Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ο λαϊκός γάμος
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν από την τέλεση του γάμου πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου που όπως και κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν δεν επαρκούσαν τα στολίσματα, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια κι έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς το γαμπρό και τη νύφη. Χαρακτηριστικά είναι τα άσματα που αναφέρει
ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και τα οποία απηύθυνε ο λαός προς την Αυγούστα κατά την τέλεση των γάμων της· «Και λέγουσι την φωνήν ήχ. α’ «άνθη εσώρευσα τού αγρού, και εις την παστάδα εισήκα σπουδή· ζευγόνυμον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην· άλληλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα τα ροδεύμορφα· χαρά εις το ζεύγον το χρυσόν».
Το θέμα των γαμηλίων προσκλήσεων διευθετούνταν συνήθως από τους γονείς των μελλονύμφων αλλά και μέσω λαλετών ή καλεστών που ίσως άφηναν στα σπίτια των προσκεκλημένων μήλο, λεμόνι, μοσχοκάρφια ή παστέλι.
Απαράβατος όρος για την πραγματοποίηση του γαμηλίου μυστηρίου θεωρούνταν, τα δύο άτομα να είναι ομόθρησκα ή ομόδοξα. Η επισύναψη γάμου με απίστους, αιρετικούς κι εθνικούς -ιδίως Ιουδαίους- αρχικά αντιμετωπιζόταν με αποστροφή κι αργότερα κηρύχτηκε άθεσμη. Οι απαγορεύσεις αυτές αναιρούνταν μόνο σε βασιλικά συνοικέσια.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους κεκωλυμένοι θεωρούνταν οι εξής γάμοι· «ίνκεστος, ό εξ αίματος την σύστασιν έχων· οίον εις ανεψιάν, θείαν, εξαδέλφην· δαμνάτος ό κεκωλυμένος· οίον επίτροπος προς επιτροπενομένην και απελεύθερος προς πατρωνίσσαν· Νεφάριος δε ό παράνομος οίον πρός μοναχήν ή ασκήτριαν ή και την εξ αρπαγής».
Καθ’ όλα άψογος ήταν μόνον ο πρώτος γάμος, ιερός και απαραβίαστος στα μάτια της εκκλησίας, τον οποίο ο άνθρωπος απαγορευόταν να διασπάσει. Ο δεύτερος αντιμετώπιζε περιορισμούς και θεωρούνταν ως ευπρεπής μοιχεία. Ο τρίτος θεωρούνταν ως πολυγαμία. Χαρακτηριστικά επισημαίνει ο W. T Treadgold , αναφερόμενος στο πρόβλημα της τετραγαμίας του Λέοντα Στ’ του Σοφού, ότι το ακανθώδες ζήτημα της σύναψης πολλών γάμων αποτελούσε αίτιο σοβαρών αντιπαραθέσεων και επέσυρε αυστηρή τιμωρία.
Πάντως γενικά το πρόβλημα της διατήρησης της παρθενίας και το φαινόμενο της δευτερογαμίας θα πρέπει να ήταν συνηθισμένα στο Βυζάντιο εφόσον ο Ιωάννης Χρυσόστομος προέτρεπε· «Ού δύνασαι δια παρθενίας εισελθείν (στην εκκλησία); Είσελθε δια μονογαμίας. Ού δύνασαι διά μονογαμίας; Κάν διά δευτερογαμίας».
Οι μέλλοντες γαμπροί προτιμούσαν συνήθως παρθένους κι όχι χήρες προς σύναψη γάμου. Επίσης δεν επιτρεπόταν ο γάμος σε χήρα, εάν δεν είχε παρέλθει ο πένθιμος χρόνος, δηλαδή ένα έτος από το θάνατο του συζύγου εκτός αν εκείνη κατά το χρονικό αυτό διάστημα γεννούσε. Ο άνδρας δεν πενθούσε τη γυναίκα ούτε η μνηστή το μνηστήρα.
Απαγορευμένος ήταν και ο γάμος μεταξύ ατόμων προερχομένων από διαφορετικές τάξεις. Επί Ιουστινιανού όμως (λόγω Θεοδώρας) εμφανίστηκε μια χαλάρωση των αυστηρών αυτών κανόνων
Όσον αφορά την ενδυμασία των προσκεκλημένων και των μελλονύμφων, οι μεν πρώτοι φορούσαν το ένδυμα γάμου όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος παραπέμποντας στην Αγία Γραφή, δηλαδή τα καλύτερα φορέματά τους καθαρά κι όχι μαύρα. Η νύφη εμφανιζόταν λαμπροστολισμένη, καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι έως τα πόδια και δεν έπρεπε να φορά μαύρα παπούτσια. Η ενδυμασία του γαμπρού επίσης ήταν κατάλληλη για την περίσταση.
Την ώρα του γάμου κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης μουσικοί και δαδούχοι γιατί αρχικά τουλάχιστον, το μυστήριο γινόταν τη νύχτα. Μόλις ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του, προκαλούσαν θόρυβο κι έριχναν μήλα και τριαντάφυλλα. Στη συνέχεια παρουσιαζόταν η νύφη υπέροχα στολισμένη και καλυμμένη με πέπλο, ανέβαινε «επί οχήματος καταστέγου» και άρχιζε με τραγούδια η νυφική πομπή προς την εκκλησία την οποία έραιναν καθ’ οδόν με τριαντάφυλλα και βιολέτες, καίγοντας κατά διαστήματα αρωματικά ξύλα.
Το λουτρό της βασιλικής νύφης πραγματοποιούνταν την τρίτη ημέρα από την διεξαγωγή του γαμηλίου μυστηρίου, δεν φαίνεται όμως πιθανόν ότι το αυτό συνέβαινε και στην περίπτωση της λαϊκής κόρης. Ίσως εδώ το λουτρό να γινόταν πριν από το γάμο.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο γάμος ήταν καθαρά αστική υπόθεση, γι’ αυτό συνήθως την τελετή στέψης πραγματοποιούσε ο πατέρας του γαμπρού. Όμως ήδη από τον Δ’ αιώνα κάποιες οικογένειες καλούσαν προαιρετικά ιερέα για την «ευλογία». Τον ΣΤ’ αιώνα συνήθως ο πατριάρχης τελούσε τη στέψη στους αυτοκρατορικούς γάμους. Η Εκλογή επικύρωσε την εκκλησιαστική «ευλογία» ως εναλλακτική μορφή ολοκλήρωσης ενός νόμιμου γάμου και ο Λέων, με την 89η Νεαρά του, έδωσε για πρώτη φορά στην εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να νομιμοποιεί τους γάμους, θέτοντας στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τα νομικά προβλήματα του γάμου, το διαζύγιο και τις συνέπειές του. Η «ευλογία» έγινε υποχρεωτική και η εκκλησιαστική κανονική νομοθεσία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή των Βυζαντινών. Από τους Η’ και Θ’ αιώνες ο γάμος γινόταν υποχρεωτικά στο ναό από τον ιερέα της κοινότητας από τον επίσκοπο εάν οι μελλόνυμφοι ήταν ευπορότεροι.
Η ημέρα πραγματοποίησης της στέψης ήταν πάντοτε Κυριακή και ο χρόνος καθοριζόταν από την εκκλησία και τη λαϊκή πρόληψη. Κατά την τέλεση του γαμήλιου μυστηρίου, το ζευγάρι συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία με σκοπό να ταυτιστεί η ένωση με το σώμα και το αίμα του Χριστού και να αποκτήσει την ανάλογη ιερότητα.
Σύντεκνος [στεφάνων] ή παράνυμφος γινόταν συνήθως ο ανάδοχος, ο οποίος κρατούσε κατά την περιφορά τα στέφανα. Πριν από την τέλεση του μυστηρίου, ο ιερέας όφειλε να διερευνήσει εάν υπήρχαν κωλύματα που εμπόδιζαν τη σύναψη του γάμου. Στη συνέχεια ένωνε τα χέρια των μελλονύμφων κι ανταλλάσσονταν τα δακτυλίδια. Κατά την περιφορά τους έριχναν σουσάμι ή κριθάρι για την επίτευξη πολυγονία. Μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής οι προσκεκλημένοι ασπάζονταν τα στέφανα και τους μελλονύμφους με ευχές, προσφέροντας ταυτόχρονα δώρα.
Κατόπιν η νύφη κατευθυνόταν προς το σπίτι του γαμπρού υπό τους ήχους αυλού, κιθάρας και συνοδεία τραγουδιών. Τα άσματα αυτά, αρχικά λαϊκά, αντικαταστάθηκαν συν τω χρόνω, υπό την επίδραση της εκκλησίας, από θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι -όσο το δυνατόν πολυτελέστερο όπου γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά - προσέφεραν δώρα κι έψαλλαν παστικά άσματα στα οποία εξυμνούσαν τα προσόντα των νεονύμφων. Για την εκτέλεση των γαμήλιων χορών καλούνταν ορχηστές, γυναίκες του θεάτρου, μίμοι. Κατά την έναρξη του ολονυκτίου συμποσίου ο γαμπρός αντίκρυζε για πρώτη φορά τη νύφη σηκώνοντάς της το πέπλο ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν τραγουδώντας κατά διαστήματα τα επιθαλάμια και κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, τύμπανα και κρόταλα.
Τέλος, αφού έψαλλαν το κατακοιμητικό στο ζεύγος κι αυτό αποσυρόταν στο νυφικό θάλαμο, οι καλεσμένοι αποχωρούσαν. Τότε, πολλές φορές οι νεόνυμφοι αντί να περάσουν τη νύκτα σαν σύζυγοι αποφάσιζαν να λατρέψουν τα Θεία και να ζήσουν σαν αδελφοί· άλλοτε πάλι ο ένας από τους δύο κατέφευγε κρυφά στο βουνό ή σε μοναστήρι, επηρεασμένος από την ασκητική θρησκευτική τάση της εποχής*.
Το πρωί της επομένης ημέρας γινόταν το παραξύπνημα των συζύγων από συγγενείς και φίλους, οι οποίοι έψαλλαν τα ανάλογα άσματα. Παράλληλα εξέθεταν το χιτώνα της νύφης σε κοινή θέα ως πειστήριο της παρθενίας της· σε αντίθετη περίπτωση, ο σύζυγος θεωρούσε τον εαυτό του προσβεβλημένο και είχε το δικαίωμα να πάρει διαζύγιο.
Οι γαμήλιες διασκεδάσεις διαρκούσαν επτά ημέρες. Μετά το πέρας αυτών, ο ιερέας διάβαζε την ευχή λύσης του παστού και η όλη γαμήλια διαδικασία έπαιρνε τέλος.
Οι βασιλικοί γάμοι
Προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής της βασιλικής συζύγου
Στο Βυζάντιο, τουλάχιστον έως τον Γ αιώνα, ο βασιλέας δεν επηρεαζόταν ως προς την επιλογή της συζύγου του από τους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας που ίσχυαν στη Δύση και μάλιστα η βασιλική νύφη εκλεγόταν με έναν πρωτότυπο κι αρκετά αξιοπερίεργο τρόπο.
Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της αυτοκράτειρας Ειρήνης η οποία, όταν θέλησε να βρει σύζυγο για το γιο της Κωνσταντίνο Στ’, έστειλε απεσταλμένους ως τα πέρατα του Βυζαντίου με την εντολή να ανακαλύψουν και να οδηγήσουν στη Βασιλεύουσα τις ωραιότερες κόρες. Για να περιορίσει τον κύκλο της έρευνάς τους και προς διευκόλυνση του έργου τους, η βασίλισσα είχε προνοήσει να προσδιορίσει την ηλικία, το ανάστημα, ακόμη και το μέγεθος των υποδημάτων των υποψηφίων.
Επομένως, η εύρεση νύφης για τον αυτοκράτορα ή τον διάδοχο αποτελούσε μια από τις μέριμνες των ανακτόρων. Οι προϋποθέσεις για την αναρρίχηση στο θρόνο της αυγούστας, εκτός της ευγενικής καταγωγής η οποία επισημαίνεται από την εποχή που η βασιλεία έγινε κληρονομική, ήταν η παρθενία και η εξαίρετη εμφάνιση. Σύμφωνα με αυτά, ο Θεοδόσιος Β’ επιθυμούσε σύζυγο «νεωτέραν εύμορφον πάνυ... μόνον ευπρεπήν πάνυ» κι ως ανάλογη έλαβε την Αθηναϊδα η οποία μετονομάστηκε σε Ευδοκία· ο Κωνσταντίνος Στ’ νυμφεύθηκε την ωραιότατη Μαρία των Αρμενιάκων· ο Θεόφιλος την όμορφη Θεοδώρα, ο Μιχαήλ Γ’ την ωραία Ευδοκία και ο Λέων Στ’ την πανέμορφη Θεοφανώ.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τα οποία αποδεικνύουν τη σημασία του ωραίου παρουσιαστικού στην εκλογή της βασιλικής συζύγου. Τόση δε σπουδαιότητα αποκτούσε σε κάποιες περιπτώσεις το συγκεκριμένο προσόν, ώστε χάριν αυτού ανέρχονταν στο θρόνο γυναίκες κατωτέρων κοινωνικών τάξεων όπως η σύζυγος του Ιουστινιανού, Θεοδώρα και η σύζυγος του Ρωμανού Β’, Θεοφανώ.
Γενικά μέχρι τον Ι’ αιώνα οι αυτοκράτορες εξέλεγαν τη μελλοντική σύζυγό τους μέσω καλλιστείων στα οποία συμμετείχαν νέες επαρχιώτισσες με μοναδικά, φαινομενικά τουλάχιστον, προσόντα την υγεία και την ομορφιά τους. Ορισμένες φορές, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το πρότυπο εμφάνισης των υποψηφίων καλλονών καθοριζόταν από το ίδιο το παλάτι όπου λάμβανε χώρα η τελική επιλογή.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα βασικά χαρακτηριστικά που όφειλε να συγκεντρώνει η μέλλουσα αυγούστα ήταν: ανυπέρβλητη ωραιότητα, παρθενία, ευγένεια καταγωγής210 και άμεμπτη ηθική.
Στο Βυζάντιο επισημαίνονται γάμοι βασιλέων με θυγατέρες ηγεμόνων, συγκλητικών, πατρικίων και άλλων αξιωματούχων. Απαντώνται όμως παράλληλα και περιπτώσεις αυτοκρατόρων οι οποίοι νυμφεύθηκαν κόρες ταπεινής προελεύσεως όπως ο Ιουστίνος Α’ ή ο Ρωμανός που παντρεύτηκε τη Θεοφανώ, Κόρη καπήλου.
Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις οι ηγεμόνες δεν υπολόγιζαν ούτε την αριστοκρατική καταγωγή, εάν κατά την άποψή τους η ομορφιά μιας γυναίκας ανταποκρινόταν στο ιδανικό πρότυπο της αυγούστας. Το φαινόμενο αντανακλούσε την πεποίθησή τους ότι οι επίσημες τελετές οι οποίες συνόδευαν τη στέψη και το γάμο, είχαν την ισχύ να δώσουν στη μέλλουσα αυτοκράτειρα ένα χαρακτήρα εντελώς νέο και να μετατρέψουν μια κοινή θνητή σε ον υπερκόσμιο, την ενσάρκωση της παντοδυναμίας και της θεότητας [το περί θεότητας πρόκειται μάλλον για άποψη παρά ιστορικό κείμενο]. Η βυζαντινή βασίλισσα δεν ήταν απλά και μόνο σύντροφος και συνεργάτιδα του αυτοκράτορα. Από τη στιγμή που ανέβαινε στο θρόνο αποκτούσε πλήρη ηγεμονική εξουσία και πολύ συχνά διαδραμάτιζε σπουδαιότατο πολιτικό ρόλο.
Συνοικέσια μεταξύ των Ελλήνων αυτοκρατόρων και αλλοεθνών δυναστειών ήταν απαγορευμένα. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνον οι Φράγκοι, όπως ονομάζονταν τότε οι γερμανικοί και νεολατινικοί λαοί. Όμως, παρά την παράδοση, τα συνοικέσια με ξένους βασιλείς χρονολογούνται ήδη από τα μέσα του Η’ αιώνα, με μόνη απαράβατη αρχή το θρήσκευμα του προσώπου με το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το συνοικέσιο. Ας σημειωθεί επίσης ότι λόγω πολιτικών αναγκών οι Βυζαντινοί, από τους Η’ και Ι’ αιώνες, προχώρησαν τελικά σε σύναψη γάμων όχι μόνο με Φράγκους αλλά και με άλλα έθνη.
Κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, λόγω πολιτικών ελιγμών, η προσέλευση βασιλικών νυφών από το εξωτερικό έγινε πλέον γεγονός συνηθισμένο. Εξαιτίας αυτού, συμπεριλήφθηκε στην εθιμοτυπία της βυζαντινής Αυλής ολόκληρη διάταξη η οποία καθόριζε τις λεπτομέρειες της υποδοχής τους. Πάντως οι αυτοκράτορες αποδέχονταν τα συνοικέσια αυτά αποκλειστικά και μόνο για λόγους πολιτικούς που αφορούσαν στην ωφέλεια του Κράτους. Από την πλευρά τους σι ηγεμόνες των άλλων κρατών (από τους άρχοντες της Βουλγαρίας και της Γεωργίας έως τον ισχυρότερο μονάρχη του Μεσαίωνα Καρλομάγνο), θεωρούσαν τιμή τη συγγένεια με τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου λόγω του πλούτου, της μεγαλοπρέπειας και του πολιτιστικού επιπέδου της βυζαντινής Αυλής.
Επίσης συνέβαινε κάποτε οι αυτοκράτορες να κάνουν κατάχρηση του δικαιώματος ελεύθερης εκλογής νύφης. Καταπατούσαν κάθε διάταξη της πολιτείας ή της εκκλησίας η οποία προσδιόριζε τον βαθμό των συγγενικών σχέσεων, τον τρόπο διάλυσης του ήδη υπάρχοντος γάμου και της σύναψης νέου, τον αριθμό των γάμων. Η αυθαιρεσία αυτή προκάλεσε φοβερά σκάνδαλα τα οποία συντάραξαν την εκκλησία και την κοινωνία. Πάντως, ούτως ή άλλως το εμπόδιο της συγγένειας μπορούσε να υπερφαλαγγισθεί σε περιπτώσεις βασιλικών γάμων.
Όσον αφορά τις πριγκίπισσες, αυτές έπαιρναν ως συζύγους πρίγκιπες, γόνους ευγενών, στρατηγούς, στους οποίους αποδίδονταν διάφοροι τίτλοι πριν από το γάμο, προς εξύψωση της κοινωνικής τους θέσης.
Η προϋπόθεση της συμπλήρωσης των δώδεκα ετών για τη μνήστευση της κόρης δεν τηρούνταν σε βασιλικά πρόσωπα. Έτσι αναφέρονται γαμήλιες ενώσεις πριγκίπων και πριγκιπισσών πρόωρα συναπτόμενες κι εντελώς ασύμμετρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ανδρόνικος Κομνηνός ο οποίος σε ηλικία εξήντα πέντε ετών παντρεύτηκε την ενδεκάχρονη κόρη του Λουδοβίκου Ζ’, Άννα.
Όπως έχει προαναφερθεί, η λάμψη της βυζαντινής Αυλής ήταν τόση, ώστε όταν οι ξένοι ηγεμόνες πληροφορούνταν ότι στο Βυζάντιο υπήρχαν διαθέσιμοι γαμπροί ή νύφες, έσπευδαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους μέσω γραμμάτων ή απεσταλμένων.
Για την διεκπεραίωση του συνοικεσίου με μια αλλοδαπή νύφη, έπρεπε πρώτα να πειστούν οι Βυζαντινοί για την ωραιότητα και τα προσόντα της. Με αυτό το σκοπό έστελναν κάποιον αυλικό την εξετάσει. Κατόπιν, εάν οι πληροφορίες ήταν ικανοποιητικές, μετέβαινε επίσημη αποστολή προς επισύναψη συμφωνίας με ταυτόχρονη υπογραφή χρυσόβουλλων λόγων, απόδοση όρκων για επιβεβαίωση της επιγαμίας και σύνταξη των όρων του προικοσυμφώνου. Πολλές φορές μάλιστα παρέμενε εκεί κάποιος Έλληνας για να διδάξει στη μέλλουσα αυτοκράτειρα την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ήθη.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο αρραβώνας του Κωνσταντίνου Στ’ και της Rotrud ή Ερυθρώς, κόρης του Καρλομάγνου, κατά τη σύναψη του οποίου ανταλλάχτηκαν όρκοι κι ο ευνούχος Ελισσαίος ταξίδεψε στη Δύση με σκοπό να διδάξει στη νεαρή πριγκίπισσα Ελληνικά και βυζαντινή παιδεία. Κατά το ίδιο διάστημα, ζωγράφος της έκανε το πορτραίτο το οποίο προοριζόταν για το μνηστήρα.
Αμέσως μετά την άφιξή της στην Κωνσταντινούπολη για την τέλεση των γάμων, η ξένη πριγκίπισσα υιοθετούνταν από το βυζαντινό αυτοκρατορικό οίκο εγκαταλείποντας την προηγούμενη κοινωνική θέση, εθνικότητα και όνομα, βαφτιζόταν Χριστιανή, εάν δεν ήταν ήδη, κι αντικαθιστούσε το όνομά της με ελληνικό.
Πηγή: Αναστασία Δ. Βακαλούδη, Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη 1998.
*σπάνιες περιπτώσεις και συγκεκριμένης εποχής που αναφέρονται από την συγγραφέα διότι υπάρχουν βιβλιογραφικά καταγεγραμμένοι [παρατίθενται στο βιβλίο].