Αίγινα
Δημοσιεύτηκε: Τρί 02 Δεκ 2008, 13:03
“Αἰγινῆται δὲ οἰκοῦσιν ἔχοντες τὴν νῆσον ἀπαντικρὺ τῆς Ἐπιδαυρίας. ἀνθρώπους δ᾽ οὐκ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς λέγουσιν ἐν αὐτῇ γενέσθαι· Διὸς δὲ ἐς ἔρημον κομίσαντος Αἴγιναν τὴν Ἀσωποῦ τῇ μὲν τὸ ὄνομα ἐτέθη τοῦτο ἀντὶ Οἰνώνης, Αἰακοῦ δὲ αἰτήσαντος ὡς ηὐξήθη παρὰ Διὸς οἰκήτορας, οὕτω οἱ τὸν Δία ἀνεῖναι τοὺς ἀνθρώπους φασὶν ἐκ τῆς γῆς”
Παυσανίου περιήγησης, Κορινθιακά 29-2
“Το νησί αντίκρυ στην Επιδαύρια κατοικείται από τους Αιγινήτες. Σε αυτό το νησί λένε πως δεν υπήρχαν από την αρχή άνθρωποι. Όταν ο Δίας έφερε στο ακατοίκητο νησί την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού, το νησί πήρε το όνομα αυτό αντί του παλιού Οινώνη, κι όταν ο Αιακός, αφού μεγάλωσε, ζήτησε από το Δία κατοίκους, ο Δίας έβγαλε λένε τους ανθρώπους από τη γη”
1.1 Γενικά
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την Αίγινα, από τους αρχαίους ιστορικούς, καθώς οι αναφορές τους είναι ασαφείς. Από τις λίγες αυτές αναφορές, καθώς και από τα αρχαιολογικά πορίσματα, φαίνεται πως οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν στο νησί από την Πελοπόννησο, γύρω στο 3500 π.Χ. (Νεολιθική εποχή), και εγκαταστάθηκαν στο λόφο της Κολώνας (ονομάστηκε έτσι, λόγω του εναπομείναντος κίονα του ναού του Απόλλωνα ), όπου ζούσαν από τη ναυτιλία.
Από το 3000 π.Χ. και για 500 χρόνια, το νησί έμεινε έρημο. Στη συνέχεια όμως, νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα. Αυτοί ήταν οι Αιγαίοι, συγγενείς με τους Κρήτες, οι οποίοι έχτισαν ένα μεγάλο συνοικισμό στην Κολώνα και εμπορεύονταν με την Αττική, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τη Βοιωτία και την Κρήτη. Σ’ εκείνα τα χρόνια, η Αίγινα έζησε την Πρώτη περίοδο της εμπορικής ακμής της.
Η άνθιση όμως αυτή, γύρω στο 2000 π.Χ., διακόπηκε απότομα, καθώς εγκαταστάθηκαν στο νησί Ίωνες και Αχαιοί, υποτάσσοντας τους Αιγαίους. Επίσης, η κυριαρχία της Κρήτης στο Αιγαίο και τα λιμάνια της Μεσόγειου, ανάγκασαν σε περιορισμό τις οι εμπορικές συναλλαγές του νησιού, με Κόρινθο, Επίδαυρο, Μέγαρα και Βοιωτία.
Το ίδιο συνέβη και κατά την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1200 π.Χ.), όπου η Αίγινα έχασε τελείως την εμπορική σημασία της. Την ίδια εποχή, ένας άλλος συνοικισμός, χτίστηκε στο όρος της Αίγινας, από Θεσσαλούς. Και οι δύο συνοικισμοί, καταστράφηκαν στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., και μέχρι το 950 π.Χ. περίπου, η Αίγινα είχε ελάχιστο πληθυσμό.
Η μόνη ανάμνηση που διατηρήθηκε από εκείνα τα χρόνια, ήταν αυτή του μυθικού βασιλιά Αιακού, γιου του Δία και της Αίγινας. Ο Αιακός, βασίλεψε με τόση δικαιοσύνη και ευσέβεια, που έγινε ξακουστός σε όλη την Ελλάδα.
Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία, για τρία χρόνια. Απελπισμένοι οι Έλληνες, έτρεξαν στο μαντείο των Δελφών, όπου η Πυθία τους είπε πως μόνο αν προσευχηθεί ο Αιακός, θα βρέξει. Μόλις το έμαθε αυτό, ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή της Αίγινας, έκανε δέηση στον Δία, και αμέσως έβρεξε. Έτσι, γεμάτος ευγνωμοσύνη έχτισε ένα Ιερό αφιερωμένο στον Ελλάνιο ή Πανελλήνιο Δία για να τον ευχαριστήσει. Από τότε, το βουνό ονομάστηκε “ ῾Ελλάνιον ᾿Όρος”.
Το Ιερό του Πανελληνίου Διός
Ο Αιακός, είχε δύο γιους, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Αργότερα, απέκτησε και τον Φώκο, από άλλη γυναίκα. Μια μέρα όμως, τα αδέρφια του, που τον μισούσαν, τον σκότωσαν και έφυγαν από το νησί. Ο Πηλέας, με αρκετούς Μυρμιδόνες, πήγε στη Θεσσαλία, ενώ ο Τελαμώνας στη Σαλαμίνα. Ένα βράδυ, γύρισε, κρυφά, στην Αίγινα, και μετανιωμένος, έχτισε τον τάφο του Φώκου. Ο πατέρας του όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Για τη δικαιοσύνη του και τη μεγάλη του ευσέβεια, όταν πέθανε, έγινε κριτής του Άδη, μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα.
Οι αρχαιολόγοι, τοποθετούν τον Αιακό γύρω στον 13ο αιώνα π.Χ., και τον συνδέουν με τη λατρεία του Ελλανίου Διός, που είχε την κοιτίδα της στη Θεσσαλία.
Μετά το 950π.Χ., το εμπόριο στην Αίγινα, άρχισε σιγά-σιγά να ακμάζει. Στην αρχή, οι κάτοικοι, εμπορεύονταν με το Άργος, την Αττική, την Κόρινθο, τις Κυκλάδες και τη Ρόδο, και γύρω στο 734 π.Χ., επέκτειναν το εμπόριο τους, σε όλη τη Μεσόγειο.
Ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα, που γύρω στο 650 π.Χ., έκοψαν νόμισμα, το οποίο διευκόλυνε το εμπόριο. Το νόμισμα ονομάστηκε “χελώνη”, καθώς είχε έμβλημα τη θαλάσσια χελώνα, και ήταν βαρύ ασημένιο.
Χελώνη (7ος-6ος αι. π.Χ.)
Η εποχή εκείνη, και μέχρι το 459π.Χ. που καταστράφηκε από τους Αθηναίους, ήταν η καλύτερη για την Αίγινα. Ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά πολύ, και ο λόφος της Κολώνας, γέμισε ναούς, ιερά, δημόσια κτίρια και σπίτια, καθώς και ισχυρά τείχη. Είχε γίνει η ακρόπολη του νησιού ή το “᾿επιφανέστατον”, όπως την ονομάζει ο Παυσανίας. Τότε άκμασε και η αιγινήτικη πλαστική με περίφημους γλύπτες τον Κάλλων, τον Ονάτα και τον Αναξαγόρα.
Οι Αθηναίοι έβλεπαν την Αίγινα, σαν έναν μεγάλο κίνδυνο, καθώς είχε αρκετά μεγάλο στόλο, γεωγραφική θέση που της επέτρεπε να ελέγχει τον Πειραιά και ήταν φιλική προς τη Σπάρτη. Έτσι, όταν έμαθαν πως θα συμμαχήσει με την Κόρινθο, αποφάσισαν να την καταστρέψουν.
Τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), οι Αθηναίοι, για να απαλλαγούν από τους Αιγινήτες, τους έδιωξαν από το νησί. Ε-κείνοι πήγαν στην Πελοπόννησο και οι Σπαρτιάτες τους έδωσαν να κατοικήσουν τη Θυρέα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος (404 π.Χ.), ο Λύσανδρος ξαναέφερε στην Αίγινα όσους είχαν απομείνει. Το νησί όμως δεν ξαναβρήκε την παλιά του δραστηριότητα. Μόνο την περίοδο του Μ. Αλεξάνδρου, υπήρχε κάποια οικονομική άνεση, καθώς επισκευάστηκαν πολλά δημόσια κτίρια, το θέατρο και το στάδιο, με δωρεά του Λάμπωνος.
Όμως, το 210 π.Χ., την Αίγινα κατέλαβαν οι βασιλείς της Περγάμου. Η κατάκτηση αυτή, έφερε πολλές καταστροφές, ένα μέρος του πληθυσμού χάθηκε και πολλά έργα τέχνης (π.χ. ο Απόλλων του Ονάτα), μεταφέρθηκαν στην Πέργαμο. Το 133 π.Χ., ο Άτταλος ο Γ’, βασιλιάς της Περγάμου, κληροδότησε το κράτος του (μαζί με την Αίγινα) στους Ρωμαίους. Τότε το νησί φτώχυνε ολότελα, ο κόσμος πεινούσε και υπέφερε από τις επιδρομές των πειρατών. Όταν το 150 μ.Χ., πέρασε από το νησί ο Παυσανίας, το βρήκε τελείως ξεπεσμένο.
Τον 3ο αιώνα μ.Χ. (Βυζαντινή εποχή), ο πληθυσμός της Αίγινας αυξήθηκε ξαφνικά, καθώς με τις επιδρομές των Γότθων και των Ερούλων,
ο κόσμος αναγκάστηκε να φύγει από τις γύρω στεριές. Για να ανοίξουν χώρο, γκρέμισαν τα δημόσια κτίρια, πήραν υλικό από τα αρχαία οικοδομήματα, οχύρωσαν την πόλη και έχτισαν μεγάλες εκκλησίες.
Ακόμη περισσότεροι πρόσφυγες, μαζεύτηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ., με τις επιδρομές των Αβάρων. Αργότερα όμως, οι πειρατές, και μάλιστα οι Σαρακηνοί της Κρήτης, άρχισαν να λεηλατούν τα παράλια και να αιχμαλωτίζουν τους κατοίκους. Μόνο οι βυζαντινοί διοικητές έβλεπαν με απάθεια την κατάσταση, φροντίζοντας μάλιστα να επιβάλλουν και βαριούς φόρους. Ειδικά μετά την επιδρομή του 896, κάποιοι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό του νησιού και έχτισαν την πόλη “Αίγενα” (σημερινή Παλιαχώρα) και έτσι, η παραλία έμεινε χρόνια έρημη.
Το 1204, όταν οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, η Αίγινα, μαζί με όλα τα λιμάνια του βυζαντινού κράτους, παραχωρήθηκε στους Φράγκους και στη συνέχεια σε Βενετούς (1451-1540). Το 1537 όμως, καταστράφηκε ξανά από τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα, (αρχηγό στόλου του σουλτάνου Σουλεϊμάν, που είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Βενετία). Έτσι, το 1540, η Βενετία παραχώρησε το νησί στους Τούρκους. Τότε , όσοι κάτοι-κοι είχαν κρυφτεί ή εξαγοραστεί, μαζεύτηκαν πάλι στην Παλιαχώρα, επι-σκεύασαν κάποιες εκκλησίες και έχτισαν νέα σπίτια. Ο τουρκοβενετικός πόλεμος όμως, συνεχιζόταν και το 1687, η Αίγινα ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών, μέχρι το 1715, που την ξαναπήραν οι Τούρκοι. Όταν πέρασε ο Chandler to 1765, είδε μόνο τους μόλους των λιμανιών, που ξεχώριζαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, το ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου και έναν τετράγωνο πύργο, το Μπούρτζι, που είχαν χτίσει οι Βενετοί το 1693.
Η σημαία της Αίγινας
Από το 1800, οι Αιγινήτες, είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν πάλι στην παραλία. Έτσι το 1828, όταν έγινε προσωρινή πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ήταν πια μία μικρή πόλη. Στα παλιότερα κτίρια, προστέθηκαν τα σπίτια των πολιτικών και στρατιωτικών της εποχής, και το λιμάνι επισκευάστηκε, από τον Καποδίστρια, με πέτρες από τα θεμέλια του ναού του Απόλλωνα. Επίσης χτίστηκαν μαγαζιά, όπου πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, εμπορεύονταν τρόφιμα και είδη πολυτελείας από την Ευρώπη. Υπήρχαν επίσης, μερικά καφενεία και δύο ξενοδοχεία. Τότε άρχισαν και οι πρώτες προσπάθειες να ιδρυθούν ορφανοτροφείο, σχολεία, τυπογραφείο, μουσείο, βιβλιοθήκη, να συστηθεί η εθνική τράπεζα και γε-νικά να οργανωθεί το κράτος. Όταν στις 3 Οκτωβρίου, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, ο πληθυσμός της Αίγινας ελαττώθηκε στο μισό. Το ορφανοτροφείο, τα σχολεία και το νομισματοκοπείο, λειτούργησαν για λίγα χρόνια ακόμα.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Παυσανίου περιήγησης, Κορινθιακά 29-2
“Το νησί αντίκρυ στην Επιδαύρια κατοικείται από τους Αιγινήτες. Σε αυτό το νησί λένε πως δεν υπήρχαν από την αρχή άνθρωποι. Όταν ο Δίας έφερε στο ακατοίκητο νησί την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού, το νησί πήρε το όνομα αυτό αντί του παλιού Οινώνη, κι όταν ο Αιακός, αφού μεγάλωσε, ζήτησε από το Δία κατοίκους, ο Δίας έβγαλε λένε τους ανθρώπους από τη γη”
1.1 Γενικά
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την Αίγινα, από τους αρχαίους ιστορικούς, καθώς οι αναφορές τους είναι ασαφείς. Από τις λίγες αυτές αναφορές, καθώς και από τα αρχαιολογικά πορίσματα, φαίνεται πως οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν στο νησί από την Πελοπόννησο, γύρω στο 3500 π.Χ. (Νεολιθική εποχή), και εγκαταστάθηκαν στο λόφο της Κολώνας (ονομάστηκε έτσι, λόγω του εναπομείναντος κίονα του ναού του Απόλλωνα ), όπου ζούσαν από τη ναυτιλία.
Από το 3000 π.Χ. και για 500 χρόνια, το νησί έμεινε έρημο. Στη συνέχεια όμως, νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα. Αυτοί ήταν οι Αιγαίοι, συγγενείς με τους Κρήτες, οι οποίοι έχτισαν ένα μεγάλο συνοικισμό στην Κολώνα και εμπορεύονταν με την Αττική, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τη Βοιωτία και την Κρήτη. Σ’ εκείνα τα χρόνια, η Αίγινα έζησε την Πρώτη περίοδο της εμπορικής ακμής της.
Η άνθιση όμως αυτή, γύρω στο 2000 π.Χ., διακόπηκε απότομα, καθώς εγκαταστάθηκαν στο νησί Ίωνες και Αχαιοί, υποτάσσοντας τους Αιγαίους. Επίσης, η κυριαρχία της Κρήτης στο Αιγαίο και τα λιμάνια της Μεσόγειου, ανάγκασαν σε περιορισμό τις οι εμπορικές συναλλαγές του νησιού, με Κόρινθο, Επίδαυρο, Μέγαρα και Βοιωτία.
Το ίδιο συνέβη και κατά την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1200 π.Χ.), όπου η Αίγινα έχασε τελείως την εμπορική σημασία της. Την ίδια εποχή, ένας άλλος συνοικισμός, χτίστηκε στο όρος της Αίγινας, από Θεσσαλούς. Και οι δύο συνοικισμοί, καταστράφηκαν στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., και μέχρι το 950 π.Χ. περίπου, η Αίγινα είχε ελάχιστο πληθυσμό.
Η μόνη ανάμνηση που διατηρήθηκε από εκείνα τα χρόνια, ήταν αυτή του μυθικού βασιλιά Αιακού, γιου του Δία και της Αίγινας. Ο Αιακός, βασίλεψε με τόση δικαιοσύνη και ευσέβεια, που έγινε ξακουστός σε όλη την Ελλάδα.
Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία, για τρία χρόνια. Απελπισμένοι οι Έλληνες, έτρεξαν στο μαντείο των Δελφών, όπου η Πυθία τους είπε πως μόνο αν προσευχηθεί ο Αιακός, θα βρέξει. Μόλις το έμαθε αυτό, ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή της Αίγινας, έκανε δέηση στον Δία, και αμέσως έβρεξε. Έτσι, γεμάτος ευγνωμοσύνη έχτισε ένα Ιερό αφιερωμένο στον Ελλάνιο ή Πανελλήνιο Δία για να τον ευχαριστήσει. Από τότε, το βουνό ονομάστηκε “ ῾Ελλάνιον ᾿Όρος”.
Το Ιερό του Πανελληνίου Διός
Ο Αιακός, είχε δύο γιους, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Αργότερα, απέκτησε και τον Φώκο, από άλλη γυναίκα. Μια μέρα όμως, τα αδέρφια του, που τον μισούσαν, τον σκότωσαν και έφυγαν από το νησί. Ο Πηλέας, με αρκετούς Μυρμιδόνες, πήγε στη Θεσσαλία, ενώ ο Τελαμώνας στη Σαλαμίνα. Ένα βράδυ, γύρισε, κρυφά, στην Αίγινα, και μετανιωμένος, έχτισε τον τάφο του Φώκου. Ο πατέρας του όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Για τη δικαιοσύνη του και τη μεγάλη του ευσέβεια, όταν πέθανε, έγινε κριτής του Άδη, μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα.
Οι αρχαιολόγοι, τοποθετούν τον Αιακό γύρω στον 13ο αιώνα π.Χ., και τον συνδέουν με τη λατρεία του Ελλανίου Διός, που είχε την κοιτίδα της στη Θεσσαλία.
Μετά το 950π.Χ., το εμπόριο στην Αίγινα, άρχισε σιγά-σιγά να ακμάζει. Στην αρχή, οι κάτοικοι, εμπορεύονταν με το Άργος, την Αττική, την Κόρινθο, τις Κυκλάδες και τη Ρόδο, και γύρω στο 734 π.Χ., επέκτειναν το εμπόριο τους, σε όλη τη Μεσόγειο.
Ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα, που γύρω στο 650 π.Χ., έκοψαν νόμισμα, το οποίο διευκόλυνε το εμπόριο. Το νόμισμα ονομάστηκε “χελώνη”, καθώς είχε έμβλημα τη θαλάσσια χελώνα, και ήταν βαρύ ασημένιο.
Χελώνη (7ος-6ος αι. π.Χ.)
Η εποχή εκείνη, και μέχρι το 459π.Χ. που καταστράφηκε από τους Αθηναίους, ήταν η καλύτερη για την Αίγινα. Ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά πολύ, και ο λόφος της Κολώνας, γέμισε ναούς, ιερά, δημόσια κτίρια και σπίτια, καθώς και ισχυρά τείχη. Είχε γίνει η ακρόπολη του νησιού ή το “᾿επιφανέστατον”, όπως την ονομάζει ο Παυσανίας. Τότε άκμασε και η αιγινήτικη πλαστική με περίφημους γλύπτες τον Κάλλων, τον Ονάτα και τον Αναξαγόρα.
Οι Αθηναίοι έβλεπαν την Αίγινα, σαν έναν μεγάλο κίνδυνο, καθώς είχε αρκετά μεγάλο στόλο, γεωγραφική θέση που της επέτρεπε να ελέγχει τον Πειραιά και ήταν φιλική προς τη Σπάρτη. Έτσι, όταν έμαθαν πως θα συμμαχήσει με την Κόρινθο, αποφάσισαν να την καταστρέψουν.
Τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), οι Αθηναίοι, για να απαλλαγούν από τους Αιγινήτες, τους έδιωξαν από το νησί. Ε-κείνοι πήγαν στην Πελοπόννησο και οι Σπαρτιάτες τους έδωσαν να κατοικήσουν τη Θυρέα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος (404 π.Χ.), ο Λύσανδρος ξαναέφερε στην Αίγινα όσους είχαν απομείνει. Το νησί όμως δεν ξαναβρήκε την παλιά του δραστηριότητα. Μόνο την περίοδο του Μ. Αλεξάνδρου, υπήρχε κάποια οικονομική άνεση, καθώς επισκευάστηκαν πολλά δημόσια κτίρια, το θέατρο και το στάδιο, με δωρεά του Λάμπωνος.
Όμως, το 210 π.Χ., την Αίγινα κατέλαβαν οι βασιλείς της Περγάμου. Η κατάκτηση αυτή, έφερε πολλές καταστροφές, ένα μέρος του πληθυσμού χάθηκε και πολλά έργα τέχνης (π.χ. ο Απόλλων του Ονάτα), μεταφέρθηκαν στην Πέργαμο. Το 133 π.Χ., ο Άτταλος ο Γ’, βασιλιάς της Περγάμου, κληροδότησε το κράτος του (μαζί με την Αίγινα) στους Ρωμαίους. Τότε το νησί φτώχυνε ολότελα, ο κόσμος πεινούσε και υπέφερε από τις επιδρομές των πειρατών. Όταν το 150 μ.Χ., πέρασε από το νησί ο Παυσανίας, το βρήκε τελείως ξεπεσμένο.
Τον 3ο αιώνα μ.Χ. (Βυζαντινή εποχή), ο πληθυσμός της Αίγινας αυξήθηκε ξαφνικά, καθώς με τις επιδρομές των Γότθων και των Ερούλων,
ο κόσμος αναγκάστηκε να φύγει από τις γύρω στεριές. Για να ανοίξουν χώρο, γκρέμισαν τα δημόσια κτίρια, πήραν υλικό από τα αρχαία οικοδομήματα, οχύρωσαν την πόλη και έχτισαν μεγάλες εκκλησίες.
Ακόμη περισσότεροι πρόσφυγες, μαζεύτηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ., με τις επιδρομές των Αβάρων. Αργότερα όμως, οι πειρατές, και μάλιστα οι Σαρακηνοί της Κρήτης, άρχισαν να λεηλατούν τα παράλια και να αιχμαλωτίζουν τους κατοίκους. Μόνο οι βυζαντινοί διοικητές έβλεπαν με απάθεια την κατάσταση, φροντίζοντας μάλιστα να επιβάλλουν και βαριούς φόρους. Ειδικά μετά την επιδρομή του 896, κάποιοι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό του νησιού και έχτισαν την πόλη “Αίγενα” (σημερινή Παλιαχώρα) και έτσι, η παραλία έμεινε χρόνια έρημη.
Το 1204, όταν οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, η Αίγινα, μαζί με όλα τα λιμάνια του βυζαντινού κράτους, παραχωρήθηκε στους Φράγκους και στη συνέχεια σε Βενετούς (1451-1540). Το 1537 όμως, καταστράφηκε ξανά από τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα, (αρχηγό στόλου του σουλτάνου Σουλεϊμάν, που είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Βενετία). Έτσι, το 1540, η Βενετία παραχώρησε το νησί στους Τούρκους. Τότε , όσοι κάτοι-κοι είχαν κρυφτεί ή εξαγοραστεί, μαζεύτηκαν πάλι στην Παλιαχώρα, επι-σκεύασαν κάποιες εκκλησίες και έχτισαν νέα σπίτια. Ο τουρκοβενετικός πόλεμος όμως, συνεχιζόταν και το 1687, η Αίγινα ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών, μέχρι το 1715, που την ξαναπήραν οι Τούρκοι. Όταν πέρασε ο Chandler to 1765, είδε μόνο τους μόλους των λιμανιών, που ξεχώριζαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, το ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου και έναν τετράγωνο πύργο, το Μπούρτζι, που είχαν χτίσει οι Βενετοί το 1693.
Η σημαία της Αίγινας
Από το 1800, οι Αιγινήτες, είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν πάλι στην παραλία. Έτσι το 1828, όταν έγινε προσωρινή πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ήταν πια μία μικρή πόλη. Στα παλιότερα κτίρια, προστέθηκαν τα σπίτια των πολιτικών και στρατιωτικών της εποχής, και το λιμάνι επισκευάστηκε, από τον Καποδίστρια, με πέτρες από τα θεμέλια του ναού του Απόλλωνα. Επίσης χτίστηκαν μαγαζιά, όπου πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, εμπορεύονταν τρόφιμα και είδη πολυτελείας από την Ευρώπη. Υπήρχαν επίσης, μερικά καφενεία και δύο ξενοδοχεία. Τότε άρχισαν και οι πρώτες προσπάθειες να ιδρυθούν ορφανοτροφείο, σχολεία, τυπογραφείο, μουσείο, βιβλιοθήκη, να συστηθεί η εθνική τράπεζα και γε-νικά να οργανωθεί το κράτος. Όταν στις 3 Οκτωβρίου, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, ο πληθυσμός της Αίγινας ελαττώθηκε στο μισό. Το ορφανοτροφείο, τα σχολεία και το νομισματοκοπείο, λειτούργησαν για λίγα χρόνια ακόμα.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)