Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φρύγες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Φρυγίας. Ήταν αρχαίος λαός που κατέλαβε τη δυτικοκεντρική Μικρά Ασία μετά την κατάρρευση των Χετταίων. Το Βασίλειο που ίδρυσε εκεί περί τα μέσα της 2ης προς τη 1η χιλιετία πΧ πέρασε στη συνέχεια στην επικράτεια του Βασιλείου των Λυδών. Οι Φρύγες πιθανόν ταυτίζονται με τους «Μουσκού» των Ασσυριακών περιγραφών και τους «Μεσέχ» της Βίβλου που κάνουν την εμφάνισή τους ως βόρειος πολεμοχαρής λαός (Ιεζεκιήλ:32,26 - 38,2,3 - 39,1)
Κατά τον Ηρόδοτο (Ζ' 73) ήταν αρχαίος λαός που μετανάστευσε στη Μικρά Ασία, από τη Βαλκανική, όπου και μετονομάστηκαν από "Βρύγες" σε "Φρύγες".
Κατά τον Όμηρο (Ιλιάδα Β' 862 και Κ' 431), οι Φρύγες ήταν σύμμαχοι των Τρώων για την παρασχεθείσα σε αυτούς βοήθεια κατά των Αμαζόνων (Ιλιάδα Γ' 185-194). Μάλιστα η σύζυγος του Πριάμου, Εκάβη, ήταν κόρη του Δύμαντος βασιλέως των Φρυγών.
Η Φρυγική γλώσσα ήταν Ινδοευρωπαϊκή, μάλλον ιδιαίτερα κοντινή στην Ελληνική από την οποία και αφομοιώθηκε πλήρως μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ.[1]
Λέξεις από την Φρυγική
Όλα ξεκίνησαν με ένα πείραμα του Φαραώ της Αιγύπτου Ψαμμήτιχου Α΄ από τον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο Ψαμμήτιχος ήθελε να ανακαλύψει το μυστικό της γλώσσας, και συγκεκριμένα ποια από τις γλώσσες που ομιλούνταν στην εποχή του ήταν η πρώτη γλώσσα. Ο Φαραώ διέταξε να του φέρουν δύο νεογέννητα σε μία παρακείμενη καλύβα. Ένας βοσκός έπρεπε να προσέχει τα παιδιά ενώ του είχε απαγορευτεί με αυστηρότητα να πει έστω και μία λέξη.
Σύμφωνα με τις φήμες, μετά από δύο χρόνια ένα από τα παιδιά άρχισε να μιλάει. Με τη λέξη «βεκός», τη λέξη για το ψωμί των Φρυγίων, χαιρέτησε το βοσκό. Για τον Ψαμμήτιχο το ερώτημα σχετικά με την πρωτογλώσσα είχε απαντηθεί.
anar, 'husband', from PIE *ner- 'man';
cf. Gk: anēr (ἀνήρ) "man, husband", Alb: njeri "man, person", Kur: nēr (nêr) "male"
attagos, 'goat';
cf. Arm: tik "leather skin",aytig "goat", Ger: Ziege "she-goat", Alb: dhi "she-goat", Wakhi tiγ "goat call", Ishkashmi dec "goatskin bag".
Bagaios, "Zeus", from PIE *bheh2gos "apportioner";
cf. Alb: bekoj "bless", Avestan: baga "good fortune, share", Skt: bhága "the apportioner", Toch A: pāk "share, part", Toch B: pāke "share, part".
balaios, 'large, fast', from PIE *bel- 'strong';
cognate to Gk: belteros (βέλτερος) "better", Rus: bol'šój "large, great", Welsh: balch "proud", Kur: balaz (belez) "fast"
belte, 'swamp', from PIE *bhel-, 'to gleam';
Rom: baltă, Bulg: блато (blato) /'blatɔ/ (Old Bulg: балто (balto) /'balta/) "swamp",Rus: болото (boloto) /bə'lotɔ/ "swamp", Lith: baltas "white", Rus: бледный (bledny) /'blednəj/ and Bulg бледен (bleden) /bledən/ "pale".
brater, 'brother', from PIE *bhrater-, 'brother';
cognate to: Serb: 'brat', Gk: phrātēr (φρατήρ) "clansman, kin", Per: bratar, 'brother',Rus and Bulg: brat "brother", Kur: bra/bradar (bbra/brader) "brother".
daket, 'does, causes', PIE *dhe-k-, 'to set, put';
cognate to Serb: 'dakle', Lat: facere "to do, make", French: faire "to do, to make", Gk: tithenai (τιθέναι) "to put, place, set" Kur: dakat (dekat/dikit) "does, causes"
germe, 'warm', PIE *gwher-, 'warm';
cognate to Gk: thermos (θερμός) "warm", Kur: germ "warm" , Per: garm "warm", Arm: ĵerm "warm", Alb: zjarm "warm".
kakon, 'harm, ill', PIE *kaka-, 'harm';
cf. Gk: kakós (κακός) "bad", Lith: keñti "to be evil", Arm: qaq "excretion".
knoumane, 'grave', maybe from PIE *knu-, 'to scratch';
cognate to Gk: knaō (κνάω) "to scratch", OHG: hnuo "notch, groove", nuoen "to smooth out with a scraper", Lith: knisti "to dig", Arm: qnel,qnum "to sleep".
manka, 'stela', Arm: manuk, mankakan "child, childish".
mater, 'mother', from PIE *mater-, 'mother';
cf. Gk: mētēr (μήτηρ) "mother", Serb: 'mater', Per: madar "mother", Alb: motër "sister" Kur: ma/mê "mother/female"
meka, 'great', from PIE *meg-, 'great';
Gk: megas "great"; , Arm: metz "great"; , Kur: mezn (mezin) "great" , Alb: i/e madh "big, great".
zamelon, 'slave', PIE *dhghom-, 'earth';
Gk: chamēlos (χαμηλός) "adj. on the ground, low", Srb/Cro: zèmlja and Bulg: zèmya/zèmlishte "earth/land", Lat: humilis "low".
Κατά τον 8ο π.Χ. αι. οι Φρύγες είχαν καταλάβει την Καππαδοκία, Καταονία και Λυκαονία, αργότερα δε και τη Λυδία, εκτεινόμενοι από τα παράλια του Αιγαίου μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, εκτός από τη Μυσία και τη Βιθυνία. Η από του 7ου π.Χ. αι. εισβολή των Κιμμερίων -όπου μαχόμενος φέρεται να σκοτώθηκε ο τελευταίος βασιλιάς των Φρυγών Μίδας- είχε ως συνέπεια τη βαθμιαία υποταγή τους στους νικήσαντες τους Κιμμερίους, Λυδούς (6ος π.Χ. αι.).
Με την επέκταση του κράτους των Περσών, υποτάχθηκαν σ' αυτούς. Έπειτα περιήλθαν στην επικυριαρχία του Μ. Αλεξάνδρου ο οποίος διόρισε Σατράπη στη χώρα τους τον Αντίγονο (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις Α'29,3) από το 333 π.Χ. οπότε και και παύουν να έχουν πλέον δική τους ιστορία, υποτασσόμενοι, στη συνέχεια, στους Ρωμαίους.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, φαίνεται ότι οι Φρύγες συγχωνεύτηκαν με τους υπόλοιπους κατοίκους της Μ. Ασίας και φέρονται να αναλαμβάνουν υψηλά αξιώματα στρατιωτικά και πολιτικά. Πρόσφεραν μάλιστα και ολόκληρη Αυτοκρατορική Δυναστεία, τη Φρυγιανή Δυναστεία (820-867), από την οποία ανήλθαν στο Βυζαντινό θρόνο τρεις Αυτοκράτορες.
Οι Βασιλείς των Φρυγών έφεραν ονόματα εναλλάξ Γόρδιος και Μίδας. Φαίνεται οτι τα ονόματα αυτά δεν ήταν κύρια αλλά ηγεμονικοί τίτλοι. Ονομαστός στην αρχαιότητα ήταν ο Γόρδιος Δεσμός τον οποίο υποτίθεται πως ο Αλέξανδρος ο Μέγας έκοψε με το ξίφος του (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις. Β'3,6-7).
Συνήθεια των Φρυγών ήταν να κοιλαίνουν βράχους και να διαμορφώνουν κατοικίες μέσα σ' αυτούς. Κατά τους αρχαίους, η μουσική των Φρυγών είχε έντονο διεγερτικό τόνο. Η θρησκεία τους συνδεόταν με τη γη. Κύριες θεότητες ο Σαβάζιος ή Βαγαίος (αντίστοιχος του Δία), η «μήτηρ» Γη, η Κυβέλη ή Άγδιστις ή Νάνα. Η Κυβέλη εορταζόταν με έντονο θόρυβο και προπομποί του άρματός της ήταν ιερείς αποκαλούμενοι Κορύβαντες, ακολουθούμενοι από πλήθος ανδρών που κραύγαζαν με τη συνοδεία θορυβωδών ήχων από σάλπιγγες, κέρατα, αυλούς και κύμβαλα. Με τη λατρεία της Κυβέλης συνδεόταν και η λατρεία του γιου και ερωμένου της Άττυος ή Άττιος ή Άττου, θεού που συμβόλιζε την περιοδική βλάστηση της Γης (αντίστοιχος της Περσεφόνης). Άλλοι θεοί ήταν ο Διόνυσος και η σεληνιακή θεά Μιν.
Phrygian cavalryman as depicted on an ivory plaque from the Early Phrygian
coin from Lydia
Φρύγες
Οι Φρύγες ή Βρίγες, Βρύγες και Βρύγοι, γνωστοί από τον Ηρόδοτο, κυριαρχούν ύστερα από την κάθοδό τους στην παράκτια πεδιάδα προς τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και ακμάζουν μέχρι το 800 π.Χ. με τον έλεγχο, πιθανόν, της πεδιάδας δυτικά του Αξιού. Πρωτεύουσά τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Έδεσσα, το όνομα της οποίας, σύμφωνα με τον Hammond, είναι από τη φρυγική ονομασία του νερού. Όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη, άλλαξαν το όνομά της πόλης σε Αιγές. Κατάλοιπα της παρουσίας των Φρυγών ανιχνεύονται στους τοπικούς μύθους, σε ονόματα όπως του Μαρσύα, στο έλασμα από την Όλυνθο με παράσταση δύο συμποσιαστών με διαφορετικά χαρακτηριστικά: ενός αγένειου γυμνού νέου και ενός γενειοφόρου Φρύγα που φορά τον χαρακτηριστικό φρυγικό σκούφο. Πιο συγκεκριμένα:
i. Η Μυγδονία, σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλει το όνομά της σε έναν Μύγδονα, που βασίλευε σε τμήμα της Φρυγίας, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου.[1]
ii. Ο Διόνυσος περνάει από τη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Ύστερα, κατευθύνεται προς τη Μακεδονία, όπου και τα διαδίδει, κάτι που λέγεται και από τον ίδιο τον Διόνυσο στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες, αλλά και από τον χορό:
iii. Ο Ηρόδοτος παραδίδει τη σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του Μίδα με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα από τον Φρύγα βασιλιά Μίδα, τον γιο του Γόρδιου (Ηρ. 8.138). Ο Σιληνός σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία, θεωρείται μάλιστα ότι ανέθρεψε τον Διόνυσο. Οι παραδόσεις για την καταγωγή του ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά (με παρόμοιο τρόπο περιγράφεται ο Σωκράτης), συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός, δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως και ο Κένταυρος Χείρων. [Σάτυροι-Σιληνοί, 1, 2, 4, 5, 3, 6] Συχνές μάλιστα είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά.[2][Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας
[…]
τον Διόνυσο
τον υιό του θεού,
τον θεό
από τα όρη της Φρυγίας
οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο
[...]
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας
[...]
ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος
(Ευρ., Βάκχες 14, 83-85, 128, 139-141· μετ. Θ. Στεφανόπουλος)
Κάποτε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον βασιλιά Μίδα. Για τον τρόπο σύλληψης υπάρχουν διάφορες εκδοχές.[3] Μία τοποθετεί τη σύλληψη στην περιοχή του Άνω Λουδία, η οποία «αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465). Ο Μίδας τον βρήκε να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ζήτησε από τον Σιληνό να του διδάξει τη σοφία. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή (Οβ., Μεταμ. 11.85 κ.ε.) αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά, τον αντάμειψε με το γνωστό χάρισμα, που του ζήτησε ο ίδιος ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός.[4] Δεν αποκλείεται οι σχετικοί με τον Σιληνό μύθοι να αντανακλούν τελετουργικά μύησης και, σε κάθε περίπτωση, την ισχυρή παρουσία του διονυσιακού στοιχείου.
Σε προφανή σχέση με τον μύθο και τις διονυσιακές του καταβολές και αντανακλάσεις είναι οι τάφοι μελών της οικογένειας αξιωματούχου της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα, ο οποίος όχι μόνο κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους αλλά ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, κάτι που αποδεικνύει ότι «οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465).
Στο ίδιο κλίμα του συγκεκριμένου μύθου και της διονυσιακής λατρείας εντάσσουμε και τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους. Τη γιορτή βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβανε στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες (ό.π.).[5]
iv. Σύμφωνα με μια παράδοση που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., ο Κάρανος, ο μυθολογικός πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδίωξε τον Φρύγα βασιλιά Μίδα και μετονόμασε την Έδεσσα σε Αιγές. Και εδώ είναι σαφής η προσπάθεια των μυθογράφων να συνδεθούν οι μακεδόνες βασιλείς, ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, με το απώτερο θρησκευτικό και ιστορικό παρελθόν.
v. Mια ακόμη ένδειξη της φρυγικής παρουσίας αποτελεί η επιβίωση του ονόματος Μαρσύας στη Μακεδονία, που μας είναι γνωστό από φιλολογικές πηγές, π.χ. Μαρσύας Μακεδών Πελλαίος. Εξάλλου, ο Μαρσύας είναι συνδεδεμένος με τον Διόνυσο. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο. Προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, όπου όμως αποδείχθηκε η υπεροχή της λύρας. Θυμωμένος ο θεός, κρέμασε τον Σιληνό από ένα δέντρο και τον έγδαρε. Μετανιωμένος έσπασε τη λύρα του και μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό.[6]
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Μύδων ονομαζόταν και ένας Παίονας ευγενής, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε η περιοχή. Το στοιχείο αυτό μπορεί να επικαλύφθηκε από την προσπάθεια αιτιολόγησης της παρουσίας των Φρυγών στον χώρο (βλ. Μυγδονία).
[2] Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».
[3]Αιλ., Ποικ. Ιστ. 3.18. Οβ., Μετ. 11.85. Διόδ. Σ. 3.59. Ψδ.-Πλούτ., Περί ποτ. 10.
[4] Παραλλαγή παραδίδει ο Ψεδο-Πλούταρχος στο Περί ποτ. 10.
[5] Για τις ίδιες γιορτές στην περιοχή των Φιλίππων βλ. Τσώχος (2003, 74).
[6] Ηρόδ. 7.26. Διόδ. Σ. 3.58 κ.ε. Παυσ. 1.24.1· 2.7.9· 2.22.9· 10.30.9. Πλούτ., Περί μουσ. 5 και 7. Οβίδ., Μεταμ. 6.383 κ.ε. Απολλόδ. 1.4.2.