Ορφικοί Ύμνοι

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Acid{RFE}
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Πορωμένος Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 558
Εγγραφή: Δευ 08 Σεπ 2008, 16:56
Irc ψευδώνυμο: Acid{RFE}
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Land Of Freedom
Έδωσε Likes: 3 φορές
Έλαβε Likes: 1 φορά

Ορφικοί Ύμνοι

Δημοσίευση από Acid{RFE} » Κυρ 26 Ιούλ 2009, 21:13

Εικόνα

Ορφικοί Ύμνοι



Εις Μουσσαίον

Εὐτυχῶς χρῶ, ἑταῖρε
Μάνθανε δή, Μουσαῖε,
θυηπολίην περισέμνην, εὐχήν,
ἣ δή τοι προφερεστέρη ἐστὶν ἁπασέων.
Ζεῦ βασιλεῦ καὶ Γαῖα καὶ οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ
Ἠελίου, Μήνης θ' ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα·
καὶ σύ, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαῖτα,
Φερσεφόνη θ' ἁγνὴ Δημήτηρ τ' ἀγλαόκαρπε
Ἄρτεμί τ' ἰοχέαιρα, κόρη, καὶ ἤιε Φοῖβε,
ὃς Δελφῶν ναίεις ἱερὸν πέδον· ὅς τε μεγίστας
τιμὰς ἐν μακάρεσσιν ἔχεις, Διόνυσε χορευτά·
Ἆρές τ' ὀμβριμόθυμε καὶ Ἡφαίστου μένος ἁγνὸν
ἀφρογενής τε θεά, μεγαλώνυμα δῶρα λαχοῦσα·
καὶ σύ, καταχθονίων βασιλεῦ, μέγ' ὑπείροχε δαῖμον,
Ἥβη τ' Εἰλείθυια καὶ Ἡρακλέος μένος ἠύ·
καὶ τὸ Δικαιοσύνης τε καὶ Εὐσεβίης μέγ' ὄνειαρ
κικλῄσκω Νύμφας τε κλυτὰς καὶ Πᾶνα μέγιστον
Ἥρην τ', αἰγιόχοιο Διὸς θαλερὴν παράκοιτιν·
Μνημοσύνην τ' ἐρατὴν Μούσας τ' ἐπικέκλομαι ἁγνὰς
ἐννέα καὶ Χάριτάς τε καὶ Ὥρας ἠδ' Ἐνιαυτὸν
Λητώ τ' εὐπλόκαμον θείην σεμνήν τε Διώνην
Κουρῆτάς τ' ἐνόπλους Κορύβαντάς τ' ἠδὲ Καβείρους
καὶ μεγάλους Σωτῆρας ὁμοῦ, Διὸς ἄφθιτα τέκνα,
Ἰδαίους τε θεοὺς ἠδ' ἄγγελον Οὐρανιώνων,
Ἑρμείαν κήρυκα, Θέμιν θ', ἱεροσκόπον ἀνδρῶν,
Νύκτα τε πρεσβίστην καλέω καὶ φωσφόρον Ἦμαρ,
Πίστιν τ' ἠδὲ Δίκην καὶ ἀμύμονα Θεσμοδότειραν,
Ῥείαν τ' ἠδὲ Κρόνον καὶ Τηθὺν κυανόπεπλον
Ὠκεανόν τε μέγαν, σύν τ' Ὠκεανοῖο θύγατρας
Ἄτλαντός τε καὶ Αἰῶνος μέγ' ὑπείροχον ἰσχὺν
καὶ Χρόνον ἀέναον καὶ τὸ Στυγὸς ἀγλαὸν ὕδωρ
μειλιχίους τε θεούς, ἀγαθήν τ' ἐπὶ τοῖσι Πρόνοιαν
Δαίμονά τ' ἠγάθεον καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν,
Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους καὶ ἐνύδρους
καὶ χθονίους καὶ ὑποχθονίους ἠδ' ἐμπυριφοίτους,
καὶ Σεμέλην Βάκχου τε συνευαστῆρας ἅπαντας,
Ἰνὼ Λευκοθέην τε Παλαίμονά τ' ὀλβιοδώτην,
Νίκην θ' ἡδυέπειαν ἰδ' Ἀδρήστειαν ἄνασσαν
καὶ βασιλῆα μέγαν Ἀσκληπιὸν ἠπιοδώτην,
Παλλάδα τ' ἐγρεμάχην κούρην, Ἀνέμους τε πρόπαντας
καὶ Βροντὰς Κόσμου τε μέρη τετρακίονος αὐδῶ·
Μητέρα τ' ἀθανάτων, Ἄττιν καὶ Μῆνα κικλῄσκω
Οὐρανίην τε θεάν, σύν τ' ἄμβροτον ἁγνὸν Ἄδωνιν
Ἀρχήν τ' ἠδὲ Πέρας, τὸ γὰρ ἔπλετο πᾶσι μέγιστον,
ἐλθεῖν εὐμενέας κεχαρημένον ἦτορ ἔχοντας,
τήνδε θυηπολίην ἱερὴν σπονδήν τ' ἐπὶ σεμνήν.

Μάθε λοιπόν, Μουσαίε, την μύησι τήν πολυσέβαστη,
την προσευχή, που είναι βέβαια γιά σένα ή προσφορώτερη
άπ'όλες: Ώ Δία βασιλιά καί Γή καί ουράνιες φλόγες
καθαρές του Ηλίου, καί τής Σελήνης το ιερό φώς
καί όλα τα Άστρα, καί σύ Ποσειδώνα μέ τήν κυανή
χαίτη που περιβάλλεις τή γή, Περσεφόνη αγνή καί
Δήμητρα με τους ωραίους καρπούς, καί Άρτεμι, που
εκτοξεύεις τα βέλη, ώ κόρη καί υιέ Φοίβε, που κατοικείς
στην ιερή γή των Δελφών, και σύ χορευτή Διόνυσε, που
έχεις τις μεγαλύτερες τιμές ανάμεσα στούς θεούς. Άρη
ισχυρόκαρδε καί αγνέ ισχυρέ Ήφαιστε καί σύ θεά
γεννημένη από τον αφρό { Αφροδίτη }, που σούλαχαν
πολλά δώρα με μεγάλα ονόματα και σύ βασιλιά των
καταχθόνιων, θεέ που έχεις μεγάλη υπεροχή, και σείς
Ήβη καί Ειλείθυια και του Ηρακλή η γενναία δύναμη
και της δικαιοσύνης και της Ευσεβείας το μέγα όφελος
προσκαλώ, και τις ξακουστές Νύμφες και τον Πάνα τον
μέγιστο και την Ήρα, την θαλερή σύζυγο του Διός, που
φέρει την ασπίδα, και την Μνημοσύνη την αξιέραστη και
τις αγνές εννέα Μούσες επικαλούμαι και τις Χάριτες και
τις Ώρες και τον Ενιαυτόν και την θεϊκή Λητώ με τα όμορφα
μαλλιά και την σεβαστή Διώνη και τους οπλισμένους
Κουρήτες, τους Κορύβαντες και τους Κάβειρους και μαζί
μ'αυτούς τους μεγάλους Σωτήρες και τους ίδαίους θεούς,
τα αθάνατα τέκνα του Διός, και τον αγγελιοφόρο των
επουράνιων,τον Ερμή, τον κήρυκα, και την Θέμι, που εξετάζει
τις θυσίες των ανθρώπων και την Νύκτα την πρεσβυτέρα εξ
όλων προσκαλώ και την Ημέρα που φέρει το φώς, και την Πίστη
και την Δίκην και την άμωμον Θεσμοδότειρα και την Ρέα και
τον Κρόνο και την μαυρόπεπλο Τηθύν, και τον μεγάλο Ωκεανό και
συνάμα τις θυγατέρες του Ωκεανού του Άτλαντος και του Αιώνος
την ανυπέρβλητη δύναμη και τον Χρόνο, που τρέχει διαρκώς, και της
Στυγός το λαμπρό νερό και τους μειλιχίους θεούς και προς τούτοις
την αγαθή Πρόνοια και τον Δαίμονα τον αγιώτατο και τον Δαίμονα
τον καταστροφέα των ανθρώπων, τους Δαίμονες τους ουράνιους και
τους θαλάσσιους και τους υδάτινους και τους γήινους και τους κάτω
απο την γή και τους περιφερόμενους στον αέρα, και την Σεμέλη και όλους
όσοι εορτάζουν μαζί με τον Βάκχο την Ινώ, την Λευκοθέα και τον
Παλαίμονα, που δίδει την ευτυχία. Και την Νίκη την γλυκομίλητη και
την βασίλισσα Αδράστεια, και τον Ασκληπειό τον μεγάλο βασιλιά, που
καταπραϋνει με τα δώρα του. Και την κόρη { την παρθένο } Παλλάδα,
που διέγειρει την μάχη, και τους
Ανέμους όλους και τις Βροντές και τα μέρη του Κόσμου, που έχει
τέσσερεις κίονες,προσφωνώ και την Μητέρα των αθανάτων, τον Άττιν
και τον Μηνά προσκαλώ, και την θεά Ουρανία, μαζί δε και τους
αθανάτους, τον αγνό Άδωνι και την Αρχή και το Πέρας, διότι αυτό
είναι το μέγιστο απ' όλα { όλους αυτούς τους θεούς που επικαλούμαι }
να προσέλθουν με ευμένεια, έχοντες χαρούμενη καρδιά, σε αυτή την
ιερή θυσία και σε αυτήν την σεμνή σπονδή.


Ἑκάτης

Εἰνοδίην Ἑκάτην κλῄζω, τριοδῖτιν, ἐραννήν,
οὐρανίην χθονίην τε καὶ εἰναλίην, κροκόπεπλον,
τυμβιδίην, ψυχαῖς νεκύων μέτα βακχεύουσαν,
Περσείαν, φιλέρημον, ἀγαλλομένην ἐλάφοισιν,
νυκτερίην, σκυλακῖτιν, ἀμαιμάκετον βασίλειαν,
θηρόβρομον, ἄζωστον, ἀπρόσμαχον εἶδος ἔχουσαν,
ταυροπόλον, παντὸς κόσμου κληιδοῦχον ἄνασσαν,
ἡγεμόνην, νύμφην, κουροτρόφον, οὐρεσιφοῖτιν,
λισσομένοις κούρην τελεταῖς ὁσίῃσι παρεῖναι
βουκόλῳ εὐμενέουσαν ἀεὶ κεχαρηότι θυμῷ.

Την Εκάτη εξυμνώ, που την λατρεύουν στας οδούς
και στας τριόδους, την επέραστη, την ουράνια και
την επίγειο και την θαλασσινή, που έχει κίτρινο
πέπλο, αυτή που φροντίζει για τους νεκρούς και
που είναι ενθουσιασμένη ανάμεσα στις ψυχές των
νεκρών, την Πέρσειαν, αυτή που αγαπά την ερημιά
και ευφραίνεται με τα ελάφια, την νυκτερινή,
την προστάτη των σκύλων, την ακαταμάχητη
βασίλισσα, αυτήν που θηρεύει ταύρους, την
βασίλισσα που έχει τα κλειδιά όλου του κόσμου,
την οδηγό, την νύμφη, αυτή που ανατρέφει παιδιά
και που περιφέρεται στα βουνά αυτή την κόρη ας
παρακαλέσουμε να παρευρεθεί είς τις ιερές τελετές.


Προθυραίας, θυμίαμα στύρακα

Κλῦθί μοι, ὦ πολύσεμνε θεά, πολυώνυμε δαῖμον,
ὠδίνων ἐπαρωγέ, λεχῶν ἡδεῖα πρόσοψι,
θηλειῶν σώτειρα μόνη, φιλόπαις, ἀγανόφρον,
ὠκυλόχει', ἐπαρωγ' ἀνίαις θνητῶν, Προθυραία,
κλειδοῦχ', εὐάντητε, φιλοτρόφε, πᾶσι προσηνής,
ἣ κατέχεις οἴκους πάντων θαλίαις τε γέγηθας,
λυσίζων', ἀφανής, ἔργοισι δὲ φαίνῃ ἅπασιν,
συμπάσχεις ὠδῖσι καὶ εὐτοκίῃσι γέγηθας,
Εἰλείθυια, λύουσα πόνους δειναῖς ἐν ἀνάγκαις
μούνην γὰρ σὲ καλοῦσι λεχοὶ ψυχῆς ἀνάπαυμα,
ἐν γὰρ σοὶ τοκετῶν λυσιπήμονές εἰσιν ἀνῖαι,
Ἄρτεμις Εἰλείθυια, καὶ εὐσέμνη, Προθυραία.
κλῦθι, μάκαιρα, δίδου δὲ γονὰς ἐπαρωγὸς ἐοῦσα
καὶ σῴζ', ὥσπερ ἔφυς αἰεὶ σώτειρα προπάντων.

Άκουσε με, ώ πολυσέβαστη θεά, που έχεις πολλά ονόματα,
και που είσαι βοηθός στα κοιλοπονήματα και με γλυκύτητα
προσβλέπεις στις λεχώνες, σύ η σωτηρία των θυληκών, που
μόνο εσύ αγαπάς τα παιδιά, και είσαι φιλόφρων, σύ
επιταχύνεις τον τοκετό και προσέρχεσαι βοηθός των ανθρώπων
στίς λύπες τους, ώς Προθυραία { ώς προστάτης της θύρας του
σπιτιού }. Σύ είσαι φύλαξ και ευπρόσιτος { καταδεκτική }και
αγαπάς να τρέφεις ζώα, και σε όλους είσαι προσηνής { ήπια }.
Σύ προστατεύεις τις οικίες όλων και χαίρεσαι στα συμπόσια.
Λύνεις τις ζώνες { των γυναικών } και είσαι αφανής, αλλά
όμως φαίνεσαι { εκδηλώνεσαι } σε όλα τα έργα, και συμπάσχεις
για τα κοιλοπονήματα { των γυναικών } και χαίρεσαι, όταν ο
τοκετός είναι εύκολος και γρήγορος Είσαι η Ειλείθυια, που
λύεις τους πόνους, σε φοβερές ανάγκες. Διότι
μόνον εσένα προσκαλούν οι λεχώνες για ανακούφιση της ψυχής
τους. Διότι εσύ κάνεις να λησμονήσουν τις στενοχώριες απο τους
τοκετούς. Ώ Άρτεμι Ειλείθυια και σεβαστή Προθυραία, άκουσε
με μακάρια, και δίδε απογόνους και να είσαι βοηθός, και να
διασώζεις καθώς εκ φύσεως εγεννήθης και είσαι πάντοτε η
σωτηρία όλων.


Νυκτός, θυμίαμα δαλούς

Νύκτα θεῶν γενέτειραν ἀείσομαι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν.
Νὺξ γένεσις πάντων, ἣν καὶ Κύπριν καλέσωμεν
κλῦθι, μάκαιρα θεά, κυαναυγής, ἀστεροφεγγής,
ἡσυχίῃ χαίρουσα καὶ ἠρεμίῃ πολυύπνῳ,
εὐφροσύνη, τερπνή, φιλοπάννυχε, μῆτερ ὀνείρων,
ληθομέριμν' ἀγαθήν τε πόνων ἀνάπαυσιν ἔχουσα,
ὑπνοδότειρα, φίλη πάντων, ἐλάσιππε, νυχαυγής,
ἡμιτελής, χθονίη ἠδ' οὐρανίη πάλιν αὐτή,
ἐγκυκλίη, παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις,
ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλιν φεύγεις
εἰς Ἀίδην δεινὴ γὰρ ἀνάγκη πάντα κρατύνει.
νῦν δε, μάκαιρ', ὦ Νὺξ, πολυόλβιε, πᾶσι ποθεινή,
εὐάντητε, κλύουσα ἱκετηρίδα φωνὴν
ἔλθοις εὐμενέουσα, φόβους δ' ἀπόπεμπε νυχαυγεῖς

Την νύχτα θα τραγουδήσω, την μητέρα των θεών
και των ανθρώπων. Η Νύξ εγέννησε τα πάντα, διά
τούτο ας της δώσουμε και το όνομα Κύπρις. Άκουσε
με μακαρία θεά, που έχεις σκοτεινή λάμψη και
φέγγεις με τα αστέρια, σύ χαίρεσαι στην ησυχία
και στην ηρεμία, που φέρει πολύ ύπνο. Είσαι η
χαρά, ευχάριστη, αγαπάς τα ολονύκτια γλέντια,
ώ μητέρα των ονείρων, σύ κάνεις να λησμονούν
{ οι ανθρώποι } τις φροντίδες { της καθημερινής ζωής }
και τους παρέχεις ωραία ανάπαυση απο τους κόπους,
διότι τους δίνεις τον ύπνο, και είσαι φίλη όλων, και
οδηγείς τους ίππους και λάμπεις κατά την νύχτα. Είσαι
ημιτελής, γήινη και η ίδια πάλι είσαι ουράνια,
περιστρέφεσαι κυκλικώς και παίζεις με τα θηράματα
που πλανώνται στον αέρα, εσύ στέλνεις το φώς είς τα
υποκάτω απο την γή και πάλι φέγγεις είς τον Άδη, διότι
τα πάντα κυβερνά η ακαταμάχητος ανάγκη
{ η υπερέχουσα, η ακατανίκητος δύναμη, που
δεν δύναται να την αποφύγει κανείς }. Αλλά τώρα ώ
μακαρία πολυευτιχισμένη Νύκτα, που είσαι είς όλους
περιπόθητη και καταδεκτική, εισάκουσε την ικευτική φωνή
των λόγων μου και έλα με ευμενή διάθεση και διώξε τους
νυχτερινούς φόβους.


Οὐρανοῦ, θυμίαμα λίβανον

Οὐρανὲ παγγενέτωρ, κόσμου μέρος αἰὲν ἀτειρές,
πρεσβυγένεθλ', ἀρχὴ πάντων πάντων τε τελευτή,
κόσμε πατήρ, σφαιρηδὸν ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν,
οἶκε θεῶν μακάρων, ῥόμβου δίνῃσιν ὁδεύων,
οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς,
ἐν στέρνοισιν ἔχων φύσεως ἄτλητον ἀνάγκην,
κυανόχρως, ἀδάμαστε, παναίολε, αἰολόμορφε,
πανδερκές, Κρονότεκνε, μάκαρ, πανυπέρτατε δαῖμον,
κλῦθ' ἐπάγων ζωὴν ὁσίαν μύστῃ νεοφάντῃ.

Ουρανέ που γέννησες τα πάντα και είσαι πάντοτε
μέρος του κόσμου ακατάβλητο, πρωτότοκε, η αρχή
των πάντων και το τέλος των πάντων, κυρίαρχε
του κόσμου, που ελίσσεται γύρω απο την γή ωσάν
σφαίρα και είσαι η κατοικία των μακαρίων θεών,
και περιοδεύεις με κυκλικές περιστροφές ωσάν
σβούρα, και ανεδείχθεις { ανέλαβες } ώς φύλαξ
όλων και είς τον ουρανό και είς την γή, είς τα στήθη
σου έχει την φοβέρή ανάγκη της φύσεως, σύ που
έχεις κυανούν χρώμα ακατάβλητος, πολυποίκιλος,
πολυειδής, σύ που βλέπεις τα πάντα και είσαι τέκνο
του Κρόνου, μακάριος, υπεράνω όλων, άκουσε με και
φέρε ιερή ζωή είς τον μύστην τον νέον.


Αἰθέρος, θυμίαμα κρόκον

Ὦ Διὸς ὑψιμέλαθρον ἔχων κράτος αἰὲν ἀτειρές,
ἄστρων ἠελίου τε σεληναίης τε μέρισμα,
πανδαμάτωρ, πυρίπνου, πᾶσι ζωοῖσιν ἔναυσμα,
ὑψιφανὴς Αἰθήρ, κόσμου στοιχεῖον ἄριστον,
ἀγλαὸν ὦ βλάστημα, σελασφόρον, ἀστεροφεγγές,
κικλήσκων λίτομαί σε κεκραμένον εὔδιον εἶναι.

Ώ εσύ που έχεις το υψηλόκράτος του Διός, που
είναι πάντοτε ακατανίκητο, και έχεις μέρος
των άστρων, του ηλίου και της σελήνης, που
δαμάζεις τα πάντα και φυσάς φωτιά και είσαι
ο σπινθήρας της ζωής είς όλα τα ζωντανά
πλάσματα, ώ Αιθήρ που φαίνεσαι απο υψηλά,
και είσαι το άριστον { το πρώτο } στοιχείο του
κόσμου, ώ λαμπρό βλαστάρι, που φέρεις το φώς
και φέγγεις με τα άστρα, εσέ προσκαλώ και σε
παρακαλώ να είσαι ήπιος και γαλήνιος είς ημάς.


Πρωτογόνου, θυμίαμα σμύρναν

Πρωτόγονον καλέω διφυῆ, μέγαν, αἰθερόπλαγκτον,
ᾠογενῆ, χρυσέῃσιν ἀγαλλόμενον πτερύγεσσιν,
ταυρωπόν, γένεσιν μακάρων θνητῶν τ' ἀνθρώπων,
σπέρμα πολύμνηστον, πολυόργιον, Ἠρικεπαῖον,
ἄρρητον, κρύφιον ῥοιζήτορα, παμφαὲς ἔρνος,
ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην
πάντῃ δινηθεὶς πτερύγων ῥιπαῖς κατὰ κόσμον
λαμπρὸν ἄγων φάος ἁγνόν, ἀφ' οὗ σε Φάνητα κικλήσκω
ἠδὲ Πρίηπον ἄνακτα καὶ Ἀνταύγην ἑλίκωπον.
ἀλλά, μάκαρ, πολύμητι, πολύσπορε, βαῖνε γεγηθὼς
ἐς τελετὴν ἁγνήν πολυποίκιλον ὀργιοφάνταις.

Τον Πρωτόγονο προσκαλώ, τον δίμορφο, τον μέγα που
πλανάται είς τον αιθέρα, που εγεννήθη από το αυγό
και χαίρεται με τα χρυσά πτερά, αυτόν που έχει
πρόσωπο ταύρου και που εγέννησε τους μακάριους
θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, που είναι σπέρμα
πολυενθύμητο και εορτάζεται με πολλές τελετές, τον
Ηρικεπαίον, τον απόρρητον, τον απόκρυφο, τον ορμητικό,
το λαμπρό βλαστάρι, σύ που αφήρεσες την σκοτεινή
ομίχλη των ματιών, αφού περιεστράφης με τις ορμητικές
κινήσεις των πτερυγών σου παντού είς τον κόσμο, και
έφερες λαμπρό φώς αγνό, και απ' αυτό σε ονομάζω Φάνητα
και βασιλέα Πρίαπον, και Ανταύγην με τα εύστροφα μάτια.
Αλλά σύ ο μακάριος, ο πολυμήχανος, ο γόνιμος βάδιζε
χαρούμενος στην ιερή πολυποίκιλη τελετή, που γίνεται απο
εκείνους, που φανερώνουν { που γνωρίζουν να τελούν } τα
όργια { τις μυστιριακές τελετουργίες }.


Ἄστρων, θυμίαμα ἀρώματα

Ἄστρων οὐρανίων ἱερὸν σέλας ἐκπροκαλοῦμαι
εὐιέροις φωνῇσι κικλήσκων δαίμονας ἁγνούς.
Ἀστέρες οὐράνιοι, Νυκτὸς φίλα τέκνα μελαίνης,
ἐγκυκλίοις δίνῃσι περιθρόνιοι κυκλέοντες.
ἀνταυγεῖς, πυρόεντες, ἀεὶ γενετῆρες ἁπάντων,
μοιρίδιοι, πάσης μοίρης σημάντορες ὄντες,
θνητῶν ἀνθρώπων θείην διέποντες ἀταρπόν,
ἑπταφαεῖς ζώνας ἐφορώμενοι, ἠερόπλαγκτοι,
οὐράνιοι χθόνιοί τε, πυρίδρομοι, αἰὲν ἀτειρεῖς,
αὐγάζοντες ἀεὶ νυκτὸς ζοφοειδέα πέπλον,
μαρμαρυγαῖς στίλβοντες, ἐύφρονες ἐννύχιοί τε
ἔλθετ' ἐπ' εὐιέρου τελετῆς πολυΐστορας ἄθλους
ἐσθλὸν ἐπ' εὐδόξοις ἔργοις δρόμον ἐκτελέοντες.

Των αστέρων των επουρανίων το ιερό φώς επικα-
λούμαι, και με φωνές αγιώτατες απευθύνω
πρόσκληση πρός αυτούς τους αγνούς θεούς. Ώ
Άστρα επουράνια, της μαύρης νυκτός αγαπητά
τέκνα, εσείς που περιφέρεσθε κυκλικώς με
κυκλοτερείς κινήσεις γύρω απο τον θρόνο, σπι-
νθηροβόλα, πύρινα, που είσθε αιωνίως οι γεννή-
τορες των πάντων, εσείς είσθε το πεπρωμένο,
που επισημαίνετε κάθε μοιραίον { είστε οι άγγελοι
κάθε μοίρα }, εσείς των θνητών ανθρώπων καθο-
ρίζετε την θεϊκή πορεία, εσείς που φαίνεσθε σε επτα-
φωτισμένες ζώνες και περιπλανάσθε στον αέρα, επ-
ουράνιοι και επίγειοι, που έχετε πύρινη διαδρομή, πά-
ντοτε ακατάβλητοι, και καταυγάζετε { φωτίζετε } πά-
ντοτε τον σκοτεινό πέπλο της νυκτός, και πάντοτε λά-
μπετε με ακτινοβολίες και είσθε γεμάτοι απο χαρά και
ώς νυκτερινοί, ελάτε στους πολυπαθείς άθλους της
ιερής τελετής φέροντες εις πέρας ώς αγαθοί την δια-
δρομή πρός ένδοξα έργα.


Εἰς Ἥλιον, θυμίαμα λιβανομάνναν

Κλῦθι μάκαρ, πανδερκὲς ἔχων αἰώνιον ὄμμα,
Τιτὰν χρυσαυγής, Ὑπερίων, οὐράνιον φῶς,
αὐτοφυής, ἀκάμας, ζῴων ἡδεῖα πρόσοψι,
δεξιὲ μὲν γενέτωρ ἠοῦς, εὐώνυμε νυκτός,
κρᾶσιν ἔχων ὡρῶν, τετραβάμοσι ποσσὶ χορεύων,
εὔδρομε, ῥοιζήτωρ, πυρόεις, φαιδρωπέ, διφρευτά,
ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων,
εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν, ζαμενὴς ἀσεβοῦσιν,
χρησολύρη, κόσμου τὸν ἐναρμόνιον δρόμον ἕλκων,
ἔργων σημάντωρ ἀγαθῶν, ὡροτρόφε κοῦρε,
κοσμοκράτωρ, συρικτά, πυρίδρομε, κυκλοέλικτε,
φωσφόρε, αἰολόδικτε, φερέσβιε, κάρπιμε Παιάν,
ἀιθαλής, ἀμίαντε, χρόνου πάτερ, ἀθάνατε Ζεῦ,
εὔδιε, πασιφαής, κόσμου τὸ περίδρομον ὄμμα,
σβεννύμενε λάμπων τε καλαῖς ἀκτῖσι φαειναῖς,
δεῖκτα δικαιοσύνης, φιλονάματε, δέσποτα κόσμου,
πιστοφύλαξ, αἰεὶ πανυπέρτατε, πᾶσιν ἀρωγέ,
ὄμμα δικαιοσύνης, ζωῆς φῶς ὦ ἐλάσιππε,
μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων,
κλῦθι λόγων, ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε.

Άκουσε μακάριε, που έχεις μάτι αιώνιο και βλέπει
τα πάντα, εσύ ο Τιτάν, που λάμπεις σάν χρυσός, που
βαδίζεις ψηλά, και είσαι άφ'εαυτού γεννημένος,
ακαταπόνητος, των ζώων γλυκό θέαμα και είσαι
της μέν αυγής ο δεξιός γεννήτωρ, της δέ νυκτός ο
αριστερός, έχεις την συνένωση των εποχών και χορέυεις
{ κινήσε κυκλικώς } με τέσσερα πόδια { ο δημιουργός των
τεσσάρων εποχών του έτους }, είσαι ταχύς, ορμητικός,
πύρινος, με χαρωπό βλέμμα, διφρηλάτης, και διέρχεσαι
την οδό του απέραντου ρόμβου με περιστροφικές κινήσεις,
καθοδηγείς τους ευσεβείς ανθρώπους στις καλές πράξεις,
και στους ασεβείς επιδεικνύεις δυσμένεια, σύ έχεις χρυσή
λύρα και σύρεις { διανύεις } τον αρμονικό δρόμο του κόσμου,
επισημαίνεις τα καλά έργα, σύ είσαι ο νέος που τρέφεις τις
εποχές. Είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου, ο αυλητής, διατρέχεις
δια του πυρός και περιστρέφεσαι κυκλικώς, φέρεις το φώς,
εμφανίζεσαι με ποικίλες μορφές, φέρεις την ζωή, είσαι
καρποφόρος, ώ Παιάν, αειθαλής, αμόλυντος, πατήρ του
χρόνου, ο αθάνατος Ζεύς, καθαρός, που λάμπεις σε όλους,
είσαι το περιφερόμενο κυκλικώς μάτι του κόσμου, ο φύλαξ της
αλήθειας, ο αιώνιος υπέρτατος, ο βοηθός όλων, είσαι ο
οφθαλμός της δικαιοσύνης, το φώς της ζωής, ώ σύ που οδηγείς
τους ίππους, και κατευθύνεις με λιγυρό μαστίγιο τέθριππον
{ με τέσσερα άλογα } άρμα, άκουσε τους λόγους μου και
φανέρωσε στους μυημένους γλυκειά και ευχάριστη ζωή.



Εἰς Σελήνην, θυμίαμα ἀρώματα

Κλῦθι, θεὰ βασίλεια, φαεσφόρε, δῖα Σελήνη,
ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόμε, ἠεροφοῖτι,
ἐννυχίη, δαιδοῦχε, κόρη, εὐάστερε, Μήνη,
αὐξομένη καὶ λειπομένη, θῆλύς τε καὶ ἄρσην,
αὐγήτειρα, φίλιππε, χρόνου μῆτερ, φερέκαρπε,
ἠλεκτρίς, βαρύθυμε, καταυγάστειρα, λοχείη,
πανδερκής, φιλάγρυπνε, καλοῖς ἄστροισι βρύουσα,
ἡσυχίῃ χαίρουσα καὶ εὐφρόνῃ ὀλβιομοίρῳ,
λαμπετίη, χαριδῶτι, τελεσφόρε, νυκτὸς ἄγαλμα,
ἀστράρχη, τανύπεπλ', ἑλικοδρόμε, πάνσοφε κούρη,
ἐλθέ, μάκαιρ', εὔφρων, εὐάστερε, φέγγεϊ τρισσῷ
λαμπομένη, σῴζουσα νέους ἱκέτας σέο κούρη.

Άκουσε με θεά βασίλισσα, που φέρεις το φώς,
σεβαστή σελήνη Μήνη, που έχεις κέρατα ταύρου,
και τρέχεις την νύχτα και περιπλανάσαι στον
αέρα, νυκτερινή, που έχεις δάδα { δαυλό που
φωτίζεις }, κόρη, που είσαι ένας λαμπρός αστέρας,
ή Μήνη που μεγαλώνεις και λιγοστεύεις, θηλυκή
και αρσενική, που φωτίζεις και αγαπάς τους
ίππους, μητέρα του χρόνου, που φέρεις καρπούς
{ που βοηθάς την παραγωγή } που είσαι λαμπερή,
καταφής, που καταυγάζεις και επιβλέπεις τους
τοκετούς, βλέπεις τα πάντα, σου αρέσι να είσαι
άγρυπνος, που σε συνοδεύουν ωραία αστέρια, και
χαίρεσαι στην υσηχία και στην νύχτα την καλότυχη,
είσαι λαμπρά και παρέχεις χαά και φέριε είς πέρας
{ τα έργα } και είσαι το καμάρι της νύχτας. Είσαι η
βασίλισσα των άστρων, που φορείς μακρό πέπλο και
τρέχεις κυκλοτέρως, ώ κόρη, που είσαι γεμάτη απο
σοφία και ένα λαμπρό άστρο, έλα μακαρία, με χαρά,
λαμπούσα με το δικό σου φέγγος, και σώσε, ώ κόρη,
τους νέους ικέτας σου.


Φύσεως, θυμίαμα ἀρώματα

Ὦ Φύσι, παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε μῆτερ,
οὐρανίη, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαῖμον, ἄνασσα,
πανδαμάτωρ, ἀδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής,
παντοκράτειρα, τετιμεν' ἀεὶ, πανυπέρτατε δαῖμον,
ἄφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα,
ἐννυχίη, πολύπειρε, σελασφόρε, δεινοκαθέκτε,
ἄψοφον ἀστραγάλοισι ποδῶν ἴχνος εἱλίσσουσα,
ἁγνή, κοσμήτειρα θεῶν ἀτελής τε τελευτή,
κοινὴ μὲν πάντεσσιν, ἀκοινώνητε δὲ μούνη,
αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ, ἄρσην, πολύμητι, μεγίστη,
εὐάνθής, πλοκίη, φιλίη, πολύμικτε, δαῆμον,
ἡγεμόνη, κράντειρα, φερέσβιε, παντρόφε κούρη,
αὐτάρκεια, Δίκη, Χαρίτων πολυώνυμε πειθώ,
αἰθερίη, χθονίη καὶ εἰναλίη μεδέουσα,
πικρὰ μέν φαύλοισι, γλυκεῖα δὲ πειθομένοισιν,
πάνσοφε, πανδώτειρα, κομίστρια, παμβασίλεια,
αὐξιτρόφος, πίειρα πεπαινομένων τε λύτειρα.
πάντων μὲν σὺ πατήρ, μήτηρ, τροφὸς ἠδὲ τιθηνός,
ὠκυλόχεια, μάκαιρα, πολύσπορος, ὡριὰς ὁρμή,
παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε, πότνιε δαῖμον,
ἀιδίη, κινησιφόρος, πολύπειρε, περίφρων,
ἀενάῳ στροφάλιγγι θοὸν ῥύμα δινεύουσα,
πάνρυτε, κυκλοτερής, ἀλλοτριομορφοδίαιτε,
εὔθρονε, τιμήεσσα, μόνη τὸ κριθὲν τελέουσα,
σκηπτούχοῦσ' ἐφύπερθε, βαρυβρεμέτειρα, κρατίστη,
ἄτρομε, πανδαμάτειρα, πεπρωμένη, αἶσα, πυρίπνους,
ἀίδιος ζωὴ ἠδ' ἀθανάτη τε πρόνοια,
πάντα σὺ ἔσσι, ἄνασσα, σὺ γὰρ μούνη τάδε τεύχεις.
ἀλλά, θεά, λίτομαί σε σὺν εὐόλβοισιν ἐν ὥραις
εἰρήνην ὑγίειαν ἄγειν, αὔξησιν ἁπάντων.

Ώ θεά φύση, μητέρα των πάντων, πολυμήχανη
μητέρα, επουράνια σεβαστή θεά που κτίζεις τα
πάντα είσαι ακατανίκητος εσύ κυβερνάς, λάμπεις
πολύ, είσαι ή κυρία των πάντων, πάντοτε
τιμημένη, ο υπεράνω όλων θεός, είσαι αθάνατη,
πρωτότοκος, πανάρχαια και στου άντρες παρέχεις
δόξαν, νυκτερινή, έχεις μεγάλη πείρα, φέρεις το φώς,
δυσκόλως καθσυχάζεις, και περιελίσσεις αθόρυβα τα
ίχνη των ποδιών σου. Είσαι ανγή, διατάσσεις τους
θεούς, είσαι το τέλος, χωρίς να έχεις τέλος, είσαι κοινή
σε όλα { μετέχεις στα πάντα } αλλά μόνο σε εσένα
δεν συμμετέχει τίποτα, είσαι η ιδία πατέρας του
εαυτού σου { εγεννήθης άφ' εαυτής } διότι πατέρα δεν
έχεις, είσαι και αρσενική και πολυμήχανη και πάρα
πολύ μεγάλη, ανθηρά, περιπλέκεις τα πάντα, είσαι
φίλη, αναμειγνύεις τα πάντα και είσαι έμπειρος,
οδηγός, κυβερνήτης, φέρεις ζωή, είσαι κόρη που
τρέφεις τα πάντα, αυτάρκεια, Δίκη, είσαι η πειθώ των
Χαρίτων με πολλά ονόματα αιθέρια { διάγεις στον
αιθέρα } επίγειος αρχόντισσα και θαλασσινή πικρή μέν
για τους φαύλους, αλλά γλυκειά σε εκείνους που
πείθονται σε εσένα σοφή σε όλα, παρέχεις τα πάντα,
τρέφεις τα πάντα και τα αυξάνεις, λιπαρά { άφθονα }
και απελευθερώνεις, καταστρέφεις, εκείνα που ωριμάζουν,
που πεθαίνουν, σύ είσαι πατέρας των πάντων και
επίσης μητέρα, τροφός και βυζάστρα, βοηθάς στην
παραγωγή των προϊόντων, μακαρία, έχεις πολλά σπέρματα
{ είσαι καρποφόρος }, και γίνεσαι στον καιρό που πρέπει,
ορμή { δραστηριοποιείσαι } δημιουργείς τα πάντα, είσαι
πλάστρα, κτίζεις πολλά, σεβαστή θεά αιωνία, φέρεις την
κίνηση, έχεις πολύ πείρα, είσαι συνετή και κινήσαι σαν
γρήγορο ρεύμα με αδιάκοπο στροβιλισμό, διαρρέεις απο
παντού, κινείσαι κυκλικώς και διαρκώς μεταβάλλεις μορφή,
έχεις ωραίο θρόνο, τιμημένη, μόνο εσύ εκτελείς εκείνο που
απεφασίσθει, και κρατείς το σκήπτρο { κυβερνάς } απο επάνω,
και βροντάς δυνατά, εσύ ή ισχυροτάτη, ατρόμητη, που
δαμάζεις τα πάντα, η προωρισμένη μοίρα, που αποπνέεις
φωτιά, αιώνια ζωή και αθάνατη πρόνοια τα πάντα
είσαι εσύ, διότι μόνη σου εσύ κατασκευάζεις όλα αυτά.
Αλλά σε παρακαλώ, θεά μου, να μας φέρεις μαζί με τις
ευτιχισμένες ώρες { εποχές } ειρήνη, υγεία και αύξηση
{πολλαπλασιασμό } των πάντων.


Πανός, θυμίαμα ποικίλα

Πᾶνα καλῶ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τὸ σύμπαν,
οὐρανὸν ἠδὲ θάλασσαν ἰδὲ χθόνα παμβασίλειαν
καὶ πῦρ ἀθάνατον τάδε γὰρ μέλη ἐστὶ τὰ Πανός.
ἐλθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονος Ὥραις,
αἰγομελές, βακχευτά, φιλένθεος, ἀντροδίαιτε,
ἁρμονίην κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπῇ,
φαντασιῶν ἐπαρωγέ, φόβων ἔκπαγλε βροτείων,
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούναις,
εὔσκοπε, θηρητήρ, Ἠχοῦς φίλε, σύγχορε νυμφῶν,
παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαῖμον,
κοσμοκράτωρ, αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν,
ἀντροχαρές, βαρύμηνις, ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης.
σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον γαίης πέδον ἐστήρικται,
εἴκει δ' ἀκαμάτου πόντου τὸ βαθύρροον ὕδωρ
Ὠκεανός τε πέριξ ἐν ὕδασι γαῖαν ἑλίσσων,
ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς, ζωοῖσιν ἔναυσμα,
καὶ κορυφῆς ἐφύπερθεν ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα.
βαίνει γὰρ τάδε θεῖα πολύκριτα σῇσιν ἐφετμαῖς
ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σῇσι προνοίαις
βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ' ἀπείρονα κόσμον.
ἀλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαῖν' ἐπὶ λοιβαῖς
εὐιέροις, ἀγαθὴν δ' ὄπασον βιότοιο τελευτὴν
Πανικὸν ἐκπέμπων οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης.

Τον Πάνα προσκαλώ τον ισχυρό, τον ποιμενικό, το
σύμπαν του κόσμου, τον ουρανό και την θάλασσα
και την γή που είναι βασίλισσα των πάντων, και
το αθάνατο πύρ, διότι αυτά είναι τα μέλη του
Πανός. Έλα εσύ που είσαι μακάριος, πηδηχτής,
που τρέχεις γύρω, και κάθεσαι στον ίδιο θρόνο
με τις ώρες { τις εποχές } εσύ που τα μέλη σου
μοιάζουν με της γίδας, ο μανιακός, που εύκολα
ενθουσιάζεσαι και περνάς τη ζωή σου μέσα σε
σπηλιά, εσύ υφαίνεις την αρμονία του κόσμου
με παιχνιδιάρικο τραγούδι, είσαι ο βοηθός των
φαντασμάτων και ο δημιουργός μεγάλων φόβων
στους ανθρώπους, χαίρεσαι να είσαι στις πηγές
με γιδοβοσκούς και βοϊδοβοσκούς, και βλέπεις
μακρυά, είσαι κυνηγός φίλος της Ηχούς, και
χορεύεις μαζί με τις νύμφες, παράγεις τα πάντα,
είσαι πατέρας των πάντων, εσύ ο θεός με τα
πολλά ονόματα, είσαι κυρίαρχος του κόσμου,
αυξητής, φέρεις το φώς, είσαι ο καρποφόρος Παιάν,
χαίρεσαι στα σπήλαια, υπερβολικά θυμώνεις,
και είσαι αληθινός Ζεύς με κέρατα, διότι σε εσένα
στηρίζεται το απέραντο δάπεδο της γής, και
υποχωρεί το βαθύ ρεύμα του ακαταπόνητου πόντου
και ο Ωκεανός ελίσσεται γύρω απο την γή μέσα
στα νερά και το εναέριον μέρος της τροφής, που
είναι σπινθήρας της ζωής στα ζωντανά, και το μάτι
του ελαφροτάτου πυρός επάνω απο την κορυφή,
διότι αυτά τα θεϊκά, που είναι πολυποίκιλα,
προχωρούν διά των δικών σου εντολών, σύ μεταβάλλεις
τας φύσεις { την φυσική κατάσταση } όλων των
πραγμάτων κατά τις δικές σου προβλέψεις, και
τρέφεις το γένος των ανθρώπων στον απέραντο κόσμο.
Αλλά βάδιζε { έλα } στις ιερωτάτες σπονδές σύ ο
μακάριος, που είσαι γεμάτος απο βακχική μανία,
ο ενθουσιώδης, και δώσε να έχουμε καλό τέλος του
βίου και διώξε την μανία του πανικού στα πέρατα
της γής.


Ἡρακλέος, θυμίαμα λίβανον

Ἥρακλες ὀβριμόθυμε, μεγασθενές, ἄλκιμε Τιτάν,
καρτερόχειρ, ἀδάμαστε, βρύων ἄθλοισι κραταιοῖς,
αἰολόμορφε, χρόνου πάτερ, ἀίδιός τε εὔφρων,
ἄρρητ', ἀγριόθυμε, πολύλλιτε, παντοδυνάστα·
παγκρατὲς ἦτορ ἔχων, κάρτος μέγα, τοξότα, μάντι·
παμφάγε, παγγενέτωρ, πανυπέρτατε, πᾶσιν ἀρωγέ·
ὃς θνητοῖς κατέπαυσας ἀνήμερα φῦλα διώξας,
εἰρήνην ποθέων κουροτρόφον, ἀγλαότιμον,
αὐτοφυής, ἀκάμας, γαίης βλάστημα φέριστον,
πρωτογόνοις στράψας βολίσιν, μεγαλώνυμε δαῖμον,
ὃς περὶ κρατὶ φορεῖς ἠῶ καὶ νύκτα μέλαιναν,
δώδεκ' ἀπ' ἀντολιῶν ἄχρι δυσμῶν ἆθλα διέρπων,
ἀθάνατοις, πολύπειρος, ἀπείριτος, ἀστυφέλικτος
ἐλθέ, μάκαρ, νούσων θελκτήρια πάντα κομίζων,
ἐξέλασον δὲ κακὰς ἄτας κλάδον ἐν χερὶ πάλλων,
πτηνοῖς τ' ἰοβόλοις κῆρας χαλεπὰς ἀπόπεμπε.

Ηρακλή ορμητικέ, μεγαλοδύναμε, δυνατέ Τιτάνα,
που έχεις ισχυρά χέρια, ακατάβλητε, που είσαι
γεμάτος απο τολμηρούς άθλους, ποικιλόμορφε,
πατέρα του χρόνου, είσαι αιώνιος και παρέχεις
ευθυμία, απόρρητος { ανέκφραστος } θηριώδης,
που σε ικετεύουν πολλοί, παντοδύναμος, έχεις
πανίσχυρη καρδιά, μεγάλη δύναμη, είσαι τοξότης
και μάντης, τρώγεις τα πάντα, των πάντων
γεννήτωρ, υπέρτατος έξ όλων, βοηθός σε όλους,
εσύ καταπραϋνεις τους ανθρώπους αποδιώκων
τα άγρια φύλα { θηρία } επειδή ποθούσες την
ειρήνη, που τρέφει τους νέους, και τιμάσαι με
λαμπρότητα. Είσαι αυτογέννητος, ακούραστος,
υπέροχο της γής βλαστάρι. Στους πρωτόγονους
άστραψες με λάμψεις, ώ θεέ με το μεγάλο όνομα,
εσύ γύρω απο το κεφάλι σου φέρνεις την αυγή
και την μαύρη νύχτα και έκανες δώδεκα άθλους
απο την ανατολή εώς την δύση, έχεις μεγάλη πείρα
μεταξύ των αθανάτων, είσαι απέραντος και
αδιάσειστος, έλα μακάριε, και φέρε μας όλα τα
μαγικά { μαγευτικά } φάρμακα των ασθενειών,
και βγάλε έξω τις καταστρεφτικές ασθένειες,
κρατών και κινών κλάδον στο χέρι σου, και με τα
ριπτόμενα ιοβόλα βέλη σου απόδιωξε τις βαριές μοίρες.


Κρόνου, θυμίαμα στύρακα

Ἀϊθαλής, μακάρων τε θεῶν πάτερ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
ποικιλόβουλ', ἀμίαντε, μεγασθενές, ἄλκιμε Τιτάν·
ὃς δαπανᾷς μὲν ἅπαντα καὶ αὔξεις ἔμπαλιν αὐτός·
δεσμοὺς ἀρρήκτους ὃς ἔχεις κατ' ἀπείρονα κόσμον·,
αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε·
Γαίης τε βλάστημα καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·,
γέννα, φυῆς, μείωσι, Ῥέας πόσι, σεμνὲ Προμηθεῦ,
ὃς ναίεις κατὰ πάντα μέρη κόσμοιο, γενάρχα,
ἀγκυλομήτα, φέριστε· κλύων ἱκετηρίδα φωνὴν,
πέμποις εὐόλβου βιότου τέλος αἰὲν ἄμεμπτον.

Εσύ που πάντοτε θάλλεις, και είσαι ο πατέρας
των μακαρίων θεών και των ανθρώπων,
πολυμήχανε, αμόλυντε, μεγαλοδύναμε, ισχυρέ
Τιτάν, εσύ εξαντλείς τα πάντα και αντιθέτως
εσύ ο ίδιος τα επαυξάνεις έχεις δεσμούς
αδιάρρηκτους στον απέραντο κόσμο, ώ Κρόνε,
πατέρα του αιώνος, Κρόνε με τα πολλά ονόματα,
που είσαι βλαστάρι της γής και του ουρανού με
τα πολλά αστέρια, είσαι η γέννηση { η αρχή } και
η φθορά της φύσεως, σύζυγος της Ρέας, ο σεβαστός
Προμυθεύς, που κατοικείς σε όλα τα μέρη του
κόσμου, ο αρχηγός του γένους { των ανθρώπων }
που η σκέψη σου είναι αγκαθωτή { που αγκυλώνει }
είσαι ο κράτιστος, άκουσε την ικευτική φωνή μας,
και είθε να μας στέλνεις πάντοτε άψογο τέλος
βίου ευτυχισμένου.


Ῥέας, θυμίαμα ἀρώματα

Πότνια Ῥέα, θύγατερ πολυμόρφου Πρωτογόνοιο,
ἦ λῖς ταυροφόνος ἱερότροχον ἅρμα τιταίνει·
τυμπανόδουπε, φιλοιστρομανές, χαλκόκροτε κούρη,
μῆτερ Ζηνὸς ἄνακτος Ὀλυμπίου, αἰγιόχοιο,
πάντιμ', ἀγλαόμορφε, Κρόνου σύλλεκτρε μάκαιρα·
οὔρεσιν ἣ χαίρεις θνητῶν τ' ὀλολύγμασι φρικτοῖς·
παμβασίλεια Ῥέα, πολεμόκλονος, ὀμβριμόθυμε·
ψευδομένη σώτειρα, λυτηριάς, ἀρχιγένεθλε·
μήτηρ μέν τε θεῶν ἠδὲ θνητῶν ἀνθρώπων.
ἐκ σοῦ γὰρ καὶ γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν,
καὶ πόντος πνοαί τε φιλόδρομος, ἀερόμορφε,
ἐλθέ, μάκαιρα θεά, σωτήριος εὔφρονι βουλῇ,
εἰρήνην κατάγουσα σὺν εὐόλβοις κτεάτεσσιν,
λύματα καὶ κῆρας πέμπουσ' ἐπὶ τέρματα γαίης.

Σεβαστή Ρέα, θυγατέρα του Πρωτογόνου με τις
πολλές μορφές, σύ, που το ιερό άρμα σου οδηγεί
το λιοντάρι, που φονεύει τον ταύρο, κάνεις
θόρυβο με το χτύπημα τυμπάνων και αγαπάς
την μανία, είσαι η κόρη που κροτείς με τον χαλκό,
η μητέρα του βασιλιά Διός, του Ολυμπίου, που
έχει την ασπίδα, εντιμοτάτη, έχεις λαμπρή
μορφή, ευτυχισμένη σύζυγος του Κρόνου, που
χαίρεσαι στα βουνά και με τις φρικτές κραυγές
των ανθρώπων, ώ Ρέα βασίλισσα των πάντων,
που διεγείρεις τον θόρυβο της μάχης, ισχυρόκαρδη,
εσύ σώζεις με τα ψέματα, απολυτρώνεις,
είσαι η πρωτογενής, η μητέρα των θεών και των
φθαρτών ανθρώπων. Διότι απο εσένα προέρχονται
και η γή και ο υπεράνω αυτής πλατύς ουρανός
και ο πόντος και οι ανέμοι, αγαπάς το τρέξιμο,
έχεις αεριώδη μορφή. Έλα μακαρία θεά, για
σωτηρία μας με καλόβουλη διάθεση, και φέρε μας
την ειρήνη με ευτυχισμένους καιρούς, και στείλε
στα πέρατα της γής ότι είναι άχρηστο σε εμάς και
τις καταστροφές.


Διός, θυμίαμα στύρακα

Ζεῦ πολυτίμητε, Ζεῦ ἄφθιτε, τήνδε τοι ἡμεῖς
μαρτυρίην τιθέμεσθα λυτήριον ἠδὲ πρόσευξιν.
ὦ βασιλεῦ, διὰ σὴν κεφαλὴν ἐφάνη τάδε πάντα,
γαῖα θεὰ μήτηρ ὀρέων θ' ὑψηχέες ὄχθοι,
καὶ πόντος καὶ πάνθ', ὁπόσ' οὐρανὸς ἐντὸς ἔταξε
Ζεῦ Κρόνιε, σκηπτοῦχε, καταιβάτα, ὀμβριμόθυμε,
παντογένεθλ', ἀρχὴ πάντων, πάντων τε τελευτή,
σεισίχθων, αὐξητά, καθάρσιε, παντοτινάκτα,
ἀστραπαῖε, βρονταῖε, κεραύνιε, φυτάλιε Ζεῦ
κλῦθί μευ, αἰολόμορφε, δίδου δ' ὑγίειαν ἀμεμφῆ
εἰρήνην τε θεὰν καὶ πλούτου δόξαν ἄμεμπτον.

Ώ Δία πολυτιμημένε, Δία αθάνατε, αυτήν εδώ εμείς
την απολυτρωτική ομολογία και προσευχή σου
απευθύνουμε. Ώ βασιλιά, απο το δικό σου κεφάλη
ανεφάνησαν όλα αυτά { δηλαδή η γή η θεά μητέρα
και των βουνών οι ψηλοί λόφοι και ο πόντος η
θάλασσα } και όλα όσα ο ουρανός περιέχει. Ώ Δία,
υιέ του Κρόνου, που έχεις το σκήπτρο και εμφανίζεσαι
εν μέσω βροντών και αστραπών, ισχυρόκαρδε, που
γέννησες τα πάντα, και είσαι η αρχή των πάντων και
των πάντων το τέλος. Σύ που σείεις την γή και
συντελείς είς την αύξηση, που καθαρίζεις { εξαγνίζεις }
και εξουσιάζεις τα πάντα και αστράφτεις και βροντάς
και ρίχνεις κεραυνούς, και είσαι ο τροφός, άκουσε με,
ποικιλόμορφε, και δώσε μας άριστη υγεία και την θεά
ειρήνη και πλούτου δόξα ακηλίδωτη. Είσαι αυτογέννητος
και ο πατέρας των μακαρίων θεών και των ανθρώπων.
Αλλά πρόσεξε με ευχαριστηση τις σπονδές μας και
βοήθησε τας φρένας μας { τον νού μας } διά να γίνου όλα
σωστά, και ζωή που να παρέχει χαρά στην ψυχή συνάμα
δέ { δώσε μας } την βασίλισσα υγεία και την θεά ειρήνη,
που είναι η πολυτίμητη τροφός των νέων, και βίο που να
κυριαρχείται πάντοτε απο εύθυμες σκέψεις.


Ἥρης, θυμίαμα ἀρώματα

Κυανέοις κόλποισιν ἐνημένη, ἠερόμορφε,
Ἥρη παμβασίλεια, Διὸς σύλλεκτρε μάκαιρα,
ψυχοτρόφους αὔρας θνητοῖς παρέχουσα προσηνεῖς,
ὄμβρων μὲν μήτηρ, ἀνέμων τροφέ, παντογένεθλε.
χωρὶς γὰρ σέθεν οὐδὲν ὅλως ζωῆς φύσιν ἔγνω
κοινωνεῖς γὰρ ἅπασι κεκραμένη ἠέρι σεμνῷ
πάντων γὰρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ' ἀνάσσεις
ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα.
ἀλλά, μάκαιρα θεά, πολυώνυμε, παμβασίλεια,
ἔλθοις εὐμενέουσα καλῷ γήθοντι προσώπῳ.

Καθισμένη σε γαλάζιους κόλπους, αερόμορφε,
σύ Ήρα που είσαι βασίλισσα των πάντων,
μακαρία σύζυγος του Διός, και παρέχεις στους
ανθρώπους ήπιες αύρες, που τρέφουν τις
ψυχές, είσαι μητέρα των βροχών, τροφός των
ανέμων, έχεις γεννήσει τα πάντα. Διότι χωρίς
εσένα κανένα γενικώς πλάσμα δεν γνωρίζει
την φύση της ζωής, διότι συμμετέχεις σε όλα
συγκερασμένη με τον σεβαστό αέρα. Διότι μόνη
εσύ είσαι κυρίαρχος όλων και όλων είσαι
βασίλισσα και με αέρινες ορμητικές κινήσεις,
τινάσσεσαι { λούζεσαι } στα νερά. Αλλά εσύ η
μακαρία θεά, που έχεις πολλά ονόματα και
είσαι η βασίλισσα πάντων, είθε να μας έλθεις
ευμενής με ωραίο χαρούμενο πρόσωπο.


Ποσειδῶνος, θυμίαμα σμύρναν

Κλῦθι, Ποσειδάον γαιήοχε, κυανοχαῖτα,
ἵππιε, χαλκοτόρευτον ἔχων χείρεσσι τρίαιναν·
ὃς ναίεις πόντοιο βαθυστέρνοιο θέμεθλα,
ποντομέδων, ἁλίδουπε, βαρύκτυπος, ἐννοσίγαιε,
κυμοθαλής, χαριτῶπα, τετράορον ἅρμα διώκων,
εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ,
ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα θαλάσσης,
κύμασι τερπόμενος, θηρσίν θ' ἅμα, πότνιε δαῖμον.
ἕδρανα γῆς σῴζοις καὶ νηῶν εὔδρομον ὁρμήν,
εἰρήνην, ὑγίειαν ἄγων, ἠδ' ὄλβον ἀμεμφῆ.

Άκουσε Ποσειδώνα, που κατέχεις την γή, με τη
γαλανή χαίτη { τη θάλασσα } φίλε των ίππων,
που κρατείς στα χέρια σου χαλκοφκιασμένη
τραίαινα, σύ κατοικείς στα θεμέλια του πόντου,
που είναι βαθύς, άρχων του πόντου, που τ
αρακουνάς την θάλασσα και βαρειά βροντάς,
που σείεις την γή, με τα άφθονα κύματα, έχει
όψιν χαριτωμένη και οδηγείς τέθριππον άρμα,
και με θαλάσσια σφυρίγματα τινάζεις ψηλά
το αλμυρό νερό, σύ έλαχες ώ τρίτο μέρος το
βαθύ ρεύμα της θαλάσσης, και τέρπεσαι με τα
κύματα, συνάμα και με τα θηρία, ώ σεβαστέ
θεέ. Είθε α διασώζεις τα στηρίγματα της γής
και την ταχεία ορμή των πλοίων, και να μας
φέρεις ειρήνη, υγεία και πραγματική ευτυχία.
Άκουσε με Ποσειδώνα που είσαι απο τους
αρχαιότερους επουράνιους μακάριους θεούς
και πατήρ των ανθρώπων, εσύ που κατοικείς
στην κορυφή επάνω στα υψώματα του
Ολύμπου, και που σου έτυχε ο κλήρος να
βασιλεύεις δεύτερος μετά τον Δία πάντων
φίλε των ίππων, που κρατείς στα χέρια σου
τρίαινα χαλκοφκιασμένη, που έχεις μέγα
κράτος, όψη χαριτωμένη και οδηγείς τέθριππον
άρμα. Ώ βασιλιά πανίσχυρε, αγιώτατε,
πολυτίμητε που χαίρεσαι με τους σεβαστούς
μυστοπόλους { αυτούς που τελούν μυστηριώδες
τελετές } και με τα ιερά σεβάσματα, είθε να
είσαι ευμενής και να δείξεις την ευτυχία στους
μεμυημένους.


Εἰς Πλούτωνα

Ὦ τὸν ὑποχθόνιον ναίων δόμον, ὀβριμόθυμε,
Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ,
Ζεῦ χθόνιε, σκηπτοῦχε, τάδ' ἱερὰ δέξο προθύμως·
Πλούτων, ὃς κατέχεις γαίης κληῖδας ἁπάσης,
πλουτοδοτῶν γενεὴν βροτέην καρποῖς ἐνιαυτῶν.
ὃς τριτάτης μοίρης ἔλαχες χθόνα παμβασίλειαν,
ἕδρανον ἀθανάτων, θνητῶν στήριγμα κραταιόν·
ὃς θρόνον ἐστήριξας ὑπὸ ζοφοειδέα χῶρον,
τηλέπορον τ', ἀκάμαντα, λιπόπνοον, ἄκριτον Ἅιδην,
κυάνεόν τ' Ἀχέρονθ', ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης.
ὃς κρατέεις θνητῶν θανάτου χάριν, ὦ πολυδέγμων
Εὔβουλ', ἁγνοπόλου Δημήτερος ὅς ποτε παῖδα
νυμφεύσας λειμῶνος ἀποσπαδίην διὰ πόντου,
τετρώροις ἵπποισιν ὑπ' Ἀτθίδος ἤγαγες ἄντρον
δήμου Ἐλευσῖνος, τόθι περ πύλαι εἴσ' Ἀίδαο.
μοῦνος ἔφυς ἀφανῶν ἔργων φανερῶν τε βραβευτής,
ἔνθεε, παντοκράτωρ, ἱερώτατος, ἀγλαότιμε,
σεμνοῖς μυστιπόλοις χαίρων ὁσίοις τε σεβασμοῖς
ἵλαον ἀγκαλέω σε μολεῖν κεχαρηότα μύσταις.

Ώ εσύ που κατοικείς στον υποχθόνιο κόσμο ισχυρόκαρδε,
στο κατάσκιο και σκοτεινό λειμώνα του Ταρτάρου, ώ
Δία, που είσαι κάτω απο την γή και κρατείς σκήπτρο,
δέξου με προθυμί αυτές τις θυσίες, ώ Πλούτων, που
κρατείς τα κλειδιά όλης της γής και παρέχεις πλούτο
στο γένος των ανθρώπων με τους ενιαυσίους καρπούς,
που σου έλαχε, ώς τρίτο μέρος η γή, η βασίλισσα πάντων,
η έδρα των θεών, το ισχυρό στήριγμα των ανθρώπων,
σύ που στήριξες τον θρόνο σου κάτω σε σκοτεινό χώρο,
σε μακρυνό αιώνιο, χωρίς ζωή,στον ασυγκίνητο Άδη, και
στον μαύρο Αχέροντα, που κρατείς τις ρίζες της γής,
σύ που είσαι κυρίαρχος των ανθρώπων δια του θανάτου,
ώ συ Εύβουλε, που υποδέχεσαι πολλούς σύ που κάποτε
αφού παντρεύτηκες την κόρη της αγνής Δήμητρας και
την απέσπασες απο τον λειμώνα { απο το λιβάδι } την
απήγαγες δια μέσου της θαλάσσης επάνω σε τέσσερα
άλογα και την έφερες σε κάποιο σπήλαιο της Αττικής,
στην περιοχή της Ελευσίνος, όπου είναι οι πύλες του
Άδου. Σύ μόνο επιβραβεύεις τα έργα, τα αφανή και τα
φανερά, είσαι ενθουσιώδης, κύριος των πάντων,
ιερώτατος, τιμάσαι με λαμπρότητα, και χαίρεσαι με τους
σεβαστούς μυστοπόλους και με τα ιερά σεβάσματα, σε
παρακαλώ να έλθεις στους μεμυημένους με ευμένεια
και χαρούμενος.


Κεραυνίου Διός, θυμίαμα στύρακα

Ζεύ πάτερ, υψίβρομον πυρσαυγέα κόσμον ελαύνων,
στράπτων αιθερίου στεροπής πανυπέρτατον αίγλην,
παμμακάρων έδρανον θείαις βροντήσι τινάσσων,
νάμασι παννεφέλοις στεροπήν φλεγέθουσαν αναίθων,
λαίλαπας, όμβρους, πρηστήρας, κρατερούς τε κεραυνούς,
παμφλέκτους, κραιπνούς, φρικώδεας, οβριμοθύμους,
βάλλων ευροθίους, φλογερούς, νεφέεσσι καλύπτων πτηνόν
όπλον δεινόν, κλονοκάρδιον, ορθοέθειρον, αιφνίδιον,
βρονταίον, ανίκητον βέλος αγνόν ροίζου απειρεσίου
δινεύμασι, παμφάγον ορμή, άρρηκτον, βαρύθυμον,
αμαιμάκετον, πρηστήρος ουράνιον βέλος οξύ καταιβάτου
αιθαλόεντος όν καί γαία πέφρικε θάλασσά τε παμφανόωσα,
καί θήρες πτήσσουσιν, όταν κτύπος ούας εσέλθη,
μαρμαίρει δέ πρόσωπ' αυγαίας, σμαραγεί δέ κεραυνός
αιθέρος έν γυάλοισι, διαρρήξας δέ χιτώνα, ουράνιον
προκάλυμμα, χαλάς αργήτα κεραυνόν, αλλά μάκαρ,
θυμόν βαρύν έμβαλε κύμασι πόντου, ήδ' ορέων κορυφήσι,
τό σόν κράτος ίσμεν άπαντες, αλλά χάριν λοιβής σύ δίδου
φρεσίν αίσιμα πάντα, ζωήν τ' ολβιόθυμον, ομού θ' υγίειαν
άνασσαν, Ειρήνην τε θεάν κουροτρόφον, αγλαότιμον,
καί βίον εύθύμοισιν αεί θάλλοντα λογισμοίς.

Δία πατέρα μας, που οδηγείς το λαμπρό κόσμο, που βροντάει
ψηλά, και παράγεις την υψηλοτάτη λάμψη της αιθέριας
αστραπής, σύ που με τις θεϊκές βροντές σου τινάσσεις τον θρόνο
των πανευτυχών θεών, και ανάβεις την φλογερή αστραπή
μέσα απο τα νερά, που είναι σκεπασμένα απο μέσα απο σύννεφα,
και στέλνεις τις λαίλαπες, τις βροχές, τις ανεμοθύελες, τους
ισχυρούς κεραυνούς, που είναι φλογεροί, ορμητικοί, φρικώδεις,
ισχυρόκαρδοι, θορυβώδεις, γεμάτοι φλόγα, και σκεπάζεις με τα
σύννεφα το φοβερό πετούμενο όπλο { τον κεραυνό } που κλονίζει
τις καρδιές και προκαλεί ανατριχίλα, που έρχεται αιφνιδιαστικά
και είναι βροντερό αγνό βέλος ακατανίκητο, με τους σροβίλους
του απεράντου σφυρίγματος, που τρώγει τα πάντα κατά την
ορμητική του κίνηση, αδιάρρηκτο, αγανακτημένο, ακαταμάχητο,
το οξύ ουράνιο βέλος του φλογερού κεραυνού, που κατεβαίνει με
βροντές και αστραπές, για τον οποίο και η γή αισθάνεται φρίκη
{ ανατριχίλα } και η πάμφωτη θάλασσα, και τα θηρία τον
φοβούνται, όταν ο κτύπος εισέλθει στο αυτί τους λάμπουν τα
πρόσωπα τους απο λάμψεις όταν πέφτει ο κεραυνός στις κοιλάδες
του αιθέρος { στον θόλο του ουρανού } όταν όμως διαρρήξης τον
χιτώνα, που είναι το προκάλυμμα του ουρανού, χαλαρώνεις τον
απαστράποντα κεραυνό. Αλλά μακάριε, ρίψε τον βαρύ θυμό σου
στα κύματα του πόντου και στις κορυφές των βουνών, διότι την
δύναμη σου την γνωρίζουμε όλοι. Αλλά εσύ πρός χάρη της
σπονδής δώσε είς τας φρένας { στον νού } πάντα τα ορθά, και
ζωή ευτυχισμένη και μαζί μ'αυτά την βασίλισσα υγεία και την
θεά Ειρήνη, που τρέφει τα παιδιά, την πολυτίμητο, και βίο, που
θα θάλλη { να είναι πλήρης } απο εύθυμους λογισμούς.



Διός αστραπέως, θυμίαμα λιβανομάνναν

Κικλήσκω μέγαν, αγνόν, ερισμάραγον, περίφαντον,
ηέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, ήεροφεγγή, αστράποντα
σέλας νεφέων παταγοδρόμω αυδή, φρικώδη, βρύμηνιν,
ανίκητον θεόν αγνόν, αστραπέα Δία, παγγενέτην,
βασιλήα μέγιστον, ευμενέοντα φέρειν γλυκερήν
βιότοιο τελευτήν.

Προσκαλώ τον μέγα, τον αγνό, που δυνατά βροντά, τον
ονομαστό, τον αέριο, τον φλογερό, που συγκλονίζει με το
πύρ, αυτόν που λάμπει στον αέρα, που αστράφτει στο
φώς των νεφών με φωνή, που τρέχει με ισχυρό κρότο, που
προκαλεί φρίκη { ανατριχίλα }, εσέ τον πάρα πολύ
οργισμένο, τον αγνό θεό, τον αστραφτερό Δία, τον γεννήτορα
των πάντων, τον μέγιστο βασιλέα, αυτόν παρακαλώ να μας
φέρει με ευμένεια γλυκύτατο τέλος του βίου.


Νεφέλων, θυμίαμα σμύρναν

Ἠέριοι νεφέλαι, καρποτρόφοι, οὐρανόπλαγκτοι,
ὁμβροτόκοι, πνοιῇσιν ἐλαυνόμεναι κατὰ κόσμον·
βρονταῖαι, πυρόεσσαι, ἐρίβρομοι, ὑγροκέλευθοι·
ἠέρος ἐν κόλπῳ πάταγον φρικώδε' ἔχουσαι·
πνεύμασιν ἀντίσπαστοι ἐπιδρομάδην παταγεῦσαι,
ὑμέας νῦν λίτομαι, δροσοείμονες, εὔπνοοι αὔραις,
πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους ἐπὶ μητέρα γαῖαν.

Αερινές νεφέλες, που τρέφετε τους καρπούς και
περιπλανάσθε στον ουρανό, γεννήτριες των βροχών,
που οδηγείσθε ανά τον κόσμο με τις πνοές των
ανέμων, βροντερές, πύρινες, που φωνάζετε δυνατά
και τρέχετε στα νερά, και δημιουργείτε στον κόλπο
του αέρα φρικτό κρότο, και ταράσετε τον ουρανό,
όταν κινήσθε δρομαίως αντίθετα πρός τα πνεύματα
{ τα φυσήματα των ανέμων }. Εσάς τώρα παρακαλώ,
που έχετε την δροσιά για φόρεμα, και που έρχεσθε με
τις ευχάριστε τις αύρες, να στέλλετε στην μητέρα
γή βροχές, που τρέφουν τους καρπούς.


Τηθύος, θυμίαμα λιβανομάνναν

Ὠκεανοῦ καλέω νύμφην γλαυκώπιδα Τηθύν,
κυανόπεπλον ἄνασσαν, εὔτροχα κυμαίνουσαν,
αὔραις ἡδυπνόοισι πατασσομένην περὶ γαῖαν.
θραύουσ' αἰγιαλοῖσι πέτρῃσί τε κύματα μακρά,
εὐδινοῖς ἁπαλοῖσι γαληνιόωσα δρόμοισιν,
νηυσὶν ἀγαλλομένη, θηροτρόφος, ὑγροκέλευθε·
μήτηρ μὲν Κύπριδος, μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν,
καὶ πάσης πηγῆς νυμφῶν νασμοῖσι βρυούσης·
κλῦθί μευ, ὦ πολύσεμνε, καὶ εὐμενέουσ' ἐπαρήγοις,
εὐθυδρόμοις οὖρον νηυσὶν πέμπουσα, μάκαιρα.

Του Ωκεανού προσκαλώ την νύμφη, την γαλανομάτα
Τηθύν, την βασίλισσα, με τους κυανούς πέπλους
που κυματίζουν ωραία και που χτυπιέται γύρω απο
την γή απο τις γλυκόπνοες αύρες, και σπάζει μεγάλα
κύματα στους αίγιαλούς και στους βράχους, και είναι
γαλήνια στους αίθριους απαλούς δρόμους, σύ
ευφραίνεσαι με τα καράβια, είσαι τροφός θηρίων και
διανύεις υγρές πορείες, είσαι η μητέρα της Κυπρίδος και
μητέρα των μαύρων σύννεφων και κάθε πηγής των
νυμφών, που είναι γεμάτη απο νερό, άκουσε με, ώ
πολυσέβαστη, και είθε να προσέλθεις ευμενής βοηθός,
αποστέλλουσα, σύ η μακαρία, ούριο άνεμο στα καράβια,
που τρέχουν σε ευθεία κατεύθυνση.


Νηρέως, θυμίαμα σμύρναν

Ὦ κατέχων πόντου ῥίζας, κυαναυγέτιν ἕδρην,
πεντήκοντα κόρῃσιν ἀγαλλόμενος κατὰ κῦμα,
καλλιτέκνοισι χοροῖς, Νηρεῦ, μεγαλώνυμε δαῖμον·
πυθμὴν μὲν πόντου, γαίης πέρας, ἀρχὴ ἁπάντων·
ὃς κλονέεις Δηοῦς ἱερὸν βάθρον, ἡνίκα πνοιὰς
ἐν μυχίοις κευθμῶσιν ἐλαυνομένας ἀποκλείεις·
ἀλλά, μάκαρ, σεισμοὺς μὲν ἀπότρεπε, πέμπε δὲ μύσταις
ὄλβον τ', εἰρήνην τε, καὶ ἠπιόχειρ' ὑγείαν.

Ώ σύ που κατέχεις τίς ρίζες του πόντου, την έδρα
{ θρόνο } με την κυανίζουσα λάμψη, και ευφραίνεσαι
μέσα στο κύμα με τις πενήντα κόρες σου, που χορεύουν
σαν ωραία παιδιά, ώ Νηρέα, μεγαλονόματε θεέ
{ ένδοξε }. Είσαι ο πυθμήν της θαλάσσης, της γής το
τέρμα, η αρχή των όλων, σύ κλονίζεις το ιερό βάθρο της
Δηούς, όταν τους πνέοντας ανέμους, που επέρχονται,
αποκλείης σε βαθείς κρυψώνες, αλλά τους σεισμούς,
ώ μακάριε, απομάκρυνε, και να στέλνεις είς τους
μεμυημένους ευτυχία, ειρήνη και υγεία με χέρι ήρεμο.


Νηρηίδων, θυμίαμα ἀρώματα

Νηρέος εἰναλίου νύμφαι καλυκώπιδες ἁγναί,
φρίκιαι, ἐμβύθιαι, χοροπαίγμονες, ὑγροκέλευθοι,
πεντήκοντα κόραι περὶ κύμασι βακχεύουσαι,
Τριτώνων ἐπ' ὄχοισιν ἀγαλλόμεναι περὶ νῶτα
θηροτύποις μορφαῖς, ὧν βόσκει σώματα πόντος·
ἄλλοι θ' οἳ ναίουσι βυθόν, Τριτώνιον οἶδμα,
ὑδρόδομοι, σκιρτηταί, ἑλισσόμενοι περὶ κῦμα,
ποντοπλάνοι δελφῖνες, ἁλιρρόθιοι, κυαναυγεῖς·
ὑμέας κικλήσκω πέμπειν μύσταις πολὺν ὄλβον·
ὑμεῖς γὰρ πρῶται τελετὴν ἀνεδείξατε σεμνὴν
εὐιέρου Βάκχοιο καὶ ἁγνῆς Φερσεφονείης,
Καλλιόπῃ σὺν μητρὶ καὶ Ἀπόλλωνι ἄνακτι.

Του θαλασσίνου Νηρέως νύμφες αγνές με τα
ωραία μάτια, που προκαλείτε φρίκη και ζείτε
στον βυθό της θαλάσσης και παίζετε με τους
χορούς στους υγρούς δρόμους της θαλάσσης,
σείς οι πενήντα κόρες, που διασκεδάζετε με
μανία γύρω απο τα κύματα, και ευφραίνεστε
στα νώτα των Τριτώνων επάνω σε οχήματα
με μορφές θηρίων, που τα σώματα τους τρέφει
η θάλασσα, αλλά είναι και άλλοι, που
κατοικούν στον βυθό, στο φουσκωμένο κύμα
του Τρίτωνος, που τρέχουν στο νερό και σκιρτούν
και ελίσσονται γύρω απο το κύμα, είναι τα
δελφίνια , που περιπλανώνται στον πόντο με
θόρυβο και με κυανίζουσα λάμψη, εσάς
επικαλούμαι να στέλλετε στους μεμυημένους
πολύ ευτυχία, διότι πρώτες εσείς αναδείξατε
την σεβαστή τελετουργία του ιερού Βάκχου και
της αγνής Περσεφόνης μαζί με την μητέρα μου
Καλλιόπη και τον άνακτα Απόλλωνα.


Πρωτέως, θυμίαμα στύρακα

Πρωτέα κικλήσκω, πόντου κληῖδας ἔχοντα,
πρωτογενῆ, πάσης φύσεως ἀρχὰς ὃς ἔφηνεν,
ὕλην ἀλλάσσων ἱερὴν ἰδέαις πολυμόρφοις,
πάντιμος, πολύβουλος, ἐπιστάμενος τά τ' ἐόντα,
ὅσσα τε πρόσθεν ἔην ὅσα τ' ἔσσεται ὕστερον αὖτις·
πάντα γὰρ ἐν Πρωτεῖ πρώτη φύσις ἐγκατέθηκεν.
ἀλλά, πάτερ, μόλε μυστιπόλοις ὁσίῃσι προνοίαις
πέμπων εὐόλβου βιότου τέλος ἐσθλὸν ἐπ' ἔργοις.

Τον Πρωτέα προσφωνώ, που κρατεί τα κλειδιά του
πόντου, τον πρωτότοκο, που φανέρωσε τις αρχές
όλης της φύσεως, και μεταβάλλει την ιερή υλη σε
μορφές πολυποίκιλες, τον τιμιώτατο, που έχει
πολλές σκέψεις, και γνωρίζει και τα παρόντα και
όσα ήσαν προηγουμένως και πάλι όσα θα γίνουν
ύστερα, διότι όλα η πρώτη φύση τα εναπέθεσε στον
Πρωτέα. Αλλά, ώ πατέρα μας, έλα στις μυστηριακές
ιερές προφητείες και στέλνε μας καλό τέλος ενός
ευτυχισμένου διά τα έργα του βίου.


Γῆς, θυμίαμα πᾶν σπέρμα πλὴν κυάμων καὶ ἀρωμάτων

Γαῖα θεά, μῆτερ μακάρων θνητῶν τ' ἀνθρώπων,
πάντροφε, πανδώτειρα, τελεσφόρε, παντολέτειρα,
αὐξιθαλής, φερέκαρπε, καλαῖς ὥρῃσι βρύουσα·
ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου, πολυποίκιλε κούρη,
ἣ λοχίαις ὠδῖσι κύεις καρπὸν πολυειδῆ·
ἀιδίη, πολύσεπτε, βαθύστερν', ὀλβιόμοιρε,
ἡδυπνόοις χαίρουσα χλόαις, πολυάνθεμε δαῖμον,
ὀμβροχαρής, περὶ τὴν κόσμος πολυδαίδαλος ἄστρων
εἱλεῖται φύσει ἀενάῳ καὶ ῥεύμασι δεινοῖς·
ἀλλά, μάκαιρα θεά, καρποὺς αὔξοις πολυγηθεῖς,
εὐμενὲς ἦτορ ἔχουσα, σὺν εὐόλβοισιν ἐν ὥραις.

Ώ θεά Γή, σύ η μητέρα των μακαρίων θεών και των
θνητών ανθρώπων, που τρέφεις τα πάντα και δίδεις
τα πάντα, που φέρεις είς πέρας την ωρίμαση των
καρπών και τα πάντα θανατώνεις, που βοηθείς την
αύξηση { των καρπών } και παράγεις καρπούς και
είσαι γεμάτη απο ωραίες εποχές, είσαι ο θρόνος του
αθανάτου κόσμου, ώ κόρη πολυποίκιλε, που
κυοφορείς πολύμορφον καρπό με τα επιλόχια
κοιλοπονήματα, ώ αθάνατη, πολυσέβαστη, με τα
βαθειά στέρνα, με την ευτυχισμένη μοίρα, που
χαίρεσαι στις γλυκόπνοες χλόες, εσύ η θεά με τα
πολλά άνθη, χαίρεσαι με τις βροχές, και γύρω απο
σε περιστρέφεται ένας πολυποίκιλτος κόσμος απο
ατέρια, απο την διαρκώς ρέουσα φύση και απο δυνατά
ρεύματα. Αλλά εσύ η μακάρια θεά, είθε να αυξήσης
τους καρπούς, που μας δίνουν πολύ ευχαρίστηση, και
να έχεις ευμενή καρδιά μαζί με ευτυχισμένες εποχές.


Μητρός θεών, θυμίαμα ποικίλα

Αθανάτων θεότιμε θεών μήτερ, τροφέ πάντων, τήδε
μόλοις κράντειρα θεά, σέο πότνι' έπ' ευχαίς,
ταυροφόνων ζεύξασα ταχύδρομον άρμα λεόντων,
σκηπτούχε κλεινοίο πόλου, πολυώνυμεε, σεμνή, ή
κατέχεις κόσμοιο μέσον θρόνον, ούνεκεν αυτή γαίαν
έχεις, θνητοίσο τροφάς παρέχουσα προσηνείς, έκ σέο
δ' αθανάτων τε γένος θνητών τ' ελοχεύθη, σοί ποταμοί
κρατέονται αεί καί πάσα θάλασσα, Ιστίη αυδαχθείσα,
σέ δ' ολβοδότιν καλέουσιν, παντοίων αγαθών θνητοίς
ότι δώρα χαρίζη, έρχεο πρός τελετήν, ώ πότνια,
τυμπανοτερπής, πανδαμάτωρ, Φρυγίης σώτειρα, Κρόνου
συνόμευνε, Ουρανόπαι, πρέσβειρα, βιοθρέπτειρα, φίλοιστρε,
έρχεο γηθόσυνος, κεχαρισμένη ευσεβίησιν.

Ώ μητέρα των αθανάτων θεών, που τιμάσαι απο τους θεούς
και τρέφεις τα πάντα, είθε θεά αρχόντισσα να έλθεις εδώ,
για να ευχηθούμε σε σένα, σεβαστή θεά, αφού ζεύξεις γρήγορο
άρμα λεόντων, που φονεύουν τους ταύρους, σύ που έχεις το
σκήπτρο του ένδοξου πόλου, σύ με τα πολλά ονόματα, η σεβαστή,
σύ που κατέχεις τον θρόνο, που είναι στο μέσον του κόσμου,
και γι'αυτό σύ η ίδια κατέχεις την γή και προσφέρεις στους
ανθρώπους τροφές ήπιες { καταπραϋντικές }, απο εσένα εγεννήθη
το γένος και των θεών και των ανθρώπων, απο εσένα
κυριαρχούνται πάντοτε οι ποταμοί και όλη η θάλασσα, επωνομασθείς,
Εστία και σε καλούν δότειρα της ευτυχίας, διότι χαρίζεις στους
ανθρώπους δώρα απο παντός είδους αγαθά. Έλα στην τελετουργία,
ώ σεβαστή θεά, που τέρπεσαι με τις τυμπανοκρουσίες, σύ που δαμάζεις
τα πάντα, η σωτηρία της Φρυγίας, η σύζυγος του Κρόνου, το παιδί του
Ουρανού, η σεβαστή, που τρέφεις την ζωή και είσαι φίλη της μανίας,
έλα με χαρά, ευάρεστη στις ευσεβείς εκδηλώσεις μας.


Ἑρμοῦ, θυμίαμα λίβανον

Κλῦθί μου, Ἑρμεία, Διὸς ἄγγελε, Μαιάδος υἱέ,
παγκρατὲς ἦτορ ἔχων, ἐναγώνιε, κοίρανε θνητῶν,
εὔφρων, ποικιλόβουλε, διάκτορε ἀργειφόντα,
πτηνοπέδιλε, φίλανδρε, λόγου θνητοῖσι προφῆτα·
γυμνάσιν ὃς χαίρεις δολίαις τ' ἀπάταις, ὀφιοῦχε·
ἑρμηνεῦ πάντων, κερδέμπορε, λυσιμέριμνε·
ὃς χείρεσσιν ἔχεις εἰρήνης ὅπλον ἀμεμφές·
Κωρυκιῶτα, μάκαρ, ἐριούνιε, ποικιλόμυθε,
ἐργασίαις ἐπαρωγέ, φίλε θνητοῖς ἐν ἀνάγκαις·
γλώσσης δεινὸν ὅπλον τὸ σεβάσμιον ἀνθρώποισι·
κλῦθί μευ εὐχομένου, βιότου τέλος ἐσθλὸν ὀπάζων,
ἐργασίῃσι, λόγου χάρισιν, καὶ μνημοσύνῃσιν.

Άκουσε με Ερμή, σύ ο αγγελιοφόρος του Διός, ο υιός της
Μαίας, που έχεις πανίσχυρη καρδιά και είσαι μέσα
στους αγώνες, αρχηγέ των ανθρώπων, ευχάριστε,
που έχεις ποικίλες σκέψεις, οδηγέ, φονέα του Άργου,
που έχεις φτερωτά πέδιλα και είσαι φίλος των ανδρών
και προφήτης του λόγου στους ανθρώπους, σύ χαίρεσαι
με τα γυμνάσια και με δόλιες απάτες και κρατείς στα
χέρια σου φίδι, είσαι εξηγητής των πάντων, προστάτης
του εμπορικού κέρδους και μας απαλλάσεις απο μέριμνες,
σύ έχεις στα χέρια σου το άψογο όπλο της ειρήνης, ώ
Κηρυκιώτα, μακάριε, που παρέχεις μεγάλες ωφέλειες,
που λέγεις ποικίλα λόγια, βοηθέ στις εργασίες, φίλε
των θνητών στις ανάγκες τους, που έχεις το φοβερό όπλο
της γλώσσης, το σεβαστό στους ανθρώπους, άκουσε την
προσευχή μου, και δώσε καλό τέλος του βίου με τις εγασίες,
τις χαρές του λόγους και με τις μνημοσύνες.


Ὕμνος Περσεφόνης

Περσεφόνη, θυγάτερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα,
μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ' ἱερὰ δέξαι·
Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι,
ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης,
Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν,
Εὐμενίδων γενέτειρα, καταχθονίων βασίλεια,
ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην,
μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος,
Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε·
σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα,
εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή,
ἐαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῇσιν,
ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις,
ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα·
ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις,
Φερσεφόνεια· φέρεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις.
κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ' ἀνάπεμπ' ἀπὸ γαίης
εἰρήνῃ θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρ' ὑγείῃ
καὶ βίῳ εὐόλβῳ λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι
πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.

Ώ Περσεφόνη, θυγατέρα του μεγάλου Διός, έλα, ώ μακαρία,
σύ η μονογενής θεά, και δέξου την θυσία την ευάρεστη
πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, που δίδεις ζωή, που
κατέχεις τις πύλες του Άδου στα υποχθόνια της γής,
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι,
μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθονίων, την
κόρη που εγέννησε ο Ζεύς με ανέκφραστο τοκετό, ώ μητέρα
του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως, που παίζεις
μαζί με τις εποχές και φέρνεις το φώς, εσύ με την ωραία
μορφή, σεμνή, παντοδύναμη, κόρη που είσαι γεμάτη απο
καρπούς, και φέγγεις λαμπρά, έχεις κέρατα, και εσύ μόνο
είσαι περιπόθητη στους ανθρώπους, διότι είσαι εαρινή και
χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερό
σώμα σοπυ στους βλαστούς, που παράγουν χλωρούς καρπούς,
ενυμφεύθεις το φθινόπωρο κατόπιν αρπαγής, μόνη εσύ είσαι
η ζωή και ο θάνατος στους ανθρώπους τους
πολυβασανισμένους, διότι σύ η Φερσεφόνη φέρεις πάντοτε
την ζωή { την άνοιξη }και τα πάντα φονεύεις { τον χειμώνα }.
Άκουσε με μακαρία θεά και φέρε καρπούς στην γή, δίδε ειρήνη
και ευχάριστη δίδε υγεία και βίο ευτυχή, που οδηγεί,
ώ βασίλισσα, τα ύσηχα γηρατειά κάτω απο τον δικό σου χώρο
και πρός τον δυνατό Πλούτωνα.


Διονύσου, θυμίαμα στύρακα

Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, εὐαστῆρα,
πρωτόγονον, διφυῆ, τρίγονον, Βακχεῖον ἄνακτα,
ἄγριον, ἄρρητον, κρύφιον, δικέρωτα, δίμορφον,
κισσόβρυον, ταυρωπόν, Ἀρήιον, εὔιον, ἁγνόν,
ὠμάδιον, τριετῆ, βοτρυοτρόφον, ἐρνεσίπεπλον.
Εὐβουλεῦ, πολύβουλε, Διὸς καὶ Περσεφονείης
ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς, ἄμβροτε δαῖμον·
κλῦθι, μάκαρ φωνῆς, ἡδὺς δ' ἐπίπνευσον ἐνηής,
εὐμενὲς ἦτορ ἔχων, σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις.

Τον Διόνυσο προσκαλώ, τον θορυβώδη που φωνάζει
ευά! { επιφώνημα ενθουσιώδες }, τον πρωτογενή,
που έχει δύο φύσεις, και εγεννήθη τρείς φορές, τον
Βακχικό βασιλέα, τον ζώντα στους αγρούς, τον
ανέκφραστο, τον απόκρυφο, που έχει δύο κέρατα
και δυό μορφές, τον γεμάτο απο κισσό, που έχει
πρόσωπο ταύρου, τον πολεμικό, τον βακχικό, τον
αγνό, που τρώγει ωμά κρέατα, τον τριετή, που
τρέφει τα σταφύλια και έχει για πέπλο βλαστάρια.
Ώ Ευβουλέα, πολυμήχανε, που εγεννήθης στα
απερίγραπτα κρεββάτια του Διός και της Περσεφόνης,
αθάνατε δαίμονα { θεέ }, άκουσε μακάριε, την
φωνή μου και σπεύσε με γλυκύτητα και με προσήνεια,
έχων ευμενή διάθεση μαζί με τις καλλίζωνες
συντροφους σου { τις Μαινάδες και τις Βάκχες }.


Ὕμνος Κουρήτων

Σκιρτηταὶ Κουρῆτες, ἐνόπλια βήματα θέντες,
ποσσίκροτοι, ῥομβηταί, ὀρέστεροι, εὐαστῆρες,
κρουσιλύραι, παράρυθμοι, ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις,
ὁπλοφόροι, φύλακες, κοσμήτορες, ἀγλαόφημοι,
μητρὸς ὀρειμανέος συνοπάονες, ὀργιοφάνται,
ἔλθοιτ' εὐμενέοντες ἐπ' εὐφήμοισι λόγοισιν,
βουκόλῳ εὐάντητοι ἀεὶ κεχαρηότι θυμῷ.

Ώ σείς οι Κουρήτες, που πηδάτε και βαδίζετε
ρυθμικά σύμφωνα με τα πολεμικά τραγούδια
σας, που κάνετε κρότο με τα πόδια και
περιστρέφεσθε ωσάν ρόμβοι { σβούρες }, και
ζείτε στα βουνά, βακχικοί, που κρούετε την
λύρα και είσθε ρυθμικοί και βαδίζετε με
ελαφρά βήματα, και είσθε οπλισμένοι, φύλακες,
αρχηγοί, με λαμπρή φήμη, συντρόφοι της μητέρας
{ της Ρέας ή της Κυβέλης }που σαν μανιακή
περιφέρεται στα βουνά, σείς που φανερώνετε
{ που γνωρίζετε } τις ιεροτελεστίες, είθε να έλθετε
με ευμενή διάθεση απο τους εγκωμιαστικούς
λόγους, καταδεκτικοί πάντοτε πρός τον βοϊδοβοσκό
και με χαρούμενη καρδιά.


Ἀθηνᾶς, θυμίαμα ἀρώματα

Παλλὰς μουνογενής, μεγάλου Διὸς ἔκγονε σεμνή,
δῖα μάκαιρα θεά, πολεμοκλόνος, ὀβριμόθυμε,
{ ἄρρητ', εὐρήτη, μεγαλώνυμος, ἀντροδίαιτε·
ἣ τε διαΐσσεις ὑψαύχενας ἀκρωρείας,
ἠδ' ὄρεα σκιόεντα, νάπῃσί τε σὴν φρένα τέρπεις }.
ὁπλοχαρής, οἰστροῦσα βροτῶν ψυχὰς μανίῃσιν·
γυμνάζουσα κόρη, φρικώδη θυμὸν ἔχουσα.
Γοργοφόνος, φυγόλεκτρε, τεχνῶν μῆτερ πολύολβε.
ὁρμάστειρα, φίλοιστρε κακοῖς, ἀγαθοῖς δὲ φρόνησις
ἄρσην μὲν καὶ θῆλυς ἔφυς, πολεμήτοκε μῆτι.
αἰολόμορφε, δράκαινα, φιλένθεος, ἀγλαότιμε·
Φλεγραίων ὀλέτειρα Γιγάντων, ἱππελάτειρα.
Τριτογένεια, λύτειρα κακῶν, νικηφόρε δαῖμον,
γλαυκώφ', εὑρεσίτεχνε, πολυλλίστη βασίλεια
ἤματα καὶ νύκτας αἰεὶ νεάτῃσιν ἐν ὥραις,
κλῦθί μευ εὐχομένου, δὸς δ' εἰρήνην πολύολβον,
καὶ κόρην ἠδ' ὑγίειαν ἐπ' εὐόλβοισιν ἐν ὥραις.

Ώ Παλλάδα μονογενής, που είσαι το σεμνό τέκνο του
μεγάλου Διός, σεβαστή μακαρία θεά, που διεγείρεις
τον θόρυβο του πολέου κρατερόκαρδε, { Ανέκφραστη
και όμως ευκολοείπωτη, ένδοξε, που διαιτάσαι στα
σπήλαια, σύ υπερπηδάς τις υψηλές κορυφές των
βουνών και τρέχεις στα δασοσκεπή βουνά και
χαίρεσαι με την καρδιά σου γυρίζοντας στα φαράγγια}
Σύ αγαπάς τα όπλα, οιστρηλατείς { ξεσηκώνεις }
τις ψυχές των ανθρώπων με μανίες, είσαι η κόρη που
γυμνάζεις και έχεις φρικτή οργή. Εσύ εφόνευσες την
Γοργόνα, αποφεύγεις το συζυγικό κρεββάτι, αλλά
είσαι η πολυευτυχισμένη μητέρα των τεχνών. Εσύ
παρέχεις παρορμήσεις, αγαπάς να ξεσηκώνεις οίστρο
στους κακούς, στους ανθρώπους όμως είσαι φρόνηση,
εγεννήθης έκ φύσεως αρσενική και θηλυκή, εσύ γεννάς
τους πολέμους, αλλά είσαι και η σύνεση. Ποικιλόμορφε,
που βλέπεις με οξύτητα, ενθουσιαστική, που έχεις
λαμπρά τιμή, εσύ εξωλόθρευσες τους Φλεγραίους
γίγαντες, εσύ οδηγείς του ίππους. Είσαι η Τριτογένεια,
μας απαλλάσσεις απο τα κακά, είσαι η θεά, που μας
φέρεις την νίκη, η γαλανομάτα, η ευφερίσκουσα τέχνες,
η βασίλισσα που δέχεται πολλές ικεσίες ημέρα και
νύχτα πάντοτε στις τελευταίες ώρες, άκουσε τις ευχές
μου και δώσε μας ειρήνη, που παρέχει πολύ ευτυχία,
και ικανοποίηση και υγεία μ' ευτυχισμένες ώρες.


Νίκης, θυμίαμα μάνναν

Εὐδύνατον καλέω Νίκην, θνητοῖσι ποθεινήν,
ἣ μούνη λύει θνητῶν ἐναγώνιον ὁρμὴν,
καὶ στάσιν ἀλγινόεσσαν ἐπ' ἀντιπάλοισι μάχῃσιν,
ἐν πολέμοις κρίνουσα τροπαιούχοισιν ἐπ' ἔργοις,
οἷς ἂν ἐφορμαίνουσα φέρῃς γλυκερώτατον εὖχος.
πάντων γὰρ κρατέεις· πάσης δ' ἔριδος κλέος ἐσθλὸν
Νίκῃ ἐπ' εὐδόξῳ κεῖται θαλίῃσι βρυάζον.
ἀλλά, μάκαιρ', ἔλθοις πεποθημένῳ ὄμματι φαιδρῷ,
αἰεὶ ἐπ' εὐδόξοις ἔργοις κλέος ἐσθλὸν ἄγουσα.

Την Νίκη προσκαλώ, την πολυδύναμη, την περιπόθητη
στους ανθρώπους, που μόνο αυτή απαλλάσει τους
ανθρώπους απο την αγωνιώδη ορμή και απο την οδυνηρή
αντίθεση κατά τις μάχες μεταξύ αντιπάλων, διότι εσύ
αποφασίζεις στους πολέμους με τα νικηφόρα έργα, πρός
τα οποία όταν ορμάς, φέρνεις γλυκύτατο καύχημα,
διότι είσαι των πάντων κυρίαρχος, και σε κάθε διαμάχη
εναπόκειται σε εσένα, απο εσένα εξαρτάται η ένδοξος
Νίκη, το καλό αποτέλεσμα, που χαίρεται ο νικητής,
αλλά, ώ μακάρια, είθε να μας έλθεις με περιπόθητο
φαιδρό μάτι και να μας φέρεις πάντοτε καλή φήμη
για τα ένδοξα έργα.


Ἀπόλλωνος, θυμίαμα μάνναν

Ἐλθέ, μάκαρ Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ,
Μεμφῖτ', ἀγλαότιμος, ἰήιε, ὀλβιοδῶτα,
χρυσολύρη, σπερμεῖος, ἀρότριε, Πύθιε, Τιτάν.
Γρύνειε, Σμινθεῦ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ, μάντι,
ἄγριε, φωσφόρε δαῖμον, ἐράσμιε, κύδιμε κοῦρε·
Μουσαγέτη, χαροποιός, ἑκηβόλε, τοξοβέλεμνε,
Βράγχιε καὶ Διδυμεῦ, ἑκάεργος, Λοξία, ἁγνέ·
Δήλι' ἄναξ, πανδερκὲς ἔχων φαεσίμβροτον ὄμμα,
χρυσοκόμη, καθαρὰς φήμας χρησμούς τ' ἀναφαίνων·
κλῦθί μευ εὐχομένου λαῶν ὕπερ εὔφρονι θυμῷ.
τόνδε σὺ γὰρ λεύσσεις τὸν ἀπείριτον αἰθέρα πάντα,
γαῖαν τ' ὀλβιόμοιρον ὕπερθέν καὶ δι' ἀμολγοῦ
νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν ὑπ' ἀστεροόμματου ὄρφνης
ῥίζας νέρθε δέδορκας, ἔχεις δέ τε πείρατα κόσμου
παντός· σοὶ δ' ἀρχή τε τελευτή τ' ἐστὶ μέλουσα,
παντοθαλής· σὺ δὲ πάντα πόλον κιθάρῃ πολυκρέκτῳ
ἁρμόζεις, ὁτὲ μὲν νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων,
ἄλλοτε δ' αὖθ' ὑπάτην, ποτὲ Δώριον εἰς διάκοσμον
πάντα πόλον κιρνὰς κρίνεις βιοθρέμμονα φῦλα,
ἁρμονίῃ κεράσας παγκόσμιον ἀνδράσι μοῖραν·
μίξας χειμῶνος θέρεός τ' ἴσον ἀμφοτέροισιν,
ταῖς ὑπάταις χειμῶνα, θέρος νεάταις διακρίνας,
Δώριον εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνθος.
ἔνθεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλῄζουσιν ἄνακτα
Πᾶνα, θεὸν δικέρωτ', ἀνέμων συρίγμαθ' ἱέντα·
οὕνεκα παντὸς ἔχεις κόσμου σφραγῖδα τυπῶτιν.
κλῦθι μάκαρ, σώζων μύστας ἱκετηρίδι φωνῇ.

Έλα ώ μακάριε Παιάν, που εφόνευσες τον Τιτυόν, Φοίβε
Λυκωρέα, Μεμφίτη, σύ που τιμάσαι λαμπρά, ο υιός, ο
παρέχων ευτυχία, που έχεις χρυσή λύρα και έχεις
σχέση με τα σπέρματα, ο προστάτης των καλλιεργητών,
ο Πύθιος, ο Τιτάν, ο Γρύνειος, ο Σμινθεύς, ο φονεύς του
Πύθωνος, ο Δελφικός, ο μάντης, ο άγριος, ο θεός που
φέρει το φώς, ο αγαπητός, ο ένδοξος νέος, σύ που είσαι ο
ηγέτης των Μουσών, ο αρχηγός του χορού, ο μακροβόλος,
ο τοξοβόλος, ο βράγχιος και Διδυμεύς, ο τοξότης, ο
Λοξίας, ο αγνός, ώ άνακτα της Δήλου, που το μάτι σου,
το φωτίζον τους ανθρώπους, βλέπει τα πάντα, σύ με την
χρυσή κόμη, που μας δίδεις προφητικές καθαρές φωνές
και χρησμούς, άκουσε την προσευχή μου υπέρ των λαών
με ευφρόσυνη καρδιά, διότι εσύ βλέπεις όλον αυτόν τον
απέραντο αιθέρα και απο επάνω βλέπεις την ευτυχισμένη
γή και απο κάτω στο σκοτάδι κατά την νύχτα έν ώρα
ησυχίας, που έχεις για μάτια τα άστρα, βλέπεις τις ρίζες,
και έχεις τα πέρατα όλου του κόσμου { κάτω απο τα μάτια
σου }εσύ φροντίζεις για την αρχή και το τέλος, και κάνεις
να θάλλουν τα πάντα, εσύ συναρμόζεις κάθε πόλο με την
κιθάρα, που έχει μεγάλο ήχο, άλλοτε μέν βαδίζων πρός τα
τέρματα της νεάτης { της κατωτάτης χορδής } άλλοτε
πάλι πρός την υπάτη { την υψηλοτάτη χορδή } άλλοτε δε
συμμειγνύων κάθε πόλο είς την Δωρική διακόσμηση { διάταξη }.
Διαχωρίζεις τα διατηρούμενα στην ζωή φύλα, συγκεράσας
διά της αρμονίας την παγκόσμιο μοίρα των ανθρώπων { την μοίρα
- την θέση των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο } ανέμειξες έξ ίσου
και με τα δυό { και με την νεάτη και με την υπάτη } τον χειμώνα
και το θέρος, διεχώρισες δε τον χειμώνα είς ύπατας και το θέρος
με τας νεάτας και σχημάτισες το ωραίο Δωρικό άνθος του
πολυαγαπημένου έαρος. Έξ αυτού οι ανθρώποι σε καλούν με την
επωνυμία άνακτα Πάνα, θεό με δύο κέρατα, που αφήνεις τα
σφυρίγματα των ανέμων, και γι'αυτό κρατείς την σφραγίδα, που
δίδει τον τύπο σε όλο τον κόσμο, άκουσε με, μακάριε, και σώσε τους
μεμυημένους με την ικευτική φωνή { που σε ικετεύουν }.


Λητούς, θυμίαμα σμύρναν

Λητοί κυανόπεπλε, θεά διδυματόκε, σεμνή,
Κοιαντίς, μεγάθυνε, πολυλλίστη βασίλεια,
εύτεκνον Ζηνός γονίμην ωδίνα λαχούσα,
γειναμένη Φοίβον τε καί Άρτεμιν ίοχέαιραν,
τήν μέν έν Όρτυγίη, τόν δέ κραναή ενί Δήλω,
κλύθι, θεά δέσποινα, καί ίλαον ήτορ έχουσα
βαίν' επί πάνθειον τελετήν, τέλος ήδυ φέρουσα.

Ώ Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, σύ η θεά που
εγέννησες δίδυμα, σεμνή, κόρη του Κοίη { Κοιαντίς },
βασίλισσα, που σου απευθύνουν πολλές παρακλήσεις,
που σου έτυχε να έχεις με τον Δία γόνιμο τοκετό
ωραίων τέκνων, αφού σύ εγέννησες και τον Φοίβο
{ τον Απόλλωνα } και την Άρτεμι, που εκτοξεύει βέλη,
αυτήν μέν είς την Ορτυγία, εκείνον δέ είς την βραχώδη
Δήλο, άκουσε με , θεά δέσποινα, και με ευμενή καρδιά
έλα είς την τελετουργία, που είναι αφιερωμένη σε
όλους τους θεούς, και φέρε μας γλυκό τέλος.


Ἀρτέμιδος, θυμίαμα μάνναν

Κλῦθί μευ, ὦ βασίλεια, Διὸς πολυώνυμε κούρη,
Τιτηνίς, βρομίη, μεγαλώνυμε, τοξότι, σεμνή,
πασιφαής, δαδοῦχε, θεά Δίκτυννα, λοχείη,
ὠδίνων ἐπαρωγὲ καὶ ὠδίνων ἀμύητε·
λυσίζωνε, φίλοιστρε, κυνηγέτι, λυσιμέριμνε,
εὔδρομος, ἰοχέαιρα, φιλαγρότι, νυκτερόφοιτε,
κληισίη, εὐάντητε, λυτηρίη, ἀρσενόμορφε,
Ὀρθίη, ὠκυλόχεια, βροτῶν κουροτρόφε δαῖμον,
ἀγροτέρη, χθονίη, θηροκτόνος, ὀλβιόμοιρε·
ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς, ἐλαφηβόλε, σεμνή,
πότνια, παμβασίλεια, καλὸν θάλος αἰὲν ἐοῦσα,
δρυμονία, σκυλακῖτι, Κυδωνιάς, αἰολόμορφε.
ἐλθέ, θεὰ σώτειρα, φίλη, μύστῃσιν ἅπασιν
εὐάντητος, ἄγουσα καλοὺς καρποὺς ἀπὸ γαίης
εἰρήνην τ' ἐρατὴν καλλιπλόκαμον θ' ὑγίειαν·
πέμποις δ' εἰς ὀρέων κεφαλὰς νούσους τε καὶ ἄλγη.

Άκουσε με, ώ βασίλισσα, κόρη του Διός με τα πολλά
ονόματα, Τιτανίδα, που είσαι θορυβώδης, ένδοξος
τοξότρια, σεμνή, που λάμπεις σε όλους, και κρατείς
λαμπάδα, σύ η θεά Δίκτυννα, η προστατεύουσα τις
γεννήσεις, που προσέρχεσαι βοηθός, στίς ετοιμόγεννες,
ενώ η ίδια αγνοείς τους πόνους του τοκετού. Εσύ
λύεις τις ζώνες, αγαπάς τον οίστρο, είσαι κυνηγός,
μας απαλλάσσεις απο τις φροντίδες, τρέχεις πολύ,
είσαι τοξεύτρια, φίλη των αγροτών, περιφέρεσαι κατά
την νύχτα, είσαι το καταφύγιο των βασανισμένων,
καταδεκτική, λυτρώτρια, με αρσενική μορφή, ορθή,
επιταχύνεις τους τοκετούς, θεά που τρέφεις τα παιδιά
των ανθρώπων, αγρότισσα, γήινη, φόνισσα των θηρίων,
καλότυχη, εσύ κατέχεις τα δάση των βουνών, τοξεύεις
τα ελάφια, είσαι η σεμνή, η σεβαστή, η βασίλισσα των
πάντων, είσαι πάντοτε ωραίο βλαστάρι { του Διός }
συχνάζεις είς τους δρυμούς, η προστάτις των σκύλων,
η κυδωνιάς, η ποικιλόμορφος. Έλα, ώ θεά, για σωτηρία
μας, ώς φίλη σε όλους τους μυημένους, ευπρόσιτη, φέρουσα
ωραίους καρπούς απο την γή και την αξιέραστη ειρήνη και
την υγεία με τα ωραία πλοκάμια, και είθε να αποπέμπεις
στις κορυφές των βουνών τις ασθένειες και τους πόνους.


Τιτάνων, θυμίαμα λίβανον

Τιτῆνες, Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα,
ἡμετέρων πρόγονοι πατέρων, γαίης ὑπένερθεν
οἴκοις Ταρταρίοισι μυχῷ χθονὸς ἐνναίοντες,
ἀρχαὶ καὶ πηγαὶ πάντων θνητῶν πολυμόχθων,
εἰναλίων, πτηνῶν τε καὶ οἳ χθόνα ναιετάουσιν·
ἐξ ὑμέων γὰρ πᾶσα πέλει γενεὴ κατὰ κόσμον.
ὑμᾶς κικλήσκω μῆνιν χαλεπὴν ἀποπέμπειν,
εἴ τις ἀπὸ χθονίων προγόνων οἴκοισι πελάσθη.

Ώ σείς οι Τιτάνες, τα λαμπρά τέκνα της Γής και
του Ουρανού, οι πρόγονοι των δικών μας πατέρων,
που ζούσατε άλλοτε υπεράνω της γής, αλλά που
κατοικείτε τώρα στους οίκους του Ταρτάρου, είς
τον μυχόν { το βάθος } του Άδου, σείς είσθε οι αρχές
και οι πηγές όλων των θνητών των πολυβασανισμένων
{ όλων των δημιουργημάτων που αποθνήσκουν } των
θαλασσίων δηλαδή και των ιπταμένων και εκείνων,
που ζούν είς την γή, διότι απο σας προέρχεται κάθε
γένος στον κόσμο. Εσάς επικαλούμαι να αποδιώξετε
την ολέθρια οργή, εάν κάποια { οργή } εισεχώρησε είς
τις οικίες μας απο τους γήινους προγόνους.


Κουρήτων, θυμίαμα λίβανον

Χαλκόκροτοι Κουρῆτες, Ἀρήια τεύχε' ἔχοντες,
οὐράνιοι χθόνιοί τε καὶ εἰνάλιοι, πολύολβοι,
ζωιογόνοι πνοιαί, κόσμου σωτῆρες ἀγαυοί,
οἵτε Σαμοθράικην, ἱερὴν χθόνα, ναιετάοντες
κινδύνους θνητῶν ἀπερύκετε ποντοπλανήτων
ὑμεῖς καὶ τελετὴν πρῶτοι μερόπεσσιν ἔθεσθε,
ἀθάνατοι Κουρῆτες, Ἀρήια τεύχε' ἔχοντες
νωμᾶτ' Ὠκεανόν, νωμᾶθ' ἅλα δένδρεά θ' αὕτως
ἐρχόμενοι γαῖαν κοναβίζετε ποσσὶν ἐλαφροῖς,
μαρμαίροντες ὅπλοις ἦ πτήσσουσι δὲ θῆρες ἅπαντες
ὁρμώντων, θόρυβος δὲ βοή τ' εἰς οὐρανὸν ἵκει
εἱλιγμοῖς τε ποδῶν κονίη νεφέλας ἀφικάνει
ἐρχομένωνἦ τότε δή ῥα καὶ ἄνθεα πάντα τέθηλε.
δαίμονες ἀθάνατοι, τροφέες καὶ αὖτ' ὀλετῆρες,
ἡνίκ' ἂν ὁρμαίνητε χολούμενοι ἀνθρώποισιν
ὀλλύντες βίοτον καὶ κτήματα ἠδὲ καὶ αὐτοὺς
πιμπλάντες, στοναχεῖ δὲ μέγας πόντος βαθυδίνης,
δένδρη δ' ὑψικάρην' ἐκ ῥιζῶν ἐς χθόνα πίπτει,
ἠχὼ δ' οὐρανία κελαδεῖ ῥοιζήμασι φύλλων.
Κουρῆτες Κορύβαντες, ἀνάκτορες εὐδύνατοί τε
ἐν Σαμοθράικηι ἄνακτες, ὁμοῦ { δὲ } Διόσκοροι αὐτοί,
πνοιαὶ ἀέναοι, ψυχοτρόφοι, ἀεροειδεῖς,
οἵτε καὶ οὐράνιοι δίδυμοι κλήιζεσθ' ἐν Ὀλύμπωι,
εὔπνοοι, εὔδιοι, σωτήριοι ἠδὲ προσηνεῖς,
ὡροτρόφοι, φερέκαρποι ἐπιπνείοιτε ἄνακτες.

Ώ Κουρήτες, που κρατείτε τα χάλκινα τύμπανα και
έχετα πολεμικά όπλα, σείς οι επουράνιοι και οι γήινοι
και οι θαλάσσιοι, πολυευτυχισμένοι, πνόες που
γεννάτε ζωή, ένδοξοι σωτήρες του κόσμου, που
κατοικείτε στην Σαμοθράκη, την ιερά γή, και
απομακρύνετε τους κινδύνους απο τους ανθρώπους,
που περιπλανιώνται στην θάλασσα, εσείς πρώτοι
καθιερώσατε και την τελετουργία { τις μυστικές τελετές }
ώ αθάνατοι Κουρήτες, που φέρετε πολεμικά όπλα, εσείς
που κινείτε τον Ωκεανό, εσείς κινείτε την θάλασσα,
επίσης και τα δέντρα, και όταν έρχεσθε στην γή βροντάτε
με τα ελαφριά πόδια σας, λάμποντες με τα όπλα σας,
και καταλαμβάνονται απο φόβο όλα τα θηρία, ενώ εσείς
ορμάτε, θόρυβος δέ και βουητό φθάνει εώς τον ουρανό,
και ενώ έρχεσθε με τους ελιγμούς { τα στριφογυρίσματα }
των ποδιών σας η σκόνη { ο κορνιαχτός } απο τον
ανεμοστρόβιλο, που σηώνεται, φθάνει στα σύνεφα, θεοί
αθάνατοι, σείς που τρέφετε { τους ανθρώπους } και πάλι
τους καταστρέφετε, όταν ορμάτε χολωμένοι εναντίον των
ανθρώπων, καταστρέφοντες την περιουσία και τα κτήματά
τους, ακόμη και αυτούς τους ίδιους ταλανίζοντες, τότε
στενάζει ο μεγάλος πόντος με τους βαθείς ανεμοστρόβιλους,
και τα ψηλά δέντρα πέφτουν απο τις ρίζες τους στην γή,
ηχώ δε προερχόμενη έξ ουρανού φωνάζει με τα σφυρίγματα
των φύλλων, που κινούνται με ορμή. Ώ Κουρήτες
Κορυβάντες, βασιλείς και ισχυροί, που βασιλεύετε στην
Σαμοθράκη, μαζί δε οι ίδιοι είσθε παιδιά του Διός, πνοές
αδιάκοπες, που τρέφετε την ψυχή και έχετε όψη σκοτεινή,
σείς και επουράνιοι δίδυμοι επονομάζεσθε στον Όλυμπο,
που έχετε ωραίες πνοές { φυσήματα }, σείς που είσθε αίθριοι,
σωτήριοι και ευμενείς, που τρέφετε τις ώρες { τις εποχές }
του έτους, που φέρετε καρπούς, είθε ώ άνακτες να πνεύσετε
{ να ευνοήσετε } και πρός ημάς.


Κορύβαντος, θυμίαμα λίβανον

Κικλήσκω χθονὸς ἀενάου βασιλῆα μέγιστον,
Κύρβαντ' ὀλβιόμοιρον, Ἀρήιον, ἀπροσόρατον,
νυκτερινὸν Κουρῆτα, φόβων ἀποπαύστορα δεινῶν,
φαντασιῶν ἐπαρωγόν, ἐρημοπλάνον Κορύβαντα,
αἰολόμορφον ἄνακτα, θεὸν διφυῆ, πολύμορφον,
φοίνιον, αἱμαχθέντα κασιγνήτων ὑπὸ δισσῶν,
Δηοῦς ὃς γνώμαισιν ἐνήλλαξας δέμας ἁγνόν,
θηρότυπον θέμενος μορφὴν δνοφεροῖο δράκοντος
κλῦθι, μάκαρ, φωνῶν, χαλεπὴν δ' ἀποπέμπεο μῆνιν,
παύων φαντασίας, ψυχῆς ἐκπλήκτου ἀνάγκας.

Καλώ τον μέγιστο βασιλέα της αιώνιας γής, τον καλότυχο
Κορύβαντα, τον πολεμικό, που κανείς δεν μπορεί να τον
αντιμετωπίσει, τον νυκτερινό Κουρήτα, που καταπαύει
τους τρομερούς φόβους, αυτόν που έρχεται βοηθός των
φαντασμάτων, τον Κορύβαντα που περιπλανάται στην
έρημο, τον ποικιλόμορφο άνακτα, τον θεό με τις δύο φύσεις,
τον πολύμορφον, τον ερυθρό ωσάν το αίμα, αυτόν που
σφάχτηκε αο δύο αδελφούς, εσένα που κατά τις γνώμες της
Δηούς άλλαξες το αγνό σώμα σου και στην θέση του έβαλες
την θηριοειδή μορφή μαύρου δράκοντος, άκουσε, μακάριε,
τις φωνές μου, και αποδίωξε την φοβερή οργή και
κατάπαυσε τα φαντάσματα της ψυχής, που είναι προϊοντα
της καταπληκτικής ανάγκης.


Δήμητρος Ἐλευσινίας, θυμίαμα στύρακα

Δηώ, παμμήτειρα θεά, πολυώνυμε δαῖμον,
σεμνὴ Δήμητερ, κουροτρόφε, ὀλβιοδῶτι,
πλουτοδότειρα θεά, σταχυοτρόφε, παντοδότειρα,
εἰρήνηι χαίρουσα καὶ ἐργασίαις πολυμόχθοις,
σπερμεία, σωρῖτι, ἀλωαία, χλοόκαρπε,
ἣ ναίεις ἁγνοῖσιν Ἐλευσῖνος γυάλοισιν,
ἱμερόεσσ', ἐρατή, θνητῶν θρέπτειρα προπάντων,
ἡ πρώτη ζεύξασα βοῶν ἀροτῆρα τένοντα
καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα,
αὐξιθαλής, Βρομίοιο συνέστιος, ἀγλαότιμος,
λαμπαδόεσσ', ἁγνή, δρεπάνοις χαίρουσα θερείοις
σὺ χθονία, σὺ δὲ φαινομένη, σὺ δε πᾶσι προσηνής
εὔτεκνε, παιδοφίλη, σεμνή, κουροτρόφε κούρα,
ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς
ἐγκυκλίοις δίναις περὶ σὸν θρόνον εὐάζουσα,
μουνογενής, πολύτεκνε θεά, πολυπότνια θνητοῖς,
ἧς πολλαὶ μορφαί, πολυάνθεμοι, ἱεροθαλεῖς.
ἐλθέ, μάκαιρ', ἁγνή, καρποῖς βρίθουσα θερείοις,
εἰρήνην κατάγουσα καὶ εὐνομίην ἐρατεινὴν
καὶ πλοῦτον πολύολβον, ὁμοῦ δ' ὑγίειαν ἄνασσαν.

Ώ Δηώ μητέρα των πάντων, θεά, δαιμονία με τα
πολλά ονόματα, σεβαστή Δήμητρα, που τρέφεις
τα παιδιά και δίδεις την ευτυχία, ώ θεά που
δίδεις τον πλούτο, τρέφεις τα στάχυα, παρέχεις
τα πάντα και χαίρεσαι στην ειρήνη και στις
εργασίες, που απαιτούν πολύ μόχθο, σύ είσαι η
προστάτις των σπερμάτων, σύ δίδεις σωρούς απο
σιτάρι, η συχνάζουσα είς τα αλώνια, εσύ
παράγεις χλωρούς καρπούς, και κατοικείς στις
ιερές κοιλάδες της Ελευσίνος, είσαι περιπόθητη,
αγαπητή, τροφ΄ός όλων των θνητών, και πρώτη
εσύ έζευξες τον αυχένα των βοδιών πρός
καλλιέργια, και έφερες στους ανθρώπους βίο
περιπόθητο, πολυευτυχισμένο, βοηθείς στην αύξηση
των καρπών, είσαι σύνοικος του Βρομίου
{ του Διονύσου } τιμάσαι με λαμπρότητα, κρατείς
λαμπάδα, είσαι αγνή, και χαίρεσαι με τα θερινά
δρέπανα, σύ είσαι κάτω απο την γή, αλλά φαίνεσαι,
και είσαι πρός όλους φιλική, ώ σύ η φιλόστοργος,
που αγαπάς τα παιδιά, η σεβαστή, που είσαι κόρη και
τρέφεις παιδιά, που έζευξες σε άρμα με δρακόντεια
χαλινάρια οπαδούς του Διονύσου που εκραύγαζον
περιδινούμενοι κυκλικώς γύρω απο τον θρόνο σου,
θεά μονογενής και πολύτεκνος και πολυσέβαστη στους
ανθρώπους, που έχεις πολλές μορφές, γεμάτες απο
πολλά άνθη, που θάλλουν απο ιερότητα, έλα, ώ μακαρία,
αγνή, που είσαι γεμάτη απο καλοκαιριάτικους καρπούς,
και φέρε μας κάτω ειρήνη και ευνομία περιπόθητη και
πλούτο πολυευτυχισμένο, μαζί δέ με αυτά και την
βασίλισσα υγεία.


Μητρὸς Ἀνταίας, θυμίαμα ἀρώματα

Ἀνταία βασίλεια, θεά, πολυώνυμε μῆτερ
ἀθανάτων τε θεῶν ἠδὲ θνητῶν ἀνθρώπων,
ἥ ποτε μαστεύουσα πολυπλάγκτωι ἐν ἀνίηι
νηστείαν κατέπαυσας Ἐλευσῖνος ἐν γυάλοισιν
ἦλθές τ' εἰς Ἀίδην πρὸς ἀγαυὴν Περσεφόνειαν
ἁγνὸν παῖδα Δυσαύλου ὁδηγητῆρα λαβοῦσα,
μηνυτῆρ' ἁγίων λέκτρων χθονίου Διὸς ἁγνοῦ,
Εὔβουλον τεύξασα θεὸν θνητῆς ἀπ' ἀνάγκης.
ἀλλά, θεά, λίτομαί σε, πολυλλίστη βασίλεια,
ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ' εὐιέρωι σέο μύστηι.

Ανταία βασίλισσα, θεά, ονομαστή μητέρα των
αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων,
σύ που κάποτε ερευνώσα μέσα σε μιά πολυπλάνητη
θλίψη κατέπαυσες την νηστεία { την πείνα } στις
κοιλάδες της Ελευσίνος, και κατέβεις στον Άδη
πρός την ένδοξο Περσεφόνη, αφού σου έτυχε να έχεις
ώς οδηγό το αγνό παιδί του Δυσαύλου, που
απεκάλυψε { φανέρωσε το αγνό παιδί } τα ιερά
κρεββάτια του υποχθονίου Διός, και γέννησες τον
Εύβουλο, που ήτο θεός, υποκύψασα στην ανάγκη
θνητής. Αλλά ώ θεά, παρακαλώ εσένα την βασίλισσα,
που δέχεσαι πολλές ικεσίες, να έλθεις καταδεκτική
στον ιερό μύστη σου.


Μίσης, θυμίαμα στύρακα

Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον,
σπέρμα πολύμνηστον πολυώνυμον Ευβουλήος,
αγνήν τ' ευίερόν τε Μίσην, άρρητον άνασσαν,
άρσενα καί θήλυν, διφυή λύσιον Ίακχον, είτ' έν
Ελευσίνος τέρπη νηώ θυόεντι, είτε καί έν Φρυγίη
σύν μητέρι μυστιπολεύεις, ή Κύπρω τέρπη, σύν
ευστεφάνω Κυθερείη, ή καί πυροφόροις πεδίοις
επαγάλλεαι αγνοίς σύν σή μητρί θεά μελανηφόρω
Ίσιδι σεμνή, Αιγύπτου παρά χεύμα, σύν αμφιπόλοισι
τιθήναις, ευμενέουσ' έλθοις αγάθ' εκτελέουσ' έπ' αέθλοις.

Τον Διόνυσο προσκαλώ, που βάζει θεσμούς και φέρει ραβδί,
που είναι σπέρμα πολυενθύμητο και ένδοξο του Ευβούλου,
και την αγνή ιερωτάτη Μίση { προσκαλώ } την απερίγραπτο
βασίλισσα, αρσενική και θηλυκή, τον δίμορφο λυτρωτή Ίακχο,
είτε τέρπεσαι μέσα στον ευώδη ναό της Ελευσίνος, είτε και
στην Φρυγία τελείς μυστηριακές τελετουργίες μαζί με την
μητέρα, η στην Κύπρο τέρπεσαι μαζί με την καλλιστέφανη
Κυθέρεια, η και σιτοφόρες ιερές πεδιάδες ευφραίνεσαι μαζί
με την μητέρα θεά, την σεμνή μαυροφόρα Ίσιν πλησίον στα
νερά του ποταμού Αίγυπτου { του Νείλου } μαζί με τις
υπηρέτριες παραμάννες, είθε να μας έλθεις με ευμενή
διάθεση εκτελούσα καλά έργα κατά τους αγώνες.


Ὡρῶν, θυμίαμα ἀρώματα

Ὧραι θυγατέρες Θέμιδος καὶ Ζηνὸς ἄνακτος,
Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε,
εἰαριναί, λειμωνιάδες, πολυάνθεμοι, ἁγναί,
παντόχροοι, πολύοδμοι ἐν ἀνθεμοειδέσι πνοιαῖς,
Ὧραι ἀειθαλέες, περικυκλάδες, ἡδυπρόσωποι,
πέπλους ἑννύμεναι δροσεροὺς ἀνθῶν πολυθρέπτων,
ἁγνῆς Περσεφόνης συμπαίκτορες, ἡνίκα Μοῖραι
καὶ Χάριτες κυκλίοισι χοροῖς πρὸς φῶς ἀνάγωσι
Ζηνὶ χαριζόμεναι καὶ μητέρι καρποδοτείρηι
ἔλθετ' ἐπ' εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις
εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς.

Ώρες, θυγατέρες της Θέμιδος και του άνακτος Διός,
και σύ Ευνομία και δικαιοσύνη και Ειρήνη πολυ
ευτυχισμένη, εαρινές, που αρέσκεσθε στα λιβάδια,
πολυανθοστόλιστες, αγνές, που έχετε όλα τα
χρώματα και ωραία ευωδία, που προέρχεται απο
τις πνοές πολλών άνθεων, ώ Ώρες, που είσθε
πάντοτε θαλερές, και περιστρέφεσθε κυκλικώς,
που έχετε γλυκό πρόσωπο, και είσθε ντυμένες με
δροσερά πέπλα απο άνθη. Παίζετε μαζί με την
Περσεφόνη, όταν οι Μοίρες και οι χάριτες με
κυκλικούς χορούς οδηγούν αυτή επάνω στο φώς,
διά να ευχαριστήσουν τον Δία και την μητέρα της,
που δίδει τους καρπούς { την Δήμητρα } ελάτε ώ
Ώρες, στους μεμυημένους κατά τις ευσεβείς ιερές
τελετουργίες, και φέρτε μαζί σας αρίστους
παραγωγικούς καιρούς, που θα φέρουν στον
κατάλληλο καιρό καρπούς ωραίους.


Σεμέλης, θυμίαμα στύρακα.

Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν,
εὐειδῆ Σεμέλην, ἐρατοπλόκαμον, βαθύκολπον,
μητέρα θυρσοφόροιο Διωνύσου πολυγηθοῦς,
ἣ μεγάλας ὠδῖνας ἐλάσσατο πυρφόρωι αὐγῆι
ἀθανάτη τευχθεῖσα Διὸς βουλαῖς Κρονίοιο
τιμὰς τευξαμένη παρ' ἀγαυῆς Περσεφονείης
ἐν θνητοῖσι βροτοῖσιν ἀνὰ τριετηρίδας ὥρας,
ἡνίκα σοῦ Βάκχου γονίμην ὠδῖνα τελῶσιν
εὐίερόν τε τράπεζαν ἰδὲ μυστήριά θ' ἁγνά.
νῦν σέ, θεά, λίτομαι, κούρη Καδμηίς, ἄνασσα,
πρηύνοον καλέων αἰεὶ μύσταισιν ὑπάρχειν.

Την κόρη του Κάδμου επικαλούμαι, την βασίλισσα
των πάντων, την ωραία Σεμέλη με τα αξιέραστα
πλοκάμια, την βαθύκολπο, την μητέρα του
Διονύσου, που κρατεί θύρσον, που παρέχει μεγάλη
ευθυμία, η οποία υπέφερε πολύ κατά την γέννηση
του Διονύσου, που έγινε κατά την αυγή, που φέρνει
το φώς, και εγέννησε κατά τας βούλας { τις
προθέσεις } του αθανάτου Διός, υιού του Κρόνου,
και πέτυχε να λάβει απο την ονομαστή Περσεφόνη
τιμές μεταξύ θνητών ανθρώπων κατά τριετία, όταν
τελούν την γέννηση του δικού σου Βάκχου, και την
ιερά τράπεζα και τα αγνά μυστήρια. Τώρα, ώ θεά,
βασίλισσα, κόρη του Κάδμου, εσένα ικετεύω και σε
καλώ να έχεις πάντοτε καλή διάθεση πρός του
μεμυημένους.


Ὕμνος Διονύσου Βασσαρέως Τριετηρικοῦ.

Ἐλθέ, μάκαρ Διόνυσε, πυρίσπορε, ταυρομέτωπε,
Βάσσαρε καὶ Βακχεῦ, πολυώνυμε, παντοδυνάστα,
ὃς ξίφεσιν χαίρεις ἠδ' αἵματι Μαινάσι θ' ἁγναῖς,
εὐάζων κατ' Ὄλυμπον, ἐρίβρομε, μανικὲ Βάκχε,
θυρσεγχής, βαρύμηνι, τετιμένε πᾶσι θεοῖσι
καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν, ὅσοι χθόνα ναιετάουσιν
ἐλθέ, μάκαρ, σκιρτητά, φέρων πολὺ γῆθος ἅπασι.

Έλα μακάριε Διόνυσε, που σπάρθηκες στη φωτιά
και που έχεις μέτωπο ταύρου, ώ Βάσσαρε και
βακχέα, με τα πολλά ονόματα, παντοδύναμε,
που χαίρεσαι με τα ξίφη και με το αίμα και με
τις αγνές Μαινάδες, εσύ που κραυγάζεις στον
Όλυμπο, ο θορυβώδης, ο μανιακός Βάκχος, που
έχεις για δόρυ τον θύρσον, οργιμένε, τιμημένε
απο όλους τους θεούς και μεταξύ όλων των
θνητών ανθρώπων, όσοι κατοικούν στην γή,
έλα μακάριε, πηδηχτή, και φέρε μεγάλη χαρά
σε όλους.


Λικνίτου, θυμίαμα μάνναν.

Λικνίτην Διόνυσον έπ' ευχαίς ταίσδε κικλήσκω,
Νύσιον, αμφιθαλή, πεποθημένον, εύφρονα Βάκχον,
νυμφέων έρνος εραστόν, εύστεφάνου τ' Αφροδίτης,
ός πότ' ανα δρυμούς κεχορευμένα βήματα πάλλες
σύν νύμφαις χαρίεσσιν, ελαυνόμενος μανίησιν καί
βουλήσι Διός πρός αγαυήν Φερσεφόνειαν αχθείς
εξετράφης, φίλος αθανάτοισι θεοίσιν, εύφρων έλθε,
μάκαρ, κεχαρισμένα δ' ιερά δέξαι.

Τον Λικνίτη Διόνυσο προσκαλώ σε αυτές τις προσευχές,
τον Νύσιο, τον θαλερό σε όλα, τον περιπόθητο, τον
ευφρόσυνο Βάκχο, το αξιέραστο βλαστάρι των νυμφών
και της Αφροδίτης με το ωραίο στεφάνι, σύ κάποτε
κινούσε ανά τα δάση χορευτικά βήματα μαζί με
χαριτωμένες νύμφες, παρασυρόμενος απο μανίες και
με την θέληση του Διός μετήχθης στην ένδοξο
Περσεφόνη και ανετράφεις, αγαπητός στους αθανάτους
θεούς. Έλα μακάριε, με ευφροσύνη και δέξου τις θυσίες,
που σου χαρίσαμε.


Βάκχου περικιονίου, θυμίαμα αρώματα.

Κικλήσκω Βάκχον περικιόνιον, μεθυδώτην,
Καδμείοισι δόμοις ὃς ἑλισσόμενος πέρι πάντη
ἔστησε κρατερῶς βρασμοὺς γαίης ἀποπέμψας,
ἡνίκα πυρφόρος αὐγὴ ἐκίνησε χθόνα πᾶσαν
πρηστῆρος ῥοίζοιςἦ ὃ δ' ἀνέδραμε δεσμὸς ἁπάντων.
ἐλθέ, μάκαρ, βακχευτά, γεγηθυίαις πραπίδεσσιν.

Τον Βάκχο τον περίστυλο επικαλούμαι, τον δωρητή
του κρασιού, ο οποίος περιελισόμενος πρός κάθε
κατεύθυνση είς τα δώματα του Κάδμου εστήριξε την
γή, αφού απομάκρυνε τους ισχυρούς κλονισμούς
{ σεισμούς } όταν η αυγή, που φέρει πύρ, τάραξε όλη
την γή με τα ορμητικά σφυρίγματα του κερευνού και
εκείνος έτρεξε επάνω ως σύνδεσμος { στήριγμα } όλων.
Έλα ώ μακάριε, βακχευτή, με χαρούμενες διαθέσεις.


Σαβάζιου ϑυμίαμα αρώματα

Κλῦθι, πάτερ, Κρόνου υἱέ, Σαβάζιε, κύδιμε δαῖμον,
ὃς Βάκχον Διόνυσον, ἐρίβρομον, εἰραφιώτην,
μηρῶι ἐγκατέραψας, ὅπως τετελεσμένος ἔλθηι
Τμῶλον ἐς ἠγάθεον παρὰ Ἵππαν καλλιπάρηιον.
ἀλλά, μάκαρ, Φρυγίης μεδέων, βασιλεύτατε πάντων,
εὐμενέων ἐπαρωγὸς ἐπέλθοις μυστιπόλοισιν.

Άκουσε με, πατέρα Σαβάζιε, υιέ του Κρόνου
{ υπονοεί τον Δία } ένδοξε θεέ, σύ που έραψες
μέσα στον μηρό σου τον Βάκχο Διόνυσο, τον φωνακλά,
τον μηροραμμένο, διά να υπάγει μεμυημένος στο
ιερό Τμώλο, πλησίον στην ωραία Ίππα. Αλλά, ώ
μακάριε, εσύ που κυβερνάς την Φρυγία και είσαι ο
μεγαλύτερος απο όλους βασιλεύς, είθε να έλθεις
ώς ευμενής βοηθός στους τελούντες μυστηριακές
τελετουργίες.


Ἵππας, θυμίαμα στύρακα.

Ἵππαν κικλήσκω, Βάκχου τροφόν, εὐάδα κούρην,
μυστιπόλοις τελεταῖσιν ἀγαλλομένην Σάβου ἁγνοῦ
νυκτερίοις τε χοροῖσιν ἐριβρεμέταο Ἰάκχου.
κλῦθί μου εὐχομένου, χθονία μήτηρ, βασίλεια,
εἴτε σύ γ' ἐν Φρυγίηι κατέχεις Ἴδης ὄρος ἁγνὸν
ἢ Τμῶλος τέρπει σε, καλὸν Λυδοῖσι θόασμα
ἔρχεο πρὸς τελετὰς ἱερῶι γήθουσα προσώπωι.

Την Ίππα καλώ, την τροφό του Βάκχου, την κόρη που τιμά
τον Βάκχο, την μεμυημένη, που ευφραίνεται με τις
τελετουργίες του αγνού Σάβου, κατά του νυχτερινούς
χορούς του Ιάκχου, που προξενεί μεγάλο θόρυβο. Άκουσε
την προσευχή μου, σύ η γήινη μητέρα, η βασίλισσα, είτε
κατέχεις { κατοικείς } στην Φρυγία το ιερό όρος της Ίδης,
ή σέ ευχαριστεί ο Τμώλος, που για τους Λυδούς είναι ωραίος
τόπος για χορό, έλα στις τελετές χαρούμενη με ιερό πρόσωπο.


Λυσίου Ληναίου

Κλῦθι, μάκαρ, Διὸς υἷ', ἐπιλήνιε Βάκχε, διμάτωρ,
σπέρμα πολύμνηστον, πολυώνυμε, λύσιε δαῖμον,
κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος, εὔιε Βάκχε,
εὐτραφές, εὔκαρπε, πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων,
ῥηξίχθων, ληναῖε, μεγασθενές, αἰολόμορφε,
παυσίπονον θνητοῖσι φανεὶς ἄκος, ἱερὸν ἄνθος
χάρμα βροτοῖς φιλάλυπον, ἐπάφιε, καλλιέθειρε,
λύσιε, θυρσομανές, βρόμι', εὔιε, πᾶσιν ἐύφρων,
οἷς ἐθέλεις θνητῶν ἠδ' ἀθανάτων ἐπιφαύσκων
νῦν σε καλῶ μύσταισι μολεῖν ἡδύν, φερέκαρπον.

Άκουσε, μακάριε, υιέ του Διός, Βάκχε που έχεις
σχέση με το πατητήρι { των σταφυλιών } με τις
δύο μητέρες, γέννημα πολυενθύμητο, ένδοξε, θεέ
που απολυτρώνεις. Σύ είσαι το ιερό βλαστάρι, ώ
εύιε Βάκχε, που γεννήθηκες κρυφά, το καλοθρεμμένο,
σύ δίδεις πολλούς καρπούς και αυξάνεις τον καρπό,
που μας παρέχει μεγάλη χαρά, σύ διαρρηγνύεις την
γή, που έχεις σχέση με τα πατητήρια, που βγάζουν
το κρασί, είσαι μεγαλοδύναμος και ποικιλόμορφος,
εμφανίσθεις στους ανθρώπους ώς ιατρικό { θεραπευτικό
μέσον } που καταπαύει τους πόνους, ώς ιερό άνθος,
ώς χαρά για τους ανθρώπους, που αγαπούν τον χωρίς
λύπες βίο, εσύ θωπεύεις και έχεις ωραία κόμη,
απολυτρώνεις, έχεις μανία, όταν κρατείς τον θυρσό,
είσαι θορυβώδης, βακχικός, ευχάριστος σε όλους,
σε όσους ανθρώπους και θεούς θέλεις να φανερώνεσαι.
Τώρα σε προσκαλώ να έλθεις στους μύστες με γλυκύτητα
και να φέρεις καλούς καρπούς.


Νυμφών, θυμίαμα αρώματα

Νύμφαι, θυγατέρες μεγαλήτορος Ωκεανοίο, υγροπόροις
γαίης υπό κεύθεσιν οικί' έχουσαι, κρυψίδομοι,
λειμωνιάδες, σκολιόδρομοι, αγναί, αντροχαρείς, σπήλυγξι
καιχαρμέναι, ηερόφοιτοι, πηγαίαι, δρομάδες, δροσοείμονες,
ίχνεσι καύφαι φαινόμεναι, αφανείς, αυλωνιάδες,
πολυανθείς, σύν Πανί σκιρτώσαι άν' ούρεα, ευάστειραι,
πετρόρυτοι, λιγυραί, κρουνίτιδες, υλονόμοι τε, παρθένοι
ευώδεις, λευχείμονες, εύπνοοι αύραις, αιπολικαί, νόμιαι,
θηρσίν φίλαι, αγλαόκαρποι, δρυμοχαρείς, απαλαί,
πολυθρέμμονες, αυξίτροφοί τε, κούραι αμαδρυάδες,
φιλοπαίγμονες, υγροκέλευθοι, Νύσιαι, οιστρομανείς, παιωνίδες,
ειαροτερπείς, σύν Βάκχω Δηοί τε χάριν θνητοίσι φέρουσαι,
έλθετ' έπ' ευφήμοις ιεροίς κεχαρηότι θυμώ, νάμα χέουσ' υγιεινόν
αεξιτρόφοισσιν έν ώραις.

Νύμφες, θυγατέρες του μεγαλόκαρδου Ωκεανού, σείς που έχετε
τις κατοικίες σας στα βάθη της γής σε δρόμους υγρούς, και
κατοικείτε σε κρυφούς τόπους, που θρέψατε τον Βάκχο, γήινες,
που παρέχετε μεγάλη χαρά, που τρέφετε τους καρπούς και
ζείτε στα λιβάδια, σείς που γυρίζετε στα λοξοειδή μονοπάτια,
οι αγνές, που χαίρεσθε στα σπήλαια και περιπλανάσθε στον αέρα,
σείς ζείτε στις πηγές και κινήσθε γρήγορα, έχετε την δροσιά για
φόρεμα και πόδια ελαφρά, φανερώνεσθε, αλλά και δεν φαίνεσθε,
ζείτε στις κοιλάδες και έχετε πολλά άνθη, μαζί με τον Πάνα
πηδάτε επάνω στα βουνά, ενθουσιαστικές, που βγαίνετε απο τις
πέτρες, είσθε λιγυρόφωνες, προέρχεσθε απο τις βρύσες, και ζείτε
στα δάση, είσθε αρωματισμένες παρθένες, ντυμένες στα λευκά,
αποπνέετε ωραίες αύρες, έχετε σχέση με τους αιγοβοσκούς, με τους
ποιμένες, είσθε φίλες των θηρίων, φέρετε ωραίους καρπούς,
χαίρεσθε στους δρυμούς, είσθε απαλές, τρέφετε πολλούς, βοηθάτε
στην αύξηση, είσθε κόρες που γεννηθήκατε μαζί με τις βαλανιδιές,
αγαπάτε τα παιχνίδια, περπατάτε στα νερά, Νύσιαι, μανιακές,
θεραπεύτικες, ευχαριστείσθε με την άνοιξη, και μαζί με τον Βάκχο
και την Δηώ φέρετε χαρά στους ανθρώπους. Ελάτε με χαρούμενη
καρδιά στις ιερές θυσίες και χύνετε νερό υγιεινό σε ώρες { σε εποχές }
που βοηθούν την αύξηση των καρπών.


Τριετηρικοῦ, θυμίαμα ἀρώματα

Κικλήσκω σε, μάκαρ, πολυώνυμε, μανικέ, Βακχεῦ,
ταυρόκερως, ληναῖε, πυρίσπορε, Νύσιε, λυσεῦ,
μηροτρεφής, λικνῖτα, πυριπόλε καὶ τελετάρχα,
νυκτέρι', Εὐβουλεῦ, μιτρηφόρε, θυρσοτινάκτα,
ὄργιον ἄρρητον, τριφυές, κρύφιον Διὸς ἔρνος,
πρωτόγον', Ἠρικεπαῖε, θεῶν πάτερ ἠδὲ καὶ υἱέ,
ὠμάδιε, σκηπτοῦχε, χοροιμανές, ἁγέτα κώμων,
βακχεύων ἁγίας τριετηρίδας ἀμφὶ γαληνάς,
ῥηξίχθων, πυριφεγγές, ἐπάφριε, κοῦρε διμάτωρ,
οὐρεσιφοῖτα, κερώς, νεβριδοστόλε, ἀμφιέτηρε,
Παιὰν χρυσεγχής, ὑποκόλπιε, βοτρυόκοσμε,
Βάσσαρε, κισσοχαρής, πολυπάρθενε καὶ διάκοσμε
ἐλθέ, μάκαρ, μύσταισι βρύων κεχαρημένος αἰεί.

Εσέ επικαλούμαι, μακάριε, ένδοξε, μανιακέ Βακχέα,
που έχεις κέρατα ταύρου και προστατεύεις τα
πατητήρια των σταφυλιών, που σπέρνεις το πύρ, εσέ
τον Νύσιο, τον λυτρωτή, που είσαι θρέμμα του μηρού,
λικνιτή, που φυσάς πύρ, και είσαι αρχηγός των
τελετών, νυκτερινέ, Ευβουλέα, που φορείς μήτρα και
τινάσσεις τον θύρσο, σύ είσαι μυστήριο απερίγραπτο,
με τρείς φύσεις, κρυφό βλαστάρι του Διός, είσαι
πρωτότοκος, ηρικεπαίος, πατέρας και υιός των θεών,
τρώς τα κρέατα, κρατείς σκήπτρο, αγαπάς με μανία
τους χορούς, είσαι αρχηγός κωμαστικών ομίλων,
εορτάζεις κατά τις ήσυχες άγιες τριετηρίδες,
διαρρηγνύεις την γή, φέγγεις όπως η φωτιά, θωπεύεις,
ώ νέε που έχεις δύο μητέρες, περιπλανάσαι στα βουνά,
φέρεις κέρατα και φορείς δέρμα απο ελαφάκι, είσαι ο
ετήσιος { ο χρονιάρης } ο Παιάν που έχεις για δόρυ τον
θύρσο, κρυμμένος στην κοιλιά της μητέρας, στολίζεσαι
με σταφύλια, είσαι ο Βάσσαρος, που χαίρεσαι με τον
κισσό και με πολλές παρθένες και είσαι διακοσμητής,
έλα ώ μακάριε, στους μύστες πάντοτε χαρούμενος και
γεμάτος απο καρπούς.


Ἀμφιετοῦς, θυμίαμα πάντα πλὴν λιβάνου.

Ἀμφιετῆ καλέω Βάκχον, χθόνιον Διόνυσον,
ἐγρόμενον κούραις ἅμα νύμφαις εὐπλοκάμοισιν,
ὃς παρὰ Περσεφόνης ἱεροῖσι δόμοισιν ἰαύων
κοιμίζει τριετῆρα χρόνον, Βακχήιον ἁγνόν.
αὐτὸς δ' ἡνίκα τὸν τριετῆ πάλι κῶμον ἐγείρηι,
εἰς ὕμνον τρέπεται σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις
εὐνάζων κινῶν τε χρόνους ἐνὶ κυκλάσιν ὥραις.
ἀλλά, μάκαρ, χλοόκαρπε, κερασφόρε, κάρπιμε Βάκχε,
βαῖν' ἐπὶ πάνθειον τελετὴν γανόωντι προσώπωι
εὐιέροις καρποῖσι τελεσσιγόνοισι βρυάζων.

Τον Βάκχο προσκαλώ τον ετήσιο { τον μονοετή } τον
γήινο Διόνυσο, που αγρυπνεί μαζί με τις παρθένες
νύμφες, που έχουν ωραίους πλοκάμους { μαλλιά }
που διανυκτερεύει πλησίον στα ιερά δώματα της
Περσεφόνης και αποκοιμίζει τον τριετή αγνό Βακχικό
χρόνο. Ο ίδιος πάλι όταν σηκώνει την τριετή
εορταστική πανήγυρι, στρέφεται σε ύμνους μαζί με
τις καλλίζωνες συντρόφισσές του, που διασκεδάζει
και κάνει χορούς σε ώρες κυκλικές. Αλλά ώ μακάριε,
που παράγεις χλωρούς καρπούς και φέρεις { φορείς }
κέρατα, ώ καρποφόρε Βάκχε, έλα στην κοινή όλων των
θεών τελετή με αστραφτερό πρόσωπο υπερηφανευόμενος
για τους ιερούς καρπούς, που είναι τελείως ωριμασμένοι.


Σιληνοῦ Σατύρου Βακχῶν, θυμίαμα μάνναν

Κλῦθί μου, ὦ πολύσεμνε τροφεῦ, Βάκχοιο τιθηνέ,
Σιληνῶν ὄχ' ἄριστε, τετιμένε πᾶσι θεοῖσι
καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ τριετηρίσιν ὥραις,
ἁγνοτελής, γεραρός, θιάσου νομίου τελετάρχα,
εὐαστής, φιλάγρυπνε σὺν εὐζώνοισι τιθήναις,
Ναΐσι καὶ Βάκχαις ἡγούμενε κισσοφόροισι
δεῦρ' ἐπὶ πάνθειον τελετὴν Σατύροις ἅμα πᾶσι
θηροτύποις, εὔασμα διδοὺς Βακχείου ἄνακτος,
σὺν Βάκχαις Λήναια τελεσφόρα σεμνὰ προπέμπων,
ὄργια νυκτιφαῆ τελεταῖς ἁγίαις ἀναφαίνων,
εὐάζων, φιλόθυρσε, γαληνιόων θιάσοισιν.

Άκουσε με, ώ πολυσέβαστε τροφέα, που φροντίζεις τον
Βάκχο, σύ που είσαι ο υπεροχώτερος απο τους
Σιλήνους, τιμημένος μεταξύ όλων των θεών και των
θνητών ανθρώπων κατά τις τριετείς τελετές, που
λατρεύεσαι με αγνές τελετές, σύ ο σεβαστός, ο αρχηγός
του ποιμενικού θίασου, είσαι μανιώδης διασκεδαστής,
σου αρέσει να αγρυπνείς μαζί με τις καλλίζωνες τροφούς,
και οδηγείς τις Ναϊάδες και τις Βάκχες, που είναι
τυλιγμένες με κισσό, έλα εδώ στην κοινή δι'όλους τους
θεούς τελετουργία μαζί με όλους τους Σάτυρους, που
έχουν μορφή θηρίου, και δώσε κραυγή του άνακτος Βάκχου,
συνοδεύων μαζί με τις Βάκχες τις σεμνές εορτές του ληνού
{ ο χώρος που πατιούνται τα σταφύλια } που φέρουν καρπούς,
φανερώνω στίς άγιες τελετές μυστήρια, που λάμπουν την
νύκτα, διασκεδάζων, ώ φίλε του θύρσου, με τους θιάσους
έν γαλήνη.


Εἰς Ἀφροδίτην

Οὐρανίη, πολύυμνε, φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη,
ποντογενής, γενέτειρα θεά, φιλοπάννυχε, σεμνή,
νυκτερία ζεύκτειρα, δολοπλόκε μῆτερ Ἀνάγκης
πάντα γὰρ ἐκ σέθεν ἐστίν, ὑπεζεύξω δέ " τε " κόσμον
καὶ κρατέεις τρισσῶν μοιρῶν, γεννᾶις δὲ τὰ πάντα,
ὅσσα τ' ἐν οὐρανῶι ἐστι καὶ ἐν γαίηι πολυκάρπωι
ἐν πόντου τε βυθῶι τε, σεμνὴ Βάκχοιο πάρεδρε,
τερπομένη θαλίαισι, γαμοστόλε μῆτερ Ἐρώτων,
Πειθοῖ λεκτροχαρής, κρυφία, χαριδῶτι,
φαινομένη, τ' ἀφανής, ἐρατοπλόκαμ', εὐπατέρεια,
νυμφιδία σύνδαιτι θεῶν, σκηπτοῦχε, λύκαινα,
γεννοδότειρα, φίλανδρε, ποθεινοτάτη, βιοδῶτι,
ἡ ζεύξασα βροτοὺς ἀχαλινώτοισιν ἀνάγκαις
καὶ θηρῶν πολὺ φῦλον ἐρωτομανῶν ὑπὸ φίλτρων·
ἔρχεο, Κυπρογενὲς θεῖον γένος, εἴτ' ἐν' Ὀλύμπωι
ἐσσί, θεὰ βασίλεια, καλῶι γήθουσα προσώπωι,
εἴτε καὶ εὐλιβάνου Συρίης ἕδος ἀμφιπολεύεις,
εἴτε σύ γ' ἐν πεδίοισι σὺν ἅρμασι χρυσεοτεύκτοις
Αἰγύπτου κατέχεις ἱερῆς γονιμώδεα λουτρά,
ἢ καὶ κυκνείοισιν ὄχοις ἐπὶ πόντιον οἶδμα
ἐρχομένη χαίρεις κητῶν κυκλίαισι χορείαις,
ἢ νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν ἐν χθονὶ Δίηι
θῖνας ἐπ' αἰγιαλοῖς ψαμμώδεσιν ἅλματι κούφωι·
εἴτ' ἐν Κύπρωι, ἄνασσα, τροφῶι σέο, ἔνθα καλαί τε
παρθένοι ἄδμηται νύμφαι τ' ἀνὰ πάντ' ἐνιαυτὸν
ὑμνοῦσιν, σέ, μάκαιρα, καὶ ἄμβροτον ἁγνὸν Ἄδωνιν.
ἐλθέ, μάκαιρα θεά μάλ' ἐπήρατον εἶδος ἔχουσα·
ψυχῆι γάρ σε καλῶ σεμνῆι ἁγνοῖσι λόγοισιν.

Ώ επουρανία Αφροδίτη, περίφημη, που σκορπίζεις
μειδιάματα, γεννημένη στη θάλασσα, θεά μητέρα,
που αγαπάς τις ολονύκτιες διασκεδάσεις, σεβαστή,
νυκτερινή, που συζεύγνύεις { ενώνεις } τους
ανθρώπους σε γάμο, που πλέκεις δόλους ώ μητέρα
της ανάγκης, διότι τα πάντα προέρχονται απο σένα,
που μπλέχτηκες με τον κόσμο και κυριαρχείς σε τρία
μερίδια, και γεννάς τα πάντα, όσα ευρίσκονται στον
ουρανό και όσα στην εύφορη γή και όσα στον βυθό
της θαλάσσης, σεβαστή συ,παρακαθημένη του
Βάκχου, που τέρπεσαι στα συμπόσια και παρασκευάζεις
τους γάμους, ώ μητέρα των ερώτων, που χαίρεσαι στα
κρεββάτια με την πειθώ και ενεργείς στα κρυφά,
βασίλισσα που δίδεις χαρά, που φαίνεσαι, αλλά και
δεν φαίνεσαι, που έχεις με αξιέραστες πλεξήδες
τυλιγμένα τα μαλλιά σου σου και κατάγεσαι απο
καλό πατέρα, προστάτρια των νυμφών, σύνδειπνε,
σκηπτροφόρε των θεών, λύκαινα, σύ που δίδεις
απογόνους, φίλη των ανδρών, περιπόθητη, που
παρέχεις την ζωή, σύ που έμπλεξες τους ανθρώπους
και το μεγάλο πλήθος των ζώων με αχαλίνωτες
ανάγκες απο ερωτομανή φίλτρα, έλα, ώ θεϊκέ γόνε,
που εγεννήθης στην Κύπρο, ώ θεά βασίλισσα, έλα
χαρούμενη με ωραίο πρόσωπο, είτε ευρίσκεσαι στον
Όλυμπο είτε υπηρετείς στον ναό της Συρίας, που
παράγει πολύ λιβάνι, είτε σύ στις πεδιάδες με
άρματα κατασκευασμένα απο χρυσό κατέχεις τα
γόνιμα λουτρά της ιερής Αιγύπτου, ή και επάνω σε
κυανά οχήματα διερχόμενη το θαλάσσιο κύμα
χαίρεσαι με τους κυκλικούς χορούς των υδροβίων
ζώων, ή τέρπεσαι με τις μαυρομάτες νύμφες είς την
Δίαν, πηδώσα μανιακά με ελαφρά πηδήματα στις
αμμώδεις ακρογιαλιές, είτε ώ βασίλισσα, ευρίσκεσαι
στην Κύπρο, την τροφό σου, όπου ωραίες παρθένες
άγαμες και νύμφες σε υμνούν καθ'όλον τον χρόνο,
υμνούν εσέ, ώ μακαρία, και τον αθάνατο αγνό Άδωνι,
΄πελα, ώ μακαρία θεά, και να έχεις πολύ ευχάριστη
διάθεση, διότι εσένα προσκαλώ με άγια λόγια σεμνής ψυχής.


Ἀδώνιδος, θυμίαμα ἀρώματα

Κλῦθί μου εὐχομένου, πολυώνυμε, δαῖμον ἄριστε,
ἁβροκόμη, φιλέρημε, βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς,
Εὐβουλεῦ, πολύμορφε, τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε,
κούρη καὶ κόρε, σὺ πᾶσιν θάλος αἰέν, Ἄδωνι,
σβεννύμενε λάμπων τε καλαῖς ἐν κυκλάσιν ὥραις,
αὐξιθαλής, δίκερως, πολυήρατε, δακρυότιμε,
ἀγλαόμορφε, κυναγεσίοις χαίρων, βαθυχαῖτα,
ἱμερόνους, Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος Ἔρωτος,
Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς,
ὃς ποτὲ μὲν ναίεις ὑπὸ Τάρταρον ἠερόεντα,
ἠδὲ πάλιν πρὸς Ὄλυμπον ἄγεις δέμας ὡριόκαρπον·
ἐλθέ, μάκαρ, μύσταισι φέρων καρποὺς ἀπὸ γαίης.

Άκουσε την προσευχή μου, ώ ένδοξε, άριστε θεέ, με την
κομψή κόμη, φίλε της ερημίας { της μοναξιάς } που
είσαι γεμάτος απο περιπόθητους καρπούς, ώ Ευβουλέα
με τις πολλές μορφές, φανερέ ανατροφέα των πάντων,
που είσαι κόρη και παιδί { θηλυκός και αρσενικός } ώ
Άδωνι, σε όλα είσαι πάντοτε το ωραίο βλαστάρι, σβήνεις
και λάμπεις σε ωραίες κυκλικές εποχές, βοηθείς στην
αύξηση των καρπών, έχεις δύο κέρατα, είσαι πολυέραστος
{ πολύ αγαπητός } σε τιμούν με δάκρυα, έχεις μορφή που
λάμπει, χαίρεσαι το κυνήγι, έχεις πυκνά και μακρά
μαλλιά, σύ άλλοτε μεν κατοικείς κάτω απο τον σκοτεινό
Τάρταρο και άλλοοτε αντιθέτως οδηγείς το σώμα σου,
όταν ωριμάσει στον καιρό του, πρός τον Όλυμπο, έλα ώ
μακάριες, και φέρε στους μύστες καρπούς απο την γή.


Ἑρμοῦ Χθονίου, θυμίαμα στύρακα

Κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης,
ὃς ψυχὰς θνητῶν κατάγεις ὑπὸ νέρτερα γαίης,
Ἑρμῆ, βακχεχόροιο Διωνύσοιο γένεθλον
καὶ Παφίης κούρης, ἑλικοβλεφάρου Ἀφροδίτης,
ὃς παρὰ Περσεφόνης ἱερὸν δόμον ἀμφιπολεύεις,
αἰνομόροις ψυχαῖς πομπὸς κατὰ γαῖαν ὑπάρχων,
ἃς κατάγεις, ὁπόταν μοίρης χρόνος εἰσαφίκηται
εὐιέρωι ῥάβδωι θέλγων ὑπνοδώτειρα πάντα,
καὶ πάλιν ὑπνώοντας ἐγείρειςἦ σοὶ γὰρ ἔδωκε τιμὴν
τιμὴν Φερσεφόνεια θεὰ κατὰ Τάρταρον εὐρὺν
ψυχαῖς ἀενάοις θνητῶν ὁδὸν ἡγεμονεύειν.
ἀλλά, μάκαρ, πέμποις μύσταις τέλος ἐσθλὸν ἐπ' ἔργοις.

Ώ συ που κατοικείς στου Κωκύτου τον δρόμο της
ανάγκης, που δεν έχει επιστροφή, που οδηγείς τις
ψυχές των ανθρώπων στον κάτω κόσμο, ώ Ερμή,
τέκνο του Διονύσου, που σύρει τον βακχικό χορό,
και της κόρης απο την Πάφο, της Αφροδίτης, με
τα καμπυλωτά βλέφαρα. Σύ υπηρετείς την ιερή
κατοικία της Περσεφόνης, και είσαι οδηγός στις
δυστιχισμένες ψυχές που πάνε στον Άδη, αυτές
τις ψυχές, όταν φθάσει ο μοιραίος χρόνος,
καθοδηγείς προς τον κάτω κόσμο, εσύ που μαγεύεις
τα πάντα με το ιερό ραβδί, που υπνωτίζει, και
πάλι τους σηκώνεις απο τον ύπνο, διότι σε σένα
παρεχώρησε η θεά Περσεφόνη την τιμή να είσαι
οδηγός στις ψυχές των ανθρώπων κατά την
αδιάκοπο, την αιώνια πορεία τους πρός τον ευρύ
Τάρταρο. Αλλά, μακάριε, είθε να στέλλης είς
τους μύστες καλο τέλος δια τα έργα τους.


Ἔρωτος, θυμίαμα ἀρώματα

Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐράσμιον, ἡδὺν Ἔρωτα,
τοξαλκῆ, πτερόεντα, πυρίδρομον, εὔδρομον ὁρμῇ,
συμπαίζοντα θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις,
εὐπάλαμον, διφυῆ, πάντων κληῖδας ἔχοντα,
αἰθέρος οὐρανίου, πόντου, χθονός, ἠδ' ὅσα θνητοῖς
πνεύματα παντογένεθλα θεὰ βόσκει χλοόκαρπος,
ἠδ' ὅσα Τάρταρος εὐρὺς ἔχει πόντος θ' ἁλίδουπος
μοῦνος γὰρ τούτων πάντων οἴηκα κρατύνεις.
ἀλλά, μάκαρ, καθαραῖς γνώμαις μύσταισι συνέρχου,
φαύλους δ' ἐκτοπίους θ' ὁρμὰς ἀπὸ τῶνδ' ἀπόπεμπε.

Επικαλούμαι τον μεγάλο, τον ανγό, τον περιπόθητο,
τον γλυκό Έρωτα, τον ισχυρό τοξότη, τον πτερωτό,
που φλογίζει με δύναμη τους ανθρώπους, τον ταχύ
και ορμητικό, που παίζει μαζί με τους θεούς και με
τους θνητούς ανθρώπους, τον έξυπνο, τον εφευρετικό,
με τις δύο φύσεις, που κρατεί τα κλειδιά των πάντων,
τα κλειδιά του επουρανίου αιθέρος, της θαλάσσης και
της γής, και όσα πνεύματα, που γεννούν τα πάντα
στους ανθρώπους, τρέφει η θεά, παράγουσα χλωρούς
καρπούς, και όσα έχει ο ευρύς Τάρταρος και η θορυβώδης
θάλασσα, διότι μόνο εσύ κρατείς το πηδάλιο, όλων
αυτών. Αλλά, ώ μακάριε, με καθαρές διαθέσεις έλα
μαζί με τους μύστες, και απομάκρυνε απο αυτούς τις
φαύλες και παράδοξες ορμές.


Μοιρῶν, θυμίαμα ἀρώματα

Μοῖραι ἀπειρέσιοι, Νυκτὸς φίλα τέκνα μελαίνης,
κλῦτέ μου εὐχομένου, πολυώνυμοι, αἵτ' ἐπὶ λίμνης
οὐρανίας, ἵνα λευκὸν ὕδωρ νυχίας ὑπὸ θέρμης
ῥήγνυται ἐν σκιερῶι λιπαρῶι μυχῶι εὐλίθου ἄντρου,
ναίουσαι πεπότησθε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν·
ἔνθεν ἐπὶ βρότεον δόκιμον γένος ἐλπίδι κοῦφον
στείχετε πορφυρέηισι καλυψάμεναι ὀθόνηισι
μορσίμωι ἐν πεδίωι, ὅθι πάγγεον ἅρμα διώκει
δόξα δίκης παρὰ τέρμα καὶ ἐλπίδος ἠδὲ μεριμνῶν
καὶ νόμου ὠγυγίου καὶ ἀπείρονος εὐνόμου ἀρχῆς·
Μοῖρα γὰρ ἐν βιότωι καθορᾶι μόνη, οὐδέ τις ἄλλος
ἀθανάτων, οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
καὶ Διὸς ὄμμα τέλειον· ἐπεί γ' ὅσα γίγνεται ἡμῖν,
Μοῖρά τε καὶ Διὸς οἶδε νόος διὰ παντὸς ἅπαντα.
ἀλλά μοι εὐκταῖαι, μαλακόφρονες, ἠπιόθυμοι,
Ἄτροπε καὶ Λάχεσι, Κλωθώ, μόλετ', εὐπατέρειαι,
ἀέριοι, ἀφανεῖς, ἀμετάτροποι, αἰὲν ἀτειρεῖς,
παντοδότειραι, ἀφαιρέτιδες, θνητοῖσιν ἀνάγκη·
Μοῖραι, ἀκούσατ' ἐμῶν ὁσίων λοιβῶν τε καὶ εὐχῶν,
ἐρχόμεναι μύσταις λυσιπήμονες εὔφρονι βουλῇ.
{ Μοιράων τέλος ἔλλαβ' ἀοιδή, ἣν ὕφαν' Ὀρφεύς }

Ώ Μοίρες αναρίθμητες, αγαπητά τέκνα της μαύρης
νυκτός, ακούσατε την προσευχή μου σείς με τα πολλά
ονόματα, που κατοικείτε επάνω σε λίμνη επουράνια,
όπου λευκό νερό στάζει απο νυκτερινή ζέστη στον
σκιερό μυχό ωραίο φκιασμένου με καλά λιθάρια
σπηλαίου, και πετάτε στην απέραντη γή των ανθρώπων,
από όπου βαδίζετε πρός το ανθρώπινο δουλικό γένος
με ανεκπλήρωτη, κενή ελπίδα, αφού σκεπασθείτε με
πορφυρά λεπτά ενδύματα, στην μοιραία πεδιάδα, όπου
το άρμα, που κρατεί όλη την γή, το καταδιώκει δόξα,
πλησίον στο άρμα της δίκης και της ελπίδος και των
φροντίδων, και στον πανάρχαιο νόμο της απεράντου
αρχής, που κυβερνάται με καλούς νόμους. Διότι μόνο
η Μοίρα βλέπει τα συμβαίνοντα στον βίο των ανθρώπων,
ούτε κανείς άλλος απο τους αθανάτους, που κατέχουν
τις κορυφές του χιονοσκεπούς Ολύμπου, και το τέλιο
μάτι του Διό επειδή όσα συμβαίνουν σε εμάς τα γνωρίζει
έξ ολοκλήρου όλα η Μοίρα και ο νούς του Διός. Αλλά
ελάτε δι'εμέ, σείς οι αέρινες, οι ευμενείς με την ήπια
διάθεση σείς η Άτροπος, ή Λάχεσις και η Κλωθώ, που
έχετε καλό πατέρα, οι νυκτερινές, οι αφανείς, οι
αμετάπειστες, οι πάντοτε σκληρές, που δίδετε τα πάντα
και αφαιρείτε την ανάγκη απο τους θνητούς, ώ Μοίρες,
ακούστε τις δικές μου ιερές προσφορές και τις προσευχές,
και ελάτε στους μύστες με χαρμόσυνη διάθεση και
αποδιώξτε την λύπη.


Χαρίτων, θυμίαμα στύρακα

Κλῦτέ μοι, ὦ Χάριτες μεγαλώνυμοι, ἀγλαότιμοι,
θυγατέρες Ζηνός τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου,
Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε,
χαρμοσύνης γενέτειραι, ἐράσμιαι, εὔφρονες, ἁγναί,
αἰολόμορφοι, ἀειθαλέες, θνητοῖσι ποθειναί·
εὐκταῖαι, κυκλάδες, καλυκώπιδες, ἱμερόεσσαι
ἔλθοιτ' ὀλβοδότειραι, ἀεὶ μύσταισι προσηνεῖς.

Ακούστε με, ώ Χάριτες ένδοξοι, που τιμάσθε με
λαμπρότητα, θυγατέρες του Διός και της
Ευρυνόμης με τα βαθειά στήθη, εσείς η Αγλαϊα,
η Θάλεια και η πολυευτυχισμένη Ευφροσύνη,
που γεννάτε την χαρά, είσθε αξιέραστες,
ευχάριστες, αγνές, ποικιλόμορφες, πάντοτε
θαλερές { φρέσκιες } στους ανθρώπους
περιπόθητες, διότι ούτε οι ταχιές φλόγες του
ηλίου, ούτε της σελήνης το φώς, ούτε και το
καύχημα της σοφίας, της αρετής και της δραστήριας
τόλμης, ούτε της λαμπράς ωραιοτάτης νεότητος
του βίου η περίοδος διεγείρει χαρές στην ζωή μας
χωρίς την δική σας παρουσία. Είθε να μας έλθετε
πάντοτε προσηνείς πρός τους μύστες, σείς που
είσθε άξιες ευχής, οι τριγυρίζουσες { τους ανθρώπους }
οι ανθηρές, οι περιπόθητες, που δίδετε την ευτυχία.


Νεμέσεως ὕμνος

Ὦ Νέμεσι, κλήιζω σε, θεά, βασίλεια μεγίστη,
πανδερκής, ἐσορῶσα βίον θνητῶν πολυφύλων
ἀιδία, πολύσεμνε, μόνη χαίρουσα δικαίοις,
ἀλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον, ἄστατον αἰεί,
ἣν πάντες δεδίασι βροτοὶ ζυγὸν αὐχένι θέντες
σοὶ γὰρ ἀεὶ γνώμη πάντων μέλει, οὐδέ σε λήθει
ψυχὴ ὑπερφρονέουσα λόγων ἀδιακρίτωι ὁρμῇ.
πάντ' ἐσορᾶις καὶ πάντ' ἐπακούεις, καὶ πάντα βραβεύεις
ἐν σοὶ δ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν, πανυπέρτατε δαῖμον.
ἐλθέ, μάκαιρ', ἁγνή, μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί
δὸς δ' ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς
γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.

'Ω Νέμεσι, σε υμνώ, εσένα την θεά την μεγαλύτερη
βασίλισσα, που βλέπεις τα πάντα και παρατηρείς
τον βίο των ανθρώπων, που ανήκουν σε πολλές
φυλές, αιώνια, σεβαστή, που μόνο εσύ χαίρεσαι στα
δίκαια, και τιμωρείς τον πολυποίκιλο λόγο, τον
πάντοτε ασταθή, εσένα φοβούνται όλοι οι ανθρώποι
που έχουν ζυγό στον τράχηλο { που έχουν βαρειά
συνείδηση } διότι εσύ ενδιαφέρεσαι πάντοτε διά την
γνώμη { την διάθεση } όλων, ούτε σου διαφεύγει απ'
την προσοχή η ψυχή, που υπερηφανεύεται κτά τους
λόγους με ακατανόητη ορμή. Εσύ τα πάντα εποπτεύεις
και τα πάντα ακούς και τα πάντα κρίνεις, απο σέ
εξαρτώνται οι δίκες των ανθρώπων, ώ υπέρτατη θεά.
Έλα, ώ μακαρία, αγνή, βοηθός πάντοτε στους μύστες,
και δώσε τους να έχουν αγαθή διάνοια, και να
καταπαύσεις τις μισητές σκέψεις, τις αντιθέσεις,
τις ανοησίες, τις υπεροπτικές και αλλοπρόσαλες.


Δίκης, θυμίαμα λίβανον

Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος, ἀγλαομόρφου,
ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ θρόνον ἱερὸν ἵζει
οὐρανόθεν καθορῶσα βίον θνητῶν πολυφύλων,
τοῖς ἀδίκοις τιμωρὸς ἐπιβρίθουσα δικαία,
ἐξ ἰσότητος ἀληθείαι συνάγουσ' ἀνόμοια
πάντα γάρ, ὅσσα κακαῖς γνώμαις θνητοῖσιν ὀχεῖται
δύσκριτα, βουλομένοις τὸ πλέον βουλαῖς ἀδίκοισι,
μούνη ἐπεμβαίνουσα δίκην ἀδίκοις ἐπεγείρεις
ἐχθρὰ τῶν ἀδίκων, εὔφρων δὲ σύνεσσι δικαίοις.
ἀλλά, θεά, μόλ' ἐπὶ γνώμαις ἐσθλαῖσι δικαία,
ὡς ἂν ἀεὶ βιοτῆς τὸ πεπρωμένον ἦμαρ ἐπέλθοι.

Τον οφθαλμό εξυμνώ της Δίκης, που βλέπει τα
πάντα και λάμπει απο ομορφιά, η οποία ακόμη
και στον ιερό θρόνο του βασιλέως Διός κάθεται
και παρατηρεί απο τον ουρανό τον βίο των
ανθρώπων, που ανήκουν σε πολλές φυλές, και
επιπίπτει ώς δίκαια τιμωρός κατά των αδίκων,
συνάπτουσα τα ανόμοια κατά την ισότητα διά
της αλήθειας, διότι όλα, όσα φέρονται στις
κακόβουλες σκέψεις των ανθρώπων, είναι
δυσδιάκριτα, επειδή αυτοί ώς άδικοι θέλουν το
επι πλέον { είναι πλεονέκτες } διά των σκέψεων
τους. Μόνο εσύ επεμβαίνεις δικαίως σε άδικα
έργα, και είσαι εχθρός των αδίκων ανθρώπων,
έχεις όμως καλές διαθέσεις πρός τους δικαίους.
Αλλά, ώ θεά, έλα εσύ ώς δικαία και δώσε μας
καλές σκέψεις, εώς ότου επέλθει η υπο της μοίρας
προωρισμένη ημέρα του βίου.


Δικαιοσύνης, θυμίαμα λίβανον

Ω ϑνητοίσι δικαιοτάτη, πολύολβε, ποθεινή,
έξ ισότητος αεί ϑνητοίς χαίρουσα δικαίοις,
πάντιμ’, ολβιόμοιρε, Δικαιοσύνη μεγαλαυχής,
ή καθαραίς γνώμαισ { ιν } αεί τα δέοντα βραβεύεις,
άθραυστος τό συνειδός αεί : ϑραύεις γαρ άπαντας,
όσσοι μή τό σόν ήλθον υπό ζυγόν, αλλ’ υπέρ αυτού
πλάστιγξι βριαραίσι παρεγκλίναντες απλήστως:
αστασία{ ς } τε, ϕίλη πάντων, ϕιλόκωμ’, ερατεινή,
ειρήνηι χαίρουσα, βίον ζηλούσα βέβαιον :
αιεί γάρ το πλέον στυγέεις, ισότητι δε χαίρεις :
εν σοί γάρ σοφίη αρετής τέλος εσθλόν ικάνει.
κλύθι, ϑεά, κακίην ϑνητών ϑραύουσα δικαίως,
ως αν ισορροπίαισιν αεί βίος εσθλός οδεύοι
ϑνητών ανθρώπων, οί αρούρης καρπόν εδουσι,
καί ζώιων πάντων, οπόσ’ εν κόλποισι τιθηνεί
γαία ϑεά μήτηρ καί πόντιος είνάλιος Ζεύς.

Ώ σύ η δικαιοτάτη μεταξύ των θνητών, η πολυευτυχισμένη,
η περιπόθητη, που χαίρεσαι πάντοτε με τους ανθρώπους
διά την ισότητα, πολύτιμε, καλότυχη, σύ η Δικαιοσύνη η
πολυένδοξη, που με καθαρές πάντοτε γνώμες κρίνεις τα
πρέποντα, και έχεις ακέραια την συνείδηση, διότι σύ
πάντοτε τιμωρείς όλους, όσοι δεν προσήλθαν κάτω απο τον
δικό σου ζυγό, αλλά είνι άστατοι και παρεκλίνουν ακόρεστα
στις βαρειές πλάστιγγες, σύ είσαι χωρίς επαναστάσεις, φίλη
των πάντων, αγαπάς τις διασκεδάσεις αξιέραστη, χαίρεσαι
στην ειρήνη και ποθείς τον σταθερό βίο. Διότι πάντοτε μισείς
την πλεονεξία και χαίρεσαι στην ισότητα. Διότι σε σένα η
γνώση της αρετής έχει άριστο τέλος. Άκουσε με, θεά, και
τσάκιζε δικαίως την κακία των ανθρώπων, για να πορεύεται
εν ισορροπία πάντοτε ο καλός βίος των θνητών ανθρώπων, οι
οποίοι τρώνε τον καρπό της γής, και όλων των ζώων, όσα
τρέφει στους κόλπους της η γή, η θεά μητέρα, και ο πόντιος
θαλάσσιος Ζεύς.


Ὕμνος Νόμου

Ἀθανάτων καλέω καὶ θνητῶν ἁγνὸν ἄνακτα,
οὐράνιον Νόμον, ἀστροθέτην, σφραγῖδα δικαίαν
πόντου τ' εἰναλίου καὶ γῆς, φύσεως τὸ βέβαιον
ἀκλινὲς ἀστασίαστον ἀεὶ τηροῦντα νόμοισιν,
οἷσιν ἄνωθε φέρων μέγαν οὐρανὸν αὐτὸς ὁδεύει,
καὶ φθόνον οὐ δίκαιον ῥοίζου τρόπον ἐκτὸς ἐλαύνει
ὃς καὶ θνητοῖσιν βιοτῆς τέλος ἐσθλὸν ἐγείρει
αὐτὸς γὰρ μοῦνος ζώιων οἴακα κρατύνει
γνώμαις ὀρθοτάταισι συνών, ἀδιάστροφος αἰεί,
ὠγύγιος, πολύπειρος, ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν
τοῖς νομίμοις, ἀνόμοις δὲ φέρων κακότητα βαρεῖαν.
ἀλλά, μάκαρ, πάντιμε, φερόλβιε, πᾶσι ποθεινέ,
εὐμενὲς ἦτορ ἔχων μνήμην σέο πέμπε, φέριστε.

Των αθανάτων θεών προσκαλώ και των θνητών
ανθρώπων τον αγνό άνακτα, τον επουράνιο Νόμο,
αυτόν που κατατάσσει τα άστρα, με δίκαια
σφραγίδα και του θαλάσσιου πόντου και της γής,
αυτόν που φροντίζει πάντοτε να είναι η φύση
σταθερή, ασάλευτη, αδιατάρακτη διά ειδικών,
μερικωτέρων νόμων, διά των οποίων κατευθύνει
τα πάντα άνωθεν και διατρέχει και κυριαρχεί
αυτός, ο Υπέρτατος Νόμος τον μέγα ουρανό, και
τον άδικο φθόνο αποδιώκει αυτός ώς ορμητική
κίνηση, αυτός διεγείρει στους ανθρώπους το καλό
τέλος του βίου, διότι μόνο αυτός κατέχει το
πηδάλιο των ζώων { κατευθύνει την ζωή }, επειδή
έχει ορθότατες γνώμες, είναι πάντοτε αμετακίνητος,
πανάρχαιος, με μεγάλη πείρα, συγκατοικεί με όλους
τους δικαίους, αλλά στους παράνομους επιφέρει
βαριά ζημιά, βλάβη. Αλλά, ώ μακάριε, πολύτιμε, σύ
που φέρεις την ευτυχία, σε όλους περιπόθητε, έχε
ευμενή καρδιά μην μας λησμονείς, ώ άριστε.


Ἄρεος, θυμίαμα λίβανον

Ἄρρηκτ', ὀμβριμόθυμε, μεγασθενές, ἄλκιμε δαῖμον,
ὁπλοχαρής, ἀδάμαστε, βροτοκτόνε, τειχεσιπλῆτα,
Ἆρες ἄναξ, ὁπλόδουπε, φόνοις πεπαλαγμένος αἰεί,
αἵματι ἀνδροφόνωι χαίρων, πολεμόκλονε, φρικτέ,
ὃς ποθέεις ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι δῆριν ἄμουσον
στῆσον ἔριν λυσσῶσαν, ἄνες πόνον ἀλγεσίθυμον,
εἰς δὲ πόθον νεῦσον Κύπριδος κώμους τε Λυαίου
ἀλλάξας ἀλκὴν ὅπλων εἰς ἔργα τὰ Δηοῦς,
εἰρήνην ποθέων κουροτρόφον, ὀλβιοδῶτιν.

Ακατάβλητε, ισχυρόκαρδε, μεγαλοδύναμε, ρωμαλέε
θεέ, που χαίρεσαι στα όπλα, ανίκητε, που σκοτώνεις
τους ανθρώπους και πλήττεις τα τείχη, ώ άνακτα
Άρη, που κρατάς τα όπλα, που είσαι πάντοτε
μπερδεμένος με φόνους, που χαίρεσαι στο αίμα των
ανδρών, που φονεύονται, και σηκώνεις τον θόρυβο
του πολέμου, φρικτέ, και ποθείς την μάχη με ξίφη
και με δόρατα, την μάχη την άγρια, σταμάτησε την
λυσσασμένη μάχη, άφησε τον πόνο που προκαλεί
θλίψη στην καρδιά, κλίνε πρός τον πόθο της Κυπρίδος
και προς τις εορταστικές πανηγυρικές του Λυσαίου,
και να ανταλλάξεις την ισχύ των όπλων με τα έργα
της Δηούς { της Δήμητρας, της γεωργία } και να
ποθείς την ειρήνη, που τρέφει τους νέους και μας
παρέχει την ευτυχία.


Ἡφαίστου, θυμίαμα λιβανομάνναν

Ἥφαιστ' ὀμβριμόθυμε, μεγασθενές, ἀκάματον πῦρ,
λαμπόμενε φλογέαις αὐγαῖς, φαεσίμβροτε δαῖμον,
φωσφόρε, καρτερόχειρ, αἰώνιε, τεχνοδίαιτε,
ἐργαστήρ, κόσμοιο μέρος, στοιχεῖον ἀμεμφές,
παμφάγε, πανδαμάτωρ, πανυπέρτατε, παντοδίαιτε,
αἰθήρ, ἥλιος, ἄστρα, σελήνη, φῶς ἀμίαντονἦ
ταῦτα γὰρ Ἡφαίστοιο μέλη θνητοῖσι προφαίνει.
πάντα δὲ οἶκον ἔχεις, πᾶσαν πόλιν, ἔθνεα πάντα,
σώματά τε θνητῶν οἰκεῖς, πολύολβε, κραταιέ.
κλῦθι, μάκαρ, κλήιζω σε πρὸς εὐιέρους ἐπιλοιβάς,
αἰεὶ ὅπως χαίρουσιν ἐπ' ἔργοις ἥμερος ἔλθοις.
παῦσον λυσσῶσαν μανίαν πυρὸς ἀκαμάτοιο
καῦσιν ἔχων φύσεως ἐν σώμασιν ἡμετέροισιν.

Ήφαιστε ισχυρόκαρδε, μεγαλοδύναμε, που είσαι το
άσβεστο πύρ, και φωτίζεσααι απο φλογερές λάμψεις,
ώ θεέ που παρέχεις φώς στους ανθρώπους, εσύ που
φέρεις το φώς, με τα ισχυρά χέρια, αιώνιε, που ζείς
με την τέχνη, σύ ο εργάτης, μέρος του κόσμου και
στοιχείο άμεμπτο, παμφάγε, που δαμάζεις τα πάντα
{ ώς εκπρόσωπος της φωτιάς } ο υπεράνω όλων
υπέρτατος, που βρίσκεσαι παντού. Είσαι ο αιθέρας,
ο ήλιος, τα άστρα, η σελήνη, το φώς το αμόλυντο,
διότι αυτά τα μέλη του Ηφαίστου φέρουν το φώς
στους ανθρώπους. Και κατοικείς στον κάθε οίκο, σε
όλες τις πόλεις, όλα τα έθνη, και κατοικείς { ώς
πύρ, ώς φωτιά } μέσα στα σώματα των ανθρώπων,
εσύ με την μεγάλη ευτυχία, ο ισχυρός. Άκουσε με,
μακάριε, εσένα προσκαλώ στις ιερές σπονδές, για
να προσέλθεις πάντοτε ήμερος και με έργα, που
φέρνουν χαρά. Κατάπαυσε την λυσσασμένη μανία
του ακατάβλητου πυρός παρέχων στα δικά μας
σώματα την φυσική καύση.


Ἀσκληπιοῦ, θυμίαμα μάνναν

Ἰητὴρ πάντων, Ἀσκληπιέ, δέσποτα Παιάν,
θέλγων ἀνθρώπων πολυαλγέα πήματα νούσων,
ἠπιόδωρε, κραταιέ, μόλοις κατάγων ὑγίειαν
καὶ παύων νούσους, χαλεπὰς κῆρας θανάτοιο,
αὐξιθαλής, ἐπίκουρ', ἀπαλεξίκακ', ὀλβιόμοιρε,
Φοίβου Ἀπόλλωνος κρατερὸν θάλος ἀγλαότιμον,
ἐχθρὲ νόσων, Ὑγίειαν ἔχων σύλλεκτρον ἀμεμφῆ,
ἐλθέ, μάκαρ, σωτήρ, βιοτῆς τέλος ἐσθλὸν ὀπάζων.

Ώ σύ Ασκληπιέ, ιατρέ των πάντων, ώ δέσποτα Παιάν,
που μαγεύεις τα εκ των νόσων παθήματα των
ανθρώπων, που προξενούν μεγάλους πόνους, σύ που
καταπραϋνεις με τα δώρα σου, ο ισχυρός, είθε να
έλθεις και να φέρεις σε εμάς την υγεία, και
κατέπαυσε τις βαρειές ασθένειες και τον ολέθριο
θάνατο, εσύ, ώ νέε, που συντελείς στην αύξηση
και απομακρύνεις τα κακά, ο καλότυχος, εσύ το
ισχυρό βλαστάρι, το πολυτίμητο του Φοίβου
Απόλλωνα, ο εχθρός των νοσημάτων, που έχεις
άμεμπτη σύζυγο την Υγεία, έλα μακάριε σωτήρα
μας, και δώσε σε εμάς καλό τέλος του βίου.


Ὑγείας, θυμίαμα μάνναν

Ἱμερόεσσ', ἐρατή, πολυθάλμιε, παμβασίλεια,
κλῦθι, μάκαιρ' Ὑγίεια, φερόλβιε, μῆτερ ἁπάντων
ἐκ σέο γὰρ νοῦσοι μὲν ἀποφθινύθουσι βροτοῖσι,
πᾶς δὲ δόμος θάλλει πολυγηθὴς εἵνεκα σεῖο,
καὶ τέχναι βρίθουσιἦ ποθεῖ δέ σε κόσμος, ἄνασσα,
μοῦνος δὲ στυγέει σ' Ἀίδης ψυχοφθόρος αἰεί,
ἀιθαλής, εὐκταιοτάτη, θνητῶν ἀνάπαυμα
σοῦ γὰρ ἄτερ πάντ' ἐστὶν ἀνωφελῆ ἀνθρώποισιν
οὔτε γὰρ ὀλβοδότης πλοῦτος γλυκερὸς θαλίηισιν,
οὔτε γέρων πολύμοχθος ἄτερ σέο γίγνεται ἀνήρ
πάντων γὰρ κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις.
ἀλλά, θεά, μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ
ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην.

Εσύ η περιπόθητη, η αξιέραστη, που ζωογονείς τα
πάντα, η βασίλισσα των πάντων, άκουσε με, ώ
μακαρία Υγεία, που φέρνεις την ευτυχία και είσαι
η μητέρα όλων, διότι απο σένα, απο το ένα μέρος
καταστρέφονται οι ασθένιες των ανθρώπων, και
απο το άλλο μέρος κάθε σπίτι πάλι έξ αιτίας σου
ανθοφορεί γεμάτο χαρά, και οι τέχνες ακμάζουν.
Και σε ποθεί ο κόσμος, ώ βασίλισσα, και μόνο ο
Άδης σε μισεί ο πάντοτε θανατηφόρος. Είσαι
πάντοτε θαλερά, σε σένα περισσότερο απο όλους
απευθύνουμε τις ευχές μας, είσαι η ανακούφιση
των ανθρώπων, διότι χωρίς εσένα όλα είναι
ανώφελα στους ανθρώπους, διότι ούτε ο πλούτος,
που μας δίνει τα αγαθά είναι γλυκός κατά τα
συμπόσια, ούτε ο άντρας γίνεται γέρος, που
μόχθησε πολύ, χωρίς εσένα, διότι μόνη εσύ
κυριαρχείς στα πάντα, και βασιλεύεις σε όλα.
Αλλά ώ θεά, έλα στους μύστες πάντοτε βοηθός,
και σώσε μας απο την κακότυχη ανία των
φοβερών ασθενειών.


Εὐμενίδων, θυμίαμα ἀρώματα

Κλῦτέ μευ, Εὐμενίδες μεγαλώνυμοι, εὔφρονι βουλῆι,
ἁγναὶ θυγατέρες μεγάλοιο Διὸς χθονίοιο
Φερσεφόνης τ', ἐρατῆς κούρης καλλιπλοκάμοιο,
αἳ πάντων καθορᾶτε βίον θνητῶν ἀσεβούντων,
τῶν ἀδίκων τιμωροί, ἐφεστηκυῖαι ἀνάγκηι,
κυανόχρωτες ἄνασσαι, ἀπαστράπτουσαι ἀπ' ὄσσων
δεινὴν ἀνταυγῆ φάεος σαρκοφθόρον αἴγλην·
ἀίδιοι, φοβερῶπες, ἀπόστροφοι, αὐτοκράτειραι,
λυσιμελεῖς οἴστρωι, βλοσυραί, νύχιαι, πολύποτμοι,
νυκτέριαι κοῦραι, ὀφιοπλόκαμοι, φοβερῶπες·
ὑμᾶς κικλήσκω γνώμαις ὁσίαισι πελάζειν.

Ακούστε με, ώ θεές, που έχετε όλες τις τιμές, που
φωνάζετε δυνατά, βακχικές, εσείς η Τισιφόνη και η
Αλληκτώ και η θεϊκή Μέγαιρα, νυχτερινές, που
ζείτε στον μυχό, και έχετε στα βάθη την οικία σας
μέσα σ'ένα ομιχλώδες σπήλαιο, πλησίον στο ιερό νερό
της Στυνός, πετάτε πάντοτε χάρη των ανοσίων
διαθέσεων των ανθρώπων λυσσασμένες,
μεγαλόφρονες, πολυδύναμες, επιφέρουσες βαρείς
πόνους, κόρες του Άδου καταχθόνιες, ποικιλόμορφες,
που προξενείτε φόβο, αέρινες, αφανείς, που τρέχετε
γρήγορα όπως το νόημα { ο νούς }. Εσείς επιβλέπετε
πάντοτε σαν μάτι της Δίκης της απειράριθμες
φυλές όλων των ανθρώπων, και είσθε πάντοτε
δικαστές. Αλλά ώ θεές Μοίρες, με τα πλοκάμια απο
φίδια, πολύμορφες, μεταθέσατε και καταστήσατε την
μαλακόκαρδη, και εύμενη γνώμη του βίου.


Μηλινόης, θυμίαμα αρώματα

Μηλινόην καλέω, νύμφην χθονίαν, κροκόπεπλον,
ήν παρά Κωκυτού προχοαίς ελοχεύσατο σεμνή
Φερσεφόνη λέκτροις ιεροίς Ζηνός Κρονίοιο,
ήι ψευσθείς Πλούτων’ εμίγη δολίαις απάταισι,
ϑυμώι Φερσεφόνης δέ δισώματον εσπασε χροιήν,
ή ϑνητούς μαίνει ϕαντάσμασιν ήερίοισιν,
αλλοκότοις ιδέαις μορφής τύπον εκπροφαίνουσα,
άλλοτε μέν προφανής, ποτέ δέ σκοτόεσσα, νυχαυγής,
ανταίαις εφόδοισι κατ' ζοφοειδέα νύκτα.
αλλά, ϑεά, λίτομαί σε, καταχθονίων βασίλεια,
ψυχής εκπέμπειν οίστρον επί τέρματα γαίης,
εύμενς ευίερον μύσταις ϕαίνουσα πρόσωπον.

Την Μηλινόη προσκαλώ, την γήινη νύμφη, με το κίτρινο
πέπλο, που την γέννησε η σεμνή Περσεφόνη πλησίον των
εκβολών του Κωκυτού επάνω στα ιερά κρεββάτια του
Διός, υιού του Κρόνου, με αυτή έσμιξε, αφού εξαπάτησε
τον Πλούτωνα με δόλιους απατηλούς τρόπους, και
διέσπασε με θυμό το διπλό σώμα της Περσοφόνης, η οποία
καθιστά μανιακούς τους ανθρώπους με αέρινα
φαντάσματα, αφού έδειξε τον τύπο του προσώπου της με
παράξενες μορφές, άλλοτε μεν εμφανείς, άλλοτε δε
σκοτεινή, λάμπουσα κατά την νύχτα, με εχθρικές επιθέσεις
κατά την σκοτεινή νύχτα. Αλλά σε παρακαλώ, θεά
βασίλισσα των καταχθονίων, να αποπέμπεις την μανία της
ψυχής στα πέρατα της γής, εμφανίζουσα στους μύστες
ευνοϊκό ιερό πρόσωπο.


Τύχης, θυμίαμα λίβανον.

Δεῦρο, Τύχη καλέω σ', ἀγαθῶν κράντειραν, ἐπευχαῖς,
μειλιχίαν, ἐνοδῖτιν, ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν,
Ἄρτεμιν ἡγεμόνην, μεγαλώνυμον, Εὐβουλῆος
αἵματος ἐκγεγαῶσαν, ἀπρόσμαχον εὖχος ἔχουσαν,
τυμβιδίαν, πολύπλαγκτον, ἀοίδιμον ἀνθρώποισιν.
ἐν σοὶ γὰρ βίοτος θνητῶν παμποίκιλός ἐστιν
οἷς μὲν γὰρ τεύχεις κτεάνων πλῆθος πολύολβον,
οἷς δὲ κακὴν πενίην θυμῶι χόλον ὁρμαίνουσα.
ἀλλά, θεά, λίτομαί σε μολεῖν βίωι εὐμενέουσαν,
ὄλβοισι πλήθουσαν ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν.

Εδώ, ώ Τύχη, σε προσκαλώ, εσένα την αγαθή κυβερνήτισα,
για να ευχηθούμε, σε εσένα την μαλακή, την διαμένουσα
στις οδούς, σε πλούσια κτήματα, εσένα την βασίλισσα
Άρτεμι, την ένδοξη, που γεννήθηκες απο το αίμα τους
Ευβούλου, που έχεις ακαταμάχητο καύχημα, εσένα που
κάνεις ευμετάβολο τον βίο των ανθρώπων, διότι απο
εσένα εξαρτάται ο πολυποίκιλος βίος των ανθρώπων, και
σε άλλους μεν παρέχεις πλούτο άπειρο, σε άλλους όμως
δίνεις την άθλια φτώχεια και διεγείρεις στην καρδιά την
οργή. Αλλά θεά, σε παρακαλώ να έλθεις στον βίο μας
ευμενής, γεμάτη απο ευτυχία με πλούσια δώρα.


Δαίμονος, θυμίαμα λίβανον

Δαίμονα κικλήσκω μεγάλαν ἡγήτορα φρικτόν,
μειλίχιον Δία, παγγενέτην, βιοδώτορα θνητῶν,
Ζῆνα μέγαν, πολύπλαγκτον, ἀλάστορα, παμβασιλῆα,
πλουτοδότην, ὁπόταν γε βρυάζων οἶκον ἐσέλθηι,
ἔμπαλι δὲ τρύχοντα βίον θνητῶν πολυμόχθων·
ἐν σοὶ γὰρ λύπης τε χαρᾶς κληῖδες ὀχοῦνται.
τοιγάρ τοι, μάκαρ, ἁγνέ, πολύστονα κήδε' ἐλάσσας,
ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν ἅπασαν,
ἔνδοξον βιοτῆς γλυκερὸν τέλος ἐσθλὸν ὀπάζοις.

Τον Δαίμονα επικαλούμαι τον μέγα, τον καλό οδηγό, τον
φρικτό, τον μαλακό Δία, τον γεννήτορα των πάντων,
αυτόν που δίνει την ζωή στους θνητούς, τον Δία τον
μεγάλο, τον πολυπλάνητο, τον τιμωρό, τον βασιλέα των
πάντων, τον δίδοντα τον πλούτο, όταν εισέλθει στον οίκο
φουσκωμένος { απο δώρα } και αντιθέτως αφανίζεις τον
βίο { την περιουσία } των ανθρώπων, που μοχθούν πολύ,
διότι απο εσένα μεταφέρονται τα κλειδιά της λύπης και
της χαράς. Διά τούτο, ώ μακάριε, αγνέ, αφού απομακρύνεις
τις λυπηρές ανησυχίες, όσες στέλνουν την καταστροφή της
ζωής σε όλη την γή είθε να μας δώσεις ένδοξο, γλυκό καλό
τέλος του βίου.


Λευκοθέας, ϑυμίαμα αρώματα.

Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα, δαίμονα σεμνήν,
ευδύνατον, ϑρέπτειραν ευστεφάνου Διονύσου.
κλύθι, ϑεά, πόντοιο βαθυστέρνου μεδέουσα,
κύμασι τερπομένη, ϑνητών σώτειρα μεγίστη :
έν σοί γάρ νηών πελαγοδρόμος άστατος ορμή,
μούνη δέ ϑνητών οικτρόν μόρον είν αλί λύεις,
οίς άν εφορμαίνουσα ϕίλη σωτήριος έλθοις.
αλλά, ϑεά δέσποινα, μόλοις επαρωγός εούσα
νηυσίν έπ’ ευσέλμοις σωτήριος εύφρονι βουλήι,
μύσταις εν πόντωι ναυσίδρομον ούρον άγουσα.

Την Λευκοθέα προσκαλώ, την κόρη του Κάδμου, την
σεμνή θεά, την δυνατή, την τροφό του καλλιστεφάνου
Διονύσου. Άκουσε με, θεά, εσύ που κυβερνάς τον
βαθύστερνο πόντο, που τέρπεσαι στα κύματα, και είσαι
η μεγαλύτερη σωτηρία των ανθρώπων, διότι απο εσένα
εξαρτάται η ασταθείς ορμή των πλοίων, που διατρέχουν
το πέλαγος, και μόνο εσύ απολυτρώνεις τους
ανθρώπους απο τον θλιβερό θάνατο στην θάλασσα, προς
όσους εφαρμόσω ήθελες έλθει ώς φιλη σωτηρία. Αλλά, ώ
θεά δέσποινα, είθε να έλθεις, επειδή είσαι βοηθός, στα
καλοφκιαγμένα πλοία ώς σωτηρία με ευχάριστη διάθεση,
και στους μύστες, που βρίσκονται στην θάλασσα, να φέρεις
ούριο άνεμο, που επιταχύνει το πλούν.


Παλαίμονος, θυμίαμα μάνναν

Σύντροφε βακχεχόροιο Διωνύσου πολυγηθοῦς,
ὃς ναίεις πόντοιο βυθοὺς ἁλικύμονας, ἁγνούς,
κικλήσκω σε, Παλαῖμον, ἐπ' εὐιέροις τελεταῖσιν
ἐλθεῖν εὐμενέοντα, νέωι γήθοντα προσώπωι,
καὶ σώζειν μύστας κατά τε χθόνα καὶ κατὰ πόντον
ποντοπλάνοις γὰρ ἀεὶ ναυσὶν χειμῶνος ἐναργὴς
φαινομένου σωτὴρ μοῦνος θνητοῖς ἀναφαίνηι,
ῥυόμενος μῆνιν χαλεπὴν κατὰ πόντιον οἶδμα.

Ώ σύντροφε του Διονύσου του τερπνού, που σύρει τον
βακχικό χορό, εσύ που κατοικείς στους καθαρούς
βυθούς του πόντου με τα μεγάλα κύματα, εσένα
επικαλούμαι τον Παλαίμονα να προσέλθεις ευμενής
στις ιερές τελετές και χαρούμενος με νέο πρόσωπο,
και να διασώζεις τους μύστες και στην γή και στην
θάλασσα. Διότι εσύ μόνο εμφανίζεσαι πάντοτε φανερά
ώς σωτήρας των ανθρώπων, που περιπλανώνται με
τα πλοία στην θάλασσα, όταν αναφαίνεται
βαρυχειμωνιά, και τους διασώζεις απο την βαρειά
μανία της θαλασσοταραχής.


Μουσῶν, θυμίαμα λίβανον

Μνημοσύνης καὶ Ζηνὸς ἐριγδούποιο θύγατρες,
Μοῦσαι Πιερίδες, μεγαλώνυμοι, ἀγλαόφημοι,
θνητοῖς, οἷς κε παρῆτε, ποθεινόταται, πολύμορφοι,
πάσης παιδείης ἀρετὴν γεννῶσαι ἄμεμπτον,
θρέπτειραι ψυχῆς, διανοίας ὀρθοδότειραι,
καὶ νόου εὐδυνάτοιο καθηγήτειραι ἄνασσαι,
αἳ τελετὰς θνητοῖς ἀνεδείξατε μυστιπολεύτους,
Κλειώ τ' Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε
Τερψιχόρη τ' Ἐρατώ τε Πολύμνιά τ' Οὐρανίη τε
Καλλιόπηι σὺν μητρὶ καὶ εὐδυνάτηι θεᾶι Ἁγνῆι.
ἀλλὰ μόλοιτε, θεαί, μύσταις, πολυποίκιλοι, ἁγναί,
εὔκλειαν ζῆλόν τ' ἐρατὸν πολύυμνον ἄγουσαι.

Εσείς οι θυγατέρες της Μνυμοσύνης και του βροντερού
Διός, ώ ένδοξες Πιερίδες Μούσες με την λαμπρή φήμη,
εσείς σε όσους ανθρώπους παρευρεθείτε είσθε
περιπόθητες, πολύμορφες, επειδή γεννάτε την άμεμπτο
αρετή πάσης παιδείας, εσείς τρέφετε την ψυχή και
δίδετε την ορθή κατεύθυνση στην διανόηση, και είσθε
οι οδηγοί βασίλισσες του δυνατού νού, εσείς που δείξατε
στους ανθρώπους τις τελετές, οι οποίες εορτάζονται με
μυστήρια, εσείς η Κλειώ η Ευτέρπη, η Θάλεια, η
Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνια, η Ουρανία
και ημητέρα μου Καλλιόπη, που είσθε αγνές θεές πολύ
ισχυρές. Αλλά είθε, ώ θεές, να προσέλθετε στους μύστες
εσείς που είσθε πολυποίκιλοι και ανγές, και να φέρετε σε
αυτούς δόξα και ζήλο αξιέραστο και πολυύμνητο.


Μνημοσύνης, θυμίαμα λίβανον

Μνημοσύνην καλέω, Ζηνὸς σύλλεκτρον, ἄνασσαν,
ἣ Μούσας τέκνωσ' ἱεράς, ὁσίας, λιγυφώνους,
ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί,
πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ψυχαῖσι σύνοικον,
εὐδύνατον κρατερὸν θνητῶν αὔξουσα λογισμόν,
ἡδυτάτη, φιλάγρυπνος ὑπομνήσκουσά τε πάντα,
ὧν ἂν ἕκαστος ἀεὶ στέρνοις γνώμην κατάθηται,
οὔτι παρεκβαίνουσ', ἐπεγείρουσα φρένα πᾶσιν.
ἀλλά, μάκαιρα θεά, μύσταις μνήμην ἐπέγειρε
εὐιέρου τελετῆς, λήθην δ' ἀπὸ τῶν δ' ἀπόπεμπε.

Την Μνυμοσύνη προσκαλώ, την σύζυγο του Διός, την
βασίλισσα, η οποία γέννησε τις ιερές Μούσες, τις οσίες,
τις λιγερόφωνες, που έχει πάντοτε την μνήμη της έξω
απο την κακία, η οποία { κακία } βλάπτει το νού, και
συγκρατεί κάθε νού των βροτών σύνοικον με τις ψυχές
και αυξάνει τον δυνατό και ισχυρό λογισμό των
ανθρώπων, είναι γλυκυτάτη, αγαπά την αγρυπνία,
υπενθυμίζει τα πάντα, περί των οποίων ο καθένας
σχηματίζει πάντοτε γνώμη { αποκτά μνήμη } ούτε
παρεκτρέπεται και διεγείρει σε όλους την σκέψη. Αλλά,
μακαρία θεά, ξεσήκωσε { δυνάμωσε } την μνήμη στους
μύστες της ιερής αυτής τελετουργίας, και απόδιωξε
απο αυτούς την λησμοσύνη.


Ἠοῦς, θυμίαμα μάνναν

Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα,
Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον,
ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ,
ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην
ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης
ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν·
ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένοςἦ οὐδέ τίς ἐστιν,
ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν,
ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις,
πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα
τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν
πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις.
ἀλλά, μάκαιρ', ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις

Άκουσε με εσύ θεά, που φέρνεις στους ανθρώπους την
ημέρα, που δίνει το φώς, εσύ η Ηώς η λαμπροφέγγουσα,
που γίνεται κόκκινη στον κόσμο, η αγγελιαφόρος του
μεεγάλου θεού, του ένδοξου Τιτάνος, εσύ η οποία κατά
την ανατολή σου διώχνεις της νυχτός την μαυρόχρωμη
πορεία και την ξαποστέλνεις στα βάθη της γής, εσύ που
είσαι οδηγός στα έργα των ανθρώπων και εξυπηρετείς
τον βίο τους, με σένα χαίρεται το γένος των θνητών
ανθρώπων, και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος αποφεύγει
την δική σου όψη , αφού είσαι ανωτέρα απο κάθε άλλη,
όταν απομακρύνεις απο τα βλέφαρα τους τον γλυκό
ύπνο, και κάθε άνθρωπος ευχαριστιέται να σε βλέπει
καθώς και κάθε ερπετό και όλα τα άλλα γένη των
τετράποδων ζώων, των πουλιών και των θαλασσινών,
που ανήκουν σε πολλά είδη, διότι προσπορίζεις τους
ανθρώπους όλο το χρόνο, την αυγή, που είναι
κατάλληλη πρός εργασία, για να ζήσουν. Αλλά εσύ η
μακαρία η αγνή είθε να αυξήσεις στους μύστες το ιερό φώς.


Θέμιδος, θυμίαμα λίβανον

Οὐρανόπαιδ' ἁγνὴν καλέω Θέμιν εὐπατέρειαν,
Γαίης τὸ βλάστημα, νέην καλυκώπιδα κούρην,
ἣ πρώτη κατέδειξε βροτοῖς μαντήιον ἁγνὸν
Δελφικῶι ἐν κευθμῶνι θεμιστεύουσα θεοῖσι
Πυθίωι ἐν δαπέδωι, ὅθι Πύθων ἐμβασίλευεν
ἣ καὶ Φοῖβον ἄνακτα θεμιστοσύνας ἐδίδαξε
πάντιμ', ἀγλαόμορφε, σεβάσμιε, νυκτιπόλευτε
πρώτη γὰρ τελετὰς ἁγνάς θνητοῖς ἀνέφηνας,
βακχιακὰς ἀνὰ νύκτας ἐπευάζουσα ἄνακτα
ἐκ σέο γὰρ τιμαὶ μακάρων μυστήριά θ' ἁγνά.
ἀλλά, μάκαιρ', ἔλθοις κεχαρημένη εὔφρονι βουλῆι
εὐιέρους ἐπὶ μυστιπόλου τελετὰς σέο, κούρη.

Την κόρη του Ουρανού την αγνή προσκαλώ, την Θέμι
με τον καλό πατέρα, το νέο βλαστάρι της Γής, την
κόρη που έχει πρόσωπο σαν άνθος, που πρώτη έδειξε
στους ανθρώπους το ιερό μαντείο στην κρυψώνα των
Δελφών και απέδιδε το δίκαιο στους θεούς στον ναό
του Απόλλωνος, όταν βασίλευε στους Δελφούς, αυτή
που κατά τον Φοίβο τον άνακτα δίδαξε τα δίκαι, εσύ
η έχουσα όλες τις τιμές, με την λαμπρή μορφή, η
σεβαστή, που περιπλανάσαι κατά την νύχτα, διότι εσύ
πρώτη φανέρωσες στους ανθρώπους τις άγιες
ιεροτελεστίες και επευφημούσες τον άνακτα κατά τις
βακχικές νύχτες, διότι απο σένα προέρχονται οι τιμές
των θεών και τα άγια μυστήρια. Αλλά, μακαρία, είθε
να έλθεις χαρούμενη με ευφρύσυνη διάθεση στις ιερές
μυστηριακές τελετουργίες, που γίνονται για σένα, ώ κόρη.


Βορέου, θυμίαμα λίβανον

Χειμερίοις αὔραισι δονῶν βαθὺν ἠέρα κόσμου,
κρυμοπαγὴς Βορέα, χιονώδεος ἔλθ' ἀπὸ Θράικης
λῦέ τε παννέφελον στάσιν ἠέρος ὑγροκελεύθου
ῥιπίζων ἰκμάσιν νοτεραῖς ὀμβρηγενὲς ὕδωρ,
αἴθρια πάντα τιθείς, θαλερόμματον αἰθέρα τεύχων
ἀκτίνες ὣς λάμπουσιν ἐπὶ χθονὸς ἠελίοιο.

Ώ εσύ που με τις χειμωνιάτικες αύρες δονείς τον
βαθύ αέρα του κόσμου, εσύ ο παγετώδης Βορέας, έλα
από την χιονοσκεπή Θράκη, και λύσε την στάση,
που είναι σκεπασμένη απο σύννεφα, του αέρος, που
έχει τον δρόμο του στα νερά, και φύσηξε με τις υγρές
πνοές σου το νερό, που γεννιέται απο την βροχή, και
κάνε όλα αίθρια και φτιάξε τον αιθέρα να έχει ωραία
μάτια και να λάμπει με τις ακτίνες του ηλίου στην γή.


Ζεφύρου, θυμίαμα λίβανον

Αὖραι παντογενεῖς Ζεφυριτίδες, ἠεροφοῖται,
ἡδυπνοοι ψιθυραί, θανάτου ἀνάπαυσιν ἔχουσαι,
εἰαριναί, λειμωνιάδες, πεποθημέναι ὅρμοις,
σύρουσαι ναυσὶ τρυφερον ὅρμον, ἠέρα κοῦφον
ἔλθοιτ' εὐμενέουσαι, ἐπιπνείουσαι ἀμεμφεῖς,
ἠέριαι, ἀφανεῖς, κουφόπτεροι, ἀερόμορφοι.

Ώ αύρες του Ζεφύρου, που γεννιέσθε στον πόντο
και περιφέρεσθε στον αέρα, που πνέετε γλυκά και
ψιθυριστά και παρέχετε ανακούφιση απο τους
κόπους, ανοιξιάτικες, που φυσάτε στα λιβάδια και
είσθε περιπόθητες στους όρμους { τα αγκυροβόλια },
ώ εσείς που σύρετε τα πλοία σε ήσυχο πέραμα με αέρα
ελαφρό, είθε να έλθετε με ευμένεια με πνοές ευνοϊκές,
αέρινες, αφανείς, σαν ελαφρά φτερά, με μορφή αέρος.


Νότου, θυμίαμα λίβανον

Λαιψηρὸν πήδημα δι' ἠέρος ὑγροπόρευτον,
ὠκείαις πτερύγεσσι δονούμενον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἔλθοις σὺν νεφέλαις νοτίαις, ὄμβροιο γενάρχα
τοῦτο γὰρ ἐκ Διός ἐστι σέθεν γέρας ἠερόφοιτον,
ὀμβροτόκους νεφέλας ἐξ ἠέρος εἰς χθόνα πέμπειν.
τοιγάρ τοι λιτόμεσθα, μάκαρ, ἱεροῖσι χαρέντα
πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους ἐπὶ μητέρα γαῖαν.

Εσύ που τρέχεις { πηδάς } γρήγορα διά του αέρος στα
υγρά κύματα και δονείσαι με γρήγορα φτερά εδώ και
εκεί, είθε να έλθεις με σύννεφα του νοτιά, εσύ ο
γενάρχης της βροχής. Διότι τούτου μόνο το δικαίωμα,
το προνόμιο, εδόθη σε εσένα απο τον Δία, να στέλνεις
δηλαδή απο τον αέρα στην γή σύννεφα, που
σχηματίζονται στον Ουρανό και που γεννούν τις
βροχές. Διά τούτο σε παρακαλούμε, ώ μακάριε, αφού
λάβεις χαρά απο τις θυσίες, να μας στέλνεις στην
μητέρα γή τις βροχές, που τρέφουν τους καρπούς.


Ὠκεανοῦ, θυμίαμα ἀρώματα

Ὠκεανὸν καλέω, πατέρ' ἄφθιτον, αἰὲν ἐόντα,
ἀθανάτων τε θεῶν γένεσιν θνητῶν τ' ἀνθρώπων,
ὃς περικυμαίνει γαίης περιτέρμονα κύκλον
ἐξ οὗπερ πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα
καὶ χθόνιοι γαίης πηγόρρυτοι ἰκμάδες ἁγναί.
κλῦθι, μάκαρ, πολύολβε, θεῶν ἅγνισμα μέγιστον,
τέρμα φίλον γαίης, ἀρχὴ πόλου, ὑγροκέλευθε,
ἔλθοις εὐμενέων μύσταις κεχαρημένος αἰεί.

Τον Ωκεανό προσκαλώ, τον αθάνατο πατέρα,
τον πάντοτε υπάρχοντα, την αρχή των
αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων,
ο οποίος κυματίζει γύρω απο την γή που την
περικυκλώνει. Απο αυτόν προέρχονται όλοι οι
ποταμοί και όλη η θάλασσα και οι αγνές
υποχθόνιες ικμάδες της γής, που ρέουν απο τις
πηγές. Άκουσε με, ώ μακάριε, που παρέχεις
πολλή ευτυχία, και είσαι το μεγαλύτερο
εξαγνιστικό μέσο των θεών, το αγαπητό τέρμα
της γής, η αρχή του πόλου, σύ που έχεις ώς
δρόμο τα νερά. Είθε να έλθεις με ευμένεια
παρέχων πάντοτε την χάρι σου στους μύστες.


Ἑστίας, θυμίαμα ἀρώματα

Ἑστία εὐδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
ἣ μέσον οἶκον ἔχεις πυρὸς ἀενάοιο, μεγίστου,
τούσδε σὺ ἐν τελεταῖς ὁσίους μύστας ἀναδείξαις,
θεῖσ' αἰειθαλέας, πολυόλβους, εὔφρονας, ἁγνούς
οἶκε θεῶν μακάρων, θνητῶν στήριγμα κραταιόν,
ἀιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, τάδ' ἱερὰ δέξο προθύμως,
ὄλβον ἐπιπνείουσα καὶ ἠπιόχειρον ὑγείαν.

Ώ Εστία βασίλισσα, θυγατέρα του ισχυρού Κρόνου,
σύ η οποία κατέχεις το μέσον της κατοικίας του
αιώνιου μεγίστου πυρός, είθε σύ αυτούς εδώ τους
ιερούς μύστες να τους αναδείξεις κατά τις τελετές,
και να τους κάνεις να είναι πάντοτε θαλεροί,
πολυευτυχισμένοι, ευφρόσυνοι, αγνοί, σύ είσαι η
κατοικία των μακαρίων θεών, το ισχυρό στήριγμα
των ανθρώπων, σύ η αιώνια, η πολύμορφη, η
περιπόθητη, η όμοια με χλόη, που σκορπίζεις
μειδιάματα, η μακαρία, δέξου με προθυμία αυτές
τις θυσίες και φύσηξε μας ευτυχία και την υγεία,
που καταπραϋνει τον άνθρωπο.


Ὕπνου, θυμίαμα μετὰ μήκωνος

Ὕπνε, ἄναξ μακάρων πάντων θνητῶν τ' ἀνθρώπων
καὶ πάντων ζώιων, ὁπόσα τρέφει εὐρεῖα χθών
πάντων γὰρ κρατέεις μοῦνος καὶ πᾶσι προσέρχηι
σώματα δεσμεύων ἐν ἀχαλκεύτοισι πέδηισι,
λυσιμέριμνε, κόπων ἡδεῖαν ἔχων ἀνάπαυσιν
καὶ πάσης λύπης ἱερὸν παραμύθιον ἔρδωνἦ
καὶ θανάτου μελέτην ἐπάγεις ψυχὰς διασώζων
αὐτοκασίγνητος γὰρ ἔφυς Λήθης Θανάτου τε.
ἀλλά, μάκαρ, λίτομαί σε κεκραμένον ἡδὺν ἱκάνειν
σώζοντ' εὐμενέως μύστας θείοισιν ἐπ' ἔργοις.

Ώ ύπνε, σύ ο βασιλεύς όλων των μακαρίων θεώ
και θνητών ανθρώπων και όλων των ζώων, όσα
τρέφει η ευρεία γή, διότι μόνος σου είσαι κυρίαρχος
όλων, και προσέρχεσαι σε όλους και δεσμεύεις τα
σώματα με δεσμά, που δεν είναι κατασκευασμένα
απο χαλκό. Εσύ μας απαλλάσσεις απο τις
φροντίδες και μας παρέχεις γλυκειά ανακούφιση
απο τους κόπους και μας παρασκευάζεις για
κάθε λύπη μιά ιερή παρηγοριά και μας φέρνεις
επίσης την άσκηση { την προπαρασκευή } του
θανάτου και διασώζεις τις ψυχές μας, διότι εσύ
είσαι εκ φύσεως ο γνήσιος αδελφός της Λήθης και
του Θανάτου. Αλλά, ώ μακάριε, σε παρακαλώ
να έλθεις συγκερασμένος με γλυκύτητα και να
σώζεις ευνοίκώς τους μύστες για τα θεϊκά έργα.


Ὀνείρου, θυμίαμα ἀρώματα

Κικλήσκω σε, μάκαρ, τανυσίπτερε, οὖλε Ὄνειρε,
ἄγγελε μελλόντων, θνητοῖς χρησμωιδὲ μέγιστε
ἡσυχίαι γὰρ ὕπνου γλυκεροῦ σιγηλὸς ἐπελθών,
προσφωνῶν ψυχαῖς θνητῶν νόον αὐτὸς ἐγείρεις,
καὶ γνώμας μακάρων αὐτὸς καθ' ὕπνους ὑποπέμπεις,
σιγῶν σιγώσαις ψυχαῖς μέλλοντα προφαίνων,
οἷσιν ἐπ' εὐσεβίηισι θεῶν νόος ἐσθλὸς ὁδεύει,
ὡς ἂν ἀεὶ τὸ καλὸν μέλλον, γνώμηισι προληφθέν,
τερπωλαῖς ὑπάγηι βίον ἀνθρώπων προχαρέντων,
τῶν δὲ κακῶν ἀνάπαυλαν, ὅπως θεὸς αὐτὸς ἐνίσπηι
εὐχωλαῖς θυσίαις τε χόλον λύσαντες ἀνάκτων.
εὐσεβέσιν γὰρ ἀεὶ τὸ τέλος γλυκερώτερόν ἐστι,
τοῖς δὲ κακοῖς οὐδὲν φαίνει μέλλουσαν ἀνάγκην
ὄψις ὀνειρήεσσα, κακῶν ἐξάγγελος ἔργων,
ὄφρα μὴ εὕρωνται λύσιν ἄλγεος ἐρχομένοιο.
ἀλλά, μάκαρ, λίτομαί σε θεῶν μηνύματα φράζειν,
ὡς ἂν ἀεὶ γνώμαις ὀρθαῖς κατὰ πάντα πελάζηις
μηδὲν ἐπ' ἀλλοκότοισι κακῶν σημεῖα προφαίνων.

Εσένα προσκαλώ, ώ μακάριε, με τα μεγάλα φτερά,
ώ Όνειρε ολοκληρωμένε, σύ ο αγγελιοφόρος εκείνων,
που μέλλουν να γίνουν, μεγάλε προφήτη των
ανθρώπων, διότι εσύ επέρχεσαι σιωπηλός κατά την
ησυχία του γλυκού ύπνου και φωνάζεις στις ψυχές
των ανθρώπων, και σύ ο ίδιος διεγείρεις το μυαλό
τους { τους ξυπνάς το μυαλό } και τους στέλνεις
κρυφά στον ύπνο τους τις γνώμες των θεών, και
άφωνος φανερώνεις στις ψυχές τις κοιμισμένες τα
μέλλοντα να συμβούν, σε εκείνους τους ανθρώπους,
των οποίων ο καλός νούς συμβαδίζει προς την
ευσέβεια των θεών, ώστε πάντοτε το καλό μάλλον,
προκαρορισθέν διά των γνωμών των θεών, να
ειδοποιείς και να καθοδηγείς με τέρψεις τον βίο
των ανθρώπων, που αισθάνθηκαν εκ των προτέρων
χαρά, να έχουν δέ ανακούφιση απο τα κακά,
καθώς ο ίδιος ο θεός θα τους πεί, για να διαλύσουν
με προσευχές και θυσίες την οργή των βασιλέων,
διότι το τέλος των ευσεβών ανθρώπων είναι πάντοτε
γλυκύτερο. Στους κακούς όμως ανθρώπους δεν
είναι δυνατόν να φανερώσει την μελλοντική ζωή τους
το όραμα του ονείρου, ώς άγγελος κακών έργων, διά
να μπορέσουν να βρούν { οι κακοί ανθρώποι } την
απαλλαγή απο τα δεινά που έρχονται. Αλλά σε
παρακαλώ, ώ μακάριε, να μας εξαγγέλεις τα μυνήματα
των θεών, ώστε να μας πλησιάζεις πάντοτε με ορθές
κατά πάντα γνώμες και να μην μας φανερώνεις
σημεία δυσάρεστα.


Θανάτου, θυμίαμα μάνναν

Κλῦθί μευ, ὃς πάντων θνητῶν οἴηκα κρατύνεις
πᾶσι διδοὺς χρόνον ἁγνόν , ὅσων πόρρωθ' ὑπάρχεις
σὸς γὰρ ὕπνος ψυχῆς θραύει καὶ σώματος ὁλκόν,
ἡνίκ' ἂν ἐκλύηις φύσεως κεκρατημένα δεσμὰ
τὸν μακρὸν ζώιοισι φέρων αἰώνιον ὕπνον,
κοινὸς μὲν πάντων, ἄδικος δ' ἐνίοισιν ὑπάρχων,
ἐν ταχυτῆτι βίου παύων νεοήλικας ἀκμάς
ἐν σοὶ γὰρ μούνωι πάντων τὸ κριθὲν τελεοῦται
οὔτε γὰρ εὐχαῖσιν πείθηι μόνος οὔτε λιταῖσιν.
ἀλλά, μάκαρ, μακροῖσι χρόνοις ζωῆς σε πελάζειν
αἰτοῦμαι, θυσίαισι καὶ εὐχωλαῖς λιτανεύων,
ὡς ἂν ἔοι γέρας ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισι τὸ γῆρας.

Άκουσε με, σύ που κρατάς όλων των ανθρώπων την
ζωή, και που δίνεις χρόνο αγνό σε εκείνους απο τους
οποίους βρίσκεσαι μακριά. Διότι ο δικός σου ύπνος
τσακίζει την ψυχή και σύρει το σώμα, διότι διαλύεις
τα συγκρατημένα δεσμά του σώματος, και φέρνεις
στου ζωντανούς τον μακρόν αιώνιο ύπνο, και είσαι
μέν κοινός σε όλους, αλλά σε μερικούς δείχνεσαι
άδικος, όταν με ταχύτητα θέτεις τέρμα του βίου σε
ανθρώπους ακμαίους και νέους κατά την ηλικία,
διότι απο εσένα μόνο εκτελείται εκείνο που
αποφασίσθει περί όλων, διότι μόνο εσύ δεν πείθεσαι
ούτε απο προσευχές ούτε απο παρακλήσεις. Αλλά,
ώ μακάριε, σου ζητώ να προσέρχεσαι ύστερα απο
πολλά έτη ζωής, και σε παρακαλώ γι'αυτό με θυσίες
και με προσευχές ώστε το γήρας να είναι για τους
ανθρώπους καλό βραβείο.


Ύμνος Εἰς Ἄρεα

Ἆρες ὑπερμενέτα, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ,
ὀβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά,
καρτερόχειρ, ἀμόγητε, δορυσθενές, ἕρκος Ὀλύμπου,
Νίκης εὐπολέμοιο πάτερ, συναρωγὲ Θέμιστος,
ἀντιβίοισι τύραννε, δικαιοτάτων ἀγὲ φωτῶν,
ἠνορέης σκηπτοῦχε, πυραυγέα κύκλον ἑλίσσων
αἰθέρος ἑπταπόροις ἐνὶ τείρεσιν ἔνθα σε πῶλοι
ζαφλεγέες τριτάτης ὑπὲρ ἄντυγος αἰὲν ἔχουσι·
κλῦθι βροτῶν ἐπίκουρε, δοτὴρ εὐθαλέος ἥβης,
πρηΰ καταστίλβων σέλας ὑψόθεν ἐς βιότητα
ἡμετέρην καὶ κάρτος ἀρήϊον, ὥς κε δυναίμην
σεύασθαι κακότητα πικρὴν ἀπ' ἐμοῖο καρήνου,
καὶ ψυχῆς ἀπατηλὸν ὑπογνάμψαι φρεσὶν ὁρμὴν
θυμοῦ τ' αὖ μένος ὀξὺ κατισχέμεν ὅς μ' ἐρέθῃσι
φυλόπιδος κρυερῆς ἐπιβαινέμενἦ ἀλλὰ σὺ θάρσος
δὸς μάκαρ, εἰρήνης τε μένειν ἐν ἀπήμοσι θεσμοῖς
δυσμενέων προφυγόντα μόθον κῆράς τε βιαίους.

Ώ Άρη κραταιότατε, σύ που παίζεις με τα άρματα και
με τη χρυσή περικεφαλαία, ισχυρόκαρδε, άριστε, που
σώζεις τις πόλεις και είσαι οπλισμένος με χαλκό, σύ
που έχεις ισχυρά χέρια, ακαταπόνητε, ισχυρέ, φρούριο
του Ολύμπου, ώ πατέρα της πολεμικής Νίκης,
συμπαραστάτη της Θέμιδος, τύραννε των αντιθέτων,
οδηγέ των δικαιοτάτων ανδρών, που έχεις το σκήπτρο
της ανδρείας και περιελίσσεις τον κύκλο, που λάμπει
σαν το πύρ, στου αιθέρος τους αστερισμούς με τις επτά
πορείες, όπου φλογεροί πώλοι { πουλάρια } σε έχουν
πάντοτε υπεράνω απο την τρίτη περιφέρεια του άρματος.
Άκουσε με, σύ ο βοηθός των ανθρώπων, που δίδεις την
τολμηρή νεότητα, λάμπρυνε απο ψηλά τον δικό μας βίο
με λαμπρό γλυκό φώς, και δώσε μου δύναμη πολεμική,
δια να μπορώ να αποτρέψω την πικρή κακία απο το δικό
μου κεφάλι και να παρακάμψω την απατηλή ορμή της
ψυχής και να συγκρατώ άφ'ετέρου την ορμητική μανία
του θυμού, ο οποίος με εξερεθίζει { εξοργίζει }, διά να
επεμβαίνω στην παγερά βοή της μάχης. Αλλά σύ, ώ
μακάριε, δώσε μου θάρρος, δια να παραμένω σταθερός
στους αβλαβείς θεσμούς της ειρήνης και να αποφεύγω
την μάχη των εχθρών και τον βίαιο θάνατο.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λαογραφία”