O JIM MORRISON ΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Κατὰ τον δαίμονα ἑαυτοῦ»[1]… Αυτή είναι η φράση (γραμμένη στα ελληνικά) που διαβάζει ο επισκέπτης του κοιμητηρίου Pere Lachaise του Παρισιού (κοιμητήριο στο οποίο αναπαύονται ο Oscar Wilde και ο Charles Baudelaire), αντικρίζοντας την επιτύμβια στήλη του James («Jim») Douglas Morrison (1943 – 1971). Και τω όντι, ο Morrison έζησε και έπραξε πάντοτε σύμφωνα με τον προσωπικό του «δαίμονα», σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησής του, αδιαφορώντας (σίγουρα προκλητικά) για τις υπαγορεύσεις και τις νόρμες της καθεστηκυίας κοινωνικής λογικής των ημερών του.
Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως τον άκρως ταλαντούχο τραγουδιστή και στιχουργό των Doors. Ο μύθος του ροκ σταρ έχει ωστόσο αφήσει στο περιθώριο μια πολύ ουσιαστική πλευρά της δημιουργικότητάς του: την ποιητική δημιουργία που φαίνεται πως τον απασχόλησε πολύ έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του.
Τον αποκάλεσαν ποιητή του χάους και T.S. Eliot της ροκ στιχουργικής. Η πραγματική ποιητική υπόσταση του Jim Morrison βρίσκεται στη σκιά του μύθου που δημιούργησαν αφενός η προκλητική του στάση ζωής και ο πρόωρος θάνατός του και αφετέρου η εκμετάλλευση των δυο αυτών από το σύστημα προώθησης και προβολής των δημιουργών. Όπως και σήμερα έτσι και τη δεκαετία του ’60, ο μηχανισμός αυτός αντιμετωπίζει με όρους αγοραπωλησίας την προσωπική ζωή των καλλιτεχνών, δημιουργώντας δυστυχώς το θλιβερό φαινόμενο η ίδια η τέχνη να καταλήγει να αντιμετωπίζεται (ασυνείδητα σ’ ένα βαθμό) από το κοινό, σαν δορυφόρος ή ακόλουθος μιας ταραγμένης ζωής που έλκει το ενδιαφέρον και την απορία, στη βάση της οποίας υψώνονται αποπροσανατολιστικά είδωλα και διαστρεβλωμένες εικόνες του ίδιου του δημιουργού. Αποδεδειγμένα, η προσέγγιση ενός καλλιτεχνικού (ή άλλου) έργου μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη της εικόνας ενός δημιουργού, δεν ωφέλησε ποτέ την νηφάλια και οξυδερκή ανάγνωση και αξιολόγηση ενός τέτοιου έργου καθώς και την τοποθέτησή του στις διαστάσεις που όντως του αρμόζουν. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές η προσέγγιση ενός έργου γίνεται μάλλον περισσότερο με ψυχολογικούς θα λέγαμε όρους παρά με κριτική διαύγεια και πέρα από προκαταλήψεις, αδιάφορες προς την ουσία της ίδιας της τέχνης.
2. Η Ποιητική του Morrison (Ύφος – Επιρροές – Προσωπική Μυθολογία)
Ας περάσουμε όμως στην ουσία της τέχνης του Jim Morrison. Η ποίηση του κομίζει την εικόνα μιας ταραχώδους εποχής, κοινωνικής και πολιτικής έντασης, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Στους στίχους του αποτυπώνεται ο τρόπος της κατανόησης της ίδιας της λογοτεχνίας, κυρίως μέσα από τις λογοτεχνικές παραδόσεις που διαμόρφωσαν συνολικά την ποίηση της εποχής του στην Αμερική. Το ποιητικό του ύφος χαρακτηρίζεται οπωσδήποτε από νοηματική αμφισημία – τάση που εκτός των άλλων, απαντάται γενικά στην λεγόμενη «μεταμοντέρνα» τέχνη. Η εκτεταμένη χρήση συμβόλων, έντονα υποβλητικών λέξεων και εικόνων αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά στοιχεία του ύφους του. Παράλογο – χάος – βία, είναι ένα τρίπτυχο που πρυτανεύει στην τέχνη του. Η έμπνευση του Morrison κατοικεί σε κάθε περίπτωση σε τόπους μυστικισμού και ημίφωτος – αναζητά και διεκδικεί την παράξενη γοητεία που ασκεί ό,τι το σκοτεινό. Η σχέση του με τη γραφή στη βάση αυτή φαίνεται πως είναι ξεκάθαρα βιωματική και όχι απλώς το αποτέλεσμα μιας καλοστημένης και ψευδαισθητικής πόζας (όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς που απλώς παίζουν με μια δήθεν «σκοτεινή» αισθητική). Ο Morrison ξεχωρίζει στο σημείο αυτό γιατί δεν φοβάται να υποβάλλει τον ίδιο του τον εαυτό στο βίωμα που έπειτα, μπολιάζοντας την έμπνευσή του, γίνεται στίχος (άσχετα με το πρόσημο της ηθικής πάνω στην οποία βασίζει αυτό το διαρκές κυνήγι του ακραίου βιώματος).
Ο William Blake, υπερασπιζόμενος κάποτε το έργο του απέναντι στις δριμείες επιθέσεις των κριτικών τις εποχής του (που τον παρουσίαζαν σχεδόν ως παράφρονα), παρατήρησε: «Το Υψηλό παραμένει κατ’ ανάγκη σκοτεινό για τους Αδύναμους ανθρώπους. Αυτό που μπορεί να είναι σαφές για έναν ηλίθιο δεν είναι άξιο της προσοχής μου». Θα μπορούσε να πει κανείς πως η φράση αυτή βρίσκει κατά κάποιο τρόπο την εφαρμογή της και στην περίπτωση του ίδιου του Morrison. Ο Blake υπήρξε μέσα από το έργο του σφοδρός πολέμιος του αξιακού συστήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής του. Ο Morrison από τη μεριά του υπήρξε αντιστοίχως (τόσο με το έργο του όσο και με την αντισυμβατική στάση ζωής του) σφοδρός πολέμιος του σύγχρονου αξιακού μοντέλου της Αμερικής. Δεν είναι σκοπός μας προφανώς σε τούτο το εισαγωγικό της ποίησης του Morrison κείμενο να κάνουμε ανατομία της «εκλεκτικής συγγένειας» των δυο δημιουργών (πράγμα παρακινδυνευμένο έτσι κι αλλιώς, και εν πολλοίς άδικο για τον ίδιο το Morrison, καθώς στην περίπτωση του Blake έχουμε να κάνουμε μ’ έναν απ’ τους σημαντικότερους δημιουργούς της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ενώ στην περίπτωση του Morrison μιλάμε για ένα ποιητικό έργο που βρίσκεται υπό κρίση, περιβεβλημένο ακόμη τον μανδύα ενός μύθου), ωστόσο, καθίσταται μάλλον σαφές πως ο Morrison είχε δεχτεί ισχυρές επιρροές από τον μεγάλο άγγλο δημιουργό, τόσο ως ποιητής, όσο και γενικότερα ως προσωπικότητα.
Στίχοι του William Blake (1757 – 1827), τυπωμένοι από τον ίδιο με μια δική του, εντελώς πρωτότυπη για την εποχή εκείνη τυπογραφική μέθοδο (χαρακτηριστικά, σε μια επιστολή του ο Blake αναφέρει πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο νεκρός αδελφός του Robert, προβάλλοντας μπροστά του σε νυχτερινό όραμα) – ο Blake κατείχε την τέχνη της χαρακτικής και της ζωγραφικής. Τα αποτελέσματα αυτής της τυπογραφικής δουλειάς, μοιάζουν (ίσως όχι τυχαία) με τα μεσαιωνικά (εκκλησιαστικά κατά κύριο λόγο) χειρόγραφα που επίσης περιείχαν ιδιαιτέρως περίτεχνη διακόσμηση αναφορική του κειμένου που συνόδευαν.
Η ποιητική του Morrison κινείται λοιπόν ανάμεσα στον μακρινό απόηχο της τέχνης των μεγάλων «καταραμένων» ποιητών (Poètes Maudits) όπως ο Blake, ο Baudelaire, o Poe, o Rimbaud και στην συγκαιρινή του αισθητική της γενιάς των Βeat (1950-1960) αμερικανών λογοτεχνών, όπως ο Allen Ginsberg, ο William S. Burroughs, ο Gregory Corso και κυρίως ο Jack Kerouac. Εντονότατη επιρροή φαίνεται μάλιστα πως είχε ασκήσει στο νεαρό Morrison το περίφημο «On the road» του Kerouac, έργο που σαφώς προσανατόλισε την επιθυμία του προς την αναζήτηση ακραίων βιωμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα και αν και ο ίδιος φαίνεται πως προτιμούσε η υστεροφημία που θα τον ακολουθούσε ως δημιουργό να είναι σχετική με το μύθο που έχτισε ως ροκ σταρ, θα μπορούσαμε αναμφίβολα, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, να τον δούμε ως έναν σύγχρονο «καταραμένο» ποιητή, όπως ας πούμε τον Charles Bukowski (δίχως αυτό να σημαίνει φυσικά πως υπάρχει κατ’ ανάγκη κάποια ουσιαστική εγγύτητα στην ποιητική των δυο δημιουργών). Άλλωστε, σύμφωνα με έναν πρόχειρο και σχηματικό ορισμό αυτής της ιδιαίτερης «παράδοσης» δημιουργών που ξεκινάει από τον François Villon (1431 – 1463), ως «καταραμένος» εννοείται ο ποιητής που διάγει βίο αντισυμβατικό, έξω από κοινωνικές νόρμες και ενάντια στην τρέχουσα ηθική του καιρού του. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η παραφροσύνη, η βία, συχνά ακόμη και το έγκλημα, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά χαρακτηριστικά βιογραφίας ενός «καταραμένου» ποιητή. Είναι σαφές λοιπόν πως σ’ αυτή τη βάση, ο Morrison αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση ενός σύγχρονου «καταραμένου» δημιουργού. Από την άλλη, στο φιλοσοφικό πεδίο, η τέχνη του Morrison ακουμπάει κατά μείζονα λόγο αφενός πάνω στην σκέψη του Friedrich Nietzsche και αφετέρου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την τελευταία, η κατανόηση και η αφομοίωση της από το Morrison, γίνεται και πάλι καθώς φαίνεται, μέσα από το πρίσμα του Nietsche και την υποκειμενική ανάγνωση που έκανε στην ελληνική φιλοσοφία και δραματουργία (κυρίως μέσα στο έργο του «Η Γένεση της τραγωδίας»). Αυτό θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει o Morrison στιχουργικά πάνω σε έννοιες όπως η Διονυσιακή έκσταση, το δίπολο Διόνυσος – Απόλλων και η συμβολική διάσταση της μοίρας του Οιδίποδα (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γνωστό σε όλους «The End»: «[…] Father? / Yes, son? / I want to kill you / Mother, I want to… // Come on, baby, take a change with us / And meet me at the back of the blue bus / Fuck, fuck / Kill, kill, kill… […]»). Το γεγονός αυτό λοιπόν γεννά οπωσδήποτε έναν σκεπτικισμό σχετικά με το κατά πόσο γόνιμη και ολοκληρωμένη ή αποσπασματική και παραποιημένη ήταν η πρόσληψη της ελληνικής φιλοσοφίας απ’ το νεαρό ποιητή (πράγμα το οποίο αφορά φυσικά και την προσωπική του ερμηνευτική πάνω σ’ αυτό το πολύ δύσκολο και σημαντικό πεδίο της σκέψης και της γνώσης).
Η ίδια η γραφή του Morrison (φιλοσοφικά και αισθητικά), καθώς και το προσωπικό του κοσμοείδωλο (τουλάχιστον σύμφωνα με την ίδια τη στάση του απέναντι στο γεγονός της ύπαρξης) μας αφήνουν ενδεχομένως το περιθώριο να συναγάγουμε πως ο Morrison δεν είχε φτάσει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατανόησης όλου του εύρους του έργου των πολύ σημαντικών δημιουργών που θαύμαζε. Ψηλαφούσε περισσότερο μάλλον την έμπνευσή του εμπειρικά, στα πιο ακραία σημεία, δίχως να έχει παγιώσει στον απόλυτο βαθμό μια εντελώς προσωπική αισθητική ή να έχει θέσει απολύτως συνειδητά στον εαυτό του αυτή την πρόκληση. Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτησή του (στο υπαρξιακό πεδίο) αποδείχθηκε αυτοκαταστροφική και απ’ αυτή την άποψη η στάση του είναι μάλλον περισσότερο μηδενιστική παρά μυστικιστική (όπως γενικά θεωρείται και μάλιστα συνήθως με αφηρημένη χρήση του όρου, που αποδίδει περισσότερο μια αισθητική παρά μια οντολογική διάσταση). Βασικό ζήτημα της ποιητικής τέχνης του Morrison είναι πως αυτή φαίνεται να δημιουργείται εν τω γίγνεσθαι, μέσα σε μια εκστατική κατάσταση και όχι σαν αποτέλεσμα μιας εμπεδωμένης αισθητικής. Ο όρος «εκστατική» εν προκειμένω, αν και δεν είναι απολύτως κυριολεκτικός (καθώς η δημιουργία μέσω της γλώσσας προϋποθέτει εκ των πραγμάτων τη δραστηριότητα της συνείδησης στα όρια της ατομικότητας), αποδίδει ποιητικά έστω, μια πραγματικότητα για τους όρους της δημιουργίας της τέχνης του Morrison, καθώς εκτός των άλλων, το στοιχείο αυτό της έκστασης, απαντάται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε πολλές από τις βασικές επιρροές του. Λίγο πιο συγκεκριμένα, στο Σαμανισμό (που είναι γνωστό πως έλκυε και μάγευε ιδιαίτερα το Morrison), η διάσταση που δίνεται στον όρο έχει να κάνει «με μια αίσθηση απόσπασης από την συνείδηση και την εμπέδωση μιας αίσθησης αγαλλίασης»[2]. Στον Πλωτίνο ο όρος της έκστασης αναφέρεται «σε μια ανάδυση της συνείδησης πέραν των ορίων της ατομικότητας και μυστική ένωση με την Υπερβατική Οντότητα. Παρόμοιες ιδέες αναπτύχθηκαν και από τον Nietzsche, ο οποίος μετέφερε στη σύγχρονη εποχή τη μυθική μορφή του Διονύσου, ως συμβόλου της έκστασης»[3].
Ακόμη, η περίπτωση του Morrison ως ποιητή, φαίνεται να επαναφέρει στο προσκήνιο την τάση εκείνη που θέλει τον ποιητή να ταυτίζεται με τον «προφήτη»-οραματιστή – παράδοση ποιητικού ύφους που διατρέχει ανά τους αιώνες το έργο μειζόνων ποιητών όπως ο Whitman, ο Blake, o Emerson. Ο Rimbaud γράφει χαρακτηριστικά στο έργο του «Illuminations»: «…Λέω πως πρέπει να είσαι προφήτης, να γίνεις προφήτης. / Ο ποιητής γίνεται προφήτης έπειτα από μια μακριά, απέραντη και υπολογισμένη κραιπάλη όλων των αισθήσεων…». Στην περίπτωση του Morrison, ο τόπος και ο χρόνος αυτής της ιδιαίτερης ποιητικής ματιάς πάνω στην ουσία και τους κρυμμένους κανόνες που διέπουν την ύπαρξη, είναι η Αμερική του καιρού του, η Αμερική του σήμερα και εκείνη του μέλλοντος. Πρόκειται για μις πτυχή της ποίησής του που αξίζει ιδιαίτερα την προσοχή μας.
rockgenesis.gr/.../o-jim-morrison-ws-poiitis-o-dimiourgos-pisw-apo-to-...