ΤΟ 1821 ΚΑΙ Ο ΘΡΑΚΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Η Ανατολική Θράκη ήταν μακρυά από τις περιοχές όπου γίνονταν οι απελευθερωτικοί αγώνες. Άλλωστε, σαν τόπος μη ορεινός δεν προσφερόταν για κλεφτοπόλεμο, αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω έγιναν προσπάθειες οι οποίες γρήγορα καταπνίγηκαν. Το 1821 έγιναν στις Σαράντα Εκκλησίες, στην κεντρική πλατεία, τέσσερις απαγχονισμοί: των Παπά-Κωνσταντίνου, Χατζή-Μαζαράκη, Χατζή-Δημητράκη και Χατζή-Νικολάου. Όλοι τους ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρία και τα μηνύματα πηγαινοέρχονταν κρυμμένα στα πέταλα των αλόγων των ταχυδρόμων. Στην Αδριανούπολη θανατώθηκαν 30 Έλληνες. Μεταξύ τους ήταν και ο εφησυχάζων Πατριάρχης Κύριλλος ο Ζ', ο οποίος φέτος ανακηρύχτηκε νεοάγιος, και εννέα ιερείς. Υπήρξε όμως συμμετοχή θρακών στην Επανάσταση του 1821. Στη μάχη του Δραγατσανίου με τον Ιερό Λόχο, στη Νότια Ελλάδα όπου και μερικοί έμειναν, εγκαταστάθηκαν μετά, μόνιμα.
Ενώ το Ελληνικό Κράτος άρχιζε την πορεία του και ο λαός, ή μάλλον τα κόμματα ήταν Γαλλόφιλα, Αγγλόφιλα ή Ρωσσόφιλα, ο ελληνισμός της Θράκης συνέχιζε να ζει και να αγωνίζεται κάτω από τις συνθήκες που συνοπτικά περιγράψαμε. Αφορούν κυρίως το τέλος του προηγούμενου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Αγωνιζόταν όμως τώρα σε δύο μέτωπα, το τουρκικό και το πανσλαβιστικό. Το πρώτο μέσα στον κυκεώνα του Ανατολικού Ζητήματος, της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και το δεύτερο, το πανσλαβιστικό, φούντωσε ιδίως μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ένα μεγάλο τμήμα της Θράκης ενσωματώθηκε το 1885 στη Βουλγαρική Ηγεμονία. Το ξανθό γένος, οι . προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν τη "νέα τάξη" πραγμάτων που τότε ήθελαν.
Είχαμε τον πόλεμο του 97 και μετά την ήττα, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα νέες, ζωντανές και δραστήριες δυνάμεις, στρατιωτικοί και διπλωματικοί, που ανέβηκαν και πάλεψαν στον αγώνα για τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι βουλγαρικές φιλοδοξίες και οι βλέψεις ήταν μεγάλες. Η προπαγάνδα και οι βίαιες ενέργειες είχαν ενταθεί παράλληλα με εκείνα που συνέβαιναν στη Μακεδονία και υπήρξε θρακικός Αγώνας, εκτός από το Μακεδονικό, μικρότερης όμως έντασης. Οι Τούρκοι ακολουθούσαν στην αρχή την πολιτική του διαίρει και βασίλευε. Υποστήριζαν τους Βουλγάρους που ήταν λιγότεροι και τους διευκόλυναν στο να γίνονται βουλγαρικές εκκλησίες και σχολεία, που ήταν ελληνικές.
Ο Στυλιανός Γονατάς (αξιωματικός, μέλος της Τριανδρίας της Επανάστασης του 1922 και Πρωθυπουργός) ο οποίος δρούσε στη Θράκη το 1907, σε μία αναφορά του, αναλύει λεπτομερώς το Θρακικό ζήτημα. Ποιοι ήταν οι στόχοι των Βουλγάρων, το όνειρο τους να βγουν στο Αιγαίο. Ασχολείται ειδικότερα και με τα προβλήματα στις Σαράντα Εκκλησίες από τις εκεί δραστηριότητες των Βουλγάρων.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα από τη Θράκη, ο Γονατάς, ανέλαβε την αρχηγία του θρακικού Τμήματος του Μακεδονικού Κομιτάτου.
Η αντίδραση στη βουλγαρική δράση ήταν στην αρχή ανεπαρκής. Οι διπλωματικοί (οι παλαιότεροι), οι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι δάσκαλοι εκτός από το προσωπικό του Γυμνασίου Αδριανούπολης, ακόμα και ο πληθυσμός, αδρανούσαν. Το ενδιαφέρον περιοριζόταν στα τοπικά μικροζητήματα. Ήδη έχει σημειωθεί ότι στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα η Ελληνική Κοινότητα των Σαράντα Εκκλησιών συνταράχτηκε από έντονη εσωτερική διαμάχη, η οποία κράτησε τρεις περίπου δεκαετίες. Τα δύο μεγάλα κόμματα της πόλης, που επί κεφαλής τους ήταν οι οικογένειες Λαδόπουλου και Μαζαράκη, αλληλοτρώγονταν για τα εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά και μόνο.
Οργανωμένες συμμορίες Βουλγάρων αιχμαλώτισαν το γιατρό Κεραμέα τον Ιούλιο του 1900, αλλά με καταβολή λύτρων τον άφησαν ελεύθερο.
Από μια βιογραφία του Κεραμέως, την οποία μου έδωσαν τα εγγόνια του, αντιγράφω αποσπασματικά:
"Κατά το θέρος του 1900 συνελήφθη και απήχθη ως όμηρος από Βουλγαρική εξαμελή ένοπλο ληστοσυμμορία Κομιτατζήδων, που συγκροτήθηκε στη Φιλιππούπολη, πέρασε κρυφά τα Τουρκοβουλγαρικά σύνορα και απέβλεπε με• την δράση της στην ύπαιθρο της νοτίου Ανατολικής Θράκης να ενίσχυση το φρόνημα των Βουλγαριζόντων της περιοχής και να καταπτοήση με ληστείες και εκβιασμούς τον Ελληνορθόδοξο πληθυσμό της. Η συμμορία αυτή εγνώριζε από πληροφορίες των επιτόπιων συνεργατών της την μεγάλη περιουσία του πεθερού του, τραπεζίτου της εποχής εκείνης, και ζήτησε λύτρα για την απελευθέρωση του το υπέρογκο ποσό τωv 4.000 χρυσών λιρών και, τελικά, μετά τετραήμερη περιπλάνηση στα βουνά της περιοχής και κρυφές διαπραγματεύσεις με την οικογένειά του τον απελευθέρωσε κατόπιν καταβολής λύτρων από 865 χρυσές λίρες.
Η απαγωγή αυτή διαδόθηκε γρήγορα όχι μόνο στην Τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη, αλλά και στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου έγινε αντικείμενο δημοσιότητας και διαμαρτυριών από τις στήλες των εφημερίδων των Αθηνών και άλλων επαρχιακών πόλεων. Η επιτυχία των ενεθάρρυνε τους απαγωγείς και το θέρος του επόμενου έτους (1901) αφού εδιπλασίασαν την δύναμη τους σε 12, επεχείρησαν την απαγωγή του γιου εξέχοντος Τούρκου αξιωματούχου της Αδριανουπόλεως και μάλιστα την ίδια μέρα με την επιτυχή απαγωγή του προηγούμενου χρόνου, πιθανότατα από προληπτική διάθεση, αποβλέποντας σε ανάλογη επιτυχία.
Αυτή τη φορά όμως, οι απαγωγείς δεν στάθηκαν τυχεροί διότι επηκολούθησε συμπλοκή με τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα κατά την οποία σκοτώθηκε μεν ο απαχθείς τούρκος αιχμάλωτος συγχρόνως όμως σκοτώθηκαν και αρκετά μέλη της συμμορίας ενώ συνελήφθη ζωντανός υπό των Τούρκων ο ένας εξ αυτών.
Κατά τις ανακρίσεις των Τουρκικών Άρχων που ακολούθησαν στην Αδριανούπολη εκλήθη και ανεγνώρισε τον συλληφθέντα ως ένα των απαγωγέων του και ο τελευταίος αφού παρεδέχθη ότι έλαβαν σαν λύτρα από την προηγηθείσα απαγωγή το ποσόν των 865 χρυσών λιρών απεκάλυψε τα ονόματα των άλλων απαγωγέων και των συνεργατών των - ληστοτρόφων και εν συνεχεία κατόπιν δίκης και καταδίκης του από Τουρκικό Δικαστήριο απηγχονίσθη δημοσία στην Αδριανούπολη.
Οι δύο αυτές απαγωγές, μαζί με τις ανακρίσεις που ακολούθησαν από τις Τουρκικές Αρχές έγιναν αιτία ν'αποκαλυφθή η δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου στην ύπαιθρο της Αν. Θράκης, ν' αφυπνισθούν οι Τουρκικές Αρχές και ν'αρχίσουν απηνείς διώξεις των τοπικών Βουλγαρικών οργανώσεων και των οργάνων του Κομιτάτου στα χωριά της Ανατ. Θράκης.
Με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) επεστρατεύθη από τους Τούρκους σαν στρατιωτικός γιατρός και Υπηρέτησε σε τουρκικό στρατιωτικό Νοσοκομείο ενώ την ίδια εποχή η γενέτειρά του κατελήφθη από τα προελάσαντα μέχρι Τσατάλτζας Βουλγαρικά στρατεύματα. Λόγω της αβεβαίας τύχης της πατρίδας του εκ του πολέμου αυτού φυγάδευσε την οικογένεια του στην Αθήνα και φρόντισε να πάρη εκεί δι'ατομικής πολιτογραφήσεως την Ελληνική ιθαγένεια. Κατά την διάρκεια της ολιγομήνου κατοχής των Σαράντα Εκκλησιών από τα Βουλγαρικά στρατεύματα, αι Βουλγα-ρικαί Αρχαί κατεδάφισαν από πολιτικά κίνητρα δύο κεντρικά καταστήματα της ιδιοκτησίας του στην πόλη των Σαράντα Εκκλησιών με ετήσιο εισόδημα 120 χρυσών λιρών και επέταξαν έναντι προσωρινών αποδείξεων (ράτσπισκες) διάφορα κινητά περιουσιακά του στοιχεία. Σχετικαί διαμαρτυρίαι και αιτήσεις αποζημιώσεως υποβληθείσαι μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών των Αθηνών και των Εκκλησιαστικών Άρχων της περιοχής έμειναν αναπάντητοι και τελικά χωρίς αποτέλεσμα".
Άλλα ενδιαφέροντα σχόλια για την απαγωγή κάνει, όπως θα δούμε παρακάτω, κι ο Περικλής Πελτέκης στην εξιστόρηση του.
Τελικά η απαγωγή λειτούργησε σαν καταλύτης για τους Σαραντακκλησιώτες.
Με πρωτοβουλία του Ματζαράκη Αραμπατζόγλου έγιναν συζητήσεις με τους Δημ. Δοδόπουλο, Κωνστ. Χατζηγιαννάκη, τον Παπαδανιήλ και τον Αρχιερατικό Επίτροπο Παπαχρηστάκη, οι οποίες δεν ευδοκίμησαν. Ο Αραμπατζόγλου επανήλθε στις προσπάθειες του και οργανώθηκε αντίσταση που αναχαίτισε την εξάπλωση των Βουλγάρων. Έγιναν συνεννοήσεις με την Αθήνα και αποφασίστηκε η αποστολή αξιωματικών από την Ελλάδα στα Προξενεία της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών.
Ιδρύθηκε μυστική επαναστατική οργάνωση με τον τίτλο "Πανελλήνιος Οργάνωσις", σε σύσκεψη στην Αδριανούπολη, στην οποία πήραν μέρος ο Πρόξενος Ξυδάκης, ο Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος, ο Βιζύης Άνθιμος, ο Σαράντα Εκκλησιών Αγαθάγγελος ήταν άρρωστος και τον αντιπροσώπευσαν ο Πρωτοσύγκελος Παπαδόπουλος και ο πρόκριτος γιατρός Σοφ. Τζελέπογλου, ο οποίος ανέλαβε και κεντρικός Ταμίας. Ακόμα και οι τότε Έλληνες βουλευτές Γούναρης και Πρώτο-παπαδάκης, οι οποίοι το 1922 εκτελέστηκαν σαν υπαίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής ανάμεσα στους "έξι". Αυτοί ανέλαβαν να ενημερώσουν και να δραστηριοποιήσουν την Αθήνα. Παρόντες ήταν και οι αξιωματικοί Γρηγορίου (ο Γονατάς δηλαδή), Κλείτος και Βάθης.
Ύστερα από λίγο συγκροτήθηκε ανταρτική ομάδα με αρχηγό τον Θεόδ. Αραμπατζόγλου στην περιοχή της Βιζύης, με τα πρώτα όπλα που κατάφερε να προμηθευτεί από Τούρκους ο γιατρός Τζελέμπογλου και άλλοι πρόκριτοι των Σαράντα Εκκλησιών.
Από τεύχος της Εταιρίας Θρακικών Μελετών και μια εργασία με τον τίτλο "Ο αντιβουλγαρικός Θρακικός Άγων", του δημοσιογράφου Κωνστ. Κουκίδη, παραθέτω:
"Ο εξοπλισμός και η μεταφορά όπλων
Ο εξοπλισμός των ανταρτών ήτο το μεγαλύτερον πρόβλημα, το οποίον είχε ν' αντιμετωπίση η οργάνωσις τον αγώνος. Αλλ' η μεταφορά των όπλων από την Ελλάδα παρουσίαζε προφανείς μεγάλους κινδύνους. Αι αποστάσεις ήσαν πράγματι μεγάλαι και συχνός έλεγχος ησκείτο εις τα μεταφορικά μέσα. Και όμως ήτο ανάγκη να ευρεθούν όπλα δια τον εφοδιασμόν της ομάδος, εφόσον μάλιστα οι Βούλγαροι, επικοινωνούντες σχεδόν ανενόχλητοι με τον τόπον των, δεν αντίκρυζαν ποτέ καμμίαν δυσκολίαν εις το πρόβλημα τούτο. Και τα όπλα όντως ευρέθησαν δια τους Έλληνας αντάρτας και έφθασαν εις τον προορισμόν των.
Αλλ' υπήρξαν πολύ περίεργοι και κάποτε δραματικαί αι περιπέτειαι της μεταφοράς των. Μίαν φοράν έξαφνα, ο αρχηγός της ομάδος ευρισκόμενος εις τας Αθήνας, ηγόρασε τέσσερα μάνλιχερ-σενάουερ και τ' απέστειλε δια την Θράκην. Τα όπλα αυτά συνεργία και των προξενικών αρχών Αλεξανδρουπόλεως (τότε Δεδεαγάτς) και των Σαράντα Εκκλησιών (πρόξενος του πρώτου ήτο τότε ο Κίμων Διαμαντόπουλος και του δευτέρου ο Κ. Ντάσος) μετεκομίσθησαν διαφοροτρόπως από την Σκόπελον όπου ήτο η αποθήκη και έφθασαν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Σεϋντιλέρ - Τσιφλίκιοϊ (γραμμή Αδριανουπόλεως - Κωνσταντινουπόλεως), κρυμμένα μέσα εις ένα κιβώτιον σαπουνιών με αποστολέα Μεχμέτ και παραλήπτην Αχμέτ.
Προωρίζοντο δια την περιφέρειαν Βιζύης. Ο μητροπολίτης Βιζύης Άνθιμος έστειλε τότε μήνυμα εις τον σταθμάρχην Διομήδη Ιατρό-πουλον λέγων: "Άμα έλθη το κιβώτιον, να ειδοποιήσης τον Κονδύ-λην να στείλη άνθρωπον δια την παραλαβήν των". Το κιβώτιον ετοποθετήθη αμέσως εις την αποθήκην και ειδοποιήθη ο Κονδύλης. Αλλ' αυτός απήντησε: "Όπως εσείς τα εκάνατε, να τα ξεμπερδέψετε τώρα". Ο μητροπολίτης Άνθιμος ειδοποιήθη εκ νέου. Και έστειλεν... ένα Τούρκον, ο οποίος τα παρέλαβε. Εν τέλει ο αρχηγός της ομάδος έγινε κάτοχος των όπλων εις τας Σαράντα Εκκλησίας.
Δύο μεγάλαι δίκαι
Η μεταφορά όμως εννέα όπλων δεν είχε την ιδίαν τύχην. Απεκαλύφθη και έδωκεν αφορμήν κατά το 1909 εις μίαν μεγάλην δίκην• τα όπλα μετεφέρθησαν με μουλάρια εις το Ουζούν-Κιοπρού ή το Κουλελί-Μπουργκάς (το σημερινόν Πύθιον). Εκεί ετοποθετήθησαν εις κιβώτια. Και επρόκειτο να μεταφερθούν δια της σιδηροδρομικής οδού εις το Μπαμπά-Εσκί από όπου θα παρελαμβάνοντο δια τας Σαράντα Εκκλησίας. Κατά την φόρτωσιν όμως εις τον σταθμόν έσπασεν ένα κιβώτιον και τα όπλα εφανερώθησαν. Τούτο έγινεν αντιληπτόν εις τους Τούρκους σκοπούς, οι οποίοι ειδοποίησαν αμέσως τον προϊστάμενον αξιωματικόν των Γιουσούφ. Αυτός διέταξε τότε την• ενέργειαν ερεύνης. Έτσι συνελήφθησαν πολλοί κάτοικοι των Σαράντα Εκκλησιών, του Ουζούν Κιοπρού, τον Μπαμπά-Εσκί, των Μαλγάρων, του Κιουπλίου και του Ντεβετζήκιοϊ. Οι συλληφθέντες ήσαν περίπου 60 περίπου, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Χρ. Αργυρόπουλος, παραλήπτης όπλων, Κυριάκος Αργυρόπουλος (απαλλαγείς μετ 'ολίγον λόγω της νεαρός ηλικίας του) και άλλοι.
Έμειναν ούτοι προφυλακισμένοι εννέα μήνας εις την Αδρια-νούπολιν όπου διεξήχθη η δίκη. Πρόεδρος του κακουργιοδικείου ήτο Τούρκος. Κατείχον όμως την έδραν του ως δικασταί και δύο Έλληνες, οι πάρεδροι Αλέξανδρος Σεραφεντίνογλου και Ιορδάνης.
Οι κατηγορούμενοι δια την υπεράσπισίν των προσέλαβαν τους καλύτερους δικηγόρους, μεταξύ των οποίων τους Αδριανουπολίτας Καλλίαν και Αλεξιάδην, τον ελθόντα εκ Κωνσταντινουπόλεως Βλαδίμηρον Μιρμίρογλου και τους Τούρκους Χασάν-Ταχσίν και Σερέφ μπέην (μετέπειτα αντιπρόεδρον της Τουρκικής Βουλής).
Κατά την δίκην προσήλθον 120 μάρτυρες. Εκ των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας προέκυψεν αρκετά σαφώς ότι τα όπλα απεστέλλοντο εξ Ελλάδος δι'επαναστατικήν δράσιν. Κατά την διαδικασίαν πράγματι επεδείχθη το κατασχεθέν καταστατικόν της επαναστατικής οργανώσεως "Αδέλφια", η οποία προέτρεπε τους Έλληνας να προμηθευθούν όπλα, ενώ συγχρόνως τους εβεβαίωνεν ότι συντόμως θα επήρχετο σννεννόησις μεταξύ των βαλκανικών κρατών δια την απόσεισιν του τουρκικού ζυγού. Μάρτυρές τινες έφθασαν να κατηγορήσουν τους Έλληνας προξένους Αδριανουπόλεως και Σαράντα Εκκλησιών ως μεσολαβήσαντας δια την προμήθειαν των όπλων και τον δι'αυτών εξοπλισμόν των Ελλήνων. Όντως η αποδεικτική διαδικασία απέληξε πολύ δυσμενής δια τους κατηγορουμένους.
Οι συνήγοροι έπειτα ηγόρευσαν επί διήμερον. Επροσπάθησαν ν'αποσείσουν την κατηγορίαν, στηριζόμενοι εις τας αντιφάσεις μερικών καταθέσεων. Αλλ' η αγόρευσις του Τούρκου συνηγόρου Χασάν Ταχσίν έκαμε την πλέον ζωηράν εντνπωσιν. "Το πράγμα, είπε μεταξύ άλλων, θα ήτο νοητόν δια τους Βουλγάρους. Είμεθα τόσον κοντά με την Βουλγαρίαν! Η φωνή μου είναι πράγματι ακουστή έως εις τα βουλγαρικά σύνορα! Αλλ'εδώ πρόκειται περί ανόητων ανθρώπων. Διότι το να φαντάζωνται ότι θα μπορούσαν να προσαρτήσουν την Ανατολικήν Θράκην εις την τόσον μακρινήν Ελλάδα, τι άλλο εσήμαινε παρά ότι πάσχουν από μεγάλην βλακείαν".
Υπεστήριξεν έπειτα ότι η μεταφορά των όπλων είχεν απλώς εμπορικούς σκοπούς και ότι ήτο έργον κερδοσκόπων και όχι επαναστατών κατά του τουρκικού κράτους. Επετέθη εν τέλει κατά του εισαγγελέως, ζητήσας όπως ούτος λόγω της αβεβαιότητος της κατηγορίας περιοριστή εις ουδέτερον ρόλον. Κατά την διάσκεψιν του δικαστηρίου ο Τούρκος πρόεδρος τον δικαστηρίον έδωκε καταδικαστικήν ψήφον. Αλλ'οι δύο Έλληνες δικασταί, επικαλούμενοι τα επιχειρήματα της αγορεύσεως του Τούρκου συνηγόρου Χασάν Ταχσίν, υπεστήριξαν την αθώωσιν των κατηγορουμένων. Και η απόφασις όντως εξεδόθη αθωωτική.
'Όταν αύτη ανεγνώσθη, εις το ακροατήριον εσημειώθη πολύς ζωηρός θόρυβος, προκληθείς από αντιφρονούντας Τούρκους, ιδίως Νεότουρκους. Αλλ' εν τέλει επεβλήθη η τάξις. Μετά την απόφασιν εδόθη μέγα γεύμα εις τον "Φιλολογικόν Σύλλογον" της Αδριανουπόλεως με την συμμετοχήν και των Τούρκων δικηγόρων.
Μετ'ολίγας ημέρας ο δικαστής Ιορδάνης μετετίθετο εις την Άγκυραν. Το δε Ακυρωτικόν της Κωνσταντινουπόλεως ηκύρωσε δια λόγους παραβιάσεως του νόμου την αθωωτικήν απόφασιν του κα-κουργοδικείου Αδριανουπόλεως. Αλλ'η ακύρωσις αύτη κατά την τουρκικήν δικονομίαν δεν συνεπήγε συγχρόνως και την εκ νέου εκδίκασιν της υποθέσεως. Οι κατηγορούμενοι όντως παρέμεναν ελεύθεροι. Πάντως όμως οι περισσότεροι εξ αυτών εφρόντισαν εν τω μεταξύ να καταφύγουν εις την Ελλάδα.
Κατά το χρονικόν τούτο διάστημα έγινεν αντιληπτή εις τους Τούρκους η ύπαρξις των ελληνικών κομιτάτων, τα οποία εδρών εις την Θράκην. Και προέβησαν ούτοι εις συλλήψεις πολλών μελών των. Μεταξύ αυτών ήσαν οι εκ Σαράντα Εκκλησιών Αναστάσιος Χατζηγιάννης, Περικλής Χατζηπαρασκευάς, Κυριαζής Νίκογλου, ο εκ Σκεπαστού Αλέξανδρος (ή Λέκας) Λογοθετίδης, αρκετά μέλη των τοπικών κομιτάτων και πολλοί χωρικοί. Ο Φλώρος Φλωρίδης και ο Αλέξανδρος Χατζή Σταύρου, πρόκριτοι των Σαράντα Εκκλησιών, μέλη του κομιτάτου, κατώρθωσαν να διαφύγουν, προειδοποιηθέντες. Αι τελευταίαι αύται συλλήψεις εδημιούργησαν εις άλλους την υποψίαν και εις άλλους την βεβαιότητα ότι ωφείλοντο εις προδοσίαν του κλητήρος του Ελληνικού προξενείου Σαράντα Εκκλησιών Γιώργη. Περί τούτου διεδόθη και η ακόλουθος φήμη: Δια ν'αποδείξη την αλήθειαν της καταγγελίας του, εν συνοδεία Τούρκων χωροφυλάκων, μεταξύ των οποίων και αυτός ο διοικητής της χωροφυλακής Σαράντα Εκκλησιών, μετέβη εις διαφόρους μικράς πολιτείας και χωρία της περιφερείας. Μόλις έφθανε την νύκτα, εσφύριζε κατά το συμπεφωνημένον μυστικόν σύνθημα. Τότε ανύποπτοι παρουσιάζοντο ένοπλοι οι άνδρες του τόπου και συνελαμβάνοντο υπό των ενεδρευόντων εκεί Τούρκων. Ο κλητήρ ούτος γενόμενος ούτως ύποπτος, εθεωρήθη επικίνδυνος. Και δι'αυτό εξετελέσθη υπό της μυστικής οργανώσεως.
Οι κατηγορούμενοι ούτοι εδικάσθησαν εις τας Σαράντα Εκκλησίας και ηθωώθησαν."
Σε άλλα σχετικά κείμενα αναφέρεται ότι έδρασαν, εκτός των παραπάνω και ο Ιωαν. Παυλακίδης, ο γιατρός Κεραμεύς, και "οι Κάζηδες", χωρίς τα μικρά τους ονόματα, ο Βασίλειος Χρήστου. Ποιος άραγε να ξέρει για τους υπόλοιπους, τους πολλούς ή λίγους ανώνυμους που έμειναν άγνωστοι;
Υπήρξε άλλη μια εκτέλεση ενός που θεωρήθηκε ύποπτος προδοσίας, αλλά εκ των υστέρων κρίθηκε ότι ήταν αθώος.
Εκτός από τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς, πολλοί εκπαιδευτικοί, πράκτορες, διείσδυσαν στη Θράκη οργανώνοντας τους εντόπιους, μέχρι και για ένοπλο αγώνα.
Ο Ίων Δραγούμης, Υποπρόξενος τότε στο Δεδέαγατς, την Αλεξανδρούπολη, με τις ενέργειες του αντέδρασε αποτελεσματικά στην αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης της περιοχής, ακόμη και με την προώθηση της αγοράς γαιών από Τούρκους και Βουλγάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί δούλεψαν ουσιαστικά και πολλοί από αυτούς διακρίθηκαν αργότερα και αναφέρονται στη μετέπειτα δημόσια ζωή της Ελλάδος.
Από τις Σαράντα Εκκλησίες πέρασαν και άφησαν δράση, ο Γεώργιος Κονδύλης, τότε ακόμα επιλοχίας των ευζώνων, ως δάσκαλος με το όνομα Ζάγκας, ο υπίλαρχος Κλείτος ως ειδικός γραφέας του Υποπροξενείου, ο ανθυπασπιστής Κων. Νταής ως υπάλληλος Εταιρίας, ο Δημ. Τρουπής, επιλοχίας, ως δάσκαλος. Ο Κονδύλης ο οποίος - το λέω) για τους νεώτερους - έγινε και Πρωθυπουργός και Αντιβασιλέας, έδιωξε και έφερε τη βασιλεία, ήταν ο πρωτεργάτης του Θρακικού Αγώνα. Πρωτοήρθε στην Αγαθούπολη το 1905 ως αντιπρόσωπος του οίκου Καμπά. Όταν έγινε Πρωθυπουργός είχε πει: "Αν ήξερα τι εστί πολιτική, θα γινόμουν πρωθυπουργός από λοχίας και όχι από συνταγματάρχης".
Με το Θρακικό Αγώνα είμαστε στις παραμονές της απελευθέρωσης. Πριν όμως φτάσουμε σ' αυτό το κεφάλαιο, θα χαρούμε κάτι που ήταν, για μένα, ευχάριστη έκπληξη όταν ήλθε στα χέρια μου. Πιστεύω ότι και ο αναγνώστης θα νοιώσει το ίδιο.
Πηγή: Το καταπληκτικό βιβλίο του Ι. Σ. Γιαννακόπουλου, «Εν Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης», Θεσσαλονίκη 1994.