ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το μεγαλύτερο μέρος της θρησκευτικής παιδείας στην Ελλάδα δινόταν έξω από τα σχολεία, στο σπίτι και στη δημόσια ζωή. Το παιδί μάθαινε τους συνηθισμένους τελετουργικούς τύπους τους προσαρμοσμένους σε κάθε ιδιαίτερη θεότητα ή περίπτωση, συμμετέχοντας το ίδιο σ’ αυτούς. Τα θρησκευτικά του καθήκοντα ασκούνταν και ενισχύονταν από τις γιορτές και τα ιερά τραγούδια και χορούς που κάτεχαν πολύ μεγάλη θέση στην ελληνική ζωή. Σε μια θρησκεία όπως η ελληνική, που ήταν κυρίως ζήτημα πράξεων και τελετουργιών, υπήρχε πολύ μικρό δογματικό μέρος για να μάθουν τα παιδιά• καμία κατήχηση και καμιά ξεχωριστή διδασκαλία δεν ήταν αναγκαία. Το δόγμα το συνθέτανε σι μύθοι που κυκλοφορούσαν για τους διάφορους θεούς και ήρωες• και υπήρχαν τόσες παραλλαγές αυτών των μύθων ώστε η γένεση άλλης θρησκείας ήταν σχεδόν αδύνατη.
Έτσι όπως ήταν η ελληνική θρησκεία, που αποτελούνταν από πολυποίκιλους και συχνά αντιφατικούς μύθους, διαφυλασσόταν μέσα στην ελληνική ποίηση, έτσι ώστε τα περισσότερα από τα ποιήματα έγιναν ιερά βιβλία που κάθε θρησκευόμενος τα θεωρούσε ένθεα. Αυτή η ιερή φιλολογία, όπως έχουμε δει, ήταν το κύριο θέμα μελέτης στα πρωτοβάθμια σχολεία στην Αθήνα, όπου τη διάβαζαν, την έγραφαν, την μάθαιναν απ’ έξω. Στη Σπάρτη το σύνολο σχεδόν της φιλολογικής και της πνευματικής παιδείας αποτελούνταν από ιερά τραγούδια προς τιμή θεών και ηρώων. Οι μύθοι ήταν το πιο ουσιαστικό μέρος της πρωτοβάθμιας παιδείας στην Ελλάδα.
Για να καταλάβουμε τη στάση των θεωρητικών της εκπαίδευσης προς τους μύθους αυτούς που διατρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ποίησης, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε πόσο δέος και σεβασμό τρέφανε για τους ποιητές και ειδικά τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Κάθε λέξη τους θεωρούνταν εμπνευσμένη και αυστηρά αληθινή η αυθεντία τους ήταν αναμφισβήτητη. Στις αρχές του έκτου αιώνα ένας νόθας στίχος στην Ιλιάδα αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα για την αθηναϊκή απαίτηση πάνω στο νησί της Σαλαμίνας. Ο Γέλωνας, ο τύρρανος της Συρακούσας, όταν ελληνική πρεσβεία στάλθηκε, για να του ζητήσει βοήθεια κατά των Περσών, απάντησε πως θα έδινε βοήθεια, αν του παραχωρούσαν την αρχηγία των ελληνικών στρατευμάτων. Όμως οι Σπαρτιάτες του αρνήθηκαν, επειδή, κατά τα λεγόμενα του Σπαρτιάτη αποσταλμένου, ο Αγαμέμνονας θα αναστέναζε, αν άκουγε κάτι τέτοιο. Και επειδή ο Όμηρος είχε πει πως ένας Αθηναίος ήταν καλύτερος άνδρας στο να κατευθύνει και να διοικεί ένα πλήθος, αυτό ήταν αιτία, για την οποία οι Αθηναίοι θα απαιτούσαν την αρχηγία, αν οι Σπαρτιάτες την απεμπολούσαν, για να την πάρει ο Γέλωνας.
Το γεγονός πως τέτοια επιχειρήματα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δείχνει σε πόσο σεβασμό είχαν τον Όμηρο: τον θεωρούσαν σαν τον άριστο και τον πιο θείο από τους ποιητές. Οι θαυμαστές του διαβεβαίωναν ότι είχε διαπαιδαγωγήσει την Ελλάδα και ότι τα έργα του ήσαν πηγή κατάλληλης παιδείας για τον όλο τρόπο ζωής. Ειδικότερα λέγανε πως «ο θείος Όμηρος είχε τιμή και δόξα από αυτό από το ότι δηλαδή δίδαξε πράγματα χρηστά, τις παρατάξεις, τα ανδραγαθήματα, τους εξοπλισμούς των ανδρών». Θα ήταν άστοχο να υποστηρίξουμε ιδιόρρυθμες απόψεις σαν αυτές του Πλάτωνα. Όλοι είχαν τα αγαπημένα τους κομμάτια από τον Όμηρο. Του Σωκράτη ήταν: «Κάνε στους αθάνατους θεούς ιερουργίες κατά τη δύναμή σου». Δεν ήταν ανήκουστο προσόν να ξέρει κανείς όλη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια απ’ έξω. Έπαιρναν από αυτές ηθικά διδάγματα. Έτσι η ιστορία της Κίρκης ήταν μια προειδοποίηση κατά της ακολασίας. Η Κίρκη έκανε τους συντρόφους του Οδυσσέα γουρούνια μέσα από την απληστία τους στις ηδονές του τραπεζιού• ο Οδυσσέας ο ίδιος, από συμβουλή του Ερμή και δική του αυτοσυγκράτηση σε τέτοια ζητήματα, γλίτωσε από αυτή τη μοίρα.
Με τον καιρό, πάντως, η υψηλότερη ηθική των Ελλήνων πνευματικών ηγετών εξεγέρθηκε κατά της χθαμαλής ηθικής, να μη λέει τίποτε περισσότερο για πολλά από τα μυθολογικά τα ενσωματωμένα στους ποιητές. Ο Ξενοφάνης άρχισε την επίθεση: «Όλα όσα είναι ψόγος και όνειδος για ανθρώπους στους θεούς τα ανέθεσαν ο Όμηρος κι ο Ησίοδος, να κλέβουν, να μοιχεύουν και να αλληλοαπατιούνται». Ο Ηράκλειτος δήλωνε πως ο Όμηρος άξιζε ένα χέρι ξύλο. Ακόμα και ο ευσεβής Πίνδαρος προσπάθησε να αλλοιώσει κάποιους μύθους, για να ακολουθήσουν τη δική του ηθική και ο Αισχύλος αγωνίζεται σκληρά για ένα υποβόσκοντα μονοθεϊσμό. Την επόμενη γενιά ξέσπασε η θύελλα: αφυπνισμένη η διανόηση, αναθρεμμένη από τους Σοφιστές και τους φιλοσόφους απομακρύνθηκε από τις τερατολογίες της Θεογονίας. Η τραγωδία, με το να φέρνει τη μυθολογία μπροστά στα μάτια, είχε κάνει την αδυναμία της πιο εμφανή. Οι έρευνες των μεταγενέστερων ιστορικών στη συγκριτική μυθολογία είχαν υπονομεύσει τις βάσεις της πίστης. Ο Ηρόδοτος είχε βρει πως ένας θεός με το όνομα Ηρακλής είχε αναγνωρισθεί στην Αίγυπτο 17000 χρόνια πριν από τον καιρό του• επομένως ο Έλληνας Ηρακλής, μόνο έξι αιώνες πριν την εποχή του ιστορικού, πρέπει να είναι κάποιος άνθρωπος με το ίδιο όνομα. Ο ορθολογισμός άρχισε να δεσπόζει στη μυθολογία: ο Θουκυδίδης προσπάθησε να εφαρμόσει επιστημονικές μεθόδους για τον Τρωικό Πόλεμο κάνοντας, για παράδειγμα, τη διάρκειά του να οφείλεται στη δυσκολία να αποκτηθούν προμήθειες για ένα τόσο μεγάλο στράτευμα. ο ορθολογισμός του Ευριπίδη είναι πασίγνωστος. Ο Μητρόδωρος, ένας μαθητής του Αναξαγόρα, θεώρησε τους θεούς φυσικές δυνάμεις και ποικιλίες της ύλης, επινόηση χρησιμοποιημένη κιόλας από τον Εμπεδοκλή σαν ποιητική άδεια. Με τον ίδιο τρόπο ο Σωκράτης ερμηνεύει ορθολογικά το μύθο του Βοριά στο Φαίδρο, όπου ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι σοφοί δεν πιστεύουν τέτοιες ιστορίες• όμως ο Σωκράτης ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με τη μελέτη της δικής του προσωπικότητας για να αντικρούσει όλα αυτά τα πολυάριθμα ζητήματα, έτσι δέχεται τη συνηθισμένη πίστη. Οι υπερασπιστές του Ομήρου, οδηγημένοι από τον Μητρόδωρο και τον Στησίμβροτο, προσπαθούσαν να τον ερμηνεύσουν αλληγορικά, δηλώνοντας ότι και οι χειρότεροι μύθοι είχαν ένα ηθικό νόημα κατά βάθος. Οι αλληγορίες ήσαν συχνά φαιδρές:
ο Πλάτωνας τις απορρίπτει παντελώς για λόγους παιδαγωγικούς, μιας και οι μαθητές πάντα παίρνουν την κατά γράμμα ερμηνεία.
Όμως η κοινή γνώμη ήταν ακόμη προσκολλημένη με μανία στις παλιές θεότητες, όπως έδειξε το επεισόδιο με τις Ερμές και η καταδίκη του Αναξαγόρα, του Πρωταγόρα και του Σωκράτη. Οι παλιοί θεοί δεν ήταν δυνατό να θυσιασθούν : επομένως οι μύθοι έπρεπε να φύγουν. Οι μύθοι έλεγαν ότι ο Δίας εκθρόνισε τον πατέρα του και έκανε πλήθος μοιχείες : εάν ο μύθος είναι αλήθεια, αφού ο Δίας είναι ο Υπέρτατος Θεός, αυτά τα εγκλήματα βρίσκουν δικαίωση. Γι’ αυτό ο μύθος δεν πρέπει να είναι αλήθεια. Οι Όμηρος και Ησίοδος ψεύδονται : τα έργα τους είναι κυρίως βλάσφημα ψευδή μυθεύματα. Ο Ισοκράτης συνοψίζει αυτή τη νέα στάση: «Αλλά εσύ ακολούθησες τις βλασφημίες των ποιητών, οι οποίοι διακηρύσσουν ότι οι γόνοι των αθανάτων έχουν κάνει και έχουν πάθει φοβερότερα από τους γόνους των πιο ανόσιων ανθρώπων, και έχουν πει τέτοια λόγια για τους ίδιους τους θεούς που κανένας δε θα τολμούσε να πει για τους προσωπικούς του εχθρούς• γιατί τους ονείδισαν όχι μόνο για κλοπές και μοιχείες και για εξαρτημένη εργασία κοντά σε ανθρώπους, αλλά και έπλασαν ιστορίες για φαγώματα παιδιών, ευνουχισμούς πατέρων, αλυσωδέματα μητέρων και πολλές άλλες ανομίες εναντίον τους. Και γι’ αυτά δεν τους πέρασαν από καμιά αντάξιά τους δίκη• όμως δεν παρέμειναν ατιμώρητοι, αλλά άλλοι κατάντησαν αλήτες που δεν είχαν ούτε τα καθημερινά άλλοι τυφλώθηκαν κι άλλος πέρασε όλα του τα χρόνια εξόριστος από την πατρίδα του, πολεμώντας τους συγγενείς του• κι ο Ορφέας μάλιστα, επειδή ασχολήθηκε με αυτές τις ιστορίες τέλειωσε το βίο του κομματιασμένος».
Η μεγαλύτερη αντίρρηση σ’ αυτούς τους ανήθικους μύθους ήταν ότι διδάσκονταν στα παιδιά από την προσχολική και την πρωτοσχολική -δηλαδή την πιο εύπλαστη- ηλικία. Γι’ αυτό ο
Πλάτωνας εύχεται να τεθούν αυστηροί κανόνες για τους μύθους και κάθε είδους ιστορίες που πρόκειται να διδαχθούν στα παιδιά. «Ξέρεις λοιπόν ότι η αρχή κάθε έργου είναι το πιο σπουδαίο πράγμα και σε άλλες περιπτώσεις και στο νέο και οποιοδήποτε τρυφερό άτομο• γιατί κυρίως τότε πλάθεται και εμφυτεύεται ο τύπος του ανθρώπου που θέλουμε να εμφυτεύσουμε στον καθένα... Γι’ αυτό λοιπόν θα αφήσουμε τα παιδιά να ακούνε τους πλασμένους με επιτυχία μύθους και να παίρνουν στις ψυχές τις δοξασίες εκείνες που θα νομίζουμε πως πρέπει να έχουν, όταν ενηλικιωθούν. Όσα ο Ησίοδος και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές μάς έλεγαν... είναι μύθοι ψευδείς... Γι’ αυτό πρέπει λοιπόν να φροντίζουμε πάρα πολύ, ώστε όσα ακούν πρώτα οι νέοι να είναι μυθολογημένα όσο το δυνατό πιο καλά σχετικά με την αρετή».
Ο Πλάτωνας δεν ετοιμάζεται να γράψει την Ελληνική Βίβλο: θα διαμορφώσει μόνο τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι ποιητές. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι κανόνες αυτοί είναι ιδιαίτεροι θα αποκλείανε όχι κυρίως το μεγαλύτερο μέρος του Ομήρου και του Ησίοδου αλλά και ένα ευρύ τμήμα της Παλιάς και κάποιο μικρότερο της Καινής Διαθήκης. Ο πρώτος κανόνας είναι ότι ο Θεός, όντας αγαθός, δε μπορεί να είναι η αιτία ή ο γεννήτορας οποιασδήποτε συμφοράς ή κακού για την ανθρωπότητα• γι’ αυτά τα πράγματα πρέπει να ανακαλυφθεί άλλη αιτία. Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης μοίρας είναι κακό: έτσι ο Θεός δεν είναι η αιτία της πλειονότητας των ανθρώπινων συμβάντων.
Αυτό αποκλείει τους στίχους του Ομήρου:
Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκονται στημένα δυο πιθάρια,
να ‘χει να δίνει το ‘να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο.
Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ’ τα δυο σε κάποιον,
πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.
Και:
Ο Δίας που κυβερνάει τον πόλεμο στης γης ανθρωπολόϊ.
Και τους στίχους του Αισχύλου:
Ο Θεός φυτεύει κάποια αιτία στους θνητούς,
όταν θέλει να συφοριάσει ολότελα το δώμα.
Αν ο Θεός παρουσιάζεται σαν αιτία των συμφορών στους ανθρώπους, ο ποιητής πρέπει να λέει πως ο Θεός έκανε έργα δίκαια και αγαθά και πως εκείνοι ωφελιόνταν με το να δικάζονται και να τιμωρούνται.
Ο δεύτερος κανόνας είναι πως ο Θεός δεν είναι γόης και αγύρτης που εμφανίζεται πότε με τη μια μορφή και πότε με την άλλη. Γιατί θα άλλαζε; Οι εξωτερικές δυνάμεις είναι απίθανο να τον αλλάξουν. ο ίδιος δε θα άλλαζε τον εαυτό του, αφού μια τέτοια αλλαγή θα ήταν προς το λιγότερο καλό, μια και είναι τέλειος.
Έτσι οι ομηρικοί στίχοι:
Κάποιοι θεοί με ξένους μοιάζοντας αλλοφερμένους,
παντοίες παίρνοντας μορφές συχνάζουν μέσ’ στις πόλεις.
και οι μύθοι για τον Πρωτέα και για άλλες μεταμορφώσεις είναι ψευδείς. Συνεπώς οι μητέρες δε θα έπρεπε να λένε στα παιδιά τους ότι ο Θεός μπορεί πάντα να παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος γιατί είναι ψέμα και είναι επίσης πιθανό να κάνουν τα παιδιά άνανδρα. Το να ψεύδεται κανείς είναι μόνο χρήσιμο σε σχέση με τους εχθρούς, για να αντιμετωπίσουμε τους διανοητικά άρρωστους και για να δώσουμε μια ικανοποιητική ερμηνεία, όπου η βεβαιότητα είναι αδύνατη. Ο Θεός δεν έχει κανένα λόγο να ψεύδεται ή να απογοητεύει.
Έχοντας λοιπόν καθάρει ο Πλάτωνας το χαρακτήρα της θεότητας από μυθολογικές επαυξήσεις, περνάει στην πραγματεία της μελλοντικής Πολιτείας. Αυτή οπωσδήποτε δεν πρέπει να περιγραφεί σαν φοβερή, διαφορετικά τα παιδιά θα μάθουν να προτιμούν την ατιμασμένη ζωή από τον τιμημένο θάνατο. Έτσι απορρίπτονται στίχοι όπως:
θα ‘θελα στη γην επάνω να ‘μουνα κι ας δούλευα
σαν θήτας στη δουλειά
κάποιου άλλου άκληρου, που να μην είχε πολύ βίος
παρά να ήμουν βασιλιάς όλων των νεκρών
Και:
κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,
θρηνολογώντας για τη μοίρα της που άφησε αντρειά και νιότη.
Όλα αυτά τα εδάφια πρέπει να φύγουν από τις σχολικές εκδόσεις• ούτε είναι σωστό να γίνουν δεκτά το φοβερό σκηνικό του Άδη, οι ποταμοί της Στύγας και του Κωκυτού, φαντάσματα, λάμπουσες, και άλλες φοβερές λέξεις για εκφοβισμό των παιδιών που τα κάνουν νευρικά.
Τότε έρχεται η συζήτηση για τον ιδανικό άνδρα, κατά την οποία ο Αχιλλέας εκπίπτει από το βάθρο που κατείχε προηγουμένως σαν το ιδεώδες της ελληνικής ανδρείας. Οι μεγάλοι άνδρες δεν πρέπει να αναλύονται σε άμετρες θρηνωδίες για τους νεκρούς φίλους τους. Ο θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και για τον Έκτορα του Πρίαμου, που τον βάζει ο Όμηρος να κυλιέται μέσα στη σκόνη και την κοπριά, πρέπει να απορρίπτεται. «Γιατί, αν τα άκουγαν αυτά οι νέοι μας με προσοχή και δεν τα καταγελούσαν σα λεγόμενα χωρίς αξία, σιγά σιγά θα θεωρούσε κανείς τον εαυτό του ανάξιο και θα τον επέπληττε γι’ αυτά, αν του ερχόταν να πει ή να κάνει κάτι τέτοιο, και χωρίς να ντρέπεται και να είναι καρτερικός, πολλούς θρήνους και οδυρμούς θα αναφωνούσε για μικρά παθήματα».
Ούτε πρέπει σι ήρωες να παραγίνονται προσηνείς και να γελάνε. Γιατί το άμετρο γέλιο οδηγεί, από αντίδραση, στην άμετρη θλίψη. Έτσι ο Πλάτωνας απορρίπτει και το στίχο:
Κι άσβηστο γέλιο τότε σηκώθηκε μες στους μακαρισμένους.
Οι μύθοι πρέπει να ενσταλάζουν την αυτοκυριαρχία, την υπακοή στους νομοθέτες και στους πρεσβύτερους και να εμπνέουν ανώτερα ένστικτα. Αυτό οδηγεί τον Πλάτωνα να εξοβελίζει το στίχο:
Μεθύστακα με μάτια εσύ σκυλιού και με καρδιά λαφίνας!
αλλά σχολιάζει το στίχο:
Γλυκόφιλε, για κάθου σιωπηλός και πείθου μου στα λόγια.
ο Όμηρος λοιπόν διδάσκει τη λαιμαργία βάζοντας τον Οδυσσέα, τον πιο σοφό άνδρα, να λέει:
...κι έχουν τραπέζι εμπρός τους
ψωμιά γεμάτο και ψητά κι από κροντήρι παίρνει
ο οινοχόος γλυκό κρασί και χύνει στα ποτήρια.
Ακόμη χειρότεροι είναι οι μύθοι των ερωτικών δραστηριοτήτων του Δία ή του Άρη και της Αφροδίτης και η απληστία των θεών:
δώρα πείθουνε θεούς, δώρα σεβάσμιους βασιλιάδες.
Ούτε πρέπει να επιτρέπουν οι ήρωες στον εαυτό τους να βλασφημούν. «Ντρέπομαι για τον Όμηρο, συνεχίζει, ο Πλάτωνας, που λέει -γιατί δεν είναι όσιο να λέει κατά του Αχιλλέα ούτε να πείθεται σ’ όσα λένε άλλοι - ... πως τάχα ο ήρωας ήταν έτοιμος να πολεμήσει κατά του ποταμού Σκάμανδρου και ότι τάχα πάλι ήταν έτοιμος τις ιερές τρίχες του άλλου ποταμού, του Σπερχειού, να τις στείλει στον Πάτροκλο να τον ακολουθήσουν και να τις πάρει μαζί του» «και πάλι θα αρνηθούμε πως οι διασυρμοί του νεκρού Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου και οι σφαγές των ζωγρημένων στην πυρά του είναι αλήθεια ειπωμένες». Ούτε Πρέπει οι ποιητές να λένε αξιοζήλευτοι, αν δεν αποκαλυφθούν, ή ότι η δικαιοσύνη κάνει καλό στους άλλους αλλά είναι ζημιά για τον εαυτό μας. Οι ποιητές πρέπει, κατά τον Πλάτωνα, να εφευρίσκουν μύθους που να ενισχύουν την αντίθετη άποψη, είτε είναι αλήθεια είτε όχι, επειδή αυτό είναι κοινωνικά ωφέλιμο.
Ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται πολύ λίγο για τη λογοτεχνική αλήθεια στη μυθολογία• μοναδική του επιθυμία είναι να επιδοκιμάζει η λογοτεχνική δημιουργία την υγιή ηθική και να συμφωνεί μαζί της. Είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αλήθεια, νομίζει, για τα πρωτόγονα πράγματα και για τους θεούς, έτσι είναι ανάγκη να εφευρίσκουμε ιστορίες όσο το δυνατό πιο αληθοφανείς και εποικοδομητικές. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως το επισημαίνει και ο Ισοκράτης, προτιμούν τους μύθους από οτιδήποτε άλλο• γιατί η ηθική τους μπορεί να συλλάβει τις ηθικές και τις μεταφυσικές αλήθειες, μόνο όταν είναι ενσωματωμένες σε ιστορίες, παραβολές και μύθους. Κατά τον Πλάτωνα, πάντως, τα δημιουργήματα της λογοτεχνικής φαντασίας είναι σαν τα δυνατά φάρμακα: την παρασκευή τους πρέπει να την εμπιστευτούμε σε κατάλληλα χέρια, διαφορετικά το αποτέλεσμα θα είναι θανατηφόρο. Την εθνική μυθολογία πρέπει να την κατασκευάζουν οι νομοθέτες της πόλης, οι φιλόσοφοι, και όχι πρόσωπα αδέξια και ανεύθυνα σαν τους ποιητές. Ο Πλάτωνας ο ίδιος δίνει πάρα πολλά παραδείγματα για τέτοιους ωφέλιμους μύθους• μέσα σ’ αυτούς φυλάει σε λαϊκή μορφή σαν ιερή παρακαταθήκη πολλές από τις βαθύτατες πεποιθήσεις του : την ψυχολογία του, τις απόψεις του για την αθανασία της ψυχής, την πολιτική του θεωρία ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι. Κατά τη γνώμη του, η μυθολογία ήταν η κατάλληλη τροφή για τους πολλούς, τους αδαείς, οι οποίοι ήσαν ανίκανοι για την υψηλή φιλοσοφική γνώση• ο φιλόσοφος, κάτω από το φως της επακριβούς γνώσης του πάνω στην ηθική και τη μεταφυσική, σκόπευε να παρασκευάσει αυτή την τροφή.
Σα συνέπεια αυτής της θεωρίας ήταν απαραίτητος ένας ιδεατός χαρακτήρας στην ιστορία και τη λογοτεχνία, για να εκπροσωπήσει και να κάνει χειροπιαστά για τον πολύ τον κόσμο τα δυσκολοχώνευτα ιδεώδη της πλατωνικής ηθικής. Η φιλοσοφία είχε κατακρημνίσει τον Αχιλλέα από το βάθρο του. Ποιος θα τον αντικατέσταινε; Ο Πλάτωνας προσπαθεί να θέσει τον εξιδανικευμένο Σωκράτη στη θέση του ομηρικού ήρωα, αλλά δε μπορούσε να ταυτίσει την ιστορική προσωπικότητα με τον ιδανικό άνθρωπο που απαιτούνταν στην Πολιτεία. Ο Ξενοφώντας, νομίζοντας επίσης ότι ένας άνθρωπος υπόδειγμα είναι μια εξαίρετη εφεύρεση για τη σπουδή της ηθικής, προτείνει τον Αγησίλαο. Ο Πρόδικος προσπάθησε να κάνει τον Ηρακλή πρότυπο της νεολαίας. Ο Αριστοτέλης έφτιαξε τον τύπο του μεγαλόψυχου, αλλά ποτέ δεν τον ταύτισε με κάποιο πρόσωπο. Οι Στωικοί αναζήτησαν το δικό τους σοφό Άνδρα, τον Τέλειο Άγιο, αλλά δεν τον βρήκαν ποτέ. Οι Επικούρειοι βρήκαν το τέλειο πρότυπο ανθρώπου στον ιδρυτή τους. Όμως η αναζήτηση για την προσωποποίηση του ηθικού ιδεώδους γίνεται το κεντρικό αίτημα της Ελληνικής Φιλοσοφίας και θρησκείας από τον καιρό του Πλάτωνα και μετέπειτα.
Πηγή: Το όμορφο βιβλίο των εκδόσεων Δόμιος, που έγραψε σε νεότατη ηλικία ο Βρετανός Κένεθ Τζ. Φρίμαν κάπου στα 1900 (μτφρ. Σχόλια Αλ. Κόντος).