηλάντου εις Βουκουρέστιον, συμβάλλουν εις την ίδρυσιν τού Κεντρικού Φιλανθρωπικού Συλλόγου εν Δακία. ‘Ο Σύλλογος, ό οποίος μέ την επωνυμίαν του κολακεύει τούς πόθους των Ρουμάνων δι’ εθνικήν ενότητα, καλύπτει υπό τον όρον «φιλανθρωπικός» τούς παραπλησίους εθνικώς σκοπούς του. Εις τας 19 Δεκεμβρίου 1866, ό Σύλλογος συντάσσει το καταστατικόν του και εκλέγει πρόεδρον τον πρίγκιπα Κωνσταντίνον Γρηγορίου Σούτζον και ταμίαν τον Θ. Σιμωνίδην. Το καταστατικόν του προβλέπει την ίδρυσιν επιτροπών εις διαφόρους πόλεις των ηγεμονιών. Αι εττιτροπαί, καθώς και ό Κεντρικός Σύλλογος του Βουκουρεστίου, λειτουργούν βάσει προκηρύξεως πού υπέγραψεν ό πρίγκιψ Υψηλάντης. Συμφώνως πρός το καταστατικόν, τα χρηματικά ποσά, τα οποία συνεκέντρωναν αί εττιτροπαί, επρόκειτο να κατατεθούν εις το Ταμείου τού Κεντρικού Συλλόγου, άλλα δεν θα εχρησιμοποιούντο, εάν δεν συνεκεντρούτο πρώτα ένα σημαντικόν ποσόν. Μεταξύ των δεκατεσσάρων υπογραψάντων το καταστατικόν, συγκαταλέγεται, μετά τού Κ. Σούτζου και τού Υψηλάντου, και ό έμπορος ‘Ιωάννης Στάμμου, εις το ‘Αρχείον τού οποίου βρέθησαν τα σχετικά έγγραφα.
Ήδη, από του Νοεμβρίου 1866, αμέσως μετά την πρώτην επίσκεψιν τού Φωστηροπούλου εις Βουκουρέστιον, αρχίζουν να κυκλοφορούν εις την Ρουμανίαν εγκύκλιοι τής Κεντρικής ‘Επιτροπής των Αθηνών και εν συνεχεία, καθ’ όλον το έτος 1867, προκηρύξεις και επιστολαί τού Συλλόγου τού Βουκουρεστίου, εις τας οποίας, αφού αναφέρεται το «Ιερόν κάλεσμα τής πατρίδος» και «ή τέφρα των προγόνων, ή οποία στενάζει υπό τον ξενικόν ζυγόν», γίνεται επίκλησις εις τα «ευγενή αισθήματα και τον έρωτα τής ελευθερίας πού πάντοτε εχαρακτήριζον τούς Έλληνας, και απευθύνονται εκκλήσεις πρός ίδρυσιν επιτροπών και διενέργειαν εράνων. Έπιστολαί απευθύνονται και πρός τούς Τ. Νεγρεπόντην εκ Γιούργεβου, Νικόλαον Μιχαήλ και Ι. Χατζιάδην εκ Κραγιόβας (οι δύο τελευταίοι ήσαν, εξ άλλου, μέλη τού Συλλόγου, υπογράψαντες το καταστατικόν). Ομοίως πρός Ιωάννην Τσιολάκην εκ Ρίμνικου Βίλτσεα και πολλούς Ήπειρώτας διασκορπισμένους ανά την Ρουμανίαν. Όλοι παροτρύνονται διά τής υποδείξεως τού ποσού το οποίον κατέβαλον οι Ήπειρώται Μ. Ξάνθος, Δ. Πολυμερίδης και Ιωάννης Στεργίου. ‘Επίσης, διατηρείται αλληλογραφία μετά τού Κωνσταντίνου Δάλλα εκ Κισινέφ, ‘Ιωάννου Τσιολάκη και Στεφάνου Κασσέ εκ Μπαλτένι. ‘Εν συνεχεία, ιδρύονται επιτροπαί εις Πλοέστιον, Βραίλαν, Γιούργεβον και Σορόκαν και συγκεντρούνται σημαντικά ποσά. Μόνον αί καταθέσεις του εράνου εις Βουκουρέστιον ανέρχονται, ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου 1867, εις το ποσόν των 8.180 φλωρίων και 20 γροσίων, δηλαδή 261.780 γροσίων. ‘Εκ των δωρητών, τα μεγαλύτερα ποσά κατέθεσαν οι ‘Υψηλάντης 2.000 φλωρία, Κ. Γ. Σούτζος 1.000 φλωρία, μερικοί ανώνυμοι, διάφορα άλλα πρόσωπα ελληνικής εθνικότητος, αλλά και Ρουμάνοι φιλέλληνες, ώς οι Σ. Κρετσουλέσκου, Ντ. Πορφυρέσκου, Γκ. Τζιουβάρα κ.ά. Τα ποσά τα οποία συνέλεξαν αι επαρχιακαί επιτροπαί δεν αναγράφονται, διότι, λόγω υπερβολικού ζήλου, αι εν λόγω επιτροπαί ήλθον εις απ’ ευθείας επαφήν μέ την Κεντρικήν Έπιτροπήν των ‘Αθηνών και απέστειλαν εκεί τα ποσά, ή εις την διεύθυνσιν τού μητροπολίτου Κερκύρας. Εις τας 24 Φεβρουαρίου 1867, ό Κεντρικός Σύλλογος τού Βουκουρεστίου ενημέρωσε τον Γρηγόριον Υψηλάντην, όστις είχεν αναδειχθή εν τω μεταξύ πρεσβευτής τού Βασιλέως Γεωργίου εις τας Αυλάς της Βιέννης και τού Βερολίνου, αλλά παρέμενεν ό ρυθμιστής τού Συλλόγου, ιδία επί τής διαθέσεως των συγκεντρωθέντων ποσών, εκφράζων την επιθυμίαν όπως τα συγκεντρωθέντα εις Βουκουρέστιον χρήματα, περί τας 10.000 φλωρία, αποσταλούν εις αυτόν διά την αγοράν όπλων. ‘Ο έν Δακία Σύλλογος εφρόνει ότι ή πρότασίς του συμβιβάζεται πρός την σύστασιν τής Κεντρικής Επιτροπής των ‘Αθηνών, όπως τα 2]3 των εισφορών διατεθούν διά την αγοράν όπλων και το 1/3 τεθή εις την διάθεσιν τής Επιτροπής ‘Αθηνών, μέσω ‘Εθνικής Τραπέζης ‘Ελλάδος, δεδομένου ότι αί επαρχιακαί επιτροπαί απέστειλλαν τα χρήματά των κατ’ ευθείαν εις ‘Αθήνας.
Πρέπει να σημειωθή ότι οι Έλληνες και φιλέλληνες των ρουμανικών ηγεμονιών εδέχοντο ταυτοχρόνως εκκλήσεις βοηθείας διά τας πολλαπλάς ανάγκας τής πατρίδος, όχι μόνον από την «Φιλικήν ‘Εταιρίαν» των Αθηνών, αλλά και από διάφορα άλλα ελληνικά ιδρύματα, όπως ή Κεντρική ‘Επιτροπή διά την σύστασιν εθνικού στόλου. Αύτη επληροφόρει, διά των Κολοκοτρώνη, Τρικούπη κ.ά., τούς Μύρωνα Βλαστόν, Μ. Ξάνθον, Σ. Φιλίττην, Σ. Καλεντέρην, Ίωάννην Στάμμου κ.ά. εις Βουκουρέστιον, ότι εξελέγησαν μέλη τής έν λόγω Επιτροπής, μέ την παρότρυνσιν όπως ιδρύσουν Συλλόγους και Επιτροπάς διά την συγκέντρωσιν χρημάτων πρός δημιουργίαν ελληνικού στόλου.
Πρέπει να τονισθή, επίσης, ότι ή οικονομική κατάστασις των ‘Ελλήνων τής Ρουμανίας, οι οποίοι κατά το πλείστον ησχολούντο μέ την ενοικίασιν κτημάτων, δεν ήτο ανθηρά την εποχήν εκείνην, εξ αιτίας τής ξηρασίας των τελευταίων τεσσάρων ετών. ‘Εν τούτοις, ούτοι, καταφεύγοντες ενίοτε εις δάνεια, ανταπεκρίθησαν γενναιοδώρως εις το κάλεσμα τής πατρίδος. Μεταξύ ‘Ιουλίου - ‘Οκτωβρίου, ούτοι συνεκέντρωσαν, δι’ εράνου, σίτον, και τον Νοέμβριον τού 1867 εφόρτωσαν εις Βραϊλαν πλοίον μέ 200 χιλιάδας περίπου οκάδας σίτου, πρός βοήθειαν των οικογενειών αι οποίαι είχον καταφύγει εις την ελευθέραν πατρίδα από την Κρήτην, Θεσσαλίαν και ‘Ηπειρον.
Τον Φευρουάριον τού 1867, ο Σύλλογος τού Βουκουρεστίου ασκούσε πιέσεις επί τού ευρισκομένου εις Βιέννην Υψηλάντου, όπως ούτος αγοράση όπλα και αποστείλη αυτά εις Πρίντεζι και από εκεί διά θαλάσσης εις Κέρκυραν και Λευκάδα, πρός εξοπλισμόν των Ηπειρωτών. ‘Ως επιχείρημα αναφέρεται ότι ό ελληνικός πληθυσμός δεν ήτο δυνατόν να μείνη άοπλος έν μέσω τού φανατισμένου τουρκικού, τον οποίον εξώπλισεν ή οθωμανική κυβέρνησις. Ότι οι εξεγερθέντες εις Ήπειρον και Θεσσαλίαν πρέπει να βοηθηθούν, ώστε να διατηρήσουν και διαδώσουν την φλόγα τής επαναστάσεως. Ότι ή ευρωπαϊκή διπλωματία θα περιορισθή εις την επιβολήν νέων «χάττι - χουμαγιούμ», ενώ οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν να πείσουν την Ευρώπην ότι οι Έλληνες διαβιούν ευτυχείς υπό την πατρικήν των εξουσίαν, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ή Ήπειρος ή Θεσσαλία και ή Μακεδονία θα έμεναν ήρεμοι. Τον Μάρτιον, ό Σύλλογος τού Βουκουρεστίου αγγέλλει εις τας ‘Αθήνας ότι ό πρόεδρός του Κ. Σούτζος παρήγγειλεν εις Παρισίους, διά των χρημάτων πού συνεκέντρωσεν, έν χαλύβδινον πυροβόλον νέας εφευρέσεως, πράγμα το οποίον δεν εσήμαινεν απλήν συμβολικήν χειρονομίαν, δεδομένου ότι ή ‘Ελλάς δεν διέθετε τότε περισσότερα από τριάντα πυροβόλα. Τον Οκτώβριον, ή ελληνική κυβέρνησις διαβιβάζει τας ευχαριστίας της πρός τον Σύλλογον, διά το δωρηθέν πυροβόλον. ‘Εκ τής αλληλογραφίας των Κ. Σούτζον και Ιωάννου Στάμμου πρός τούς Β. Νικολαϊδην και Στέφανον Ξένον, αττεσταλμένων τής ελληνικής κυβερνήσεως εις Παρισίους και Λονδίνον διά την αγοράν όπλων και ττολεμικών σκαφών, ττροκύπτει ότι ό Σύλλογος τού Βουκουρεστίου απέστειλε, μέ έγκρισιν των Σούτζον και Υψηλάντου, το ποσόν των 10.500 φράγκων εις τον Νικολαϊδην διά την αγοράν 600 βαρελίων πιρίτιδος, τα οποία και απεστάλησαν εις Σύρον. Εις τας επιστολάς του ό Νικολαϊδης παραθέτει λεπτομερείας αναφορικώς μέ την προμήθειαν εξοπλισμού εξ ‘Αγγλίας και Γαλλίας, την προσφοράν τού ‘Αμερικανού μηχανικού ‘Ατζερ, όπως πωλήση εις την Ελλάδα το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τελειοποιημένου τινός όπλου, «το οποίον βάλλει εις απόστασιν 1. 800 ποδών και εκτοξεύει 40.000 - 50.000 βλήματα ανά ημίσειαν ώραν, την ποιότητα και το κόστος τής πυρίτιδος αγγλικής κατασκευής, το συμβόλαιον διά 1.500 βαρέλια πυρίτιδος, ποσόν αρκετόν πρός ετοιμασίαν 2 εκατομμυρίων φυσιγγίων κλπ. ‘Ο Σύλλογος Βουκουρεστίου αποστέλλει, επίσης, εις τον Υψηλάντην 29.000 φράγκα διά την αγοράν όπλων, μέ την υπόσχεσιν ότι θα τού στείλη και άλλα.
‘Η συνέχισις όμως τής εξεγέρσεως εις Κρήτην απαιτεί τεραστίας θυσίας εκ μέρους τού ελληνικού κράτους. Ανταποκριτής εις τας ‘Αθήνας πληροφορεί τον Ιωάννην Στάμμου, ότι τα έξοδα διά την Κρήτην ανέρχονται εις το ποσόν τού 1.500.000 δραχμών μηνιαίως και διερωτάται εάν υπό παρομοίας συνθήκας είναι δυνατή ή οργάνωσις εξεγέρσεων και εις άλλας περιοχάς. Μικραί απόπειραι μιμήσεως τού παραδείγματος τής Κρήτης έγιναν εις Άγραφα, Συκά και Λίσχραν, αλλά αύται απετέλουν, κατά τον χρακτηρισμόν ενός ανταποκριτού, μάλλον επεισόδια μεμονωμένων τμημάτων κλεφτών, επειδή ό πληθυσμός τής ‘Ηπείρου, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας ήτο τελείως ήδη άοπλος, από τας εξεγέρσεις τού 1854, ενώ οι Τούρκοι διετήρουν συγκεντρωμένα εις τας περιοχάς αυτάς πολυάριθμα στρατιωτικά τμήματα. Η εκπαίδευσις εις Αθήνας ενίων οπλαρχηγών εκ των περιοχών αιτών, καθώς και ή υποστήριξις των εκεί μικρών κινημάτων αποσκοπούσε κυρίως εις την συντήρησιν, ώς «αναμμένον δαυλόν», των αντιοθωμανικών αισθημάτων, τα οποία επρομήνυον την επανάστασιν. ‘Η αναβολή τής εξεγέρσεως εις τας έν λόγω περιοχάς — γράφει ό Φωστηρόπουλος εις τον Ίωάννην Στάμμον — οφείλεται εις την ανάγκην όπως συγκεντρωθούν όλα τα μέσα εις Κρήτην, καθώς και το γεγονός ότι οι Άγγλοι προμηθευταί οπλισμού, υπό την πίεσιν τής αγγλικής κυβερνήσεως, ή οποία υποστηρίζει τα οθωμανικά συμφέροντα, δέν εδέχθησαν ώς πληρωμήν διά τα προμηθευόμενα όπλα τας μετοχάς δανείου πού εξέδωκε το ελληνικόν κράτος. ‘Υπό αυτάς τας συνθήκας, τα χρηματικά ποσά πού συνεκέντρωσεν ό Σύλλογος Βουκουρεστίου, καθώς και τα όπλα και πολεμεφόδια, τα οποία ηγοράσθησαν διά την προετοιμασίαν τής επαναστάσεως εις ‘Ηπειρον, Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν, παρεχωρήθησαν εις τούς αγωνιστάς τής Κρήτης, κατόπιν αιτήσεως Ελλήνων τινών βουλευτών και ενός κρητικού συνδέσμου.
Παρά τας θυσίας τας οποίας υπέστησαν οι απανταχού Έλληνες κατά την περίοδον 1866 - 1868, ή Κρήτη παρέμεινεν ακόμη ολίγας δεκαετίας υπό τον οθωμανικόν ζυγόν. Κινήματα μεταξύ των βαλκανικών χωρών, εις τα οποία εστήριζον οι Έλληνες τόσας ελπίδας, ότι θα ηκολούθουν την επανάστασιν τής Κρήτης, δέν εσημειώθησαν, εκτός μιάς ασημάντου αποπείρας των Βουλγάρων, και ό αγών των Κρητών έμεινεν ό μόνος. Τα οικονομικά συμφέροντα τής Αγγλίας εις την Όθωμανικήν Αυτοκραταρίαν και οι ανταγωνισμοί των άλλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων διά την κυριαρχίαν εις τα Βαλκάνια, έκαμον ώστε ή αρχή των εθνοτήτων, ή οποία έτεινε να εφαρμοσθή εις Κρήτην, να παραγνωρισθή. Άπειλουμένη μέ πόλεμοι εντός τής επικρατείας της, ή Ελλάς ηναγκάσθη το δεχθή την απόφασιν τής Συνδιασκέψεως των Παρισίων, τον Ιανουαρίου τού 1869. Εις επιστολήν του τής 27ης Μαρτίου 1869, ό Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ αναφέρει τα εξής πρός τον ηγεμόνα τής Ρουμανίας Κάρολον:
«Ευρισκόμενος προ τής κακής θελήσεως τής Ευρώπης έναντι τού ηρωικού αγώνος τής Κρήτης και προ τού ενδεχομένου να αφήσω την επανάστασιν να σβήση εις την νήσον άνευ πρακτικού δι’ αυτήν αποτελέσματος, ή να ενεργήσω κατά τής Τουρκίας πόλεμον, ό οποίος εμφανίζεται ώς άκρως μειονεκτικός διά την ‘Ελλάδα, δέν εδίστασα να δεχθώ την απόφασιν τής Συνδιασκέψεως των Παρισίων. Ή απόφασις αύτη υπήρξε βαρεία, άλλά δέν θα είναι στείρα, διότι θα αποδείξη εις τα χριστιανικά έθνη τής Ανατολής ότι το Ευρωπαϊκόν Συμβούλιον θέλει να καταπνίξη πάσαν τοπικήν εξέγερσιν, ή οποία θα ηδύνατο να διαταράξη το τουρκικόν κράτος, και ότι, κατά συνέπειαν, τα έν λόγω έθνη δέν δύνανται να πραγματοποιήσουν τούς πόθους των, εάν δέν αποκτήσουν πρώτα την δύναμιν, ή οποία θα τα βοηθήση να θριαμβεύσουν διά των όπλων».
Μέ το μήνυμα τούτο έρχεται εις Βουκουρέστιον ό ‘Υψηλάντης, όπου διεξάγει διαπραγματεύσεις μετά τού πρίγκιπος Καρόλου, διά την σύναψιν συμμαχίας, έν όψει μελλοντικής κοινής ενεργείας διά την ανεξαρτησίαν τής Ρουμανίας και την απελευθέρωσιν των ελληνικών ετταρχιών από την τουρκικήν κυριαρχίαν. Από τας διαπραγματεύσεις αυτάς έμεινεν εις τα ρουμανικά βασιλικά αρχεία το προσχέδιον ελληνορρουμανικής συμμαχίας.
Όσον αφορά εις τον αγώνα των Κρητών κατά την περίοδον 1866 - 1868, το μοναδικόν θετικόν αποτέλεσμα υπήρξεν ή απόκτησις νέου Συντάγματος, το οποίον, εκτός από την μείωσιν των φόρων και την απαλλαγήν από την στρατιωτικήν θητείαν, εθέσπιζεν εθνικόν και θρησκευτικόν δυαδισμόν, μέ αντιπροσώπευσιν τόσον εις το ανώτατον Συμβούλιον, όσον και εις το διοικητικόν, την αναγνώρισιν τής ελληνικής ώς επισήμου γλώσσης παραλλήλως πρός την τουρκικήν, τον διορισμόν Χριστιανών δικαστών παραλλήλως πρός τούς κατήδες, Χριστιανών συμβούλων παραλλήλως πρός τούς Μουσουλμάνους κ.α.
Κατόπιν νέων αγώνων, κατά το 1888 και 1897, ή Κρήτη θα κατακτήση την αυτονομίαν της και, τέλος, το 1908, θα αποβή αναπόσπαστον μέρος τής ‘Ελλάδος, αλλά νομικώς τούτο θα αναγνωρισθή μόνον το 1913, μετά την Συνθήκην τού Λονδίνου.
DUMITRU LIMONA
Διευθυντής των Γενικών Αρχείων τής Ρουμανίας
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ιστορία, τευχ. 73, Ιούλιος 1974.
Πηγή: www.e-istoria.com