Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
Κάλαντα των Φώτων
Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θέόν ομολόγησαν.
Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.
Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.
Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.
Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξάστα δι' αυτό το μέγα μυστήριόν.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.
Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.
___________________________________
ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ
Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη.
Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1. ΚΟΙΝΑ ΕΘΙΜΑ
«βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»
Δημόκριτος Αβδυρίτης
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε τούς Αθηναίους «...ώς δεισιδαιμονεστέρους...» [Πρ. ιζ’, 22]. Αυτός ό χαρακτηρισμός νομίζω πώς ταιριάζει σ’ όλους τούς Έλληνες, επομένως καί στούς Ποντίους, άν μάλιστα θυμηθούμε καί τόν Απόστολο Πέτρο, πού χαρακτηρίζει τούς χριστιανούς τού Πόντου «εκλεκτούς» [Πετ. Α’ Ι].
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες «θρησκεύουν» περισσότερο από κάθε άλλο λαό καί είναι θεολάτρες στήν κυριολεξία. Αυτή τους τήν ψυχική διάθεση καί ανάταση, τή θρησκευτική τους πίστη, τήν εκφράζουν κάθε τόσο μέ διάφορες γιορτές. Πολλές φορές ειπώθηκε ότι «δέν υπάρχει γένος πιό φιλέορτο από τό δικό μας. Ζούμε κάνοντας κάποια γιορτή καί Περιμένοντας κάποια γιορτή θρησκευτική, ή εθνική, ή σπιτική...» [Στρ. Μυριβήλης).
Μέσα σ’ αυτό τό πάνθεο τών γιορτών είναι καί τά Φώτα, γύρω από τά οποία έπλασε καί ζει καί ό ποντιακός λαός αξιοπρόσεκτα λατρευτικά έθιμα.
α. Αργία - εκκλησιασμός - νηστεία
“Όπως όλες τις μεγάλες γιορτές έτσι καί τά Θεοφάνεια, ή αργία καί ό εκκλησιασμός έπαιρναν ιδιαίτερο πανυγηρικό τόνο καί χρώμα. Πρωταρχικό καί καθολικό γνώρισμα τού ποντιακού λαού, στις μεγάλες τής χριστιανοσύνης μέρες, είναι: Ή εσωτερική περισυλλογή, μέ τήν προσευχή στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί τή συμμετοχή στήν Κοινή λατρεία. Η ακρόαση καί παρακολούθηση μέ κατάνυξη τών εκφωνήσεων, τών ευχών καί τών εκκλησιαστικών ύμνων, τό διάβασμα εκκλησιαστικών βιβλίων, συναξαρίων καί τής Αγίας Γραφής. Ή αθόρυβη καί ιδιόρρυθμη βίωση τού νοήματος καί τού περιεχομένου τών εορτών.
Ο Γ. Θ. Κανδηλάπτης, στήν ιστορική του μελέτη «Η Αργυρούπολις τού Πόντου» γράφει: «Τόσην δ’ ευλάβειαν είχον οι πατέρες ημών εις τά Θεία, ώστε, μόλις ήχουν οί κώδωνες τών εκκλησιών, οι μέν άνδρες κλείοντες τά καταστήματά των έτρεχον εις αυτάς, ώς καί αί γυναίκες, πάσαν εργασίαν εγκαταλείπουσαι εκαλύπτοντο διά καλύπτρας (σαλίου ή τσαρτσαφίου) καί έτρεχον εις τούς ναούς...»
Κάτι σχετικό διηγείται καί ό Ανανίας Νικολαίδης, στό ανέκδοτο έργο του «Ποντιακή Λαογραφία»: «Τά εξέργατα», έλεγαν, «οσήμερον φύλλον ’κι λαϊσκεται.» Θεωρούσαν δέ τόσο θεμελιακό τό έθιμο του εκκλησιασμού, ώστε σέ πολλές περιοχές ό ένας ειδοποιούσε τόν άλλον, ό γείτονας τό γείτονα, μή τυχόν καί δέν πάει στήν εκκλησία.
Ακόμη καί ή λαϊκή μούσα, μέ τά κάλαντα, προτρέπει γιά εκκλησιασμό:
«.. .Στήν εκκλησία τρέξατε, μέ προθυμίαν μπήτε, ακούσατε τήν προσευχήν, κι άν είναι ορισμός σας καί ό Χριστός μας πάντοτε νά είναι βοηθός σας.»
Πολλές φορές, σέ πολλές περιοχές, τίς μεγάλες γιορτές (πρό παντός τό Πάσχα) ειδοποιούσαν ό ένας τόν άλλον, μέ χτυπήματα στις πόρτες, μέ κουδούνια καί φωνές.
Σκωθέστεν εντώκαν τα καμπάνας (Ίμερα). Εγνεφέστεν... Σκωθέστεν, ή εκκλησία και ό Χριστόν λαλεί σας (Πλάτανα - Καταχά). Σ’ άλλα μέρη ό νυχτοφύλακας ειδοποιούσε τόν κόσμο. Στά Μεταλλεία Ταύρου ό τσαγκόης. Χαρακτηριστικό επίσης είναι καί τό έθιμο τής ιδιαίτερης καθαριότητας καί προετοιμασίας όλων τών σπιτιών καί ή γιορταστική αμφίεση. Θά φορέσουμε, έλεγαν στά χωριά μας (Κρώμνη, Ίμερα,...) τά τσιτσίλ παπάν. Τά καινούργια ρούχα καί τά καινούραι τό κουντούρας (σκαρπίνια). Όσοι δέν μπορούσαν νά έχουν καινούργια ρούχα τά καθάριζαν, τά αναποδογύριζαν, τά έβαφαν καί τά σιδέρωναν. Εκτός από τά συνήθη τάματα, τήν ώρα πού γυρνούσε ό δίσκος έπρεπε πλούσιοι καί φτωχοί νά ρίξουν στό δίσκο. Οι νοικοκυραίοι καί οί προύχοντες καί μερικοί νεόπλουτοι πού είχαν έρθει ας σήν ξενιτείαν εφιλοτιμούντο ποιός θά ρίξει τό μεγαλύτερο νόμισμα στό δίσκο.
Ο εκκλησιασμός τών Θεοφανείων ολοκληρωνότανε μέ τήν προμήθεια καί πόση αγιασμού καί μέ τό αντίδωρο.
Είναι ανάγκη νά σημειώσουμε ότι μεταξύ άλλων καθηκόντων καί εθίμων πού μέ τό χρόνο ατονούν είναι καί ό τακτικός εκκλησιασμός.
Στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας οί άνθρωποι αναζητούσαν κατάλληλες στιγμές καί ανάλογο κλίμα γιά νά εκτονωθούν. Αυτή τήν ανάγκη εκτονώσεως ικανοποιούσαν οι σκλαβωμένοι μέ τήν εκδήλωση θρησκευτικότητας καί συστηματικού εκκλησιασμού. Συχνά πολλοί αυτή τους τήν ανάγκη τή διασκέδαζαν μέ τό διάβασμα τού «Γεροστάθη», Βίων Αγίων, το Ψαλτηρίου καί τής Αγίας Γραφής.
Ασυνήθιστη παρηγοριά εύρισκε ό λαός μας σέ αφηγήσεις καί προσφιλείς παραδόσεις, πού τις εμπνεότανε από τήν παρακολούθηση, τήν ακρόαση καί τή μελέτη τών ιερών ακολουθιών καί τό ιστορικό τών μεγάλων θρησκευτικών καί εθνικών γεγονότων.
Στόν Πόντο (ακόμη καί σήμερα σέ πολλά σπίτια) αυστηρός ήταν ό σεβασμός καί στό έθιμο τής νηστείας τήν Παραμονή τών Θεοφανείων. ‘Ο εκκλησιασμός, ή παρακολούθηση καί ή προμήθεια Μ. ‘Αγιασμοί καί ή υποδοχή καί ή βίωση τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων προϋποθέτουν ανάλογη ψυχική καί σωματική προετοιμασία. ‘Έθιμο πανελλήνιο.
Στό χωριό μου Ίμερα καί στά γύρω χωριά, τήν ημέρα τής παραμονής, σχεδόν σε όλα τά σπίτια έτρωγαν νερόβραστα φαγητά: Πατάτες (καρτόφα), φασόλια, φακιές (μαρτσιμιάκα), πατίτσα (ξεραμένα φασουλάκια), χόρτα, μαυρολάχανα καί διάφορα τουρσιά (στύπα). Πολλοί δέν έτρωγαν όλη τή μέρα. Αν τύχαινε κάποιος νά καταλύσει τή νηστεία, δηλαδή νά φάει σέ μέρες νηστείας αρτύσιμα, έλεγαν εμαντσίρ’τσεν ό αθεόφοβον. Τή νηστεία τήν έβλεπε ό πιστός απαραίτητη γιά τήν πρεπούμενη υποδοχή τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων καί τή χαιρότανε, γιατί τού χάριζε ιδιαίτερη χαρά καί ευχαρίστηση, όταν, γυρνώντας στό σπίτι του, τόν περίμενε πλουσιοπάροχο γιορτινό τραπέζι, πού δέν ήταν καί τόσο συνηθισμένο όλες τις μέρες καί μάλιστα στά χρόνια τής σκλαβιάς καί τής φτώχειας στήν ενδοχώρα. «Μέ Ιδιαίτερη λαχτάρα περίμενε νά φάει τό φαγητό τών Θεοφανείων πού τό έλεγαν κεσκέκ πού μαγειρευότανε από κεντουμέ (κοπανισμένο σιτάρι) μέ μιά κόττα χωριάτικη » [Κεσσόγλου Θ. Σταύρος από τό Αβδάν Αμισού].
β. Προμήθεια αγιασμού
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο είναι πανορθόδοξο έθιμο. Γι’ αυτό είναι αδύνατο νά βρεί Κανείς ποντιακή οικογένεια πού νά μή προμηθεύεται αγιασμό τής Παραμονής ή τών Θεοφανείων. Καί στόν Πόντο καί εδώ άλλοι μέ μαστραπάδες, άλλοι μέ κουκουμόπα (είδος χάλκινης κανάτας), άλλοι μέ κανατόπα, άλλοι μέ ποτήρια κι άλλοι μέ μπουκαλάκια έτρεχαν καί τρέχουν στήν εκκλησία από τά χαράματα, γιά νά πάρουν αγιασμό γιά μιά ώρα ανάγκης.
γ. Τό φαρμακόλυτρο
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο έχει κάποιο πρακτικό σκοπό. Σέ μιά ώρα ανάγκης χρησιμοποιείται αγιασμός ώς φαρμακόλυτρο, γιατί πιστεύει ό λαός μας στήν ιαματική καί αγιαστική δύναμη του αγιασμού. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται σε ομματόπονον, σέ ’χπάραγμαν (τρόμαγμα), σέ μαϊσσομέντζ• (πού βλάφτηκαν από μάγισσες), σέ επίτοκες λεχώνες, σέ αρρώστους, στούς ετοιμοθάνατους δέ αντί Θείας Κοινωνίας. θα μπορούσαμε νά πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ή λαϊκή πίστη, μέ τό έθιμο της προμήθειας αγιασμού, αφήνει τήν εντύπωση ότι περισσότερη βαρύτητα
δίνει στο έθιμο τής σχετικής τελετής τού αγιασμού καί τής καταδύσεως τού Σταυρού παρά στη Θεία Λειτουργία τής Παραμονής καί τών Θεοφανείων.
Τον αγιασμό, πού κρατάμε γιά μιά ώρα ανάγκης, τόν φυλάμε στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί μέ έμφαση τονίζουμε σ’ όσους τυχόν δέ δίνουν σημασία στήν αναγκαιότητα τού εθίμου, ότι όλο τό χρόνο διατηρείται ό αγιασμός καί δέν παθαίνει τίποτε.
δ. Τό ράντισμα
Συνήθως όσοι φυλάνε γιά όλο τό χρόνο τόν αγιασμό τής παραμονής ραντίζουν τά κτήματά τους μέ τόν αγιασμό τών Θεοφανείων, ενώ όσοι κρατούν, γιά μιά ώρα ανάγκης, αγιασμό Θεοφανείων ραντίζουν μέ αγιασμό της παραμονής. Υπάρχουν βέβαια καί οι εξαιρέσεις.
Τό ράντισμα μπορεί νά γίνει από οποιοδήποτε μέλος τής οικογένειας. Στα χωριά Ίμερα καί Κρώμνη τό ράντισμα τών χωραφιών τό ανάθεταν σέ παιδιά - έφηβους.
Τήν παραμονή ή ανήμερα, οπωσδήποτε, ράντιζαν σ’ όλο τόν Πόντο τά χωράφια, τούς οπωρώνες, τά λιβάδια, τούς κήπους, τίς μάντρες, τίς αχυρώνες, τά ζώα, τά σπίτια, τά εργαλεία καί τά τρόφιμα.
Από τόν αγιασμό τών Θεοφανείων η τής παραμονής σέ μερικά χωριά (Σούρμενα) έριχναν αγιασμό καί στις τροφές τών ζώων καί μάλιστα ‘ς σόν (τροφή αγελάδας από πίτουρα, χόρτα καί λάχανα βρασμένα με άφθονο νερό γιά νά κατεβάσει πολύ γάλα). Τό ράντισμα γινότανε μέ την ελπίδα νά εξουδετερωθούν οί αντίξοες συνθήκες γιά μιά καλή ευφορία καί γιά τήν εξαφάνιση τών κακών πνευμάτων (καλικάντζαροι - ξωτικά).
Μέ τόν αγιασμό τών υδάτων καί τό ράντισμα φεύγουν τά κακά πνεύματα, μάς έλεγαν οι γιαγιάδες μας καί οί γονείς μας.
Σήμερα πρέπει νά ομολογήσουμε ότι σέ πολλούς έχει ατονήσει και έχει ξεχαστεί τό έθιμο τού ραντισμού.
Σέ πολλά χωριά τής Αργυρούπολης, εκτός από τό ράντισμα τών κτημάτων μέ αγιασμό, έβαζαν αγιασμό καί στα διάφορα φαγώσιμα γιά νά πληθαίν’ άτα ό Θεόν. Τό συνεχίζουν αυτό τό έθιμο πολλές οικογένειες κι εδώ (Ιμεραίοι καί Κρωμναίοι περιοχής Ξάνθης, Πανοράματος, Καλαμαριάς, Χαριλάου, Καταχά Πιερίας, Κιλκίς).
Στα χωριά Σούλι, Καελέν καί Γιατμούσ’ τής Κερασούντας ρίχνανε αγιασμό τής παραμονής στό νερό μέ τό οποίο θά λουζότανε [Παπαδόπουλος Ιωακείμ, Ιερέας].
Σέ άλλα χωριά (Σταυρί), ενώ δέν πολυπίστευαν σέ καλικάντζαρους, τά βράδια του Δωδεκαήμερου» δέν έπλεκαν από φόβο στά κακά πνεύματα (’ς σά πιζίελα). Ίσως ήταν ένας τρόπος νά σέβονται τις αργίες : Σέ πολλά πάλι χωριά δέν κυκλοφορούσαν έξω κορίτσα και νυφάδες οίτε άφηναν ρούχα βρέφους κρεμασμένα έξω τις νύχτες τού «Δωδεκαήμερου», από «δαιμονοφοβία».
ε. Κατάποση αγιασμού
Όσοι παρευρίσκονται στήν εκκλησία, είτε τήν παραμονή είτε ανήμερα τών Φώτων, μετά τήν ακολουθία τού Μεγάλου Αγιασμού καί τήν προμήθεια αγιασμού απαραιτήτως θά πιούν μερικές γουλιές. Όσοι παρέμειναν στό σπίτι πίνουν αγιασμό μόλις γυρίσει από τήν εκκλησία κάποιος δικός τους μέ τόν αγιασμό. Πολλοί μάλιστα (συνήθως πολλές) πίνουν Μεγάλο Αγιασμό, όχι μόνο νηστικοί, αλλά καί πρίν πάρουν αντίδωρο.
Τό έθιμο αυτό φανερώνει τήν πίστη το λαού μας στήν αγιαστική επενέργεια τού αγιασμού. ‘Εξ άλλου, γιά τό λαό μας, όλα τά νερά τών θαλασσών, τών λιμνών, τών ποταμών, τών πηγαδιών καί τών πηγών είναι αγιασμένα από τήν παραμονή μέ τήν πρωτάγιαση καί γι’ αυτό «κανένας πιά δεισιδαιμονικός φόβος από τίς νύχτες καί τά ξωτικά τού χειμώνα». «Σήμερον τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις.»
ς. Τό φώτισμαν
Καί στόν Πόντο, μετά τήν ακολουθία τού Αγιασμού τής Παραμονής καί τήν απόλυση, βιαστικά βιαστικά ό παπάς έβγαινε στά σπίτια καί στά μαγαζιά τής ενορίας του γιά νά φωτίσει (ν’ αγιάσει). Φορούσε ένα πετραχήλι, έπαιρνε μαζί του ένα σταυρό (σέ πολλά μέρη αυτόν μέ τόν οποίο έκανε τήν τελετή τού αγιασμού καί ανήμερα μέ τό Σταυρό τής καταδύσεως), τήν αγιαστούρα καί τό βοηθό του, πού κρατούσε τό παρχα’τσ’ μέ τόν αγιασμό. Στό χάλκινο εκείνο μικρό σκεύος μέ τόν αγιασμό (’ς σό παρχάτσ’ απέσ’ = στό σικλί μέσα) έριχναν τόν όβολό τους οί χριστιανοί σέ κέρματα. Ή συνήθεια νά ρίχνουν κέρματα «στό κουβαδάκι τού αγιασμού δέν είναι προχειρότητα», λέγει ό Δ.Σ. Λουκάτος, «έχει καί σημασία αγιασμού τού ίδιου τού χρήματος».
Κατά τή διάρκεια πού φώτιζε σπίτια καί σπιτικούς ό παπάς έψαλλε τό «Εν Ιορδάνη » ή «Επεφάνης σήμερον τή οικουμένη. . .»
Σέ πολλά σπίτια, εκτός από τό φιλοδώρημα, κερνούσαν καί τόν παπά καί τό συνοδό του. Τό φώτισμα συνεχιζότανε καί ανήμερα τών Φώτων, άν δέν είχε γυρίσει ό παπάς όλα τά σπίτια τής ενορίας του τήν Παραμονή.
Τό φώτισμα, ό αγιασμός, σκοπό έχει νά φωτίσει ό παπάς τόν άνθρωπο, νά ευλογήσει τό βίο τών ενοριτών του καί νά εξουδετερώσει από τήν ενορία του κάθε δαιμονικό, «κάθε αντίπαλο στοιχείο του χειμώνα» καί όλες τις δυσμενείς, γιά τήν ευφορία τής γής καί τών γαλακτοφόρων, συνθήκες.
Ο συνήθης τρόπος αγιάσματος τών ανθρώπων είναι νά βουτάει ό παπάς τήν αγιαστούρα στόν αγιασμό καί νά ραντίζει τό μέτωπο τών πιστών, προτείνοντας μέ τό αριστερό τό Σταυρό γιά προσκύνηση καί τό δεξί γιά χειροφίλημα. Τό έθιμο του φωτίσματος, δυστυχώς, κινδυνεύει νά καταργηθεί. Σέ πολλά χωριά καί σέ ελάχιστες ενορίες πόλεων συνεχίζεται καί έτσι σώζεται ακόμη.
Όπου έχει καταργηθεί τό έθιμο του φωτίσματος τών Θεοφανείων καί του φωτίσματος κάθε μήνα από τόν παπά, πολλοί χριστιανοί καλούν δυό τρείς φορές τό χρόνο ή καί κάθε μήνα τόν παπά τής ενορίας (ή καί άλλης ενορίας) καί τούς κάνει μικρό αγιασμό στό σπίτι. Αυτό κάνουν καί τά σχολεία, πρίν ν’ αρχίσουν τά μαθήματα, καθώς καί πολλές υπηρεσίες καί ιδρύματα, πρό παντός σέ περιπτώσεις θεμελιώσεως καί εγκαινίων.
ζ. Η κατάδυση του Σταυρού
Ή κατάδυση του Σταυρού, πέρα από μιά καθιερωμένη καί πανορθόδοξη ιεροτελεστία καθαγιασμού τών υδάτων, είναι καί θρησκευτικό έθιμο πού αποτελεί θεαματική καί συμβολική αναπαράσταση τής βαπτίσεως του Ιησού.
Στίς πόλεις καί στά χωριά, όπου δέν υπάρχει θάλασσα, ποτάμι, λίμνη ή κατάλληλη δεξαμενή, ή κατάδυση γίνεται στήν εκκλησία, μέσα σ’ ένα μεγάλο δοχείο (χαλκόν - καζάνι ή ένα είδος κολυμβήθρας), όπου γίνεται ό αγιασμός.
Σέ μέρη όπου είχε θάλασσα, ή τελετή τής καταδύσεως στόν Πόντο είχε μεγαλειώδη καί πανηγυρική εικόνα. Ο πληθυσμός τών παραλιακών πόλεων καί τής ενδοχώρας κατέβαινε στή θάλασσα γιά νά παρακολουθήσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί είχε ένα ασύγκριτο καί επιβλητικό μεγαλείο ή πομπή, ή τελετή, ή παράσταση, τό θέαμα ».
«Η τελετή αυτή πού εγίνετο μέ πατριαρχική μεγαλοπρέπεια (στήν Τραπεζούντα) συγκέντρωνε πάντα χιλιάδες κόσμο στήν παραλία, ανεξαρτήτως τάξεως, εθνότητας καί θρησκείας. Έπαιρναν μέρος κι’ αυτοί ακόμα οί Τούρκοι, δέν ήσαν δέ σπάνιες κι’ οί περιπτώσεις, πού, ανάμεσα στις χιλιάδες τών φεσιών καί τών καπέλλων, ν’ ασπρίζουν καί ωρισμένα σαρίκια, παλιών καί πολυγενίων χοτζάδων καί Ουλεμάδων τής Οθωμανικής ιεραρχίας
Μεγάλοι καί αιματηροί πολλές φορές αγώνες εγίνονταν μεταξύ τών κολυμβητών κατά τήν κατάδυση ».
Κεριά αναμμένα καί θυμιατά έβγαιναν στά παράθυρα, στις πόρτες καί στούς εξώστες, τήν ώρα πού ή πομπή κατευθυνότανε από τόν Άγιο Γρηγόριο πρός τήν παραλία, γιά νά υποδεχτούν, νά προπέμψουν καί νά τιμήσουν τό Σταυρό καί τό γεγονός τής ημέρας. Τιμητική φρουρά τής πομπής, καί τότε καί σήμερα, αποτελούν, μαζί μέ τούς κληρικούς, τούς ιεροψάλτες, τούς εκπροσώπους τών αρχών καί τούς χιλιάδες ανώνυμους συνοδούς καί εξαπτέρυγα, φανοί, λαμπάδες καί σταυροί μέ δορυφόρους, νέους ντυμένους μέ ειδικά εκκλησιαστικά παιδικά άμφια.
Έθιμο είχε γίνει, όπως μάς πληροφορεί καί ό Ευριπίδης Φ. Χειμωνίδης, κάθε χρόνο από τήν παραμονή τών Θεοφανείων νά έρχεται στό λιμάνι τής Τραπεζούντας, απέναντι από τόν Άγιο Γρηγόριο, ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο, τό αντιτορπιλικό «Τέρτς», γιά νά χαιρετίσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί νά τιμήσει τή μεγάλη γιορτή καί τελετή. (Η κατάδυση γινότανε συνήθως στήν τοποθεσία τ’ Αρμέγκον ή πέτρα, μάς λένε ό Σιδηρόπουλος Κυρ. Ευγένιος, γιατρός, κάτοικος Θεσσαλονίκης, καί ό Χρυσοστομίδης Ρ. Παναγιώτης, 85 χρονών.) Γιά τό σκοπό αυτό έβγαζε καί άγημα στήν ξηρά, πού έπαιρνε μέρος στήν τιμητική πομπή.
Σέ πολλά μέρη τού Καυκάσου (Κάρς, Δεμίρ Καπού, Αρδαχάν, Βαργενές καί άλλα χωριά), επειδή τά νερά τού Κύρου ποταμού παγώνανε, ή κατάδυση ήταν προβληματική. Η επιμονή όμως τής Εκκλησίας καί τών πιστών καί ή ιδιαίτερη αγάπη τους πρός τό έθιμο βρίσκανε τή λύση. Σπάνανε τόν πάγο σταυροειδώς καί δημιουργούσαν ένα άνοιγμα. Τόν πάγο πού έβγαζαν από τό ποτάμι, σέ σχήμα σταυρού, τόν τοποθετούσαν δίπλα στόν παπά, πού μέ τή συνοδεία του στεκόταν πάνω σέ εξέδρα από πάγο. Μάλιστα ό δάσκαλος Σοφιανίδης Παναγ. Θεόφιλος, κάτοικος Συκεών Θεσσαλονίκης, λέγει: «Από τήν παραμονή σπάναμε τόν πάγο σ’ ένα σημεία τού Κύρου ποταμού, πού ήταν μεταξύ τών τριών χωριών Ντόρτ - Κλησιά - Ζαμζελέκ Κόγκ. Ήταν δέ τόσο χοντρός ό πάγος τού ποταμού, ώστε άντεχε όλο τόν κόσμο καί τών τριών χωριών, πού παρακολουθούσε τήν κατάδυση τού Σταυρού. συγκεντρωμένος πάνω στό ποτάμι.»
Όπως μάς πληροφόρησε ό Φωτιάδης Γεώργιος τού Κυριάκου από τό χωριό Χωριστή Δράμας: Στό Ακ - Δάγ - Μαδέν τού Πόντου μιά χρονιά κλείσανε τά δύο τόξα τού γεφυριού στό λειβάδι τού Μουτή, οπότε σχηματίστηκε λίμνη πού πάγωσε. Τότε τή Μάραντον ό Θόδωρον μπήκε μέ τ’ άλογό του στά νερά τής λίμνης καί έσπασε τόν πάγο, γιά νά πραγματοποιηθεί ή κατάδυση τού Σταυρού. Οι δύτες, γιά νά αντέξουν στό τσουχτερό κρύο, πρίν πέσουν στά νερά γιά τήν ανάδυση τού Σταυρού, ήπιαν αρκετό ούζο (ρακίν). Τό περιστατικό αυτό όταν έγινε, Μητροπολίτη Χαλδίας ήταν ό Λαυρέντιος καί Αρχιερατικός Επίτροπος στό Μαδέν ό παπα - Κύριλλος Καρατζάς.
Αν καί ήταν δριμύτατο τό ψύχος, τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από νέους γινότανε μέ πολύ ενδιαφέρον καί αγωνία. Όσοι έπεφταν στό ποτάμι, γιά τό έθιμο, τό θεωρούσαν μεγάλη τιμή καί ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση νά ανασύρουν τό Σταυρό, νά τόν προσκυνήσουν καί νά τόν παραδώσουν στόν παπά. Σέ ορισμένα χωριά καί τήν κατάδυση καί τήν ανάδυση τήν έκανε ό παπάς, έχοντας τό Σταυρό δεμένο μ’ ένα σχοινί.
«Στήν Τρίπολη τού Πόντου μέ εξαιρετική λαμπρότητα εορταζόταν καί ή εορτή τών Θεοφανείων, τά «Φώτα». Από τήν παραμονή τής μεγάλης ημέρας ό ιερεύς, μετά τήν λειτουργία, ανεκοίνωνε τό όνομα τής ενορίας, όπου τήν επομένη θά γινόταν ή κατάδυσις τού Τιμίου Σταυρού. Μέ ύφος ψαλμωδιακό πρόφερε τήν αναμενόμενη εναγωνίως από τό εκκλησίασμα, φράση καί ό σταυρός θά πηγαίνη εις τήν ‘’Τσιμιδάν” ή στό ‘’Παραιτόρτιν”. Ή προσγινόμενη τιμή στήν ευνοούμενη ενορία ήταν τό φλέγον ζήτημα τής ημέρας καί πολλές φορές γινόταν αφορμή νά προκληθούν μικροεπεισόδια καί αντεγκλήσεις μεταξύ ομάδων διιστάμενων ενοριτών.
Τήν ημέρα τών Φώτων, πρίν ακόμη προβάλει ή αυγή, σύμφωνα μέ τό τελετουργικό τής εορτής, μέ λάβαρα, εξαπτέρυγα καί ψαλμωδίες ξεκινούσε ή μεγάλη πομπή μέ συνοδεία φανών καί λαμπάδων, πρός τήν παραλία. Όλα τά παράθυρα καί οι εξώστες τών σπιτιών από όπου περνούσε ή πομπή ήσαν λαμπαδοστολισμένα καί κατάμεστα από κόσμο, καθώς καί ή μακρόστενη έκταση τής.……… παραλίας. Βαρκούλες στολισμένες μέ σημαίες καί χρωματιστά αναμμένα χαρτοφάναρα περιέπλεαν κατάφορτες μέ επιβάτες γύρω από τήν θέση όπου θά γινόταν ή κατάδυση. Δέκα καί δεκαπέντε πολλές φορές παλληκάρια έπαιρναν θέση κι αυτά σέ αποστάσεις σέ επίκαιρα σημεία μέσα στήν παγωμένη θάλασσα... προσμένοντας νά φθάσει ή μεγάλη τής καταδύσεως ώρα....
Μέ τούς τελευταίους τόνους τού τροπαρίου [‘Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε ό σταυρός υψωνόταν στόν αέρα από τόν ιερέα, διέγραφε μιάν καμπύλην καί βυθιζότανε στά ταραγμένα νερά, ενώ ό τόπος σειόταν από τούς αλαλαγμούς καί τίς θεαματικές εξαπολύσεις ρουκετών.
…..Τά... παλληκάρια ωρμούσανε πρός τό σημείο όπου έγινε ή κατάδυση τού Τιμίου Σταυρού. Ακολουθούσε σκληρός αγώνας... Ο σταυρός άλλαζε διαδοχικά χέρια, έως ότου ό δυνατώτερος καί καμμιά φορά ό επιτηδειότερος κατώρθωνε νά διαφύγει από τόν κλοιό καί νά διολισθήσει ώς τήν παραλία, όπου καί παρέδιδε, αφού τό φιλούσε, τό ιερό έπαθλο στόν ιερουργούντα, μέ τίς ευχές καί τούς επαίνους τού κόσμου. Έπειτα ή πομπή μέ τήν ίδιαν επιβλητική σύνθεση επέστρεφε καί πάλι πίσω στήν εκκλησία.
Ο νικητής τού αγώνος ήταν ό άξιος καί ό δακτυλοδικτούμενος τής ημέρας, το καμάρι τών κοριτσιών. Είχε ακόμα τό δικαίωμα νά συνοδεύσει τούς ιερείς στήν περιφορά τού Σταυρού στά σπίτια κατά τό καθιερωμένο προσκύνημα, “ένα ωχρό αντιφέγγισμα νικητού τών αρχαίων ελληνικών αγώνων” .»
Σχετική καί αξιοπρόσεκτη περιγραφή τής καταδύσεως μάς δίνει καί ό λαογράφος Ξ. Κ. Άκογλους, στό έργο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», σ. 253 - 255: «Η κατάδυση τού Σταυρού στή θάλασσα γινότανε μ’ εξαιρετική λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια, καί μάλιστα όταν ιερουργούσε ό Δεσπότης. Κι από τις τρείς εκκλησίες κατέβαιναν στήν παραλία οί πομπές μέ τά εξαπτέρυγα, τούς ψάλτες κι όλους τούς κληρικούς, ντυμένους τά λειτουργικά τους άμφια. Όλη ή πόλη έπαιρνε όψη συναγερμού, επιβλητικού καί στούς Τούρκους καί στούς ξένους γενικά.
Μέ τήν κατάδυση τού Σταυρού αμολούσανε περιστέρια καί έριχναν ρουκέτες, φυδέκια. Πολλοί νέοι γυμνωνόνταν από νωρίς καί περίμεναν στήν παραλία. Κορμιά γερά κι αθλητικά. Κι όλοι θαλασσόλυκοι, δελφίνια σωστά. Γιά τό ποιός θά πάρει τό Σταυρό γινόντανε παρέες. Πολλές φορές σχεδόν πάντα πιανόντανε μέσα στή θάλασσα συμπλοκές άγριες. Όλα τ’ ατσαλένια εκείνα μπράτσα μάγκωναν τό Σταυρό, καί συμπλεκόντανε μεταξύ τους μ’ έναν τέτοιο τρόπο, πού ώρα ολάκερη δέν μπορούσε κανείς νά τούς χωρίσει. Επέμβαση κουπιών από διπλανές βάρκες, πού άφθονες στολιζόντανε καί βγαίνανε μέ θεατές γιά καλύτερο σεργιάνι έμενε χωρίς αποτέλεσμα όποιας τόν πρωτάρπαζε καί προλάβαινε νά τόν φιλήσει, εκείνος ήταν ό τυχερός τής ημέρας. Όλοι οί γυμνοί προσκυνούσαν (τότε) μέσα στή θάλασσα. Ο τυχερός τής ημέρας πήγαινε καί, παραδίνοντας τόν Σταυρό, φιλούσε τό χέρι τού παπά. Αυτό ήταν κι ή επίσημη αναγνώριση του νικητή. Οι επίτροποι τής εκκλησίας τού δίνανε τό χρηματικό δώρο, συνήθως μιά χρυσή λίρα, έπαιρναν τό Σταυρό.... καί τόν γύριζαν σ’ όλη τή συνοικία. Τά χρήματα από τό προσκύνημα πήγαιναν στό κοινοτικό ταμείο. Μαζί γύριζε κι ό νικητής, πού αποκτούσε τή φήμη ήρωα σωστού. Ούτε ολυμπιονίκης νά ‘τανε. Κι ή φήμη του κρατούσε ένα έτος, ώσπου νά τήν επισκιάσει άλλος».
Σέ πολλά παραθαλάσσια μέρη, στά τελευταία χρόνια δυστυχώς, καταργήθηκε τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από βουτηχτάδες, γιατί πολλοί κληρικοί ρίχνουν τό Σταυρό στά νερά δεμένο μέ μιά κορδέλα καί οί ίδιοι τόν ανασύρουν. Σέ ορισμένες όμως περιοχές διατηρείται τό έθιμο αυτό (Ν. Κρήνη, Καλαμαριά, Θέρμη, Αρετσού, Κοκκινιά Κιλκίς, Τοξότες, Λουδία. . .). Στούς Τοξότες Ξάνθης, όπου έχουν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Πόντιοι (μετά τό β’ παγκόσμιο πόλεμο) τών χωριών Ίμερας, Κρωμνικού καί Γαλάνης, ή κατάδυση τού Σταυρού γίνεται μέχρι σήμερα στό Νέστο. Στήν πομπή καί στήν τελετή τής καταδύσεως παίρνουν μέρας καί από άλλες ενορίες. Μετά τήν ακολουθία τού αγιασμού σχηματίζεται ή πομπή. Προπορεύονται εξαπτέρυγα, λάβαρα, φανοί, λαμπάδες, πού τά κρατούν παιδιά. Ακολουθούν οι ψαλτάδες καί ό εφημέριος πού κρατάει ένα ξύλινο Σταυρό καί τό Ευαγγέλτο. Όλοι μαζί ψάλλουν τροπάρια.
Στόν τόπο τής καταδύσεως (κοντά στή μεγάλη γέφυρα τού Νέστου, πού ενώνει τήν Ανατολική Μακεδονία μέ τή Δυτική Θράκη) κι ενώ ό κόσμος καί πρό παντός οί βουτηχτάδες περιμένουν μέ αγωνία τήν κατάδυση, ό ιερέας καί οι ψαλτάδες ψάλλουν τρείς φορές τό Απολυτίκιο τής γιορτής. Όταν γιά τρίτη φορά ακούγεται «καί τό Πνεύμα έν είδει περιστεράς», κι ενώ περιστέρια αφήνονται καί πετούν πάνω από τό ποτάμι καί τόν οικισμό, ό ιερέας πετάει τό Σταυρό στό ποτάμι. ‘Ο ξύλινος Σταυρός διαγράφοντας τήν τροχιά του πέφτει στά νερά καί γρήγορα γρήγορα ταξιδεύει πρός τήν κατεύθυνση τής ροής τών υδάτων. Οι κολυμβητές παλεύουν ποιός θά πάρει τό Σταυρό καί θά τόν φιλήσει πρώτος. Ή προσπάθεια συναντά δυσκολίες γιατί τό ποτάμι είναι ορμητικό τά νερά του πολύ κρύα.
Ο νικητής, αφού πάρει τήν ευλογία τού παπά, γυρνάει τό Σταυρό, μέ τήν παρέα του, σ’ όλα τά σπίτια ψάλλοντας εκκλησιαστικά τροπάρια. Μαζί μέ τά συγχαρητήρια καί τίς ευχές εισπράττει καί φιλοδωρήματα, τά οποία μοιράζεται μέ τή συντροφιά του καί τήν εκκλησία τής ενορίας του. Πολλές φορές ό νικητής, μέ τά χρήματα πού κρατάει, κάνει γλέντι μέ τούς φίλους του.
«Κατά τήν τελετή τής καταδύσεως τού Σταυρού, πού γινότανε στό ποτάμι τού χωριού μου Ντερέκιοϊ, Επαρχίας Επέσ’, όλοι κρατούσαν τίς εικόνες τού σπιτιού τους γιά νά τίς καθαρίσουν καί νά τις αγιάσουν μέ τ’ αγιασμένα νερά τών Θεοφανείων. Τό ίδιο έθιμο τό συνεχίζουμε (Ζερβοχώρι Νάουσας). Από τά Χριστούγεννα δέ ώς τά Θεοφάνεια, στά χωριά τού Επέσ’ τού Νομού Αμασείας καί τής Μητροπόλεως Κολωνίας, δέν γινότανε βαπτίσεις. Έλεγαν νά φωτιστεί, νά αγιαστεί ό Κόσμος καί μετά νά γίνουν οί βαπτίσεις » [Φωτιάδης Αντ. Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερος καί προϊστάμενος Ιερού Ναού τής Παναγίας Σουμελά].
Όπως μάς έγραφε τό Δεκέμβριο τού 1980 ό έφορος Κώστας Μακρίδης, στό χωριό του Λεκάνη Καβάλας: «Τά Θεοφάνεια, μετά τή Λειτουργία, ό παπα - Σάββας (άς είναι σχωρεμένος) έπαιρνε τό Σταυρό καί γρήγορα γρήγορα τράβαγε μπροστά καί πίσω του όλο τό χωριό γιά τήν κεντρική βρύση τού χωριού, γιά νά αγιάσει τά νερά τής γούρνας. Η ιεροτελεστία, δηλαδή τού Μ. Αγιασμού γινότανε (δέν ξέρω άν γίνεται ακόμη) στη γούρνα τής κεντρικής βρύσης τού χωριού. Εκεί γινότανε καί ή τελετή τής καταδύσεως καί αναδύσεως τού Σταυρού.
Γρήγορος σ’ όλα του, άρχιζε καί τέλειωνε ώσπου νά τό καταλάβεις. Όλοι τότε έτρεχαν νά πάρουν αγιασμό. Αμέσως δέ ό πατριάρχης τού σπιτιού πήγαινε καί ράντιζε τούς τέσσερις τοίχους τού σπιτιού καί τό εικόνισμα. Μετά τό σταύλο καί αμέσως τά χωράφια.
Διαδικασία καταδύσεως. Βούταγε τό Σταυρό (στή γούρνα) καί τόν ανέσυρε αμέσως καί γρήγορα γρήγορα πήγαινε στήν εκκλησία μας τού Αγίου Κωνσταντίνου. (Γιά νά βγάλει τά ιερά άμφια καί νά ετοιμαστεί γιά επίσκεψη σ’ όλα τά σπίτια καί τό φώτισμα.) Εκεί μαζεύονταν 4 - 5 συντροφιές νέων καί ζητούσαν τό Σταυρό γιά νά πάνε νά ευλογήσουν, μέ τόν παπα - Σάββα, τά σπίτια. Σέ αντάλλαγμα πρόσφερναν χρηματικά ποσά, πού πήγαιναν γιά τό διάκοσμο τής εκκλησίας. Όποιος πρόσφερνε τά περισσότερα έπαιρνε τό Σταυρό καί γύρναγε, όπως είπαμε, τά σπίτια τού χωριού. Από τις εισπράξεις πού έκανε κρατούσε μερικά λεφτά καί μέ τά άλλα έκανε κάποιο δώρο στήν εκκλησία.... Όλη ή εκκλησία φτιάχτηκε από τούς χωρικούς.»
Οι κάτοικοι της Λεκάνης προέρχονται από τήν Τραπεζούντα, τή Ματσούκα, τή Γαλίαινα, τήν Αργυρούπολη καί τήν Άγκυρα.
Στό χωριό Κοκκινιά Κιλκίς — όπως μάς διαβεβαίωσε καί ό δικηγόρος καί συγγραφέας Στάθης Ευσταθιάδης — πού κατοικείται από Καρσλήδες καί Καρμουτέτας, συνεχίζουν τό έθιμο τής καταδύσεως τού Σταυρού, όπως γινόταν στήν περιοχή τής Χαιρίενας τής Αργυρούπολης. Μετά τήν απόλυση τής εκκλησίας καί τήν τελετή τού Αγιασμού κατευθύνονται «έν πομπή» όλοι στό ποταμάκι τού χωριού. Διαλέγουν τό πιό βαθύ κιόλ’ τού ποταμού καί εκεί κάνουν τήν κατάδυση. Ή αγωνία τού κόσμου καί τών βουτηχτάδων μεγαλώνει ενόσω ό παπάς προσποιείται ότι θά πετάξει τό Σταυρό καί δέν τόν πετά.
Αφού όμως ψάλλουν τρείς φορές τό «Εν Ιορδάνη…..», κάποια στιγμή ρίχνει τό Σταυρό στό ποτάμι καί τήν ίδια στιγμή βουτούν καί τά παλληκάρια (μέ τά ρούχα τους!) προσπαθώντας ποιός θά βρεί καί θά πιάσει τό Σταυρό πρώτος. Ο Σταυρός γύρω γύρω είναι μεταλλικός καί βουλιάζει. Αυτός πού κατορθώνει νά ανασύρει τό Σταυρό, ύστερα από σκληρό αγώνα, θεωρείται τό άξιο παλληκάρι, ό τυχερός τής χρονιάς, ό ευνοούμενος τού Θεού, τό καμάρι τού χωριού όλο τό χρόνο.
Γιά τή διευθέτηση τυχόν παρεξηγήσεων καί αμφιβολιών κατά τήν ώρα πού παλεύουν οί βουτηχτάδες, ποιός θά βρεί καί θά φέρει τό Σταυρό στόν παπά νά τόν ευλογήσει καί νά ανακηρυχθεί ό νικητής τής χρονιάς, δίπλα στόν παπά καλούνται νά σταθούν καί νά παρακολουθήσουν τήν εξέλιξη τής αναδύσεως τού Σταυρού ενορίτες ευυπόληπτοι, αντικειμενικοί, οι γνωστικοί, όπως λένε στό χωριό. Αυτοί επί τόπου καί αμέσως λύνουν τυχόν διχογνωμίες.
Ο νικητής (όπως καί οι άλλοι πού τόν συγχαίρουν επί τόπου) πηγαίνει στό σπίτι του, βάζει τά καλά του καί συνοδεύει τόν παπά στήν περιφορά τού Σταυρού. Όλοι τόν συγχαίρουν λέγοντάς του «άξιος - άξιος».
η. Ή περιφορά τού Σταυρού
Στά παλαιότερα χρόνια καί στόν Πόντο καί εδώ τό έθιμο τής περιφοράς τού Σταυρού στά σπίτια καί στά μαγαζιά γινότανε από εκείνον πού κατόρθωνε νά κάνει τήν ανάδυση τού Σταυρού, μαζί μέ τή συντροφιά του.
Τό έθιμο αυτό σχεδόν έχει καταργηθεί σήμερα. Όπου θέλουν νά διατηρήσουν τήν παράδοση δίνει ή εκκλησία ένα φιλοδώρημα στόν τυχερό, χωρίς νά περιφέρει τό Σταυρό. Περιττό νά τονίσουμε ότι όπου δέ γίνεται ή ανάδυση από ειδικούς κολυμβητές δέν υπάρχει θέμα καί περιφοράς τού Σταυρού. Συνήθως σήμερα τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ό παπάς, όπου γυρνάει τά σπίτια καί φωτίζει. Αυτό γινότανε καί στόν Πόντο, σέ πολλά μέρη• ό εφημέριος έκανε τήν περιφορά (Αργυρούπολη, Άνω Αμισός, Κάρς, Τοχούζ, Μεταλλείο Ταύρου, Μανέα, Σοχούμ, Χαψίκιοϊ, Ερζιγκιάν, Μούζενα, Σούλι, Αετός καί Γιατμούδ Ματσούκας, Κρώμνη, Ίμερα, Μαντρία, Λιαρή. .).
Δέν είναι όμως καί σπάνιες οί περιπτώσεις πού τό Σταυρό τόν γυρνούσε στά σπίτια, μόνος του ή μέ τόν εφημέριο, ό τελευταίος πλειοδότης σ’ ένα είδος διαγωνισμού προσφοράς καί ταμάτων.
Τά έσοδα από τήν περιφορά, σέ πολλές περιοχές, τά έδιναν στήν εκκλησία, στό σχολείο, σέ φιλανθρωπικές αδελφότητες καί σέ πολλά μέρη ήσαν δικαιώματα τού παπά, γιατί τότε δέν έπαιρναν μισθό οι ιερείς.
«Στήν Τραπεζούντα τά έσοδα τά έπαιρνε ή Ιερά Μητρόπολη γιά τό ταμείο πτωχών ή τό Φροντιστήριο» [Μουσικίδης Ζαχαρίας].
Η περιφορά τού Σταυρού στήν Τραπεζούντα:
«Τήν ημέρα τών Φώτων, κατά παλαιόν έθιμον, θά γυρνούσε σ’ όλα τά ‘Ελληνικά σπίτια ό Σταυρός. Τόν περιέφεραν προνομιακά οί εκάστοτε τελειόφοιτοι τού Φροντιστηρίου (Γυμνασίου) Τραπεζούντος, χωρισμένοι σέ εννέα ομάδες όσες καί οί εκκλησιαστικές ενορίες τής πόλεως. Καί επειδή ήταν φυσικό ή πολύωρη αυτή περιφορά δέν ήταν δυνατόν νά γίνει σέ μιά μέρα μέ τόν ένα μονάχα σταυρό πού είχε ριχτή στή θάλασσα παραδίδονταν στις ομάδες αυτές τών φοιτητών εννέα πανομοιότυποι τού καταδυθέντος Σταυρού. Από τούς τρείς αυτούς εφήβους, ό ένας κρατούσε τον Σταυρό, ό άλλος τό κλασσικό ασημένιο ραντιστήρι καί ο τελευταίος τόν δίσκο, τό περιεχόμενο τού οπαίου διατίθετο γιά τά ευαγή τής Τραπεζούντος ιδρύματα. Εθεωρείτο δέ τόσον τιμητική καί περίβλεπτη ή ιερά αυτή διακονία τών νεαρών τελειοφοίτων, ώστε δέν θά ήτο υπερβολή νά λεχθή, πώς όλοι γενικώς οί μαθηταί τού Φροντιστηρίου λαχταρούσαν τήν ημέρα εκείνη, πού, τελειόφοιτοι καί αυτοί, θά αξιώνονταν νά γυρίσουν τόν Σταυρό των Φώτων…….. »
Τήν παραπάνω πληροφορία τήν ανιστορούν καί τήν επιβεβαιώνουν καί οί Θεοδοσοπούλου Θ. Σοφία, Χειμωνίδης Φ. Ευριπίδης, Μουσικίδης Ζαχαρίας καί ό Γιακουστίδης Θ. Σπύρος.
Ή περιφορά τού Σταυρού από τελειοφοίτους τού Φροντιστηρίου δέν απέκλειε καί εκείνον πού έβγαζε τό Σταυρό από τή θάλασσα νά γυρίζει στά σπίτια καί νά δέχεται φιλοδωρήματα. [Σιδηρόπουλος Κ. Ευγένιος]. «Θυμάμαι πώς μιά από τίς ομάδες τών τελειοφοίτων τήν τελευταία χρονιά πρίν από τόν ξεριζωμό ήταν καί ή δική μας τριάδα, από τούς Φουντόπουλο Θεόδωρο, Κωφίδη Γιώργο καί από μένα...» [Εύρ. Φ. Χειμωνίδης].
Στά χωριά τών Σουρμένων (Τσίτα, Καρακατζί, Μουλγκάντων...), τής Ματσούκας (Σούλι, Καελέν, Γιατμούσ) καί στή Μούζενα είχαν τό έθιμο νά γυρνούν τό Σταυρό καί σ’ άλλες ενορίες ομάδες νέων. Μάλιστα οί «σταυροφόροι» βιάζονταν ποιός θά πρωτοπεράσει από τά σπίτια καί άλλων ενοριών. Τίς προσφορές τού κόσμου δέν τολμούσε κανείς νά τίς οικειοποιηθεί. Αυτό μαρτυρεί καί τό εξής περιστατικό, πού διηγείται ό Γιάννης ΤΩ. Σαββουλίδης, κάτοικος Θεσσαλονίκης: «Μιά χρονιά στό χωριό μας Τσίτα ή ομάδα μας, πού έκανε τήν περιφορά τού Σταυρού μέ πολύ κρύο καί χιόνι, σκόνταψε καί έπεσε. Τά κέρματα από τό δίσκο σκορπίστηκαν καί χάθηκαν μέσα στό χιόνι. Όταν μέ τόν καιρό έλυωσαν τά χιόνια, συνέπεσε τά χρήματα νά τά βρεί μιά ομάδα από τό συνοικισμό τών «Κλωστών». Τά μάζεψαν καί τα παράδωσαν αμέσως στήν Εκκλησία...»
Στό χωριό Κουνάκα Ματσούκας ή περιφορά γινότανε από νέους, οί οποίοι έπαιρναν τό Σταυρό ύστερα από ένα είδος δημοπρασίας. Αν κατά τήν περιφορά έβγαζαν περισσότερα άπ’ αυτά πού έδωσαν, τή διαφορά τήν έδιναν στήν Εκκλησία. Και στό χωριό Τετράλοφο Κοζάνης, όπου υπάρχουν πολλές οικογένειες από τήν περιοχή Ματσούκας, νέοι τού χωριού γυρνούν τό Σταυρό γιά λογαριασμό τής Εκκλησίας, ύστερα από τήν κατάδυση πού γίνεται στήν «Μπάρα» [Χριστοφορίδης Χριστόφορος].
Στόν Καταχά τής Πιερίας τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ή Εκκλησιαστική Επιτροπή γιά λογαριασμό τής εκκλησίας [Τσαντεκίδης Χ. Αβραάμ].
θ. Τό δάκλυμαν
Όσες φορές οί Πόντιες νοικοκυρές είχαν τήν εντύπωση ότι ορισμένα οικιακά σκεύη είχαν μαγαριστεί από κάποια αιτία (γλύψιμο τών σκευών από σκύλο, γάτα, ποντίκι, ή μαγάρισμα από μαϊσσάδες), τά θεωρούσαν ακάθαρτα καί τά απολύμαναν, τά ξέπλυναν (εδάκλναν άτα) μέ αγιασμό καί τά χρησιμοποιούσαν χωρίς επιφύλαξη.
ι. Λαθεμένες αντιλήψεις καί δοξασίες
1) Ως πρός τήν προμήθεια αγιασμού
Σχεδόν παντού καί στόν Πόντο καί εδώ στήν Ελλάδα μιά κακή συνήθεια, από εσφαλμένη αντίληψη, κοντεύει νά γίνει έθιμο. Συνωστιζόμαστε καί ό ένας σπρώχνει τόν άλλο, προσπαθώντας νά πάρουμε πρώτοι αγιασμό καί έτσι δημιουργούμε μιά ανεπίτρεπτη εικόνα μέσα στήν εκκλησία καί φέρνουμε σέ δύσκολη θέση τούς ιερείς, τήν Εκκλησιαστική Επιτροπή καί τόν κανδηλανάπτη.
Ένα τσούγκρισμα τών ποτηριών ακούγεται κι ένα «πατείς μι πατώ σε» ακολουθεί τήν ιεροτελεστία τού Αγιασμού. Οί φιλακόλουθοι έκαναν καί κάνουν σωστό «πόλεμο», μέ τά μαστραπάδας, τά κυκουμόπα καί τά κανατόπα, γιά τό ποιός ή ποιά θά πρωτοπάρει αγιασμό.
Αυτή ή αδικαιολόγητη συνήθεια καί αγωνία προέρχεται από τή λανθασμένη ιδέα καί αντίληψη μερικών ότι όποιος πρωτοπάρει αγιασμό, αυτός παίρνει, τρόπον τινά, τήν αφρόκρεμα, τό ’θόγαλαν τού αγιασμού.
«Στά παλαιότερα χρόνια είχαν τήν εντύπωση ότι ή χάρις τού Θεού επενεργεί περισσότερο διά τού αγιασμού εκείνων πού προλάμβαναν νά πάρουν πρώτοι....» [Λαπαρίδης Πολ. Απόστολος, 86 χρονών].
«Στήν Αργυρούπολη μάς έλεγαν οί μειζοτέρ’ τα γράμματα τού αγιασμού είναι πάνω στήν επιφάνεια τού νερού!» [Παπαδόπουλος Αρ. Κωνστ., 80 χρονών]. Αυτός ό ανεπίτρεπτος συνωστισμός αναπόφευκτα φέρνει καί ένα άλλο δυσάρεστο φαινόμενο. Τήν καταπάτηση τού Μεγάλου Αγιασμού πού πέφτει κάτω στό δάπεδο τής εκκλησίας τήν ώρα τής βιασύνης μας.
2) Ως πρός τήν άποψη, ποιός είναι ό Μέγας Αγιασμός.
Υπάρχουν, συγκρουόμενες, τρείς απόψεις:
Η μία ισχυρίζεται ότι Μέγας Αγιασμός είναι μόνο τών Θεοφανείων. Ή δεύτερη ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής τών Φώτων. Καί ή τρίτη θεωρεί καί τών δύο ημερών Μέγαν Αγιασμόν. Αυτή είναι καί ή σωστή καί ορθόδοξη άποψη. Τό τυπικό τής Εκκλησίας μας ρητώς σημειώνει ότι τήν παραμονή καί τήν κυριώνυμη ημέρα «τελείται ό Μέγας Αγιασμός».
Υπάρχει βέβαια κάποια εξήγηση καί δικαιολογία ώς πρός τις δύο πρώτες απόψεις.
Αυτοί πού πιστεύουν ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής δικαιολογούνται από τήν άποψη (ίσως) ότι αυτή τή μέρα ψάλλεται ή Ακολουθία τής Παννυχίδος (τών Μ. Ωρών) καί γίνεται ή Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Εκείνοι πού ισχυρίζονται τό αντίθετο λένε ότι τήν παραμονή δέν διαβάζονται όλες οι ευχές του Μ. Αγιασμού.
Αν στά τελευταία χρόνια επικράτησε ή συνήθεια (χωρίς νά είναι παραδοσιακό έθιμο) πολλοί ιερείς νά μή διαβάζουν «εκφώνως» τήν ευχή «Τριάς Υπερούσιε, Υπεράγαθε, Υπέρθεε» (ίσως γιά λόγους συντομίας ή διαφοροποίησης του αγιασμού τών δύο ήμερών), αυτό δέν σημαίνει ότι ό αγιασμός της παραμονής είναι μικρός «μικρότερος» από τον αγιασμό τών Φώτων. ‘Εξ άλλου γιά νά εκφωνηθεί ή δεύτερη ευχή: «Μέγας ει Κύριε...» υποτίθεται ότι ό ιερέας προηγουμένως είπε καί τά τελευταία λόγια τής πρώτης ευχής: «Όθεν καγώ αμαρτωλός καί ανάξιος δούλος σου, τά μεγαλεία τών θαυμάτων Σου διηγούμενος, συνεχόμενος φόβω έν κατανύξει βοώ σοι: ‘’Μέγας ει, Κύριε...”». Αλλά, είτε μυστικά είτε φωναχτά διαβάζεται ή Ευχή, ή Χάρις του Θεού έρχεται καί καθαγιάζει τά νερά καί τήν παραμονή καί τά Θεοφάνεια.
Ή σύγχυση καί ή υποκειμενική αντίληψη πάνω στό θέμα καί τό ερώτημα «ποιός αγιασμός είναι Μέγας» υπήρχε καί υπάρχει ακόμη καί σήμερα καί σέ μερικούς κληρικούς.
«Τήν παραμονή ετελείτο ό Μέγας Αγιασμός καί... τήν ημέραν τής εορτής ό Μικρός αγιασμός» [Παπαδημήτρης Μισαηλίδης, Γαλλίαινα, Ποντιακή Εστία 47 (1953) 2336]. Ή άποψη νά θεωρείται από πολλούς Μέγας Αγιασμός μόνο ό αγιασμός τών Θεοφανείων δικαιολογείται από τά εξής γεγονότα: Νηστεύουμε τήν παραμονή καί προετοιμαζόμαστε νά υποδεχτούμε καί νά γιορτάσουμε τή μεγάλη Δεσποτική γιορτή.
Ή ημέρα τών Φώτων αναφέρεται στό γεγονός τής Βαπτίσεως τού Θεανθρώπου καί τήν ημέρα αυτή γίνεται ή κατάδυση τού Σταυρού καί ή αναπαράσταση τού λυτρωτικού γεγονότος τής Βαπτίσεως τού Κυρίου και τής Αποκαλύψεως (Θεοφανίας καί Επιφανίας) τού Τριαδικού Θεού. Οι συγκρουόμενες αυτές απόψεις δέν είναι καθόλου άσχετες καί μέ τό εθιμικό γεγονός, αλλού νά κρατούν, γιά όλο τό χρόνο, αγιασμό τής Παραμονής καί σ’ άλλες περιοχές αγιασμό τών Φώτων. Τό έθιμο αυτό υπάρχει κι εδώ καί τό συναντούμε καί στόν Πόντο.
Αγιασμό τής Παραμονής φύλαγαν οί περιοχές: Τραπεζούντας, Ματσούκας, Μούζενας, Πάφρας, Καυκάσου (καί Κωνσταντινούπολης) καί σέ μερικά χωριά τής Αργυρούπολης καί τής Αμισού, ενώ αγιασμό τών Θεοφανείων κρατούσαν οι περιοχές: Κοτυώρων, Αργυρούπολης-Τορούλ, Κερασούντας, Αμισού, Σουρμένων, Σταυρί καί σέ μερικά χωριά τού Καυκάσου κ.ά.
Όσοι φύλαγαν αγιασμό, γιά μιά ώρα ανάγκης, τών Φώτων, κατά κανόνα ράντιζαν τά κτήματά τους μέ αγιασμό τής Παραμονής. Όσοι όμως φύλαγαν αγιασμό τής παραμονής ράντιζαν μέ αγιασμό τών Φώτων. Υπάρχουν βέβαια καί οί εξαιρέσεις, γιατί υπήρχαν καί υπάρχουν πολλοί οικισμοί ή οικογένειες πού δέν έκαναν καί δέν κάνουν διάκριση. Όσοι έχουν δημιουργήσει (ή έχουν κληρονομήσει) δικό τους εθιμικό λατρευτικό τυπικό, ανάλογα κρατούν καί αγιασμό λέγοντας πώς: δέν επιτρέπεται νά πάμε στό σπίτι μας τό Μεγάλο Αγιασμό! Απ’ αυτόν μπορούμε μόνο νά πιούμε καί οπωσδήποτε νηστικοί (αγνέστικα). Καί γι’ αυτό, άλλοι πίνουν αγιασμό πρίν πάρουν αντίδωρο καί άλλοι αφού πάρουν αντίδωρο.
Ωστόσο τό ότι καί τών δύο ημερών ό αγιασμός είναι «Μέγας» ενισχύεται καί από τήν άποψη διακεκριμένων κληρικών καί καθηγητών Πανεπιστημίου.
Στήν περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας πολλοί, τούς οποίους ρώτησα (ντόπιοι καί Πόντιοι), λένε ότι κρατάμε γιά όλο τό χρόνο από τόν αγιασμό τής παραμονής καί όχι τών Θεοφανείων, διότι τήν ημέρα τών Φώτων αγιάζονται όλα τά νερά, ενώ τήν Παραμονή μόνο τό νερό τού δοχείου, όπου μέσα κάνει τόν αγιασμό ό παπάς!
Εκείνο όμως πού είναι αξιοπρόσεκτο είναι τούτο:
Τό έθιμο τής προμήθειας, τής διατηρήσεως όλο τό χρόνο, τής χρησιμοποιήσεως σέ μιά ώρα ανάγκης καί τής κατάποσης αγιασμού, καθώς καί τού ραντίσματος τού μετώπου μας (φωτίσματος) καί τού βιού μας μέ αγιασμό είναι παμποντιακό καί πανελλήνιο έθιμο.
Πανελλήνιο είναι καί τό έθιμο, αγιασμού τών Θεοφανείων νά κρατάει κάθε εκκλησία καί άπ’ αυτό νά δίνει σ’ όσους δέν μπορούν νά κοινωνήσουν, διότι τούς έχει επιβάλλει ό πνευματικός επιτίμια (κάποια τιμωρία).
Ή ιδιαίτερη λατρευτική προτίμηση τού λαού μας στά αγιασμένα νερά είναι χαρακτηριστική. Ο Δ. Σ. Λουκάτος παρατηρεί ότι είναι «μιά λατρευτική πραγματικότητα στηριγμένη τόσο στή θρησκευτική πίστη όσο καί στή φυσική αλήθεια, ότι τό νερό είναι τό πρωταρχικό καί τό απαραίτητο πάντα στοιχείο τής ανθρώπινης καί παγγενούς ζωής».
Κάτι σχετικό αναφέρει καί ό Ξ. Κ. Άκογλους στό βιβλίο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», στό ΣΤ’ Κεφάλαιο, σελ. 310. Δέν είναι καθόλου άσχετο καί τό έθιμο, πού τό είχαν καί τό έχουν σχεδόν όλοι οί Έλληνες, τήν ημέρα τών Φώτων νά είναι καθαρά όλα τά πράγματα καί τής εκκλησίας καί τού σπιτιού.
Εκτός από τή γενική καθαριότητα καί τό λούσιμο μέ τ’ αγιασμένα νερά, βάφτιζαν καί καθάριζαν (σέ πολλά μέρη καί σήμερα) τις εικόνες τής εκκλησίας καί τού σπιτιού μέ αγιασμό.
Στό ερώτημα, πώς επικράτησε νά γίνεται δύο φορές ό αγιασμός τών Θεοφανείων, απαντά ό Κωνστ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «Ο Χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα έν αυτόν «(σελ. 575 - 76), μέ τά παρακάτω λόγια:
«Κατά τόν Ε’ αιώνα (μαρτυρία Χρυσοστόμου, Σιλεανταρίου, Θεοδώρου Αναγνώστου) μονοφυσίτης Πατριάρχης Αντιοχείας μετέθηκε τήν τών υδάτων τών Θεοφανείων ευλογίαν είς τήν παραμονήν τής εορτής. Καί ούτω δίς έκτοτε επεκράτησεν ίνα ό αγιασμός τών Θεοφανείων τελείται.»
Είναι γνωστό ότι ό Μ. Αγιασμός γίνεται μόνο στις 5 καί στις 6 Ιανουαρίου (παραμονή καί ανήμερα τών Φώτων), διότι:
α. «Θεός εφανερώθη έν σαρκί», ταπεινώθηκε καί βαπτίστηκε ό αναμάρτητος καί μάς κληροδότησε τό μυστήριο τού βαπτίσματος μέ τό οποίο απαλλασσόμαστε από τήν ευθύνη τού προπατορικού αμαρτήματος. Μέ τό βάπτισμα ό Κύριος «Αδάμ φθαρέντα αναπλάθει».
Αυτήν τήν κάθαρση καί τήν αγνότητα, μέ τήν οποία περιβάλλεται ό «βαπτισθείς», θέλει νά τονίσει ό λαός μας, πού μετά τή βάπτιση ντύνει τόν «βαπτισθέντα» μέ λευκά «ιμάτια».
Ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τό βάπτισμα «λουτρόν παλλιγγενεσίας» καί σημειώνει: «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν εις τόν θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημιν ούν αύτ διά τού βαπτίσματος... έν και- νότητι ζωής περιπατήσωμεν...» [Ρωμ. 6,2-5, Σχετ. καί παράλ. Φιλ. γ’, 10-11].
β. «Επεφάνη ό Σωτήρ, ή χάρις ή αλήθεια», «τό φώς τό απρόσιτον» καί γίνεται γιά τόν καθένα μας καί γιά όλο τόν κόσμο «ή οδός, ή αλήθεια καί ή ζωή» καί μέ τή βάπτισή του «τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις». Γι’ αυτό σέ πολλά μέρη τής Ηπείρου καί τού Πόντου, χαράματα τών Φώτων, έπαιρναν καθαρό νερό άπ’ οπουδήποτε καί λουζόντουσαν μ’ αυτό, έπιναν καί πότιζαν και τά ζώα τους, γιατί πίστευαν ότι όλα τά νερά είναι αγιασμένα τήν ημέρα αυτή.
γ. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου, Κύριε, ή τής Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις.»
Κατά τήν ώρα πού βαπτίστηκε ό Κ. Ημών Χριστός αποκαλύφθηκε στήν ανθρωπότητα τό μυστήριο τής τριαδικότητος τού Θεού:
Ο Πατήρ ομιλεί καί λέγει: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός...»
Ο Υιός βαπτίζεται, διότι λέγει: «Πρέπον ημίν εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» καί
τό Άγιον Πνεύμα κατέρχεται «έν είδει περιστεράς» καί βεβαιώνει «τού λόγου τό ασφαλές».
Είναι λοιπόν μεγάλη Δεσποτική γιορτή ή ημέρα τών Φώτων καί γι’ αυτό νηστεύουμε τήν παραμονή, γιά νά υποδεχθούμε καί νά τιμήσουμε το μεγάλο γεγονός τών Θεοφανείων καί γιά νά πάρουμε καί νά πιούμε (νά κοινωνήσουμε) Μ. Αγιασμό «πρός πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον».
Ή απάντηση στό ερώτημα, γιατί γίνεται καί τήν παραμονή Μ. Αγιασμός», βρίσκεται στή σελίδα 118, παραπάνω.
2. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Μέ τόν παραπάνω τίτλο ό Δ.Σ. Λουκάτος στό βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καί τών γιορτών» (σελ. 175-178) γράφει τά εξής αξιοπρόσεκτα:
«Τό θέμα τού ξεχωριστού λατρευτικού τρόπου τών εορτασμών στούς παλιούς ελληνικούς χώρους τής Μ. Ασίας καί τής ανατολικότερης Ελλάδας γενικά, σέ σχέση μέ τά από τήν δυτική πλευρά τού Αιγαίου τελούμενα, μένει πάντα ενδιαφέρον, καί θά παρουσιάζεται πλούσιο στά επί μέρους ερευνήματα. Μπορούμε μέ λεπτομέρεια νά εξετάζουμε: Ποιές λατρείες αγίων, γεγονότων καί φαινομένων ήταν εκεί γηγενείς, μέ ποιές επιθυμικές εκδηλώσεις καί σύμβολα παρουσιαζόταν• ποιός ήταν ό πλησιέστερος πρός τά Πατριαρχεία χαρακτήρας τους. Ποιοί επηρεασμοί μπορούσαν νά προέρχονται από τή συμβιούσα μωαμεθανική λατρεία τών Τούρκων, όπως καί πόσα δόθηκαν σέ κείνους από τήν ελληνορθόδοξη. Ποιά ελληνικά έθιμα πήγαν στή Μ. Ασία, μέ τίς διάφορες προκαταστροφικές αποικίες (πρίν ή μετά τό 1821) καί τέλος, ποιά λατρευτικά έθιμα, μαζί μέ τά προσκυνήματα τών προσφύγων, μάς ήρθαν εδώ τό 1922-23. Πολλά θά διαπιστωθούν ή θά συγκεντρωθούν από τή μελέτη αυτή, κι είναι πλατύ καί συναρπαστικό τό θέμα, γιά έναν συστηματικό συγγραφέα ή γιά ένα ερευνητικό επιστημονικό συνεργείο του μέλλοντος.
Τά θέματα επίσης τής θαλασσινής λατρείας τών προσφύγων είναι κι αυτά ενδιαφέροντα, γιά τίς από εκεί πρός τά εδώ επιδράσεις καί αναμίξεις. Οι πολύπλοκες Μικρασιατικές ακτές κρατούσαν πάντα τήν Αιγαιακή γοητεία τους γιά τούς ελληνικούς εκεί πληθυσμούς, καί πολλά λατρευτικά έθιμα τής θάλασσας δέν έπαψαν νά διατηρούν τόν αρχαιοελληνικό ειδωλολατρικό χαρακτήρα τους. Μερικά ήρθαν κι εδώ, μετά τό 1922, κι ενίσχυσαν τ’ αντίστοιχα δικά μας. Σημειώνω τή γενική έξοδο τών ανθρώπων στούς γιαλούς, τήν ημέρα τής Αναλήψεως, γιά τό πρώτο μπάνιο καί τήν αναζήτηση τής «μαλλιαρής πέτρας», στήν Αττική καί στίς άλλες επαρχίες, πού έγινε εθιμικότερη στίς πολιτείες μας, από τούς πρόσφυγες.
Καί θά περάσω στό γνωστό καί πανελλήνια αγαπημένο έθιμο τής ημέρας τών Θεοφανείων, μέ τό τελετουργικό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα.
Δέν θά πώ βέβαια, πώς ή θαλασσόχαρη αυτή γιορτή απλώθηκε στόν ελληνικό χώρο από τούς πρόσφυγες, θά δείξω όμως, πόσο ζωντανά τήν κρατούσαν καί τή χαίρονταν στά παρατεινόμενα χρόνια τής σκλαβιάς τους οί Μικρασιάτες Έλληνες, καί μέ πόση εθιμική λαχτάρα πλαισιώνουν, από τότε που ήρθαν, τις ελλαδικές αντίστοιχες τελετές.
Στή γιορτή καί στήν τελετή αυτή τών Φώτων καί τής “Βάφτισης”, πού είναι από τις μεγάλες παραδοσιακές τού ελληνισμού, στις θάλασσες καί στά ποτάμια, μπορούμε νά ξεχωρίσουμε δυό συνθετικά στοιχεία: τήν αγάπη πρός τά νερά καί τή Θάλασσα (πού καί ή εκκλησία τά ευλογεί μέ ‘’ειδωλολατρικό” τρόπο) καί τή θριαμβική προβολή τής Επιφάνειας τού Χριστού, πού έχει κάτι από τήν Ανάσταση κι από τή γενικότερη χαρά γιά τήν πορεία πρός τό καλύτερο.
Αυτά τά δυό ξεχωριστά ελληνορθόδοξα στοιχεία, οί ελληνικοί πληθυσμοί τής Μ. Ασίας τά ζούσαν αιώνες, αλλά ιδιαίτερα ύστερ’ από τό 1821 κι τό 1912, μέ μιά προέκταση εθνική, απίθανη γιά άλλων λαών τις θρησκευτικές ώρες, καί μ’ έναν παλμό αισιοδοξίας, από εκείνους τούς γνωστούς στόν ελληνισμό, πού όσο κι άν πέφτουν συχνά στήν απογοήτευση, αξίζουν ότι χαίρονται τήν παροδική έντασή τους σάν αιώνιο βίωμα.
Τό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα (εκείνου τού ξυλοκεντημένου ειδικού καί πολύτιμου σταυρού τών εκκλησιών μας), τή μεγάλη ημέρα τών Φώτων, τά ‘’Ολόφωτα” ή “Λόφωτα” τών Μικρασιατών (πού τά ξεχώριζαν έτσι από τήν πρωτάγιαση τής παραμονής), ήταν γιά τις Ποντιακές καί τις Αιγιακές ακτές (όπως καί γιά τις Θρακικές τής Ανατολής) πανηγύρι πραγματικού Φωτός μέσα στό σκοτάδι τής αιωνοκάθιστης δουλειάς, άλλη συμβολική Ανάσταση στήν αρχή τού κάθε χρόνου, πού ανακάτευε τις θρησκευτικές χαρές μέ τίς συμβολικές τής Άνοιξης, καί τις άπλωνε στά νερά, πού ανεμπόδιστα ένωναν σ’ όλες τις θάλασσες τούς Ελληνικούς χώρους. Οι εξέδρες πού έστηναν, ή οι βράχοι όπου περπατούσαν οί λιτανείες τής γιορτής, μέ τά συμβολικά λάβαρα καί τά χρυσοποίκιλτα άμφια τού κλήρου, δέν οδηγούσαν μόνο στά νοητά “ύδατα τού Ιορδάνη”, αλλά καί στήν ελληνόβια θάλασσα τής Ανατολικής Μεσογείου, πού σ’ όποιο ακρογιάλι κι άν έφτανε, άκουε νά μιλούν ελληνικά...
Δέν έχει συγκροτημένα μελετηθεί ή θαλασσινή καί ναυτική ζωή τών Μικρασιατικών παραλίων. Σποραδικά μάς είναι δοσμένοι μερικοί τόποι (από τή λαογραφία καί τή λογοτεχνία), σέ συνδυασμό κάποτε μέ τ’ αντικρινά τους Νησιά. Κι όμως όλες οι ακρογιαλιές καί τά λιμάνια καί τά πολυνήσια τών Μικρασιαικών ακτών έχουν νά διηγηθούν ιστορίες καί θρύλους, νά δείξουν βιώματα καί τεχνικές, ψαράδικες αξιοσύνες καί θαλασσινές παλικαριές, ανάλογες πρός τις γνωστές μας από τήν άλλη Ελλάδα. Καί νά μην ξεχνούμε, πώς οί άνθρωποι αυτοί είχαν από αιώνες αρχικά ορμητήρια τούς τόπους των πρός τίς “δυτικές θάλασσες”, είτε από τά χρόνια μέ τις παλιές αποικίες, είτε από τά βυζαντινά, μέ τήν πρωτεύουσα πιό κοντά τους, είτε καί στά χρόνια τών Σουλτάνων, πού διαδέχτηκαν τό Βυζάντιο.
Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς όλοι οι Μικρασιάτες Έλληνες προτιμούσαν πάντα νά κοιτάνε πρός τή θάλασσα, παρά πρός τό ατελεύτητο εσωτερικό τής στεριάς. Είχαν κι από τούς προγόνους των τού Ξενοφώντα κληρονομημένη εκείνη τή λυτρωτική εμπιστοσύνη, τών χαμένων μέσα στή στεριά ανθρώπων, πρός τή θάλασσα. Κι είχαν πληρώσει συχνά τή στεριά, μέ τίς εξορίες καί τις εξοντωτικές πορείες, πού τούς υποχρέωναν νά κάμουν πρός τά ενδότερα.
Ψάλλοντας λοιπόν στό θαλασσινό ύπαιθρο (ή ακόμα κι οί μεσόγειοι μπροστά στά ποτάμια), σέ ώρες συνήθως ήπιες τού Γενάρη, τό “Εν Ιορδάνη” τό “Επεφάνης σήμερον”, μέ τήν απολυτρωτική λέξη του τής ‘’Οικουμένης”, οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν ελεύθεροι καί πανέλληνες, οχυρώνονταν πίσω από τό απονήρευτο τής θρησκευτικής τελετής τους γιά τούς Τούρκους, καί τό ριχναν στήν μεγάλη ελπίδα. Τά λάβαρα γίνονταν σημαίες, τό γιορτινό ντύσιμο ελευθερία, οι Δεσποτάδες Βυζάντιο, κι ή πάλη μέσα στό νερό γιά τό σταυρό, αρχαία Ολυμπία.
Μέ τό άκουσμα τού “έν Ιορδάνη”, χτυπούσαν οι καμπάνες, έπεφταν πιστολιές, τά νερά πάφλαζαν από γυμνά σώματα Λεάνδρων, ή ψαλτική δυνάμωνε σάν ελεύθερο ξέσπασμα. Ο χριστιανισμός γινόταν κυρίαρχος εκείνη τήν ώρα, μέσα σ’ ένα νοερό τοπικό πλαισίωμα, σχηματισμένο από τά Ιεροσόλυμα καί τήν Κωνσταντινούπολη, ώς τήν Αθήνα.»
Πηγή: Αρχείον Πόντου, τομ. 38 (Α’ Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15. 6. 1981).
Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θέόν ομολόγησαν.
Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.
Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.
Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.
Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξάστα δι' αυτό το μέγα μυστήριόν.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.
Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.
___________________________________
ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ
Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη.
Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1. ΚΟΙΝΑ ΕΘΙΜΑ
«βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»
Δημόκριτος Αβδυρίτης
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε τούς Αθηναίους «...ώς δεισιδαιμονεστέρους...» [Πρ. ιζ’, 22]. Αυτός ό χαρακτηρισμός νομίζω πώς ταιριάζει σ’ όλους τούς Έλληνες, επομένως καί στούς Ποντίους, άν μάλιστα θυμηθούμε καί τόν Απόστολο Πέτρο, πού χαρακτηρίζει τούς χριστιανούς τού Πόντου «εκλεκτούς» [Πετ. Α’ Ι].
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες «θρησκεύουν» περισσότερο από κάθε άλλο λαό καί είναι θεολάτρες στήν κυριολεξία. Αυτή τους τήν ψυχική διάθεση καί ανάταση, τή θρησκευτική τους πίστη, τήν εκφράζουν κάθε τόσο μέ διάφορες γιορτές. Πολλές φορές ειπώθηκε ότι «δέν υπάρχει γένος πιό φιλέορτο από τό δικό μας. Ζούμε κάνοντας κάποια γιορτή καί Περιμένοντας κάποια γιορτή θρησκευτική, ή εθνική, ή σπιτική...» [Στρ. Μυριβήλης).
Μέσα σ’ αυτό τό πάνθεο τών γιορτών είναι καί τά Φώτα, γύρω από τά οποία έπλασε καί ζει καί ό ποντιακός λαός αξιοπρόσεκτα λατρευτικά έθιμα.
α. Αργία - εκκλησιασμός - νηστεία
“Όπως όλες τις μεγάλες γιορτές έτσι καί τά Θεοφάνεια, ή αργία καί ό εκκλησιασμός έπαιρναν ιδιαίτερο πανυγηρικό τόνο καί χρώμα. Πρωταρχικό καί καθολικό γνώρισμα τού ποντιακού λαού, στις μεγάλες τής χριστιανοσύνης μέρες, είναι: Ή εσωτερική περισυλλογή, μέ τήν προσευχή στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί τή συμμετοχή στήν Κοινή λατρεία. Η ακρόαση καί παρακολούθηση μέ κατάνυξη τών εκφωνήσεων, τών ευχών καί τών εκκλησιαστικών ύμνων, τό διάβασμα εκκλησιαστικών βιβλίων, συναξαρίων καί τής Αγίας Γραφής. Ή αθόρυβη καί ιδιόρρυθμη βίωση τού νοήματος καί τού περιεχομένου τών εορτών.
Ο Γ. Θ. Κανδηλάπτης, στήν ιστορική του μελέτη «Η Αργυρούπολις τού Πόντου» γράφει: «Τόσην δ’ ευλάβειαν είχον οι πατέρες ημών εις τά Θεία, ώστε, μόλις ήχουν οί κώδωνες τών εκκλησιών, οι μέν άνδρες κλείοντες τά καταστήματά των έτρεχον εις αυτάς, ώς καί αί γυναίκες, πάσαν εργασίαν εγκαταλείπουσαι εκαλύπτοντο διά καλύπτρας (σαλίου ή τσαρτσαφίου) καί έτρεχον εις τούς ναούς...»
Κάτι σχετικό διηγείται καί ό Ανανίας Νικολαίδης, στό ανέκδοτο έργο του «Ποντιακή Λαογραφία»: «Τά εξέργατα», έλεγαν, «οσήμερον φύλλον ’κι λαϊσκεται.» Θεωρούσαν δέ τόσο θεμελιακό τό έθιμο του εκκλησιασμού, ώστε σέ πολλές περιοχές ό ένας ειδοποιούσε τόν άλλον, ό γείτονας τό γείτονα, μή τυχόν καί δέν πάει στήν εκκλησία.
Ακόμη καί ή λαϊκή μούσα, μέ τά κάλαντα, προτρέπει γιά εκκλησιασμό:
«.. .Στήν εκκλησία τρέξατε, μέ προθυμίαν μπήτε, ακούσατε τήν προσευχήν, κι άν είναι ορισμός σας καί ό Χριστός μας πάντοτε νά είναι βοηθός σας.»
Πολλές φορές, σέ πολλές περιοχές, τίς μεγάλες γιορτές (πρό παντός τό Πάσχα) ειδοποιούσαν ό ένας τόν άλλον, μέ χτυπήματα στις πόρτες, μέ κουδούνια καί φωνές.
Σκωθέστεν εντώκαν τα καμπάνας (Ίμερα). Εγνεφέστεν... Σκωθέστεν, ή εκκλησία και ό Χριστόν λαλεί σας (Πλάτανα - Καταχά). Σ’ άλλα μέρη ό νυχτοφύλακας ειδοποιούσε τόν κόσμο. Στά Μεταλλεία Ταύρου ό τσαγκόης. Χαρακτηριστικό επίσης είναι καί τό έθιμο τής ιδιαίτερης καθαριότητας καί προετοιμασίας όλων τών σπιτιών καί ή γιορταστική αμφίεση. Θά φορέσουμε, έλεγαν στά χωριά μας (Κρώμνη, Ίμερα,...) τά τσιτσίλ παπάν. Τά καινούργια ρούχα καί τά καινούραι τό κουντούρας (σκαρπίνια). Όσοι δέν μπορούσαν νά έχουν καινούργια ρούχα τά καθάριζαν, τά αναποδογύριζαν, τά έβαφαν καί τά σιδέρωναν. Εκτός από τά συνήθη τάματα, τήν ώρα πού γυρνούσε ό δίσκος έπρεπε πλούσιοι καί φτωχοί νά ρίξουν στό δίσκο. Οι νοικοκυραίοι καί οί προύχοντες καί μερικοί νεόπλουτοι πού είχαν έρθει ας σήν ξενιτείαν εφιλοτιμούντο ποιός θά ρίξει τό μεγαλύτερο νόμισμα στό δίσκο.
Ο εκκλησιασμός τών Θεοφανείων ολοκληρωνότανε μέ τήν προμήθεια καί πόση αγιασμού καί μέ τό αντίδωρο.
Είναι ανάγκη νά σημειώσουμε ότι μεταξύ άλλων καθηκόντων καί εθίμων πού μέ τό χρόνο ατονούν είναι καί ό τακτικός εκκλησιασμός.
Στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας οί άνθρωποι αναζητούσαν κατάλληλες στιγμές καί ανάλογο κλίμα γιά νά εκτονωθούν. Αυτή τήν ανάγκη εκτονώσεως ικανοποιούσαν οι σκλαβωμένοι μέ τήν εκδήλωση θρησκευτικότητας καί συστηματικού εκκλησιασμού. Συχνά πολλοί αυτή τους τήν ανάγκη τή διασκέδαζαν μέ τό διάβασμα τού «Γεροστάθη», Βίων Αγίων, το Ψαλτηρίου καί τής Αγίας Γραφής.
Ασυνήθιστη παρηγοριά εύρισκε ό λαός μας σέ αφηγήσεις καί προσφιλείς παραδόσεις, πού τις εμπνεότανε από τήν παρακολούθηση, τήν ακρόαση καί τή μελέτη τών ιερών ακολουθιών καί τό ιστορικό τών μεγάλων θρησκευτικών καί εθνικών γεγονότων.
Στόν Πόντο (ακόμη καί σήμερα σέ πολλά σπίτια) αυστηρός ήταν ό σεβασμός καί στό έθιμο τής νηστείας τήν Παραμονή τών Θεοφανείων. ‘Ο εκκλησιασμός, ή παρακολούθηση καί ή προμήθεια Μ. ‘Αγιασμοί καί ή υποδοχή καί ή βίωση τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων προϋποθέτουν ανάλογη ψυχική καί σωματική προετοιμασία. ‘Έθιμο πανελλήνιο.
Στό χωριό μου Ίμερα καί στά γύρω χωριά, τήν ημέρα τής παραμονής, σχεδόν σε όλα τά σπίτια έτρωγαν νερόβραστα φαγητά: Πατάτες (καρτόφα), φασόλια, φακιές (μαρτσιμιάκα), πατίτσα (ξεραμένα φασουλάκια), χόρτα, μαυρολάχανα καί διάφορα τουρσιά (στύπα). Πολλοί δέν έτρωγαν όλη τή μέρα. Αν τύχαινε κάποιος νά καταλύσει τή νηστεία, δηλαδή νά φάει σέ μέρες νηστείας αρτύσιμα, έλεγαν εμαντσίρ’τσεν ό αθεόφοβον. Τή νηστεία τήν έβλεπε ό πιστός απαραίτητη γιά τήν πρεπούμενη υποδοχή τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων καί τή χαιρότανε, γιατί τού χάριζε ιδιαίτερη χαρά καί ευχαρίστηση, όταν, γυρνώντας στό σπίτι του, τόν περίμενε πλουσιοπάροχο γιορτινό τραπέζι, πού δέν ήταν καί τόσο συνηθισμένο όλες τις μέρες καί μάλιστα στά χρόνια τής σκλαβιάς καί τής φτώχειας στήν ενδοχώρα. «Μέ Ιδιαίτερη λαχτάρα περίμενε νά φάει τό φαγητό τών Θεοφανείων πού τό έλεγαν κεσκέκ πού μαγειρευότανε από κεντουμέ (κοπανισμένο σιτάρι) μέ μιά κόττα χωριάτικη » [Κεσσόγλου Θ. Σταύρος από τό Αβδάν Αμισού].
β. Προμήθεια αγιασμού
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο είναι πανορθόδοξο έθιμο. Γι’ αυτό είναι αδύνατο νά βρεί Κανείς ποντιακή οικογένεια πού νά μή προμηθεύεται αγιασμό τής Παραμονής ή τών Θεοφανείων. Καί στόν Πόντο καί εδώ άλλοι μέ μαστραπάδες, άλλοι μέ κουκουμόπα (είδος χάλκινης κανάτας), άλλοι μέ κανατόπα, άλλοι μέ ποτήρια κι άλλοι μέ μπουκαλάκια έτρεχαν καί τρέχουν στήν εκκλησία από τά χαράματα, γιά νά πάρουν αγιασμό γιά μιά ώρα ανάγκης.
γ. Τό φαρμακόλυτρο
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο έχει κάποιο πρακτικό σκοπό. Σέ μιά ώρα ανάγκης χρησιμοποιείται αγιασμός ώς φαρμακόλυτρο, γιατί πιστεύει ό λαός μας στήν ιαματική καί αγιαστική δύναμη του αγιασμού. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται σε ομματόπονον, σέ ’χπάραγμαν (τρόμαγμα), σέ μαϊσσομέντζ• (πού βλάφτηκαν από μάγισσες), σέ επίτοκες λεχώνες, σέ αρρώστους, στούς ετοιμοθάνατους δέ αντί Θείας Κοινωνίας. θα μπορούσαμε νά πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ή λαϊκή πίστη, μέ τό έθιμο της προμήθειας αγιασμού, αφήνει τήν εντύπωση ότι περισσότερη βαρύτητα
δίνει στο έθιμο τής σχετικής τελετής τού αγιασμού καί τής καταδύσεως τού Σταυρού παρά στη Θεία Λειτουργία τής Παραμονής καί τών Θεοφανείων.
Τον αγιασμό, πού κρατάμε γιά μιά ώρα ανάγκης, τόν φυλάμε στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί μέ έμφαση τονίζουμε σ’ όσους τυχόν δέ δίνουν σημασία στήν αναγκαιότητα τού εθίμου, ότι όλο τό χρόνο διατηρείται ό αγιασμός καί δέν παθαίνει τίποτε.
δ. Τό ράντισμα
Συνήθως όσοι φυλάνε γιά όλο τό χρόνο τόν αγιασμό τής παραμονής ραντίζουν τά κτήματά τους μέ τόν αγιασμό τών Θεοφανείων, ενώ όσοι κρατούν, γιά μιά ώρα ανάγκης, αγιασμό Θεοφανείων ραντίζουν μέ αγιασμό της παραμονής. Υπάρχουν βέβαια καί οι εξαιρέσεις.
Τό ράντισμα μπορεί νά γίνει από οποιοδήποτε μέλος τής οικογένειας. Στα χωριά Ίμερα καί Κρώμνη τό ράντισμα τών χωραφιών τό ανάθεταν σέ παιδιά - έφηβους.
Τήν παραμονή ή ανήμερα, οπωσδήποτε, ράντιζαν σ’ όλο τόν Πόντο τά χωράφια, τούς οπωρώνες, τά λιβάδια, τούς κήπους, τίς μάντρες, τίς αχυρώνες, τά ζώα, τά σπίτια, τά εργαλεία καί τά τρόφιμα.
Από τόν αγιασμό τών Θεοφανείων η τής παραμονής σέ μερικά χωριά (Σούρμενα) έριχναν αγιασμό καί στις τροφές τών ζώων καί μάλιστα ‘ς σόν (τροφή αγελάδας από πίτουρα, χόρτα καί λάχανα βρασμένα με άφθονο νερό γιά νά κατεβάσει πολύ γάλα). Τό ράντισμα γινότανε μέ την ελπίδα νά εξουδετερωθούν οί αντίξοες συνθήκες γιά μιά καλή ευφορία καί γιά τήν εξαφάνιση τών κακών πνευμάτων (καλικάντζαροι - ξωτικά).
Μέ τόν αγιασμό τών υδάτων καί τό ράντισμα φεύγουν τά κακά πνεύματα, μάς έλεγαν οι γιαγιάδες μας καί οί γονείς μας.
Σήμερα πρέπει νά ομολογήσουμε ότι σέ πολλούς έχει ατονήσει και έχει ξεχαστεί τό έθιμο τού ραντισμού.
Σέ πολλά χωριά τής Αργυρούπολης, εκτός από τό ράντισμα τών κτημάτων μέ αγιασμό, έβαζαν αγιασμό καί στα διάφορα φαγώσιμα γιά νά πληθαίν’ άτα ό Θεόν. Τό συνεχίζουν αυτό τό έθιμο πολλές οικογένειες κι εδώ (Ιμεραίοι καί Κρωμναίοι περιοχής Ξάνθης, Πανοράματος, Καλαμαριάς, Χαριλάου, Καταχά Πιερίας, Κιλκίς).
Στα χωριά Σούλι, Καελέν καί Γιατμούσ’ τής Κερασούντας ρίχνανε αγιασμό τής παραμονής στό νερό μέ τό οποίο θά λουζότανε [Παπαδόπουλος Ιωακείμ, Ιερέας].
Σέ άλλα χωριά (Σταυρί), ενώ δέν πολυπίστευαν σέ καλικάντζαρους, τά βράδια του Δωδεκαήμερου» δέν έπλεκαν από φόβο στά κακά πνεύματα (’ς σά πιζίελα). Ίσως ήταν ένας τρόπος νά σέβονται τις αργίες : Σέ πολλά πάλι χωριά δέν κυκλοφορούσαν έξω κορίτσα και νυφάδες οίτε άφηναν ρούχα βρέφους κρεμασμένα έξω τις νύχτες τού «Δωδεκαήμερου», από «δαιμονοφοβία».
ε. Κατάποση αγιασμού
Όσοι παρευρίσκονται στήν εκκλησία, είτε τήν παραμονή είτε ανήμερα τών Φώτων, μετά τήν ακολουθία τού Μεγάλου Αγιασμού καί τήν προμήθεια αγιασμού απαραιτήτως θά πιούν μερικές γουλιές. Όσοι παρέμειναν στό σπίτι πίνουν αγιασμό μόλις γυρίσει από τήν εκκλησία κάποιος δικός τους μέ τόν αγιασμό. Πολλοί μάλιστα (συνήθως πολλές) πίνουν Μεγάλο Αγιασμό, όχι μόνο νηστικοί, αλλά καί πρίν πάρουν αντίδωρο.
Τό έθιμο αυτό φανερώνει τήν πίστη το λαού μας στήν αγιαστική επενέργεια τού αγιασμού. ‘Εξ άλλου, γιά τό λαό μας, όλα τά νερά τών θαλασσών, τών λιμνών, τών ποταμών, τών πηγαδιών καί τών πηγών είναι αγιασμένα από τήν παραμονή μέ τήν πρωτάγιαση καί γι’ αυτό «κανένας πιά δεισιδαιμονικός φόβος από τίς νύχτες καί τά ξωτικά τού χειμώνα». «Σήμερον τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις.»
ς. Τό φώτισμαν
Καί στόν Πόντο, μετά τήν ακολουθία τού Αγιασμού τής Παραμονής καί τήν απόλυση, βιαστικά βιαστικά ό παπάς έβγαινε στά σπίτια καί στά μαγαζιά τής ενορίας του γιά νά φωτίσει (ν’ αγιάσει). Φορούσε ένα πετραχήλι, έπαιρνε μαζί του ένα σταυρό (σέ πολλά μέρη αυτόν μέ τόν οποίο έκανε τήν τελετή τού αγιασμού καί ανήμερα μέ τό Σταυρό τής καταδύσεως), τήν αγιαστούρα καί τό βοηθό του, πού κρατούσε τό παρχα’τσ’ μέ τόν αγιασμό. Στό χάλκινο εκείνο μικρό σκεύος μέ τόν αγιασμό (’ς σό παρχάτσ’ απέσ’ = στό σικλί μέσα) έριχναν τόν όβολό τους οί χριστιανοί σέ κέρματα. Ή συνήθεια νά ρίχνουν κέρματα «στό κουβαδάκι τού αγιασμού δέν είναι προχειρότητα», λέγει ό Δ.Σ. Λουκάτος, «έχει καί σημασία αγιασμού τού ίδιου τού χρήματος».
Κατά τή διάρκεια πού φώτιζε σπίτια καί σπιτικούς ό παπάς έψαλλε τό «Εν Ιορδάνη » ή «Επεφάνης σήμερον τή οικουμένη. . .»
Σέ πολλά σπίτια, εκτός από τό φιλοδώρημα, κερνούσαν καί τόν παπά καί τό συνοδό του. Τό φώτισμα συνεχιζότανε καί ανήμερα τών Φώτων, άν δέν είχε γυρίσει ό παπάς όλα τά σπίτια τής ενορίας του τήν Παραμονή.
Τό φώτισμα, ό αγιασμός, σκοπό έχει νά φωτίσει ό παπάς τόν άνθρωπο, νά ευλογήσει τό βίο τών ενοριτών του καί νά εξουδετερώσει από τήν ενορία του κάθε δαιμονικό, «κάθε αντίπαλο στοιχείο του χειμώνα» καί όλες τις δυσμενείς, γιά τήν ευφορία τής γής καί τών γαλακτοφόρων, συνθήκες.
Ο συνήθης τρόπος αγιάσματος τών ανθρώπων είναι νά βουτάει ό παπάς τήν αγιαστούρα στόν αγιασμό καί νά ραντίζει τό μέτωπο τών πιστών, προτείνοντας μέ τό αριστερό τό Σταυρό γιά προσκύνηση καί τό δεξί γιά χειροφίλημα. Τό έθιμο του φωτίσματος, δυστυχώς, κινδυνεύει νά καταργηθεί. Σέ πολλά χωριά καί σέ ελάχιστες ενορίες πόλεων συνεχίζεται καί έτσι σώζεται ακόμη.
Όπου έχει καταργηθεί τό έθιμο του φωτίσματος τών Θεοφανείων καί του φωτίσματος κάθε μήνα από τόν παπά, πολλοί χριστιανοί καλούν δυό τρείς φορές τό χρόνο ή καί κάθε μήνα τόν παπά τής ενορίας (ή καί άλλης ενορίας) καί τούς κάνει μικρό αγιασμό στό σπίτι. Αυτό κάνουν καί τά σχολεία, πρίν ν’ αρχίσουν τά μαθήματα, καθώς καί πολλές υπηρεσίες καί ιδρύματα, πρό παντός σέ περιπτώσεις θεμελιώσεως καί εγκαινίων.
ζ. Η κατάδυση του Σταυρού
Ή κατάδυση του Σταυρού, πέρα από μιά καθιερωμένη καί πανορθόδοξη ιεροτελεστία καθαγιασμού τών υδάτων, είναι καί θρησκευτικό έθιμο πού αποτελεί θεαματική καί συμβολική αναπαράσταση τής βαπτίσεως του Ιησού.
Στίς πόλεις καί στά χωριά, όπου δέν υπάρχει θάλασσα, ποτάμι, λίμνη ή κατάλληλη δεξαμενή, ή κατάδυση γίνεται στήν εκκλησία, μέσα σ’ ένα μεγάλο δοχείο (χαλκόν - καζάνι ή ένα είδος κολυμβήθρας), όπου γίνεται ό αγιασμός.
Σέ μέρη όπου είχε θάλασσα, ή τελετή τής καταδύσεως στόν Πόντο είχε μεγαλειώδη καί πανηγυρική εικόνα. Ο πληθυσμός τών παραλιακών πόλεων καί τής ενδοχώρας κατέβαινε στή θάλασσα γιά νά παρακολουθήσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί είχε ένα ασύγκριτο καί επιβλητικό μεγαλείο ή πομπή, ή τελετή, ή παράσταση, τό θέαμα ».
«Η τελετή αυτή πού εγίνετο μέ πατριαρχική μεγαλοπρέπεια (στήν Τραπεζούντα) συγκέντρωνε πάντα χιλιάδες κόσμο στήν παραλία, ανεξαρτήτως τάξεως, εθνότητας καί θρησκείας. Έπαιρναν μέρος κι’ αυτοί ακόμα οί Τούρκοι, δέν ήσαν δέ σπάνιες κι’ οί περιπτώσεις, πού, ανάμεσα στις χιλιάδες τών φεσιών καί τών καπέλλων, ν’ ασπρίζουν καί ωρισμένα σαρίκια, παλιών καί πολυγενίων χοτζάδων καί Ουλεμάδων τής Οθωμανικής ιεραρχίας
Μεγάλοι καί αιματηροί πολλές φορές αγώνες εγίνονταν μεταξύ τών κολυμβητών κατά τήν κατάδυση ».
Κεριά αναμμένα καί θυμιατά έβγαιναν στά παράθυρα, στις πόρτες καί στούς εξώστες, τήν ώρα πού ή πομπή κατευθυνότανε από τόν Άγιο Γρηγόριο πρός τήν παραλία, γιά νά υποδεχτούν, νά προπέμψουν καί νά τιμήσουν τό Σταυρό καί τό γεγονός τής ημέρας. Τιμητική φρουρά τής πομπής, καί τότε καί σήμερα, αποτελούν, μαζί μέ τούς κληρικούς, τούς ιεροψάλτες, τούς εκπροσώπους τών αρχών καί τούς χιλιάδες ανώνυμους συνοδούς καί εξαπτέρυγα, φανοί, λαμπάδες καί σταυροί μέ δορυφόρους, νέους ντυμένους μέ ειδικά εκκλησιαστικά παιδικά άμφια.
Έθιμο είχε γίνει, όπως μάς πληροφορεί καί ό Ευριπίδης Φ. Χειμωνίδης, κάθε χρόνο από τήν παραμονή τών Θεοφανείων νά έρχεται στό λιμάνι τής Τραπεζούντας, απέναντι από τόν Άγιο Γρηγόριο, ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο, τό αντιτορπιλικό «Τέρτς», γιά νά χαιρετίσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί νά τιμήσει τή μεγάλη γιορτή καί τελετή. (Η κατάδυση γινότανε συνήθως στήν τοποθεσία τ’ Αρμέγκον ή πέτρα, μάς λένε ό Σιδηρόπουλος Κυρ. Ευγένιος, γιατρός, κάτοικος Θεσσαλονίκης, καί ό Χρυσοστομίδης Ρ. Παναγιώτης, 85 χρονών.) Γιά τό σκοπό αυτό έβγαζε καί άγημα στήν ξηρά, πού έπαιρνε μέρος στήν τιμητική πομπή.
Σέ πολλά μέρη τού Καυκάσου (Κάρς, Δεμίρ Καπού, Αρδαχάν, Βαργενές καί άλλα χωριά), επειδή τά νερά τού Κύρου ποταμού παγώνανε, ή κατάδυση ήταν προβληματική. Η επιμονή όμως τής Εκκλησίας καί τών πιστών καί ή ιδιαίτερη αγάπη τους πρός τό έθιμο βρίσκανε τή λύση. Σπάνανε τόν πάγο σταυροειδώς καί δημιουργούσαν ένα άνοιγμα. Τόν πάγο πού έβγαζαν από τό ποτάμι, σέ σχήμα σταυρού, τόν τοποθετούσαν δίπλα στόν παπά, πού μέ τή συνοδεία του στεκόταν πάνω σέ εξέδρα από πάγο. Μάλιστα ό δάσκαλος Σοφιανίδης Παναγ. Θεόφιλος, κάτοικος Συκεών Θεσσαλονίκης, λέγει: «Από τήν παραμονή σπάναμε τόν πάγο σ’ ένα σημεία τού Κύρου ποταμού, πού ήταν μεταξύ τών τριών χωριών Ντόρτ - Κλησιά - Ζαμζελέκ Κόγκ. Ήταν δέ τόσο χοντρός ό πάγος τού ποταμού, ώστε άντεχε όλο τόν κόσμο καί τών τριών χωριών, πού παρακολουθούσε τήν κατάδυση τού Σταυρού. συγκεντρωμένος πάνω στό ποτάμι.»
Όπως μάς πληροφόρησε ό Φωτιάδης Γεώργιος τού Κυριάκου από τό χωριό Χωριστή Δράμας: Στό Ακ - Δάγ - Μαδέν τού Πόντου μιά χρονιά κλείσανε τά δύο τόξα τού γεφυριού στό λειβάδι τού Μουτή, οπότε σχηματίστηκε λίμνη πού πάγωσε. Τότε τή Μάραντον ό Θόδωρον μπήκε μέ τ’ άλογό του στά νερά τής λίμνης καί έσπασε τόν πάγο, γιά νά πραγματοποιηθεί ή κατάδυση τού Σταυρού. Οι δύτες, γιά νά αντέξουν στό τσουχτερό κρύο, πρίν πέσουν στά νερά γιά τήν ανάδυση τού Σταυρού, ήπιαν αρκετό ούζο (ρακίν). Τό περιστατικό αυτό όταν έγινε, Μητροπολίτη Χαλδίας ήταν ό Λαυρέντιος καί Αρχιερατικός Επίτροπος στό Μαδέν ό παπα - Κύριλλος Καρατζάς.
Αν καί ήταν δριμύτατο τό ψύχος, τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από νέους γινότανε μέ πολύ ενδιαφέρον καί αγωνία. Όσοι έπεφταν στό ποτάμι, γιά τό έθιμο, τό θεωρούσαν μεγάλη τιμή καί ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση νά ανασύρουν τό Σταυρό, νά τόν προσκυνήσουν καί νά τόν παραδώσουν στόν παπά. Σέ ορισμένα χωριά καί τήν κατάδυση καί τήν ανάδυση τήν έκανε ό παπάς, έχοντας τό Σταυρό δεμένο μ’ ένα σχοινί.
«Στήν Τρίπολη τού Πόντου μέ εξαιρετική λαμπρότητα εορταζόταν καί ή εορτή τών Θεοφανείων, τά «Φώτα». Από τήν παραμονή τής μεγάλης ημέρας ό ιερεύς, μετά τήν λειτουργία, ανεκοίνωνε τό όνομα τής ενορίας, όπου τήν επομένη θά γινόταν ή κατάδυσις τού Τιμίου Σταυρού. Μέ ύφος ψαλμωδιακό πρόφερε τήν αναμενόμενη εναγωνίως από τό εκκλησίασμα, φράση καί ό σταυρός θά πηγαίνη εις τήν ‘’Τσιμιδάν” ή στό ‘’Παραιτόρτιν”. Ή προσγινόμενη τιμή στήν ευνοούμενη ενορία ήταν τό φλέγον ζήτημα τής ημέρας καί πολλές φορές γινόταν αφορμή νά προκληθούν μικροεπεισόδια καί αντεγκλήσεις μεταξύ ομάδων διιστάμενων ενοριτών.
Τήν ημέρα τών Φώτων, πρίν ακόμη προβάλει ή αυγή, σύμφωνα μέ τό τελετουργικό τής εορτής, μέ λάβαρα, εξαπτέρυγα καί ψαλμωδίες ξεκινούσε ή μεγάλη πομπή μέ συνοδεία φανών καί λαμπάδων, πρός τήν παραλία. Όλα τά παράθυρα καί οι εξώστες τών σπιτιών από όπου περνούσε ή πομπή ήσαν λαμπαδοστολισμένα καί κατάμεστα από κόσμο, καθώς καί ή μακρόστενη έκταση τής.……… παραλίας. Βαρκούλες στολισμένες μέ σημαίες καί χρωματιστά αναμμένα χαρτοφάναρα περιέπλεαν κατάφορτες μέ επιβάτες γύρω από τήν θέση όπου θά γινόταν ή κατάδυση. Δέκα καί δεκαπέντε πολλές φορές παλληκάρια έπαιρναν θέση κι αυτά σέ αποστάσεις σέ επίκαιρα σημεία μέσα στήν παγωμένη θάλασσα... προσμένοντας νά φθάσει ή μεγάλη τής καταδύσεως ώρα....
Μέ τούς τελευταίους τόνους τού τροπαρίου [‘Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε ό σταυρός υψωνόταν στόν αέρα από τόν ιερέα, διέγραφε μιάν καμπύλην καί βυθιζότανε στά ταραγμένα νερά, ενώ ό τόπος σειόταν από τούς αλαλαγμούς καί τίς θεαματικές εξαπολύσεις ρουκετών.
…..Τά... παλληκάρια ωρμούσανε πρός τό σημείο όπου έγινε ή κατάδυση τού Τιμίου Σταυρού. Ακολουθούσε σκληρός αγώνας... Ο σταυρός άλλαζε διαδοχικά χέρια, έως ότου ό δυνατώτερος καί καμμιά φορά ό επιτηδειότερος κατώρθωνε νά διαφύγει από τόν κλοιό καί νά διολισθήσει ώς τήν παραλία, όπου καί παρέδιδε, αφού τό φιλούσε, τό ιερό έπαθλο στόν ιερουργούντα, μέ τίς ευχές καί τούς επαίνους τού κόσμου. Έπειτα ή πομπή μέ τήν ίδιαν επιβλητική σύνθεση επέστρεφε καί πάλι πίσω στήν εκκλησία.
Ο νικητής τού αγώνος ήταν ό άξιος καί ό δακτυλοδικτούμενος τής ημέρας, το καμάρι τών κοριτσιών. Είχε ακόμα τό δικαίωμα νά συνοδεύσει τούς ιερείς στήν περιφορά τού Σταυρού στά σπίτια κατά τό καθιερωμένο προσκύνημα, “ένα ωχρό αντιφέγγισμα νικητού τών αρχαίων ελληνικών αγώνων” .»
Σχετική καί αξιοπρόσεκτη περιγραφή τής καταδύσεως μάς δίνει καί ό λαογράφος Ξ. Κ. Άκογλους, στό έργο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», σ. 253 - 255: «Η κατάδυση τού Σταυρού στή θάλασσα γινότανε μ’ εξαιρετική λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια, καί μάλιστα όταν ιερουργούσε ό Δεσπότης. Κι από τις τρείς εκκλησίες κατέβαιναν στήν παραλία οί πομπές μέ τά εξαπτέρυγα, τούς ψάλτες κι όλους τούς κληρικούς, ντυμένους τά λειτουργικά τους άμφια. Όλη ή πόλη έπαιρνε όψη συναγερμού, επιβλητικού καί στούς Τούρκους καί στούς ξένους γενικά.
Μέ τήν κατάδυση τού Σταυρού αμολούσανε περιστέρια καί έριχναν ρουκέτες, φυδέκια. Πολλοί νέοι γυμνωνόνταν από νωρίς καί περίμεναν στήν παραλία. Κορμιά γερά κι αθλητικά. Κι όλοι θαλασσόλυκοι, δελφίνια σωστά. Γιά τό ποιός θά πάρει τό Σταυρό γινόντανε παρέες. Πολλές φορές σχεδόν πάντα πιανόντανε μέσα στή θάλασσα συμπλοκές άγριες. Όλα τ’ ατσαλένια εκείνα μπράτσα μάγκωναν τό Σταυρό, καί συμπλεκόντανε μεταξύ τους μ’ έναν τέτοιο τρόπο, πού ώρα ολάκερη δέν μπορούσε κανείς νά τούς χωρίσει. Επέμβαση κουπιών από διπλανές βάρκες, πού άφθονες στολιζόντανε καί βγαίνανε μέ θεατές γιά καλύτερο σεργιάνι έμενε χωρίς αποτέλεσμα όποιας τόν πρωτάρπαζε καί προλάβαινε νά τόν φιλήσει, εκείνος ήταν ό τυχερός τής ημέρας. Όλοι οί γυμνοί προσκυνούσαν (τότε) μέσα στή θάλασσα. Ο τυχερός τής ημέρας πήγαινε καί, παραδίνοντας τόν Σταυρό, φιλούσε τό χέρι τού παπά. Αυτό ήταν κι ή επίσημη αναγνώριση του νικητή. Οι επίτροποι τής εκκλησίας τού δίνανε τό χρηματικό δώρο, συνήθως μιά χρυσή λίρα, έπαιρναν τό Σταυρό.... καί τόν γύριζαν σ’ όλη τή συνοικία. Τά χρήματα από τό προσκύνημα πήγαιναν στό κοινοτικό ταμείο. Μαζί γύριζε κι ό νικητής, πού αποκτούσε τή φήμη ήρωα σωστού. Ούτε ολυμπιονίκης νά ‘τανε. Κι ή φήμη του κρατούσε ένα έτος, ώσπου νά τήν επισκιάσει άλλος».
Σέ πολλά παραθαλάσσια μέρη, στά τελευταία χρόνια δυστυχώς, καταργήθηκε τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από βουτηχτάδες, γιατί πολλοί κληρικοί ρίχνουν τό Σταυρό στά νερά δεμένο μέ μιά κορδέλα καί οί ίδιοι τόν ανασύρουν. Σέ ορισμένες όμως περιοχές διατηρείται τό έθιμο αυτό (Ν. Κρήνη, Καλαμαριά, Θέρμη, Αρετσού, Κοκκινιά Κιλκίς, Τοξότες, Λουδία. . .). Στούς Τοξότες Ξάνθης, όπου έχουν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Πόντιοι (μετά τό β’ παγκόσμιο πόλεμο) τών χωριών Ίμερας, Κρωμνικού καί Γαλάνης, ή κατάδυση τού Σταυρού γίνεται μέχρι σήμερα στό Νέστο. Στήν πομπή καί στήν τελετή τής καταδύσεως παίρνουν μέρας καί από άλλες ενορίες. Μετά τήν ακολουθία τού αγιασμού σχηματίζεται ή πομπή. Προπορεύονται εξαπτέρυγα, λάβαρα, φανοί, λαμπάδες, πού τά κρατούν παιδιά. Ακολουθούν οι ψαλτάδες καί ό εφημέριος πού κρατάει ένα ξύλινο Σταυρό καί τό Ευαγγέλτο. Όλοι μαζί ψάλλουν τροπάρια.
Στόν τόπο τής καταδύσεως (κοντά στή μεγάλη γέφυρα τού Νέστου, πού ενώνει τήν Ανατολική Μακεδονία μέ τή Δυτική Θράκη) κι ενώ ό κόσμος καί πρό παντός οί βουτηχτάδες περιμένουν μέ αγωνία τήν κατάδυση, ό ιερέας καί οι ψαλτάδες ψάλλουν τρείς φορές τό Απολυτίκιο τής γιορτής. Όταν γιά τρίτη φορά ακούγεται «καί τό Πνεύμα έν είδει περιστεράς», κι ενώ περιστέρια αφήνονται καί πετούν πάνω από τό ποτάμι καί τόν οικισμό, ό ιερέας πετάει τό Σταυρό στό ποτάμι. ‘Ο ξύλινος Σταυρός διαγράφοντας τήν τροχιά του πέφτει στά νερά καί γρήγορα γρήγορα ταξιδεύει πρός τήν κατεύθυνση τής ροής τών υδάτων. Οι κολυμβητές παλεύουν ποιός θά πάρει τό Σταυρό καί θά τόν φιλήσει πρώτος. Ή προσπάθεια συναντά δυσκολίες γιατί τό ποτάμι είναι ορμητικό τά νερά του πολύ κρύα.
Ο νικητής, αφού πάρει τήν ευλογία τού παπά, γυρνάει τό Σταυρό, μέ τήν παρέα του, σ’ όλα τά σπίτια ψάλλοντας εκκλησιαστικά τροπάρια. Μαζί μέ τά συγχαρητήρια καί τίς ευχές εισπράττει καί φιλοδωρήματα, τά οποία μοιράζεται μέ τή συντροφιά του καί τήν εκκλησία τής ενορίας του. Πολλές φορές ό νικητής, μέ τά χρήματα πού κρατάει, κάνει γλέντι μέ τούς φίλους του.
«Κατά τήν τελετή τής καταδύσεως τού Σταυρού, πού γινότανε στό ποτάμι τού χωριού μου Ντερέκιοϊ, Επαρχίας Επέσ’, όλοι κρατούσαν τίς εικόνες τού σπιτιού τους γιά νά τίς καθαρίσουν καί νά τις αγιάσουν μέ τ’ αγιασμένα νερά τών Θεοφανείων. Τό ίδιο έθιμο τό συνεχίζουμε (Ζερβοχώρι Νάουσας). Από τά Χριστούγεννα δέ ώς τά Θεοφάνεια, στά χωριά τού Επέσ’ τού Νομού Αμασείας καί τής Μητροπόλεως Κολωνίας, δέν γινότανε βαπτίσεις. Έλεγαν νά φωτιστεί, νά αγιαστεί ό Κόσμος καί μετά νά γίνουν οί βαπτίσεις » [Φωτιάδης Αντ. Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερος καί προϊστάμενος Ιερού Ναού τής Παναγίας Σουμελά].
Όπως μάς έγραφε τό Δεκέμβριο τού 1980 ό έφορος Κώστας Μακρίδης, στό χωριό του Λεκάνη Καβάλας: «Τά Θεοφάνεια, μετά τή Λειτουργία, ό παπα - Σάββας (άς είναι σχωρεμένος) έπαιρνε τό Σταυρό καί γρήγορα γρήγορα τράβαγε μπροστά καί πίσω του όλο τό χωριό γιά τήν κεντρική βρύση τού χωριού, γιά νά αγιάσει τά νερά τής γούρνας. Η ιεροτελεστία, δηλαδή τού Μ. Αγιασμού γινότανε (δέν ξέρω άν γίνεται ακόμη) στη γούρνα τής κεντρικής βρύσης τού χωριού. Εκεί γινότανε καί ή τελετή τής καταδύσεως καί αναδύσεως τού Σταυρού.
Γρήγορος σ’ όλα του, άρχιζε καί τέλειωνε ώσπου νά τό καταλάβεις. Όλοι τότε έτρεχαν νά πάρουν αγιασμό. Αμέσως δέ ό πατριάρχης τού σπιτιού πήγαινε καί ράντιζε τούς τέσσερις τοίχους τού σπιτιού καί τό εικόνισμα. Μετά τό σταύλο καί αμέσως τά χωράφια.
Διαδικασία καταδύσεως. Βούταγε τό Σταυρό (στή γούρνα) καί τόν ανέσυρε αμέσως καί γρήγορα γρήγορα πήγαινε στήν εκκλησία μας τού Αγίου Κωνσταντίνου. (Γιά νά βγάλει τά ιερά άμφια καί νά ετοιμαστεί γιά επίσκεψη σ’ όλα τά σπίτια καί τό φώτισμα.) Εκεί μαζεύονταν 4 - 5 συντροφιές νέων καί ζητούσαν τό Σταυρό γιά νά πάνε νά ευλογήσουν, μέ τόν παπα - Σάββα, τά σπίτια. Σέ αντάλλαγμα πρόσφερναν χρηματικά ποσά, πού πήγαιναν γιά τό διάκοσμο τής εκκλησίας. Όποιος πρόσφερνε τά περισσότερα έπαιρνε τό Σταυρό καί γύρναγε, όπως είπαμε, τά σπίτια τού χωριού. Από τις εισπράξεις πού έκανε κρατούσε μερικά λεφτά καί μέ τά άλλα έκανε κάποιο δώρο στήν εκκλησία.... Όλη ή εκκλησία φτιάχτηκε από τούς χωρικούς.»
Οι κάτοικοι της Λεκάνης προέρχονται από τήν Τραπεζούντα, τή Ματσούκα, τή Γαλίαινα, τήν Αργυρούπολη καί τήν Άγκυρα.
Στό χωριό Κοκκινιά Κιλκίς — όπως μάς διαβεβαίωσε καί ό δικηγόρος καί συγγραφέας Στάθης Ευσταθιάδης — πού κατοικείται από Καρσλήδες καί Καρμουτέτας, συνεχίζουν τό έθιμο τής καταδύσεως τού Σταυρού, όπως γινόταν στήν περιοχή τής Χαιρίενας τής Αργυρούπολης. Μετά τήν απόλυση τής εκκλησίας καί τήν τελετή τού Αγιασμού κατευθύνονται «έν πομπή» όλοι στό ποταμάκι τού χωριού. Διαλέγουν τό πιό βαθύ κιόλ’ τού ποταμού καί εκεί κάνουν τήν κατάδυση. Ή αγωνία τού κόσμου καί τών βουτηχτάδων μεγαλώνει ενόσω ό παπάς προσποιείται ότι θά πετάξει τό Σταυρό καί δέν τόν πετά.
Αφού όμως ψάλλουν τρείς φορές τό «Εν Ιορδάνη…..», κάποια στιγμή ρίχνει τό Σταυρό στό ποτάμι καί τήν ίδια στιγμή βουτούν καί τά παλληκάρια (μέ τά ρούχα τους!) προσπαθώντας ποιός θά βρεί καί θά πιάσει τό Σταυρό πρώτος. Ο Σταυρός γύρω γύρω είναι μεταλλικός καί βουλιάζει. Αυτός πού κατορθώνει νά ανασύρει τό Σταυρό, ύστερα από σκληρό αγώνα, θεωρείται τό άξιο παλληκάρι, ό τυχερός τής χρονιάς, ό ευνοούμενος τού Θεού, τό καμάρι τού χωριού όλο τό χρόνο.
Γιά τή διευθέτηση τυχόν παρεξηγήσεων καί αμφιβολιών κατά τήν ώρα πού παλεύουν οί βουτηχτάδες, ποιός θά βρεί καί θά φέρει τό Σταυρό στόν παπά νά τόν ευλογήσει καί νά ανακηρυχθεί ό νικητής τής χρονιάς, δίπλα στόν παπά καλούνται νά σταθούν καί νά παρακολουθήσουν τήν εξέλιξη τής αναδύσεως τού Σταυρού ενορίτες ευυπόληπτοι, αντικειμενικοί, οι γνωστικοί, όπως λένε στό χωριό. Αυτοί επί τόπου καί αμέσως λύνουν τυχόν διχογνωμίες.
Ο νικητής (όπως καί οι άλλοι πού τόν συγχαίρουν επί τόπου) πηγαίνει στό σπίτι του, βάζει τά καλά του καί συνοδεύει τόν παπά στήν περιφορά τού Σταυρού. Όλοι τόν συγχαίρουν λέγοντάς του «άξιος - άξιος».
η. Ή περιφορά τού Σταυρού
Στά παλαιότερα χρόνια καί στόν Πόντο καί εδώ τό έθιμο τής περιφοράς τού Σταυρού στά σπίτια καί στά μαγαζιά γινότανε από εκείνον πού κατόρθωνε νά κάνει τήν ανάδυση τού Σταυρού, μαζί μέ τή συντροφιά του.
Τό έθιμο αυτό σχεδόν έχει καταργηθεί σήμερα. Όπου θέλουν νά διατηρήσουν τήν παράδοση δίνει ή εκκλησία ένα φιλοδώρημα στόν τυχερό, χωρίς νά περιφέρει τό Σταυρό. Περιττό νά τονίσουμε ότι όπου δέ γίνεται ή ανάδυση από ειδικούς κολυμβητές δέν υπάρχει θέμα καί περιφοράς τού Σταυρού. Συνήθως σήμερα τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ό παπάς, όπου γυρνάει τά σπίτια καί φωτίζει. Αυτό γινότανε καί στόν Πόντο, σέ πολλά μέρη• ό εφημέριος έκανε τήν περιφορά (Αργυρούπολη, Άνω Αμισός, Κάρς, Τοχούζ, Μεταλλείο Ταύρου, Μανέα, Σοχούμ, Χαψίκιοϊ, Ερζιγκιάν, Μούζενα, Σούλι, Αετός καί Γιατμούδ Ματσούκας, Κρώμνη, Ίμερα, Μαντρία, Λιαρή. .).
Δέν είναι όμως καί σπάνιες οί περιπτώσεις πού τό Σταυρό τόν γυρνούσε στά σπίτια, μόνος του ή μέ τόν εφημέριο, ό τελευταίος πλειοδότης σ’ ένα είδος διαγωνισμού προσφοράς καί ταμάτων.
Τά έσοδα από τήν περιφορά, σέ πολλές περιοχές, τά έδιναν στήν εκκλησία, στό σχολείο, σέ φιλανθρωπικές αδελφότητες καί σέ πολλά μέρη ήσαν δικαιώματα τού παπά, γιατί τότε δέν έπαιρναν μισθό οι ιερείς.
«Στήν Τραπεζούντα τά έσοδα τά έπαιρνε ή Ιερά Μητρόπολη γιά τό ταμείο πτωχών ή τό Φροντιστήριο» [Μουσικίδης Ζαχαρίας].
Η περιφορά τού Σταυρού στήν Τραπεζούντα:
«Τήν ημέρα τών Φώτων, κατά παλαιόν έθιμον, θά γυρνούσε σ’ όλα τά ‘Ελληνικά σπίτια ό Σταυρός. Τόν περιέφεραν προνομιακά οί εκάστοτε τελειόφοιτοι τού Φροντιστηρίου (Γυμνασίου) Τραπεζούντος, χωρισμένοι σέ εννέα ομάδες όσες καί οί εκκλησιαστικές ενορίες τής πόλεως. Καί επειδή ήταν φυσικό ή πολύωρη αυτή περιφορά δέν ήταν δυνατόν νά γίνει σέ μιά μέρα μέ τόν ένα μονάχα σταυρό πού είχε ριχτή στή θάλασσα παραδίδονταν στις ομάδες αυτές τών φοιτητών εννέα πανομοιότυποι τού καταδυθέντος Σταυρού. Από τούς τρείς αυτούς εφήβους, ό ένας κρατούσε τον Σταυρό, ό άλλος τό κλασσικό ασημένιο ραντιστήρι καί ο τελευταίος τόν δίσκο, τό περιεχόμενο τού οπαίου διατίθετο γιά τά ευαγή τής Τραπεζούντος ιδρύματα. Εθεωρείτο δέ τόσον τιμητική καί περίβλεπτη ή ιερά αυτή διακονία τών νεαρών τελειοφοίτων, ώστε δέν θά ήτο υπερβολή νά λεχθή, πώς όλοι γενικώς οί μαθηταί τού Φροντιστηρίου λαχταρούσαν τήν ημέρα εκείνη, πού, τελειόφοιτοι καί αυτοί, θά αξιώνονταν νά γυρίσουν τόν Σταυρό των Φώτων…….. »
Τήν παραπάνω πληροφορία τήν ανιστορούν καί τήν επιβεβαιώνουν καί οί Θεοδοσοπούλου Θ. Σοφία, Χειμωνίδης Φ. Ευριπίδης, Μουσικίδης Ζαχαρίας καί ό Γιακουστίδης Θ. Σπύρος.
Ή περιφορά τού Σταυρού από τελειοφοίτους τού Φροντιστηρίου δέν απέκλειε καί εκείνον πού έβγαζε τό Σταυρό από τή θάλασσα νά γυρίζει στά σπίτια καί νά δέχεται φιλοδωρήματα. [Σιδηρόπουλος Κ. Ευγένιος]. «Θυμάμαι πώς μιά από τίς ομάδες τών τελειοφοίτων τήν τελευταία χρονιά πρίν από τόν ξεριζωμό ήταν καί ή δική μας τριάδα, από τούς Φουντόπουλο Θεόδωρο, Κωφίδη Γιώργο καί από μένα...» [Εύρ. Φ. Χειμωνίδης].
Στά χωριά τών Σουρμένων (Τσίτα, Καρακατζί, Μουλγκάντων...), τής Ματσούκας (Σούλι, Καελέν, Γιατμούσ) καί στή Μούζενα είχαν τό έθιμο νά γυρνούν τό Σταυρό καί σ’ άλλες ενορίες ομάδες νέων. Μάλιστα οί «σταυροφόροι» βιάζονταν ποιός θά πρωτοπεράσει από τά σπίτια καί άλλων ενοριών. Τίς προσφορές τού κόσμου δέν τολμούσε κανείς νά τίς οικειοποιηθεί. Αυτό μαρτυρεί καί τό εξής περιστατικό, πού διηγείται ό Γιάννης ΤΩ. Σαββουλίδης, κάτοικος Θεσσαλονίκης: «Μιά χρονιά στό χωριό μας Τσίτα ή ομάδα μας, πού έκανε τήν περιφορά τού Σταυρού μέ πολύ κρύο καί χιόνι, σκόνταψε καί έπεσε. Τά κέρματα από τό δίσκο σκορπίστηκαν καί χάθηκαν μέσα στό χιόνι. Όταν μέ τόν καιρό έλυωσαν τά χιόνια, συνέπεσε τά χρήματα νά τά βρεί μιά ομάδα από τό συνοικισμό τών «Κλωστών». Τά μάζεψαν καί τα παράδωσαν αμέσως στήν Εκκλησία...»
Στό χωριό Κουνάκα Ματσούκας ή περιφορά γινότανε από νέους, οί οποίοι έπαιρναν τό Σταυρό ύστερα από ένα είδος δημοπρασίας. Αν κατά τήν περιφορά έβγαζαν περισσότερα άπ’ αυτά πού έδωσαν, τή διαφορά τήν έδιναν στήν Εκκλησία. Και στό χωριό Τετράλοφο Κοζάνης, όπου υπάρχουν πολλές οικογένειες από τήν περιοχή Ματσούκας, νέοι τού χωριού γυρνούν τό Σταυρό γιά λογαριασμό τής Εκκλησίας, ύστερα από τήν κατάδυση πού γίνεται στήν «Μπάρα» [Χριστοφορίδης Χριστόφορος].
Στόν Καταχά τής Πιερίας τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ή Εκκλησιαστική Επιτροπή γιά λογαριασμό τής εκκλησίας [Τσαντεκίδης Χ. Αβραάμ].
θ. Τό δάκλυμαν
Όσες φορές οί Πόντιες νοικοκυρές είχαν τήν εντύπωση ότι ορισμένα οικιακά σκεύη είχαν μαγαριστεί από κάποια αιτία (γλύψιμο τών σκευών από σκύλο, γάτα, ποντίκι, ή μαγάρισμα από μαϊσσάδες), τά θεωρούσαν ακάθαρτα καί τά απολύμαναν, τά ξέπλυναν (εδάκλναν άτα) μέ αγιασμό καί τά χρησιμοποιούσαν χωρίς επιφύλαξη.
ι. Λαθεμένες αντιλήψεις καί δοξασίες
1) Ως πρός τήν προμήθεια αγιασμού
Σχεδόν παντού καί στόν Πόντο καί εδώ στήν Ελλάδα μιά κακή συνήθεια, από εσφαλμένη αντίληψη, κοντεύει νά γίνει έθιμο. Συνωστιζόμαστε καί ό ένας σπρώχνει τόν άλλο, προσπαθώντας νά πάρουμε πρώτοι αγιασμό καί έτσι δημιουργούμε μιά ανεπίτρεπτη εικόνα μέσα στήν εκκλησία καί φέρνουμε σέ δύσκολη θέση τούς ιερείς, τήν Εκκλησιαστική Επιτροπή καί τόν κανδηλανάπτη.
Ένα τσούγκρισμα τών ποτηριών ακούγεται κι ένα «πατείς μι πατώ σε» ακολουθεί τήν ιεροτελεστία τού Αγιασμού. Οί φιλακόλουθοι έκαναν καί κάνουν σωστό «πόλεμο», μέ τά μαστραπάδας, τά κυκουμόπα καί τά κανατόπα, γιά τό ποιός ή ποιά θά πρωτοπάρει αγιασμό.
Αυτή ή αδικαιολόγητη συνήθεια καί αγωνία προέρχεται από τή λανθασμένη ιδέα καί αντίληψη μερικών ότι όποιος πρωτοπάρει αγιασμό, αυτός παίρνει, τρόπον τινά, τήν αφρόκρεμα, τό ’θόγαλαν τού αγιασμού.
«Στά παλαιότερα χρόνια είχαν τήν εντύπωση ότι ή χάρις τού Θεού επενεργεί περισσότερο διά τού αγιασμού εκείνων πού προλάμβαναν νά πάρουν πρώτοι....» [Λαπαρίδης Πολ. Απόστολος, 86 χρονών].
«Στήν Αργυρούπολη μάς έλεγαν οί μειζοτέρ’ τα γράμματα τού αγιασμού είναι πάνω στήν επιφάνεια τού νερού!» [Παπαδόπουλος Αρ. Κωνστ., 80 χρονών]. Αυτός ό ανεπίτρεπτος συνωστισμός αναπόφευκτα φέρνει καί ένα άλλο δυσάρεστο φαινόμενο. Τήν καταπάτηση τού Μεγάλου Αγιασμού πού πέφτει κάτω στό δάπεδο τής εκκλησίας τήν ώρα τής βιασύνης μας.
2) Ως πρός τήν άποψη, ποιός είναι ό Μέγας Αγιασμός.
Υπάρχουν, συγκρουόμενες, τρείς απόψεις:
Η μία ισχυρίζεται ότι Μέγας Αγιασμός είναι μόνο τών Θεοφανείων. Ή δεύτερη ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής τών Φώτων. Καί ή τρίτη θεωρεί καί τών δύο ημερών Μέγαν Αγιασμόν. Αυτή είναι καί ή σωστή καί ορθόδοξη άποψη. Τό τυπικό τής Εκκλησίας μας ρητώς σημειώνει ότι τήν παραμονή καί τήν κυριώνυμη ημέρα «τελείται ό Μέγας Αγιασμός».
Υπάρχει βέβαια κάποια εξήγηση καί δικαιολογία ώς πρός τις δύο πρώτες απόψεις.
Αυτοί πού πιστεύουν ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής δικαιολογούνται από τήν άποψη (ίσως) ότι αυτή τή μέρα ψάλλεται ή Ακολουθία τής Παννυχίδος (τών Μ. Ωρών) καί γίνεται ή Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Εκείνοι πού ισχυρίζονται τό αντίθετο λένε ότι τήν παραμονή δέν διαβάζονται όλες οι ευχές του Μ. Αγιασμού.
Αν στά τελευταία χρόνια επικράτησε ή συνήθεια (χωρίς νά είναι παραδοσιακό έθιμο) πολλοί ιερείς νά μή διαβάζουν «εκφώνως» τήν ευχή «Τριάς Υπερούσιε, Υπεράγαθε, Υπέρθεε» (ίσως γιά λόγους συντομίας ή διαφοροποίησης του αγιασμού τών δύο ήμερών), αυτό δέν σημαίνει ότι ό αγιασμός της παραμονής είναι μικρός «μικρότερος» από τον αγιασμό τών Φώτων. ‘Εξ άλλου γιά νά εκφωνηθεί ή δεύτερη ευχή: «Μέγας ει Κύριε...» υποτίθεται ότι ό ιερέας προηγουμένως είπε καί τά τελευταία λόγια τής πρώτης ευχής: «Όθεν καγώ αμαρτωλός καί ανάξιος δούλος σου, τά μεγαλεία τών θαυμάτων Σου διηγούμενος, συνεχόμενος φόβω έν κατανύξει βοώ σοι: ‘’Μέγας ει, Κύριε...”». Αλλά, είτε μυστικά είτε φωναχτά διαβάζεται ή Ευχή, ή Χάρις του Θεού έρχεται καί καθαγιάζει τά νερά καί τήν παραμονή καί τά Θεοφάνεια.
Ή σύγχυση καί ή υποκειμενική αντίληψη πάνω στό θέμα καί τό ερώτημα «ποιός αγιασμός είναι Μέγας» υπήρχε καί υπάρχει ακόμη καί σήμερα καί σέ μερικούς κληρικούς.
«Τήν παραμονή ετελείτο ό Μέγας Αγιασμός καί... τήν ημέραν τής εορτής ό Μικρός αγιασμός» [Παπαδημήτρης Μισαηλίδης, Γαλλίαινα, Ποντιακή Εστία 47 (1953) 2336]. Ή άποψη νά θεωρείται από πολλούς Μέγας Αγιασμός μόνο ό αγιασμός τών Θεοφανείων δικαιολογείται από τά εξής γεγονότα: Νηστεύουμε τήν παραμονή καί προετοιμαζόμαστε νά υποδεχτούμε καί νά γιορτάσουμε τή μεγάλη Δεσποτική γιορτή.
Ή ημέρα τών Φώτων αναφέρεται στό γεγονός τής Βαπτίσεως τού Θεανθρώπου καί τήν ημέρα αυτή γίνεται ή κατάδυση τού Σταυρού καί ή αναπαράσταση τού λυτρωτικού γεγονότος τής Βαπτίσεως τού Κυρίου και τής Αποκαλύψεως (Θεοφανίας καί Επιφανίας) τού Τριαδικού Θεού. Οι συγκρουόμενες αυτές απόψεις δέν είναι καθόλου άσχετες καί μέ τό εθιμικό γεγονός, αλλού νά κρατούν, γιά όλο τό χρόνο, αγιασμό τής Παραμονής καί σ’ άλλες περιοχές αγιασμό τών Φώτων. Τό έθιμο αυτό υπάρχει κι εδώ καί τό συναντούμε καί στόν Πόντο.
Αγιασμό τής Παραμονής φύλαγαν οί περιοχές: Τραπεζούντας, Ματσούκας, Μούζενας, Πάφρας, Καυκάσου (καί Κωνσταντινούπολης) καί σέ μερικά χωριά τής Αργυρούπολης καί τής Αμισού, ενώ αγιασμό τών Θεοφανείων κρατούσαν οι περιοχές: Κοτυώρων, Αργυρούπολης-Τορούλ, Κερασούντας, Αμισού, Σουρμένων, Σταυρί καί σέ μερικά χωριά τού Καυκάσου κ.ά.
Όσοι φύλαγαν αγιασμό, γιά μιά ώρα ανάγκης, τών Φώτων, κατά κανόνα ράντιζαν τά κτήματά τους μέ αγιασμό τής Παραμονής. Όσοι όμως φύλαγαν αγιασμό τής παραμονής ράντιζαν μέ αγιασμό τών Φώτων. Υπάρχουν βέβαια καί οί εξαιρέσεις, γιατί υπήρχαν καί υπάρχουν πολλοί οικισμοί ή οικογένειες πού δέν έκαναν καί δέν κάνουν διάκριση. Όσοι έχουν δημιουργήσει (ή έχουν κληρονομήσει) δικό τους εθιμικό λατρευτικό τυπικό, ανάλογα κρατούν καί αγιασμό λέγοντας πώς: δέν επιτρέπεται νά πάμε στό σπίτι μας τό Μεγάλο Αγιασμό! Απ’ αυτόν μπορούμε μόνο νά πιούμε καί οπωσδήποτε νηστικοί (αγνέστικα). Καί γι’ αυτό, άλλοι πίνουν αγιασμό πρίν πάρουν αντίδωρο καί άλλοι αφού πάρουν αντίδωρο.
Ωστόσο τό ότι καί τών δύο ημερών ό αγιασμός είναι «Μέγας» ενισχύεται καί από τήν άποψη διακεκριμένων κληρικών καί καθηγητών Πανεπιστημίου.
Στήν περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας πολλοί, τούς οποίους ρώτησα (ντόπιοι καί Πόντιοι), λένε ότι κρατάμε γιά όλο τό χρόνο από τόν αγιασμό τής παραμονής καί όχι τών Θεοφανείων, διότι τήν ημέρα τών Φώτων αγιάζονται όλα τά νερά, ενώ τήν Παραμονή μόνο τό νερό τού δοχείου, όπου μέσα κάνει τόν αγιασμό ό παπάς!
Εκείνο όμως πού είναι αξιοπρόσεκτο είναι τούτο:
Τό έθιμο τής προμήθειας, τής διατηρήσεως όλο τό χρόνο, τής χρησιμοποιήσεως σέ μιά ώρα ανάγκης καί τής κατάποσης αγιασμού, καθώς καί τού ραντίσματος τού μετώπου μας (φωτίσματος) καί τού βιού μας μέ αγιασμό είναι παμποντιακό καί πανελλήνιο έθιμο.
Πανελλήνιο είναι καί τό έθιμο, αγιασμού τών Θεοφανείων νά κρατάει κάθε εκκλησία καί άπ’ αυτό νά δίνει σ’ όσους δέν μπορούν νά κοινωνήσουν, διότι τούς έχει επιβάλλει ό πνευματικός επιτίμια (κάποια τιμωρία).
Ή ιδιαίτερη λατρευτική προτίμηση τού λαού μας στά αγιασμένα νερά είναι χαρακτηριστική. Ο Δ. Σ. Λουκάτος παρατηρεί ότι είναι «μιά λατρευτική πραγματικότητα στηριγμένη τόσο στή θρησκευτική πίστη όσο καί στή φυσική αλήθεια, ότι τό νερό είναι τό πρωταρχικό καί τό απαραίτητο πάντα στοιχείο τής ανθρώπινης καί παγγενούς ζωής».
Κάτι σχετικό αναφέρει καί ό Ξ. Κ. Άκογλους στό βιβλίο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», στό ΣΤ’ Κεφάλαιο, σελ. 310. Δέν είναι καθόλου άσχετο καί τό έθιμο, πού τό είχαν καί τό έχουν σχεδόν όλοι οί Έλληνες, τήν ημέρα τών Φώτων νά είναι καθαρά όλα τά πράγματα καί τής εκκλησίας καί τού σπιτιού.
Εκτός από τή γενική καθαριότητα καί τό λούσιμο μέ τ’ αγιασμένα νερά, βάφτιζαν καί καθάριζαν (σέ πολλά μέρη καί σήμερα) τις εικόνες τής εκκλησίας καί τού σπιτιού μέ αγιασμό.
Στό ερώτημα, πώς επικράτησε νά γίνεται δύο φορές ό αγιασμός τών Θεοφανείων, απαντά ό Κωνστ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «Ο Χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα έν αυτόν «(σελ. 575 - 76), μέ τά παρακάτω λόγια:
«Κατά τόν Ε’ αιώνα (μαρτυρία Χρυσοστόμου, Σιλεανταρίου, Θεοδώρου Αναγνώστου) μονοφυσίτης Πατριάρχης Αντιοχείας μετέθηκε τήν τών υδάτων τών Θεοφανείων ευλογίαν είς τήν παραμονήν τής εορτής. Καί ούτω δίς έκτοτε επεκράτησεν ίνα ό αγιασμός τών Θεοφανείων τελείται.»
Είναι γνωστό ότι ό Μ. Αγιασμός γίνεται μόνο στις 5 καί στις 6 Ιανουαρίου (παραμονή καί ανήμερα τών Φώτων), διότι:
α. «Θεός εφανερώθη έν σαρκί», ταπεινώθηκε καί βαπτίστηκε ό αναμάρτητος καί μάς κληροδότησε τό μυστήριο τού βαπτίσματος μέ τό οποίο απαλλασσόμαστε από τήν ευθύνη τού προπατορικού αμαρτήματος. Μέ τό βάπτισμα ό Κύριος «Αδάμ φθαρέντα αναπλάθει».
Αυτήν τήν κάθαρση καί τήν αγνότητα, μέ τήν οποία περιβάλλεται ό «βαπτισθείς», θέλει νά τονίσει ό λαός μας, πού μετά τή βάπτιση ντύνει τόν «βαπτισθέντα» μέ λευκά «ιμάτια».
Ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τό βάπτισμα «λουτρόν παλλιγγενεσίας» καί σημειώνει: «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν εις τόν θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημιν ούν αύτ διά τού βαπτίσματος... έν και- νότητι ζωής περιπατήσωμεν...» [Ρωμ. 6,2-5, Σχετ. καί παράλ. Φιλ. γ’, 10-11].
β. «Επεφάνη ό Σωτήρ, ή χάρις ή αλήθεια», «τό φώς τό απρόσιτον» καί γίνεται γιά τόν καθένα μας καί γιά όλο τόν κόσμο «ή οδός, ή αλήθεια καί ή ζωή» καί μέ τή βάπτισή του «τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις». Γι’ αυτό σέ πολλά μέρη τής Ηπείρου καί τού Πόντου, χαράματα τών Φώτων, έπαιρναν καθαρό νερό άπ’ οπουδήποτε καί λουζόντουσαν μ’ αυτό, έπιναν καί πότιζαν και τά ζώα τους, γιατί πίστευαν ότι όλα τά νερά είναι αγιασμένα τήν ημέρα αυτή.
γ. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου, Κύριε, ή τής Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις.»
Κατά τήν ώρα πού βαπτίστηκε ό Κ. Ημών Χριστός αποκαλύφθηκε στήν ανθρωπότητα τό μυστήριο τής τριαδικότητος τού Θεού:
Ο Πατήρ ομιλεί καί λέγει: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός...»
Ο Υιός βαπτίζεται, διότι λέγει: «Πρέπον ημίν εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» καί
τό Άγιον Πνεύμα κατέρχεται «έν είδει περιστεράς» καί βεβαιώνει «τού λόγου τό ασφαλές».
Είναι λοιπόν μεγάλη Δεσποτική γιορτή ή ημέρα τών Φώτων καί γι’ αυτό νηστεύουμε τήν παραμονή, γιά νά υποδεχθούμε καί νά τιμήσουμε το μεγάλο γεγονός τών Θεοφανείων καί γιά νά πάρουμε καί νά πιούμε (νά κοινωνήσουμε) Μ. Αγιασμό «πρός πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον».
Ή απάντηση στό ερώτημα, γιατί γίνεται καί τήν παραμονή Μ. Αγιασμός», βρίσκεται στή σελίδα 118, παραπάνω.
2. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Μέ τόν παραπάνω τίτλο ό Δ.Σ. Λουκάτος στό βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καί τών γιορτών» (σελ. 175-178) γράφει τά εξής αξιοπρόσεκτα:
«Τό θέμα τού ξεχωριστού λατρευτικού τρόπου τών εορτασμών στούς παλιούς ελληνικούς χώρους τής Μ. Ασίας καί τής ανατολικότερης Ελλάδας γενικά, σέ σχέση μέ τά από τήν δυτική πλευρά τού Αιγαίου τελούμενα, μένει πάντα ενδιαφέρον, καί θά παρουσιάζεται πλούσιο στά επί μέρους ερευνήματα. Μπορούμε μέ λεπτομέρεια νά εξετάζουμε: Ποιές λατρείες αγίων, γεγονότων καί φαινομένων ήταν εκεί γηγενείς, μέ ποιές επιθυμικές εκδηλώσεις καί σύμβολα παρουσιαζόταν• ποιός ήταν ό πλησιέστερος πρός τά Πατριαρχεία χαρακτήρας τους. Ποιοί επηρεασμοί μπορούσαν νά προέρχονται από τή συμβιούσα μωαμεθανική λατρεία τών Τούρκων, όπως καί πόσα δόθηκαν σέ κείνους από τήν ελληνορθόδοξη. Ποιά ελληνικά έθιμα πήγαν στή Μ. Ασία, μέ τίς διάφορες προκαταστροφικές αποικίες (πρίν ή μετά τό 1821) καί τέλος, ποιά λατρευτικά έθιμα, μαζί μέ τά προσκυνήματα τών προσφύγων, μάς ήρθαν εδώ τό 1922-23. Πολλά θά διαπιστωθούν ή θά συγκεντρωθούν από τή μελέτη αυτή, κι είναι πλατύ καί συναρπαστικό τό θέμα, γιά έναν συστηματικό συγγραφέα ή γιά ένα ερευνητικό επιστημονικό συνεργείο του μέλλοντος.
Τά θέματα επίσης τής θαλασσινής λατρείας τών προσφύγων είναι κι αυτά ενδιαφέροντα, γιά τίς από εκεί πρός τά εδώ επιδράσεις καί αναμίξεις. Οι πολύπλοκες Μικρασιατικές ακτές κρατούσαν πάντα τήν Αιγαιακή γοητεία τους γιά τούς ελληνικούς εκεί πληθυσμούς, καί πολλά λατρευτικά έθιμα τής θάλασσας δέν έπαψαν νά διατηρούν τόν αρχαιοελληνικό ειδωλολατρικό χαρακτήρα τους. Μερικά ήρθαν κι εδώ, μετά τό 1922, κι ενίσχυσαν τ’ αντίστοιχα δικά μας. Σημειώνω τή γενική έξοδο τών ανθρώπων στούς γιαλούς, τήν ημέρα τής Αναλήψεως, γιά τό πρώτο μπάνιο καί τήν αναζήτηση τής «μαλλιαρής πέτρας», στήν Αττική καί στίς άλλες επαρχίες, πού έγινε εθιμικότερη στίς πολιτείες μας, από τούς πρόσφυγες.
Καί θά περάσω στό γνωστό καί πανελλήνια αγαπημένο έθιμο τής ημέρας τών Θεοφανείων, μέ τό τελετουργικό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα.
Δέν θά πώ βέβαια, πώς ή θαλασσόχαρη αυτή γιορτή απλώθηκε στόν ελληνικό χώρο από τούς πρόσφυγες, θά δείξω όμως, πόσο ζωντανά τήν κρατούσαν καί τή χαίρονταν στά παρατεινόμενα χρόνια τής σκλαβιάς τους οί Μικρασιάτες Έλληνες, καί μέ πόση εθιμική λαχτάρα πλαισιώνουν, από τότε που ήρθαν, τις ελλαδικές αντίστοιχες τελετές.
Στή γιορτή καί στήν τελετή αυτή τών Φώτων καί τής “Βάφτισης”, πού είναι από τις μεγάλες παραδοσιακές τού ελληνισμού, στις θάλασσες καί στά ποτάμια, μπορούμε νά ξεχωρίσουμε δυό συνθετικά στοιχεία: τήν αγάπη πρός τά νερά καί τή Θάλασσα (πού καί ή εκκλησία τά ευλογεί μέ ‘’ειδωλολατρικό” τρόπο) καί τή θριαμβική προβολή τής Επιφάνειας τού Χριστού, πού έχει κάτι από τήν Ανάσταση κι από τή γενικότερη χαρά γιά τήν πορεία πρός τό καλύτερο.
Αυτά τά δυό ξεχωριστά ελληνορθόδοξα στοιχεία, οί ελληνικοί πληθυσμοί τής Μ. Ασίας τά ζούσαν αιώνες, αλλά ιδιαίτερα ύστερ’ από τό 1821 κι τό 1912, μέ μιά προέκταση εθνική, απίθανη γιά άλλων λαών τις θρησκευτικές ώρες, καί μ’ έναν παλμό αισιοδοξίας, από εκείνους τούς γνωστούς στόν ελληνισμό, πού όσο κι άν πέφτουν συχνά στήν απογοήτευση, αξίζουν ότι χαίρονται τήν παροδική έντασή τους σάν αιώνιο βίωμα.
Τό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα (εκείνου τού ξυλοκεντημένου ειδικού καί πολύτιμου σταυρού τών εκκλησιών μας), τή μεγάλη ημέρα τών Φώτων, τά ‘’Ολόφωτα” ή “Λόφωτα” τών Μικρασιατών (πού τά ξεχώριζαν έτσι από τήν πρωτάγιαση τής παραμονής), ήταν γιά τις Ποντιακές καί τις Αιγιακές ακτές (όπως καί γιά τις Θρακικές τής Ανατολής) πανηγύρι πραγματικού Φωτός μέσα στό σκοτάδι τής αιωνοκάθιστης δουλειάς, άλλη συμβολική Ανάσταση στήν αρχή τού κάθε χρόνου, πού ανακάτευε τις θρησκευτικές χαρές μέ τίς συμβολικές τής Άνοιξης, καί τις άπλωνε στά νερά, πού ανεμπόδιστα ένωναν σ’ όλες τις θάλασσες τούς Ελληνικούς χώρους. Οι εξέδρες πού έστηναν, ή οι βράχοι όπου περπατούσαν οί λιτανείες τής γιορτής, μέ τά συμβολικά λάβαρα καί τά χρυσοποίκιλτα άμφια τού κλήρου, δέν οδηγούσαν μόνο στά νοητά “ύδατα τού Ιορδάνη”, αλλά καί στήν ελληνόβια θάλασσα τής Ανατολικής Μεσογείου, πού σ’ όποιο ακρογιάλι κι άν έφτανε, άκουε νά μιλούν ελληνικά...
Δέν έχει συγκροτημένα μελετηθεί ή θαλασσινή καί ναυτική ζωή τών Μικρασιατικών παραλίων. Σποραδικά μάς είναι δοσμένοι μερικοί τόποι (από τή λαογραφία καί τή λογοτεχνία), σέ συνδυασμό κάποτε μέ τ’ αντικρινά τους Νησιά. Κι όμως όλες οι ακρογιαλιές καί τά λιμάνια καί τά πολυνήσια τών Μικρασιαικών ακτών έχουν νά διηγηθούν ιστορίες καί θρύλους, νά δείξουν βιώματα καί τεχνικές, ψαράδικες αξιοσύνες καί θαλασσινές παλικαριές, ανάλογες πρός τις γνωστές μας από τήν άλλη Ελλάδα. Καί νά μην ξεχνούμε, πώς οί άνθρωποι αυτοί είχαν από αιώνες αρχικά ορμητήρια τούς τόπους των πρός τίς “δυτικές θάλασσες”, είτε από τά χρόνια μέ τις παλιές αποικίες, είτε από τά βυζαντινά, μέ τήν πρωτεύουσα πιό κοντά τους, είτε καί στά χρόνια τών Σουλτάνων, πού διαδέχτηκαν τό Βυζάντιο.
Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς όλοι οι Μικρασιάτες Έλληνες προτιμούσαν πάντα νά κοιτάνε πρός τή θάλασσα, παρά πρός τό ατελεύτητο εσωτερικό τής στεριάς. Είχαν κι από τούς προγόνους των τού Ξενοφώντα κληρονομημένη εκείνη τή λυτρωτική εμπιστοσύνη, τών χαμένων μέσα στή στεριά ανθρώπων, πρός τή θάλασσα. Κι είχαν πληρώσει συχνά τή στεριά, μέ τίς εξορίες καί τις εξοντωτικές πορείες, πού τούς υποχρέωναν νά κάμουν πρός τά ενδότερα.
Ψάλλοντας λοιπόν στό θαλασσινό ύπαιθρο (ή ακόμα κι οί μεσόγειοι μπροστά στά ποτάμια), σέ ώρες συνήθως ήπιες τού Γενάρη, τό “Εν Ιορδάνη” τό “Επεφάνης σήμερον”, μέ τήν απολυτρωτική λέξη του τής ‘’Οικουμένης”, οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν ελεύθεροι καί πανέλληνες, οχυρώνονταν πίσω από τό απονήρευτο τής θρησκευτικής τελετής τους γιά τούς Τούρκους, καί τό ριχναν στήν μεγάλη ελπίδα. Τά λάβαρα γίνονταν σημαίες, τό γιορτινό ντύσιμο ελευθερία, οι Δεσποτάδες Βυζάντιο, κι ή πάλη μέσα στό νερό γιά τό σταυρό, αρχαία Ολυμπία.
Μέ τό άκουσμα τού “έν Ιορδάνη”, χτυπούσαν οι καμπάνες, έπεφταν πιστολιές, τά νερά πάφλαζαν από γυμνά σώματα Λεάνδρων, ή ψαλτική δυνάμωνε σάν ελεύθερο ξέσπασμα. Ο χριστιανισμός γινόταν κυρίαρχος εκείνη τήν ώρα, μέσα σ’ ένα νοερό τοπικό πλαισίωμα, σχηματισμένο από τά Ιεροσόλυμα καί τήν Κωνσταντινούπολη, ώς τήν Αθήνα.»
Πηγή: Αρχείον Πόντου, τομ. 38 (Α’ Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15. 6. 1981).
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
ΘΕΟΦΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Κυπριακά ήθη και έθιμα των Θεοφανίων
Οι Σκαλαπούνταροι, το διώξιμό τους με τα ξεροτήανα, οι λουκουμάδες και η πουλουστρίνα.
Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα είναι αυτά των Σκαλαπούνταρων, των ξεροτήανων και των λουκουμάδων και φυσικά αυτό της πουλουστρίνας.
Οι Σκαλαπούνταροι ή Καλικάντζαροι στη φαντασία του απλού λαού ήταν τα μαυριδερά αντιπαθητικά ανθρωπόμορφα τερατάκια που είχαν ως μοναδικό σκοπό της ύπαρξής τους να βασανίζουν και να ταλαιπωρούν το ανθρώπινο γένος. Για τη δημιουργία τους πιστεύεται πως χρησιμοποιήθηκαν υλικά από την Ελληνική μυθολογία, από ανατολίτικες δοξασίες και τη Χριστιανική θεολογία. Τη λέξη Σκαλαπούνταρος τη βρίσκουμε μόνο στο Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει κάποιον που διαθέτει υπερφυσικές ή ακόμη και δαιμονικές δυνάμεις και ο οποίος περπατά με μεγάλα, πηδηχτά βήματα.
Η λέξη Καλικάντζαροι που έχει επικρατήσει πανελλήνια προέρχεται από την Αραβική σύνθετη λέξη Καχλί-αλ-ιζάρ που σημαίνει τον αναιδή, τον αχαλίνωτο, τον ακόλαστο. Οι Καλικάντζαροι έχουν πολλά κοινά σημεία με τους Σάτυρους της Ελληνικής μυθολογίας αλλά και τα Τζίνι των Αράβων. Στη Χριστιανική πίστη, αντιπροσωπεύουν τα κακά πνεύματα.
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, τα απαίσια αυτά τερατάκια είναι όλο τον χρόνο εγκαταστημένα στα τάρταρα της γης και πριονίζουν με μανία το στύλο που κρατά σε ισορροπία τον κάτω με τον πάνω κόσμο. Μόλις πλησιάσουν τα Δωδεκάμερα παρατούν το απεχθές έργο τους κι ανεβαίνουν στη γη με σκοπό να παρενοχλήσουν τους ευσεβείς. Στρογγυλοκάθονται ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βασανίζουν με χίλιους δυο τρόπους και ξεκουμπίζονται τα Θεοφάνια μόλις αντικρίσουν την αγιαστούρα του ιερέα.
Βέβαια, οι άνθρωποι είχαν κι άλλα εφόδια προκειμένου να τους αντιμετωπίσουν. Όπως για παράδειγμα το σκόρδο, το σταυρουδάκι στο λαιμό και το σημείο του σταυρού. Ενίοτε και καμιά προσευχή στα γρήγορα, όπως “Ιησούς Χριστός νικά τζι’ ούλλα τα κακά σκορπά”.
Ένα άλλο δυνατό όπλο στα χέρια των οικοκυρών ήταν τα ξεροτήανα, οι λουκουμάδες που έφτιαχναν την ημέρα των Θεοφανίων. Μερικούς από αυτούς τους έριχναν στο δώμα, προς μεγάλη χαρά των πεινασμένων γατιών, πιστεύοντας πως με το καλόπιασμα θα πείθονταν οι έξ’ απ’ εδώ να φύγουν. Αν κι αυτό το κόλπο δεν έπιανε, τότε ο ιερέας με την αγιαστούρα που ακολουθούσε για το καθιερωμένο καλάντισμα του σπιτιού, θα τους έτρεπε στα σίγουρα σε φυγή.
Άπειρες είναι οι ιστορίες των παλιών για τα κατορθώματα των Σκαλαπούνταρων, καθώς και τα κωμικοτραγικά ευτράπελα που συνέβαιναν τα πιο παλιά χρόνια με πρωταγωνιστές ανθρώπους και καλικάντζαρους. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσετε ηλικιωμένους, σίγουρα πολλοί απ’ αυτούς όλο και κάποια ιστορία θα έχουν να σας πουν.
Σ’ ένα χωριό της Πιτσιλιάς τη δεκαετία του 1920, ζούσε ένα καλοκάγαθο και πολύ θρησκευόμενο γεροντάκι. Τότε επικρατούσε μεγάλη φτώχια, υπάρχουν αναφορές ακόμη και για θανάτους από ασιτία, όμως, το γεροντάκι ήταν από τους εχούμενους* του χωριού και το κελάρι του ήταν πάντα γεμάτο. Κρασί, στάρι, ελαιόλαδο, παστά χοιρομέρια και άλλα. Ήταν όμως, πολύ τσιγκούνης και σπάνια βοηθούσε τους συγχωριανούς του. Έτσι, ένας πολύτεκνος φαμελιάρης γείτονας του, σκαρφίστηκε τις ιστορίες με τους Σκαλαπούνταρους για να λεηλατεί ανενόχλητος το κελάρι του και μ’ αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να ταΐζει την οικογένεια του τις μέρες των Χριστουγέννων.
Το γεροντάκι αν και τρομοκρατημένο με την κακή φήμη που είχαν οι Σκαλαπούνταροι, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει προκειμένου να σώσει το βιός του από την τακτική αυτή λεηλασία. Καλού-κακού όμως, ζήτησε και τη συνδρομή του ιερέα του χωριού του. Έτσι ένα βράδυ παραφύλαγαν στο σσώσπιτο* δίπλα στο κελάρι. Ο παπάς με την αγιαστούρα του και το σταυρό και το γεροντάκι με τη ματσούκα*. Κατά τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ο απρόσκλητος μουσαφίρης, ντυμένος κατάλληλα. Το πρόσωπο του ήταν μουτζουρωμένο και ήταν τυλιγμένος με ένα μακρύ μαύρο ύφασμα. Στη θέα του, οι δυο τους πάγωσαν από το φόβο τους κι έμειναν ακίνητοι στον κρυψώνα τους. Ο άλλος, ανενόχλητος γέμισε το σακκί που κουβαλούσε μαζί του με όλα τα αγαθά και κίνησε να φύγει.
Όταν δρασκέλησε την πόρτα του κελαριού, οι άλλοι αποφάσισαν να του επιτεθούν. Πρώτος πετάχτηκε μπροστά του ο ιερέας προτάσσοντας την αγιαστούρα και το σταυρό. Ακολούθησε τρέμοντας σύγκορμο το γεροντάκι. Ο κλέφτης τα χρειάστηκε για μια στιγμή. Γρήγορα όμως, ανάκτησε τη ψυχραιμία του και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στην ξώπορτα αφήνοντας πίσω του τον ένα να ψέλνει και τον άλλο γονατιστό να κάνει δεήσεις. Την άλλη μέρα κυκλοφόρησε σ’ όλο το χωριό η φήμη πως το βράδυ ο παπά-Λάζαρος με την αγιαστούρα του κι ο μάστρε-Προκόπης με μια ματσούκα έτρεψαν σε άτακτη φυγή ένα απαίσιο καλικάντζαρο τρία μέτρα ύψος.
Την ημέρα των Φώτων οι ανάδοχοι, νούννες και τατάδες, έπρεπε απαραιτήτως να πλουμίσουν τους βαφτιστικούς τους με την καθιερωμένη πουλουστρίνα. Κι αν κανείς ξεχνούσε ή έκανε πως ξεχνούσε για να γλιτώσει την πληρωμή, τα πιτσιρίκια φρόντιζαν να τους θυμίσουν την υποχρέωση τους με ένα έμμετρο στιχάκι “Καλημέρα με τα Φώτα, τζιαι την πουλουστρίνα πρώτα..!”.
Πουλουστρίνα όμως έπαιρναν και τα παιδιά που συνόδευαν τον ιερέα, από σπίτι σε σπίτι για το καλάντισμα, κρατώντας το συκλίν και τραγουδώντας θρησκευτικούς ύμνους για τα Θεοφάνια, συνήθεια που έχει τις καταβολές της στην Κωνσταντινούπολη. Οι νοικοκυραίοι πλούμιζαν την κουστωδία με κάποιο νόμισμα μικρής αξίας το οποίο έριχναν στο συκλίν ή με κουλούρια, πορικά*, ξεροτίανα ή φρούτα της εποχής. Στο τέλος της ημέρας, η ομάδα έκανε διαχωρισμό κι έπαιρνε ο καθένας το μερτικό του.
Γλωσσάριο > *Σκαλαπούνταρος[ο]=Καλικάντζαρος. *Μιαν φολάν=μια φορά… *Ξισκοπίζομαι=αφαιρούμαι. *Πισσούριν[το]=απόλυτο σκοτάδι, θεοσκότεινα. *Συντόμιν[το]=σύντομος δρόμος, διαδρομή. *Ποϋρίζω= παρακάμπτω. *Άξιππα=άξαφνα. *Κρεμανταλάς[ο]=πανύψηλος. *Εκόπηκεν λιγκούριν=έφυγε τρέχοντας, εσπευσμένα. *Λιγκούριν[το]=απότομο πήδημα. *Κουκουππίζω=αναποδογυρίζω. *Βουρητός=τρέχοντας. *Σσιηρούϊν[το]=ο μικρός χοίρος. *Πουλουστρίνα[η]=το φιλοδώρημα. Πουλουστρίνα επίσης, σύμφωνα με την παράδοση μας, είχαν υποχρέωση να δίνουν οι νονοί στους βαφτιστικούς τους τη μέρα των Φώτων, όταν τους επισκέπτονταν για τον σκοπό αυτό, απαγγέλλοντας τους το ολιγόστιχο αλλά πολύ εύστοχο “Καλημέρα με τα Φώτα τζιαι την πουλουστρίναν πρώτα..!” *Εχούμενος[ο]=ο πλούσιος, αυτός που έχει πληθώρα αγαθών, περιουσία. *Σσώσπιτον[το]=μικρό βοηθητικό δωμάτιο στην αυλή του παλιού Κυπριακού σπιτιού. *Ματσούκα[η]=χοντρή μαγκούρα. *Πορικά[τα]=ξηροί καρποί. Ο ιερέας του χωριού με τη συνοδεία παιδιών, ως μικρή χορωδία, γυρνούσαν σ’ όλα τα σπίτια, ένα-ένα, καλαντίζοντας, φέρνοντας την ευλογία του θεού και διώχνοντας τα κακά πνεύματα.
Πηγή: Δεν μπορώ να θυμηθώ που το βρήκα...
___________________________________
Παρακαλώ την διεύθυνση ν' αλλάξει τον πρωταρχικό τίτλο και να τον κάνει "Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΟΝ".
Ευχαριστώ.
Κυπριακά ήθη και έθιμα των Θεοφανίων
Οι Σκαλαπούνταροι, το διώξιμό τους με τα ξεροτήανα, οι λουκουμάδες και η πουλουστρίνα.
Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα είναι αυτά των Σκαλαπούνταρων, των ξεροτήανων και των λουκουμάδων και φυσικά αυτό της πουλουστρίνας.
Οι Σκαλαπούνταροι ή Καλικάντζαροι στη φαντασία του απλού λαού ήταν τα μαυριδερά αντιπαθητικά ανθρωπόμορφα τερατάκια που είχαν ως μοναδικό σκοπό της ύπαρξής τους να βασανίζουν και να ταλαιπωρούν το ανθρώπινο γένος. Για τη δημιουργία τους πιστεύεται πως χρησιμοποιήθηκαν υλικά από την Ελληνική μυθολογία, από ανατολίτικες δοξασίες και τη Χριστιανική θεολογία. Τη λέξη Σκαλαπούνταρος τη βρίσκουμε μόνο στο Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει κάποιον που διαθέτει υπερφυσικές ή ακόμη και δαιμονικές δυνάμεις και ο οποίος περπατά με μεγάλα, πηδηχτά βήματα.
Η λέξη Καλικάντζαροι που έχει επικρατήσει πανελλήνια προέρχεται από την Αραβική σύνθετη λέξη Καχλί-αλ-ιζάρ που σημαίνει τον αναιδή, τον αχαλίνωτο, τον ακόλαστο. Οι Καλικάντζαροι έχουν πολλά κοινά σημεία με τους Σάτυρους της Ελληνικής μυθολογίας αλλά και τα Τζίνι των Αράβων. Στη Χριστιανική πίστη, αντιπροσωπεύουν τα κακά πνεύματα.
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, τα απαίσια αυτά τερατάκια είναι όλο τον χρόνο εγκαταστημένα στα τάρταρα της γης και πριονίζουν με μανία το στύλο που κρατά σε ισορροπία τον κάτω με τον πάνω κόσμο. Μόλις πλησιάσουν τα Δωδεκάμερα παρατούν το απεχθές έργο τους κι ανεβαίνουν στη γη με σκοπό να παρενοχλήσουν τους ευσεβείς. Στρογγυλοκάθονται ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βασανίζουν με χίλιους δυο τρόπους και ξεκουμπίζονται τα Θεοφάνια μόλις αντικρίσουν την αγιαστούρα του ιερέα.
Βέβαια, οι άνθρωποι είχαν κι άλλα εφόδια προκειμένου να τους αντιμετωπίσουν. Όπως για παράδειγμα το σκόρδο, το σταυρουδάκι στο λαιμό και το σημείο του σταυρού. Ενίοτε και καμιά προσευχή στα γρήγορα, όπως “Ιησούς Χριστός νικά τζι’ ούλλα τα κακά σκορπά”.
Ένα άλλο δυνατό όπλο στα χέρια των οικοκυρών ήταν τα ξεροτήανα, οι λουκουμάδες που έφτιαχναν την ημέρα των Θεοφανίων. Μερικούς από αυτούς τους έριχναν στο δώμα, προς μεγάλη χαρά των πεινασμένων γατιών, πιστεύοντας πως με το καλόπιασμα θα πείθονταν οι έξ’ απ’ εδώ να φύγουν. Αν κι αυτό το κόλπο δεν έπιανε, τότε ο ιερέας με την αγιαστούρα που ακολουθούσε για το καθιερωμένο καλάντισμα του σπιτιού, θα τους έτρεπε στα σίγουρα σε φυγή.
Άπειρες είναι οι ιστορίες των παλιών για τα κατορθώματα των Σκαλαπούνταρων, καθώς και τα κωμικοτραγικά ευτράπελα που συνέβαιναν τα πιο παλιά χρόνια με πρωταγωνιστές ανθρώπους και καλικάντζαρους. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσετε ηλικιωμένους, σίγουρα πολλοί απ’ αυτούς όλο και κάποια ιστορία θα έχουν να σας πουν.
Σ’ ένα χωριό της Πιτσιλιάς τη δεκαετία του 1920, ζούσε ένα καλοκάγαθο και πολύ θρησκευόμενο γεροντάκι. Τότε επικρατούσε μεγάλη φτώχια, υπάρχουν αναφορές ακόμη και για θανάτους από ασιτία, όμως, το γεροντάκι ήταν από τους εχούμενους* του χωριού και το κελάρι του ήταν πάντα γεμάτο. Κρασί, στάρι, ελαιόλαδο, παστά χοιρομέρια και άλλα. Ήταν όμως, πολύ τσιγκούνης και σπάνια βοηθούσε τους συγχωριανούς του. Έτσι, ένας πολύτεκνος φαμελιάρης γείτονας του, σκαρφίστηκε τις ιστορίες με τους Σκαλαπούνταρους για να λεηλατεί ανενόχλητος το κελάρι του και μ’ αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να ταΐζει την οικογένεια του τις μέρες των Χριστουγέννων.
Το γεροντάκι αν και τρομοκρατημένο με την κακή φήμη που είχαν οι Σκαλαπούνταροι, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει προκειμένου να σώσει το βιός του από την τακτική αυτή λεηλασία. Καλού-κακού όμως, ζήτησε και τη συνδρομή του ιερέα του χωριού του. Έτσι ένα βράδυ παραφύλαγαν στο σσώσπιτο* δίπλα στο κελάρι. Ο παπάς με την αγιαστούρα του και το σταυρό και το γεροντάκι με τη ματσούκα*. Κατά τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ο απρόσκλητος μουσαφίρης, ντυμένος κατάλληλα. Το πρόσωπο του ήταν μουτζουρωμένο και ήταν τυλιγμένος με ένα μακρύ μαύρο ύφασμα. Στη θέα του, οι δυο τους πάγωσαν από το φόβο τους κι έμειναν ακίνητοι στον κρυψώνα τους. Ο άλλος, ανενόχλητος γέμισε το σακκί που κουβαλούσε μαζί του με όλα τα αγαθά και κίνησε να φύγει.
Όταν δρασκέλησε την πόρτα του κελαριού, οι άλλοι αποφάσισαν να του επιτεθούν. Πρώτος πετάχτηκε μπροστά του ο ιερέας προτάσσοντας την αγιαστούρα και το σταυρό. Ακολούθησε τρέμοντας σύγκορμο το γεροντάκι. Ο κλέφτης τα χρειάστηκε για μια στιγμή. Γρήγορα όμως, ανάκτησε τη ψυχραιμία του και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στην ξώπορτα αφήνοντας πίσω του τον ένα να ψέλνει και τον άλλο γονατιστό να κάνει δεήσεις. Την άλλη μέρα κυκλοφόρησε σ’ όλο το χωριό η φήμη πως το βράδυ ο παπά-Λάζαρος με την αγιαστούρα του κι ο μάστρε-Προκόπης με μια ματσούκα έτρεψαν σε άτακτη φυγή ένα απαίσιο καλικάντζαρο τρία μέτρα ύψος.
Την ημέρα των Φώτων οι ανάδοχοι, νούννες και τατάδες, έπρεπε απαραιτήτως να πλουμίσουν τους βαφτιστικούς τους με την καθιερωμένη πουλουστρίνα. Κι αν κανείς ξεχνούσε ή έκανε πως ξεχνούσε για να γλιτώσει την πληρωμή, τα πιτσιρίκια φρόντιζαν να τους θυμίσουν την υποχρέωση τους με ένα έμμετρο στιχάκι “Καλημέρα με τα Φώτα, τζιαι την πουλουστρίνα πρώτα..!”.
Πουλουστρίνα όμως έπαιρναν και τα παιδιά που συνόδευαν τον ιερέα, από σπίτι σε σπίτι για το καλάντισμα, κρατώντας το συκλίν και τραγουδώντας θρησκευτικούς ύμνους για τα Θεοφάνια, συνήθεια που έχει τις καταβολές της στην Κωνσταντινούπολη. Οι νοικοκυραίοι πλούμιζαν την κουστωδία με κάποιο νόμισμα μικρής αξίας το οποίο έριχναν στο συκλίν ή με κουλούρια, πορικά*, ξεροτίανα ή φρούτα της εποχής. Στο τέλος της ημέρας, η ομάδα έκανε διαχωρισμό κι έπαιρνε ο καθένας το μερτικό του.
Γλωσσάριο > *Σκαλαπούνταρος[ο]=Καλικάντζαρος. *Μιαν φολάν=μια φορά… *Ξισκοπίζομαι=αφαιρούμαι. *Πισσούριν[το]=απόλυτο σκοτάδι, θεοσκότεινα. *Συντόμιν[το]=σύντομος δρόμος, διαδρομή. *Ποϋρίζω= παρακάμπτω. *Άξιππα=άξαφνα. *Κρεμανταλάς[ο]=πανύψηλος. *Εκόπηκεν λιγκούριν=έφυγε τρέχοντας, εσπευσμένα. *Λιγκούριν[το]=απότομο πήδημα. *Κουκουππίζω=αναποδογυρίζω. *Βουρητός=τρέχοντας. *Σσιηρούϊν[το]=ο μικρός χοίρος. *Πουλουστρίνα[η]=το φιλοδώρημα. Πουλουστρίνα επίσης, σύμφωνα με την παράδοση μας, είχαν υποχρέωση να δίνουν οι νονοί στους βαφτιστικούς τους τη μέρα των Φώτων, όταν τους επισκέπτονταν για τον σκοπό αυτό, απαγγέλλοντας τους το ολιγόστιχο αλλά πολύ εύστοχο “Καλημέρα με τα Φώτα τζιαι την πουλουστρίναν πρώτα..!” *Εχούμενος[ο]=ο πλούσιος, αυτός που έχει πληθώρα αγαθών, περιουσία. *Σσώσπιτον[το]=μικρό βοηθητικό δωμάτιο στην αυλή του παλιού Κυπριακού σπιτιού. *Ματσούκα[η]=χοντρή μαγκούρα. *Πορικά[τα]=ξηροί καρποί. Ο ιερέας του χωριού με τη συνοδεία παιδιών, ως μικρή χορωδία, γυρνούσαν σ’ όλα τα σπίτια, ένα-ένα, καλαντίζοντας, φέρνοντας την ευλογία του θεού και διώχνοντας τα κακά πνεύματα.
Πηγή: Δεν μπορώ να θυμηθώ που το βρήκα...
___________________________________
Παρακαλώ την διεύθυνση ν' αλλάξει τον πρωταρχικό τίτλο και να τον κάνει "Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΟΝ".
Ευχαριστώ.
- PELTASTIS VARNAVAS
- Ιδεογραφίτης Υψηλών Ταχυτήτων
- Δημοσιεύσεις: 2280
- Εγγραφή: Παρ 21 Αύγ 2009, 13:23
- Irc ψευδώνυμο: καστροπολεμίτης
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Famagusta - ποιητάρης
Re: Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
πολλά δυνάμενον!!!
τελικα ποντο ποντο μετραμε τα χιλιομετρα της λαογραφιας του ελληνισμου...
βραχο βραχο ...
τελικα ποντο ποντο μετραμε τα χιλιομετρα της λαογραφιας του ελληνισμου...
βραχο βραχο ...
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ
- karipis
- "Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
- Δημοσιεύσεις: 3251
- Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
- Φύλο: Άνδρας
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
- Επικοινωνία:
Re: Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
Πόντο-Πόντο θα έλεγα γκαρντάσι αν λάβεις υπ' όψη την πρώτη ανάρτηση του σχετικού.
Και μιάς και διάβασες το παρών, μπορώ να συνεχίσω με άλλες περιοχές (α, μην το ξεχάσω σα δε ντρέπεσ , που σε άλλο "πόστ" σου μ΄"ανάγκασες" να σκάβω για να βρω τι γιορτάζουν-και που).
Πάμε λοιπόν...
__________________________________________
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ
Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 5 Ιανουαρίου τα Μισόφωτα (Παραμονή των Φώτων).
Λένε ότι το Δωδεκαήμερο κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά. Μα τι είναι αυτοί; Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες πιο παλιά. Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε. Όλο το χρόνο βρίσκονται κάτω από τη Γη, στον κάτω κόσμο και ζηλεύουνε τον απάνω κόσμο.
Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος».
Όλο το χρόνο, άλλοι με πριόνια και τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, βάζουν όλη τους τη δύναμη, να κόψουν τους στύλους, που πάνω σ' αυτούς στηρίζεται η Γη, για να την κάνουνε να βουλιάξει. Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, τα έχουν σχεδόν καταφέρει και από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο.
Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιάτι οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά..
Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα".
Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' ένα τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας:
- Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους "που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς" και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το "φυσερό" εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.
Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Θ. Μαστρομιχαλάκη, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα
ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ «ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ» ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ.
Από πού όμως έχουν τις ρίζες τους Θεοφάνια; Πολλοί λαογράφοι κάνουν λόγο για άλλη μια αναβίωση των αρχαίων δοξασιών. Στην Αρχαία Αθήνα γινόταν μία φορά το χρόνο η τελετή των γνωστών «Πλυντηρίων». Εν πομπή μετέφεραν στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς, όπου το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το… εξαγνίζουν και για να αποκτήσει εκ νέου θαυματουργές δυνάμεις.
Με το βάπτισμα κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια που γινόταν στην ηλικία των 30 ετών, ξεκινούσε και η δημόσια ζωή ενός άνδρα. Μέχρι τότε δεν τους επιτρεπόταν να εκφράζει τις απόψεις του σε δημόσιους χώρους. Η διαδικασία θύμιζε ιεροτελεστία. Ο βαπτιζόμενος έμπαινε στον Ιορδάνη ποταμό και αφού εξομολογούνταν τις αμαρτίες του βαπτιζόταν. Στη διάρκεια της τελετής, κρατούσε μια αναμμένη λαμπάδα που συμβόλιζε το πνευματικό φως που ελάμβανε.
Την ίδια διαδικασία έπρεπε να ακολουθήσει και ο Ιησούς. Μόνο που εκείνος μπήκε στον ποταμό και βγήκε αμέσως, δηλώνοντας τόσο το αναμάρτητό όσο και το άχρονό του. Η βάπτισή του συμβολίζει και τη μετάβαση από τη ζωή, που είναι βυθισμένη στο σκότος, στη ζωή που είναι συμβατή με τη χάρη του Θεού. Για αυτό εμφανίστηκε τότε για πρώτη φορά και η τριαδική υπόσταση του Θεού: Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή Περιστεράς πάνω από το κεφάλι Του, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε και η φωνή του Θεού που έλεγε «Ούτος εστί ο Υιός μου ο αγαπητός».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια ο εορτασμός των Θεοφανίων γινόταν μαζί με εκείνον των Χριστουγέννων, καθώς και οι δύο εορτές συμβολίζουν τη γέννηση και την αναγέννηση του ανθρώπου. Ο ξεχωριστός εορτασμός των Θεοφανίων και των Χριστουγέννων καθιερώθηκε περίπου του 335 μ.Χ από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομο.
ΕΘΙΜΑ
ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Η περιοχή της Μακεδονίας είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.
Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.
Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.
Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.
Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Τα μπαμπούγερα αποτελούν παραλλαγή των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, οι οποίες σήμερα συνηθίζονται στον βορειοελλαδικό χώρο (ρογκάτσια, ρογκατσάρια κ.α.) και παλαιότερα στον Πόντο (μωμόγεροι). Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.
Στην Καστοριά ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ραγκουτσάρια. Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ
Τις μέρες του Δωδεκαημέρου σε χωριά όπου υπάρχουν εγκατεστημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο, όπως οι Σιταγροί και η Πλατανιά, αναβιώνουν οι «Μωμόγεροι». Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις «μίμος» και «γέρος», από τις μιμητικές κινήσεις που κάνουν οι πρωταγωνιστές με μορφή γεροντικών προσώπων.
Στο νομό Καβάλας, στη Νικήσιανη, την έδρα του Δήμου Παγγαίου, αναβιώνει το έθιμο των «Αράπηδων» ανήμερα της εορτής του Αγίου Ιωάννου. Το έθιμο αναπαριστά τη μάχη της ζωής και του θανάτου. Παλικάρια και παιδιά ντυμένα με προβιές και ζωσμένα με βαριά κουδούνια βγαίνουν στους δρόμους του οικισμού και με τον εκκωφαντικό θόρυβο των κουδουνιών ξορκίζουν το κακό και φέρνουν το αισιόδοξο μήνυμα της ζωής.
Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους τους ελέφαντες των Ινδών.
Τέλος, στη Νέα Καρβάλη, ανατολικά της πόλης της Καβάλας, κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία. Το έθιμο αυτό αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευημερία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Στην πλατεία της Νέας Καρβάλης, μπροστά από το ναό του Αγίου Γρηγορίου, όπου φυλάσσεται το σεπτό σκήνωμα του Αγίου, οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές. Οι φλόγες ανεβαίνουν ψηλά και οι άνθρωποι τριγυρίζουν την πυρά, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Τα παλιά χρόνια, όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε ανατολικά ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρεφόταν προς τη Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνο τα σπίτια του χωριού που ήταν σ' εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές.
ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΚΑΡΔΙΤΣΑ:
Στις 5 Ιανουαρίου παραμονές των Θεοφανίων συναντάμε ακόμη και σήμερα τα Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια. Ενα έθιμο που οι ρίζες του χάνονται στην αρχαιότητα. Οι συμμετέχοντες, ντυμένοι με προβιές ζώων και ζωσμένοι με κουδούνια, τριγυρίζουν το χωριό και λένε τα κάλαντα, διαφορετικά για τον καθένα,με διάθεση πειράγματος και σατιρισμού. Πίσω ακολουθούν "ο γαμπρός με τη νύφη" και στο τέλος έρχεται ο "παπάς" που διώχνει αυτούς τους "καλικάντζαρους". Το έθιμο παραμένει ζωντανό στο Νεοχώρι, στο Μεσενικόλα, στο Μορφοβούνι και στο Κρυονέρι.
ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Το φευγιό των Καλικάντζαρων
Οι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με την παράδοση έβγαιναν από τα έγκατα της Γης όπου ροκάνιζαν όλο το χρόνο το δένδρο της ζωής, Παραμονές των Χριστουγέννων. Στην ολιγοήμερη παραμονή τους –επί 12ημέρου- στην επιφάνεια της γης, κατέβαιναν από τις καμινάδες των σπιτιών και προξενούσαν ζημιές στους νοικοκυραίους. Όταν δεν επιδίδονταν σε διαφόρων ειδών σκανταλιές, έμεναν στα ρέματα και έβρισκαν καταφύγια για να κρυφτούν.
Για να φύγουν οι Καλικάντζαροι λέει η παράδοση έπρεπε να φωτίσει ο Παπάς. Μάλιστα, η ρήση που υπήρχε ήταν ότι έπρεπε να λαλήσει ο μαύρος πετεινός για να φύγουν κοπαδιαστά. «Άντε να φεύγουμε, έφθασε ο ζουρλοπαπάς με την αγιαστούρα του», φέρονται να έλεγαν τα σκανταλιάρικα καλικαντζάρια.
Το έθιμο με τους καλικάντζαρους ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στο Πήλιο, όπου κατοικούσαν οι μυθικοί Κένταυροι. Η μορφή των καλικάντζαρων έδενε με αυτό των Κενταύρων, ενώ το Πήλιο είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που παρέπεμπαν στην κατοίκηση των καλικάντζαρων, όπως ρέματα και μέρη για να κρυφτούν.
Σήμερα, το μόνο που θυμίζει κάτι από την ιστορία των μικρών σκανταλιάρικων πλασμάτων, είναι οι διηγήσεις των γιαγιάδων στα εγγόνια τους, προκειμένου να τα κρατούν σε τάξη…
Τα Καλαντίσματα
Τα Καλαντίσματα των Φώτων ήταν τα τελευταία του 12ημέρου, που κατά κανόνα τα έλεγαν τα πρωινά τα μικρά αγόρια. Το έθιμο αυτό έχει περάσει και στις μέρες μας, με τη διαφορά όμως ότι στις παρέες που συγκεντρώνονται έχουν προστεθεί και τα κορίτσια. Όμως ακόμη και αυτά τα Κάλαντα, έχουν αρχίσει και ατονούν, αφού όλο και λιγότερες παρέες πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν ευχές στους νοικοκύρηδες.
Τα μεγάλα αγόρια της κάθε περιοχής συνήθιζαν να λένε τα νυχτοκάλαντα. Για τα νυχτοκάλαντα, κάθε χρόνο γινόταν από την κάθε ενορία διαγωνισμός προκειμένου να αναδειχθεί η ομάδα που θα έπαιρνε το κουτί της Εκκλησίας και μετά από ολονύχτιο γύρισμα στα σπίτια, θα το έφερνε γεμάτο. Τα νυχτοκάλαντα λοιπόν, δεν είχαν χαρακτήρα ιδίου οφέλους, ενώ για την κάθε περίπτωση νοικοκύρη υπήρχε και το ανάλογο καλάντισμα που υμνούσε τις αρετές του κάθε μέλους της οικογένειας. Τα λεγόμενα ωστόσο ευχετήρια γίνονταν ξετραγουδίσματα με τα οποία περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όσους δεν ανταποκρίνονταν
Τα νυχτοκάλαντα πέρασαν στις μέρες μας μόνο σε τρία χωριά του Πηλίου και συγκεκριμένα στη Δράκεια και την Αγριά, όπου υπάρχουν τα λεγόμενα λόγια κάλαντα και στη Γατζέα, τα λαϊκά κάλαντα.
Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού
Το μόνο έθιμο που έχει μείνει αλώβητο στη σύγχρονη εποχή είναι αυτό της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, που γίνεται σε κάθε γωνιά της Μαγνησίας, με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Στο Βόλο, στο λιμάνι της πόλης, στα παραθαλάσσια χωριά του Πηλίου στη θάλασσα και στα ορεινά χωριά, είτε σε πηγές, είτε σε ρέματα και στέρνες
ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ
Η εορτή των Θεοφανείων γιορτάζεται με λαμπρότητα απ' όλους τους ορθοδόξους, στην Αργολίδα όμως τοπικές παραδόσεις κι έθιμα δίνουν ξεχωριστή λαμπρότητα στην γιορτή και προσελκύουν πολλούς επισκέπτες κάθε χρόνο.
Στην περιοχή της Ερμιόνης έχουμε το έθιμο του ''γιάλα-γιάλα'', όπου την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα φορώντας παραδοσιακές στολές τραγουδούν και περνούν σπίτι - σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι ''γιάλα-γιάλα'' μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού και την εικόνα της Θεοτόκου στην θάλασσα που θα βουτήξουν για να τα πιάσουν.
Στην κωμόπολη της Νέας Κίου, λίγα χιλιόμετρα από το Ναύπλιο, που αποτελεί ιστορική συνέχεια της Κίου της Μικράς Ασίας, αναβιώνουν Μικρασιατικά έθιμα από την Κίο, με ρίψη του νεότερου καπετάνιου στη θάλασσα και τον πυροβολισμό των γκαζοτενεκέδων.
Στην Νέα Κίο, παραμονή της εορτής αυτός που έπιασε τον Σταυρό πέρσι θα παραδώσει στον ιερέα τον τίμιο Σταυρό που όλη την χρονιά είχε στο σπίτι του για ευλογία. Ανήμερα των Φώτων μετά την Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, κλήρος και λαός κατευθύνονται στην παραλία, όπου στην ειδική εξέδρα που έχει κατασκευάσει ο Δήμος θα γίνει η τελετή αγιασμού των υδάτων και η κατάδυση του τιμίου Σταυρού, προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Ιακώβου, ο οποίος θα ρίξει τον τίμιο Σταυρό, που είναι δεμένος με βαρίδια στην θάλασσα για να πάει στο βυθό και μετά την ανάσυρσή του θα ''πάρει το μπάνιο του'', όπως προστάζει το έθιμο, ο νεότερος καπετάνιος της Κίου. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων που έχουν τοποθετηθεί ανοικτά στην θάλασσα κι επιπλέουν, ένα έθιμο που τα τελευταία χρόνια είδε την αναβίωσή του κι έχει βαθιά τις ρίζες του στην Κίο της Μ. Ασίας.
ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ
Τις ημέρες αυτές ξεπετάγονται οι καλικάντζαροι που βρίσκουν αφορμή να αρχίσουν να τριγυρνούν σε πόλεις και χωριά κάνοντας σκανταλιές. Η κεφαλονίτικη παράδοση τους θέλει να μοιάζουν με μικρά παιδιά και τους αποκαλεί παγανά. Για να τους αποφύγουν, οι νοικοκυρές θυμιατίζουν στην εξώπορτα και τη σταυρώνουν τρεις φορές.
Στην Κεφαλονιά, ο αγιασμός γίνεται την παραμονή των Φώτων. Πριν ακόμα καταφθάσει ο παπάς, οι γυναίκες βγάζουν έξω από το σπίτι τη στάχτη από το τζάκι ή την ξυλόσομπα. Ανήμερα των Φώτων, σε κάθε σπίτι ζυμώνεται το ψωμί που λέγεται και ‘Φωτίτσα’.
Τα Θεοφάνεια τελείται και στην Λευκάδα ο αγιασμός των υδάτων. Μόλις τελειώσει η Ακουλουθία του Μεγάλου Αγιασμού ο Μητροπολίτες, οι αρχές του τόπου, το σύνολο των κατοίκων της πόλης με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής κατεβαίνουν στην προκυμαία της πόλης για την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Εκεί γίνεται δέηση και ο επίσκοπος ψάλλει το "Εν Ιορδάνη" τρεις φορές. Τις δύο πρώτες φορές ο επίσκοπος ρίχνει στη θάλασσα το σταυρό δεμένο με ένα σπάγκο. Στο τρίτο "Εν Ιορδάνη" ο σταυρός ρίχνεται ελεύθερος στη θάλασσα και νέα παιδιά βουτάνε για να τον πιάσουν. Ο τυχερός, αφού ασπαστεί τον σταυρό, τον επιστρέφει στον επίσκοπο, ο οποίος ευλογεί τα πλήθη των πιστών.
Ιδιαίτερο έθιμο της πόλης της Λευκάδας κατά τη διάρκεια το αγιασμού των υδάτων είναι τα πορτοκάλια. Με την τρίτη κατάδυση του Τιμίου Σταυρού οι πιστοί που κρατούν στα χέρια τους δυο τρία πορτοκάλια δεμένα με σπάγκο τα βουτούν στη θάλασσα. Ύστερα τα παιρνουν στο σπίτι τους για ευλογία και ένα από αυτά μένει για ένα ολόκληρο χρόνο στα εικονίσματα του σπιτιού χωρίς να μουχλιάζει. Επίσης, πριν τη τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τα παλιά πορτοκάλια.
Το παραπάνω έθιμο θεωρείται κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Τότε τελούσαν τη τελετή στο παλιό υδραγωγείο της πόλης. Σ' αυτήν την περιοχή υπήρχαν τα κτήματα των γαιοκτημόνων της εποχής γεμάτα εσπεριδοειδή και κυρίως πορτοκαλιές. Οι ευγενείς, λοιπόν, προφανώς για να ευλογηθεί η παραγωγή τους συνήθιζαν να ρίχνουν τα πορτοκάλια μέσα στο καθαγιασμένο νερό και κατ' αυτό το τρόπο δημιουργήθηκε το έθιμο αυτό.
ΣΤΗΝ ΣΑΜΟ
Την παραμονή των Φώτων, παιδιά λένε τα κάλαντα, ενώ ανήμερα σε κάθε πόλη λειτουργεί μια μόνο εκκλησία και μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας σχηματίζεται πομπή για το λιμάνι που θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων και ο Μητροπολίτης (στην πρωτεύουσα) ή ο παπάς θα ρίξει τον σταυρό.
Όποιος τον πιάσει θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς, παίρνει την ευλογία του ιερέα και μαζί του γυρνούν το μεσημέρι από σπίτι σε σπίτι για να μεταφέρουν την ευλογία του στους κατοίκους του νησιού.
ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Παλιό έθιμο της Κρήτης, σήμερα ξεχασμένο σχεδόν παντού, ήταν η παρασκευή των Φωτοκόλλυβων την παραμονή των Φώτων. Από τα Φωτοκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι με όσπρια) έτρωγαν οι νοικοκύρηδες αλλά έδιναν και στα ζώα τους για καλή υγεία και καλή τύχη στο σπιτικό τους.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
Φώτα και εικόνες
Μετά την ρίψη του σταυρού, ανήμερα των Φώτων, υπάρχει ένα έθιμο όπου οι Χριστιανοί παίρνουν τις εικόνες που έχουν στα σπίτια τους και τις πλένουν στα ποτάμια (στις λίμνες ή στη θάλασσα). Το όμορφο αυτό έθιμο ονομάζεται πλύσιμο των εικόνων.
Φώτα και περιστέρια
Σε μερικά μέρη της Ελλάδας, ανήμερα των Φώτων, αφήνουν τρία άσπρα περιστέρια ελεύθερα να πετάξουν μόλις ρίξουν το σταυρό, που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα (τρία περιστέρια), και το Άγιο Πνεύμα που φανερώθηκε "εν είδη περιστεράς" όταν ο Ιησούς βαφτιζόταν στον Ιορδάνη Ποταμό.
Φώτα και σταυρός
Ανήμερα των Φώτων, μετά την λειτουργία των Μεγάλων Ωρών, γίνεται η Κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, (ή λίμνη, ή ποτάμι). Ο ιερέας πετάει ένα σταυρό μέσα στο νερό, (συνήθως ο σταυρός είναι δεμένος πάνω σε σκοινί για να μη χαθεί), και πολλοί νέοι βουτούν για να πιάσουν τον σταυρό. Είναι εξαιρετική τιμή για όποιον βρει και πιάσει τον σταυρό.
Φώτα και φωτίτσα
Ένα έθιμο που επικρατεί μέχρι και σήμερα, είναι ότι ανήμερα των Φώτων σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ζυμώνουν ψωμί το οποίο ονομάζεται φωτίτσα.
Ξεροτήγανα και Φώτα
Το γλύκισμα της ημέρας των Φώτων, που ετοιμάζουν οι νοικοκυρές είναι τα ξεροτήγανα (τύπος λουκουμάδων). Κατά το έθιμο, τα παιδιά όχι μόνο τρώνε αλλά ρίχνουν και στη στέγη του σπιτιού ξεροτήγανα για να τα βρει ο Καλικάντζαρος να φάει και να φύγει.
Φώτα και ουράνια
Υπάρχει μια δοξασία του λαού μας που αναφέρει ότι το βράδυ της παραμονής των Φώτων στις 12 τα μεσάνυκτα, ανοίγουν τα ουράνια και πραγματοποιούνται όλες οι ευχές των ανθρώπων.
Βράδυ παραμονής Φώτων και προσευχή
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων στρώνεται το νηστίσιμο τραπέζι, όπως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και την παραμονή των Χριστουγέννων. Στο τραπέζι κάθονται όλοι με τη σειρά από τον πιο μικρό της οικογένειας έως τον πιο μεγάλο. Ο πατέρας της οικογένειας έχει θυμίαμα πάνω σε ένα υνί και με αυτό θυμιατίζει το σπίτι για να φύγουν τα δαιμόνια. Ο μικρότερος της οικογένειας λέει την προσευχή και μετά όλοι κάθονται για το φαγητό στο τραπέζι.
Αγιασμός και στάχτη
Την παραμονή των Φώτων, αφού περάσει ο παπάς από το σπίτι και το αγιάσει, έρχεται η ώρα να μαζευτεί η στάχτη από την φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το Δωδεκαήμερο, η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το Χριστόξυλο. Η στάχτη αυτή θα σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους στάβλους, ακόμα και στα χωράφια, αφού πιστεύεται ότι διώχνει το κακό.
Παραμονή Φώτων και παπάς
Την Παραμονή των Φώτων, ο παπάς επισκέπτεται όλα τα σπίτια, με τον σταυρό και με αγιασμό μέσα στο σικλί, ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του. Έπειτα αρχίζει να ραντίζει με το άγιασμα όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος, για να φύγουν τα δαιμόνια από το σπίτι.
Παραμονή των Φώτων και κάλαντα
Έπειτα τον εκκλησιασμό της παραμονής των Φώτων τα παιδιά θα ξεχυθούν στους δρόμους, πηγαίνοντας σε όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, γνωστά και μη, για να ψάλλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων.
Παραμονή των Φώτων και εκκλησιασμός
Το τριήμερο των φώτων ξεκινά με τον εκκλησιασμό των Χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανίων. Στους ιερούς ναούς ψάλλετε η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και κατόπιν λαμβάνεται ο Μεγάλος Αγιασμός που την ημέρα αυτή τελείται μέσα στο ναό. Οι πιστοί αφού πάρουν τον αγιασμό και λάβουν το αντίδωρο θα γυρίσουν στα σπίτια τους.
Και μιάς και διάβασες το παρών, μπορώ να συνεχίσω με άλλες περιοχές (α, μην το ξεχάσω σα δε ντρέπεσ , που σε άλλο "πόστ" σου μ΄"ανάγκασες" να σκάβω για να βρω τι γιορτάζουν-και που).
Πάμε λοιπόν...
__________________________________________
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ
Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 5 Ιανουαρίου τα Μισόφωτα (Παραμονή των Φώτων).
Λένε ότι το Δωδεκαήμερο κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά. Μα τι είναι αυτοί; Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες πιο παλιά. Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε. Όλο το χρόνο βρίσκονται κάτω από τη Γη, στον κάτω κόσμο και ζηλεύουνε τον απάνω κόσμο.
Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος».
Όλο το χρόνο, άλλοι με πριόνια και τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, βάζουν όλη τους τη δύναμη, να κόψουν τους στύλους, που πάνω σ' αυτούς στηρίζεται η Γη, για να την κάνουνε να βουλιάξει. Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, τα έχουν σχεδόν καταφέρει και από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο.
Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιάτι οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά..
Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα".
Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' ένα τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας:
- Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους "που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς" και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το "φυσερό" εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.
Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Θ. Μαστρομιχαλάκη, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα
ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ «ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ» ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ.
Από πού όμως έχουν τις ρίζες τους Θεοφάνια; Πολλοί λαογράφοι κάνουν λόγο για άλλη μια αναβίωση των αρχαίων δοξασιών. Στην Αρχαία Αθήνα γινόταν μία φορά το χρόνο η τελετή των γνωστών «Πλυντηρίων». Εν πομπή μετέφεραν στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς, όπου το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το… εξαγνίζουν και για να αποκτήσει εκ νέου θαυματουργές δυνάμεις.
Με το βάπτισμα κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια που γινόταν στην ηλικία των 30 ετών, ξεκινούσε και η δημόσια ζωή ενός άνδρα. Μέχρι τότε δεν τους επιτρεπόταν να εκφράζει τις απόψεις του σε δημόσιους χώρους. Η διαδικασία θύμιζε ιεροτελεστία. Ο βαπτιζόμενος έμπαινε στον Ιορδάνη ποταμό και αφού εξομολογούνταν τις αμαρτίες του βαπτιζόταν. Στη διάρκεια της τελετής, κρατούσε μια αναμμένη λαμπάδα που συμβόλιζε το πνευματικό φως που ελάμβανε.
Την ίδια διαδικασία έπρεπε να ακολουθήσει και ο Ιησούς. Μόνο που εκείνος μπήκε στον ποταμό και βγήκε αμέσως, δηλώνοντας τόσο το αναμάρτητό όσο και το άχρονό του. Η βάπτισή του συμβολίζει και τη μετάβαση από τη ζωή, που είναι βυθισμένη στο σκότος, στη ζωή που είναι συμβατή με τη χάρη του Θεού. Για αυτό εμφανίστηκε τότε για πρώτη φορά και η τριαδική υπόσταση του Θεού: Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή Περιστεράς πάνω από το κεφάλι Του, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε και η φωνή του Θεού που έλεγε «Ούτος εστί ο Υιός μου ο αγαπητός».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια ο εορτασμός των Θεοφανίων γινόταν μαζί με εκείνον των Χριστουγέννων, καθώς και οι δύο εορτές συμβολίζουν τη γέννηση και την αναγέννηση του ανθρώπου. Ο ξεχωριστός εορτασμός των Θεοφανίων και των Χριστουγέννων καθιερώθηκε περίπου του 335 μ.Χ από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομο.
ΕΘΙΜΑ
ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Η περιοχή της Μακεδονίας είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.
Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.
Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.
Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.
Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Τα μπαμπούγερα αποτελούν παραλλαγή των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, οι οποίες σήμερα συνηθίζονται στον βορειοελλαδικό χώρο (ρογκάτσια, ρογκατσάρια κ.α.) και παλαιότερα στον Πόντο (μωμόγεροι). Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.
Στην Καστοριά ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ραγκουτσάρια. Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ
Τις μέρες του Δωδεκαημέρου σε χωριά όπου υπάρχουν εγκατεστημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο, όπως οι Σιταγροί και η Πλατανιά, αναβιώνουν οι «Μωμόγεροι». Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις «μίμος» και «γέρος», από τις μιμητικές κινήσεις που κάνουν οι πρωταγωνιστές με μορφή γεροντικών προσώπων.
Στο νομό Καβάλας, στη Νικήσιανη, την έδρα του Δήμου Παγγαίου, αναβιώνει το έθιμο των «Αράπηδων» ανήμερα της εορτής του Αγίου Ιωάννου. Το έθιμο αναπαριστά τη μάχη της ζωής και του θανάτου. Παλικάρια και παιδιά ντυμένα με προβιές και ζωσμένα με βαριά κουδούνια βγαίνουν στους δρόμους του οικισμού και με τον εκκωφαντικό θόρυβο των κουδουνιών ξορκίζουν το κακό και φέρνουν το αισιόδοξο μήνυμα της ζωής.
Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους τους ελέφαντες των Ινδών.
Τέλος, στη Νέα Καρβάλη, ανατολικά της πόλης της Καβάλας, κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία. Το έθιμο αυτό αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευημερία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Στην πλατεία της Νέας Καρβάλης, μπροστά από το ναό του Αγίου Γρηγορίου, όπου φυλάσσεται το σεπτό σκήνωμα του Αγίου, οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές. Οι φλόγες ανεβαίνουν ψηλά και οι άνθρωποι τριγυρίζουν την πυρά, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Τα παλιά χρόνια, όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε ανατολικά ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρεφόταν προς τη Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνο τα σπίτια του χωριού που ήταν σ' εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές.
ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΚΑΡΔΙΤΣΑ:
Στις 5 Ιανουαρίου παραμονές των Θεοφανίων συναντάμε ακόμη και σήμερα τα Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια. Ενα έθιμο που οι ρίζες του χάνονται στην αρχαιότητα. Οι συμμετέχοντες, ντυμένοι με προβιές ζώων και ζωσμένοι με κουδούνια, τριγυρίζουν το χωριό και λένε τα κάλαντα, διαφορετικά για τον καθένα,με διάθεση πειράγματος και σατιρισμού. Πίσω ακολουθούν "ο γαμπρός με τη νύφη" και στο τέλος έρχεται ο "παπάς" που διώχνει αυτούς τους "καλικάντζαρους". Το έθιμο παραμένει ζωντανό στο Νεοχώρι, στο Μεσενικόλα, στο Μορφοβούνι και στο Κρυονέρι.
ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Το φευγιό των Καλικάντζαρων
Οι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με την παράδοση έβγαιναν από τα έγκατα της Γης όπου ροκάνιζαν όλο το χρόνο το δένδρο της ζωής, Παραμονές των Χριστουγέννων. Στην ολιγοήμερη παραμονή τους –επί 12ημέρου- στην επιφάνεια της γης, κατέβαιναν από τις καμινάδες των σπιτιών και προξενούσαν ζημιές στους νοικοκυραίους. Όταν δεν επιδίδονταν σε διαφόρων ειδών σκανταλιές, έμεναν στα ρέματα και έβρισκαν καταφύγια για να κρυφτούν.
Για να φύγουν οι Καλικάντζαροι λέει η παράδοση έπρεπε να φωτίσει ο Παπάς. Μάλιστα, η ρήση που υπήρχε ήταν ότι έπρεπε να λαλήσει ο μαύρος πετεινός για να φύγουν κοπαδιαστά. «Άντε να φεύγουμε, έφθασε ο ζουρλοπαπάς με την αγιαστούρα του», φέρονται να έλεγαν τα σκανταλιάρικα καλικαντζάρια.
Το έθιμο με τους καλικάντζαρους ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στο Πήλιο, όπου κατοικούσαν οι μυθικοί Κένταυροι. Η μορφή των καλικάντζαρων έδενε με αυτό των Κενταύρων, ενώ το Πήλιο είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που παρέπεμπαν στην κατοίκηση των καλικάντζαρων, όπως ρέματα και μέρη για να κρυφτούν.
Σήμερα, το μόνο που θυμίζει κάτι από την ιστορία των μικρών σκανταλιάρικων πλασμάτων, είναι οι διηγήσεις των γιαγιάδων στα εγγόνια τους, προκειμένου να τα κρατούν σε τάξη…
Τα Καλαντίσματα
Τα Καλαντίσματα των Φώτων ήταν τα τελευταία του 12ημέρου, που κατά κανόνα τα έλεγαν τα πρωινά τα μικρά αγόρια. Το έθιμο αυτό έχει περάσει και στις μέρες μας, με τη διαφορά όμως ότι στις παρέες που συγκεντρώνονται έχουν προστεθεί και τα κορίτσια. Όμως ακόμη και αυτά τα Κάλαντα, έχουν αρχίσει και ατονούν, αφού όλο και λιγότερες παρέες πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν ευχές στους νοικοκύρηδες.
Τα μεγάλα αγόρια της κάθε περιοχής συνήθιζαν να λένε τα νυχτοκάλαντα. Για τα νυχτοκάλαντα, κάθε χρόνο γινόταν από την κάθε ενορία διαγωνισμός προκειμένου να αναδειχθεί η ομάδα που θα έπαιρνε το κουτί της Εκκλησίας και μετά από ολονύχτιο γύρισμα στα σπίτια, θα το έφερνε γεμάτο. Τα νυχτοκάλαντα λοιπόν, δεν είχαν χαρακτήρα ιδίου οφέλους, ενώ για την κάθε περίπτωση νοικοκύρη υπήρχε και το ανάλογο καλάντισμα που υμνούσε τις αρετές του κάθε μέλους της οικογένειας. Τα λεγόμενα ωστόσο ευχετήρια γίνονταν ξετραγουδίσματα με τα οποία περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όσους δεν ανταποκρίνονταν
Τα νυχτοκάλαντα πέρασαν στις μέρες μας μόνο σε τρία χωριά του Πηλίου και συγκεκριμένα στη Δράκεια και την Αγριά, όπου υπάρχουν τα λεγόμενα λόγια κάλαντα και στη Γατζέα, τα λαϊκά κάλαντα.
Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού
Το μόνο έθιμο που έχει μείνει αλώβητο στη σύγχρονη εποχή είναι αυτό της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, που γίνεται σε κάθε γωνιά της Μαγνησίας, με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Στο Βόλο, στο λιμάνι της πόλης, στα παραθαλάσσια χωριά του Πηλίου στη θάλασσα και στα ορεινά χωριά, είτε σε πηγές, είτε σε ρέματα και στέρνες
ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ
Η εορτή των Θεοφανείων γιορτάζεται με λαμπρότητα απ' όλους τους ορθοδόξους, στην Αργολίδα όμως τοπικές παραδόσεις κι έθιμα δίνουν ξεχωριστή λαμπρότητα στην γιορτή και προσελκύουν πολλούς επισκέπτες κάθε χρόνο.
Στην περιοχή της Ερμιόνης έχουμε το έθιμο του ''γιάλα-γιάλα'', όπου την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα φορώντας παραδοσιακές στολές τραγουδούν και περνούν σπίτι - σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι ''γιάλα-γιάλα'' μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού και την εικόνα της Θεοτόκου στην θάλασσα που θα βουτήξουν για να τα πιάσουν.
Στην κωμόπολη της Νέας Κίου, λίγα χιλιόμετρα από το Ναύπλιο, που αποτελεί ιστορική συνέχεια της Κίου της Μικράς Ασίας, αναβιώνουν Μικρασιατικά έθιμα από την Κίο, με ρίψη του νεότερου καπετάνιου στη θάλασσα και τον πυροβολισμό των γκαζοτενεκέδων.
Στην Νέα Κίο, παραμονή της εορτής αυτός που έπιασε τον Σταυρό πέρσι θα παραδώσει στον ιερέα τον τίμιο Σταυρό που όλη την χρονιά είχε στο σπίτι του για ευλογία. Ανήμερα των Φώτων μετά την Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, κλήρος και λαός κατευθύνονται στην παραλία, όπου στην ειδική εξέδρα που έχει κατασκευάσει ο Δήμος θα γίνει η τελετή αγιασμού των υδάτων και η κατάδυση του τιμίου Σταυρού, προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Ιακώβου, ο οποίος θα ρίξει τον τίμιο Σταυρό, που είναι δεμένος με βαρίδια στην θάλασσα για να πάει στο βυθό και μετά την ανάσυρσή του θα ''πάρει το μπάνιο του'', όπως προστάζει το έθιμο, ο νεότερος καπετάνιος της Κίου. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων που έχουν τοποθετηθεί ανοικτά στην θάλασσα κι επιπλέουν, ένα έθιμο που τα τελευταία χρόνια είδε την αναβίωσή του κι έχει βαθιά τις ρίζες του στην Κίο της Μ. Ασίας.
ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ
Τις ημέρες αυτές ξεπετάγονται οι καλικάντζαροι που βρίσκουν αφορμή να αρχίσουν να τριγυρνούν σε πόλεις και χωριά κάνοντας σκανταλιές. Η κεφαλονίτικη παράδοση τους θέλει να μοιάζουν με μικρά παιδιά και τους αποκαλεί παγανά. Για να τους αποφύγουν, οι νοικοκυρές θυμιατίζουν στην εξώπορτα και τη σταυρώνουν τρεις φορές.
Στην Κεφαλονιά, ο αγιασμός γίνεται την παραμονή των Φώτων. Πριν ακόμα καταφθάσει ο παπάς, οι γυναίκες βγάζουν έξω από το σπίτι τη στάχτη από το τζάκι ή την ξυλόσομπα. Ανήμερα των Φώτων, σε κάθε σπίτι ζυμώνεται το ψωμί που λέγεται και ‘Φωτίτσα’.
Τα Θεοφάνεια τελείται και στην Λευκάδα ο αγιασμός των υδάτων. Μόλις τελειώσει η Ακουλουθία του Μεγάλου Αγιασμού ο Μητροπολίτες, οι αρχές του τόπου, το σύνολο των κατοίκων της πόλης με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής κατεβαίνουν στην προκυμαία της πόλης για την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Εκεί γίνεται δέηση και ο επίσκοπος ψάλλει το "Εν Ιορδάνη" τρεις φορές. Τις δύο πρώτες φορές ο επίσκοπος ρίχνει στη θάλασσα το σταυρό δεμένο με ένα σπάγκο. Στο τρίτο "Εν Ιορδάνη" ο σταυρός ρίχνεται ελεύθερος στη θάλασσα και νέα παιδιά βουτάνε για να τον πιάσουν. Ο τυχερός, αφού ασπαστεί τον σταυρό, τον επιστρέφει στον επίσκοπο, ο οποίος ευλογεί τα πλήθη των πιστών.
Ιδιαίτερο έθιμο της πόλης της Λευκάδας κατά τη διάρκεια το αγιασμού των υδάτων είναι τα πορτοκάλια. Με την τρίτη κατάδυση του Τιμίου Σταυρού οι πιστοί που κρατούν στα χέρια τους δυο τρία πορτοκάλια δεμένα με σπάγκο τα βουτούν στη θάλασσα. Ύστερα τα παιρνουν στο σπίτι τους για ευλογία και ένα από αυτά μένει για ένα ολόκληρο χρόνο στα εικονίσματα του σπιτιού χωρίς να μουχλιάζει. Επίσης, πριν τη τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τα παλιά πορτοκάλια.
Το παραπάνω έθιμο θεωρείται κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Τότε τελούσαν τη τελετή στο παλιό υδραγωγείο της πόλης. Σ' αυτήν την περιοχή υπήρχαν τα κτήματα των γαιοκτημόνων της εποχής γεμάτα εσπεριδοειδή και κυρίως πορτοκαλιές. Οι ευγενείς, λοιπόν, προφανώς για να ευλογηθεί η παραγωγή τους συνήθιζαν να ρίχνουν τα πορτοκάλια μέσα στο καθαγιασμένο νερό και κατ' αυτό το τρόπο δημιουργήθηκε το έθιμο αυτό.
ΣΤΗΝ ΣΑΜΟ
Την παραμονή των Φώτων, παιδιά λένε τα κάλαντα, ενώ ανήμερα σε κάθε πόλη λειτουργεί μια μόνο εκκλησία και μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας σχηματίζεται πομπή για το λιμάνι που θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων και ο Μητροπολίτης (στην πρωτεύουσα) ή ο παπάς θα ρίξει τον σταυρό.
Όποιος τον πιάσει θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς, παίρνει την ευλογία του ιερέα και μαζί του γυρνούν το μεσημέρι από σπίτι σε σπίτι για να μεταφέρουν την ευλογία του στους κατοίκους του νησιού.
ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Παλιό έθιμο της Κρήτης, σήμερα ξεχασμένο σχεδόν παντού, ήταν η παρασκευή των Φωτοκόλλυβων την παραμονή των Φώτων. Από τα Φωτοκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι με όσπρια) έτρωγαν οι νοικοκύρηδες αλλά έδιναν και στα ζώα τους για καλή υγεία και καλή τύχη στο σπιτικό τους.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
Φώτα και εικόνες
Μετά την ρίψη του σταυρού, ανήμερα των Φώτων, υπάρχει ένα έθιμο όπου οι Χριστιανοί παίρνουν τις εικόνες που έχουν στα σπίτια τους και τις πλένουν στα ποτάμια (στις λίμνες ή στη θάλασσα). Το όμορφο αυτό έθιμο ονομάζεται πλύσιμο των εικόνων.
Φώτα και περιστέρια
Σε μερικά μέρη της Ελλάδας, ανήμερα των Φώτων, αφήνουν τρία άσπρα περιστέρια ελεύθερα να πετάξουν μόλις ρίξουν το σταυρό, που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα (τρία περιστέρια), και το Άγιο Πνεύμα που φανερώθηκε "εν είδη περιστεράς" όταν ο Ιησούς βαφτιζόταν στον Ιορδάνη Ποταμό.
Φώτα και σταυρός
Ανήμερα των Φώτων, μετά την λειτουργία των Μεγάλων Ωρών, γίνεται η Κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, (ή λίμνη, ή ποτάμι). Ο ιερέας πετάει ένα σταυρό μέσα στο νερό, (συνήθως ο σταυρός είναι δεμένος πάνω σε σκοινί για να μη χαθεί), και πολλοί νέοι βουτούν για να πιάσουν τον σταυρό. Είναι εξαιρετική τιμή για όποιον βρει και πιάσει τον σταυρό.
Φώτα και φωτίτσα
Ένα έθιμο που επικρατεί μέχρι και σήμερα, είναι ότι ανήμερα των Φώτων σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ζυμώνουν ψωμί το οποίο ονομάζεται φωτίτσα.
Ξεροτήγανα και Φώτα
Το γλύκισμα της ημέρας των Φώτων, που ετοιμάζουν οι νοικοκυρές είναι τα ξεροτήγανα (τύπος λουκουμάδων). Κατά το έθιμο, τα παιδιά όχι μόνο τρώνε αλλά ρίχνουν και στη στέγη του σπιτιού ξεροτήγανα για να τα βρει ο Καλικάντζαρος να φάει και να φύγει.
Φώτα και ουράνια
Υπάρχει μια δοξασία του λαού μας που αναφέρει ότι το βράδυ της παραμονής των Φώτων στις 12 τα μεσάνυκτα, ανοίγουν τα ουράνια και πραγματοποιούνται όλες οι ευχές των ανθρώπων.
Βράδυ παραμονής Φώτων και προσευχή
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων στρώνεται το νηστίσιμο τραπέζι, όπως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και την παραμονή των Χριστουγέννων. Στο τραπέζι κάθονται όλοι με τη σειρά από τον πιο μικρό της οικογένειας έως τον πιο μεγάλο. Ο πατέρας της οικογένειας έχει θυμίαμα πάνω σε ένα υνί και με αυτό θυμιατίζει το σπίτι για να φύγουν τα δαιμόνια. Ο μικρότερος της οικογένειας λέει την προσευχή και μετά όλοι κάθονται για το φαγητό στο τραπέζι.
Αγιασμός και στάχτη
Την παραμονή των Φώτων, αφού περάσει ο παπάς από το σπίτι και το αγιάσει, έρχεται η ώρα να μαζευτεί η στάχτη από την φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το Δωδεκαήμερο, η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το Χριστόξυλο. Η στάχτη αυτή θα σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους στάβλους, ακόμα και στα χωράφια, αφού πιστεύεται ότι διώχνει το κακό.
Παραμονή Φώτων και παπάς
Την Παραμονή των Φώτων, ο παπάς επισκέπτεται όλα τα σπίτια, με τον σταυρό και με αγιασμό μέσα στο σικλί, ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του. Έπειτα αρχίζει να ραντίζει με το άγιασμα όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος, για να φύγουν τα δαιμόνια από το σπίτι.
Παραμονή των Φώτων και κάλαντα
Έπειτα τον εκκλησιασμό της παραμονής των Φώτων τα παιδιά θα ξεχυθούν στους δρόμους, πηγαίνοντας σε όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, γνωστά και μη, για να ψάλλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων.
Παραμονή των Φώτων και εκκλησιασμός
Το τριήμερο των φώτων ξεκινά με τον εκκλησιασμό των Χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανίων. Στους ιερούς ναούς ψάλλετε η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και κατόπιν λαμβάνεται ο Μεγάλος Αγιασμός που την ημέρα αυτή τελείται μέσα στο ναό. Οι πιστοί αφού πάρουν τον αγιασμό και λάβουν το αντίδωρο θα γυρίσουν στα σπίτια τους.