Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.

Δημοσίευση από karipis » Κυρ 18 Απρ 2010, 20:34

Ένδυση-υπόδυση

Στη συνέχεια θα περιγράψουμε τούς βασικούς τύπους των ελληνικών ενδυμάτων. Σε αντίθεση με τα ενδύματα της μινωικής-μυκηναϊκής περιόδου (ιδιαίτερα δε τα γυναικεία, όπως φούστες με βολάν, φορέματα και μπλούζες με χειρίδες, τα οποία προϋποθέτουν ράψιμο και ειδικό κόψιμο),τουλάχιστον από την αρχαϊκή εποχή κι έπειτα —γιατί κατά τη γεωμετρική εποχή οι παραστάσεις είναι πολύ σχηματοποιημένες για να μπορούμε να κάνουμε ακριβείς αναπαραστάσεις— τα ενδύματα είχαν ως βάση ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι ακριβώς όπως έβγαινε από τον αργαλειό ή, αν δεν έφτανε το πλάτος του, περισσότερα κομμάτια υφάσματος ραμμένα μαζί. Για το γυναικείο ένδυμα, τον μάλλινο πέπλο —την εσθήτα Δωρίδα του Ηροδότου (V, 87)— το ορθογώνιο ύφασμα δεν χρειαζόταν να ραφτεί. Κατ’ αρχάς διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του μια φορά προς τα έξω, σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο, το απόπτυγμα, που έπεφτε προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Ή κλειστή πλευρά του υφάσματος βρίσκονταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του σώματος. Με πόρπες και περόνες καρφίτσωναν την επάνω παρυφή του υφάσματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται άνοιγμα για τον λαιμό και τον δεξιό βραχίονα. Στην αριστερή του πλευρά ό πέπλος είχε μ’ αυτόν τον τρόπο δυο παρυφές κάτω και τέσσερεις παρυφές επάνω, στο ύψος του αποπτύγματος (είκ10α• παράσταση αγγείου: εικ. 25). Για να πετύχουν αντί του πέπλου που ήταν ανοιχτός στο πλάι έναν πέπλο ολόγυρα κλειστό, είχαν ως βάση, πριν το διπλώσουν, ένα ύφασμα ραμμένο στη μακριά του πλευρά, δηλαδή σωληνοειδούς σχήματος, στο οποίο επίσης έφτιαχναν απόπτυγμα και το στερέωναν με τον ίδιο τρόπο όπως και τον ανοικτό πέπλο (εικ. 10β).
Ο δεύτερος βασικός τύπος ενδύματος, ό χιτών —η Ιάς εσθής του Ηροδότου (V, 87)—, φοριόταν τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες και ήταν λινός. Και εδώ το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές, όπως στον κλειστό πέπλο, συνήθως όμως χωρίς απόπτυγμα. Διακρίνονται και πάλι δυο διαφορετικά είδη χιτώνα: ο φαρδύς χιτώνας είναι
ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή είναι κλεισμένος με μια σειρά από μικρά κουμπιά (εικ. 11α). Ο στενός χιτώνας αντίθετα είναι εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονται στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών. Γι’ αυτό το είδος χιτώνα χρειάζεται ένας πιο στενός υφασμάτινος σωλήνας (εικ. 11β). Εάν τραβήξει κανείς στον φαρδύ χιτώνα το ύφασμα στο ύψους της μασχάλης προς τα επάνω, τότε δημιουργούνται ανάλογα με το φάρδος μεγάλα ή μικρά ανοίγματα που μοιάζουν με χειρίδες, τα οποία φέρουν στην επάνω πλευρά τους ραφή ή σειρά κουμπιών (παράσταση αγγείου: εικ. 24)• στον στενό χιτώνα οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά. Ο πέπλος και ό χιτώνας φοριούνταν συχνά με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο. Από την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο σώζονται πολλές παραστάσεις ανδρικών μορφών με κοντό χιτώνα, στον οποίο ένα τμήμα του υφάσματος περνάει κάτω από τον καβάλο από πίσω προς τα εμπρός και κατόπιν στερεώνεται στη ζώνη με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σόρτς.
Όσοι ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες και αυτοί που χρειάζονταν όσο το δυνατόν περισσότερη ελευθερία κινήσεων στην εργασία τους φορούσαν έναν κοντό, ζωσμένο χιτώνα (χιτών ετερομάσχαλος, εξωμίς σύμφωνα με την αρχαιολογική ορολογία) με ένα μόνο άνοιγμα για το βραχίονα, ενώ ό δεξιός ώμος και ό δεξιός βραχίονας έμεναν ακάλυπτοι (πήλινο ειδώλιο: εικ. 28).
Ως χαρακτηριστικό εξωτερικό γυναικείο ένδυμα τής αρχαϊκής περιόδου—ή ένδυση αυτής της περιόδου θα πρέπει να επανεξεταστεί στο σύνολό της με βάση τα ευρήματα— μπορούμε να αναφέρουμε το λεγόμενο λοξό ιμάτιον, το οποίο μαρτυρείται από το 700 π.Χ. περίπου, αρχικά σε ιωνικά αγαλμάτια από πηλό, αργότερα και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και είναι κυρίως γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες τής Ακρόπολης των Αθηνών. Ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν συνήθως κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από τον δεξιό βραχίονα. Από αυτήν την πλευρά έπεφτε ανοικτό προς τα κάτω (παράσταση σε νόμισμα: εικ. 27). Μερικές Κόρες φέρουν πάνω από τον συνήθη μακρύ χιτώνα εκτός από το λοξό ιμάτιο και μια φούστα στερεωμένη με ζώνη.
Το επανωφόρι ήταν κι αυτό, πριν φορεθεί, ένα ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος. Και πάλι διακρίνονται δύο διαφορετικοί βασικοί τύποι: το ιμάτιον, που ήταν απλώς τυλιγμένο, και η χλαμύς, που στερεωνόταν με πόρπη. Το ιμάτιο μπορούσε, ανάλογα με την προτίμηση και την περίπτωση, να διπλωθεί με διάφορους τρόπους, να πέφτει π.χ. ελεύθερο στην πλάτη, με δυο άκρες που περνούσαν πάνω από τους ωμούς προς τα εμπρός και κρέμονταν προς τα κάτω (παράσταση σε αγγείο: εικ. 19) ή να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς απλώς ή να καλύπτει τούς γοφούς και ή μια άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα εμπρός (παράσταση σε αγγείο: εικ. 19)• καμιά φορά τύλιγαν επίσης ολόκληρο το σώμα μαζί με τους βραχίονες (πήλινο ειδώλιο: εικ. 30). Αλλά και ένα τμήμα τού φάσματος μπορούσε να καλύψει ως είδος πέπλου ή κουκούλας το κεφάλι. Υπήρχαν λοιπόν απεριόριστες δυνατότητες στη χρήση τού υφάσματος αυτού.
Ενώ το ιμάτιο μπορούσε να φορεθεί τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες, η χλαμύδα προοριζόταν αποκλειστικά για τους άντρες. Κατά κανόνα ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μια φορά καθέτως και στερεωνόταν στον δεξιό ώμο με πόρπη ή με περόνη με τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτεται ό αριστερός βραχίονας από την κλειστή πλευρά τού υφάσματος, ενώ ό δεξιός να μένει τελείως ακάλυπτος (εικ. 12• παράσταση σε αγγείο: εικ. 32).Αν ήθελε κανείς να έχει και τα δυο χέρια ελεύθερα, όπως ήταν π.χ. απαραίτητο στους ιππείς, μπορούσε να τραβήξει το επανωφόρι με τέτοιον τρόπο, ώστε η πόρπη να βρίσκεται μπροστά, στο μέσον τού στήθους. Αυτή τη μορφή είχε η ξειρά, το επανωφόρι των ιππέων, ήταν όμως από βαρύ ύφασμα. Ή χλαμύδα ήταν εν γένει περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών. Στην ελληνιστική εποχή εμφανίστηκε και η ημικυκλική χλαμύδα (πήλινο ειδώλιο: εικ. 31). Όπως μαρτυρεί μια σειρά παραστάσεων —για παράδειγμα ό Ερμής τού Πραξιτέλη στην Ολυμπία— μπορούσε κανείς να βγάλει τη χλαμύδα του χωρίς να ανοίξει την πόρπη, δηλαδή από το κεφάλι.
Αυτοί οι βασικοί τύποι ενδυμάτων που παρουσιάστηκαν συνοπτικά παρέμειναν οι ίδιοι για αιώνες. Λόγω της σχετικά απλής βασικής τους μορφής, μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς τον διάκοσμο ή τον τρόπο που ήταν διπλωμένοι, στερεωμένοι ή ζωσμένοι, ανάλογα με το τι επέβαλλε η μόδα της εποχής. Ή μόδα υπαγόρευε επίσης και την προτίμηση για έναν ορισμένο τύπο ενδύματος ή για συνδυασμούς ενδυμάτων. Με βάση τις παραστάσεις στην τέχνη και τις γραπτές μαρτυρίες που συνάδουν μαζί τους μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις αλλαγές στην ελληνική μόδα. Έτσι, το σύνηθες γυναικείο ένδυμα στη μελανόμορφη αττική αγγειογραφία μέχρι το 540-530 π.Χ. περίπου είναι ό πέπλος, που στερεωνόταν με μακριές περόνες στον ώμο, όπως μας δείχνουν λεπτομερείς παραστάσεις. Κατόπιν, ως το τέλος της αρχαϊκής περιόδου περίπου (περί το 490 π.Χ.) στις παραστάσεις απεικονίζονται σχεδόν μόνο γυναίκες με ραμμένους χιτώνες. Σωστά συνδέθηκε αυτή η εντυπωσιακή αλλαγή στη γυναικεία μόδα με την αναφορά του Ηροδότου (V, 87 κ.ε.) στο γεγονός ότι οι Αθηναίες ήταν υποχρεωμένες από το κράτος να φορούν τον ιωνικό χιτώνα αντί για την εσθήτα Δωρίδα, από τότε που σκότωσαν με τις περόνες τους τον μοναδικό επιζώντα Αθηναίο από θλίψη για το χαμό των άντρων τους στην ατυχή πολεμική διένεξη με τους Αιγινήτες. Ο Ηρόδοτος βέβαια δίνει μια ερμηνεία για την αλλαγή στη μόδα η οποία ούτως ή άλλως κάποτε θα είχε λάβει χώρα λόγω των μεταβολών σε θέματα γούστου. Η αλλαγή αυτή στη μόδα μαρτυρείται και από ταφικά ευρήματα: ενώ σε παλαιότερες ταφές βρίσκονταν δύο πόρπες ή περόνες στο ύψους των ώμων, αυτό δεν ισχύει στις ταφές των υστεροαρχαϊκών χρόνων.
Οι παραστάσεις πιστοποιούν μέχρι τα τέλη τής αρχαϊκής εποχής την προτίμηση σε πλούσια και πολυποίκιλτα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν στα γυναικεία ενδύματα. Κατόπιν ακολουθεί μια αλλαγή: αρχίζουν να προτιμώνται τα μονόχρωμα ή τα διακριτικά διακοσμημένα υφάσματα. Πρόκειται για την μετρία εσθήτα, την οποία αναφέρει ό Θουκυδίδης (1, 6). Το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. η μόδα αλλάζει και πάλι: πολύχρωμα μοτίβα, συχνά με διακοσμητικά στοιχεία που προέρχονται από την Ανατολή —ο Ευριπίδης τα ονομάζει βαρβάρων υφάσματα (Ίων 1159)— γίνονται και πάλι προσφιλή και παραμένουν και κατά την ελληνιστική εποχή στη γυναικεία μόδα και όχι μόνο. Ακόμη και τα πολλά διακοσμητικά στοιχεία που γνωρίζουμε μέσω των καταλόγων του ιερού της Βραυρώνας ανήκουν σε αυτή την τάση. Από τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. έρχεται στη γυναικεία μόδα το ένδυμα που ζώνεται πολύ ψηλά, κάτω από το στήθος.
Η εγκατάλειψη των πλούσια διακοσμημένων υφασμάτων στην αρχή της κλασικής περιόδου συμπίπτει χρονικά με την επαναφορά τής Δωρίδος εσθήτος, δηλαδή του στερεωμένου πέπλου, τουλάχιστον στην Αθήνα. Ο πέπλος όμως χρησιμοποιείται τώρα στην πραγματική ζωή συνήθως ως επανωφόρι, πάνω από το χιτώνα. Οι πολυάριθμες απεικονίσεις γυναικείων θεοτήτων και ηρωίδων τής κλασικής εποχής μόνο με πέπλο, και μάλιστα ανοιχτό στο πλάι, δεν ανταποκρίνονται λοιπόν στην πραγματικότητα. Η εξιδανικευμένη γυναικεία ενδυμασία του είδους αυτού αντιστοιχεί δίχως άλλο στην ηρωική γυμνότητα τής ανδρικής μορφής. Παράλληλα με την αλλαγή στη γυναικεία μόδα κατά το τέλος τής αρχαϊκής εποχής παρατηρείται και μια αλλαγή στην ανδρική ένδυση: στη θέση του μακριού χιτώνα, που τώρα θεωρείται «ένδυμα εργασίας» των ιερέων, των ηνιόχων, των κιθαρωδών κ.λπ., φορούν έναν κοντό χιτώνα ως εσώρουχο. Σύμφωνα με φιλολογικές πηγές και τους καταλόγους των θησαυρών, είδος πολυτελείας και μόδας ήταν οι αμοργινοί χιτώνες, οι οποίοι ήταν τόσο λεπτοί που φαινόταν από μέσα το γυμνό γυναικείο σώμα (πρβλ. Αριστοφάνη, Λυσιστράτη 148 κ.ε.). Είναι ευνόητο λοιπόν ότι αποτελούσαν μέσο έκφρασης της γυναικείας φιλαρέσκειας. Δεν αποκλείεται να επρόκειτο για μεταξωτά υφάσματα, όπως εκείνα πού αναφέρονται στη μετέπειτα λατινική γραμματειακή παράδοση ως vestes bombycinae καί coae vestes. Το γνήσιο μετάξι από την Κίνα ήταν γνωστό στην Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρεί ένα ταφικό εύρημα από τον Κεραμεικό. Χιτώνες από πολύ λεπτά, μάλλον μεταξωτά υφάσματα δεν χρησίμευαν μόνο ως εσώρουχα κατά την ελληνιστική εποχή, αλλά πολύ περισσότερο φοριούνταν επάνω από τον κοινό χιτώνα, όπως φαίνεται σε πολλά ενδεδυμένα αγάλματα.
Σειρά έχει τώρα η αναφορά στα συνηθέστερα καλύμματα κεφαλής. Ο απλούστερος και, σύμφωνα με τη μαρτυρία των παραστάσεων, πολύ συνηθισμένος τρόπος προστασίας τής κεφαλής από τον ήλιο και τη σκόνη ήταν να τραβά κανείς το ιμάτιό του απλώς πάνω από το κεφάλι του (πήλινο ειδώλιο: εικ. 30). Σε ταξίδια και περιπάτους φορούσαν συνήθως ένα τσόχινο πλατύγυρο καπέλο, κατά κανόνα ημισφαιρικού σχήματος, που ταίριαζε στο σχήμα τής κεφαλής, τον λεγόμενο πέτασο (παράσταση σε αγγείο: εικ. 32). Ο πίλος ήταν ένα κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο, τον οποίο φορούσαν συχνά οι τεχνίτες στη δουλειά —γι’ αυτόν το λόγο απεικονίζεται και ό Ήφαιστος συνήθως με πίλο— αλλά και οι ναυτικοί, οι ψαράδες (πήλινο ειδώλιο: εικ. 28) και καμιά φορά και οι αστοί με τα κανονικά τους ρούχα. Στη Μακεδονία ό πλατύς, επίπεδος σκούφος, η καυσία, αποτελούσε τμήμα τής εθνικής ενδυμασίας. Ο βασιλιάς και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι φορούσαν πορφυρόχρωμες καυσίες. Στην υπόλοιπη Ελλάδα η καυσία ήταν το κάλυμμα τής κεφαλής των στρατιωτών, των ναυτικών, των απλών εργατών και των αγοριών (πήλινο ειδώλιο: εικ. 31). Από την αρχαϊκή εποχή είναι γνωστές πολυάριθμες παραστάσεις γυναικών με ένα ψηλό, κυλινδρικό κόσμημα κεφαλής, το οποίο ήταν ανοιχτό επάνω και, όπως συμπεραίνεται από το πλεκτό σχέδιο που διακρίνεται σε διάφορες παραστάσεις, πρέπει να ήταν από ψάθα. Αυτοί οι κύλινδροι, η αρχαία ονομασία των οποίων πρέπει να ήταν στεφάνη υψηλή (Αιλιαν., Ποικ. Ιστ. 1, 18) —στην αρχαιολογία αποκαλούνται συνήθως πόλοι—, φαίνεται ότι έπαψαν να χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή σε μεταγενέστερες εποχές, συναντώνται όμως στη συνέχεια ως διακόσμηση τής κεφαλής διαφόρων γυναικείων θεοτήτων. Την ελληνιστική περίοδο ήταν δημοφιλές το επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό κωνικό κεντρικό τμήμα, η λεγόμενη θολία (Θεόκριτος 15, 39, βλ. και αρχαία Σχόλια) (πήλινο ειδώλιο: εικ. 30). Σύνηθες γυναικείο κάλυμμα κεφαλής ήταν ένα είδος υφασμάτινου σκούφου, που απαντάται σε πολλές παραλλαγές και είτε σκεπάζει όλα τα μαλλιά είτε αφήνει ελεύθερο ένα μέρος του κότσου (εικ. 14 Γ-Ε, Λ, Ν, Ρ). Σωστά ταυτίστηκαν οι σκούφοι αυτοί με τη μίτρα, η οποία αναφέρεται συχνά στην αρχαία γραμματεία ήδη από τους λυρικούς ποιητές της αρχαϊκής εποχής. Από ένα ποίημα της Σαπφώς πληροφορούμαστε ότι εκείνη την εποχή είχαν έρθει στη μόδα μίτρες από τις Σάρδεις και ήταν πολύ δημοφιλείς (απ. 98 Lobel-Page). Μερικές φορές απεικονίζονται πότες και κωμαστές ντυμένοι γυναίκες, φορώντας μίτρες στο κεφάλι. Πέραν αυτού, τα μνημεία δείχνουν ποικίλους κεφαλόδεσμους που χρησίμευαν ως διακόσμηση της κεφαλής σε εορταστικές εκδηλώσεις, συμπόσια και φυσικά ως διακρίσεις νικητών, με τον ίδιο συμβολισμό δηλαδή που είχαν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και τα στεφάνια.
Στα αρχαία κείμενα έχει διασωθεί πολύ μεγάλος αριθμός ονομάτων για τα διάφορα σχήματα και τις ποιότητες των ελληνικών υποδημάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον έβδομο μιμίαμβο του Ηρώνδα, που εκτυλίσσεται σε ένα υποδηματοποιείο, και το Ονομαστικόν του Πολυδεύκη (5, 18• 7, 85-94• 10, 49). Σε σχετικά λίγες περιπτώσεις είναι όμως δυνατόν να ταυτιστούν τα ονόματα αυτά με τους επίσης πολυάριθμους τύπους υποδημάτων που είναι γνωστοί από τις παραστάσεις. Χοντρικά μπορούν να διακριθούν τρεις βασικοί τύποι: τα σανδάλια, που αποτελούνται από τη σόλα, η οποία συγκρατείται με ιμάντες στο πόδι, το καθαυτό υποδήματα, που καλύπτουν το πόδι φτάνοντας ως τον αστράγαλο η ακόμη παραπάνω, και οι μπότες, που καλύπτουν την κνήμη. Όπως υπήρχαν μεταβατικά σχήματα ανάμεσα σ’ αυτούς τους βασικούς τύπους, έτσι και σε κάθε έναν από αυτούς υπήρχε μεγάλη ποικιλία σχεδίων. Αν κρίνει κανείς από τις παραστάσεις στα διάφορα μνημεία, τα σανδάλια (εικ. 13α) ήταν σε γενικές γραμμές η συνηθέστερη μορφή υποδημάτων, τα οποία φορούσαν συχνότερα οι γυναίκες, που περνούσαν περισσότερες ώρες στο σπίτι. Μια σειρά από επιτύμβιες στήλες τής κλασικής εποχής απεικονίζουν την ανδρική μορφή με κλειστά ποδήματα ενώ τη γυναικεία με σανδάλια, αν όχι ξυπόλητη. Ο ισχυρισμός που επανειλημμένως απαντάται τελευταία, δηλαδή πως τα κλειστά υποδήματα ήταν αρχικά ξένα προς τούς Έλληνες, οι οποίοι τα δανείστηκαν από την Ανατολή, από τούς Μήδους και τους Πέρσες, μάλλον δεν ευσταθεί, αν λάβουμε υπόψη μας το τραχύ, χειμερινό κλίμα στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας. Αντικρούεται επίσης από τα ίσια τα ευρήματα, όπως είναι για παράδειγμα η πήλινη απομίμηση υποδήματος από τάφο της πρώιμης γεωμετρικής περιόδου (900 π.Χ. περίπου) στην Αγορά τής Αθήνας (εικ. 29). Ένας τύπος υποδήματος που φοριόταν συχνά και από τα δύο φύλα είναι ό κόθορνος, ένα κλειστό υπόδημα χωρίς σόλα που περνούσε πάνω από τον αστράγαλο και ήταν από τόσο μαλακό δέρμα, που ταίριαζε και στα δύο πόδια (εικ. 13γ). Σε σκηνές συμποσίων η λουτρών τον βλέπουμε πολύ συχνά αφημένο στο πάτωμα (παράσταση σε αγγείο: εικ. 21). Ο κόθορνος ανήκε, όπως είναι γνωστό, και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών• την ψηλή του σόλα όμως, που θυμίζει ξύλινο πόδι, την απέκτησε μετά την κλασική εποχή. Ευρήματα που προέρχονται από τον ιωνικό και τον λακωνικό χώρο απεικονίζουν μια παραλλαγή: ένα παρόμοιο υπόδημα με μακριά γυριστή μύτη. Πραγματικά περσικής προέλευσης είναι όμως ένα υπόδημα που δένεται με ιμάντες πάνω από το μετατάρσιο (εικ. 13δ). Ενδιάμεσος τύπος μεταξύ σανδαλιού και υποδήματος είναι η κρηπίς, που δεν καλύπτει τελείως το πόδι, και αποτελείται από τη σόλα και ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά στην κνήμη (εικ. 13β). Τη φορούσαν κυρίως στρατιώτες, κυνηγοί και οδοιπόροι (παράσταση σε αγγείο: εικ. 32), συχνά πάνω από τις κάλτσες. Υπήρχε επίσης ένα εντελώς κλειστό παπούτσι για την ίδια χρήση, που έδενε με λωρίδες πάνω από τον αστράγαλο (εικ. 13ε). Στην πρώιμη μελανόμορφη κεραμική συναντάται ήδη μια μπότα που έχει στο πάνω μέρος δύο ανοίγματα στο πλάι, σχηματίζοντας έτσι μπροστά ένα είδος γλωσσωτής απόληξης (εικ. 13η). Από αυτό το σχήμα φαίνεται να προέρχεται μια μπότα που εμφανίζεται αργότερα, ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει (εικ. 138). Σωστά μάλλον ταυτίστηκε αυτό το σχήμα με την Ενδρομίδα. Υπάρχει τέλος και μια μπότα που φορούσαν συχνά οι ιππείς —π.χ. στη ζωφόρο του Παρθενώνα—, το επάνω τμήμα τής οποίας γύριζε προς τα έξω. Ήταν κατασκευασμένη συνήθως από δορά, και ίσως να είναι η εμβάς (εικ. 13ζ), που προέρχεται από τη Θράκη.
Με τη συνεχώς αυξανόμενη πολυτέλεια στην ένδυση από τον ύστερο 5ο αιώνα π.Χ., τα υποδήματα γίνονται όλο και πιο περίτεχνα και κομψά. Το πιο εύγλωττο παράδειγμα για την ελληνιστική περίοδο είναι ό μιμίαμβος τού υποδηματοποιού τού Ηρώνδα, στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη.



Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί ένα ελάχιστο δείγμα της εργασίας του συγγραφέα όπου φυσικά δεν μεταφέρθηκαν οι πάμπολλες σημειώσεις του καθώς και τα κατατοπιστικότατα σκίτσα του, για ευνόητους λόγους.


Πηγή: Ελάχιστο απόσπασμα από το ε ξ α ί ρ ε τ ο έργο των εκδόσεων ΜΙΕΤ, Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, του HORST BLAKCK.


Πηγή2: www.e-istoria.gr
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Ιστορία”