ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ή ΕΤΕΡΟΧΘΟΝΕΣ;
Δημοσιεύτηκε: Σάβ 05 Ιαν 2008, 01:43
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ Ή ΕΤΕΡΟΧΘΟΝΕΣ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΄φυλή΄
Το παρόν δημοσίευμα έχει σκοπό να συμβάλλει, στον βαθμό που είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, στην διαλεύκανση του πολυσυζητημένου ζητήματος της καταγωγής των Ελλήνων. Η κρατούσα άποψη, που έχει περάσει και στα σχολικά μας βιβλία, αλλά και διδάσκεται σε όλα τα Πανεπιστήμια, είναι η ετεροχθονία των Ελλήνων, η μετανάστευση από κάποιο σημείο σε ένα άλλο. Οι γλωσσολόγοι, αλλά και ακολούθως και όλοι οι άλλοι κλάδοι που ερευνούν το προϊστορικό παρελθόν ομιλούν για Ινδοευρωπαίους ή Ινδοευρωπαϊκή φυλή. Αυτό είναι και το πρώτο λάθος που γίνεται, να αποκαλούνται δηλαδή ως φυλή οι Ινδοευρωπαίοι. Δεν είναι φυλή, δεν είναι δηλαδή μια βιολογική – ανθρωπολογική ενότητα, αλλά μια ομάδα ανθρώπων που υποτίθεται μίλαγαν την ίδια γλώσσα, την πρωτογλώσσα, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αποτελούσαν κάποτε στο παρελθόν και μια πολιτισμική ομάδα. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, ας φανταστούμε από πόσες διαφορετικές φυλές αποτελούνται οι Η.Π.Α., αλλά όλοι τους μοιράζονται την ίδια γλώσσα (ομογλωσσία) και μετέρχονται τον ίδιο πολιτισμικό κώδικα (ομοεθνία). Κάπως έτσι θα έπρεπε να φανταστούμε και την ΙΕ ομογλωσσία – ομοεθνία, όχι όμως και ομοφυλία. Οι φυλές που σήμερα υπάρχουν στη γη είναι: η ευρωπαϊκή (καυκασιανή) φυλή, η αφρικανική φυλή, η μογγολική φυλή και η αυστραλιανή φυλή. Στην ευρωπαϊκή φυλή ανήκουν σχεδόν όλοι οι λαοί της Ευρώπης και στις αποικίες που αυτοί κατά καιρούς έχουν δημιουργήσει σ’ όλο τον κόσμο. Στην αφρικανική φυλή ανήκουν οι μαύροι της Αφρικής, στην μογγολική φυλή ανήκουν οι λαοί στην άπω Ανατολή (Μογγολία, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, Φιλιππίνες κ.α), οι ιθαγενείς της Αμερικανικής Ηπείρου που πέρασαν από την Ασία διαμέσου του Βερίγγειου Πορθμού πριν 12000 περίπου έτη και απετέλεσαν τον πληθυσμό των Εσκιμώων της Αλάσκα, των ερυθρόδερμων, των Μεξικανών, καθώς και των ιθαγενών του Μεξικού (Αζτέκοι, Μάγιας) και της νοτίου Αμερικής (Ίνκας), και, τέλος, στην αυστραλιανή φυλή ανήκουν οι μαύροι της Αυστραλίας, οι λεγόμενοι aborigines, ενώ συγγενεύουν με τους αυτόχθονες κατοίκους της Πολυνησίας, της Μικρονησίας, της Μελανησίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Παπούα – Νέα Γουινέας και των Φίτζι. Προς επίρρωση των όσων παρουσιάσαμε μόλις τώρα είναι και κάποια δεδομένα της γενετικής επιστήμης, που αν χρησιμοποιηθεί σωστά και χωρίς ιδεολογικές σκοπιμότητες μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα και να συμπληρώσει το παζλ της καταγωγής των διαφόρων λαών: Στις κορυφές των Άνδεων στη Λατινική Αμερική έγινε κάποια έρευνα από Ιάπωνες επιστήμονες. Συγκεκριμένα, η έρευνα έγινε στην περιοχή του Μάτσου Πίτσου, της ιεράς πόλεως των Ίνκα. Οι ερευνητές έλαβαν δείγμα μιτοχονδριακού DNA από μούμιες ηλικίας 6000 ετών. Ταυτόχρονα οι ίδιοι ερευνητές πήραν δείγμα μιτοχονδριακού DNA και από σύγχρονους ιθαγενείς κατοίκους των Άνδεων. Συμπέρασμα βγήκε ότι υπάρχει γενετική συνέχεια και άρα αυτοχθονία. Ο Ιάπωνας καθηγητής Χοράι βρήκε σε μια μούμια των Άνδεων και σε έναν σύγχρονο κάτοικο μιας επιχώριας φυλής πανομοιότυπη διάταξη στο μιτοχονδριακό DNA. Το δείγμα συγκρίθηκε με αντίστοιχο δείγμα μιτοχονδριακού DNA της φυλής Αινού της Ιαπωνίας. Από τις 564 βάσεις της αλληλουχίας του μιτοχονδριακού DNA του συγχρόνου κατοίκου με αυτό των Αινού βρέθηκε διαφορά μόνον κατά δυο βάσεις. Επομένως, οι Μογγόλοι των Άνδεων είχαν συγγένεια με τους Αινού της Ιαπωνίας. Εξάλλου τα μογγολικά χαρακτηριστικά είναι εμφανή. Σε κάποια άλλη έρευνα DNA το 2001 βρέθηκε γενετική ομοιότητα των Ελλήνων με τους Αυστριακούς. Αυτό δίχως άλλο σημαίνει ότι η προέλευση είναι πιθανότατα κοινή, όχι Ινδοευρωπαϊκή, αλλά ευρωπαϊκή. Στην δεκαετία του ΄70 οι Κινέζοι ανακάλυψαν στην επαρχία Xinjiang, στις δυτικές παρυφές της Κίνας, σειρά από μούμιες, που με τη βοήθεια του C14 χρονολογήθηκαν το 2100 περίπου π.Χ. Οι μούμιες είχαν ξανθά, κόκκινα και μαύρα μαλλιά, βαθειές κόγχες, μακριές μύτες, αρκετές δε μούμιες εξ αυτών είχαν παχιά γένια και ήταν μεγαλόσωμες. Είχαν έντονα τα καυκασιανά χαρακτηριστικά. Ο Mair αποφάσισε να ερευνήσει τα ευρήματα γενετικά. Συνεργάστηκε με τον ιταλό γενετιστή Luigi Cavalli Sforza, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Stanford. Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών έδειξαν ότι οι μούμιες ανήκαν στην ίδια γενετική ομάδα με τους σύγχρονους Σουηδούς, Κορσικανούς, Τοσκανούς και Σαρδηνούς. Ο μύθος, λοιπόν, περί απομόνωσης της άπω Ανατολής (Κίνας) από την Ευρώπη κατερρίφθη πανηγυρικά.
Η αλήθεια είναι ότι από πολύ παλιά οι επαφές Ευρώπης και Κίνας ήταν υπαρκτές και ως εκ τούτου ο ευρωπαϊκός και ο μογγολικός τύπος ως ένα βαθμό άσκησαν επιδράσεις ο ένας στον άλλον, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να μιλάμε για ομοιογένεια στον χώρο τομής και συνάντησης των δυο αυτών τύπων. Αξιοσημείωτα είναι αυτά που λέγει ο W. Durant στην «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού»: « Εξ άλλου ο σημερινός τύπος «Μογγόλου» είναι το σύνθετο προϊόν των συνεχών διασταυρώσεων, ύστερα από εκατοντάδες εισβολών, φυλών προερχόμενων από την Μογγολία, την Νότια Ρωσία και την Κεντρική Ασία. Η Κίνα, όπως και οι Ινδίες, μπορεί να συγκριθεί μόνον με μια ολόκληρη ήπειρο. Την Ευρώπη λ.χ. και όχι με ένα ορισμένο ευρωπαϊκό έθνος. Δεν είναι η εστία ενός μόνον ομογενούς λαού αλλά μια σύνθεση πολλών ανθρωπίνων φυλών, που διαφέρουν στην καταγωγή, τη γλώσσα, τα κύρια χαρακτηριστικά, την τέχνη και των οποίων τα έθιμα, η ηθική και το πολιτικό σύστημα είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η προέλευση και η εξάπλωση του ανθρώπου δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις φυλές που προαναφέραμε δεν έχει μια μόνο αφετηρία (μονοκεντρισμός), αλλά πολλές (πολυκεντρισμός). Η ως τώρα κρατούσα θεωρία ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από την Αφρική (αφροκεντρισμός) και εξαπλώθηκε σε όλες τις άλλες ηπείρους πια χάνει όλο και περισσότερο έδαφος εν όψει πολύτιμων παλαιοντολογικών και ανθρωπολογικών ευρημάτων που έρχονται στο φως. Μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί τέσσερα κέντρα ανάπτυξης του ανθρώπου:
- Στην ανατολική Ασία, όπου αναπτύχθηκε ο πρόγονος της μογγολικής φυλής, ο «άνθρωπος του Πεκίνου».
- Στη Ν. Ασία, όπου βρέθηκε ο Homo Erectus της Ιάβας, και είναι ο πρόγονος των λαών της Νότιας Ασίας και της Αυστραλίας.
- Στην Αφρική όπου ο Ροδεσιανός του Broken Hill θεωρείται πρόγονος των Αφρικανών.
- Στην Ευρώπη όπου ο επικράτησε Νεάντερταλ που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρασία. Οι απόψεις διίστανται για το αν από αυτόν προέρχεται ο Homo Sapiens ή όχι. Η σχέση του με τον Homo Erectus πιθανόν να υφίσταται και διαμέσου του προστάδιου με τον Homo Antecessor, με τον οποίον έγινε το πέρασμα τόσο στον Νεάντερταλ όσο και στον Homo Sapiens. Οι πρώτοι άποικοι της Ευρώπης, που συγγένευαν με τον Homo Erectus της Αφρικής, κατέφθασαν πριν 1.000.000 χρόνια ή και λιγότερο από την Αφρική στη Ευρασία, όπου εξελίχτηκαν στον πρόγονο της Ευρωπαϊκής φυλής. Εγκαινιάστηκε έτσι η Κατωτέρα Παλαιολιθική που διήρκεσε μέχρι την εμφάνιση του Homo Sapiens πριν 200.000 χρόνια περίπου.
2. ΠΡΩΤΟΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
α. Περιβάλλον και κλιματολογικές συνθήκες
Το περιβάλλον στο οποίο έδρασε ο προϊστορικός άνθρωπος συνέβαλε κατά πολύ στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής του. Η γεωμορφολογία του Ελλαδικού χώρου άρχισε να αποκτά τη σημερινή του μορφή κατά το Πλειστόκαινο, όταν συνεπληρώθησαν οι ορογενετικές πτυχώσεις και ήλθε εις πέρας ο καταποντισμός της Αιγηίδος. Οι αλλεπάλληλες παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περίοδοι συνετέλεσαν στην φυσική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Η τελευταία παγετώδη περίοδο σημειώθηκε εδώ και 18.000 – 16.000 έτη. Η μέση θερμοκρασία αρχίζει μετά το πέρας των παγετώνων να ανεβαίνει και να φτάνει τα επίπεδα που σήμερα συναντούμε σε βουνά της νοτίου Ελλάδος. Έτσι η ψυχρή και ξηρή περίοδος των παγετώνων αντικαθίσταται σταδιακά με μια θερμή και υγρή περίοδο. Οι πάγοι λιώνουν και η στάθμη της θαλάσσης ανεβαίνει μετατοπίζοντας την ακτογραμμή προς την ενδοχώρα. Η στέπα που υπήρχε τότε στον ελλαδικό χώρο μετατοπίζεται προς τα βόρεια, με αποτέλεσμα τα μεγάλα θηράματα να μετακινηθούν και αυτά προς βορειότερα σημεία σε μια προσπάθεια ανεύρεσης περιβάλλοντος όμοιου με αυτό που είχαν συνηθίσει ως τώρα. Τα μικρά θηράματα προσφέρονταν πια μόνο για κυνήγι, ενώ τεράστιες εκτάσεις δασών κάλυπταν την ελληνική γη, δίδοντας την ευκαιρία για προσπόριση καρπών δέντρων, όπως φουντούκια, βελανίδια, κουκουνάρια. Το κλίμα, εν τέλει, σταθεροποιήθηκε στα σημερινά περίπου επίπεδα εδώ και 8000 έως 7000 χρόνια πριν με χειμώνα υγρό και ψυχρό και καλοκαίρι παρατεταμένο, άνυδρο και θερμό.
β. Σύντομη παρουσίαση της ΙΕ θεωρίας
Η πιθανότητα κοινής προέλευσης κάποιων γλωσσών προτάθηκε από τον Marcus Cirius van Boxhorn το 1647, ο οποίος θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια γλώσσα που πιθανόν να ανήκει στην Ινδο-ιρανική. Για δεύτερη φορά η κοινή καταγωγή γλωσσών διατυπώθηκε από τον Άγγλο δικαστή στις Ινδίες Sr. William Jones, που αντιλήφτηκε και τόνισε το 1796 ομοιότητες μεταξύ των παλαιοτέρων γλωσσών που ήταν γνωστές στην εποχή του, την λατινική, την ελληνική, τη σανσκριτική (αρχαία ινδική) και την περσική γλώσσα. Η συστηματική, όμως σύγκριση αυτών και άλλων αρχαίων γλωσσών έγινε από τον Franz Bopp στις αρχές του 19ου αιώνα. Η κοινή πρωτογλώσσα που ανασυγκροτήθηκε μετά την αποκατάσταση των επιμέρους γλωσσών ονομάζεται πρωτοινδοευρωπαική. Η διαφωνία, ωστόσο, υπάρχει στην αρχική κοιτίδα των ΙΕ. Δυο είναι οι πιο προβεβλημένες στις μέρες μας: α) οι στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας. Είναι γνωστός και ως «πολιτισμός των Κουργκάν» λόγω των τύμβων που έχουν βρεθεί που αποδίδονται στους ΙΕ. Η ΙΕ πρωτογλώσσα χρονολογείται στο 4500 - 4000 π.Χ. περίπου. Την υπόθεση Κουργκάν την πρότεινε η Marija Kimbutas στη δεκαετία του 1950. β) η Ανατολία φαίνεται κατά τον C. Renfrew να είναι η κοιτίδα των ΙΕ, ειδικά ο οικισμός της Μ.Ασίας Catal Huyuk που ανάγεται στην 7η χιλιετία και συνδέεται με την νεολιθική διάδοση της γεωργίας.
Γενετικά μπορούμε βέβαια να πούμε ότι έχουμε κάποια εισέλευση πληθυσμών από βορρά (Αν. Ευρώπη) που επιβεβαιώνει τις θέσεις της Κιμπούτας και από Ανατολή (Μ.Ασία) που επιβεβαιώνει τις θέσεις του Ρένφριου. Ωστόσο αυτή είναι περιορισμένη.
Σχετικά με την άφιξη των ελληνικών φύλων στην Ελλάδα έχει υποστηριχτεί στα πλαίσια της ΙΕ θεωρίας ότι τα ελληνικά φύλα κατήλθαν από τις ουγγρικές πεδιάδες κατά κύματα και με μεγάλη χρονική απόσταση το ένα μετά το άλλο. Πρώτοι έφτασαν οι Αιολείς γύρω στο 2200-2100 π.Χ, μετά ακολούθησαν οι Αχαιοί το 1600 π.Χ περίπου και τέλος κατέφτασαν οι Δωριείς το 1100 π.Χ. Στην Ελλάδα συνάντησαν προελληνικά φύλα (Πελασγούς, Λέλεγες) και είτε ειρηνικά είτε βίαια τους υπέταξαν.
Εμείς παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ΙΕ, ούτε ήρθαμε από κάπου άλλού, αλλά η παρουσία μας στον ελλαδικό χρόνο υπήρξε παλαιοτάτη. Περί αυτοχθονίας μιλούσαν και οι αρχαίοι συγγραφείς (Επιτάφιοι, Ισοκράτης κτλ.) Θα παραθέσουμε τεκμήρια από αρχαιολογικά, ανθρωπολογικά και γενετικά με σκοπό την τεκμηρίωση της ως άνω θέσης.
γ, Αρχαιολογικά, ανθρωπολογικά και γενετικά δεδομένα στον ελλαδικό χώρο
Ανασκαφές που έγιναν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής γης δείχνουν ότι η ανθρώπινη παρουσία στον ελλαδικό χώρο σημειώνεται από την κατωτέρα παλαιολιθική μέχρι σήμερα. Στον κατάλογο των ευρημάτων το παλαιότερο τεκμήριο ανθρώπινης παρουσίας είναι μια σειρά από εργαλεία της περιόδου του Ανωτέρου Μειοκαίνου στην περιοχή των Μικραλώνων της Δυτικής Χαλκιδικής που χρονολογούνται σε 12.000.000 περίπου έτη πριν. Η ανωτέρω χρονολόγηση επιβεβαιώθηκε και από το Πανεπιστήμιο της Ν. Καρολίνας των Η.Π.Α. (1979) με τη μέθοδο του παλαιομαγνητισμού. Η πανίδα της περιοχής ανήκει σ’ αυτήν της στέπας, αλλά και σαβάνας Ανάμεσα στους κοπρολίθους της πανίδας διακρίνεται και κοπρόλιθος που ανήκει σε όρθιο ανθρωποπίθηκο εκείνης πάτα της περιόδου. Κατόπιν ανάλυσης του κοπρολίθου από την NASA των Η.Π.Α. απεδείχθη ότι οι ανθρωπίδες της περιόδου εκείνης ετρέφοντο με άφθονο κρέας ζώων και πουλιών, καθώς και με σκληρούς καρπούς της σαβάνας της Χαλκιδικής. Η γη, επομένως, της Χαλκιδικής έπαιξε κομβικό ρόλο στην ανθρωπογένεση.
Άλλο πιο σημαντικό εύρημα της παρουσίας ανθρώπου στην γη της Χαλκιδικής είναι ένα οστό από κνήμη ανθρωπίδας που βρέθηκε στην περιοχή της Τρίλλιας τον Σεπτέμβριο του 1979 και τα ίχνη ανθρωπίνης παρουσίας (τμήματα σκελετών, κοπρόλιθοι, εργαλεία και άλλα σχετικά ευρήματα) χρονολογημένα 11.000.000 περίπου έτη πριν, που ανήκουν δηλαδή στο Ανώτερο Μειόκαινο.
Στην Πεντέλη βρέθηκε επίσης ο Μεσοπίθηκος ο Πεντελικός, όπως ονομάζεται, και χρονολογείται στα 10.000.000 έτη πριν.
Στο Αλιβέρι της Ευβοίας βρέθηκε ο Ελλαδοπίθηκος ο ημιόρθιος, όπως ονομάζεται, που χρονολογείται στα 10.000.000 – 9.000.000 έτη πριν.
Σημαντικό για την πιστοποίηση ότι και το Αιγαίο ήταν κατοικημένο πριν εκατομμύρια χρόνια είναι ένα βραχιόνιο οστό που βρέθηκε σε σπήλαιο της Ικαρίας, που χρονολογείται στα 5.000.000 έτη πριν και ανήκει στο Πλειόκαινο. Βέβαια, το Αιγαίο δεν ήταν ακόμα θάλασσα ανοικτή και η επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα ήταν πολύ εύκολη. Αργότερα με την καταβύθιση της Αιγηίδος πήρε την σημερινή περίπου μορφή.
Εύρημα κρανίου από σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, γνωστό ως ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων, χρονολογείται από τον Δρ. Άρη Πουλιανό γύρω στο 750.000 π.Χ. Άλλες χρονολογήσεις κατεβάζουν το όριο της ηλικίας του κρανίου στα 300.000 ή και στα 70.000 π.Χ. περίπου. Μια ομάδα Γερμανών ανθρωπολόγων έδειξαν ότι ο Αρχάνθρωπος συγγενεύει με τα αφρικανικά ευρήματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί το πρώτο αφρικανικό κρανίο έξω από την Αφρική. Ο Άρης Πουλιανός, ωστόσο, θεωρεί ότι δεν έχει σχέση με τις ποικιλίες των αφρικανικών ευρημάτων. Το κρανίο του είναι ορθογναθικό και όχι προγναθικό, όπως συμβαίνει στα αφρικανικά κρανία. Ο ανθρωπολογικός τύπος του Αρχανθρώπου δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος. Άλλοι επιστήμονες διατείνονται ότι είναι ένα αποκομμένο είδος, ίσως Νεαντερτάλειων, που αργότερα εκτοπίστηκε από τον Homo Sapiens που τον αντικατέστησε. Επίσης, άλλοι θεωρούν ότι μπορεί κάλλιστα να είναι ένα δείγμα Homo Sapiens που απλά συνυπήρξε με τους Νεάντερταλ. Ο Άρης Πουλιανός και ο Βολπώφ πιστεύουν ότι οι Αρχάνθρωποι ανήκουν στο γένος των Ανθρώπων και είναι απευθείας πρόγονοι τόσο των Νεάντερταλ όσο και των σημερινών ανθρώπων. Πάντως για τον Έλληνα ανθρωπολόγο ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων αποτελεί τον πρώτο Ευρωπαίο.
Ο αρχαιότερος άνθρωπος, κατά τον Άρη Πουλιανό, που έχει βρεθεί στις όχθες του Πηνειού στη Θεσσαλία ανήκει σε ένα στο αρχανθρωπικό στάδιο και η ηλικία του υπολογίζεται περίπου στα 400.000 χρόνια πριν. Είναι ένα τμήμα θόλου κρανίου που τα βρεγματικά οστά απαρτίζουν την οροφή και τα πλάγια τμήματά του.
Το οπίσθιο τμήμα από δεξί βρεγματικό οστό νεαρού ατόμου, μάλλον κοριτσιού, στις όχθες του Πηνειού, χρονολογείται από τον Άρη Πουλιανό ανάμεσα στα 50.000 – 30.000 έτη πριν.
Η κυριότερη ανασκαφή της ομάδας ερευνητών του Πανεπιστημίου του Cambridge που έγινε υπό την εποπτεία του E.S. Higgs στην περιοχή του Κοκκινοπηλού της κοιλάδας του Λούρου κοντά στα Ιωάννινα. Επίσης στο σπήλαιο «Ασπροχάλικο», λίγα χιλιόμετρα από το Κοκκινόπηλο, βρέθηκαν πάρα πολλά εργαλεία της ίδιας περιόδου. Χρονολογείται μεταξύ 50.000 – 33.000 ετών πριν.
Ίσως το πιο πασίδηλο παράδειγμα συνεχούς κατοίκησης αποτελεί τα ευρήματα της Θεόπετρας Μετεώρων. Τέσσερα ίχνη ποδιών που έχουν μελετηθεί με νέες τεχνολογικές μεθόδους, οδηγούν τους επιστήμονες να ομολογήσουν ότι πιθανώς ανήκουν στον Homo Sapiens και όχι στον Άνθρωπο του Νεάντερταλ. Τα ίχνη εντοπίστηκαν σε στρώματα που χρονολογούνται περί τα 140 – 130.000 έτη πριν. Σε συνδυασμό και με άλλα ευρήματα η διευθύντρια της ανασκαφής του σπηλαίου Αικατερίνη Κυπαρίσση – Αποστολίκα και οι συνεργάτες της πιθανολογούν ότι ο απευθείας πρόγονος του σημερινού ανθρώπου έφτασε στην Ελλάδα περί το 90.000 π.Χ., την περίοδο εκείνη που έφτασε και στη Μέση Ανατολή. Στην δε υπόλοιπη Ευρώπη ο Homo Sapiens εμφανίζεται περί το 40.000 π.Χ. Τα ευρήματα κατά την διευθύντρια της ανασκαφής ξεκινούν από την παλαιολιθική εποχή (130.000 – 140.000 έτη πριν) και φτάνουν μέχρι τη νεολιθική εποχή χωρίς κάποια διακοπή καταδεικνύοντας συνεχή παρουσία του ανθρώπου στη Θεσσαλία. Η άποψη του αειμνήστου αρχαιολόγου Δημ. Θεοχάρη, ότι η παρουσία του ανθρώπου στη Θεσσαλία θα πρέπει να αναζητηθεί σε σπήλαια, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.
Σε στρώματα της Ανωτέρας Παλαιολιθικής στο σπήλαιο Απήδημα της Μάνης βρέθηκαν απολιθωμένα υπολείμματα από ανθρώπινο σκελετό τύπου Homo sapiens – sapiens χρονολογημένα το 28.000 π.Χ. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αποτελεί σκελετός σε στάση συνεσταλμένη και ανήκει σε γυναίκα.
Το πρώτο εύρημα άρτια διατηρημένου σκελετού ανήκει στη Μεσολιθική περίοδο (πριν 10.000 χρόνια).και βρέθηκε στο σπήλαιο Ερμιονίδος (Φράχθη), στην Αργολίδα. Ο σκελετός ήταν τοποθετημένος σε κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Ήταν σε συνεσταλμένη στάση σχήματος W. Φαίνεται ότι πέθανε από χτύπημα με αιχμηρό όργανο πάνω από το αριστερό φρύδι. Επίσης φαίνεται ότι ταλαιπωρείτο από ελονοσία, πράγμα που είναι φυσικό μετά την παγετώδη περίοδο και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Σύμφωνα με τον Άρη Πουλιανό το εύρημα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: μήκος κεφαλής 191 mm και το πλάτος κεφαλής 146mm. Ο κρανιακός δείκτης είναι 76,44 και το ύψος Πορίου – Βρέγματος φτάνει τα 115,0mm. Σ’ αυτά, όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος, τα γνωρίσματα ο μεσολιθικός άνθρωπος συγγένευε με τους μεσολιθικούς της Ευρώπης από τις περιοχές του Όφνετ της Γερμανίας, από το σπήλαιο Φατμά – Κομπά της Κριμαίας, από την Βασίλεφκα ΙΙΙ της Ουκρανίας και από το Κόρσενορ – Μπέντμπεκ της Δανίας. Αυτό σημαίνει πως όλοι αυτοί οι μεσολιθικοί άνθρωποι είχαν κάποτε κοινή καταγωγή. Η σχέση αυτών των μεσολιθικών ανθρώπων μπορεί να αποκλειστεί με οποιαδήποτε σχέση με αντίστοιχα βορειοαφρικανικά δείγματα, καθώς η διαφοροποίηση είχε συντελεστεί σε προηγούμενες εποχές. Οι ποικιλίες, τώρα, της Ουκρανίας και της Κριμαίας έχουν χαρακτηριστεί ως (παλαιο)μεσογειακές, όπερ δείχνει ότι τα Μεσογειακά δείγματα έχουν με τη σειρά τους διαφοροποιηθεί από τα Ηπειρωτικά, τον έτερο μεγάλο κλάδο των Ευρωπαιοειδών. Η προέλευση, λοιπόν, είναι νότια, και μάλιστα μεσογειακή, κοιτίδα από ό,τι φαίνεται της μεσογειακής ποικιλίας.
Πριν 11.000 περίπου έτη πριν συντελέστηκε η σταδιακή βελτίωση του κλίματος που οδήγησε την μετατόπιση της στέπας (βλ. άνω) προς βορειότερα σημεία, με άμεσο αποτέλεσμα τα μεγάλα θηράματα να μετακινηθούν προς βόρεια μεριά. Έτσι, ο άνθρωπος από το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων οδηγήθηκε στο κυνήγι μικρών θηραμάτων, ενώ ταυτόχρονα η εξάπλωση των δασών του έδωσε την ευκαιρία να τρέφεται με καρπούς (βλ. άνω). Η εγκατάλειψη ομάδων – κυνηγών από τον ελλαδικό χώρο τους οδήγησε σε βορειότερα σημεία. Έτσι ίσως να εξηγείται και οι ομοιότητες της ημιυπόγειας κατασκευής της Κύθνου με ανάλογες της βόρειας Βαλκανικής. Συγκεκριμένα στον μεσολιθικό παραδουνάβιο οικισμό Vlasac έχουν βρεθεί μισοσκαμμένοι χώροι με ωοειδή βάση από ανήκουν στην πρώιμη φάση του πολιτισμού Lepenski Vir. Η εικόνα αυτή έκανε να υποστηρίξουν πολλούς επιστήμονες την άποψη ότι κατά τους μεσολιθικούς χρόνους η Ελλάς παρέμενε ακατοίκητη, και μόνο με την έναρξη της νεολιθικής εποχής κατοικήθηκε από γεωργούς, που έφεραν και στην Ελλάδα την «επανάσταση» της γεωργίας. Μάλιστα, όχι μόνον δεν ήταν ακατοίκητη η Ελλάς, αλλά είχε φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο πολιτισμού εν σχέσει πάντα με την εποχή. Οι κάτοικοι της Ελλάδος αξιοποιώντας τα θαλάσσια ρεύματα που είχαν διαφορετική κατεύθυνση το θέρος και τον χειμώνα, έδιναν τη δυνατότητα του διάπλου του Αιγαίου. Η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας ήταν επίσης ένα χαρακτηριστικό της εποχής, όπως φαίνεται από τις ποσότητες οψιδιανού από τη Μήλο που μετεφέρετο τόσο στο Βόρειο Αιγαίο (σπήλαιο του Κύκλωπα), στην Αργολίδα, στο Φράχθη, τόσο και στην Κρήτη την 7η χιλιετία, που επίσης το απεκόμιζε από τη Μήλο. Η ανάπτυξη της αλιείας, που συνδέεται με την ναυσιπλοΐα ως συμπληρωματικός τρόπος διατροφής, οφείλεται στην ελάττωση των μικρών θηραμάτων λόγων της αύξησης πυκνών δασών και της επακόλουθης μετακίνησης των πληθυσμών προς παραθαλάσσιες περιοχές, λίμνες και ποτάμια. Υψηλής τεχνικής αγκίστρια βρέθηκαν στη σπηλιά του Κύκλωπα στα Γιούρα, που φανερώνει εξελιγμένη στρατηγική στον τομέα της αλιείας. Επομένως, η άποψη περί εγκαταλείψεως της Ελλάδος κατά την μεσολιθική εποχή είναι ανυπόστατη πέρα ως πέρα, αλλά μάλλον έχει ειπωθεί «εκ του πονηρού», για να δικαιολογήσει άφιξη και εποίκιση νέων πληθυσμών. Μήπως Ινδοευρωπαίων;
Όλα τα παραπάνω ανθρωπολογικά δεδομένα καταδεικνύουν την παμπάλαια (από την Κατωτέρα Παλαιολιθική) παρουσία του ανθρώπου στον ελλαδικό χώρο που έγινε χωρίς θεαματικές αλλαγές και κάποιου είδους διακοπή από άλλο φυλετικό στοιχείο. Η συνέχιση της κατοίκησης γίνεται αδιάκοπα και κατά την νεολιθική εποχή, όταν η οικονομία από θηρευτική - τροφοσυλλεκτική γίνεται αγροτική διαμέσου της μεσολιθικής εποχής ως προσταδίου της νεολιθικής εποχής. Η νεολιθικοποίηση στον ελλαδικό χώρο είναι το αποτέλεσμα επιρροών από επαφές με την Ανατολία, όπου η νεολιθικοποίηση είχε αρχίσει από πολύ νωρίς (Νεολιθική Α΄ στην Εγγύς Ανατολή 10.000 – 8.000 π.Χ.). Η αυτόνομη πορεία δεν αποκλείεται, τουλάχιστον όσον αφορά την εξημέρωση του χοίρου και πιθανώς των κατσικιών που έχει αρχίζει να συντελείται ήδη από την Κατώτερη Μεσολιθική (8600 – 7600 π.Χ.), ανατρέποντας τις παλιές ισχύουσες θεωρίες περί εισαγωγής αιγοπροβάτων και χοίρων από την Ανατολή στα μέσα της 7ης χιλιετίας. Στην Ανώτερη Μεσολιθική (7600 –6500 π.Χ.) τα αιγοπρόβατα και οι χοίροι στα Γιούρα είναι τελείως εξημερωμένα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια περισσότερο αυτόνομη νεολιθικοποίηση. Η άφιξη ενδεχομένως πληθυσμών από την Ανατολή δεν πρέπει να αποκλειστεί, γιατί, ενώ αποδεδειγμένα στην Ελλάδα ήταν αυτοφυή το άγριο κριθάρι και το μονόκοκκο σιτάρι (triticum boeoticum), όχι όμως και το δίκοκκο (triticum dicoccoides), ένα εξελιγμένο είδος εισαχθέν από την Ανατολή. Από τέτοια παραδείγματα ορμώμενος κατέληξε ο C. Renfrew και μίλησε για εξάπλωση των Ινδοευρωπαίων από την Ανατολία στην Ελλάδα, και από εκεί σε όλη την Ευρώπη.
Την εποχή εκείνη έχουμε τους πρώτους μεγάλους οικισμούς, σχεδόν πόλεις θα μπορούσε να πει κανείς. Έχουμε την πρώτη πραγματική πόλη της Ευρώπης, που δεν είναι άλλη από το Σέσκλο λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βόλο, εκεί που αργότερα θα πάρει τη θέση του η Ιωλκός, η πατρίδα του Ιάσονα. Το Σέσκλο χρονολογείται γύρω στο 5800 π.Χ. Βέβαια ευρήματα πιο παλιά έχουμε και στη Νέα Νικομήδεια (6240 π.Χ.), Άργισσα (6200 π.Χ.), Ελάτεια (6290 π.Χ.). Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει και εδώ να γίνει στο σπήλαιο της Θεόπετρας των Τρικάλων που, όπως είδαμε, κατοικείται από την Παλαιολιθική εποχή και φτάνει μέχρι το 3500 π.Χ., και βρέθηκαν, όπως είπαμε, τέσσερα ίχνη από πέλματα ανθρώπων, αλλά και άλλα ευρήματα που καταδεικνύουν δραστηριότητα γεωργική, όπως σπόροι από όσπρια, σιτηρά. Ο Θεοχάρης στο έργο του «Νεολιθικός Πολιτισμός» καταγράφει 170 νεολιθικούς οικισμούς μόνον στη Θεσσαλία. Δύσκολα, επομένως, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι έφτασαν από το Βορρά Ινδοευρωπαίοι παρεισφρύοντας και διαταράσσοντας την αδιάκοπη συνέχεια που έλαβε χώρα εκεί. Άλλο ένα ψευδές στοιχείο είναι ότι με την υποτιθέμενη έλευσή τους οι ΙΕ έφεραν και τον τύπο του μεγάρου και της εστίας, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τα δεδομένα του νεολιθικού Σέσκλου, που και μέγαρο είχε και κεντρική εστία διέθετε, όπως θα τα δούμε την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Στα μέσα της 5ης χιλιετίας ιδρύθηκε κοντά στο Σέσκλο ο οικισμός του Διμηνίου ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του Σέσκλου. Εντύπωση προκαλεί ο πασσαλόπηκτος λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού της Καστοριάς, που ανάλογοι υπήρχαν και στην Βαλκανική. Όμως εκείνο που αποτελεί μεγάλη εντύπωση και ίσως έχει αλλάξει πολλά δεδομένα που ίσχυαν ως τώρα είναι η εύρεση κομματιού από ξύλο βάρκας πάνω στο οποίο υπήρχαν «προϊστορικά σήματα», όπως πολύ προσεκτικά τα αποκαλεί ο Χουρμουζιάδης. Χρονολογείται το εύρημα το 5250 π.Χ. και αποτελεί ένδειξη γραφής στον ελλαδικό χώρο. Δεν μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει τη ΄΄γραφή΄΄ αυτή, που μοιάζει με μεταγενέστερες Γραμμικές Γραφές. Υπάρχει και η άποψη ότι υπάρχει συνέχεια στη παράδοση της γραφής από την εποχή εκείνη μέχρι και την Εποχή του Χαλκού (ιερογλυφικά, γραμμικές γραφές). Τέτοια σήματα έχουν βρεθεί και βορειότερα σε περιοχές της Βαλκανικής (Vinca, Gumelnita, Tartaria), με τα οποία απ’ ό,τι φαίνεται αποτελούν μια ενότητα και γλωσσικά και πολιτισμικά. Μπορούμε κατά μια έννοια να μιλήσουμε για μια ΄΄πρωτοβαλκανική΄΄ γραφή και για έναν ΄΄πρωτοβαλκανικό΄΄ πολιτισμό. Tα σήματα αυτά όσο πιο βόρεια πάμε πληθαίνουν κάτι που σημαίνει πως δεν τίθενται απλά σε κάποια περιφερειακή θέση τα σήματα του Δισπηλιού εν σχέσει με τα βορειότερα ευρήματα, αλλά μάλλον ξεκίνησαν από την Ελλάδα και επεκτάθηκαν στη συνέχεια στα (Βόρεια) Βαλκάνια, όπου δημιουργήθηκε ένας πολιτισμός νεολιθικός, ο οποίος εφεξής επεκτάθηκε στην Ευρώπη (αυτοί να είναι οι ΙΕ;). Η προς Βορρά εξάπλωση υποστηρίζεται (βλ. και προς Βορρά εξάπλωση κατά την Μεσολιθική εποχή) και από γενετικό υλικό: Τα ελληνικά χρωμοσώματα Ε ανήκουν αποκλειστικά στον κλάδο Ε3B1a που είναι γνωστός και ως Ε-Μ78α από την μετάλλαξη που τον ορίζει, και που είναι και χρωμοσώματα Ευρωπαϊκά. Ο τόπος προέλευσης φαίνεται να είναι η Ν. Βαλκανική και η Ελλάδα. Η παρουσία χρωμοσωμάτων Ε-Μ78α, χρονολογηθέντων προ περίπου 8000 ετών (περίοδος έναρξης της νεολιθικής εποχής), είναι συνέπεια της εξάπλωσης του Νεολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη. Ο καθηγητής του Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, και η συνεργάτες του συμμετέχουν σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα, των οποίων αποστολή είναι να διερευνηθεί η βιολογική ιστορία των ευρωπαϊκών πληθυσμών. Ο όλος συντονισμός έγινε από το Πανεπιστήμιο του Stanford των Η.Π.Α., την ερευνητική ομάδα του Κ .Τριανταφυλλίδη και το Πανεπιστήμιο της Παβίας της Ιταλίας. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν 44 δείκτες DNA του χρωμοσώματος Υ και προσδιορίστηκε η γενετική σύσταση στο χρωμόσωμα Υ σε 2400 άνδρες από 29 διαφορετικούς πληθυσμούς (Ευρώπη, Μεσόγειο, Μικρά Ασία, Αφρική, Κίνα). Από την Ελλάδα αναλύθηκε η γενετική σύσταση 143 ανδρών. Ιδιαίτερο βάρος εδόθη στη διερεύνηση των απλοομάδων Ε και J του χρωμοσώματος Υ. Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας ήταν ότι οι Έλληνες μεταδώσαμε το DNA στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά την νεολιθική εποχή.
Ένα άλλο στοιχείο που ενδεχομένως δείχνει κάποια άνοδο πληθυσμών προς Βορρά είναι ο κατακλυσμός που έγινε στη Μαύρη θάλασσα γύρω στο 5800 π.Χ. που ανάγκασε πολλούς πληθυσμούς, ειδικά παραθαλάσσιους, να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους και να μεταναστεύσουν προς βορειότερα μέρη. Σ’ αυτήν την διαπίστωση κατέληξαν οι δυο επιφανείς γεωλόγοι Ryan - Pitman που με αυτόν τον τρόπο εξηγούν την επέκταση της γεωργίας από το Νότο προς το Βορρά (νεολιθικοί οικισμοί Μ.Ασίας / Ν. Βαλκανίων πολιτισμός Vinca (Γιουγκοσλαβία) -> πολιτισμός Linearbandkeramik (Βόρεια Ευρώπη)).
Η επόμενη περίοδος που μας ενδιαφέρει είναι η Εποχή του Χαλκού, κατά την οποία φαίνεται να υπάρχει κάποια κινητικότητα, αλλά και μια επακόλουθη στασιμότητα πριν βγει μέσα από αυτήν την κατάσταση ο μυκηναϊκός πολιτισμός που είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφόρων παραγόντων.
Η πρώιμη χαλκοκρατία (2800 – 1900 π.Χ.) κληροδότησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα εμφανιστούν και στην επομένη περίοδο, τη μέση χαλκοκρατία (1900 – 1600 π.Χ.). Οι οικιστικές εγκαταστάσεις δεν διαφέρουν καθόλου από αντίστοιχες νεολιθικές στον ελλαδικό χώρο. Και ως έχουν διατηρούνται και στη μέση χαλκοκρατία. Ωστόσο, όμως, οι οικισμοί αυτοί δεν ήταν τειχισμένοι («ατειχίστων άμα όντων» Θουκ. Α 2), όπως κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού. Η μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη σημειώνεται από γενικές καταστροφές των οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Ο μεσοελλαδικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα επέστρεψε στην κλειστή αγροτική οικονομία, που όμοιά της έχει να ζήσει ο ελλαδικός χώρος από τη νεολιθική εποχή. Την περίοδο εκείνη έχουμε παράλληλα στις Κυκλάδες τον μεσοκυκλαδικό πολιτισμό (1900 – 1600 π.Χ.), που συνεχίζει σταθερά, αν και όχι πλέον τόσο δυναμικά, τον ακμάζοντα πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό. Φαίνεται πως υπάρχει κάποια πολιτισμική επαφή με τον μεσοελλαδικό πολιτισμό εκείνη την εποχή, καθώς επίσης και με τη μινωική Κρήτη, όπου έχουμε την ανέγερση των πρώτων ανακτορικών κέντρων στη θέση των προηγούμενων οικισμών της προανακτορικής περιόδου. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως παλαιοανακτορική (1900 – 1700 π.Χ.), η οποία τελειώνει έναν αιώνα νωρίτερα από τις αντίστοιχες περιόδους της μέσης εποχής του χαλκού στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά τώρα εμφανίζεται παράλληλα με τα ανάκτορα μια ακμαία αστική οργάνωση της κοινωνίας από εμπόρους, τεχνίτες, βιοτέχνες, διοικητικούς υπάλληλους κτλ., που διαβιούσαν στα ανάκτορα. Τα γένη της προηγούμενης περιόδου έχασαν προοδευτικά τη δύναμή τους και την τοπική αυτοτέλειά τους παραχωρώντας τη θέση τους σε μεγαλογαιοκτήμονες των ισχυρότερων γενών, που αναδείχτηκαν ως οι πρώτοι βασιλείς της Κρήτης.
Η μετάβαση από την εποχή του λίθου στην εποχή του χαλκού γίνεται χωρίς θεαματικές αλλαγές και με αργούς ρυθμούς, και σημειώνεται με δημογραφικές μεταβολές και μετακινήσεις πληθυσμών («αλλά μεταναστεύσεις τε ουσαι τά πρότερα» Θουκ. Α 2). Οι νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν κοντά στη θάλασσα ή πάνω σε χαμηλούς λόφους (π.χ. οικισμός της Λέρνας στην Αργολίδα). Αυτό ευνόησε εξαιρετικά την επικοινωνία όχι μόνον ανάμεσα στους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδος, αλλά και του αιγαιακού χώρου (Κυκλάδες), τη στιγμή που περισσότερο η μινωική Κρήτη επικοινωνούσε δια θαλάσσης με την Ανατολική Μεσόγειο, τη Β. Αφρική, τα παράλια της Μ. Ασίας και της Συρίας. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μια στασιμότητα και, όπως είπαμε, από μια επιστροφή στην κλειστή αγροτική οικονομία. Μόνον στο τέλος της περιόδου έχουμε μια θεαματική (οικονομική και πολιτική) ανάκαμψη που θα οδηγήσει στη μυκηναϊκή κυριαρχία (υστεροελλαδική εποχή 1600 – 1100 π.Χ.), όπως φαίνεται εξάλλου από τους πλουσιώτατους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών.
Φαίνεται ότι κατά τη μεσοελλαδική περίοδο α) οι οικισμοί ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι κατά την προηγούμενη περίοδο και έκειντο πλέον ανατολικά της ηπειρωτικής Ελλάδος, όπως και κατά την πρωτοελλαδική περίοδο (από την κοιλάδα του Σπερχειού ως τον Μαλέα και το Ταίναρο) και β) έχουμε επίσης πολλούς οικισμούς χωρίς να ξεχωρίζουν κάποια κέντρα, όπως κατά την επόμενη περίοδο. Μια ευρύτερη περιοχή περίπου βορειότερα της εν λόγωι περιοχής θα πρέπει να θεωρηθεί ως η κοιτίδα προέλευσης του μεσοελλαδικού πολιτισμού, αφού κατά τεκμήριο απορρίπτεται η από βορειοανατολικών διά θαλάσσης προέλευση, γιατί οι εισβολείς – φορείς του Μεσοελλαδικού πολιτισμού δεν θα μπορούσαν να είχαν εξοικείωση με τη θάλασσα ερχόμενοι ίσως από τις ουκρανικές στέπες και δεν εξηγείται ο αγροτικός χαρακτήρας του Μεσοελλαδικού πολιτισμού, και διότι τα λεγόμενα μινυακά αγγεία δεν είναι πρωιμότερα στην Τροία από αυτά του ελλαδικού χώρου, για να δικαιολογηθεί η προέλευση αυτή, και ,βέβαια, η από νοτιοανατολικών, η οποία δεν συζητείται καν. Τα λεγόμενα μινυακά αγγεία* (το καινούριο στοιχείο της κεραμεικής την περίοδο αυτή) λείπουν εντελώς από την θεσσαλική ενδοχώρα (ένδειξη ότι έχουμε εκεί συνέχεια της πρωτοελλαδικής περιόδου), ενώ εμφανίζονται πρωιμότερα στα παράλια του Παγασητικού (Ιωλκός, Νήλεια κ.ά.) απ’ ό,τι στη Βοιωτία στο τέλος της Μέσης χαλκοκρατίας, σε αντίθεση με την κεραμεική της αρχόμενης χαλκοκρατίας, η οποία ανευρίσκεται ομοίως και στις δυο περιοχές (Βοιωτία και θεσσαλική ενδοχώρα (Άργισσα)). Επομένως, μια ‘‘κάθοδος’’ συμπαγούς και πολυάριθμου αγροτικού πληθυσμού «θεσσαλικών» φύλων προς Νότον (Εύτρησιν και κατωτέρω) υπό την πίεση ίσως άλλων βορειότερων (;) θα ήταν εύλογο να τη φανταστεί κανείς. Με μια τέτοια κάθοδο συνάδει και η γλωσσολογική θεώρηση και έρευνα, που εντοπίζει την κοιτίδα των ελληνόγλωσσων φορέων του Μεσοελλαδικού πολιτισμού στην Β.Δ. Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία, Ήπειρο και Ν.Α. Ιλλυρία (« ή τε νυν Θεσσαλία καλουμένη και Βοιωτία» Θουκ. Α 2).
Ο Μεσοελλαδικός, λοιπόν, πολιτισμός, όπως αναφέραμε, φαίνεται να ταυτίζεται με τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα που πιθανότατα κατήλθαν εκ του Βορρά και εγκαταστάθηκαν στα Β.Δ. περίπου της Θεσσαλίας. Σύμφωνα πάντα με την κρατούσα άποψη κατά την 3η χιλιετία π.Χ. – στην Πρωτοελλαδική, επομένως, εποχή – βρίσκονται άλλα φύλα, στα οποία οι πηγές της ιστορικής εποχής αναφέρονται ως Πελασγοί, ένας μη ελληνόφωνος (;) ινδοευρωπαϊκός (;) αυτόχθων πληθυσμός. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές η Θεσσαλία είναι η περιοχή εκείνη, με την οποία εμφανίζονται πολύ στενά συνδεδεμένοι οι Πελασγοί (βλ. Πελασγικόν Άργος Ιλιάδα Β 681). Και σε άλλα σημεία επίσης ανευρίσκονται πελασγικοί πληθυσμοί: στην ανατολική ακτή της Κεντρικής Ελλάδος, στην Πελοπόννησο (Αρκαδία -Αρκάδες Πελασγοί Ηρόδοτος 1, 146,1), στην Κρήτη (διοι Πελασγοί Οδύσσεια τ 175 κεξής), αλλά και στην Αττική υπάρχει ανάμνηση ενός τέτοιου λαού, για τον οποίον ο Ηρόδοτος (1, 57, 3) αναφέρει ότι «το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν άμα τηι ματαβοληι τηι ες Έλληνας και την γλωσσαν μετέμαθε». Να σημειώσουμε επίσης εδώ ότι οι Πελασγοί στην Ιλιάδα (Β 840 κεξής, Κ 429, Ρ 288) είναι σύμμαχοι των Τρώων κατά των Ελλήνων, και αυτό θεωρήθηκε ένα ακόμα στοιχείο που αντιδιέστελε το ελληνικόν έθνος από το πελασγικόν. Ούτε αυτό, όμως, είναι απόλυτα ορθό, διότι οι Πελασγοί της Θεσσαλίας ήταν με το μέρος των Αχαιών. Είναι πιο Πελασγοί οι μεν από τους δε;
Όμως πώς μπορεί να είναι ένας πληθυσμός αυτόχθων και ταυτόχρονα να είναι ινδοευρωπαϊκός, όπως πολλάκις υποστηρίζεται; Δείξαμε παραπάνω ότι η Θεσσαλία ειδικά κατοικείτο εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια χωρίς να έχει υπάρξει διακοπή, αλλά ακόμα κι αν συνέβη να είχαμε εισαγωγή ξένων πληθυσμιακών στοιχείων αυτό δεν κατάφερε να αφομοιώσει το επιχώριο στοιχείο. Στους μύθους των Ελλήνων οι Πελασγοί συνδέονται με τον Πελασγό, βασιλέα της Αρκαδίας, που επινόησε πρώτος αυτός να κατασκευάζουν οικίες οι άνθρωποι, ώστε να προστατεύονται από το κρύο, από τη βροχή και από τη ζέστη. Μεταξύ πολλών άλλων εμπόδισε τους Αρκάδες από το να τρέφονται με χλωρά φύλλα, χόρτα και ρίζες, αλλά έμαθε σ’ αυτούς να τρέφονται με βελανίδια. Η συγγένεια των Πελασγών της Αρκαδίας με αυτούς της κεντρικής Ελλάδος φαίνεται από το κοινό τοπωνύμιο που έχουν: Τμάριον (όρος Αρκαδίας), Τμάριος (Ζευς στη Δωδώνη) και Τόμαρος (όρος στη Δωδώνη, αλλά και προφήτης και ιερεύς και θύτης). Όσο για το μη ελληνόγλωσσον των Πελασγών που επικαλούνται πολλοί επιστήμονες αυτό δεν είναι απαραίτητα αληθές. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Δωριείς και οι Αιολείς, ελληνόφωνα δηλαδή φύλα, είναι πελασγικής καταγωγής, όπως επίσης οι Αιολείς είναι Πελασγοί σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Το ακατάληπτον της γλώσσας τους δεν είναι κατ’ ανάγκην τεκμήριο για να υποστηρίξουμε την μη συγγένεια της γλώσσας τους με αυτήν των λοιπών λεγομένων ελληνοφώνων φύλων (Αιολείς, Δωριείς, Ίωνες κτλ.). Ακόμη και οι Αιτωλοί (φορείς της διαλεκτικής ομάδος της Βορειοδυτικής Ελληνικής) την εποχή του Θουκυδίδη, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ιστορικός, ήταν «αγνωστότατοι την γλώσσαν», ενώ την εποχή του Ομήρου (8ος αι.) αναφανδόν ήταν Έλληνες. Αυτούς βρήκαν και υπέταξαν οι ορδές των Ινδοευρωπαίων ορμώμενοι από το Βορρά και επιδεικνύοντας την δύναμη της αλλά κάνοντας χρήση και του ίππου και του τροχού, που δεν είχαν οι γηγενείς Πελασγοί ως ειρηνικός λαός που ήταν. Αυτή η αστεία θέση κι όμως αληθινή πέρα από την σχεδόν αφελή εικόνα που μεταδίδει πάσχει και από τεκμήρια. Το άλογο δεν ήταν κάτι άγνωστο στον ελλαδικό χώρο και δεν ήταν προνόμιο των ΙΕ. Πρώτα πρώτα το άλογο φαίνεται να έχει χαλινωθεί προτού έρθει οποιοσδήποτε ΙΕ. Από μια βραχογραφία στη Γαλλία στο Λα Μαρς ηλικίας 12000 ετών εικονίζεται κεφαλή αλόγου που φέρει χαλινάρι.
Δεύτερον στα μέσα της 5η χιλιετίας πριν υποτίθεται κατέλθουν οι «τρομεροί» ΙΕ με τα άλογά τους βλέπουμε βραχογραφία στο Παγγαίο έφιππο καβαλάρη. Επομένως, το επιχείρημα είναι λανθασμένο και ανακριβές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, οι Πελασγοί ήταν ένας αυτόχθων λαός που μπορεί μεν να προϋπήρχε των ελληνόγλωσσων φύλων του Μεσοελλαδικού πολιτισμού, αλλά ήταν η φύτρα όλων των αρχαίων φύλων στον ελλαδικό χωρών, και ανευρίσκετο κυρίως στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
Σύμφωνα με την πιθανότερη ετυμολογία της λέξης Πελασγός προέρχεται από λέξη που σημαίνει «επίπεδη επιφάνεια», εξ ου και πέλαγος, λέξη η οποία συσχετίζεται άμεσα με τις περιπλανήσεις τους. Οι περιπλανήσεις των Πελασγών έλαβαν χώρα στον Αιγιακό και Περιαιγιακό χώρο κατά την προϊστορία, και μαρτυρούνται και από τοπωνύμια των περιοχών που έχουν πάει. Αφορά τόσο τη ρίζα των ονομάτων όσο και τα επιθήματα π.χ. Κνω-σσός στην Κρήτη με το Αλω-σσός στην Καρία (Μ. Ασία) και το Πειρω-σσός στη Μυσία (Μ.Ασία), Μυκαλη-σσός στη Βοιωτία και την Καρία. Ο Αλάσαρνα στην Κω και Αλίσαρνα στη Μυσία, Τελμησσός, ποταμός στη Σικελία, και Τελμισσός, βουνό στην Καρία. Λάρισ(σ)α στην Καμπανία, στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Όλα αυτά μας δείχνουν το κοινό γλωσσικό υπόστρωμα και την κοινή ίσως καταγωγή των λαών από την Ιταλία μέχρι και την Μ.Ασία, που όλοι είναι Πελασγοί.
Συμπερασματικά, μπορούμε απλά εδώ να πούμε ότι παρόλο που η ΙΕ θεωρία ακόμα υπάρχει σαν θεωρία και διδάσκεται, έχει δεχτεί πλήγματα, κυρίως όσον αφορά τα υπάρχοντα αρχαιολογικά, κάποια από τα οποία και παραθέσαμε. Η ενότητα του ελληνικούς έθνους και η συνέχεια είναι ένα αδιάψευστο στοιχείο, γιατί πατάει σε θεμέλια που μάλλον δεν έχει λάβει υπόψη της η εν λόγωι θεωρία.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΄φυλή΄
Το παρόν δημοσίευμα έχει σκοπό να συμβάλλει, στον βαθμό που είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, στην διαλεύκανση του πολυσυζητημένου ζητήματος της καταγωγής των Ελλήνων. Η κρατούσα άποψη, που έχει περάσει και στα σχολικά μας βιβλία, αλλά και διδάσκεται σε όλα τα Πανεπιστήμια, είναι η ετεροχθονία των Ελλήνων, η μετανάστευση από κάποιο σημείο σε ένα άλλο. Οι γλωσσολόγοι, αλλά και ακολούθως και όλοι οι άλλοι κλάδοι που ερευνούν το προϊστορικό παρελθόν ομιλούν για Ινδοευρωπαίους ή Ινδοευρωπαϊκή φυλή. Αυτό είναι και το πρώτο λάθος που γίνεται, να αποκαλούνται δηλαδή ως φυλή οι Ινδοευρωπαίοι. Δεν είναι φυλή, δεν είναι δηλαδή μια βιολογική – ανθρωπολογική ενότητα, αλλά μια ομάδα ανθρώπων που υποτίθεται μίλαγαν την ίδια γλώσσα, την πρωτογλώσσα, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αποτελούσαν κάποτε στο παρελθόν και μια πολιτισμική ομάδα. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, ας φανταστούμε από πόσες διαφορετικές φυλές αποτελούνται οι Η.Π.Α., αλλά όλοι τους μοιράζονται την ίδια γλώσσα (ομογλωσσία) και μετέρχονται τον ίδιο πολιτισμικό κώδικα (ομοεθνία). Κάπως έτσι θα έπρεπε να φανταστούμε και την ΙΕ ομογλωσσία – ομοεθνία, όχι όμως και ομοφυλία. Οι φυλές που σήμερα υπάρχουν στη γη είναι: η ευρωπαϊκή (καυκασιανή) φυλή, η αφρικανική φυλή, η μογγολική φυλή και η αυστραλιανή φυλή. Στην ευρωπαϊκή φυλή ανήκουν σχεδόν όλοι οι λαοί της Ευρώπης και στις αποικίες που αυτοί κατά καιρούς έχουν δημιουργήσει σ’ όλο τον κόσμο. Στην αφρικανική φυλή ανήκουν οι μαύροι της Αφρικής, στην μογγολική φυλή ανήκουν οι λαοί στην άπω Ανατολή (Μογγολία, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, Φιλιππίνες κ.α), οι ιθαγενείς της Αμερικανικής Ηπείρου που πέρασαν από την Ασία διαμέσου του Βερίγγειου Πορθμού πριν 12000 περίπου έτη και απετέλεσαν τον πληθυσμό των Εσκιμώων της Αλάσκα, των ερυθρόδερμων, των Μεξικανών, καθώς και των ιθαγενών του Μεξικού (Αζτέκοι, Μάγιας) και της νοτίου Αμερικής (Ίνκας), και, τέλος, στην αυστραλιανή φυλή ανήκουν οι μαύροι της Αυστραλίας, οι λεγόμενοι aborigines, ενώ συγγενεύουν με τους αυτόχθονες κατοίκους της Πολυνησίας, της Μικρονησίας, της Μελανησίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Παπούα – Νέα Γουινέας και των Φίτζι. Προς επίρρωση των όσων παρουσιάσαμε μόλις τώρα είναι και κάποια δεδομένα της γενετικής επιστήμης, που αν χρησιμοποιηθεί σωστά και χωρίς ιδεολογικές σκοπιμότητες μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα και να συμπληρώσει το παζλ της καταγωγής των διαφόρων λαών: Στις κορυφές των Άνδεων στη Λατινική Αμερική έγινε κάποια έρευνα από Ιάπωνες επιστήμονες. Συγκεκριμένα, η έρευνα έγινε στην περιοχή του Μάτσου Πίτσου, της ιεράς πόλεως των Ίνκα. Οι ερευνητές έλαβαν δείγμα μιτοχονδριακού DNA από μούμιες ηλικίας 6000 ετών. Ταυτόχρονα οι ίδιοι ερευνητές πήραν δείγμα μιτοχονδριακού DNA και από σύγχρονους ιθαγενείς κατοίκους των Άνδεων. Συμπέρασμα βγήκε ότι υπάρχει γενετική συνέχεια και άρα αυτοχθονία. Ο Ιάπωνας καθηγητής Χοράι βρήκε σε μια μούμια των Άνδεων και σε έναν σύγχρονο κάτοικο μιας επιχώριας φυλής πανομοιότυπη διάταξη στο μιτοχονδριακό DNA. Το δείγμα συγκρίθηκε με αντίστοιχο δείγμα μιτοχονδριακού DNA της φυλής Αινού της Ιαπωνίας. Από τις 564 βάσεις της αλληλουχίας του μιτοχονδριακού DNA του συγχρόνου κατοίκου με αυτό των Αινού βρέθηκε διαφορά μόνον κατά δυο βάσεις. Επομένως, οι Μογγόλοι των Άνδεων είχαν συγγένεια με τους Αινού της Ιαπωνίας. Εξάλλου τα μογγολικά χαρακτηριστικά είναι εμφανή. Σε κάποια άλλη έρευνα DNA το 2001 βρέθηκε γενετική ομοιότητα των Ελλήνων με τους Αυστριακούς. Αυτό δίχως άλλο σημαίνει ότι η προέλευση είναι πιθανότατα κοινή, όχι Ινδοευρωπαϊκή, αλλά ευρωπαϊκή. Στην δεκαετία του ΄70 οι Κινέζοι ανακάλυψαν στην επαρχία Xinjiang, στις δυτικές παρυφές της Κίνας, σειρά από μούμιες, που με τη βοήθεια του C14 χρονολογήθηκαν το 2100 περίπου π.Χ. Οι μούμιες είχαν ξανθά, κόκκινα και μαύρα μαλλιά, βαθειές κόγχες, μακριές μύτες, αρκετές δε μούμιες εξ αυτών είχαν παχιά γένια και ήταν μεγαλόσωμες. Είχαν έντονα τα καυκασιανά χαρακτηριστικά. Ο Mair αποφάσισε να ερευνήσει τα ευρήματα γενετικά. Συνεργάστηκε με τον ιταλό γενετιστή Luigi Cavalli Sforza, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Stanford. Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών έδειξαν ότι οι μούμιες ανήκαν στην ίδια γενετική ομάδα με τους σύγχρονους Σουηδούς, Κορσικανούς, Τοσκανούς και Σαρδηνούς. Ο μύθος, λοιπόν, περί απομόνωσης της άπω Ανατολής (Κίνας) από την Ευρώπη κατερρίφθη πανηγυρικά.
Η αλήθεια είναι ότι από πολύ παλιά οι επαφές Ευρώπης και Κίνας ήταν υπαρκτές και ως εκ τούτου ο ευρωπαϊκός και ο μογγολικός τύπος ως ένα βαθμό άσκησαν επιδράσεις ο ένας στον άλλον, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να μιλάμε για ομοιογένεια στον χώρο τομής και συνάντησης των δυο αυτών τύπων. Αξιοσημείωτα είναι αυτά που λέγει ο W. Durant στην «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού»: « Εξ άλλου ο σημερινός τύπος «Μογγόλου» είναι το σύνθετο προϊόν των συνεχών διασταυρώσεων, ύστερα από εκατοντάδες εισβολών, φυλών προερχόμενων από την Μογγολία, την Νότια Ρωσία και την Κεντρική Ασία. Η Κίνα, όπως και οι Ινδίες, μπορεί να συγκριθεί μόνον με μια ολόκληρη ήπειρο. Την Ευρώπη λ.χ. και όχι με ένα ορισμένο ευρωπαϊκό έθνος. Δεν είναι η εστία ενός μόνον ομογενούς λαού αλλά μια σύνθεση πολλών ανθρωπίνων φυλών, που διαφέρουν στην καταγωγή, τη γλώσσα, τα κύρια χαρακτηριστικά, την τέχνη και των οποίων τα έθιμα, η ηθική και το πολιτικό σύστημα είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η προέλευση και η εξάπλωση του ανθρώπου δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις φυλές που προαναφέραμε δεν έχει μια μόνο αφετηρία (μονοκεντρισμός), αλλά πολλές (πολυκεντρισμός). Η ως τώρα κρατούσα θεωρία ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από την Αφρική (αφροκεντρισμός) και εξαπλώθηκε σε όλες τις άλλες ηπείρους πια χάνει όλο και περισσότερο έδαφος εν όψει πολύτιμων παλαιοντολογικών και ανθρωπολογικών ευρημάτων που έρχονται στο φως. Μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί τέσσερα κέντρα ανάπτυξης του ανθρώπου:
- Στην ανατολική Ασία, όπου αναπτύχθηκε ο πρόγονος της μογγολικής φυλής, ο «άνθρωπος του Πεκίνου».
- Στη Ν. Ασία, όπου βρέθηκε ο Homo Erectus της Ιάβας, και είναι ο πρόγονος των λαών της Νότιας Ασίας και της Αυστραλίας.
- Στην Αφρική όπου ο Ροδεσιανός του Broken Hill θεωρείται πρόγονος των Αφρικανών.
- Στην Ευρώπη όπου ο επικράτησε Νεάντερταλ που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρασία. Οι απόψεις διίστανται για το αν από αυτόν προέρχεται ο Homo Sapiens ή όχι. Η σχέση του με τον Homo Erectus πιθανόν να υφίσταται και διαμέσου του προστάδιου με τον Homo Antecessor, με τον οποίον έγινε το πέρασμα τόσο στον Νεάντερταλ όσο και στον Homo Sapiens. Οι πρώτοι άποικοι της Ευρώπης, που συγγένευαν με τον Homo Erectus της Αφρικής, κατέφθασαν πριν 1.000.000 χρόνια ή και λιγότερο από την Αφρική στη Ευρασία, όπου εξελίχτηκαν στον πρόγονο της Ευρωπαϊκής φυλής. Εγκαινιάστηκε έτσι η Κατωτέρα Παλαιολιθική που διήρκεσε μέχρι την εμφάνιση του Homo Sapiens πριν 200.000 χρόνια περίπου.
2. ΠΡΩΤΟΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
α. Περιβάλλον και κλιματολογικές συνθήκες
Το περιβάλλον στο οποίο έδρασε ο προϊστορικός άνθρωπος συνέβαλε κατά πολύ στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής του. Η γεωμορφολογία του Ελλαδικού χώρου άρχισε να αποκτά τη σημερινή του μορφή κατά το Πλειστόκαινο, όταν συνεπληρώθησαν οι ορογενετικές πτυχώσεις και ήλθε εις πέρας ο καταποντισμός της Αιγηίδος. Οι αλλεπάλληλες παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περίοδοι συνετέλεσαν στην φυσική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Η τελευταία παγετώδη περίοδο σημειώθηκε εδώ και 18.000 – 16.000 έτη. Η μέση θερμοκρασία αρχίζει μετά το πέρας των παγετώνων να ανεβαίνει και να φτάνει τα επίπεδα που σήμερα συναντούμε σε βουνά της νοτίου Ελλάδος. Έτσι η ψυχρή και ξηρή περίοδος των παγετώνων αντικαθίσταται σταδιακά με μια θερμή και υγρή περίοδο. Οι πάγοι λιώνουν και η στάθμη της θαλάσσης ανεβαίνει μετατοπίζοντας την ακτογραμμή προς την ενδοχώρα. Η στέπα που υπήρχε τότε στον ελλαδικό χώρο μετατοπίζεται προς τα βόρεια, με αποτέλεσμα τα μεγάλα θηράματα να μετακινηθούν και αυτά προς βορειότερα σημεία σε μια προσπάθεια ανεύρεσης περιβάλλοντος όμοιου με αυτό που είχαν συνηθίσει ως τώρα. Τα μικρά θηράματα προσφέρονταν πια μόνο για κυνήγι, ενώ τεράστιες εκτάσεις δασών κάλυπταν την ελληνική γη, δίδοντας την ευκαιρία για προσπόριση καρπών δέντρων, όπως φουντούκια, βελανίδια, κουκουνάρια. Το κλίμα, εν τέλει, σταθεροποιήθηκε στα σημερινά περίπου επίπεδα εδώ και 8000 έως 7000 χρόνια πριν με χειμώνα υγρό και ψυχρό και καλοκαίρι παρατεταμένο, άνυδρο και θερμό.
β. Σύντομη παρουσίαση της ΙΕ θεωρίας
Η πιθανότητα κοινής προέλευσης κάποιων γλωσσών προτάθηκε από τον Marcus Cirius van Boxhorn το 1647, ο οποίος θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια γλώσσα που πιθανόν να ανήκει στην Ινδο-ιρανική. Για δεύτερη φορά η κοινή καταγωγή γλωσσών διατυπώθηκε από τον Άγγλο δικαστή στις Ινδίες Sr. William Jones, που αντιλήφτηκε και τόνισε το 1796 ομοιότητες μεταξύ των παλαιοτέρων γλωσσών που ήταν γνωστές στην εποχή του, την λατινική, την ελληνική, τη σανσκριτική (αρχαία ινδική) και την περσική γλώσσα. Η συστηματική, όμως σύγκριση αυτών και άλλων αρχαίων γλωσσών έγινε από τον Franz Bopp στις αρχές του 19ου αιώνα. Η κοινή πρωτογλώσσα που ανασυγκροτήθηκε μετά την αποκατάσταση των επιμέρους γλωσσών ονομάζεται πρωτοινδοευρωπαική. Η διαφωνία, ωστόσο, υπάρχει στην αρχική κοιτίδα των ΙΕ. Δυο είναι οι πιο προβεβλημένες στις μέρες μας: α) οι στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας. Είναι γνωστός και ως «πολιτισμός των Κουργκάν» λόγω των τύμβων που έχουν βρεθεί που αποδίδονται στους ΙΕ. Η ΙΕ πρωτογλώσσα χρονολογείται στο 4500 - 4000 π.Χ. περίπου. Την υπόθεση Κουργκάν την πρότεινε η Marija Kimbutas στη δεκαετία του 1950. β) η Ανατολία φαίνεται κατά τον C. Renfrew να είναι η κοιτίδα των ΙΕ, ειδικά ο οικισμός της Μ.Ασίας Catal Huyuk που ανάγεται στην 7η χιλιετία και συνδέεται με την νεολιθική διάδοση της γεωργίας.
Γενετικά μπορούμε βέβαια να πούμε ότι έχουμε κάποια εισέλευση πληθυσμών από βορρά (Αν. Ευρώπη) που επιβεβαιώνει τις θέσεις της Κιμπούτας και από Ανατολή (Μ.Ασία) που επιβεβαιώνει τις θέσεις του Ρένφριου. Ωστόσο αυτή είναι περιορισμένη.
Σχετικά με την άφιξη των ελληνικών φύλων στην Ελλάδα έχει υποστηριχτεί στα πλαίσια της ΙΕ θεωρίας ότι τα ελληνικά φύλα κατήλθαν από τις ουγγρικές πεδιάδες κατά κύματα και με μεγάλη χρονική απόσταση το ένα μετά το άλλο. Πρώτοι έφτασαν οι Αιολείς γύρω στο 2200-2100 π.Χ, μετά ακολούθησαν οι Αχαιοί το 1600 π.Χ περίπου και τέλος κατέφτασαν οι Δωριείς το 1100 π.Χ. Στην Ελλάδα συνάντησαν προελληνικά φύλα (Πελασγούς, Λέλεγες) και είτε ειρηνικά είτε βίαια τους υπέταξαν.
Εμείς παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ΙΕ, ούτε ήρθαμε από κάπου άλλού, αλλά η παρουσία μας στον ελλαδικό χρόνο υπήρξε παλαιοτάτη. Περί αυτοχθονίας μιλούσαν και οι αρχαίοι συγγραφείς (Επιτάφιοι, Ισοκράτης κτλ.) Θα παραθέσουμε τεκμήρια από αρχαιολογικά, ανθρωπολογικά και γενετικά με σκοπό την τεκμηρίωση της ως άνω θέσης.
γ, Αρχαιολογικά, ανθρωπολογικά και γενετικά δεδομένα στον ελλαδικό χώρο
Ανασκαφές που έγιναν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής γης δείχνουν ότι η ανθρώπινη παρουσία στον ελλαδικό χώρο σημειώνεται από την κατωτέρα παλαιολιθική μέχρι σήμερα. Στον κατάλογο των ευρημάτων το παλαιότερο τεκμήριο ανθρώπινης παρουσίας είναι μια σειρά από εργαλεία της περιόδου του Ανωτέρου Μειοκαίνου στην περιοχή των Μικραλώνων της Δυτικής Χαλκιδικής που χρονολογούνται σε 12.000.000 περίπου έτη πριν. Η ανωτέρω χρονολόγηση επιβεβαιώθηκε και από το Πανεπιστήμιο της Ν. Καρολίνας των Η.Π.Α. (1979) με τη μέθοδο του παλαιομαγνητισμού. Η πανίδα της περιοχής ανήκει σ’ αυτήν της στέπας, αλλά και σαβάνας Ανάμεσα στους κοπρολίθους της πανίδας διακρίνεται και κοπρόλιθος που ανήκει σε όρθιο ανθρωποπίθηκο εκείνης πάτα της περιόδου. Κατόπιν ανάλυσης του κοπρολίθου από την NASA των Η.Π.Α. απεδείχθη ότι οι ανθρωπίδες της περιόδου εκείνης ετρέφοντο με άφθονο κρέας ζώων και πουλιών, καθώς και με σκληρούς καρπούς της σαβάνας της Χαλκιδικής. Η γη, επομένως, της Χαλκιδικής έπαιξε κομβικό ρόλο στην ανθρωπογένεση.
Άλλο πιο σημαντικό εύρημα της παρουσίας ανθρώπου στην γη της Χαλκιδικής είναι ένα οστό από κνήμη ανθρωπίδας που βρέθηκε στην περιοχή της Τρίλλιας τον Σεπτέμβριο του 1979 και τα ίχνη ανθρωπίνης παρουσίας (τμήματα σκελετών, κοπρόλιθοι, εργαλεία και άλλα σχετικά ευρήματα) χρονολογημένα 11.000.000 περίπου έτη πριν, που ανήκουν δηλαδή στο Ανώτερο Μειόκαινο.
Στην Πεντέλη βρέθηκε επίσης ο Μεσοπίθηκος ο Πεντελικός, όπως ονομάζεται, και χρονολογείται στα 10.000.000 έτη πριν.
Στο Αλιβέρι της Ευβοίας βρέθηκε ο Ελλαδοπίθηκος ο ημιόρθιος, όπως ονομάζεται, που χρονολογείται στα 10.000.000 – 9.000.000 έτη πριν.
Σημαντικό για την πιστοποίηση ότι και το Αιγαίο ήταν κατοικημένο πριν εκατομμύρια χρόνια είναι ένα βραχιόνιο οστό που βρέθηκε σε σπήλαιο της Ικαρίας, που χρονολογείται στα 5.000.000 έτη πριν και ανήκει στο Πλειόκαινο. Βέβαια, το Αιγαίο δεν ήταν ακόμα θάλασσα ανοικτή και η επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα ήταν πολύ εύκολη. Αργότερα με την καταβύθιση της Αιγηίδος πήρε την σημερινή περίπου μορφή.
Εύρημα κρανίου από σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, γνωστό ως ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων, χρονολογείται από τον Δρ. Άρη Πουλιανό γύρω στο 750.000 π.Χ. Άλλες χρονολογήσεις κατεβάζουν το όριο της ηλικίας του κρανίου στα 300.000 ή και στα 70.000 π.Χ. περίπου. Μια ομάδα Γερμανών ανθρωπολόγων έδειξαν ότι ο Αρχάνθρωπος συγγενεύει με τα αφρικανικά ευρήματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί το πρώτο αφρικανικό κρανίο έξω από την Αφρική. Ο Άρης Πουλιανός, ωστόσο, θεωρεί ότι δεν έχει σχέση με τις ποικιλίες των αφρικανικών ευρημάτων. Το κρανίο του είναι ορθογναθικό και όχι προγναθικό, όπως συμβαίνει στα αφρικανικά κρανία. Ο ανθρωπολογικός τύπος του Αρχανθρώπου δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος. Άλλοι επιστήμονες διατείνονται ότι είναι ένα αποκομμένο είδος, ίσως Νεαντερτάλειων, που αργότερα εκτοπίστηκε από τον Homo Sapiens που τον αντικατέστησε. Επίσης, άλλοι θεωρούν ότι μπορεί κάλλιστα να είναι ένα δείγμα Homo Sapiens που απλά συνυπήρξε με τους Νεάντερταλ. Ο Άρης Πουλιανός και ο Βολπώφ πιστεύουν ότι οι Αρχάνθρωποι ανήκουν στο γένος των Ανθρώπων και είναι απευθείας πρόγονοι τόσο των Νεάντερταλ όσο και των σημερινών ανθρώπων. Πάντως για τον Έλληνα ανθρωπολόγο ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων αποτελεί τον πρώτο Ευρωπαίο.
Ο αρχαιότερος άνθρωπος, κατά τον Άρη Πουλιανό, που έχει βρεθεί στις όχθες του Πηνειού στη Θεσσαλία ανήκει σε ένα στο αρχανθρωπικό στάδιο και η ηλικία του υπολογίζεται περίπου στα 400.000 χρόνια πριν. Είναι ένα τμήμα θόλου κρανίου που τα βρεγματικά οστά απαρτίζουν την οροφή και τα πλάγια τμήματά του.
Το οπίσθιο τμήμα από δεξί βρεγματικό οστό νεαρού ατόμου, μάλλον κοριτσιού, στις όχθες του Πηνειού, χρονολογείται από τον Άρη Πουλιανό ανάμεσα στα 50.000 – 30.000 έτη πριν.
Η κυριότερη ανασκαφή της ομάδας ερευνητών του Πανεπιστημίου του Cambridge που έγινε υπό την εποπτεία του E.S. Higgs στην περιοχή του Κοκκινοπηλού της κοιλάδας του Λούρου κοντά στα Ιωάννινα. Επίσης στο σπήλαιο «Ασπροχάλικο», λίγα χιλιόμετρα από το Κοκκινόπηλο, βρέθηκαν πάρα πολλά εργαλεία της ίδιας περιόδου. Χρονολογείται μεταξύ 50.000 – 33.000 ετών πριν.
Ίσως το πιο πασίδηλο παράδειγμα συνεχούς κατοίκησης αποτελεί τα ευρήματα της Θεόπετρας Μετεώρων. Τέσσερα ίχνη ποδιών που έχουν μελετηθεί με νέες τεχνολογικές μεθόδους, οδηγούν τους επιστήμονες να ομολογήσουν ότι πιθανώς ανήκουν στον Homo Sapiens και όχι στον Άνθρωπο του Νεάντερταλ. Τα ίχνη εντοπίστηκαν σε στρώματα που χρονολογούνται περί τα 140 – 130.000 έτη πριν. Σε συνδυασμό και με άλλα ευρήματα η διευθύντρια της ανασκαφής του σπηλαίου Αικατερίνη Κυπαρίσση – Αποστολίκα και οι συνεργάτες της πιθανολογούν ότι ο απευθείας πρόγονος του σημερινού ανθρώπου έφτασε στην Ελλάδα περί το 90.000 π.Χ., την περίοδο εκείνη που έφτασε και στη Μέση Ανατολή. Στην δε υπόλοιπη Ευρώπη ο Homo Sapiens εμφανίζεται περί το 40.000 π.Χ. Τα ευρήματα κατά την διευθύντρια της ανασκαφής ξεκινούν από την παλαιολιθική εποχή (130.000 – 140.000 έτη πριν) και φτάνουν μέχρι τη νεολιθική εποχή χωρίς κάποια διακοπή καταδεικνύοντας συνεχή παρουσία του ανθρώπου στη Θεσσαλία. Η άποψη του αειμνήστου αρχαιολόγου Δημ. Θεοχάρη, ότι η παρουσία του ανθρώπου στη Θεσσαλία θα πρέπει να αναζητηθεί σε σπήλαια, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.
Σε στρώματα της Ανωτέρας Παλαιολιθικής στο σπήλαιο Απήδημα της Μάνης βρέθηκαν απολιθωμένα υπολείμματα από ανθρώπινο σκελετό τύπου Homo sapiens – sapiens χρονολογημένα το 28.000 π.Χ. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αποτελεί σκελετός σε στάση συνεσταλμένη και ανήκει σε γυναίκα.
Το πρώτο εύρημα άρτια διατηρημένου σκελετού ανήκει στη Μεσολιθική περίοδο (πριν 10.000 χρόνια).και βρέθηκε στο σπήλαιο Ερμιονίδος (Φράχθη), στην Αργολίδα. Ο σκελετός ήταν τοποθετημένος σε κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Ήταν σε συνεσταλμένη στάση σχήματος W. Φαίνεται ότι πέθανε από χτύπημα με αιχμηρό όργανο πάνω από το αριστερό φρύδι. Επίσης φαίνεται ότι ταλαιπωρείτο από ελονοσία, πράγμα που είναι φυσικό μετά την παγετώδη περίοδο και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Σύμφωνα με τον Άρη Πουλιανό το εύρημα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: μήκος κεφαλής 191 mm και το πλάτος κεφαλής 146mm. Ο κρανιακός δείκτης είναι 76,44 και το ύψος Πορίου – Βρέγματος φτάνει τα 115,0mm. Σ’ αυτά, όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος, τα γνωρίσματα ο μεσολιθικός άνθρωπος συγγένευε με τους μεσολιθικούς της Ευρώπης από τις περιοχές του Όφνετ της Γερμανίας, από το σπήλαιο Φατμά – Κομπά της Κριμαίας, από την Βασίλεφκα ΙΙΙ της Ουκρανίας και από το Κόρσενορ – Μπέντμπεκ της Δανίας. Αυτό σημαίνει πως όλοι αυτοί οι μεσολιθικοί άνθρωποι είχαν κάποτε κοινή καταγωγή. Η σχέση αυτών των μεσολιθικών ανθρώπων μπορεί να αποκλειστεί με οποιαδήποτε σχέση με αντίστοιχα βορειοαφρικανικά δείγματα, καθώς η διαφοροποίηση είχε συντελεστεί σε προηγούμενες εποχές. Οι ποικιλίες, τώρα, της Ουκρανίας και της Κριμαίας έχουν χαρακτηριστεί ως (παλαιο)μεσογειακές, όπερ δείχνει ότι τα Μεσογειακά δείγματα έχουν με τη σειρά τους διαφοροποιηθεί από τα Ηπειρωτικά, τον έτερο μεγάλο κλάδο των Ευρωπαιοειδών. Η προέλευση, λοιπόν, είναι νότια, και μάλιστα μεσογειακή, κοιτίδα από ό,τι φαίνεται της μεσογειακής ποικιλίας.
Πριν 11.000 περίπου έτη πριν συντελέστηκε η σταδιακή βελτίωση του κλίματος που οδήγησε την μετατόπιση της στέπας (βλ. άνω) προς βορειότερα σημεία, με άμεσο αποτέλεσμα τα μεγάλα θηράματα να μετακινηθούν προς βόρεια μεριά. Έτσι, ο άνθρωπος από το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων οδηγήθηκε στο κυνήγι μικρών θηραμάτων, ενώ ταυτόχρονα η εξάπλωση των δασών του έδωσε την ευκαιρία να τρέφεται με καρπούς (βλ. άνω). Η εγκατάλειψη ομάδων – κυνηγών από τον ελλαδικό χώρο τους οδήγησε σε βορειότερα σημεία. Έτσι ίσως να εξηγείται και οι ομοιότητες της ημιυπόγειας κατασκευής της Κύθνου με ανάλογες της βόρειας Βαλκανικής. Συγκεκριμένα στον μεσολιθικό παραδουνάβιο οικισμό Vlasac έχουν βρεθεί μισοσκαμμένοι χώροι με ωοειδή βάση από ανήκουν στην πρώιμη φάση του πολιτισμού Lepenski Vir. Η εικόνα αυτή έκανε να υποστηρίξουν πολλούς επιστήμονες την άποψη ότι κατά τους μεσολιθικούς χρόνους η Ελλάς παρέμενε ακατοίκητη, και μόνο με την έναρξη της νεολιθικής εποχής κατοικήθηκε από γεωργούς, που έφεραν και στην Ελλάδα την «επανάσταση» της γεωργίας. Μάλιστα, όχι μόνον δεν ήταν ακατοίκητη η Ελλάς, αλλά είχε φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο πολιτισμού εν σχέσει πάντα με την εποχή. Οι κάτοικοι της Ελλάδος αξιοποιώντας τα θαλάσσια ρεύματα που είχαν διαφορετική κατεύθυνση το θέρος και τον χειμώνα, έδιναν τη δυνατότητα του διάπλου του Αιγαίου. Η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας ήταν επίσης ένα χαρακτηριστικό της εποχής, όπως φαίνεται από τις ποσότητες οψιδιανού από τη Μήλο που μετεφέρετο τόσο στο Βόρειο Αιγαίο (σπήλαιο του Κύκλωπα), στην Αργολίδα, στο Φράχθη, τόσο και στην Κρήτη την 7η χιλιετία, που επίσης το απεκόμιζε από τη Μήλο. Η ανάπτυξη της αλιείας, που συνδέεται με την ναυσιπλοΐα ως συμπληρωματικός τρόπος διατροφής, οφείλεται στην ελάττωση των μικρών θηραμάτων λόγων της αύξησης πυκνών δασών και της επακόλουθης μετακίνησης των πληθυσμών προς παραθαλάσσιες περιοχές, λίμνες και ποτάμια. Υψηλής τεχνικής αγκίστρια βρέθηκαν στη σπηλιά του Κύκλωπα στα Γιούρα, που φανερώνει εξελιγμένη στρατηγική στον τομέα της αλιείας. Επομένως, η άποψη περί εγκαταλείψεως της Ελλάδος κατά την μεσολιθική εποχή είναι ανυπόστατη πέρα ως πέρα, αλλά μάλλον έχει ειπωθεί «εκ του πονηρού», για να δικαιολογήσει άφιξη και εποίκιση νέων πληθυσμών. Μήπως Ινδοευρωπαίων;
Όλα τα παραπάνω ανθρωπολογικά δεδομένα καταδεικνύουν την παμπάλαια (από την Κατωτέρα Παλαιολιθική) παρουσία του ανθρώπου στον ελλαδικό χώρο που έγινε χωρίς θεαματικές αλλαγές και κάποιου είδους διακοπή από άλλο φυλετικό στοιχείο. Η συνέχιση της κατοίκησης γίνεται αδιάκοπα και κατά την νεολιθική εποχή, όταν η οικονομία από θηρευτική - τροφοσυλλεκτική γίνεται αγροτική διαμέσου της μεσολιθικής εποχής ως προσταδίου της νεολιθικής εποχής. Η νεολιθικοποίηση στον ελλαδικό χώρο είναι το αποτέλεσμα επιρροών από επαφές με την Ανατολία, όπου η νεολιθικοποίηση είχε αρχίσει από πολύ νωρίς (Νεολιθική Α΄ στην Εγγύς Ανατολή 10.000 – 8.000 π.Χ.). Η αυτόνομη πορεία δεν αποκλείεται, τουλάχιστον όσον αφορά την εξημέρωση του χοίρου και πιθανώς των κατσικιών που έχει αρχίζει να συντελείται ήδη από την Κατώτερη Μεσολιθική (8600 – 7600 π.Χ.), ανατρέποντας τις παλιές ισχύουσες θεωρίες περί εισαγωγής αιγοπροβάτων και χοίρων από την Ανατολή στα μέσα της 7ης χιλιετίας. Στην Ανώτερη Μεσολιθική (7600 –6500 π.Χ.) τα αιγοπρόβατα και οι χοίροι στα Γιούρα είναι τελείως εξημερωμένα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια περισσότερο αυτόνομη νεολιθικοποίηση. Η άφιξη ενδεχομένως πληθυσμών από την Ανατολή δεν πρέπει να αποκλειστεί, γιατί, ενώ αποδεδειγμένα στην Ελλάδα ήταν αυτοφυή το άγριο κριθάρι και το μονόκοκκο σιτάρι (triticum boeoticum), όχι όμως και το δίκοκκο (triticum dicoccoides), ένα εξελιγμένο είδος εισαχθέν από την Ανατολή. Από τέτοια παραδείγματα ορμώμενος κατέληξε ο C. Renfrew και μίλησε για εξάπλωση των Ινδοευρωπαίων από την Ανατολία στην Ελλάδα, και από εκεί σε όλη την Ευρώπη.
Την εποχή εκείνη έχουμε τους πρώτους μεγάλους οικισμούς, σχεδόν πόλεις θα μπορούσε να πει κανείς. Έχουμε την πρώτη πραγματική πόλη της Ευρώπης, που δεν είναι άλλη από το Σέσκλο λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βόλο, εκεί που αργότερα θα πάρει τη θέση του η Ιωλκός, η πατρίδα του Ιάσονα. Το Σέσκλο χρονολογείται γύρω στο 5800 π.Χ. Βέβαια ευρήματα πιο παλιά έχουμε και στη Νέα Νικομήδεια (6240 π.Χ.), Άργισσα (6200 π.Χ.), Ελάτεια (6290 π.Χ.). Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει και εδώ να γίνει στο σπήλαιο της Θεόπετρας των Τρικάλων που, όπως είδαμε, κατοικείται από την Παλαιολιθική εποχή και φτάνει μέχρι το 3500 π.Χ., και βρέθηκαν, όπως είπαμε, τέσσερα ίχνη από πέλματα ανθρώπων, αλλά και άλλα ευρήματα που καταδεικνύουν δραστηριότητα γεωργική, όπως σπόροι από όσπρια, σιτηρά. Ο Θεοχάρης στο έργο του «Νεολιθικός Πολιτισμός» καταγράφει 170 νεολιθικούς οικισμούς μόνον στη Θεσσαλία. Δύσκολα, επομένως, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι έφτασαν από το Βορρά Ινδοευρωπαίοι παρεισφρύοντας και διαταράσσοντας την αδιάκοπη συνέχεια που έλαβε χώρα εκεί. Άλλο ένα ψευδές στοιχείο είναι ότι με την υποτιθέμενη έλευσή τους οι ΙΕ έφεραν και τον τύπο του μεγάρου και της εστίας, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τα δεδομένα του νεολιθικού Σέσκλου, που και μέγαρο είχε και κεντρική εστία διέθετε, όπως θα τα δούμε την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Στα μέσα της 5ης χιλιετίας ιδρύθηκε κοντά στο Σέσκλο ο οικισμός του Διμηνίου ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του Σέσκλου. Εντύπωση προκαλεί ο πασσαλόπηκτος λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού της Καστοριάς, που ανάλογοι υπήρχαν και στην Βαλκανική. Όμως εκείνο που αποτελεί μεγάλη εντύπωση και ίσως έχει αλλάξει πολλά δεδομένα που ίσχυαν ως τώρα είναι η εύρεση κομματιού από ξύλο βάρκας πάνω στο οποίο υπήρχαν «προϊστορικά σήματα», όπως πολύ προσεκτικά τα αποκαλεί ο Χουρμουζιάδης. Χρονολογείται το εύρημα το 5250 π.Χ. και αποτελεί ένδειξη γραφής στον ελλαδικό χώρο. Δεν μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει τη ΄΄γραφή΄΄ αυτή, που μοιάζει με μεταγενέστερες Γραμμικές Γραφές. Υπάρχει και η άποψη ότι υπάρχει συνέχεια στη παράδοση της γραφής από την εποχή εκείνη μέχρι και την Εποχή του Χαλκού (ιερογλυφικά, γραμμικές γραφές). Τέτοια σήματα έχουν βρεθεί και βορειότερα σε περιοχές της Βαλκανικής (Vinca, Gumelnita, Tartaria), με τα οποία απ’ ό,τι φαίνεται αποτελούν μια ενότητα και γλωσσικά και πολιτισμικά. Μπορούμε κατά μια έννοια να μιλήσουμε για μια ΄΄πρωτοβαλκανική΄΄ γραφή και για έναν ΄΄πρωτοβαλκανικό΄΄ πολιτισμό. Tα σήματα αυτά όσο πιο βόρεια πάμε πληθαίνουν κάτι που σημαίνει πως δεν τίθενται απλά σε κάποια περιφερειακή θέση τα σήματα του Δισπηλιού εν σχέσει με τα βορειότερα ευρήματα, αλλά μάλλον ξεκίνησαν από την Ελλάδα και επεκτάθηκαν στη συνέχεια στα (Βόρεια) Βαλκάνια, όπου δημιουργήθηκε ένας πολιτισμός νεολιθικός, ο οποίος εφεξής επεκτάθηκε στην Ευρώπη (αυτοί να είναι οι ΙΕ;). Η προς Βορρά εξάπλωση υποστηρίζεται (βλ. και προς Βορρά εξάπλωση κατά την Μεσολιθική εποχή) και από γενετικό υλικό: Τα ελληνικά χρωμοσώματα Ε ανήκουν αποκλειστικά στον κλάδο Ε3B1a που είναι γνωστός και ως Ε-Μ78α από την μετάλλαξη που τον ορίζει, και που είναι και χρωμοσώματα Ευρωπαϊκά. Ο τόπος προέλευσης φαίνεται να είναι η Ν. Βαλκανική και η Ελλάδα. Η παρουσία χρωμοσωμάτων Ε-Μ78α, χρονολογηθέντων προ περίπου 8000 ετών (περίοδος έναρξης της νεολιθικής εποχής), είναι συνέπεια της εξάπλωσης του Νεολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη. Ο καθηγητής του Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, και η συνεργάτες του συμμετέχουν σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα, των οποίων αποστολή είναι να διερευνηθεί η βιολογική ιστορία των ευρωπαϊκών πληθυσμών. Ο όλος συντονισμός έγινε από το Πανεπιστήμιο του Stanford των Η.Π.Α., την ερευνητική ομάδα του Κ .Τριανταφυλλίδη και το Πανεπιστήμιο της Παβίας της Ιταλίας. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν 44 δείκτες DNA του χρωμοσώματος Υ και προσδιορίστηκε η γενετική σύσταση στο χρωμόσωμα Υ σε 2400 άνδρες από 29 διαφορετικούς πληθυσμούς (Ευρώπη, Μεσόγειο, Μικρά Ασία, Αφρική, Κίνα). Από την Ελλάδα αναλύθηκε η γενετική σύσταση 143 ανδρών. Ιδιαίτερο βάρος εδόθη στη διερεύνηση των απλοομάδων Ε και J του χρωμοσώματος Υ. Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας ήταν ότι οι Έλληνες μεταδώσαμε το DNA στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά την νεολιθική εποχή.
Ένα άλλο στοιχείο που ενδεχομένως δείχνει κάποια άνοδο πληθυσμών προς Βορρά είναι ο κατακλυσμός που έγινε στη Μαύρη θάλασσα γύρω στο 5800 π.Χ. που ανάγκασε πολλούς πληθυσμούς, ειδικά παραθαλάσσιους, να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους και να μεταναστεύσουν προς βορειότερα μέρη. Σ’ αυτήν την διαπίστωση κατέληξαν οι δυο επιφανείς γεωλόγοι Ryan - Pitman που με αυτόν τον τρόπο εξηγούν την επέκταση της γεωργίας από το Νότο προς το Βορρά (νεολιθικοί οικισμοί Μ.Ασίας / Ν. Βαλκανίων πολιτισμός Vinca (Γιουγκοσλαβία) -> πολιτισμός Linearbandkeramik (Βόρεια Ευρώπη)).
Η επόμενη περίοδος που μας ενδιαφέρει είναι η Εποχή του Χαλκού, κατά την οποία φαίνεται να υπάρχει κάποια κινητικότητα, αλλά και μια επακόλουθη στασιμότητα πριν βγει μέσα από αυτήν την κατάσταση ο μυκηναϊκός πολιτισμός που είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφόρων παραγόντων.
Η πρώιμη χαλκοκρατία (2800 – 1900 π.Χ.) κληροδότησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα εμφανιστούν και στην επομένη περίοδο, τη μέση χαλκοκρατία (1900 – 1600 π.Χ.). Οι οικιστικές εγκαταστάσεις δεν διαφέρουν καθόλου από αντίστοιχες νεολιθικές στον ελλαδικό χώρο. Και ως έχουν διατηρούνται και στη μέση χαλκοκρατία. Ωστόσο, όμως, οι οικισμοί αυτοί δεν ήταν τειχισμένοι («ατειχίστων άμα όντων» Θουκ. Α 2), όπως κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού. Η μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη σημειώνεται από γενικές καταστροφές των οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Ο μεσοελλαδικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα επέστρεψε στην κλειστή αγροτική οικονομία, που όμοιά της έχει να ζήσει ο ελλαδικός χώρος από τη νεολιθική εποχή. Την περίοδο εκείνη έχουμε παράλληλα στις Κυκλάδες τον μεσοκυκλαδικό πολιτισμό (1900 – 1600 π.Χ.), που συνεχίζει σταθερά, αν και όχι πλέον τόσο δυναμικά, τον ακμάζοντα πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό. Φαίνεται πως υπάρχει κάποια πολιτισμική επαφή με τον μεσοελλαδικό πολιτισμό εκείνη την εποχή, καθώς επίσης και με τη μινωική Κρήτη, όπου έχουμε την ανέγερση των πρώτων ανακτορικών κέντρων στη θέση των προηγούμενων οικισμών της προανακτορικής περιόδου. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως παλαιοανακτορική (1900 – 1700 π.Χ.), η οποία τελειώνει έναν αιώνα νωρίτερα από τις αντίστοιχες περιόδους της μέσης εποχής του χαλκού στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά τώρα εμφανίζεται παράλληλα με τα ανάκτορα μια ακμαία αστική οργάνωση της κοινωνίας από εμπόρους, τεχνίτες, βιοτέχνες, διοικητικούς υπάλληλους κτλ., που διαβιούσαν στα ανάκτορα. Τα γένη της προηγούμενης περιόδου έχασαν προοδευτικά τη δύναμή τους και την τοπική αυτοτέλειά τους παραχωρώντας τη θέση τους σε μεγαλογαιοκτήμονες των ισχυρότερων γενών, που αναδείχτηκαν ως οι πρώτοι βασιλείς της Κρήτης.
Η μετάβαση από την εποχή του λίθου στην εποχή του χαλκού γίνεται χωρίς θεαματικές αλλαγές και με αργούς ρυθμούς, και σημειώνεται με δημογραφικές μεταβολές και μετακινήσεις πληθυσμών («αλλά μεταναστεύσεις τε ουσαι τά πρότερα» Θουκ. Α 2). Οι νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν κοντά στη θάλασσα ή πάνω σε χαμηλούς λόφους (π.χ. οικισμός της Λέρνας στην Αργολίδα). Αυτό ευνόησε εξαιρετικά την επικοινωνία όχι μόνον ανάμεσα στους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδος, αλλά και του αιγαιακού χώρου (Κυκλάδες), τη στιγμή που περισσότερο η μινωική Κρήτη επικοινωνούσε δια θαλάσσης με την Ανατολική Μεσόγειο, τη Β. Αφρική, τα παράλια της Μ. Ασίας και της Συρίας. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μια στασιμότητα και, όπως είπαμε, από μια επιστροφή στην κλειστή αγροτική οικονομία. Μόνον στο τέλος της περιόδου έχουμε μια θεαματική (οικονομική και πολιτική) ανάκαμψη που θα οδηγήσει στη μυκηναϊκή κυριαρχία (υστεροελλαδική εποχή 1600 – 1100 π.Χ.), όπως φαίνεται εξάλλου από τους πλουσιώτατους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών.
Φαίνεται ότι κατά τη μεσοελλαδική περίοδο α) οι οικισμοί ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι κατά την προηγούμενη περίοδο και έκειντο πλέον ανατολικά της ηπειρωτικής Ελλάδος, όπως και κατά την πρωτοελλαδική περίοδο (από την κοιλάδα του Σπερχειού ως τον Μαλέα και το Ταίναρο) και β) έχουμε επίσης πολλούς οικισμούς χωρίς να ξεχωρίζουν κάποια κέντρα, όπως κατά την επόμενη περίοδο. Μια ευρύτερη περιοχή περίπου βορειότερα της εν λόγωι περιοχής θα πρέπει να θεωρηθεί ως η κοιτίδα προέλευσης του μεσοελλαδικού πολιτισμού, αφού κατά τεκμήριο απορρίπτεται η από βορειοανατολικών διά θαλάσσης προέλευση, γιατί οι εισβολείς – φορείς του Μεσοελλαδικού πολιτισμού δεν θα μπορούσαν να είχαν εξοικείωση με τη θάλασσα ερχόμενοι ίσως από τις ουκρανικές στέπες και δεν εξηγείται ο αγροτικός χαρακτήρας του Μεσοελλαδικού πολιτισμού, και διότι τα λεγόμενα μινυακά αγγεία δεν είναι πρωιμότερα στην Τροία από αυτά του ελλαδικού χώρου, για να δικαιολογηθεί η προέλευση αυτή, και ,βέβαια, η από νοτιοανατολικών, η οποία δεν συζητείται καν. Τα λεγόμενα μινυακά αγγεία* (το καινούριο στοιχείο της κεραμεικής την περίοδο αυτή) λείπουν εντελώς από την θεσσαλική ενδοχώρα (ένδειξη ότι έχουμε εκεί συνέχεια της πρωτοελλαδικής περιόδου), ενώ εμφανίζονται πρωιμότερα στα παράλια του Παγασητικού (Ιωλκός, Νήλεια κ.ά.) απ’ ό,τι στη Βοιωτία στο τέλος της Μέσης χαλκοκρατίας, σε αντίθεση με την κεραμεική της αρχόμενης χαλκοκρατίας, η οποία ανευρίσκεται ομοίως και στις δυο περιοχές (Βοιωτία και θεσσαλική ενδοχώρα (Άργισσα)). Επομένως, μια ‘‘κάθοδος’’ συμπαγούς και πολυάριθμου αγροτικού πληθυσμού «θεσσαλικών» φύλων προς Νότον (Εύτρησιν και κατωτέρω) υπό την πίεση ίσως άλλων βορειότερων (;) θα ήταν εύλογο να τη φανταστεί κανείς. Με μια τέτοια κάθοδο συνάδει και η γλωσσολογική θεώρηση και έρευνα, που εντοπίζει την κοιτίδα των ελληνόγλωσσων φορέων του Μεσοελλαδικού πολιτισμού στην Β.Δ. Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία, Ήπειρο και Ν.Α. Ιλλυρία (« ή τε νυν Θεσσαλία καλουμένη και Βοιωτία» Θουκ. Α 2).
Ο Μεσοελλαδικός, λοιπόν, πολιτισμός, όπως αναφέραμε, φαίνεται να ταυτίζεται με τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα που πιθανότατα κατήλθαν εκ του Βορρά και εγκαταστάθηκαν στα Β.Δ. περίπου της Θεσσαλίας. Σύμφωνα πάντα με την κρατούσα άποψη κατά την 3η χιλιετία π.Χ. – στην Πρωτοελλαδική, επομένως, εποχή – βρίσκονται άλλα φύλα, στα οποία οι πηγές της ιστορικής εποχής αναφέρονται ως Πελασγοί, ένας μη ελληνόφωνος (;) ινδοευρωπαϊκός (;) αυτόχθων πληθυσμός. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές η Θεσσαλία είναι η περιοχή εκείνη, με την οποία εμφανίζονται πολύ στενά συνδεδεμένοι οι Πελασγοί (βλ. Πελασγικόν Άργος Ιλιάδα Β 681). Και σε άλλα σημεία επίσης ανευρίσκονται πελασγικοί πληθυσμοί: στην ανατολική ακτή της Κεντρικής Ελλάδος, στην Πελοπόννησο (Αρκαδία -Αρκάδες Πελασγοί Ηρόδοτος 1, 146,1), στην Κρήτη (διοι Πελασγοί Οδύσσεια τ 175 κεξής), αλλά και στην Αττική υπάρχει ανάμνηση ενός τέτοιου λαού, για τον οποίον ο Ηρόδοτος (1, 57, 3) αναφέρει ότι «το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν άμα τηι ματαβοληι τηι ες Έλληνας και την γλωσσαν μετέμαθε». Να σημειώσουμε επίσης εδώ ότι οι Πελασγοί στην Ιλιάδα (Β 840 κεξής, Κ 429, Ρ 288) είναι σύμμαχοι των Τρώων κατά των Ελλήνων, και αυτό θεωρήθηκε ένα ακόμα στοιχείο που αντιδιέστελε το ελληνικόν έθνος από το πελασγικόν. Ούτε αυτό, όμως, είναι απόλυτα ορθό, διότι οι Πελασγοί της Θεσσαλίας ήταν με το μέρος των Αχαιών. Είναι πιο Πελασγοί οι μεν από τους δε;
Όμως πώς μπορεί να είναι ένας πληθυσμός αυτόχθων και ταυτόχρονα να είναι ινδοευρωπαϊκός, όπως πολλάκις υποστηρίζεται; Δείξαμε παραπάνω ότι η Θεσσαλία ειδικά κατοικείτο εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια χωρίς να έχει υπάρξει διακοπή, αλλά ακόμα κι αν συνέβη να είχαμε εισαγωγή ξένων πληθυσμιακών στοιχείων αυτό δεν κατάφερε να αφομοιώσει το επιχώριο στοιχείο. Στους μύθους των Ελλήνων οι Πελασγοί συνδέονται με τον Πελασγό, βασιλέα της Αρκαδίας, που επινόησε πρώτος αυτός να κατασκευάζουν οικίες οι άνθρωποι, ώστε να προστατεύονται από το κρύο, από τη βροχή και από τη ζέστη. Μεταξύ πολλών άλλων εμπόδισε τους Αρκάδες από το να τρέφονται με χλωρά φύλλα, χόρτα και ρίζες, αλλά έμαθε σ’ αυτούς να τρέφονται με βελανίδια. Η συγγένεια των Πελασγών της Αρκαδίας με αυτούς της κεντρικής Ελλάδος φαίνεται από το κοινό τοπωνύμιο που έχουν: Τμάριον (όρος Αρκαδίας), Τμάριος (Ζευς στη Δωδώνη) και Τόμαρος (όρος στη Δωδώνη, αλλά και προφήτης και ιερεύς και θύτης). Όσο για το μη ελληνόγλωσσον των Πελασγών που επικαλούνται πολλοί επιστήμονες αυτό δεν είναι απαραίτητα αληθές. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Δωριείς και οι Αιολείς, ελληνόφωνα δηλαδή φύλα, είναι πελασγικής καταγωγής, όπως επίσης οι Αιολείς είναι Πελασγοί σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Το ακατάληπτον της γλώσσας τους δεν είναι κατ’ ανάγκην τεκμήριο για να υποστηρίξουμε την μη συγγένεια της γλώσσας τους με αυτήν των λοιπών λεγομένων ελληνοφώνων φύλων (Αιολείς, Δωριείς, Ίωνες κτλ.). Ακόμη και οι Αιτωλοί (φορείς της διαλεκτικής ομάδος της Βορειοδυτικής Ελληνικής) την εποχή του Θουκυδίδη, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ιστορικός, ήταν «αγνωστότατοι την γλώσσαν», ενώ την εποχή του Ομήρου (8ος αι.) αναφανδόν ήταν Έλληνες. Αυτούς βρήκαν και υπέταξαν οι ορδές των Ινδοευρωπαίων ορμώμενοι από το Βορρά και επιδεικνύοντας την δύναμη της αλλά κάνοντας χρήση και του ίππου και του τροχού, που δεν είχαν οι γηγενείς Πελασγοί ως ειρηνικός λαός που ήταν. Αυτή η αστεία θέση κι όμως αληθινή πέρα από την σχεδόν αφελή εικόνα που μεταδίδει πάσχει και από τεκμήρια. Το άλογο δεν ήταν κάτι άγνωστο στον ελλαδικό χώρο και δεν ήταν προνόμιο των ΙΕ. Πρώτα πρώτα το άλογο φαίνεται να έχει χαλινωθεί προτού έρθει οποιοσδήποτε ΙΕ. Από μια βραχογραφία στη Γαλλία στο Λα Μαρς ηλικίας 12000 ετών εικονίζεται κεφαλή αλόγου που φέρει χαλινάρι.
Δεύτερον στα μέσα της 5η χιλιετίας πριν υποτίθεται κατέλθουν οι «τρομεροί» ΙΕ με τα άλογά τους βλέπουμε βραχογραφία στο Παγγαίο έφιππο καβαλάρη. Επομένως, το επιχείρημα είναι λανθασμένο και ανακριβές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, οι Πελασγοί ήταν ένας αυτόχθων λαός που μπορεί μεν να προϋπήρχε των ελληνόγλωσσων φύλων του Μεσοελλαδικού πολιτισμού, αλλά ήταν η φύτρα όλων των αρχαίων φύλων στον ελλαδικό χωρών, και ανευρίσκετο κυρίως στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
Σύμφωνα με την πιθανότερη ετυμολογία της λέξης Πελασγός προέρχεται από λέξη που σημαίνει «επίπεδη επιφάνεια», εξ ου και πέλαγος, λέξη η οποία συσχετίζεται άμεσα με τις περιπλανήσεις τους. Οι περιπλανήσεις των Πελασγών έλαβαν χώρα στον Αιγιακό και Περιαιγιακό χώρο κατά την προϊστορία, και μαρτυρούνται και από τοπωνύμια των περιοχών που έχουν πάει. Αφορά τόσο τη ρίζα των ονομάτων όσο και τα επιθήματα π.χ. Κνω-σσός στην Κρήτη με το Αλω-σσός στην Καρία (Μ. Ασία) και το Πειρω-σσός στη Μυσία (Μ.Ασία), Μυκαλη-σσός στη Βοιωτία και την Καρία. Ο Αλάσαρνα στην Κω και Αλίσαρνα στη Μυσία, Τελμησσός, ποταμός στη Σικελία, και Τελμισσός, βουνό στην Καρία. Λάρισ(σ)α στην Καμπανία, στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Όλα αυτά μας δείχνουν το κοινό γλωσσικό υπόστρωμα και την κοινή ίσως καταγωγή των λαών από την Ιταλία μέχρι και την Μ.Ασία, που όλοι είναι Πελασγοί.
Συμπερασματικά, μπορούμε απλά εδώ να πούμε ότι παρόλο που η ΙΕ θεωρία ακόμα υπάρχει σαν θεωρία και διδάσκεται, έχει δεχτεί πλήγματα, κυρίως όσον αφορά τα υπάρχοντα αρχαιολογικά, κάποια από τα οποία και παραθέσαμε. Η ενότητα του ελληνικούς έθνους και η συνέχεια είναι ένα αδιάψευστο στοιχείο, γιατί πατάει σε θεμέλια που μάλλον δεν έχει λάβει υπόψη της η εν λόγωι θεωρία.