«Αργοναυτικά» Απολλωνίου του Ροδίου (υπό κατασκευήν)

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
ICAROS
Σούπερ Ιδεογραφίτης
Σούπερ Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 1679
Εγγραφή: Παρ 20 Απρ 2007, 19:06
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: ΑΤΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ
Έλαβε Likes: 3 φορές

«Αργοναυτικά» Απολλωνίου του Ροδίου (υπό κατασκευήν)

Δημοσίευση από ICAROS » Τετ 03 Δεκ 2008, 03:17

Απολλωνίου Ροδίου:
«Αργοναυτικά»
(Υπό Κατασκευήν)



ΒΙΒΛΟΣ ΠΡΩΤΗ


Ἀρχόμενος σέο Φοῖβε παλαιγενέων κλέα φωτῶν μνήσομαι οἳ Πόντοιο κατὰ στόμα καὶ διὰ πέτρας Κυανέας βασιλῆος ἐφημοσύνῃ Πελίαο χρύσειον μετὰ κῶας ἐύζυγον ἤλασαν Ἀργώ.
[Αρχόμενος από εσένα Φοίβε θα μνημονεύσω τα δοξασμένα έργα των παλαιών ηρώων, που έφεραν την Αργώ, το καλοζυγισμένο πλοίο στην είσοδο του Πόντου δια των Κυανών πετρών στο χρυσόμαλλο δέρας μετά από την προσταγή του βασιλιά Πελία].

Τοίην γὰρ Πελίης φάτιν ἔκλυεν, ὥς μιν ὀπίσσω μοῖρα μένει στυγερή, τοῦδ᾽ ἀνέρος ὅντιν᾽ ἴδοιτο δημόθεν οἰοπέδιλον ὑπ᾽ ἐννεσίῃσι δαμῆναι·
[Πράγματι, ο Πελίας είχε ακούσει κάποια προφητεία που έλεγε ότι στο μέλλον μοίρα φοβερή τον περιμένει, γιατι ο άντρας που θα έβλεπε από τον λαό του να έρχεται μονοπέδιλος, αυτός τον όλεθρο θα του φέρει με τις επιβουλές του].

δηρὸν δ᾽ οὐ μετέπειτα τεὴν κατὰ βάξιν Ἰήσων, χειμερίοιο ῥέεθρα κιὼν διὰ ποσσὶν Ἀναύρου, ἄλλο μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ᾽ ἰλύος ἄλλο δ᾽ ἔνερθεν κάλλιπεν αὖθι πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν·
[Καιρό όχι πολύ μετέπειτα σύμφωνα με την προφητεία ο Ιάσων διέβη με τα πόδια τον ποταμό Άναυρο, που είχε ξεχειλίσει από τις βροχές του χειμώνα, και εκεί το ένα σανδάλι του έσωσε από τις λάσπες, αλλά το άλλο το εγκατέλειψε πίσω του στο ρέμα].

ἵκετο δ᾽ ἐς Πελίην αὐτοσχεδόν, ἀντιβολήσων εἰλαπίνης ἣν πατρὶ Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ῥέζε θεοῖς, ῞Ηρης δὲ Πελασγίδος οὐκ ἀλέγιζεν·
[Έφτασε τότε στον Πελία αμέσως, για να λάβει μέρος στις γιορτές που τελούσε για τον πατέρα Ποσειδάωνα και για τους άλλους θεούς, εκτός της Ήρας της Πελασγίδος, την οποία δεν τιμούσε].

αἶψα δὲ τόνγ᾽ ἐσιδὼν ἐφράσσατο, καί οἱ ἄεθλον ἔντυε ναυτιλίης πολυκηδέος, ὄφρ᾽ ἐνὶ πόντῳ ἠὲ καὶ ἀλλοδαποῖσι μετ᾽ ἀνδράσι νόστον ὀλέσσῃ.
[Μόλις τον είδε [(ο Πελίας)] κατάλαβε, και άθλο του ετοίμασε ναυτικό πολυβάσανο, ώστε στον πόντο ή σε ξένους τόπους με τους άνδρες του να χαθεί].

Νῆα μὲν οὖν οἱ πρόσθεν ἔτι κλείουσιν ἀοιδοί Ἄργον Ἀθηναίης καμέειν ὑποθημοσύνῃσι·
[Το πλοίο, όπως ακόμη εξιστορούν οι παλαιοί αοιδοί, ο Άργος το κατασκεύασε με την καθοδήγηση της Αθηνάς·]

νῦν δ᾽ ἂν ἐγὼ γενεήν τε καὶ οὔνομα μυθησαίμην ἡρώων, δολιχῆς τε πόρους ἁλός, ὅσσα τ᾽ ἔρεξαν πλαζόμενοι· Μοῦσαι δ᾽ ὑποφήτορες εἶεν ἀοιδῆς.
[Τώρα δε, εγώ την γενιά και το όνομα θα μυθολογήσω (εξιστορήσω) των ηρώων, στην μακριά πορεία τους μέσα στις θάλασσες, και σε όλα όσα έπραξαν περιπλανώμενοι·
Μούσες υπαγορεύστε μου τα λόγια του τραγουδιού].

Πρῶτά νυν Ὀρφῆος μνησώμεθα, τόν ῥά ποτ᾽ αὐτή Καλλιόπη Θρήικι φατίζεται εὐνηθεῖσα Οἰάγρῳ σκοπιῆς Πιμπληίδος ἄγχι τεκέσθαι.
[Πρώτο τώρα τον Ορφέα ας ενθυμηθούμε, εκείνον που η Καλλιόπη στην Θράκη κατά την παράδοση ενωθείσα με τον Οίαγρο στην κορυφή της Πιμπληίδας γέννησε].

αὐτὰρ τόνγ᾽ ἐνέπουσιν ἀτειρέας οὔρεσι πέτρας θέλξαι ἀοιδάων ἐνοπῇ ποταμῶν τε ῥέεθρα·
[Πάνω στα όρη, όπως λένε, μάγεψε εκείνος με τα τραγούδια του τα νερά των ποταμών και τα άγρια βράχια·]

φηγοὶ δ᾽ ἀγριάδες κείνης ἔτι σήματα μολπῆς ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνης ἔπι τηλεθόωσαι ἑξείης στιχόωσιν ἐπήτριμοι, ἃς ὅγ᾽ ἐπιπρό θελγομένας φόρμιγγι κατήγαγε Πιερίηθεν.
[βαλανιδιές πυκνόφυλλες άγριες, που σκεπάζουν την παράλια θράκη έως την Ζώνη, δηλώνουν ακόμη ότι αυτός με την φόρμιγγά του τις μάγεψε και τις οδήγησε στην Πιερία].

Ὀρφέα μὲν δὴ τοῖον ἑῶν ἐπαρωγὸν ἀέθλων Αἰσονίδης Χείρωνος ἐφημοσύνῃσι πιθήσας δέξατο, Πιερίῃ Βιστωνίδι κοιρανέοντα·
[Αυτόν λοιπόν τον περίφημο Ορφέα, τον άρχοντα της βιστωνικής Πιερίας, τον πήρε εν τέλει για βοηθό του ο γιός του Αίσονα, πράττοντας κατά τις σοφές συμβουλές του Χείρωνα·]

ἤλυθε δ᾽ Ἀστερίων αὐτοσχεδόν, ὅν ῥα Κομήτης γείνατο, δινήεντος ἐφ᾽ ὕδασιν Ἀπιδανοῖο Πειρεσιὰς ὄρεος Φυλληίου ἀγχόθι ναίων, ἔνθα μὲν Ἀπιδανός τε μέγας καὶ δῖος Ἐνιπεύς ἄμφω συμφορέονται, ἀπόπροθεν εἰς ἓν ἰόντες.
[Αμέσως ήλθε και ο Αστερίων, ο γιός του Κομήτη, που κατοικούσε στον στροβιλώδη Απιδανό, στο βουνό Φυλλήιο, στα μέρη της Πειρεσίας, εκεί όπου ο μεγάλος Απιδανός και ο θεϊκός Ενιπέας κυλώντας από μακριά φθάνουν και ενώνουν τα νερά τους και γίνονται ένα ποτάμι].

Λάρισαν δ᾽ ἐπὶ τοῖσι λιπὼν Πολύφημος ἵκανεν Εἰλατίδης, ὃς πρὶν μὲν ἐρισθενέων Λαπιθάων, ὁππότε Κενταύροις Λαπίθαι ἐπὶ θωρήσσοντο, ὁπλότερος προμάχιζε· τότ᾽ αὖ βαρύθεσκέ οἱ ἤδη γυῖα, μένεν δ᾽ ἔτι θυμὸς ἀρήιος ὡς τὸ πάρος περ·
[Επίσης άφησε την Λάρισα και ήρθε ο Πολύφημος, ο υιός του Ελάτου, πρόμαχος μεταξύ των πανίσχυρων Λαπίθων όταν εκείνοι σήκωναν τα όπλα να πολεμήσουν τους Κενταύρους. Και εάν ήταν πλέον τα μέλη του βαριά, ωστόσο η ψυχή του θυμό πολεμικό όπως παλαιά έμενε γεμάτη].

οὐδὲ μὲν Ἴφικλος Φυλάκῃ ἔνι δηρὸν ἔλειπτο, μήτρως Αἰσονίδαο, κασιγνήτην γὰρ ὄπυιεν Αἴσων Ἀλκιμέδην Φυλακηίδα· τῆς μιν ἀνώγει πηοσύνη καὶ κῆδος ἐνικρινθῆναι ὁμίλῳ·
[Αλλά και ο Ίφικλος, θείος του Ιάσονα από την πλευρά της μητέρας του, δεν έμεινε για πολύ στη Φυλακή. Και αυτό γιατι την αδελφή του την Αλκιμέδη, κόρη τους Φύλακου, την είχε παντρευτεί ο Αίσονας, και έτσι η συγγένεια και η έγνοια τον οδήγησαν να ενωθεί με τους άλλους ήρωες].

οὐδὲ Φεραῖς Ἄδμητος ἐυρρήνεσσιν ἀνάσσων μίμνεν ὑπὸ σκοπιὴν ὄρεος Χαλκωδονίοιο·
[Ούτε όμως και ο βασιλιάς Άδμηττος έμεινε στις Φερές, που τρέφουνε μεγάλα κοπάδια, στους πρόποδες του όρους Χαλκωδονίου].

οὐδ᾽ Ἀλόπῃ μίμνον πολυλήιοι Ἑρμείαο υἱέες εὖ δεδαῶτε δόλους, Ἔρυτος καὶ Ἐχίων· τοῖσι δ᾽ ἐπὶ τρίτατος γνωτὸς κίε νισσομένοισιν Αἰθαλίδης· καὶ τὸν μὲν ἐπ᾽ Ἀμφρυσσοῖο ῥοῇσιν Μυρμιδόνος κούρη Φθιὰς τέκεν Εὐπολέμεια, τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐκγεγάτην Μενετηίδος Ἀντιανείρης.
[Ακόμη και οι πολύπλουτοι υιοί του Ερμή, ο Έρυτος και ο Εχίων, οι πανούργοι αυτοί, δεν έμειναν στην Αλόπη· ήταν οι υιοί της Αντιάνειρας, της θυγατέρας του Μενέτη. Και πέρα από αυτούς, την ώρα που έφευγαν ήλθε τρίτος και ο συγγενής τους Αιθαλίδης, αυτός που τον γέννησε κοντά στου Αμφρύσσου τα νερά η Ευπολέμεια από τη Φθία, η κόρη του Μυρμιδόνα].

῎Ηλυθε δ᾽ ἀφνειὴν προλιπὼν Γυρτῶνα Κόρωνος Καινεΐδης, ἐσθλὸς μέν, ἑοῦ δ᾽ οὐ πατρὸς ἀμείνων. Καινέα γὰρ ζωόν †περ ἔτι κλείουσιν ἀοιδοί† Κενταύροισιν ὀλέσθαι, ὅτε σφέας οἶος ἀπ᾽ ἄλλων ἤλασ᾽ ἀριστεύων, οἱ δ᾽ ἔμπαλιν ὁρμηθέντες οὔτε μιν ἀγκλῖναι προτέρω σθένον οὔτε δαΐξαι, ἀλλ᾽ ἄρρηκτος ἄκαμπτος ἐδύσετο νειόθι γαίης, θεινόμενος στιβαρῇσι καταΐγδην ἐλάτῃσιν.
[Ήρθε επίσης, αφήνοντας την πλούσια Γυρτώνα, ο Κόρωνος, ο γιός του Καινέα, που ήτανε βέβαια γενναίος αλλά όχι όσο να φτάνει τον πατέρα του. Οι τραγουδιστές ακόμα το λένε ότι ο Καινέας ήταν εν ζωή, οι Κένταυροι δεν τον είχαν νικήσει, αλλά μόνος αυτός χωρίς βοήθεια τους είχε καταβάλλει, και τότε εκείνοι του επετέθησαν εκ νέου. Δεν μπόρεσαν όμως ούτε να τον σταματήσουν, ούτε να τον σκοτώσουν, αλλά αυτός ανίκητος, αλύγιστος χώθηκε στης γης το στήθος, πληγωμένος καθώς ήταν από τα δυνατά και καταιγιστικά έλατα των Κενταύρων].

῎Ηλυθε δ᾽ αὖ Μόψος Τιταρήσιος, ὃν περὶ πάντων Λητοΐδης ἐδίδαξε θεοπροπίας οἰωνῶν·
[Ήρθε επίσης ο Τιταρήσιος Μόψος, αυτός που είχε διδαχτεί καλύτερα από τον καθένα τις οιωνοσκοπίες από τον υιό της Λητούς·]

βῆ δὲ καὶ Εὐρυδάμας Κτιμένου πάις, ἄγχι δὲ λίμνης Ξυνιάδος Κτιμένην Δολοπηίδα ναιετάασκεν·
[Ήρθε και ο Ευρυδάμας, ο υιός του Κτιμένου, από τη δολοπική πόλη Κτιμένη, που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Ξυνιάδας·]

καὶ μὴν Ἄκτωρ υἷα Μενοίτιον ἐξ Ὀπόεντος ὦρσεν, ἀριστήεσσι σὺν ἀνδράσιν ὄφρα νέοιτο.
[ο Άκτωρ, ακόμα από την Οπούντα, έστειλε τον Μένοιτο, τον υιό του, να φύγει με τους άλλους γενναίους άνδρες].

Εἵπετο δ᾽ Εὐρυτίων τε καὶ ἀλκήεις Ἐριβώτης, υἷες ὁ μὲν Τελέοντος, ὁ δ᾽ Ἴρου Ἀκτορίδαο·
[Ακολούθησαν ο Ευρυτίων και ο ανδρείος Εριβώτης, υιοί ο μεν του Τελέοντος, και ο δε του Ίρου, υιού του Άκτορος·]

ἤτοι ὁ μὲν Τελέοντος ἐυκλειὴς Ἐριβώτης, Ἴρου δ᾽ Εὐρυτίων. σὺν καὶ τρίτος ᾖεν Ὀιλεύς, ἔξοχος ἠνορέην καὶ ἐπαΐξαι μετόπισθεν εὖ δεδαὼς δῄοισιν, ὅτε κλίνειε φάλαγγας.
[Ο φημισμένος Εριβώτης είχε πατέρα του τον Τελέοντα, και ο Ευρυτίων, τον Ίρο, μαζί τους και τρίτος ο Οϊλεύς, ο πιο αντρειωμένος, εκείνος που κατείχε καλύτερα να σπάει τις φάλαγγες των εχθρών και να τους κυνηγά ακολουθώντας τους.]

Αὐτὰρ ἀπ᾽ Εὐβοίης Κάνθος κίε, τόν ῥα Κάνηθος πέμπεν Ἀβαντιάδης λελιημένον·
[Εκεί ήλθε όπως επιθυμούσε πολύ, και ο απ' Ευβοίας Κάνθος, απεσταλμένος από τον Κάνηθο, τον υιό του Άβαντος.]

οὐ μὲν ἔμελλε νοστήσειν Κήρινθον ὑπότροπος, αἶσα γὰρ ἦεν αὐτὸν ὁμῶς Μόψον τε δαήμονα μαντοσυνάων πλαγχθέντας Λιβύης ἐπὶ πείρασι δῃωθῆναι. ὣς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μὴ πιστὸν ἐπαυρεῖν, ὁππότε καὶ κείνους Λιβύῃ ἔνι ταρχύσαντο, τόσσον ἑκὰς Κόλχων ὅσσον τέ περ ἠελίοιο μεσσηγὺς δύσιές τε καὶ ἀντολαὶ εἰσορόωνται.
[δεν του έμελλε να επιστρέψει στην Κήρινθο, αλλά μαζί με τον σοφό μάντη Μόψο έμελλε να χαθούν πλανώμενοι στα πέρατα της Λιβύης, κανένα κακό δεν είναι μακριά από τους ανθρώπους, για να τους βρει, οπότε και εκείνους στην Λιβύη έθαψαν, τόσο μακριά από την γη των Κόλχων, όσο μακριά οι ηλιακές δύσεις από τις ανατολές φαίνονται.]

Τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ Κλυτίος τε καὶ Ἴφιτος ἠγερέθοντο, Οἰχαλίης ἐπίουροι, ἀπηνέος Εὐρύτου υἷες, Εὐρύτου ᾧ πόρε τόξον Ἑκηβόλος, οὐδ᾽ ἀπόνητο δωτίνης· αὐτῷ γὰρ ἑκὼν ἐρίδηνε δοτῆρι.
[Μαζί του πήγαν ο Κλυτίος και ο Ίφιτος, οι ηγεμόνες της Οιχαλίας, υιοί του αμείλικτου Εύρυτου, εκείνου που τόξον ο Εκηβόλος (Απόλλων) του είχε δωρήσει, δώρο όχι ανώδυνο, αφού με τον ίδιο τον δωρητή συγκρούστηκε.]

Τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἰακίδαι μετεκίαθον, οὐ μὲν ἅμ᾽ ἄμφω οὐδ᾽ ὁμόθεν, νόσφιν γὰρ ἀλευάμενοι κατένασθεν Αἰγίνης, ὅτε Φῶκον ἀδελφεὸν ἐξενάριξαν ἀφραδίῃ· Τελαμὼν μὲν ἐν Ἀτθίδι νάσσατο νήσῳ, Πηλεὺς δ᾽ ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι ναῖε λιασθείς.
[Τους ηκολούθησαν οι υιοί του Αιακού, όχι και οι δύο μαζί ούτε και από το ίδιο μέρος φτάνοντας, γιατι είχαν φύγει από την Αίγινα, όταν τον αδελφό τους Φώκο αθέλητά τους σκότωσαν· ο Τελαμών σε ένα Αττικό νησί βρισκόταν , ενώ ο Πηλεύς πήγε στην εύφορη Φθία να κατοικήσει.]

Τοῖς δ᾽ ἐπὶ Κεκροπίηθεν ἀρήιος ἤλυθε Βούτης, παῖς ἀγαθοῦ Τελέοντος, ἐυμμελίης τε Φάληρος· Ἄλκων μιν προέηκε πατὴρ ἑός· οὐ μὲν ἔτ᾽ ἄλλους γήραος υἷας ἔχεν βιότοιό τε κηδεμονῆας, ἀλλά ἑ τηλύγετόν περ ὁμῶς καὶ μοῦνον ἐόντα πέμπεν, ἵνα θρασέεσσι μεταπρέποι ἡρώεσσι.
[Μαζί τους από την Κεκροπία ήρθε ο Βούτης, παιδί του αγαθού Τελέοντος, μαζί με τον Φάληρο, τον ικανό ακοντιστή· ο Άλκων ο πατήρ του τον τελευταίο έστειλε· παρόλο που άλλους υιούς στα γηρατειά του δεν είχε για να τον φροντίσουν στην ζωή του, τον έστειλε ωστόσο, και ας ήταν ο αγαπητός μοναχογιός του, για να διακριθεί μεταξύ των άλλων ανδρειωμένων ηρώων].

Θησέα δ᾽, ὃς περὶ πάντας Ἐρεχθεΐδας ἐκέκαστο, Ταιναρίην ἀίδηλος ὑπὸ χθόνα δεσμὸς ἔρυκε, Πειρίθῳ ἑσπόμενον κοινὴν ὁδόν· ἦ τέ κεν ἄμφω ῥηίτερον καμάτοιο τέλος πάντεσσιν ἔθεντο.
[Τον Θησέα, όμως, τον καλύτερον ανάμεσα σε όλους τους απογόνους του Ερεχθέως, ανάβλεπτα δεσμά τον κρατούσαν κάτω από την γη του Ταινάρου, τον Πειρίθου έχοντας ακολουθήσει σε κοινή οδό· εάν είχαν πάει αυτοί οι δύο, εύκολα θα είχε κριθεί η εκστρατεία].

Τῖφυς δ᾽ Ἁγνιάδης Σιφαιέα κάλλιπε δῆμον Θεσπιέων, ἐσθλὸς μὲν ὀρινόμενον προδαῆναι κῦμ᾽ ἁλὸς εὐρείης, ἐσθλὸς δ᾽ ἀνέμοιο θυέλλας, καὶ πλόον ἠελίῳ τε καὶ ἀστέρι τεκμήρασθαι.
[Ο Τίφυς, επίσης, ο υιός του Αγνία, έφυγε από τις θεσπιακές Σίφες, αυτός ο καλύτερος στο να προβλέπει το κύμα της πλατιάς θάλασσας, ο καλύτερος στις θύελλες του ανέμου, αυτός που κανόνιζε τον πλουν από τον ήλιο και από ένα μόνον άστρο].

αὐτή μιν Τριτωνὶς ἀριστήων ἐς ὅμιλον ὦρσεν Ἀθηναίη, μέγα δ᾽ ἤλυθεν ἐλδομένοισιν· αὐτὴ γὰρ καὶ νῆα θοὴν κάμε, σὺν δέ οἱ Ἄργος τεῦξεν Ἀρεστορίδης κείνης ὑποθημοσύνῃσι· τῶ καὶ πασάων προφερεστάτη ἔπλετο νηῶν ὅσσαι ὑπ᾽ εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσης.
[Τον έστειλε στην συγκέντρωση των άλλων ηρώων, που τον δέχονταν μαζί τους η Τριτωνίδα Αθηνά· αυτή άλλωστε το ταχύτατο πλοίο είχε φτιάξει, όταν ο υιός του Αρέστωρος, ο Άργος, με τις δικές της οδηγίες το έκτισε· έτσι ήταν καλύτερο από όλα τα πλοία, όσα με τα κουπιά τους δοκιμάζουν την θάλασσα].

Φλείας δ᾽ αὖτ᾽ ἐπὶ τοῖσιν Ἀραιθυρέηθεν ἵκανεν, ἔνθ᾽ ἀφνειὸς ἔναιε, Διωνύσοιο ἕκητι πατρὸς ἑοῦ, πηγῇσιν ἐφέστιος Ἀσωποῖο.
[Από την Αιραιθυρέα ήρθε και ο Φλείας, που ζούσε, κοντά στου Ασωπού τις πηγές, χάρη στον Διόνυσο, τον πατέρα του].

Ἀργόθεν αὖ Ταλαὸς καὶ Ἀρήιος, υἷε Βίαντος, ἤλυθον ἴφθιμός τε Λεώδοκος, οὓς τέκε Πηρώ Νηληίς, τῆς ἀμφὶ δύην ἐμόγησε βαρεῖαν Αἰολίδης σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο Μελάμπους.

[Από το Άργος πάλι ήλθαν του Βίαντος οι υιοί, ο Ταλαός και ο Αρήιος και ο ισχυρός Λεώδοκος, που τους γέννησε η κόρη του Νηλέως, η Πηρώ, από την οποία τόσα υπέστη ο υιός του Αιόλου, ο Μελάμπους, στα υποστατικά του Ίφικλου].

Οὐδὲ μὲν οὐδὲ βίην κρατερόφρονος Ἡρακλῆος πευθόμεθ᾽ Αἰσονίδαο λιλαιομένου ἀθερίξαι· ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἄιε βάξιν ἀγειρομένων ἡρώων νεῖον ἀπ᾽ Ἀρκαδίης Λυρκήιον Ἄργος ἀμείψας, τὴν ὁδὸν ᾗ ζωὸν φέρε κάπριον ὅς ῥ᾽ ἐνὶ βήσσῃς φέρβετο Λαμπείης Ἐρυμάνθιον ἂμ μέγα τῖφος, τὸν μὲν ἐνὶ πρώτοισι Μυκηνάων †ἀγορῇσι δεσμοῖς ἰλλόμενον μεγάλων ἀπεσείσατο νώτων, αὐτὸς δ᾽ ᾗ ἰότητι παρὲκ νόον Εὐρυσθῆος ὡρμήθη· σὺν καί οἱ Ὕλας κίεν, ἐσθλὸς ὀπάων πρωθήβης, ἰῶν τε φορεὺς φύλακός τε βιοῖο.
[Γνωστό μας είναι ακόμη, ότι και οι ελπίδες που είχε ο Ιάσων στηριζόμενος στου καρτεροψύχου Ηρακλέους την δύναμη, δεν διαψεύστηκαν· αντιθέτως, μαθαίνοντας ότι μαζεύονται οι ήρωες, όταν από την Αρκαδία γύριζε στο Λύρκειο Άργος φέρνοντας ζώντα τον κάπρο, που έβοσκε στης Λάμπειας τα φαράγγια, στους μεγάλους βάλτους του Ερύμανθου, μπροστά στην αγορά των Μυκηνών τίναξε τους ισχυρούς του ώμους και πέταξε το δεμένο ζώο, και έφυγε μόνος του χωρίς να αναμένει διαταγή του Ευρυσθέα· συν και ο Ύλας ακολούθησε, λαμπρός ακόλουθος, στην πρώτη νιότη του, που του κρατούσε τα βέλη και του φυλούσε το τόξο].

Τῷ δ᾽ ἐπὶ δὴ θείοιο κίεν Δαναοῖο γενέθλη, Ναύπλιος· ἦ γὰρ ἔην Κλυτονήου Ναυβολίδαο, Ναύβολος αὖ Λέρνου, Λέρνον γε μὲν ἴδμεν ἐόντα Προίτου Ναυπλιάδαο, Ποσειδάωνι δὲ κούρη πρίν ποτ᾽ Ἀμυμώνη Δαναῒς τέκεν εὐνηθεῖσα Ναύπλιον, ὃς περὶ πάντας ἐκαίνυτο ναυτιλίῃσιν.
[Πήγε ακόμη και ο απόγονος του θείου Δαναού, ο Ναύπλιος· ήταν υιός του Κλυτόνηου, του υιού του Νάβολου, και επίσης ο Νάβολος, υιός του Λέρνου. Γνωρίζουμε για τον Λέρνο ότι ήταν υιός του Προίτου, υιού του Ναυπλίου, τον οποίον η Δαναϊδα Αμυμώνη τον γέννησε με τον Ποσειδάωνα, και ήταν ο πρώτος στα ναυτικά].

Ἴδμων δ᾽ ὑστάτιος μετεκίαθεν ὅσσοι ἔναιον Ἄργος, ἐπεὶ δεδαὼς τὸν ἑὸν μόρον οἰωνοῖσιν ἤιε, μή οἱ δῆμος ἐυκλείης ἀγάσαιτο· οὐ μὲν ὅγ᾽ ἦεν Ἄβαντος ἐτήτυμον, ἀλλά μιν αὐτός γείνατο κυδαλίμοις ἐναρίθμιον Αἰολίδῃσιν Λητοΐδης, αὐτὸς δὲ θεοπροπίας ἐδίδαξεν οἰωνούς τ᾽ ἀλέγειν ἠδ᾽ ἔμπυρα σήματ᾽ ἰδέσθαι.
[Ο Ίδμων ήρθε ύστατος από όσους έμειναν στο Άργος, μόλο που γνώριζε από τους οιωνούς ποια μοίρα τον περιμένει, πήγε για να μην αμφιβάλλει για την δόξα του ο λαός του· δεν ήταν στα αλήθεια υιός του Άβαντος, αλλά του υιού της Λητούς, που τον γέννησε για να είναι μέσα στους δοξασμένους Αιολίδες ξεχωριστός και τον είχε διδάξει την μαντική, να εξηγεί τους οιωνούς και τα σημάδια από τα ζώα που καίγονταν].


Καὶ μὴν Αἰτωλὶς κρατερὸν Πολυδεύκεα Λήδη Κάστορά τ᾽ ὠκυπόδων ὦρσεν δεδαημένον ἵππων Σπάρτηθεν, τοὺς ἥγε δόμοις ἔνι Τυνδαρέοιο τηλυγέτους ὠδῖνι μιῇ τέκεν· οὐδ᾽ ἀπίθησεν λισσομένοις, Ζηνὸς γὰρ ἐπάξια μήδετο λέκτρων.
[Αλλά και η Αιτωλή, τον δυνατό Πολυδεύκη -η Λήδα- και τον Κάστορα που γνώριζε να οδηγεί τα ταχύποδα άλογα από την Σπάρτη, έστειλε, τους γέννησε στην ίδια γέννα και τους δύο στον οίκο του Τυνδάρεω, και στις ικεσίες τους δεν αντιστάθηκε· αλλά πίστευε ότι έπρεπε άξια τέκνα του Διός να φανούν].

Οἱ δ᾽ Ἀφαρητιάδαι Λυγκεὺς καὶ ὑπέρβιος Ἴδας Ἀρήνηθεν ἔβαν, μεγάλῃ περιθαρσέες ἀλκῇ ἀμφότεροι· Λυγκεὺς δὲ καὶ ὀξυτάτοις ἐκέκαστο ὄμμασιν, εἰ ἐτεόν γε πέλει κλέος ἀνέρα κεῖνον ῥηιδίως καὶ νέρθεν ὑπὸ χθονὸς αὐγάζεσθαι.
[Οι δε υιοί του Αφαρέως, Λυγκεύς και ισχυρός Ίδας από την Αρήνη ήρθαν, με θάρρος για την δύναμή τους αμφότεροι· ο Λυγκεύς είχε όραση πολύ ισχυρή, εάν είναι αληθής η παράδοση ότι αυτός ο άνδρας με ευκολία έβλεπε μέσα στης Γης τα βάθη].

Σὺν δὲ Περικλύμενος Νηλήιος ὦρτο νέεσθαι, πρεσβύτατος παίδων ὅσσοι Πύλῳ ἐξεγένοντο Νηλῆος θείοιο· Ποσειδάων δέ οἱ ἀλκήν δῶκεν ἀπειρεσίην, ἠδ᾽ ὅττι κεν ἀρήσαιτο μαρνάμενος, τὸ πέλεσθαι ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο.
[Μαζί πήγε και του Νηλέως ο Περικλύμενος, το πιο μεγάλο από τα τέκνα που απέκτησε στην Πύλο ο θεϊκός Νηλεύς· μεγάλη ισχύ ο Ποσειδάων του είχε δώσει, ώστε τον πόλεμο μπορούσε να παίρνει όποια μορφή ήθελε].

Καὶ μὴν Ἀμφιδάμας Κηφεύς τ᾽ ἴσαν Ἀρκαδίηθεν, οἳ Τεγέην καὶ κλῆρον Ἀφειδάντειον ἔναιον, υἷε δύω Ἀλεοῦ· τρίτατός γε μὲν ἕσπετ᾽ ἰοῦσιν Ἀγκαῖος· τὸν μέν ῥα πατὴρ Λυκόοργος ἔπεμπε, τῶν ἄμφω γνωτὸς προγενέστερος, ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη γηράσκοντ᾽ Ἀλεὸν λίπετ᾽ ἂμ πόλιν ὄφρα κομίζοι, παῖδα δ᾽ ἑὸν σφετέροισι κασιγνήτοισιν ὄπασσε· βῆ δ᾽ ὅγε Μαιναλίης ἄρκτου δέρος ἀμφίτομόν τε δεξιτερῇ πάλλων πέλεκυν μέγαν· ἔντεα γάρ οἱ πατροπάτωρ Ἀλεὸς μυχάτῃ ἐνέκρυψε καλιῇ, αἴ κέν πως ἔτι καὶ τὸν ἐρητύσειε νέεσθαι.
[Ο Αμφιδάμας και ο Κηφεύς επίσης ήλθαν από την Αρκαδία, που έμεναν στην Τεγέα, στον κλήρο του Αφείδαντος, υιοί και οι δύο του Αλεού· τρίτος τους ακολούθησε ο Αγκαίος, σταλμένος από τον πατέρα του Λυκούργο, των δύο ανδρών αδελφός μεγαλύτερος. Εκείνος ήταν γέρος τώρα και έμεινε στην πόλη να φροντίζει τον Αλεό, αλλά έδωσε τον υιό του στα αδέλφια του. Και αυτός πήγε φορώντας το τομάρι της μαιναλικής αρκούδας, πάλλοντας στο δεξί χέρι του μεγάλον πέλεκυν, γιατι ο παππούς του ο Αλεός του είχε κάπου βαθιά κρυμμένα τα όπλα μήπως και τον κρατήσει και δεν φύγει].

Βῆ δὲ καὶ Αὐγείης, ὃν δὴ φάτις Ἠελίοιο ἔμμεναι, Ἠλείοισι δ᾽ ὅγ᾽ ἀνδράσιν ἐμβασίλευεν ὄλβῳ κυδιόων· μέγα δ᾽ ἵετο Κολχίδα γαῖαν αὐτόν τ᾽ Αἰήτην ἰδέειν σημάντορα Κόλχων.
[Πήγε και ο Αυγείας, υιός, όπως έλεγαν, του Ηλίου, που ήταν των Ηλείων βασιλεύς, περίφημος για τα πλούτη του· ήθελε πολύ να δει τη γη της Κολχίδος και τον Αιήτη, τον αρχηγό των Κόλχων].

Ἀστέριος δὲ καὶ Ἀμφίων Ὑπερασίου υἷες Πελλήνης ἄφ᾽ ἵκανον Ἀχαιίδος, ἥν ποτε Πέλλης πατροπάτωρ ἐπόλισσεν ἐπ᾽ ὀφρύσιν Αἰγιαλοῖο.
[Ο Αστέριος και ο Αμφίων, του Υπερασίου οι υιοί, ήλθαν από την αχαϊκή Πελλήνη, που κάποτε στην οφρύ του Αιγιαλού πόλη την ίδρυσε ο Πέλλης, ο προπάτοράς τους].

Ταίναρον αὖτ᾽ ἐπὶ τοῖσι λιπὼν Εὔφημος ἵκανε, τόν ῥα Ποσειδάωνι ποδωκηέστατον ἄλλων Εὐρώπη Τιτυοῖο μεγασθενέος τέκε κούρη· κεῖνος ἀνὴρ καὶ πόντου ἐπὶ γλαυκοῖο θέεσκεν οἴδματος, οὐδὲ θοοὺς βάπτεν πόδας, ἀλλ᾽ ὅσον ἄκροις ἴχνεσι τεγγόμενος διερῇ πεφόρητο κελεύθῳ·
[Ακόμη, άφησε το Ταίναρο και πήγε ο Εύφημος, τον οποίο γέννησε στον Ποσειδώνα, πιο ταχύποδο από όλους η Ευρώπη, η θυγατέρα του παντοδύναμου Τιτυού. Ο άνδρας αυτός επάνω στης γλυκής θάλασσας το κύμα έτρεχε, χωρίς καθόλου να βουτά στο νερό τα γρήγορα πόδια του, αλλά μόλις τα ακροδάκτυλά του έβρεχε καθώς διέγραφε τον υγρό του δρόμο]

καὶ δ᾽ ἄλλω δύο παῖδε Ποσειδάωνος ἵκοντο, ἤτοι ὁ μὲν πτολίεθρον ἀγαυοῦ Μιλήτοιο νοσφισθεὶς Ἐργῖνος, ὁ δ᾽ Ἰμβρασίης ἕδος ῞Ηρης Παρθενίην Ἀγκαῖος ὑπέρβιος· ἴστορε δ᾽ ἄμφω ἠμὲν ναυτιλίης ἠδ᾽ ἄρεος εὐχετόωντο.
[Ήλθαν και άλλοι δυο υιοί του Ποσειδάωνος, αφήνοντας ο ένας την σπουδαία Μίλητο, ο Εργίνος, και ο άλλος ο δυνατός Αγκαίος, από την Ιμβρασία, τόπο της Παρθενίας Ήρας. Αμφότεροι κατείχαν τα ναυτικά και καμάρωναν για την πολεμική τους τέχνη].

Οἰνεΐδης δ᾽ ἐπὶ τοῖσιν ἀφορμηθεὶς Καλυδῶνος ἀλκήεις Μελέαγρος ἀνήλυθε, Λαοκόων τε— Λαοκόων Οἰνῆος ἀδελφεός, οὐ μὲν ἰῆς γε μητέρος, ἀλλά ἑ θῆσσα γυνὴ τέκε. τὸν μὲν ἄρ᾽ Οἰνεύς ἤδη γηραλέον κοσμήτορα παιδὸς ἴαλλεν, ὧδ᾽ ἔτι κουρίζων περιθαρσέα δῦνεν ὅμιλον ἡρώων· τοῦ δ᾽ οὔ τιν᾽ ὑπέρτερον ἄλλον ὀίω νόσφιν γ᾽ Ἡρακλῆος ἐπελθέμεν, εἴ κ᾽ ἔτι μοῦνον αὖθι μένων λυκάβαντα μετετράφη Αἰτωλοῖσιν·
[Ήλθε και ο ισχυρός Μελέαγρος από την Καλυδώνα, ο υιός του Οινέα, και ο Λαοκόων - ο Λαοκόων ήταν του Οινέως αδελφός, όχι όμως από την ίδια μητέρα αλλά από γυναίκα δούλη γεννημένος. Εκείνον, γέροντα πια, έστειλε ο Οινέας να προσέχει τον υιό του, και έτσι ο Μελέαγρος, μικρός ακόμη, μπήκε στον ανδρειωμένο όμιλο των ηρώων· Από αυτόν άλλος ανώτερος, εκτός του Ηρακλέους, δεν θα έβγαινε, νομίζω, φτάνει μόνον να έμενε ακόμα έναν χρόνο να ανατραφεί ανάμεσα στους Αιτωλούς].

καὶ μήν οἱ μήτρως αὐτὴν ὁδόν, εὖ μὲν ἄκοντι εὖ δὲ καὶ ἐν σταδίῃ δεδαημένος ἀντιφέρεσθαι, Θεστιάδης Ἴφικλος ἐφωμάρτησε κιόντι, σὺν δὲ Παλαιμόνιος Λέρνου πάις Ὠλενίοιο— Λέρνου ἐπίκλησιν, γενεήν γε μὲν Ἡφαίστοιο· τούνεκ᾽ ἔην πόδε σιφλός, ἀτὰρ χέρας οὔ κέ τις ἔτλη ἠνορέην τ᾽ ὀνόσασθαι, ὃ καὶ μεταρίθμιος ᾖεν πᾶσιν ἀριστήεσσιν Ἰήσονι κῦδος ἀέξων.
[Στην ίδια οδό ακόλουθός του όμως πήγε και ο Ίφικλος, ο αδελφός της μητέρας του και υιός του Θεστίου, άνδρας άξιος στο δόρυ και στον δρόμο. Μαζί και ο Παλαιμόνιος, του Λέρνου από την Ωλένη υιός - από το όνομα του Λέρνου υιός, από την γενιά όμως του Ηφαίστου, για τούτο και στα πόδια του χωλός, αλλά στα χέρια και στην δύναμη άξιος και έτσι ξεχωριστός μεταξύ των ηρώων, εκείνος που του Ιάσονος την δόξα αύξησε].

Ἐκ δ᾽ ἄρα Φωκήων κίεν Ἴφιτος, Ὀρνυτίδαο Ναυβόλου ἐκγεγαώς· ξεῖνος δέ οἱ ἔσκε πάροιθεν, ἦμος ἔβη Πυθώδε θεοπροπίας ἐρεείνων ναυτιλίης, τόθι γάρ μιν ἑοῖς ὑπέδεκτο δόμοισι.
[Από την Φωκίδα ήρθε ο Ίφιτος, ο υιός του Ναβόλου, υιού του Ορνύτου. Όταν ο Ιάσων είχε πάει να πάρει μαντεία στην Πυθώ για την ναυτική του περιπέτεια, εκείνος τον είχε φιλοξενήσει και στον οίκο του υποδεχτεί].

Ζήτης αὖ Κάλαΐς τε Βορήιοι υἷες ἱκέσθην, οὕς ποτ᾽ Ἐρεχθηὶς Βορέῃ τέκεν Ὠρείθυια ἐσχατιῇ Θρῄκης δυσχειμέρου· ἔνθ᾽ ἄρα τήνγε Θρηίκιος Βορέης ἀνερείψατο Κεκροπίηθεν, Ἰλισσοῦ προπάροιθε χορῷ ἔνι δινεύουσαν, καί μιν ἄγων ἕκαθεν, Σαρπηδονίην ὅθι πέτρην κλείουσιν ποταμοῖο παρὰ ῥόον Ἐργίνοιο, λυγαίοις ἐδάμασσε περὶ νεφέεσσι καλύψας.
[Ο Ζήτης επίσης και ο Κάλαϊς, οι υιοί του Βορέως, έφθασαν, αυτοί που τους γέννησε κάποτε στον Βορέα, του Ερεχθέως η κόρη, η Ωρείθυια, στην εσχατιά της βαρυχείμωνης Θράκης· εκεί την πήγε ο Θρακικός Βορεύς, παίρνοντάς την από την Κεκροπία μία ημέρα όταν χόρευε πλάι στον ποταμό Ιλισσό, και εκεί την έφερε στην Σαρπηδονία Πέτρα, όπως την λένε, κοντά στην ροή του Εργίνου, και ενώθηκε μαζί της αφού την κάλυψε με σκούρο σύννεφο].

τὼ μὲν ἐπ᾽ ἀστραγάλοισι ποδῶν ἑκάτερθεν ἐρεμνάς σεῖον ἀειρομένω πτέρυγας, μέγα θάμβος ἰδέσθαι, χρυσείαις φολίδεσσι διαυγέας· ἀμφὶ δὲ νώτοις κράατος ἐξ ὑπάτοιο καὶ αὐχένος ἔνθα καὶ ἔνθα κυάνεαι δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραι.
[Και από τις δύο μεριές και από τους αστραγάλους στα πόδια τους τριγύρω είχαν μαύρες φτερούγες που σείονταν και στον αέρα κατά πάνω -μέγα θάμπος το θέαμα- άστραφταν οι χρυσές φολίδες, ενώ στην πλάτη τους και απο τις δύο πλευρές και στον λαιμό τους κυανά μαλλιά ανέμιζαν στην πνοή του αέρα].

Οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ αὐτοῖο πάις μενέαινεν Ἄκαστος ἰφθίμου Πελίαο δόμοις ἔνι πατρὸς ἑῆος μιμνάζειν, Ἄργος τε θεᾶς ὑποεργὸς Ἀθήνης, ἀλλ᾽ ἄρα καὶ τὼ μέλλον ἐνικρινθῆναι ὁμίλῳ.
[Ούτε όμως ο Άκαστος, του ευγενούς Πελίου ο υιός, στα πατρικά παλάτια ήθελε να μείνει, και επίσης ο Άργος, αυτός που δούλεψε στις οδηγίες της Αθηνάς, αλλά και οι δύο ήθελαν να μπουν στον όμιλο των γενναίων].

Τόσσοι ἄρ᾽ Αἰσονίδῃ συμμήστορες ἠγερέθοντο.
[Αυτοί λοιπόν, συγκεντρώθηκαν για να συντροφεύσουν τον υιό του Αίσονος].

τοὺς μὲν ἀριστῆας Μινύας περιναιετάοντες κίκλησκον μάλα πάντας, ἐπεὶ Μινύαο θυγατρῶν οἱ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἀφ᾽ αἵματος εὐχετόωντο ἔμμεναι, ὧς δὲ καὶ αὐτὸν Ἰήσονα γείνατο μήτηρ Ἀλκιμέδη Κλυμένης Μινυηίδος ἐκγεγαυῖα.
[Τους μεν αρίστους, ''Μινύες'' στα γύρω μέρη τους καλούσαν, γιατι οι πιο πολλοί και πιο γενναίοι εκαυχούντο ότι ήταν αίμα των θυγατέρων του Μινύα, αφού και ο ίδιος ο Ιάσων μητέρα είχε την Αλκιμέδη, του Μινύος την εγγονή, παιδί της κόρης του Κλυμένης].

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

~ Ακραίο Επικοινωνιακό Φαινόμενο ~
Παλιγγίνης Ελευθέριος - HecarΧος HellΕυθερεύς
✩☿ Z ≡)))≡IΦI≡(((≡ ϟ ☿✩
✩∞ΙΑΟ∞✩
✩∞ΚΡΣ∞✩
✩☿ Z ≡)))≡IΦI≡(((≡ ϟ ☿✩
http://www.facebook.com/lpaliginis
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”