Δημοσίευση
από PELTASTIS VARNAVAS » Δευ 26 Οκτ 2009, 09:52
’Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού , με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […]
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο.’’[2]
‘’Η ελληνική αντιαεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δύο εχθρικά αεροπλάνα. Στα συντρίμμια τους μέσα, βρέθηκαν δύο μεγάλα δέματα. Τ’ άνοιξαν. Ήτανε καμιά εξηνταριά μαύρα μαντήλια του κεφαλιού. Αιχμάλωτοι είπαν πως οι δικοί τους τα προόριζαν να πέσουν στα περίχωρα, ολόγυρα στα Γιάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Τέτοιο πένθος ευαγγελιζόταν ο Μουσολίνι.
Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επιζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο […] Στα βραχοβούνια που τη βλέπεις ν’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια…η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι […] Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή, σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.’’ [3]
‘’Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει. […]Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα – μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια: Προς τα σύνορα, ψηλά, στον άγριο Γράμμο, προς την Αλβανία. Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακρυά γινόταν.
Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη απ’ το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχανε τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάννα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός.’’ [4]
[2] Οδυσσέα Ελύτη, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: ‘’Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ’’
[3] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο γ΄ : ‘’Δεν θα περάσουν’’
[4] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο δ΄ : ‘’Τα ματωμένα χιόνια’’
"Βόηθα, Παναγιά, τη σκέψη
να μην αγριέψει..."
"Παντιγέρα μαύρη ρούσσα προδομένη μου γενιά
σαν θα σμίξουν οι ανάσες θα φουσκώσουν τα πανιά"
"Θε μου πόσο παράξενοι
είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
μα γελαστοί οι αθρώποι"
ΧΑΪΝΗΔΕΣ