Η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού και οι επιπτώσεις επί του Βορειοηπειρωτικού
(Προσημείωση: Το κείμενο αυτό γράφεται με το ακόλουθο σκεπτικό: Αν δεν γνωρίζεις τους γείτονές σου, δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου.)
Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Από το βιβλίο αυτό αποσπώ μερικές φράσεις που ενδιαφέρουν το θέμα μας:
«Το μέγιστον μέρος των κατοίκων του προς νότον της Χερσονήσου του Αίμου ανήκει εις το ελληνικόν στοιχείον. Εις τούτο δέον να καταλογισθώσι και αι εξελληνισθείσαι ήδη φυλαί των νοτιοαλβανών ή Τοσκων...» (σ. 176).
«Οι Ηπειρώταί εισι σήμερον έτι επίσης γενναίοι, ως και κατά την εποχήν του Πύρρου, και η ανάμειξις αυτών μετʹ Αλβανών ουδόλως επηρέασεν επί της αρετής ταύτης...» (σ. 178).
«Η νεοελληνική γλώσσα ωμοίαζε, προ 60 ετών ιδίως, εν Ηπείρω εγγύτατα προς την αρχαίαν ελληνικήν...» (σ. 180).
«Οι Αλβανοί έπονται αριθμητικώς των Ελλήνων.»
«Το εγχώριον όνομα των Αλβανών είναι ʺΣκιπιτάρʺ (κάτοικοι των βράχων), υπό δε των κυριάρχων αυτών Τούρκων καλούνται ʺΑρναούταιʺ» (σ. 184).
«Υπό το όνομα Αρβανίται αναφέρονται οι Αλβανοί κατά πρώτον τον 11ov αιώνα» (σ. 184).
«Οι Αλβανοί υποδιαιρούνται εις δύο κυρίως φυλάς, προς βορράν μεν των Γκέκιδων και προς νότον των Τόσκων, ους χωρίζει αρκούντως ακριβώς ο ποταμός Σκούμπης, όστις αποτελεί και το προς βορράν όριον της χώρας περί ης πραγματεύεται το παρόν βιβλίον.» (σ. 185).
«Οι Γκέκαι και οι Τόσκαι διαφέρουσιν αλλήλων περισσότερον αφʹ ότι συνήθως υποθέτει τις. Καίτοι η γλώσσα αυτών είναι η αυτή, μετά δυσχερείας εννοούσι αλλήλους και τρέφουσιν αμοιβαίον μίσος, βέβαιον δʹ είναι ότι οι βόρειοι Γκέκαι δύνανται έτι να θεωρηθώσιν ως ημιβάρβαροι, ενώ οι νότιοι Τόσκαι, και ιδίως οι Αλβανοί της Ελλάδος, ίστανται επί ανωτέρας βαθμίδος πολιτισμού.» (σ. 185).
«Περίεργον είναι ότι τους εν μεσημβρία Τόσκους χαρακτηρίζει ιδίως ξανθή κόμη και φαιοί οφθαλμοί, ενώ αι βόρειαι φυλαί εισί μάλλον μελαψαί...» (σ. 185).
«Οι Αλβανοί αγνοούσιν τον θρησκευτικόν φανατισμόν των Οθωμανών, ηδύνατό τις μάλιστα να θεωρήση αυτούς ως αδιαφόρως έχοντας προς την εξωτερικήν αυτών λατρείαν. Τα πλείστα των μωαμεθανικών αλβανικών χωρίων δεν έχουν τεμένη, οι δʹ οπαδοί της θρησκείας ταύτης δεν απαξιούσι να συνεορτάζωσι μετά των χριστιανών εορτήν του Πάσχα, καθώς οι ορθόδοξοι Αλβανοί προθύμως συμμετέχουσι της μωαμεθανικής εορτής του Ραμαζανίου.» (σ. 186).
«Άπαντες οι Αλβανοί, είτε χριστιανοί, είτε μωαμεθανοί, μισούν εν τούτοις, εξ ίσου τους Τούρκους, το μίσος δε τούτο εξηγεί το γεγονός ότι μέχρι τούδε ευκολώτερον αφομοιώθησαν μετά των Ελλήνων και των Σλάβων ή μετά των Οθωμανών.»
«Αι διηνεκείς μεταξύ των φυλών συγκρούσεις σπανίως επιτρέπουσι τον διά της ωμότητος του τουρκικού ζυγού διεγειρόμενον πατριωτισμόν να συμπήξη το αίσθημα της κοινής πατρίδος...» (σ. 187.).
«Η αλβανική δεν είναι γραπτή γλώσσα και δεν έχει ιδίους χαρακτήρας. Οι Τόσκαι μεταχειρίζονται τους ελληνικούς χαρακτήρας, οι δε Γκέκαι τους λατινικούς και ενίοτε τους κυριλλικούς.»
«Εν τω τυπογραφείω της Προπαγάνδας εν Ρώμη μεταχειρίζονται διά τα θρησκευτικά βιβλία των καθολικών Αλβανών και τινά στοιχεία ιδίας εφευρέσεως.» (σ. 190) «Περί φιλολογίας δύναται να γίνεται λόγος το πολύ παρά τοις Αλβανοίς της Ιταλίας, οίτινες, εμπνεόμενοι υπό του ιταλικού πολιτισμού, προσεπάθησαν πολλαπλώς να χρησιμοποιήσωσι την μητρικήν αυτών γλώσσαν διά την ποίησιν. Προπαντός δέον να μνημονεύσωμεν του Ιερωνύμου Ράδα, όστις ως ποιητής των ʺΑλβανικών ποιημάτωνʺ και ως συλλέκτης δημωδών ασμάτων, αφιέρωσε τον βίον του εις το ένδοξον παρελθόν του έθνους του και από τινος δημοσιεύει αλβανικήν εφημερίδα ʺFiamuri Arberitʺ, ήτοι η ʺΣημαία της Αλβανίαςʺ.»
Επίσης η Ρωμαϊκή Προπαγάνδα μετέφρασεν εκπαιδευτικά τινά έργα εν τη διαλέκτω του Σκουτάρεως, ως εν έτει 1881 τους «Οπαδούς του Χριστού».
Εξ αυτής της Αλβανίας, ένθα τουρκίζοντές τινες ποιηταί, ως Ναζίμ Βέης, εργάσθησαν, συνελέγησαν δημώδη τινά άσματα και παραμύθια, εξ ων πλείστα συμπεριλήφθησαν εν τοις έργοις του Προξένου φον Χαν. Εκ των συγχρόνων φιλολόγων Αλβανών ο εργατικώτερος είναι ο εν Κωνσταντινουπόλει ζων Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης όστις επιδιώκει την κατάρτισιν αλβανικής γραπτής γλώσσης. Εκτός διαφόρων διδακτικών βιβλίων εδημοσίευσεν εξαίρετον αλβανικήν γραμματικήν της τοσκικής και μίαν της γκεκικής διαλέκτου. Εκτός τούτου εργάζεται κατʹ εντολήν της αγγλικής βιβλικής εταιρείας εις την μετάφρασιν θρησκευτικών βιβλίων.» (σ. 190).
Με τα παραπάνω εκτενή παραθέματα του έγκυρου Αυστριακού στρατηγού, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της γεωγραφικής και εθνογραφικής καταστάσεως της Χερσονήσου του Αίμου, θελήσαμε να εικονογραφήσουμε την εν γένει κατάσταση των Αλβανών περί τα τέλη του περασμένου αιώνα και ειδικώτερα την νοτίως του Σκούμπη (Γενούσου) περιοχή, όπου κατοικούν Τόσκηδες και Έλληνες και η οποία αποτελεί τμήμα της ενιαίας γεωγραφικά και ιστορικά Ηπείρου. Επί πλέον να δείξουμε ότι ο αλβανικός εθνικισμός είναι προϊόν προπαγανδιστικών ζυμώσεων, κυρίως της καθολικής εκκλησίας, ακολούθως της αυστριακής διπλωματίας και των προτεσταντών ιεραποστόλων. Ήταν ένας εθνισμός εισαγόμενος. Αυτό αποδεικνύεται από πλήθος εγγράφων τα οποία εδημοσίευσε η καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ελευθερία Ιω. Νικολαΐδου στο έξοχο βιβλίο της «Ξένες προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση...» (έκδ. ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα, 1978).
Για τον προαναφερθέντα Χριστοφορίδη, που ο Φάνης Μιχαλόπουλος, χαρακτήριζε ως βορειοηπειρώτη, η Ε. Ι. Νικολαΐδου γράφει: «ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης ή Χριστοφόρου (1840‐1895) καταγόταν από το Ελβασάν Ήταν Αλβανός ελληνομαθής, όχι όμως και "ελληνίζων". Είχε αλβανική συνείδηση, την οποία κληρονόμησε (sic) και στους απογόνους του, και σ' όλη τη ζωή του εργάστηκε για την επιτυχία των σκοπών της εθνικής αλβανικής κινήσεως. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου συνδέθηκε με τη βιβλική εταιρεία, της οποίας έγινε πράκτορας και χρησιμοποιήθηκε από αυτή για τις προσηλυτιστικές επιδιώξεις της στην Αλβανία.» (σ. 40‐41)
Οι μεταφραστικές δραστηριότητες του Χριστοφορίδη στην Κωνσταντινούπολη «τον έφεραν σε οξεία αντίθεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Νικολαΐδου: Ibidem, σ. 41). Το βασικό έργο όμως του Χριστοφορίδη είναι το «Λεξικό της Αλβανικής γλώσσης», γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες, που είχε αποφασίσει να εκδώσει το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ύστερα από συμφωνία με τους κληρονόμους του. Με την παρέμβαση ξένων παραγόντων η συμφωνία παρά λίγο να ματαιωθεί. Τελικά αντί του 1901 η συμφωνία έκλεισε στις 7 Ιουλίου 1903 και το λεξικό εκδόθηκε στην Αθήνα το 1904, και αποτέλεσε πολύτιμο βοήθημα στην καλλιέργεια της αλβανικής. Οι σύγχρονοι Αλβανοί μελετητές, που αναφέρονται στον Χριστοφορίδη, παραβλέπουν μία λεπτομέρεια: την ελληνομάθειά του που οφείλεται στις λαμπρές σπουδές του στη Ζωσιμαία σχολή των Ιωαννίνων. Την Ζωσιμαία επίσης τελείωσε κι ένας από τους κύριους εκπροσώπους της «Αλβανικής Αναγέννησης», ο Ναούμ Φράσερι.
Με την έκδοση του Λεξικού αυτού συνδέεται και το όνομα του Σωτηρίου Πέτση από τη Δάρδα, πτυχιούχου των φυσικών του πανεπιστημίου Αθηνών. Ο εν λόγω Πέτσης, εμφανιζόμενος σαν Έλληνας και θερμός οπαδός της Εθνικής Ιδέας, ζήτησε από το Υπουργείο Εξωτερικών την άδεια να εκδώσει το λεξικό με λατινικούς χαρακτήρες για να επηρεάσει τους Γκέκηδες. Το Υπουργείο αρνήθηκε και ο Πέτσης «έγινε ένας από τους φανατικώτερους μισέλληνες. Μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη και εξέδιδε εκεί την αλβανική εφημερίδα "Kombi" (Έθνος) (1906 ‐1908), με την οποία εκδήλωνε άσβεστο μίσος εναντίον του Ελληνισμού» (Νικολαΐδου: Ibidem σ. 55‐56).
Τα παραπάνω έχουν την έννοια ότι οι δήθεν φιλαλβανικές κινήσεις των ξένων προπαγανδών δεν είχαν χαρακτήρα καθαρά φιλαλβανικό, αλλ' αποσκοπούσαν, με τη δημιουργία ενός τεχνητού αλβανικού εθνικισμού, να δημιουργήσουν μία πρόσθετη αντίρροπη δύναμη στην ανάπτυξη του Ελληνισμού, που εδέσποζε οικονομικά και πνευματικά στην μέχρι του Γενούσου περιοχή, χωρίς έντονες διαφορές προς τους Τόσκηδες, οι οποίοι είχαν μία φιλλεληνική ή μάλλον ελληνική απόκλιση με τάσεις εξελληνισμού. Είναι ενδεικτική η επάνοδος στα τέλη του περασμένου αιώνα των κρυπτοχριστιανών της Σπαθίας ξανά στην Ορθοδοξία. Για να αποτραπεί ο εξορθοδοξισμός, που αποτελούσε προβαθμίδα του εξελληνισμού, χρησιμοποιήθηκε άφθονος χρυσός, που διοχετεύθηκε σε ελληνόφωνους Αλβανούς με σκοπό να προσελκύσουν στην ιδέα του αλβανισμού τους Ηπειρώτες της διασποράς. Στο ογκώδες βιβλίο του Μανώλη Γιαλουράκη «Η Αίγυπτος των Ελλήνων» (Αθήνα 1967) διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Ο Επ. Φίλων, (Έλλην διπλωμάτης στην Αίγυπτο) πρώτος επέστησε την προσοχή του Κέντρου (εννοεί της Αθήνας) στη δραστηριότητα των ελληνοφώνων φιλοαλβανικών στοιχείων που ασκούσαν προπαγάνδα σε βάρος της Ελλάδας μεταξύ των Ηπειρωτών, όπως επίσης αποκάλυψε τις προσπάθειες των Ρουμάνων να παρασύρουν με το μέρος τους τους παροίκους μακεδονικής καταγωγής...»
Μέσα σ' αυτό το ανθελληνικό πλαίσιο δράσης κινήθηκε και ο περίφημος Φαν Νόλι. Από το βιβλίο του Γιαλουράκη μαθαίνουμε πως στην Αίγυπτο, στο Σιμπίν Ελ Κομ, είχε σχηματισθεί μία εύρωστη ελληνική κοινότητα με πρώτους οικιστές Κυπρίους και Βορειοηπειρώτες. Η κοινότητα απέκτησε σχολείο στο οποίο εδίδαξε ο διάσημος Ικαριώτης φιλόλογος Αριστείδης Φουτρίδης (μετέπειτα καθηγητής της κλασσικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Γαίηλ, Κονέκτικατ). Όταν ο Φουτρίδης έφυγε για την Αμερική, η ελληνική κοινότητα προσέλαβε ως δάσκαλο έναν νέο 25 ετών, που αν και έζησε στη Θράκη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, είχε φιλοαλβανικά αισθήματα κι έγινε προπαγανδιστής του αλβανικού εθνικισμού στα βορειοηπειρωτόπουλα του Σιμπίν ελ Κομ. Π.χ. αντί να τους μαθαίνει ελληνικά, τους μάθαινε αλβανικά τραγούδια.
Ο νέος αυτός λεγόταν Θεοφάνης Μαυρομάτης. Ήταν από την Κομοτηνή ή την Εύβοια. Υπήρξε από τους φοβερώτερους πολέμιους του Ελληνισμού. Στο Σιμπίν ελ Κομ έμεινε ένα χρόνο. Η ελληνική κοινότητα τον έδιωξε αλλά τον προσέλαβε μία άλλη στο Μπένι Σουέφ. Ούτε και εδώ στέριωσε. Έμεινε ένα χρόνο και μετά έφυγε για τις ΗΠΑ. Εκεί χειροτονήθηκε παπάς και μετά ‐Κύριος οίδε πώς‐ κατόρθωσε να ανακηρυχθεί επίσκοπος της αλβανικής εκκλησίας! Άρχισε τότε έντονη προπαγάνδα μεταξύ των Βορειοηπειρωτών της Αμερικής. Βάση εξορμήσεως είχε τη Βοστώνη, όπου μάλιστα έβγαζε και εφημερίδα. Εδώ άλλαξε το ελληνικό όνομά του και το έκανε αλβανικό: Φαν Νόλι! Στον άνθρωπο αυτό οφείλεται εν πολλοίς η απώλεια της Β. Ηπείρου. Με την υποστήριξη της Ιταλίας το 1921 σχημάτισε κυβέρνηση στην Αλβανία. Το 1924 πάλι με τη βοήθεια της Ιταλίας ανέτρεψε τον διάδοχό του, τον Αχμέτ Ζώγου. και ξανάγινε πρωθυπουργός. Ο Ζώγου με τη βοήθεια των Γιουγκοσλάβων μπόρεσε να τον ανατρέψει (1925). Έφυγε στο εξωτερικό. Αλλά ποτέ δεν έπαυσε να ραδιουργεί εις βάρος της Ελλάδος. Παρ' όλο που η παιδεία του και η καταγωγή του από τη μεριά της μητέρας του ήταν ελληνική, παρ' όλο που ήταν ως προς το θρήσκευμα ορθόδοξος, ο Φαν Νόλι υπήρξε φανατικός ανθέλλην. Και όμως είχε όλα τα προσόντα να κτίσει γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Εργάστηκε σκληρά να κόψει όλους τους δεσμούς.
Σχετικά με τη δράση ξένων πρακτόρων που εργάστηκαν σκληρά εναντίον του Ελληνισμού με τη δημιουργία αλβανικού εθνισμού είναι αποκαλυπτικά αυτά που γράφει ο Βίκτωρ Μπεράρ (1864‐1931) στο έργο «Τουρκία και Ελληνισμός», που εκδόθηκε το 1832. Αποσπώ μία αρκετά εύγλωττη σελίδα: «Η χριστιανική κοινότητα του Ελβασάν είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού εδώ, στα βόρεια. Όλοι αυτοί οι Αλβανοί καταλαβαίνουν κι όλοι τους σχεδόν μιλούν τα ελληνικά. Έχουν ελληνικό σχολείο για τα κορίτσια τους. Θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες (...). Φοβούνται μονάχα τις ιταλικές μηχανορραφίες, που νιώθουν και υποψιάζονται παντού γύρω τους. Ζητούν συγνώμη που στην αρχή ήσαν δύσπιστοι απέναντί μας, μας νόμισαν Γερμανούς και μυστικούς πράκτορες κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης. Περνούν και ξαναπερνούν τόσο συχνά από δω Γερμανοί στην υπηρεσία της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Αυστρίας! Ένας από δαύτους είχε έρθει τον περσινό χρόνο κιόλας, με σκοπό να προσηλυτίσει τους χριστιανούς του Ελβασάν. Ήθελε να τους αποτρέψει από το φιλελληνισμό τους. Τους δασκάλευε πως ένας Αλβανός οφείλει να σκέφτεται την Αλβανία και να κάνει τα παιδιά του γνήσιους Αλβανούς, πως αντί για ελληνικά σχολεία τους χρειάζονταν αλβανικά σχολεία και αλβανοί παπάδες και αλβανική λειτουργία, κοντολογίς, για να είναι αντάξιοι των πατεράδων τους και του ονόματός τους, έπρεπε να γίνουν αλβανίζοντες αλβανόφρονες. Σε τούτο τον απόστολο λοιπόν, Βεϊγκάν το όνομά του, οι Έλληνες αποκρίθηκαν ότι Αλβανία και αγριότητα ήσαν συνώνυμα, ότι αυτοί την πατρίδα τους την λένε Ήπειρο και ονομάζουν πρόγονό τους τον Πύρρο τον Έλληνα, και όσο για τη γλώσσα προτιμούν να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους ένα τελειοποιημένο γλωσσικά όργανο παρά ένα βάρβαρο εργαλείο και ότι στο τέλος‐τέλος ο Αλβανισμός δεν είχε πια για τα γούστα τους ακατανίκητα θέλγητρα, ίσως οι πατεράδες τους οι δύστυχοι να έκαναν, μέσα στην αμάθειά τους, την άθλια αυτή ζωή, αυτοί όμως θα προσπαθούν να πλησιάζουν κάθε μέρα και πιο πολύ στο φως, στον πολιτισμό, στον ελληνισμό. » (ελλην. μετάφρ. Μπάμπη Λυκούδη, έκδ. Τροχαλία, σσ. 87‐89.)
Δυστυχώς την πορεία προς τον Ελληνισμό ανέκοψαν αρχικά οι ξένες προπαγάνδες και μετά οι ωμές πολιτικές επεμβάσεις. Οι ξένοι προπαγανδιστές χρησιμοποίησαν, προκειμένου για Αλβανούς, το πιο πειστικό επιχείρημα: τον ήχο του χρήματος. Λέει στον πρόλογο της α' έκδοσης του βιβλίου του ο Μπεράρ: «Ο Αλβανός μόνο ένα επιχείρημα και μία γλώσσα κατανοεί, το επιχείρημα και τη γλώσσα της κουδουνιστής μονέδας» (ελλ. έκδ. σ. 13). Και παρακάτω: «Αύριο θα πάνε με όποιον τους πληρώσει» (Ibidem σ. 66).
Προσωπικά δεν έχω τέτοια ευτελή αντίληψη περί των Αλβανών. Άγριος, πολεμικός, αλλά τραγικός λαός. Αρκεί να σημειωθεί τούτο: όταν έληξε η Ελληνική Επανάσταση ο Μεγάλος Βεζύρης Ρεσίτ Πασάς κάλεσε στο Μοναστήρι κατά το έτος 1830 τους Αλβανούς φυλάρχους που είχαν πολεμήσει κατά των Ελλήνων για να τους πληρώσει τάχα τους μισθούς τους. Προσήλθαν περίπου 400‐500. Τους προσέφερε γεύμα και μετά διέταξε τον τουφεκισμό τους (βλ. Κων/νου Αμάντου: «Οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος», έκδ. Ελευθερουδάκη, 1923, σ. 149). Ο λόγος ήταν απλός: μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών οι σχέσεις δεν ήταν πάντα πολεμικές. Μερικοί Αλβανοί μπέηδες είχαν ασπασθεί την ιδέα να διώξουν τους Τούρκους και να ενωθούν σαν ομοσπονδία με την Ελλάδα.
Το παράδειγμα των Ελλήνων που σχημάτισαν ήδη κράτος, καθώς και οι ιδέες για την αυτοδιάθεση των λαών που ήσαν διάχυτες τότε στην Ευρώπη συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί περί τα μέσα του περασμένου αιώνα ένα εθνικό αλβανικό κίνημα που ονομάστηκε «Αλβανική Εθνική Αναγέννηση». Κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1878, οι Αλβανοί, επειδή φοβήθηκαν την επέκταση εις βάρος τους των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, δραστηριοποιήθηκαν με την ανοχή της Πύλης. «Οι Αλβανοί, φεουδάρχες, οι αρχηγοί των φατριών, οι έμποροι και οι εκπρόσωποι της πνευματικής ηγεσίας, 80 αντιπρόσωποι συνολικά, ίδρυσαν στις 10 Ιουνίου 1878 το "Σύνδεσμο της Πρισρένης", που στις 15 Ιουνίου 1878 απηύθυνε υπόμνημα στις Μεγάλες δυνάμεις, απαιτώντας "την ακεραιότητα του αλβανικού εδάφους". Τότε για πρώτη φορά τέθηκε διεθνώς το αλβανικό ζήτημα» (βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου. «Οι Βαλκανικοί λαοί» (εκδ. Βάνια, Θεσ/νίκη, σ. 281). Το υπόμνημα υποβλήθηκε στον λόρδο Βηκόνσφηλδ, δηλαδή στον δαιμόνιο Άγγλο‐Εβραίο πρωθυπουργό Ντισραέλλι.
Όπως παρατηρεί ο καθ. Κωνσταντίνος Άμαντος (Ibidem σ. 149) «Το υπόμνημα τούτο είναι πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνον διότι αποτελεί την κυριωτέραν εκδήλωσιν του Αλβανισμού ως εθνικότητος, αλλά και διότι επρότεινε την ομοσπονδιακήν ενωσιν μετά της Ελλάδος, η οποία επίσης, κατά το υπόμνημα, όπως η Αλβανία, έχει τους Σλάβους εχθρούς». Πρόδρομη μορφή του Συνδέσμου της Πρισρένης ήταν η «Κεντρική Επιτροπή για την υπεράσπιση του έθνους», που είχε θεμελιωθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1877 και στην οποία συμμετείχαν σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αμπντούλ Φράσερι, ο Πάσκο Βάσα, ο Σαμί Φράσερι, ο Γιάννι Βρέτο. ο Ζιγία Πριστίνα κ.ά. Μερικά ονόματα δηλώνουν σαφή ελληνική καταγωγή.
Το Υπόμνημα δεν βρήκε ανταπόκριση. Αλβανικές μάλιστα περιοχές δόθησαν σε όμορες χώρες. Γι' αυτό ο Σύνδεσμος που εξελίχθηκε σε κύριο φορέα του αλβανικού εθνικού κινήματος, συνεκάλεσε στις 23 Ιουλίου 1880 τη Συνέλευση του Αργυροκάστρου. Στο βιβλίο «Αλβανία» που συντάχθηκε από το περιοδ. «Νέα Αλβανία» και αποτελούσε εργαλείο προπαγάνδισης του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα (ελλ. εκδ. 1984) διαβάζουμε: «Το πρόγραμμα που ενέκρινε η Συνέλευση και που το παρουσίασε ο Αμπντούλ Φράσερι, απαιτούσε την ίδρυση ‐ενός αυτόνομου αλβανικού κράτους‐ με δική του προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα μία πόλη στην Κεντρική Αλβανία, με αποκλειστικά αλβανική διοίκηση όπου θα λάβαιναν μέρος υπάλληλοι δίχως διάκριση θρησκείας... κ.λπ. (σ. 32). Άρχισε τότε να εφαρμόζεται μία μορφή αυτοδιακυβερνήσεως και τον Ιανουάριο του 1881 σχηματίσθηκε «Προσωρινή κυβέρνηση». Οι Τούρκοι θέλησαν να καταπνίξουν τις αυτονομιστικές τάσεις των Αλβανών. Στον αγώνα κατά των Τούρκων διακρίθηκαν οι Σουλεϊμάν Βόξι και Μιτς Σοκόλη (δηλ. Μήτσος Σοκόλης). Παράλληλα συνεχίζεται η προπαγανδιστική ζύμωση και στο εξωτερικό με έκδοση αλβανικών εφημερίδων και περιοδικών.
Ας παρακολουθήσουμε τις παραπέρα εξελίξεις όπως τις εμφανίζουν οι ίδιοι οι Αλβανοί (Ibidem σ. 34‐70). Στις 7 Μαρτίου 1877 ιδρύεται στην Κορυτσά το πρώτο αλβανικό σχολείο. Στην πνευματική αφύπνιση των Αλβανών πρωτοστατούν οι Ναούμ Βεκιλχάρτζι, Κονσταντίν Κριστοφορίδι, Θίμι Μίτκο, Σπύρο Ντίνε, Γερονίμ ντε Ράντα, Ζεφ Γιουμπάνι, Πάσκο Βάσα, οι αδελφοί Αμντούλ, Ναούμ και Σάμι Φράσερι, ο Αντήν Ζάκο κ.ά. Οι διάφορες κινήσεις, που αρχικά είχαν πνευματικό και μετά πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή διεκδίκηση της αυτονομίας, πήρε πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με τη δημιουργία του Συνδέσμου της Πέγια το 1897, που συντόνισε διάφορα εθνικιστικά κινήματα, ιδίως στο Κοσσυφοπέδιο. Το Νοέμβριο του 1905 ιδρύθηκε στο Μοναστήρι Μυστική Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Αλβανίας υπό τον Μπάλιο Τοπούλι, με πολλές διακλαδώσεις σ' όλες τις αλβανόφωνες περιοχές. Η επανάσταση των Νεοτούρκων έδωσε στους Αλβανούς εθνικιστές περισσότερα περιθώρια ελεύθερης δράσης. Έτσι τον Νοέμβριο του 1908 συνήλθε στο Μοναστήρι το Εθνικό Συνέδριο για την καθιέρωση κοινού αλφαβήτου σε όλη την χώρα. Στις 21 Νοεμβρίου το Συνέδριο ενέκρινε το και σήμερα χρησιμοποιούμενο αλφάβητο που είναι το λατινικό, ελαφρά τροποποιημένο. Έτσι οι μέλλουσες γενιές της Αλβανίας απεκόπηκαν από τα ελληνικά βιβλία. Στην 1η Δεκεμβρίου 1908 στο Ελβασάν άρχισε να λειτουργεί και το πρώτο αλβανικό διδασκαλείο. Όμως οι Νεότουρκοι δεν είχαν διάθεση να στηρίξουν, απεναντίας θέλησαν να καταπνίξουν τα εθνικιστικά κινήματα της Βαλκανικής. Το Μάρτιο του 1910 σημειώθηκε εξέγερση Αλβανών στην Πρίστινα που εξακτινώθηκε στην Πέγια και το Κοσσυφοπέδιο. Οι Τούρκοι έστειλαν 16.000 στρατιώτες υπό τον Σεφκέτ Σουργκούτ που συγκρούστηκαν με τους εξεγερμένους Αλβανούς υπό τον Ιντρίζ Σεφέρι στη σκάλα του Κατσανίκ τον Απρίλιο του 1910. Οι Αλβανοί νικήθηκαν, αλλά το κίνημα δεν έσβησε. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κι άλλο στρατό υπό την διεύθυνση του ίδιου του υπουργού στρατιωτικών. Οι Αλβανοί, ανοργάνωτοι και πιεζόμενοι από το βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαο Α', ακολουθώντας την προτροπή του αρχηγού των εξεγερμένων ορεσιβίων της Σκόδρας Ντεν Γκιόν Λούλι, ξεσηκώθηκαν και παρά την έλλειψη συντονισμού υποχρέωσαν τους Οθωμανούς να κάνουν υποχωρήσεις και να δώσουν πολλές υποσχέσεις. Οι Αλβανοί με αρχηγούς τους Ισμαήλ Κεμάλ και Λουίτζι Γκουρακούκι συγκεντρώθηκαν στο Γκερτς του Μαυροβουνίου και έστειλαν προς το Σουλτάνο και τις Μ. Δυνάμεις ένα memorandunm (υπόμνημα) με το οποίο διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους. Ο σουλτάνος δέχτηκε μόνο μερικά αιτήματα κυρίως σ' ό,τι αφορά στην περιοχή της Σκόδρας. Αυτό προκάλεσε την κάπως γενικευμένη εξέγερση του 1912 που απλώθηκε και στις νότιες περιοχές.
Εν τω μεταξύ ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Τούρκοι απέσυραν από παντού τις στρατιωτικές δυνάμεις τους και τις προώθησαν προς τα κύρια μέτωπα του πολέμου. Αυτό διευκόλυνε τους Αλβανούς εθνικιστές, οι οποίοι συνεκάλεσαν στον Αυλώνα συνέλευση που αποφάσισε την απόσπαση της Αλβανίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ισμαήλ Κεμάλ που διεύθυνε τις εργασίες της Εθνοσυνελεύσεως ύψωσε τη σημαία της ανεξαρτησίας στις 28 Νοεμβρίου 1912. Έκτοτε η 28 Νοεμβρίου τιμάται από τους Αλβανούς ως εθνική εορτή. Η Εθνοσυνέλευση του Αυλώνα σχημάτισε και την πρώτη αλβανική εθνική κυβέρνηση υπό τον Ισμαήλ Κεμάλ. Εν τω μεταξύ ο πόλεμος έληξε και υπογράφηκαν δύο συνθήκες, του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας αλλά σε αντιστάθμισμα των απωλειών της στο Βορρά (οι μισές αλβανικές περιοχές περιήλθαν στους Σερβο‐Μαυροβούνιους), ο ελληνικός στρατός, που είχε απελευθερώσει όλη την Ήπειρο, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει εντεύθεν της γραμμής Καλαμά. Έτσι η Β. Ήπειρος ενσωματώθηκε στο αρτισύστατο αλβανικό κράτος.
Με απόφαση της πρεσβευτικής διασκέψεως έφθασε στις 7 Μαρτίου 1914 στην Αλβανία ως βασιλιάς ο Γερμανός αριστοκράτης Βίλχελμ Βηντ, που αντικατέστησε τον Ισμαήλ Κεμάλ με τον Τουρχάν Πασά, εκπρόσωπο των ισχυρών μπέηδων. Ένας άλλος τοπάρχης ο Εσάτ πασάς Τοπέανι έκανε κίνημα, το οποίο κατεστάλη και ο Εάτ κατέφυγε στην Ιταλία, από την οποία επανήλθε με την ενίσχυση της Σερβίας κατά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο οι Αλβανοί εθνικιστές συγκάλεσαν το 1920 συνέδριο στην πόλη Λιούσνα, όπου συγκρότησαν κυβέρνηση, η οποία απαίτησε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις αλβανικές και τις θεωρούμενες σαν αλβανικές περιοχές. Συγκρούσεις μεταξύ Ιταλών και Αλβανών είχαμε στην περιοχή του Αυλώνα. Το Μάιο του 1924 εξ αφορμής της δολοφονίας του Αβνί Ρουστέμι, ενός από τους ηγέτες του δημοκρατικού κινήματος, ξέσπασε, όπως λένε οι αλβανικές πηγές, μια «αστικοδημοκρατική επανάσταση», που έφερε στην εξουσία την «αστικο‐δημοκρατική κυβέρνηση» του γνωστού μας Φαν Νόλι. Αλλ' όπως έχουμε προαναφέρει, στις 24 Δεκεμβρίου ο Αχμέτ Ζώγου ανέτρεψε τον Φαν Νόλι, με την ενίσχυση των Γιουγκοσλάβων και μετά από λίγο ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αλβανίας.
Η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού λειτούργησε εις βάρος κυρίως του ηπειρωτικού Ελληνισμού. Η Ήπειρος τεμαχίστηκε κι έκτοτε παραμένει τεμαχισμένη. Ας μη ρίχνουμε ευθύνες μόνο στην ξένη προπαγάνδα. Ούτε η διπλωματική μας εκπροσώπηση στις αλβανικές περιοχές υπήρξε επαρκής, ούτε οι ορθόδοξοι ιεράρχες στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Ανεπαρκείς, αυταρχικοί, φιλοχρήματοι. Μερικοί μάλιστα προσεχώρησαν στην Ουνία. Η Ελ. Ι. Νικολαΐδου παρατηρεί, σ' ό,τι αφορά στην Αλβανία τουλάχιστον κατά τα έτη 1878‐1902, «δεν υπήρχε πλήρες και σαφές πρόγραμμα εθνικών διεκδικήσεων» (Ibedem σ. 387). Ως προς τους μητροπολίτες, αρκεί μια φράση του Ίωνα Δραγούμη από μια αναφορά της 19ης Αυγούστου 1903: «Των δε μητριοπολιτών ‐τυρβαζομένων περί πολλά‐ αι σκέψεις παν άλλο είναι εθνικαί». Από την άλλη οι Έλληνες πολιτικοί ούτε τότε είχαν ούτε τώρα έχουν σαφή αντίληψη περί του ηπειρωτικού. Έτσι τεμαχίστηκε η Ήπειρος και το βόρειο τμήμα της έγινε μπαλάκι πιγκ‐πογκ της διεθνούς διπλωματίας.
Ας θυμηθούμε μερικά περιστατικά: το 1908 ο Έλλην πρωθυπουργός Θεοτόκης είχε συμφωνήσει με τον Ισμαήλ Κεμάλ να βοηθήσει η Ελλάς την Αλβανία και η Αλβανία να αναγνωρίσει ότι η Ελλάς δικαιούται να φθάσει μέχρι Αυλώνος. Όταν όμως ο ελληνικός στρατός το 1913 μπήκε στη Β. Ήπειρο, εμποδίστηκε από τους Ιταλούς, τους μόνιμους διεκδικητές της Αλβανίας, να φθάσει στον Αυλώνα. Μετά το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, η Ελλάς αναγκάστηκε να αποσύρει το στρατό της από την Β. Ήπειρο. Οι βορειοηπειρώτες όμως κήρυξαν την αυτονομία της και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο. Μέλη της ήσαν οι μητροπολίτες Αργυροκάστρου, Κονίτσης, Κορυτσάς και ο Αλέξ. Καραπάνος. Την πολεμική διεύθυνση είχε ο συνταγματάρχης Δουλής. Αρχηγός των ανυπότακτων χιμαριωτών ήταν ο Σπυρομήλιος. Αλβανοί, υπό την ηγεσία Τούρκων, Αλβανών και Ιταλών αξιωματικών, επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων αλλ' απεκρούσθησαν. Μετά την αποτυχία των Αλβανών, η Διεθνής Επιτροπή, που είχε, με απόφαση των Δυνάμεων, αναλάβει τον έλεγχο της Αλβανίας, ήλθε σε συνεννοήσεις με την κυβέρνηση Ζωγράφου, οι οποίες κατέληξαν στο γνωστό/άγνωστο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (Μάιος 1914). Βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού:
1. Η Β. Ήπειρος αναγνωρίζεται αυτόνομη υπό την κυριαρχία του Αλβανού ηγεμόνα.
2. Αποστέλλει βουλευτές στο αλβανικό κοινοβούλιο.
3. Επίσημη γλώσσα της Β. Ηπείρου είναι η ελληνική. Η αλβανική θα διδάσκεται προαιρετικά.
4. Η Β. Ήπειρος θα έχει δική της χωροφυλακή με δικούς της αξιωματικούς.
5. Κατοχύρωση δικαιωμάτων Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το χάος που επικράτησε στην Αλβανία μετά την άφιξη του ηγεμόνα Β. Βηντ ανάγκασε τις Μ. Δυνάμεις να καλέσουν ξανά την Ελλάδα να καταλάβει την Β. Ήπειρο (πλην του Αυλώνος που κράτησαν οι Ιταλοί). Κατά το τέλος του 1914 οι δυνάμεις της Αντάντ προσέφεραν στην Ελλάδα το κατεχόμενο από αυτήν βορειοηπειρωτικό έδαφος, αρκεί να έμπαινε στον πόλεμο παρά το πλευρό τους. Η Ελλάς προτίμησε ουδετερότητα και τότε η Ιταλία, για λόγους δήθεν ασφαλείας, κατέλαβε όλη την Ήπειρο μέχρι Ιωαννίνων! Όταν μετά το 1917 η Ελλάς μπήκε στον πόλεμο, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν με δυσφορία από το νότο, κράτησαν όμως την Β. Ήπειρο. Εν τω μεταξύ στο πολιτικό‐πολεμικό παιχνίδι μπαίνουν και οι Γάλλοι. Ο στρατηγός Σαράιγ κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και αντικατέστησε την ελληνική διοίκηση στην περιοχή της Κορυτσάς. Οι Γάλλοι που το 1913 υποστήριξαν την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, τώρα άρχισαν να ευνοούν τους Αλβανούς.
Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται η έλλειψη εθνικής πολιτικής ως προς το βορειοηπειρωτικό. Κατά το 1919 και 1920 οι σύμμαχοι επανεξέτασαν το ζήτημα και παρά την αντίδραση των Ιταλών αποφάσισαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα η Χιμάρα, η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, με τις περιοχές τους. Η Αμερική δέχθηκε να δοθεί μόνο η αριστερά του Αώου Ήπειρος μετά το διακανονισμό του ζητήματος του Αδριατικού πελάγους. Η Αλβανία τον Μάιο του 1920 υπέγραψε με την Ελλάδα τη Συμφωνία της Καπεστίτσας ή Καπιτσίκας, βάσει της οποίας οι Αλβανοί δεσμεύονταν να σεβασθούν τις αποφάσεις των Μ. Δυνάμεων ως προς την Β. Ήπειρο. Οι Δυνάμεις με την συνθήκη του Rapallo (30 Οκτωβρίου 1920) ρύθμισαν το Αδριατικό αλλ' η Ελλάς που είχε εμπλακεί στον Μικρασιατικό πόλεμο δεν έστειλε στρατό στη Β. Ήπειρο.
Έτσι χάθηκε για την Ελλάδα η Β. Ήπειρος. Η περίφημη συμφωνία Βενιζέλου‐Τιτόνι (Ιούλιος 1919) ήταν μια επιδέξια τρικλοποδιά της ιταλικής διπλωματίας. Η Ιταλία ναι μεν ανεγνώρισε την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, αλλά κρατούσε τη ζώνη των Αγίων Σαράντα. Λόγω της δυσμενούς τροπής του πολέμου στην Μ. Ασία, το Νοέμβριο του 1921, οι Σύμμαχοι Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί αποφάσισαν να παραδοθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία. Δυστυχώς, τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι μεταβενιζελικές κυβερνήσεις, έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς την Ανατολή, απέστρεψαν το βλέμμα από το Βορρά. Κυνηγώντας το αβέβαιο, χάσαμε το βέβαιο. Χάθηκε η δυνατότητα να σχηματίσει η Ελλάς ισχυρό θώρακα στο Βορρά. Κι αυτό σήμερα πληρώνεται ακριβά.
Επίλογος στο μελέτημα
Στο πολύ διαφωτιστικό βιβλίο της Ελένης Ι. Νικολαΐδη «Ξένες προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση...», που εξέδωσε το 1978 η γεραρά Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, αναφέρεται το ακόλουθο περιστατικό: ένας από τους δραστηριώτερους προπαγανδιστές του αλβανικού εθνικισμού ήταν ο Δερβίς Χίμα που ζούσε στο Παρίσι κι επαγγελλόταν τον δημοσιογράφο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ibrahim Mehmet Chim. Υπάρχει απόδειξη, γράφει η Νικολαΐδου, πως ήταν έμμισθος πράκτορας της Αυστρίας. Ο Δερβίς Χίμα, «με τη φήμη του μεγάλου αποστόλου της αλβανικής ιδέας», έφτασε το 1909 στη Βόρειο Ήπειρο με προορισμό το Ελβασάν, το Βεράτι και την Κορυτσά. Μιλούσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους που οι πλείστοι ήσαν Έλληνες και ελληνίζοντες και κήρυσσε το άδέλφωμα Ελλήνων και Αλβανών. Όπως γράφει ο Έλληνας πρόξενος του Αυλώνα, μίλησε και στο προαύλιο της εκεί ορθόδοξης εκκλησίας και άρχισε να λέει στο πλήθος πως στα αλβανικά σχολεία, μαζί με την αλβανική, πρέπει να διδάσκεται και η τουρκική. Τότε ένας από το πλήθος, που χαρακτηρίζεται σαν άτομο διανοητικά ανάπηρο, διακόπτει το ρήτορα και του λέει:
‐«Και τι θα γίνει με την ελληνική; που είναι αυτοί οι τυφλοί χριστιανοί που άνοιξαν τα μάτια τους με τα ελληνικά γράμματα για να σου απαντήσουν;
Ο Χίμα δεν τόλμησε να δώσει απευθείας απάντηση και τόνισε πως Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν αδέλφια. Και τότε, γράφει ο πρόξενος, ο δυστυχής ομογενής ανέκραξε:
‐Ναι! να αδελφωθούμε με τους Μουσουλμάνους για να μας δέρνουν...
‐Ζήτω η Αλβανία, ανέκραξεν ο επιτήδειος Δερβίς Χίμας.. «Ζήτω η Ελλάς», αντιφωνεί ο πτωχός παράφρων Γιώργης». Αυτά γράφει ο πρόξενος του Αυλώνα, που χαρακτηρίζει τρελό τον Γιώργη, επειδή έλεγε την αλήθεια. Η Νικολαΐδου σχολιάζοντας το περιστατικό αυτό σε υποσημείωση γράφει:
«Περιέχει δραματικά στοιχεία ο διάλογος αυτός. Ο ομογενής ορθόδοξος, παρά την πνευματική αναπηρία του, έγινε ο εκφραστής της πνευματικής και πολιτιστικής παραδόσεως που είχε δημιουργήσει στις περιοχές εκείνες με τα σχολεία και τη γλώσσα η Ελλάδα. Ταυτόχρονα ο ανάπηρος ομογενής προέβλεψε τις δυσχέρειες που θα αντιμετώπιζαν οι αλύτρωτοι Έλληνες, αλλά και οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι που έμειναν πιστοί στην Ελλάδα, ύστερα από τη δημιουργία του ελεύθερου αλβανικού κράτους. Η συναδέλφωση μουσουλμάνων και ορθοδόξων, που κήρυττε ο Χίμα, απέκτησε περιεχόμενο μονόπλευρο. Τη χρησιμοποίησαν δηλ. οι μουσουλμάνοι για να δέρνουν πραγματικά και μεταφορικά τους Έλληνες και ελληνίζοντες» (όπ. παρ. σ. 373).
Το επεισόδιο αυτό, όπως το περιγράφει ο Έλληνας πρόξενος και όπως το καταγράφει η Νικολαΐδου, δίνει μια από τις πολλές παραμέτρους που έκαναν τον συγγραφέα του παρόντος να γράψει την ανά χείρας συγγραφή. Οι Αλβανοί εδώ και μερικά χρόνια, ενισχυόμενοι από τους Αμερικανούς, έχουν αρχίσει να κάνουν εξαγωγή ξύλου και στην Ελλάδα. Χρειάζεται κάποιος παράφρων ‐όπως θα έλεγε και σήμερα κάποιος εχέφρων διπλωμάτης‐ να το βροντοφωνήσει. Ίσως κάποιος πολιτικός μας ξυπνήσει...
Και κάτι σαν υποσημείωση: Θα αδικήσουμε τον Καποδίστρια, αν δεν αναφέρουμε ότι ήταν ο μόνος Έλλην πολιτικός που είχε σαφή ηπειρωτική πολιτική. Απαντώντας στη «ρηματική δήλωση» των τριών αντιπροσώπων «των συμμάχων αυλών» που είχαν εγκατασταθεί στον Πόρο, διέγραψε τα προς Β. σύνορα της Ελλάδας μέχρι το Δέλβινο. (Βλ. Ελένης Κούκκου: «Οι αγώνες του Καποδίστρια για την επέκταση προς Βορράν των ελληνικών συνόρων». Πρακτικά Β' Πανελλ. Επιστ. Συνεδρίου ‐Κόνιτσα 23‐26 Αυγούστου 1990‐ Αθήνα 1992 σσ. 425‐426).
Πηγή: Η βαρύτατη μελέτη του Σαράντου Καργάκου με τις πάμπολλες σημειώσεις και βιβλιογραφία «Αλβανοί, Αρβανίτες και Έλληνες».
Πηγή 2: http://clubs.pathfinder.gr/ELLHNIKH_ISTOPIA/397295