ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Η Επιτομή Ιστορίας των Αθηνών από τον Γεώργιο Κωνσταντινίδη σε δική μου νεοελληνική απόδοση.
α. Η Χώρα και οι κάτοικοι
Εύδαιμον πτολίεθρον Αθηναίης αγελείης,
Πολλά ιδόν και πολλά παθόν και πολλά μογήσαν
Αιετός εν νεφέλησι γενήσεαι ήματα πάντα. (Βάκιδος χρησμός)
Αττική, προγενεστέρα αποκλειθήσα Ακτική, λόγω των πολλών ακτών που την περιβάλλουν. Σχηματίζει ένα ανισοσκελές τρίγωνο, το οποίο εισχωρεί μέσω των δύο κόλπων που την περιβάλλουν, του Ευβοϊκού και του Σαρωνικού, στο νησόσπαρτο και «εν μέσω της πάσης οικουμένης και θαλάσσης ιδρυμένον», κατά την έκφραση αρχαίου συγγραφέως, Αιγαίο πέλαγος. Η οξύτατη γωνία αυτού του αττικού τριγώνου αποτελεί το ακρωτήριο Σούνιο προς τα νοτιοανατολικά. Ενώ η βορειοδυτική πλευρά του καθορίζεται από τα όρη Κιθαιρώνα και Πάρνηθα. Στα πολύ παλιά χρόνια στην Αττική ανήκαν και οι βορειοδυτικώς ευρισκόμενες χώρες, τις οποίες διαβρέχει ο Ασωπός ποταμός, και των οποίων η προς τον Ωρωπό εκτεινόμενη περιοχή, εκεί που βρίσκεται τώρα η Τανάγρα, ονομαζόνταν ιδιαιτέρως Γραία ή Γραϊκή. Αυτό, διότι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών είχαν κατά τους μυθικούς χρόνους έναν κοινό με τους υπολοίπους Αττικείς ηγεμόνα. Τον μυθολογικό Ώγυγον ή Ωγύγην, στις ημέρες του οποίου έλαβε χώρα ο κατακλυσμός που ονομάστηκε έτσι ως ο κατακλυσμός του Ωγύγου. Εκτός αυτού, όμως, υπάρχει και μία περίπτωση να ονομάστηκε Ώγυγος επειδή έφθασε από την θάλασσα στην Αττική γη (Ωγεανός-Ωκεανός). Συν τω χρόνω οι περιοχές πέρα από την Πάρνηθα και τον Κιθαιρώνα αποσπάσθηκαν από τους γειτονικούς Βοιωτούς.
Από τη θέση της η Αττική αποτελεί την μοναδική οδό μεταξύ της Ηπειρωτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Είναι δίπλα στην Εύβοια και κοντά στα νησιά του Αιγαίου. Έτσι, αποτέλεσε το ενδιάμεσο και το ορμητήριο επικοινωνίας του πολιτισμού της με εκείνους που αναπτύχθηκαν στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και δια μέσου των νησιών στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο. Για το λόγο αυτό έγραψε για την Αττική κάποιος αρχαίος συγγραφέας: «Ουκ αν αλόγως τις οιηθείη της Ελλάδος, και πάσης δε της οικουμένης, αμφί τα μέσα ωκίσθαι», και ευστόχως αποκλήθηκε «επίβαθρα της Ελλάδος». Έλεγαν μάλιστα οι αρχαίοι ότι: «μόνη ταύτη κατά φύσιν έστιν ηγείσθαι του γένους». Ο ίδιος ο Πλάτων θεωρούσε την τοποθεσία της αττικής ως έργο ευνοίας και προνοίας του θείου.
Αλλά και η γεωλογική, η φυσική κατασκευή, το κλίμα, τα προϊόντα και η ατμοσφαιρική διαύγεια, επηρέασαν τα μέγιστα τους κατοίκους ώστε να μηχανευτούν διάφορους τρόπους για να επινοήσουν τα προϊόντα που παρήγαν. Οι ίδιοι διακρίθηκαν και στη ναυτιλία για να αναζητήσουν όσα τους έλειπαν, ιδιαίτερα τα σιτηρά. Καθότι η Αττική παράγει μόνο κριθάρι, λάδι, σύκα και σταφύλια.
Η περιοχή της Αττικής ήταν κατάφυτη με δάση από αρχαιοτάτων χρόνων. Ήταν επίσης πλούσια σε τρεχούμενα νερά ώστε να μας πει ο Πλάτων: «ων και νυν έτι ιερά λελειμμένα εστί σημεία». Η αποψίλωση του κατάφυτου εδάφους ξεκίνησε με την εμφάνιση του ανθρώπου. Ήταν τόσο μεγάλης έκτασης (υλοτομία, πυρκαυϊές) ώστε να κηρυχθούν από τις τότε αρχές τα εναπομείναντα δάση και άλση ως ιερά και να προστατευθούν από το νόμο. Ως επακόλουθο της αποψίλωσης της περιοχής ήταν να αποφύγει η χώρα επί μακρόν τις εχθρικές εισβολές. Οι μόνοι που προσέρχονταν ήταν κάποιοι επήλυδες με σκοπό την ανταλλαγή αγαθών και το εμπόριο. Διετέλεσε λοιπόν η Αττική «επί πλείστον δια το λεπτόγειον αστασίαστος», όπως μας λέει και ο Θουκυδίδης.
Αναφορικά τώρα με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στην περιοχή της Αττικής, αυτή ανάγεται στα πολύ αρχαία χρόνια. Αναφορές σε αυτήν έχουμε από τους Αιγυπτίους ιερείς, οι οποίοι πληροφόρησαν τον Σόλωνα ότι οι κάτοικοι της Αττικής έχουν πλούσια ιστορία που δεν την γνωρίζουν. Συγκεκριμένα, στη Σαϊδα που επισκέφτηκε οι ιερείς τον πληροφόρησαν ότι ήδη από την δεκάτη χιλιετηρίδα π.Χ στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής κατοικούσε «το κάλλιστον και άριστον γένος παρ’ ανθρώποις». Αυτοί ηγήθηκαν της συμμαχίας που έσωσε την Αφρική και την Ευρώπη από την κατακτητική επιδρομή των πολεμοχαρών Ατλάντων. Οι Άτλαντες ήταν οι κάτοικοι της μυθικής Ατλαντίδος που καταποντίστηκε στον Ατλαντικό ωκεανό. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα παραπάνω δεν έχουν βεβαιωθεί από καμμία ελληνική πηγή στην αρχαιότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην Αττική οι πρώτοι κάτοικοι που εμφανίστηκαν ήταν πλανόδιοι, άνευ μόνιμης κατοικίας, όπως συνηθίζονταν σε πολλές χώρες της γης. Για το λόγο αυτό ονομάστηκαν Πελασγοί από τους μεταγενεστέρους, επειδή ακριβώς εμφανίζονται περιοδικώς όπως οι Πελαργοί. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα σε υψώματα τα οποία οχύρωναν για τον φόβο των ληστών, «διά την ληστείαν, επί πολύ αντισχούσαν», κατά τον Θουκυδίδη. Έτσι άρχισε να λειτουργεί ο πρώτος πυρήνας πόλεως στην περιοχή. Η οργάνωση, όπως ήταν φυσικό, ήταν καθαρά πολεμική. Στην ουσία υπήρξε ένας συνασπισμός των μαχίμων ανδρών υπό την ηγεσία των διαφόρων πολεμάρχων που ονομάσθηκαν Βασιλείς. Η πορεία προς τη συγκρότηση της πόλης ακολούθησε την διαδρομή: οίκος (η διευρυμένη οικογένεια), κώμη (το μικρό χωριό) και τέλος φθάνουμε στην πόλη, η οποία είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να παρέχει αυτάρκεια στους ανθρώπους και την ευκαιρία να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στον μεγαλύτερο βαθμό.
α. Η Χώρα και οι κάτοικοι
Εύδαιμον πτολίεθρον Αθηναίης αγελείης,
Πολλά ιδόν και πολλά παθόν και πολλά μογήσαν
Αιετός εν νεφέλησι γενήσεαι ήματα πάντα. (Βάκιδος χρησμός)
Αττική, προγενεστέρα αποκλειθήσα Ακτική, λόγω των πολλών ακτών που την περιβάλλουν. Σχηματίζει ένα ανισοσκελές τρίγωνο, το οποίο εισχωρεί μέσω των δύο κόλπων που την περιβάλλουν, του Ευβοϊκού και του Σαρωνικού, στο νησόσπαρτο και «εν μέσω της πάσης οικουμένης και θαλάσσης ιδρυμένον», κατά την έκφραση αρχαίου συγγραφέως, Αιγαίο πέλαγος. Η οξύτατη γωνία αυτού του αττικού τριγώνου αποτελεί το ακρωτήριο Σούνιο προς τα νοτιοανατολικά. Ενώ η βορειοδυτική πλευρά του καθορίζεται από τα όρη Κιθαιρώνα και Πάρνηθα. Στα πολύ παλιά χρόνια στην Αττική ανήκαν και οι βορειοδυτικώς ευρισκόμενες χώρες, τις οποίες διαβρέχει ο Ασωπός ποταμός, και των οποίων η προς τον Ωρωπό εκτεινόμενη περιοχή, εκεί που βρίσκεται τώρα η Τανάγρα, ονομαζόνταν ιδιαιτέρως Γραία ή Γραϊκή. Αυτό, διότι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών είχαν κατά τους μυθικούς χρόνους έναν κοινό με τους υπολοίπους Αττικείς ηγεμόνα. Τον μυθολογικό Ώγυγον ή Ωγύγην, στις ημέρες του οποίου έλαβε χώρα ο κατακλυσμός που ονομάστηκε έτσι ως ο κατακλυσμός του Ωγύγου. Εκτός αυτού, όμως, υπάρχει και μία περίπτωση να ονομάστηκε Ώγυγος επειδή έφθασε από την θάλασσα στην Αττική γη (Ωγεανός-Ωκεανός). Συν τω χρόνω οι περιοχές πέρα από την Πάρνηθα και τον Κιθαιρώνα αποσπάσθηκαν από τους γειτονικούς Βοιωτούς.
Από τη θέση της η Αττική αποτελεί την μοναδική οδό μεταξύ της Ηπειρωτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Είναι δίπλα στην Εύβοια και κοντά στα νησιά του Αιγαίου. Έτσι, αποτέλεσε το ενδιάμεσο και το ορμητήριο επικοινωνίας του πολιτισμού της με εκείνους που αναπτύχθηκαν στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και δια μέσου των νησιών στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο. Για το λόγο αυτό έγραψε για την Αττική κάποιος αρχαίος συγγραφέας: «Ουκ αν αλόγως τις οιηθείη της Ελλάδος, και πάσης δε της οικουμένης, αμφί τα μέσα ωκίσθαι», και ευστόχως αποκλήθηκε «επίβαθρα της Ελλάδος». Έλεγαν μάλιστα οι αρχαίοι ότι: «μόνη ταύτη κατά φύσιν έστιν ηγείσθαι του γένους». Ο ίδιος ο Πλάτων θεωρούσε την τοποθεσία της αττικής ως έργο ευνοίας και προνοίας του θείου.
Αλλά και η γεωλογική, η φυσική κατασκευή, το κλίμα, τα προϊόντα και η ατμοσφαιρική διαύγεια, επηρέασαν τα μέγιστα τους κατοίκους ώστε να μηχανευτούν διάφορους τρόπους για να επινοήσουν τα προϊόντα που παρήγαν. Οι ίδιοι διακρίθηκαν και στη ναυτιλία για να αναζητήσουν όσα τους έλειπαν, ιδιαίτερα τα σιτηρά. Καθότι η Αττική παράγει μόνο κριθάρι, λάδι, σύκα και σταφύλια.
Η περιοχή της Αττικής ήταν κατάφυτη με δάση από αρχαιοτάτων χρόνων. Ήταν επίσης πλούσια σε τρεχούμενα νερά ώστε να μας πει ο Πλάτων: «ων και νυν έτι ιερά λελειμμένα εστί σημεία». Η αποψίλωση του κατάφυτου εδάφους ξεκίνησε με την εμφάνιση του ανθρώπου. Ήταν τόσο μεγάλης έκτασης (υλοτομία, πυρκαυϊές) ώστε να κηρυχθούν από τις τότε αρχές τα εναπομείναντα δάση και άλση ως ιερά και να προστατευθούν από το νόμο. Ως επακόλουθο της αποψίλωσης της περιοχής ήταν να αποφύγει η χώρα επί μακρόν τις εχθρικές εισβολές. Οι μόνοι που προσέρχονταν ήταν κάποιοι επήλυδες με σκοπό την ανταλλαγή αγαθών και το εμπόριο. Διετέλεσε λοιπόν η Αττική «επί πλείστον δια το λεπτόγειον αστασίαστος», όπως μας λέει και ο Θουκυδίδης.
Αναφορικά τώρα με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στην περιοχή της Αττικής, αυτή ανάγεται στα πολύ αρχαία χρόνια. Αναφορές σε αυτήν έχουμε από τους Αιγυπτίους ιερείς, οι οποίοι πληροφόρησαν τον Σόλωνα ότι οι κάτοικοι της Αττικής έχουν πλούσια ιστορία που δεν την γνωρίζουν. Συγκεκριμένα, στη Σαϊδα που επισκέφτηκε οι ιερείς τον πληροφόρησαν ότι ήδη από την δεκάτη χιλιετηρίδα π.Χ στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής κατοικούσε «το κάλλιστον και άριστον γένος παρ’ ανθρώποις». Αυτοί ηγήθηκαν της συμμαχίας που έσωσε την Αφρική και την Ευρώπη από την κατακτητική επιδρομή των πολεμοχαρών Ατλάντων. Οι Άτλαντες ήταν οι κάτοικοι της μυθικής Ατλαντίδος που καταποντίστηκε στον Ατλαντικό ωκεανό. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα παραπάνω δεν έχουν βεβαιωθεί από καμμία ελληνική πηγή στην αρχαιότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην Αττική οι πρώτοι κάτοικοι που εμφανίστηκαν ήταν πλανόδιοι, άνευ μόνιμης κατοικίας, όπως συνηθίζονταν σε πολλές χώρες της γης. Για το λόγο αυτό ονομάστηκαν Πελασγοί από τους μεταγενεστέρους, επειδή ακριβώς εμφανίζονται περιοδικώς όπως οι Πελαργοί. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα σε υψώματα τα οποία οχύρωναν για τον φόβο των ληστών, «διά την ληστείαν, επί πολύ αντισχούσαν», κατά τον Θουκυδίδη. Έτσι άρχισε να λειτουργεί ο πρώτος πυρήνας πόλεως στην περιοχή. Η οργάνωση, όπως ήταν φυσικό, ήταν καθαρά πολεμική. Στην ουσία υπήρξε ένας συνασπισμός των μαχίμων ανδρών υπό την ηγεσία των διαφόρων πολεμάρχων που ονομάσθηκαν Βασιλείς. Η πορεία προς τη συγκρότηση της πόλης ακολούθησε την διαδρομή: οίκος (η διευρυμένη οικογένεια), κώμη (το μικρό χωριό) και τέλος φθάνουμε στην πόλη, η οποία είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να παρέχει αυτάρκεια στους ανθρώπους και την ευκαιρία να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στον μεγαλύτερο βαθμό.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
β. Ισόβιοι Μονάρχαι Βασιλείς
Συνεχίζοντας την Ιστορία των Αθηνών θα εξετάσουμε την περίοδο της εγκαθίδρυσης της μοναρχίας, των καινοτομιών που επέφεραν οι βασιλείς εκείνης της μακρινής εποχής, των πολέμων τους, καθώς και το τέλος της μοναρχίας στην πόλη και την απαρχή της αριστοκρατικής διακυβέρνησής της. Οι προσωπικότητες που σημάδεψαν την Αθηναϊκή ιστορία εκείνης της περιόδου ήταν ο Κέκροπας, ο Ερεχθεύς, ο Θησεύς και ο Κόδρος, ο τελευταίος και τραγικός βασιλιάς του ευδαίμονος πτολιέθρου των Αθηνών, όπως αποκαλούνταν.
Οι πρώτοι συνοικισμοί που αναπτύχθηκαν στην Αττική οργανώθηκαν την εποχή των Πελασγών. Τότε σχηματίστηκαν δώδεκα οχυροί δήμοι ή κώμες, οι οποίοι με την σειρά τους ομαδοποιήθηκαν ανά τέσσερις και αποτέλεσαν τις τετραπόλεις που έφθαναν έως τον Μαραθώνα. Οι ακροπόλεις αυτών των δήμων είχαν έναν επικεφαλής πολέμαρχο, ο οποίος ονομάζονταν και αρχιβασιλέας. Τον πρώτο καιρό εκείνος προέρχονταν από τους παράκτιους δήμους και αποκαλούνταν Ακταίος. Έτσι, εξάλλου απεκλήθη και όλη η Αττική χερσόνησος Ακτή ή Ακτική, όπως ανεφέρθη στον πρόλογο. Σύμφωνα με την Αττική παράδοση, στους καταλόγους των αρχαιοτάτων βασιλέων που σχηματίστηκαν αργότερα, Ακταίος καλείται συνολικά ο παλαιός αρχιβασιλεύς, διότι τις ονομασίες τις ελάμβαναν πιθανότατα είτε λόγω της προέλευσής τους όπως: Ακταίος, Αιγεύς, Αμφικτύων, Εριχθόνιος, είτε από την δράση τους και τη πολιτεία τους όπως οι: Κέκροψ, Πανδίων, Θησεύς, Δημοφών.
Η εποχή των Πελασγών στην Αττική έλαβε τέλος από τον αυτόχθονα, ή σύμφωνα με άλλους επήλυδα Αιγύπτιο, ή το πιθανότερο από τον Φοίνικα Κέκροπα τον Α’. ο Κέκροπας μετανάστευσε στις αρχές του 15ου αιώνος π.Χ και ενυμφεύθη την κόρη του τότε Ακταίου βασιλιά, τον οποίο διαδέχθηκε στην βασιλεία και κυβέρνησε για πενήντα έτη. Το ίδιο πιστεύεται, ότι δηλαδή Φοίνικας υπήρξε και ο ιδρυτής της Καδμείας στη γειτονική Βοιωτία, ο Κάδμος. Αυτό εξηγείται διότι οι Αιγύπτιοι δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν υπερπόντια ταξείδια. Πολύ περισσότερο να ιδρύσουν αποικίες. Για τον σκοπό αυτό μεταχειρίζονταν ως ναυτικούς τους Φοίνικες.
Για να επανέλθουμε στον Κέκροπα, επειδή οι από θαλάσσης επιδρομές ήταν συχνές, αναγκάστηκε να μεταθέσει την έδρα του από τα παράκτια στα ενδότερα της Αττικής, και συγκεκριμένα στον Ιερό βράχο της Ακροπόλεως. Έτσι αποκλήθηκε αρχικά Κεκροπία η πόλη των Αθηνών και Κεκροπίδες οι κάτοικοί της. Συγχρόνως, ο Κέκροπας υπήγαγε και τους δώδεκα δήμους της Αττικής υπό ένα κοινό ανώτατο δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο. Ονόμασε δε βουλή το υπό τον βασιλιά ή τη γερουσία σώμα που συνεδρίαζε επί του ομωνύμου βράχου, υπό την Ακρόπολη.
Πέραν αυτών, ο Κέκροπας εισήγαγε τη ναυτιλία, την μεταλλουργία και τη βιοτεχνία. Δίδαξε στους κατοίκους την καλλιέργεια του ελαιοδέντρου και την έκθλιψη του καρπού της ελιάς, του ελαίου, την σπορά και τον θερισμό του σίτου. Εισήγαγε επίσης τον θεσμό του γάμου και τη λατρεία της Αφροδίτης. Ενώ σύμφωνα με άλλους έφερε την λατρεία της αιγυπτιακής θεότητας Νηίθ, από την οποία προέκυψε η Αθηνά. Λέγεται επίσης ότι τα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου τα ανακάλυψαν πρώτοι οι Φοίνικες. Τα ισχυρά γένη των γεφυραίων προέρχονταν από αυτούς. Να σημειωθεί φυσικά για τους Φοίνικες, οι οποίοι ναυτικοί όντες, ως πολιούχο θεό της θαλάσσης λάτρευαν τον Ποσειδώνα.
Από τους διαδόχους του Κέκροπα, σύμφωνα με τους καταλόγους ήσαν οι: Κραναός (1531-1522), Αμφικτύων (1521-1510), Εριχθόνιος ή Ερεχθεύς Α’ Τέσσερις φυλές (1510-1460), Πανδίων Α’ (1459-1419), Ερεχθεύς Β’ Ευμολπίδες (1418-1368), Κέκρωψ Β’ (1367-1327), Πανδίων Β’ Κτίσις Χαλκίδος και Ερετρίας (1326-1300), Αιγεύς Επικυριαρχία Κρητών (1300-1251), Θησεύς Συμπολιτεία Αττικών (1251-1221), Μενεσθεύς Τρωϊκή Εκστρατεία (1220-1198), Δημοφών (1197-1164), Ακάμας (1163-1152), Οξύντης (1152-1151), Αφείδας ( 1151-1150), Θυμοίτης (1149-1141), Μέλανθος Εισβολή Βοιωτών (1140-1102) και Κόδρος (1102-1081). Αξίζει να κάνουμε ειδική μνεία στον Ερεχθέα τον Α’, ο οποίος θεωρείτο γηγενής και ήταν ο διασημότερος ιθαγενής βασιλιάς και ήρωας της Αττικής προ του Θησέως. Στην δική του βασιλεία καθιερώθηκε η λατρεία της Αθηνάς (ο μύθος της ονοματοθεσίας της πόλης των Αθηνών, σύμφωνα με τον οποίο η Αθηνά και ο Ποσειδών διαγωνίσθηκαν για το ποιος θα δώσει το όνομά του στην πόλη, με νικήτρια την Αθηνά), αντί του Ποσειδώνος. Ο ίδιος καθιέρωσε και μία κοινή ετήσια γιορτή προς τιμή της Θεάς, τα «Αθήναια». Ο Εριχθόνιος ή Ερεχθεύς «άρμα πρώτος Έλλησιν εφεύρε», διαίρεσε τον πληθυσμό σε τέσσερις ομάδες ή φυλές: Αθηναϊδα, Διάδα, Ηφαιστιάδα και Ποσειδωνιάδα, με σκοπό να εξασθενήσει τους κατά τόπους ισχυρούς φυλάρχους. Ακόμη, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς την Αθηνά, επειδή τον προστάτευσε ως βρέφος, αφιέρωσε τον βασιλικό οίκο της Ακροπόλεως, που μετασκευάστηκε σε ναό, στη ίδια αλλά και στον Ποσειδώνα. Αναφερόμαστε στο Ερεχθείον, το οποίο καταστράφηκε κατά την περσική εισβολή και κατάληψη των Αθηνών. Η πόλη δε μετονομάσθηκε από Κεκροπία και Κραναών σε Αθήνα ή Αθήνη και Αθήναι και οι κάτοικοι από Κεκροπίδες σε Ερεχθείδες και Αθηναίοι.
Συνεχίζοντας την Ιστορία των Αθηνών θα εξετάσουμε την περίοδο της εγκαθίδρυσης της μοναρχίας, των καινοτομιών που επέφεραν οι βασιλείς εκείνης της μακρινής εποχής, των πολέμων τους, καθώς και το τέλος της μοναρχίας στην πόλη και την απαρχή της αριστοκρατικής διακυβέρνησής της. Οι προσωπικότητες που σημάδεψαν την Αθηναϊκή ιστορία εκείνης της περιόδου ήταν ο Κέκροπας, ο Ερεχθεύς, ο Θησεύς και ο Κόδρος, ο τελευταίος και τραγικός βασιλιάς του ευδαίμονος πτολιέθρου των Αθηνών, όπως αποκαλούνταν.
Οι πρώτοι συνοικισμοί που αναπτύχθηκαν στην Αττική οργανώθηκαν την εποχή των Πελασγών. Τότε σχηματίστηκαν δώδεκα οχυροί δήμοι ή κώμες, οι οποίοι με την σειρά τους ομαδοποιήθηκαν ανά τέσσερις και αποτέλεσαν τις τετραπόλεις που έφθαναν έως τον Μαραθώνα. Οι ακροπόλεις αυτών των δήμων είχαν έναν επικεφαλής πολέμαρχο, ο οποίος ονομάζονταν και αρχιβασιλέας. Τον πρώτο καιρό εκείνος προέρχονταν από τους παράκτιους δήμους και αποκαλούνταν Ακταίος. Έτσι, εξάλλου απεκλήθη και όλη η Αττική χερσόνησος Ακτή ή Ακτική, όπως ανεφέρθη στον πρόλογο. Σύμφωνα με την Αττική παράδοση, στους καταλόγους των αρχαιοτάτων βασιλέων που σχηματίστηκαν αργότερα, Ακταίος καλείται συνολικά ο παλαιός αρχιβασιλεύς, διότι τις ονομασίες τις ελάμβαναν πιθανότατα είτε λόγω της προέλευσής τους όπως: Ακταίος, Αιγεύς, Αμφικτύων, Εριχθόνιος, είτε από την δράση τους και τη πολιτεία τους όπως οι: Κέκροψ, Πανδίων, Θησεύς, Δημοφών.
Η εποχή των Πελασγών στην Αττική έλαβε τέλος από τον αυτόχθονα, ή σύμφωνα με άλλους επήλυδα Αιγύπτιο, ή το πιθανότερο από τον Φοίνικα Κέκροπα τον Α’. ο Κέκροπας μετανάστευσε στις αρχές του 15ου αιώνος π.Χ και ενυμφεύθη την κόρη του τότε Ακταίου βασιλιά, τον οποίο διαδέχθηκε στην βασιλεία και κυβέρνησε για πενήντα έτη. Το ίδιο πιστεύεται, ότι δηλαδή Φοίνικας υπήρξε και ο ιδρυτής της Καδμείας στη γειτονική Βοιωτία, ο Κάδμος. Αυτό εξηγείται διότι οι Αιγύπτιοι δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν υπερπόντια ταξείδια. Πολύ περισσότερο να ιδρύσουν αποικίες. Για τον σκοπό αυτό μεταχειρίζονταν ως ναυτικούς τους Φοίνικες.
Για να επανέλθουμε στον Κέκροπα, επειδή οι από θαλάσσης επιδρομές ήταν συχνές, αναγκάστηκε να μεταθέσει την έδρα του από τα παράκτια στα ενδότερα της Αττικής, και συγκεκριμένα στον Ιερό βράχο της Ακροπόλεως. Έτσι αποκλήθηκε αρχικά Κεκροπία η πόλη των Αθηνών και Κεκροπίδες οι κάτοικοί της. Συγχρόνως, ο Κέκροπας υπήγαγε και τους δώδεκα δήμους της Αττικής υπό ένα κοινό ανώτατο δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο. Ονόμασε δε βουλή το υπό τον βασιλιά ή τη γερουσία σώμα που συνεδρίαζε επί του ομωνύμου βράχου, υπό την Ακρόπολη.
Πέραν αυτών, ο Κέκροπας εισήγαγε τη ναυτιλία, την μεταλλουργία και τη βιοτεχνία. Δίδαξε στους κατοίκους την καλλιέργεια του ελαιοδέντρου και την έκθλιψη του καρπού της ελιάς, του ελαίου, την σπορά και τον θερισμό του σίτου. Εισήγαγε επίσης τον θεσμό του γάμου και τη λατρεία της Αφροδίτης. Ενώ σύμφωνα με άλλους έφερε την λατρεία της αιγυπτιακής θεότητας Νηίθ, από την οποία προέκυψε η Αθηνά. Λέγεται επίσης ότι τα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου τα ανακάλυψαν πρώτοι οι Φοίνικες. Τα ισχυρά γένη των γεφυραίων προέρχονταν από αυτούς. Να σημειωθεί φυσικά για τους Φοίνικες, οι οποίοι ναυτικοί όντες, ως πολιούχο θεό της θαλάσσης λάτρευαν τον Ποσειδώνα.
Από τους διαδόχους του Κέκροπα, σύμφωνα με τους καταλόγους ήσαν οι: Κραναός (1531-1522), Αμφικτύων (1521-1510), Εριχθόνιος ή Ερεχθεύς Α’ Τέσσερις φυλές (1510-1460), Πανδίων Α’ (1459-1419), Ερεχθεύς Β’ Ευμολπίδες (1418-1368), Κέκρωψ Β’ (1367-1327), Πανδίων Β’ Κτίσις Χαλκίδος και Ερετρίας (1326-1300), Αιγεύς Επικυριαρχία Κρητών (1300-1251), Θησεύς Συμπολιτεία Αττικών (1251-1221), Μενεσθεύς Τρωϊκή Εκστρατεία (1220-1198), Δημοφών (1197-1164), Ακάμας (1163-1152), Οξύντης (1152-1151), Αφείδας ( 1151-1150), Θυμοίτης (1149-1141), Μέλανθος Εισβολή Βοιωτών (1140-1102) και Κόδρος (1102-1081). Αξίζει να κάνουμε ειδική μνεία στον Ερεχθέα τον Α’, ο οποίος θεωρείτο γηγενής και ήταν ο διασημότερος ιθαγενής βασιλιάς και ήρωας της Αττικής προ του Θησέως. Στην δική του βασιλεία καθιερώθηκε η λατρεία της Αθηνάς (ο μύθος της ονοματοθεσίας της πόλης των Αθηνών, σύμφωνα με τον οποίο η Αθηνά και ο Ποσειδών διαγωνίσθηκαν για το ποιος θα δώσει το όνομά του στην πόλη, με νικήτρια την Αθηνά), αντί του Ποσειδώνος. Ο ίδιος καθιέρωσε και μία κοινή ετήσια γιορτή προς τιμή της Θεάς, τα «Αθήναια». Ο Εριχθόνιος ή Ερεχθεύς «άρμα πρώτος Έλλησιν εφεύρε», διαίρεσε τον πληθυσμό σε τέσσερις ομάδες ή φυλές: Αθηναϊδα, Διάδα, Ηφαιστιάδα και Ποσειδωνιάδα, με σκοπό να εξασθενήσει τους κατά τόπους ισχυρούς φυλάρχους. Ακόμη, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς την Αθηνά, επειδή τον προστάτευσε ως βρέφος, αφιέρωσε τον βασιλικό οίκο της Ακροπόλεως, που μετασκευάστηκε σε ναό, στη ίδια αλλά και στον Ποσειδώνα. Αναφερόμαστε στο Ερεχθείον, το οποίο καταστράφηκε κατά την περσική εισβολή και κατάληψη των Αθηνών. Η πόλη δε μετονομάσθηκε από Κεκροπία και Κραναών σε Αθήνα ή Αθήνη και Αθήναι και οι κάτοικοι από Κεκροπίδες σε Ερεχθείδες και Αθηναίοι.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
- Dhmellhn
- Επίτιμος
- Δημοσιεύσεις: 4046
- Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
- Έδωσε Likes: 27 φορές
- Έλαβε Likes: 71 φορές
Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
γ. Ισόβιοι Μονάρχες και Βασιλείς β'
Από τους διαδόχους του Εριχθονίου διακρίθηκε ο εγγονός του Ερεχθεύς Β’, γιος του Πανδίονος Α’, του οποίου η 50ετής βασιλεία υπήρξε πλήρης περιπετειών και οργανωτικής εργασίας. Οι παράκτιοι ανταγωνιζόντουσαν έντονα τους κυριάρχους πεδινούς: «και τινες και επολέμησάν ποτε αυτών», όπως γράφει ο Θουκυδίδης. Αυτό συνάγεται από τα λείψανα κυκλώπειων οχυρώσεων στα πέριξ του αθηναϊκού πεδίου και κατά μήκος του Αιγάλεω, του Υμηττού και μεταξύ αυτού και του Πεντελικού, όπως και μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω. Μάλιστα οι άρχοντες της Ελευσίνας οι Ευμολπίδες στράφηκαν κατά των Αθηναίων και οι τελευταίοι αναγκάσθηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Ίωνα, ο οποίος δέχθηκε να τους βοηθήσει και έτσι κέρδισαν τον πόλεμο. Εξαιτίας αυτού αναπτύχθηκε έντονο το αίσθημα της φιλοπατρίας στους Αθηναίους, βλέποντες τη βασιλική οικογένεια να επιδεικνύει η ίδια το παράδειγμα της αυτοθυσίας. Αυτό το παράδειγμα αποθανάτισε ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ερεχθεύς, της οποίας σώζονται μονάχα αποσπάσματα.
Ο Ίωνας παρέμεινε στην Αττική μετά τον πόλεμο, αρωγός του γηραιού Ερεχθέως Β’. Διαίρεσε τους κατοίκους σε τέσσερις φυλές: τους Τελέοντες ή Γελέοντες, που ασχολούνται με τα κοινά, τους Αιγικορείς που ήταν κτηνοτρόφοι, τους Αργαδείς που ήταν γεωργοί και βιοτέχνες και τους Οπλίτες που ήταν οι μάχιμοι. Αυτή τη διαίρεση ο Αριστοτέλης τη χαρακτηρίζει ως την πρώτη άξια λόγου κατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας. Επίσης από εδώ και στο εξής οι κάτοικοι θα ονομάζονταν Ίωνες και η χώρα Ιωνία, ενώ ο ιωνικός θεός Απόλλων κηρύχθηκε πατρώος. Σύμφωνα με την παράδοση οι πραγματικές οικογένειες αριθμούσαν 10.800 ελεύθερους πολίτες, αποτελούμενες από 360 γένη.
Την εποχή του εγγονού του Πανδίονος Β’ έλαβε χώρα σύρραξη μεταξύ των Αθηναίων και των Βοιωτών, στους οποίους βασίλευε ο βίαιος Λάβδακος, εγγονός του Κάδμου και πατέρας του Λάϊου του οποίου γιος ήταν ο Οιδίποδας. Η εισβολή των Βοιωτών ήταν τόσο σφοδρή ώστε ο Πανδίων αναγκάσθηκε να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά των εν Δαυλία της Φωκίδας Θρακών Τηρέως. Του έδωσε μάλιστα ως σύζυγο τη δεύτερη του κόρη την Πρόκνη «επ’ωφελεία τη προς αλλήλους» όπως λέει και ο Θουκυδίδης. Ο Τηρέας βοήθησε αποτελεσματικά τους Αθηναίους προσβάλλοντας τους Βοιωτούς από τα νώτα. Η φιλία όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Αιτία ήταν η Φιλομήλα, η αδελφή της Πρόκνης, που αφού μετέβη στη Δαυλία, συνωμότησε με την αδελφή της και φόνευσαν το παιδί του Τηρέα και της Πρόκνης τον Ίτυ. Κατόπιν έφυγαν στην Αττική. Ο Τηρέας τις κατεδίωξε αλλά δεν κατάφερε να τις συλλάβει. Έτσι κατέληξε στα Μέγαρα όπου αυτοκτόνησε. Ακόμη, σύμφωνα με έναν αττικό μύθο οι αδελφές μεταμορφώθηκαν στα ομώνυμα πουλιά, ενώ ο Τηρέας μεταμορφώθηκε σε Έποπα.
Αργότερα οι Αθηναίοι συγκρούσθηκαν με τους Ευβοείς Άβαντες, οι οποίοι ονομάζονταν «δεσπόται Ευβοίας δουρίκλυτοι». Κατάφεραν έτσι να βάλουν πόδι στην Εύβοια εγκατασταθέντες στη Χαλκίδα και την Ερέτρια, οι οποίες «αμφότεροι προ των Τρωϊκών υπ’ Αθηναίων εκτίσθαι λέγονται» σύμφωνα με τον Στράβωνα. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Επεκτάθηκαν και επί των νήσων του Μυρτώου πελάγους και των Σποράδων, όπου στη Σκύρο ο διάδοχος του Πανδίονος Β’ είχε ιδιοκτησίες.
Στα εσωτερικά τώρα, οι εξωτερικές επιτυχίες του Πανδίονα Β’ δεν τον ωφέλησαν. Οι εγγονοί του Ερεχθέως Β΄’ από τον ξάδελφό του πέτυχαν να του αφαιρέσουν τη βασιλεία μετά από εσωτερικές αναταραχές 25 ετών. Μετά την ήττα του ο έκπτωτος βασιλιάς με τα παιδιά του κατέφυγε στον πεθερό του Πύλα, βασιλιά των Μεγάρων, όπου και πέθανε εξόριστος. Μεταγενέστερα οι αθηναίοι τον τίμησαν και ονόμασαν μία από τις φυλές τους Πανδιονίδα. Έστησαν δε ανδριάντες αυτού μεταξύ των Επωνύμων και επί της Ακροπόλεως και άλλον στους Δελφούς. Επιπλέον καθιέρωσαν ετήσια γιορτή τα Πάνδια.
Οι γιοι του Αιγεύς, Πάλλης, Νίσος, Λύκος και Οινεύς, ο τελευταίος νόθος, επιχείρησαν και πέτυχαν να ανακτήσουν την κυριαρχία στην Αττική, την οποία μοίρασαν. Δεν άργησαν όμως να επιδοθούν σε σκληρές διαμάχες για την πρωτοκαθεδρία. Από τις μεταξύ τους έριδες ο Λύκος αυτοεξορίστηκε στην Αρήνη της Μεσσηνίας, ο δε ξάδελφος τους Πετεύς αποπειράθηκε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να καταλάβη την αρχή. Απέτυχε όμως και έφυγε στη Φωκίδα, όπου έκτισε την πόλη Στείρα. Στο τέλος επικράτησε ο Αιγέας, ο οποίος κατάφερε να εξουδετερώσει τους υπολοίπους. Σαν να μην αρκούσαν αυτά, οι Αθηναίοι ήρθαν σε ρήξη με τους θαλασσοκράτορες εκείνη την εποχή Κρήτες. Ο βασιλιάς αυτών ο Μίνωας, με αφορμή το θάνατο του Κρητός βασιλοπαίδα Ανδρόγεω, επέδραμε εναντίον των Αθηναίων. Αφού τους κατενίκησε τους κατέστησε φόρου υποτελείς στο βασίλειό του. Επιπρόσθετα τους υποχρέωσε να στέλνουν κάθε εννέα χρόνια επτά παρθένους και επτά εφήβους στην Κρήτη, οι οποίοι δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Από τη δυσχερή αυτή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Αιγέας θα τον έβγαζε ως από μηχανής Θεός ο μονογενής γιος του ο Θησεύς που αποτέλεσε τον σημαντικότερο βασιλιά των Αθηνών.
Από τους διαδόχους του Εριχθονίου διακρίθηκε ο εγγονός του Ερεχθεύς Β’, γιος του Πανδίονος Α’, του οποίου η 50ετής βασιλεία υπήρξε πλήρης περιπετειών και οργανωτικής εργασίας. Οι παράκτιοι ανταγωνιζόντουσαν έντονα τους κυριάρχους πεδινούς: «και τινες και επολέμησάν ποτε αυτών», όπως γράφει ο Θουκυδίδης. Αυτό συνάγεται από τα λείψανα κυκλώπειων οχυρώσεων στα πέριξ του αθηναϊκού πεδίου και κατά μήκος του Αιγάλεω, του Υμηττού και μεταξύ αυτού και του Πεντελικού, όπως και μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω. Μάλιστα οι άρχοντες της Ελευσίνας οι Ευμολπίδες στράφηκαν κατά των Αθηναίων και οι τελευταίοι αναγκάσθηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Ίωνα, ο οποίος δέχθηκε να τους βοηθήσει και έτσι κέρδισαν τον πόλεμο. Εξαιτίας αυτού αναπτύχθηκε έντονο το αίσθημα της φιλοπατρίας στους Αθηναίους, βλέποντες τη βασιλική οικογένεια να επιδεικνύει η ίδια το παράδειγμα της αυτοθυσίας. Αυτό το παράδειγμα αποθανάτισε ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ερεχθεύς, της οποίας σώζονται μονάχα αποσπάσματα.
Ο Ίωνας παρέμεινε στην Αττική μετά τον πόλεμο, αρωγός του γηραιού Ερεχθέως Β’. Διαίρεσε τους κατοίκους σε τέσσερις φυλές: τους Τελέοντες ή Γελέοντες, που ασχολούνται με τα κοινά, τους Αιγικορείς που ήταν κτηνοτρόφοι, τους Αργαδείς που ήταν γεωργοί και βιοτέχνες και τους Οπλίτες που ήταν οι μάχιμοι. Αυτή τη διαίρεση ο Αριστοτέλης τη χαρακτηρίζει ως την πρώτη άξια λόγου κατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας. Επίσης από εδώ και στο εξής οι κάτοικοι θα ονομάζονταν Ίωνες και η χώρα Ιωνία, ενώ ο ιωνικός θεός Απόλλων κηρύχθηκε πατρώος. Σύμφωνα με την παράδοση οι πραγματικές οικογένειες αριθμούσαν 10.800 ελεύθερους πολίτες, αποτελούμενες από 360 γένη.
Την εποχή του εγγονού του Πανδίονος Β’ έλαβε χώρα σύρραξη μεταξύ των Αθηναίων και των Βοιωτών, στους οποίους βασίλευε ο βίαιος Λάβδακος, εγγονός του Κάδμου και πατέρας του Λάϊου του οποίου γιος ήταν ο Οιδίποδας. Η εισβολή των Βοιωτών ήταν τόσο σφοδρή ώστε ο Πανδίων αναγκάσθηκε να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά των εν Δαυλία της Φωκίδας Θρακών Τηρέως. Του έδωσε μάλιστα ως σύζυγο τη δεύτερη του κόρη την Πρόκνη «επ’ωφελεία τη προς αλλήλους» όπως λέει και ο Θουκυδίδης. Ο Τηρέας βοήθησε αποτελεσματικά τους Αθηναίους προσβάλλοντας τους Βοιωτούς από τα νώτα. Η φιλία όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Αιτία ήταν η Φιλομήλα, η αδελφή της Πρόκνης, που αφού μετέβη στη Δαυλία, συνωμότησε με την αδελφή της και φόνευσαν το παιδί του Τηρέα και της Πρόκνης τον Ίτυ. Κατόπιν έφυγαν στην Αττική. Ο Τηρέας τις κατεδίωξε αλλά δεν κατάφερε να τις συλλάβει. Έτσι κατέληξε στα Μέγαρα όπου αυτοκτόνησε. Ακόμη, σύμφωνα με έναν αττικό μύθο οι αδελφές μεταμορφώθηκαν στα ομώνυμα πουλιά, ενώ ο Τηρέας μεταμορφώθηκε σε Έποπα.
Αργότερα οι Αθηναίοι συγκρούσθηκαν με τους Ευβοείς Άβαντες, οι οποίοι ονομάζονταν «δεσπόται Ευβοίας δουρίκλυτοι». Κατάφεραν έτσι να βάλουν πόδι στην Εύβοια εγκατασταθέντες στη Χαλκίδα και την Ερέτρια, οι οποίες «αμφότεροι προ των Τρωϊκών υπ’ Αθηναίων εκτίσθαι λέγονται» σύμφωνα με τον Στράβωνα. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Επεκτάθηκαν και επί των νήσων του Μυρτώου πελάγους και των Σποράδων, όπου στη Σκύρο ο διάδοχος του Πανδίονος Β’ είχε ιδιοκτησίες.
Στα εσωτερικά τώρα, οι εξωτερικές επιτυχίες του Πανδίονα Β’ δεν τον ωφέλησαν. Οι εγγονοί του Ερεχθέως Β΄’ από τον ξάδελφό του πέτυχαν να του αφαιρέσουν τη βασιλεία μετά από εσωτερικές αναταραχές 25 ετών. Μετά την ήττα του ο έκπτωτος βασιλιάς με τα παιδιά του κατέφυγε στον πεθερό του Πύλα, βασιλιά των Μεγάρων, όπου και πέθανε εξόριστος. Μεταγενέστερα οι αθηναίοι τον τίμησαν και ονόμασαν μία από τις φυλές τους Πανδιονίδα. Έστησαν δε ανδριάντες αυτού μεταξύ των Επωνύμων και επί της Ακροπόλεως και άλλον στους Δελφούς. Επιπλέον καθιέρωσαν ετήσια γιορτή τα Πάνδια.
Οι γιοι του Αιγεύς, Πάλλης, Νίσος, Λύκος και Οινεύς, ο τελευταίος νόθος, επιχείρησαν και πέτυχαν να ανακτήσουν την κυριαρχία στην Αττική, την οποία μοίρασαν. Δεν άργησαν όμως να επιδοθούν σε σκληρές διαμάχες για την πρωτοκαθεδρία. Από τις μεταξύ τους έριδες ο Λύκος αυτοεξορίστηκε στην Αρήνη της Μεσσηνίας, ο δε ξάδελφος τους Πετεύς αποπειράθηκε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να καταλάβη την αρχή. Απέτυχε όμως και έφυγε στη Φωκίδα, όπου έκτισε την πόλη Στείρα. Στο τέλος επικράτησε ο Αιγέας, ο οποίος κατάφερε να εξουδετερώσει τους υπολοίπους. Σαν να μην αρκούσαν αυτά, οι Αθηναίοι ήρθαν σε ρήξη με τους θαλασσοκράτορες εκείνη την εποχή Κρήτες. Ο βασιλιάς αυτών ο Μίνωας, με αφορμή το θάνατο του Κρητός βασιλοπαίδα Ανδρόγεω, επέδραμε εναντίον των Αθηναίων. Αφού τους κατενίκησε τους κατέστησε φόρου υποτελείς στο βασίλειό του. Επιπρόσθετα τους υποχρέωσε να στέλνουν κάθε εννέα χρόνια επτά παρθένους και επτά εφήβους στην Κρήτη, οι οποίοι δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Από τη δυσχερή αυτή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Αιγέας θα τον έβγαζε ως από μηχανής Θεός ο μονογενής γιος του ο Θησεύς που αποτέλεσε τον σημαντικότερο βασιλιά των Αθηνών.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)